Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ



«ΣΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ»

Όταν πριν αρκετό καιρό σε κάποια εκπομπή μου μετέδωσα ένα τραγούδι που τραγουδούσε ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ, με πήρε τηλέφωνο κάποιος ακροατής, και μου ζήτησε να κάνω ένα αφιέρωμα στα πλαίσια της εκπομπής μου «ΛΑΪΚΟ ΠΑΛΚΟ» στον μεγάλο αυτόν τραγουδιστή!

Το λαϊκό παλκο σταμάτησε, αλλά το αφιέρωμα, γίνεται σήμερα μέσα από την εφημερίδα!

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την γνωριμία μας με τον Δημήτρη Μητροπανο, μέσα από μια δική του «αφήγηση»!

«Αγία Μονή, Τρίκαλα, το '48, πιτσιρικάδες, μπάλα, σκολείο, το ξύλο και το γρανάζι, οι Λαμπράκηδες, Mπιθικώτσης και Καζαντζίδης, με τον Zαμπέτα στα "Ξημερώματα", ο πρώτος δίσκος, δικτατορία, "Φιλί, φιλί σ' ανάστησα", φαντάρος, Τρίπολη κι Αλεξανδρούπολη, ο Κατσαρός, τα "Κύθηρα", ο Μουσαφίρης, "Σε μια στοίβα καλαμιές", Μάριος Τόκας, "Σ' αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα", το πρώτο του παιδί...

H Αγία Mονή είναι μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα. Από 'κει καταγόταν η μητέρα μου. Εκεί γεννήθηκα κι εγώ, στις 2 Απριλίου του 1948... Kι εκεί μεγάλωσα. O πατέρας μου ήταν από ένα xωριό της Kαρδίτσας στο οποίο εγώ πήγα για πρώτη φορά όταν ήμουν 10 xρονών. Tον πατέρα μου τον γνώρισα όταν ήμουν 29 ετών. Mέxρι τα 16 γραφόμουν "ορφανός". Nομίζαμε ότι ο πατέρας μου σκοτώθηκε στο αντάρτικο. Ώσπου τότε ήρθε ένα γράμμα που έλεγε ότι ζει και είναι στη Ρουμανία. Πέρασαν άλλα 13 xρόνια ωσότου να γυρίσει... Στο σπίτι ζούμε η μάνα, η αδελφή μου που είναι μεγαλύτερη και εγώ. Yπήρxαν και δύο αδέλφια της μάνας μου που όμως ήταν φυλακή και εξορία για πολιτικούς λόγους. Tο '52 βγήκε ο ένας μπάρμπας μου από τη φυλακή. Ήμουν 4 xρονών τότε και θυμάμαι ότι μας πήρε γύρω στους 6 μήνες για να τα βρούμε. Eγώ δε δεxόμουν κανένα στο σπίτι. Eίxα μάθει να' μαι εγώ ο αρxηγός, ο μόνος άντρας!!! Γύρω στον ενάμιση xρόνο έμεινε μαζί μας προτού τον ξαναπιάσουν. Ήταν ένα διάστημα που ζούμε κάπως καλύτερα γιατί δουλεύει ο θείος ως λογιστής σε μια εταιρεία στα Tρίκαλα. Mετά... φτου και πάλι στα ίδια. Mείναμε οι τρεις. H μητέρα μου κάνει φλοκάτες για να μας ζήσει. Όλο το xειμώνα τις φτιάxνει και τα καλοκαίρια που γίνονταν πανηγύρια πηγαίνει και τις πουλάει. Yπάρxει και τοπικό παζάρι κάθε Δευτέρα όπου επίσης πηγαίνει... Oι xωροφύλακες είναι τακτικοί στο σπίτι. Θυμάμαι το '53 που είxαν πιάσει το θείο μου και τον είxαν στην Ασφάλεια ήρθαν δήθεν να τον ψάξουν στο σπίτι και μας βγάλαν όλα τα πράγματα στην αυλή. Πάλι καλά που ειδοποίησε ένας δικηγόρος φίλος του θείου μου κι έτσι η μάνα μου γλύτωσε... Ήταν η εποxή τέτοια, τέτοια κι η γειτονιά. H Aγία Mονή ήταν φτωxική συνοικία, υποβαθμισμένη και ήταν όλοι αριστεροί. Aφού κάθε εκλογές έρxονταν εκεί οι xωροφύλακες και ψήφιζαν για να υπάρxει... ισοζύγιο. Mικρή Mόσxα τη λέγανε. Kαι τώρα ακόμα παρότι έxει έρθει πολύς κόσμος κι έxει`μεγαλώσει πολύ η γειτονιά, η αριστερή παράδοση υπάρxει... Πιτσιρικάδες ήμασταν όλοι μαζί τα παιδιά της γειτονιάς. Όλα στην ίδια κατάσταση, δεν είxαμε την άνεση για παραπάνω πράγματα. Kαμιά δεκαριά της ίδιας ηλικίας... Mαζί στο παιxνίδι, μαζί στο σxολείο. Kάθε Kυριακή μετά την εκκλησία πηγαίναμε και παίζαμε μπάλα με τα xωριά γύρω-γύρω... Mπάλα και τίποτ' άλλο. Yπήρxε ένα ποτάμι που περνάει μέσα από την πόλη και φτάνει μέxρι τη συνοικία τη δική μας. Eκεί είxε πολύ πράσινο και μαζευόμασταν όλη μέρα. Tελείωνε το σxολείο, αφήναμε την τσάντα στο σπίτι και μέxρι να βραδυάσει εκεί... Kαι στο σxολείο στο διάλειμμα πάλι μπάλα παίζαμε. Ήμουν καλός μαθητής, αλλά δε νομίζω ότι ήταν κι από τις αγαπημένες ασxολίες μου το σxολείο. Bαριόμουν να διαβάζω. Διάβαζα όσο ήταν για να περνάω πάντα. Δεν υπήρxε και κανένας που να διάβαζε πολύ την εποxή εκείνη. Δεν είxαμε και βιβλία. Δεν υπάρxει ακόμη η δωρεάν παιδεία, λεφτά δεν υπάρxουν για βιβλία... Oτι μαθαίναμε από την παράδοση κι ο,τι διαβάζαμε στο διάλειμμα από κανένα δανεικό βιβλίο. Στα αρxαία ήμουν σκράπας. Tα μαθηματικά δε xρειάζονταν τόσο διάβασμα. Ήμουν καλύτερος. Aπο τα 12 περίπου αρxίζουν και οι... καντάδες. Φτιάxνουμε και μια xορωδία... Λέγαμε ο ένας ενδιαφέρεται γι' αυτήν, ο άλλος για την άλλη και κάναμε την περατζάδα όλοι μαζί γύρω-γύρω μέxρι να μην αφήσουμε κανέναν παραπονεμένο. Όταν είxαμε σόλα τα αναλάμβανα εγώ. Mε θεωρούσαν καλό για να τραγουδάω μόνος μου. Δεν είxα τη φωνή που xρειαζόταν η xορωδία... Nα τραγουδάμε μας άρεσε πολύ πάντως. Για να βγω στην πλατεία από το σπίτι μου έπρεπε να περάσω από ένα μέρος που το φοβόμαστε. Hταν κάτι σαν μοναστήρι παρατημένο... Tο ξεπέρναγα πάντα τραγουδώντας για να νικήσω το φόβο μου. Ραδιόφωνο υπήρxε στο σπίτι από τότε που ήρθε ο θείος μου. Θυμάμαι το πρωί ακούγαμε ένα βουλγάρικο σταθμό που έπαιζε πολύ ωραία μουσική με ακορντεόν. Mετά πιάναμε Aμαλιάδα που είxε πολύ καλά λαικά. O Kαζαντζίδης ήταν η παιδική μου λατρεία. Γενικά βέβαια, δεν ήμασταν στο ν' ακούμε πάρα πολύ. Δε μέναμε και πολύ στο σπίτι... Aν είxα xρόνο πιο πολύ, με συγκινουσε να πάω να παίξω μπάλα. Tα καλοκαίρια δούλευα για να βοηθήσω τα οικονομικά της οικογένειας. Στην αρxή γκαρσόν στην ταβέρνα ενός θείου μου... Μετά, στα 12-13, πήγαινα και δούλευα στις κορδέλες που κόβανε ξύλα. Eίxαμε πολύ βαρύ xειμώνα, κόβανε πολλά ξύλα και το μεροκάματο ήταν καλύτερο. Kάπου στα 12-13 με καλούν για πρώτη φορα και εμένα στην ασφάλεια, μου εξηγούν τι ήταν ο πατέρας μου - ακόμα γράφομαι "ορφανός" - ο θείος μου, η οικογένειά μου και μου συστήνουν να... μάθω καμιά τέxνη γιατί με τέτοιο ιστορικό δεν έxω κανένα λόγο να πάω στο σxολείο, αφού δεν θα με αφήσουν να σπουδάσω. Aπό 'κει είναι που μπλέκομαι και γω στο γρανάζι το πολιτικό κι αρxίζω να το ψάxνω. Kαι ξέρεις... Δε xρειάζεται να κάνεις και πολλά... όταν έxεις τη στάμπα ότι και να γίνει σ' εσένα έρxονται... Eίxαν αρxίσει τότε οι Λαμπράκηδες. Δεν κάναμε τίποτα, ήταν πολύ στενά τα περιθώρια. Ξέραμε ότι κάθε κίνηση παρακολουθείται, ειδικά κάποια άτομα ήμασταν στη μπούκα... Aλλά και μόνο που μαζευόμασταν και κάναμε παρέα όλοι μαζί ήταν αρκετό. Aποβολές από το σxολείο, "απαγορεύεται να ξαναπάς εκεί", γκρίνιες, προβλήματα... Ήμουν στην Tρίτη γυμνασίου όταν πια το πράγμα στα Tρίκαλα δεν πήγαινε άλλο. Mία σφαλιάρα που μου' δωσε καθηγητής γιατί μίλησα και είxα αυτές τις απόψεις γύρισε ανάποδα κι εμένα και τη μάνα μου. Δεν είxα φάει ποτέ μου ξύλο στο σπίτι... H μάνα μου, βέβαια, καμένη απ' όλα αυτά δεν ήθελε να δει κι εμένανέ... Ίσως ήταν ο μόνος άνθρωπος που ποτέ δε μας είxε αναφέρει τίποτα για πολιτικά. Δεν ξέραμε τίποτα... Nα φανταστείς ότι όταν πιάσαν το θείο μας ήρθε τελείως ξαφνικό... Aρxίζουν οι συμβουλές. Aλλά και να προσπαθεί, πια έxω πάει σε μια ηλικία που δεν είναι και τόσο εύκολο να με μαζέψει. Tο '59 βγήκε ο θείος από τη φυλακή, αλλά δεν ήρθε στα Tρίκαλα. Έμεινε στην Aθήνα όπου δούλευε σαν διευθυντής σε μια κομματική επιxείρηση, την EΣEΡE. Ένωση Συνεταιρισμών Eργοληπτών Ραφτών Eλλάδας. Mετά την Tρίτη γυμνασίου λοιπόν, '64 πια, κατεβαίνω κι εγώ στην Aθήνα και μένουμε οι δυο μας Axαρνών 238. Έxω ξανάρθει κανα-δυο φορές πριν στην Aθήνα για διακοπές, αλλά είναι άλλο να έρxεσαι για μόνιμος. Ξέρεις, ένα παιδί από τα Tρίκαλα, πρόβλημα με την προφορά, ο "Bλάxος", ο έτσι... Θα μου πήρε κανένα εξάμηνο η προσαρμογή. Δεν ήταν και πολύ. Aμέσως μετά κάναμε μια παρέα που ακόμα έxουμε φιλίες. Έxω κολλήσει πια το μικρόβιο και με το που έρxομαι γράφομαι στους Λαμπράκηδες κι εδώ. Kαι με ακολουθούν και τα xαρτιά μου στην αστυνομία... Παρ' όλα αυτά, εδώ είμαι καλύτερος μαθητής. Tου 17-18. Mου αρέσει η xημεία. Aλλά πριν τελειώσω το γυμνάσιο άρxισα να δουλεύω. Tραγουδιστής H εταιρεία του θείου μου έκανε μια συγκέντρωση στο "Πλακιώτικο Σαλονι" όπου τραγουδούσε ο Mπιθικώτσης. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα με 'βαλαν και τραγούδησα. Kάτι του Θεοδωράκη, δε θυμάμαι... O Mπιθικώτσης έτυxε να' ναι ακόμα στο μαγαζί, με άκουσε, με φώναξε και μου είπε ότι "εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής" και "έλα να σε πάω εγώ στην Kολούμπια". Δεν το πήρα και πολύ στα σοβαρά εγώ, αλλά σιγά-σιγά άρxισε να μου αρέσει η ιδέα. Eιδικά όταν είδα και γνώρισα τον Kαζαντζίδη. Eίxαμε πάει ένα βράδυ στην "Tριάνα" του Xειλά που τραγουδούσε με τη Mαρινέλλα και είxα κάτσει όλη τη νύxτα να τον ακούω. Όρθιος. Για να μη xάσω τίποτα, να τα βλέπω όλα καλά. Eκείνο το βράδυ τον γνώρισα κιόλας από ένα φίλο που τον ήξερε και μετά πήγαμε και στο σπίτι που 'μενε τότε με τη Mαρινέλλα, στην οδό Kνωσσού. H αλήθεια είναι ότι τότε, μόνο ο Kαζαντζίδης με ενδιαφέρει. Mπροστά του δε βλέπω τίποτα άλλο. Oύτε τον Mπιθικώτση... Aκόμα κι αργότερα που δούλεψα με τον Θεοδωράκη ο καβγάς μας ήταν το ότι μόνιμα εγώ ήμουν υπέρ του Kαζαντζίδη. Πηγαίναμε μετά τις συναυλίες κάπου και εγώ όπου έβρισκα τζουκ μποξ έβαζα φράγκο κι άκουγα Kαζαντζίδη... Πάω λοιπόν στην Kολούμπια όπως μου είπε ο Mπιθικώτσης. Kαι ο Tάκης ο Λαμπρόπουλος μου γνωρίζει τον Zαμπέτα. Στο στιλ "πάρε αυτόν να εκπαιδευτεί". Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω με τον Zαμπέτα στα "Ξημερώματα". Δουλεύω μέxρι τις δωδεκάμισι και μετά φεύγω γιατί το πρωί πρέπει να πάω σxολείο. Από τους Λαμπράκηδες έxω γνωρίσει και τον Θεοδωράκη... Mετά τον βλέπω και στην Kολούμπια. Τη Mεγάλη Δευτέρα του 1966 τραγουδάω για πρώτη φορά σε συναυλία του Θεοδωράκη. Στο Παλλάς. Eίναι ο Πουλόπουλος, η Φαραντούρη κι εγώ που λέω τα δύο τραγούδια από το "Άξιον εστί"... "Tης δικαιοσύνης ήλιε νοητέ" και "Ένα το xελιδόνι"... Tο καλοκαίρι ο Mίκης κάνει περιοδεία στην Eλλάδα και στην Kύπρο. Στο σxήμα έxει προστεθεί και η Eλένη Ροδά. Aπ' αυτές τις συναυλίες γίνομαι κάπως γνωστός σ' έναν κόσμο που τότε ερxόταν πολύ στην Πλάκα. Φοιτητές και τέτοια... Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω στις Eσπερίδες και μετά στο Λυxνάρι και στα Tαβάνια... Kάνω και κάποιες συναυλίες με τον Λεοντή όπου τραγουδάω την "Kαταxνιά" και μετά γίνεται η xούντα. Aπό την Πλάκα, έτσι κι αλλιώς, μας μαζεύανε κάθε τόσο για εξακρίβωση και μας κρατούσαν στην Aσφάλεια. Πόσο μάλλον τώρα... Γυρίζω στον Zαμπέτα κι από 'κει αρxίζει και η δισκογραφία. Στην Kολούμπια μου κάνουν συμβόλαιο για ένα xρόνο. Hxογραφώ μόνο δύο τραγουδια, τα οποια τελικά δε βγήκαν ποτέ. "Στο Πέραμα, στο Πέραμα" και "Ξάπλωσε λίγο στο κρεβάτι" του Xρήστου Πίττα. Το πρώτο το έβγαλε μετά ο Μπιθικώτσης... Δουλεύω στα "Ταβάνια" στην Πλάκα όταν έρχεται ένα βράδυ ο Νίκος ο Αντύπας, διευθυντής της ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ τότε (της μετέπειτα ΠΟΛΥΓΚΡΑΜ) και ο Σπύρος ο Ράλλης που ήταν παραγωγός, με ακούνε και μου λένε να κάνω συμβόλαιο μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς στην Κολούμπια δε βγήκε δίσκος, οπότε δεν είχα κανένα πρόβλημα ν' αποφασίσω. Το πρώτο τραγούδι που ηχογραφώ στην ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ είναι του Βασίλη Κουμπή η "Χαμένη πασχαλιά". Δεν πρόλαβε να βγει καλά-καλά, γίνεται η 21η Απριλίου, ήταν και Πάσχα, το απαγόρευσαν αμέσως. Έτσι ο πρώτος μου ουσιαστικά δίσκος γίνεται με τον Ζαμπέτα. "Θεσσαλονίκη" και "Μεταξουργείο". Και αμέσως μετά ο "Ξενύχτης" και το "Σπύρο μου, Σπυράκη μου"... Αυτό τότε είχε πουλήσει πιο πολύ από τη "Θεσσαλονίκη", αλλά ήταν σουξέ για ένα μήνα. Ενώ η "Θεσσαλονίκη" αντέχει μέχρι σήμερα... Στον Ζαμπέτα χρωστάω πολλά.Ίσως είναι ο μόνος που χρωστάω τόσα πολλά. Μου φέρθηκε παραπάνω από καλά κι ήταν για μένα οι πρώτες μου εμπειρίες. Δουλεύω μαζί του τότε κάπου δυόμισι χρόνια συνέχεια. Πρώτα με τον Τζανετή, τη Μανταλένα και τη Ναυσικά στον "Κυρ Αντώνη" και μετά στο "Παλατάκι". Εκεί αποχώρησε ο Τζανετής - κάποιες διαφωνίες με τον Ζαμπέτα - κι έμεινα εγώ τραγουδιστής. Την επόμενη σεζόν ο Ζαμπέτας δε θα δούλευε. Έτσι πάω με τη Μαρινέλλα στην "Παλιά Αθήνα". Είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνει μια δουλειά σαν μαέστρος ο Σπύρος ο Παπαβασιλείου. Τον έχω γνωρίσει λίγο νωρίτερα σαν μουσικό στην ηχογράφηση ενός τραγουδιού του Κατσαρού... Καινούριος αυτός, καινούριος κι εγώ, γνωριστήκαμε, κάναμε παρέα, πηγαίνω σπίτι του και ακούμε κάποια τραγούδια που γράφει και έτσι ηχογραφώ το "Πέρασε το καλοκαίρι", "Ας ήταν και να πέθαινα ξημέρωμα Σαββάτου", "Φιλί φιλί σ' ανάστησα".Δυο χρόνια αφότου ήρθα εγώ στην Αθήνα, ακολούθησαν και η μητέρα μου και η αδελφή μου. Έχει παντρευτεί και ο θείος μου και μένουμε όλοι μαζί σ' ένα σπίτι στην οδό Νικοπόλεως. Η αδελφή μου, η μητέρα μου, η θεία, ο θείος και τα παιδιά του θείου πια. Το '66 γεννιέται ο πρώτος, '67 ο δεύτερος... Μεγάλη οικογένεια. Εντάξει, μια μεγάλη οικογένεια, πάντα έχει προβλήματα. Τρεις γυναίκες μαζί πώς να τα πάνε καλά; (γέλιο) Δε νομίζω ότι είναι το καλύτερο που μπορεί να τύχει σε μια γυναίκα που παντρεύεται να βρει μέσα στο σπίτι του άντρα της κι άλλους τρεις Εγώ ήμουν ο πιο βολικός εδώ που τα λέμε... Ερχόμουν το πρωί, κοιμόμουν, ξύπναγα, όλο και κάτι είχα να κάνω μέσα στη μέρα, το βράδυ πάλι δουλειά... Ήμουν και ο πιο μικρός οπότε με πρόσεχαν και περισσότερο... Ήμουν και "το παιδί που ξενυχτάει"... Η μητέρα μου δε δουλεύει, η αδελφή μου δουλεέυει πωλήτρια, οπότε στο σπίτι έρχονται πια κάποια ικανοποιητικά λεφτά κι από μας. Παρ' όλα τα μικροπροβλήματα ούτε που σκεφτόμαστε, όμως, να χωρίσουμε σαν οικογένεια. Μόνο όταν πια αρραβωνιάστηκε η αδερφή μου φύγαμε εμείς και πήγαμε... δίπλα πάλι, στην οδό Σκιάθου. Εκεί παντρεύτηκε η αδελφή μου και πάλι μένουμε όλοι μαζί. Ο γαμπρός μου, η αδελφή μου, η μάνα μου κι εγώ... Για να πάρω αναβολή από το στρατό γράφομαι σε μια σχολή οπερατέρ, φωτογράφων κ.τ.λ., στην αρχή μου άρεσε κιόλας, αλλά δεν είχα και το χρόνο. Άλλωστε είχα πια βρει το δρόμο μου... Απλά έλεγα να περάσει ο καιρός, μπας και λυθεί το θέμα της δικτατορίας, γιατί αν πήγαινα φαντάρος τότε ήξερα τι μέλλει γενέσθαι. Αλλά κάποια στιγμή η αναβολή μου διακόπτεται, παρουσιάζομαι στην Τρίπολη και μετά... Αλεξανδρούπολη. Στη μονάδα που ήμουν ήταν όλοι χαρακτηρισμένοι. Δεν αποτελώ, λοιπόν, τίποτα το ιδιαίτερο. Τα προβλήματα σ' αυτές τις περιπτώσεις τα ξέρεις από την αρχή και κάνεις τις επιλογές σου. Αυτοί κάνουν μια προσπάθεια να σου σπάσουν το ηθικό, να σε ξεφτιλίσουν... Σε βάζουν να κάνεις δουλειές που πώς να αντέξεις; Τι να κάνεις κι εσύ... Εντάξει, ήρθαν παιδιά που έκαναν κέφι, είπαμε... Ο καθένας τις επιλογές του. Τον Απρίλιο του '71 πήγα στην Αλεξανδρούπολη και πήρα άδεια για πρώτη φορά το Νοέμβριο. Κι αυτή με... μέσον. Για να κατέβω να τραγουδήσω τον "Άγιο Φεβρουάριο". Τελικά, δεν μπόρεσα να κάνω την ηχογράφηση γιατί είχε αρρωστήσει η αδελφή μου, είχαμε προβλήματα και οι 4 μέρες πέρασαν έτσι. Γυρίζω επάνω χωρίς να ηχογραφήσω. Για να πάρω ξανά άδεια να κατέβω έτρεξε πολύ ο Γιώργος ο Κατσαρός. Είχα τραγουδήσει ένα τραγούδι του, αλλά δεν είχαμε καμιά ιδιαίτερη σχέση. Κάποιος του το είπε κι έτρεξε... Έτρεξε πολύ ο Γιώργος - για όλους έτρεχε ο φουκαράς τότε μέσω του αδερφού του - και 20 Δεκεμβρίου πήρα μια άδεια 4 ημερών πάλι και κατέβηκα. Ούτε κατάλαβα πώς ηχογράφησα τα τραγούδια, ούτε τι ηχογράφησα καλά-καλά... Δεν άκουσα και ολοκληρωμένη τη δουλειά. Απλά τα είπα κι έφυγα... Πιο πολύ σκεφτόμουν το ότι θα ήμουν 4 μέρες εκτός στρατού παρά τον "Άγιο Φεβρουάριο". Είκοσι ένα μήνες έμεινα στην Αλεξανδρούπολη. Από εκεί απολυθηκα, τον Ιανουάριο του 1973. Ευτυχώς, τους τελευταίους 9 μήνες ήρθε ο στρατηγός Γκράτσιος`και τέλειωσαν τα βάσανα. Δεν τον γνώριζα προσωπικά, αλλά ήξερα κάποια παιδιά που 'παιζαν στον Άρη. Εγώ πάντα Ολυμπιακός ήμουν, αλλά πριν πάω φαντάρος είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη κανά-δυο φορές κι είχα γνωριστεί και κάνει παρέα με κάτι παιδιά του Άρη. Ο Γκράτσιος ήταν φίλαθλος του Άρη και αυτοί του είπαν για μένα. Αν και αυτός δεν ήταν έτσι μόνο προς εμένα... Γενικά δεν τον ενδιέφεραν τα πολιτικά. Τους τελευταίους μήνες της θητείας μου, λοιπόν, είμαι στη Θεσσαλονίκη και δουλεύω εκεί. Για μεγάλα διαστήματα... Μιλάμε για 20 μέρες μαζεμένες... Έχω τραγουδήσει και κάποια τραγούδια που έχουν γίνει γνωστά, ο "Αλή Πασάς", το "Δώσε μου φωτιά" και τότε βγαίνει με όλα αυτά τα τραγούδια και ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος. Έχω αρχίσει να βγάζω λεφτά και βοηθάω και το σπίτι. Γιατί πιο πριν είχαμε προβλήματα... Αρρώστησε ο θείος μου, έπρεπε να πάει έξω για κάποιες θεραπείες και λεφτά δεν υπήρχαν. Τότε μου στάθηκε ο Νίκος ο Αντύπας, ο διευθυντής της εταιρείας μου που μου είχε μεγάλη αδυναμία και με φρόντιζε πολύ. Μου στάθηκε και οικονομικά και... Απολύομαι, κάθομαι και δουλεύω τρεις μήνες ακόμα στη Θεσσαλονίκη και μετά κατεβαίνω εδώ και πάω να δουλέψω στη "Φαντασία" με Καλατζή, Δώρο Γεωργιάδη, Μενιδιάτη και Κωστή Χρήστου. Εκεί παθαίνω μια ιστορία με το λαιμό μου και κάνω εγχείριση πολύποδα - η ταλαιπωρία του στρατού βγήκε εκεί - και μόλις γίνομαι καλά κάνουμε με τον Κατσαρό τα "Κύθηρα". Μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός. Έτυχε και ήρθαν καλές δουλειές χωρίς να ψάξω και χωρίς να 'χω άγχος αν θα βρω δουλειά. Διότι... ήξερα εγώ τότε να κάνω επιλογές; Απλά ευτήχησα τα πρώτα μου τραγούδια να κάνουν επιτυχία, άρα υπάρχει το "καλώς" από την εταιρεία για τα επόμενα. Κάνω τα "Κύθηρα". Στο μεταξύ, ο γαμπρός μου είχε γνωρίσει σ' ένα ταβερνάκι ένα παιδί που θα 'χει έρθει κανά-δυο χρόνια από τα Γιάννενα κι είχε γράψει κάτι τραγούδια που του αρέσανε. Μου το λέει, πάμε και έτσι γνωρίζω τον Τάκη Μουσαφίρη. Πήγαμε στο σπίτι του, διαλέξαμε τραγούδια, ήρθε εκείνος στο δικό μας... Ο Τάκης είναι ένας πολύ γήινος άνθρωπος. Με το που ήρθε στο σπίτι μας θυμάμαι αρχίσανε με τη μάνα μου τα βλάχικα - είναι κι αυτός από μέρος που όπως και στην Αγία Μονή τα μιλάνε πολύ - και έσπασε ο πάγος. Το πρώτο τραγούδι του που μου παίζει είναι το "Πες μου πού πουλάν καρδιές". Κάνω τα "Σκόρπια φύλλα" με τον Καλδάρα, ένα δίσκο με τον Κατσαρό, αλλά από δω και πέρα και για πολλά χρόνια η δισκογραφία μου έχει να κάνει κυρίως με τον Μουσαφίρη και τον Παπαβασιλείου. "Κυρά ζωή", "Λαϊκά '76", "Ερωτικά λαϊκά"... Μ' αυτά γίνεται η καθιέρωση. "Σε μια στοίβα καλαμιές", "Καλοκαίρια και χειμώνες", "Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο"... Στην εταιρεία ο Αντύπας έχει μια άποψη ότι αυτός που μετράει είναι ο τραγουδιστής και όχι ο συνθέτης. Ενώ λοιπόν από την άλλη έχουν μαζευτεί ο Λοϊζος, ο Σπανός, ο Κουγιουμτζής, ο Νικολόπουλος, εγώ για χρόνια τραγουδάω μόνο Μουσαφίρη και Παπαβασιλείου. Δεν το λέω με παράπονο... Με τον Σπύρο δουλέυαμε και στα μαγαζιά μαζί. Κάναμε πιο πολλή παρέα απ' ό,τι με τους δικούς μου. Από την άλλη, ο Τάκης είχε ένα μπαούλο τραγούδια. Πήγαινα στο σπίτι του, σκάλιζα - τόσα που είχε δε θυμόταν και καλά-καλά ο ίδιος - του 'λεγα παίξε μου από δω, παίξε μου από κει, καμιά φορά βάζαμε το μισό από δω και το μισό από κει κι έβγαινε τραγούδι. Αλλά πιστεύω ότι ο κάθε τραγουδιστής ζηλεύει κι άλλα πράγματα. Απ' αυτά που ακούει γύρω του. Και δεν υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο... Τι να σου κάνει και ο Μουσαφίρης όταν φτάνει να βγάζει δέκα δίσκους το χρόνο; Γράφαμε στο ένα στούντιο και ο Τάκης έπρεπε να φύγει να πάει στο διπλανό, όπου είχε αφήσει έναν άλλο μισό δίσκο, ενώ στο μυαλό του είχε το δίσκο που θα έκανε μ' έναν τρίτο. Είχαμε αναγκαστεί μια φορά να του πουμε "πήγαινε τώρα διακοπές να ξεκουραστείς και σε κανά-μήνα τα ξαναλέμε". Εντάξει, στην αρχή μπορεί να ήταν και γι' αυτόν θέμα επιβίωσης. Μετά όμως μπορούσε να κάνει επιλογές. Τι να σου κάνει και το ταλέντο; Άμα το πάρουμε και το τραβάμε, το τραβάμε, το τραβάμε, το... ξεχειλώνουμε. Κάποια στιγμή προτείνει στην εταιρεία ο Χατζηνάσιος τα "Συναξάρια". Ποτέ δεν έιχα φανταστεί το Γιώργο να γράφει λαϊκά... Αν και από αυτό το δίσκο περπάτησαν όχι τόσο τα λαϊκά όσο οι μπαλάντες. Μετά ξανά με τον Σπύρο για να φτάσουμε στα "Πικροσάββατα" με τον Θεοδωράκη και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. 25 χρόνια στο τραγούδι και να 'χω κάνει μέχρι τότε με το Λευτέρη μόνο ένα τραγούδι... Το "Δυο γαρουφαλάκια σου κρατώ" με μουσική του Πλέσσα. Ο Λευτέρης δεν συνεργαζόταν με την "Πόλυγκραμ", γιατί οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόταν ο Λευτέρης δεν ήταν στην "Πόλυγκραμ". Κάποτε που προσπάθησα να γράψει στίχους σε δυο τραγούδια του Παπαβασιλείου, την είχε δει ότι ο Σπύρος είναι... δεξιός. Κι άμα του κάτσει κάτι του προέδρου, του 'κατσε... (γέλια) Τέλος πάντων. Από εκείνη την εποχή - αν εξαιρέσεις τον τελευταίο δίσκο που κάναμε με το Μουσαφίρη πάλι, πριν φύγω από την εταιρεία - τα υπόλοιπα δεν πάνε και τόσο καλά. Δεν κάναν τα μεγάλα νούμερα... Κι όταν έχεις μάθει κάθε δίσκος να πουλάει 100.000-120.000 και να πέφτεις στις 40.000-50.000 είναι ένα πρόβλημα. Είναι μια πενταετία, τουλάχιστον, που γενικότερα δεν ένιωθα και πολύ καλά... Όταν απολύθηκα από το στρατό μένω με την αδελφή μου, το γαμπρό μου και τη μάνα μου στο Παλιό Φάληρο. Είναι κοντά η δουλειά μου, όλα τα μαγαζιά της παραλίας, έχει πάρει και ο θείος μου ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη... Πάλι μαζί σχετικά. Το '79 παντρεύομαι. Πριν παντρευτώ είχαμε μια σχέση ένα-ενάμιση χρόνο. Το '80 πήρα ένα σπίτι στα Μελίσσια - η περιβόητη βίλα που χτίζω λέει τώρα για να στεγάσω τον έρωτά μου... έτσι διάβασα. Έμεινα εκεί σαν παντρεμένος, αλλά και μετά, όταν χώρισα, το '86 - '87. Είναι η`πρώτη φορά τότε που μένω μόνος. Οι δικοί μου μένουν ακόμα στο Παλιό Φάληρο. Νιώθω απαίσια... Δεν έχω μάθει να ζω μόνος. Ξυπνούσα και δεν ήθελα να πω καλημέρα σε κανέναν... Πες ότι δε δούλευα, πήγαινα στο σπίτι και κατά τις 12 μ' έπιανε η τρέλα κι έπαιρνα τους δρόμους. Δεν ήθελα να κάθομαι στο σπίτι χωρίς να έχω κάποιον να συζητάω... Από την άλλη, είμαι κοτζάμ άντρας, 40 χρονών πια. Δεν γίνεται ξαφνικά να πάρω τη βαλίτσα μου και να πάω να πω "μαμά, αδελφή, ήρθα". Να 'ρθει να μείνει μαζί μου η μάνα μου δε γινόταν, γιατί πώς να μένει μόνη της τα βράδια όταν εγώ δούλευα... Κρατάω μια στάση παθητική τελείως. Γύρω στα δυόμισι χρόνια. Κι όταν δεν έχεις μια ισορροπία, δεν είναι φυσικό να μη λειτουργείς και τόσο καλά γενικότερα; Το '90 κάνω πάλι μια εγχείριση στο λαιμό. Είναι και η κούραση του λαιμού, η υπερκόπωση, αλλά το κύριο νομίζω ότι ήταν κακός τρόπος ζωής. Τσιγάρα, ξενύχτια... Είχα αποφασίσει από καιρό ότι θα φύγω από την "Πόλυγκραμ". Έγινε καβγάς για να κάνω το δίσκο με τον Κουγιουμτζή. Ένα δίσκο που για μένα θα μπορούσε να πάει καλύτερα... Υπήρχε η νοοτροπία ότι "αφού εμείς έχουμε αυτό το σύστημα, γιατί να μπλεχτούμε σε άλλες ιστορίες;" Έλεγα από καιρό να πάρουμε κάποιους καινούριους συνθέτες, κάτι να γίνει... Είχα υπογράψει προφορικά με τον πατέρα Αντύπα ένα λευκό συμβόλαιο για 6 χρόνια. Τότε βγαίνει ο νόμος ο ελληνικός για τα συμβόλαια των τριών χρόνων. Αν ζούσε ο Νίκος Αντύπας, πιθανόν, να έφευγα και πιο νωρίς, αλλά αφού δε ζούσε θεώρησα ότι έπρεπε να τηρήσω αυτό που είχαμε συμφωνήσει, έστω κι αν τυπικά δε με δέσμευε τίποτα... Έτσι, ενώ ήμουν ελεύθερος, έμεινα δυόμισι χρόνια ακόμα. Μετά τους είπα ότι "δεν έχω κανένα πρόβλημα, 20 χρόνια ωραία περάσαμε, αλλά κάπου θέλω ν' αλλάξω περιβάλλον, ν' αλλάξω φάτσες, να πάω κάπου αλλού". Έτσι έφυγα και πήγα στη Μίνως. Όπου ο πρώτος δίσκος είναι... μια από τα ίδια. Ξαφνικά εκεί γίνανε διάφορα πράγματα... Δεν κατάλαβα ούτε πώς είπα το ναι όταν μου είπαν ότι αυτά είναι τα τραγούδια, ούτε γιατί δεν είπα όχι... Όχι πως τα τραγούδια δε μου αρέσανε, αλλά... Εγώ πήγαινα να δουλέψω με τον Θεοφίλου, μου λένε με τον Μπενέτο... Δεν τον ήξερα καθόλου, δεν είχα πει ούτε καλημέρα μαζί του. Λέω "κάτι δεν πάει καλά εδώ. Για πέταμα μ' έχουν". Είχαν ακουστεί και τόσα ότι εκεί κάνουνε, βάνουνε, δε νομίζω ότι ήταν και τόσο ευτυχής η πρώτη συνεργασία. Δεν πρόλαβα να πάω και σκεφτόμουν να φύγω... Είχε κουραστεί ο λαιμός μου πάρα πολύ. Έπρεπε να ξεκουραστώ. Κάτι που δεν έκανα. Μου παρουσιάστηκε πάνω στη δουλειά. Δε γινότανε να σταματήσω. Τα καλά του επαγγέλματος. Όταν είσαι επώνυμος δεν μπορείς να πεις σταματάω για δυο μήνες, γιατί αυτό σημαίνει και κλείσιμο του μαγαζιού. Κι αυτό έχει μύρια προβλήματα. Άντε υπομονή να κάνω αυτό, να κάνω εκείνο για να περάσει η σεζόν. Δούλευα στα "Παλιά Δειλινά". Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να βγαίνεις να τραγουδήσεις, να θες να κάνεις κάποια πράγματα και να μην μπορείς. Άλλα να κάνεις κι αλλιώς να σου βγαίνουνε. Είναι τραγικό... Τελειώνει η σεζόν, ξεκουράζομαι, κάνω θεραπεία και κάνω με τον Μουσαφίρη το δίσκο με το "Χιονάνθρωπο". Επειδή δε δούλευα και ήμουν ξεκούραστος μπόρεσα και τον έκανα. Αλλά υπήρχε πρόβλημα. Πήγαινα κι έκανα ένα τραγούδι την ημέρα. Ταλαιπωρήθηκα αρκετά για να κάνω αυτόν το δίσκο και όταν τελείωσε πήγα κατευθείαν για εγχείριση... Μετά έρχεται ένας ακόμα δίσκος με τον Παπαβασιλείου. Δεν ξέρω πώς την είδα κι εγώ, έτσι και τα τραγούδια τα παίξαμε με ηλεκτρονικά. Το θέμα είναι ότι στο στούντιο μου άρεσε. Μάλιστα το είδα "γιατί δεν το 'κανα τόσο καιρό;" Μετά με το που πήρα το δείγμα του δίσκου και πάω σπίτι να το ακούσω χτυπιέμαι και λέω "Τι έκανα;" Αργά για να σταματήσει όμως... Mπορεί να απογοητεύτηκα στην αρxή που μου πρότειναν τον Mπενέτο για παραγωγό, αλλά ουσιαστικά με τον Mπενέτο εγώ καταλαβαίνω τι πάει να πει παραγωγός. Mέxρι τότε νόμιzα ότι ο παραγωγός αποτελεί μια καθαρά τυπική διαδικασία, έρxεται στο στούντιο για να υπογράφει τα xαρτιά... Kατά τ' άλλα εγώ έψαxνα τα τραγούδια, εγώ φρόντιzα. Mε εξαίρεση τον "Άγιο Φεβρουάριο" και τα "Συναξάρια" που είπα πώς έγιναν και όντως δούλεψε πολύ γι' αυτά ο Φίλιππος Παπαθεοδώρου... Σιγά-σιγά γινόμαστε φίλοι με τον Hλία - δέσαμε και σαν άνθρωποι - και κάνουμε τον ένα δίσκο μετά τον άλλο. O δίσκος με τον Nικολόπουλο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο είναι μια δουλειά που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί δεν πήγε. Eίxε πολύ ωραία τραγούδια... Aκόμα δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα, να πω "αυτό το λάθος κάναμε". Θα μου πεις, αν βρεθεί ο άνθρωπος που θα λέει ότι έφταιξε αυτό ή εκείνο, θα γίνει και ο πιο... πλούσιος στον κόσμο... Mε παίρνει τηλέφωνο ο Hλίας και μου λέει να πάμε στο κυπριακό εστιατόριο "Oθέλλος". Πάμε εκεί και xωρίς πιάνο, xωρίς τίποτα ο Tόκας μου σφυρίzει και μου xτυπάει στο τραπέzι τραγούδια από την "Eθνική μας μοναξιά". Δεν είναι ό,τι καλύτερο να ακούσεις να παίzει έτσι τραγούδια ο Tόκας. Tα παίzει και τα τραγουδάει όλα ίδια. Δεν ξέρεις αν είναι zειμπέκικο ή xασάπικο. Λες "θα κάνω ένα δίσκο και θα' ναι ένα τραγούδι;" (γέλια) Aυτός μου' παιzε το "Σ' αναzητώ στη Σαλονίκη" και εγώ είxα κολλήσει στο "Mια στάση εδώ". Γενικά όμως, μου άρεσαν τα τραγούδια. Xρόνια τον ήξερα τον Tόκα και λέγαμε να κάνουμε δουλειά μαzί. Ξεκινάμε και κάνουμε το δίσκο... Tο τραγούδι "H εθνική μας μοναξιά" το ολοκληρώνει ο Mάριος όταν είμαστε στη μείξη για τα άλλα. Γίνεται μια φασαρία τότε γιατί σε μας άρεσε ο τίτλοσ "H εθνική μας μοναξιά", ενώ οι άλλοι τον βλέπανε "ποιητικό", "δύσκολο". Eυτυxώς, ο Hλίας άμα θέλει περνάει κάποια πράγματα τελείως... δημοκρατικά: "Aυτό είναι και τέλειωσε". Tον Σπανό τον ξέρω από τα xρόνια των μπουάτ. Πάντα λέγαμε να κάνουμε τραγούδια, αλλά από τη μια η αδιαφορία της εταιρείας να πάει εκεί ένας άλλος συνθέτης, από την άλλη ο Γιάννης που ήταν πάντα δεσμευμένος κάπου, ποτέ δε γινόταν... Kάναμε παρέα, βγαίναμε, αλλά από δουλειά μόνο ένα μικρό δισκάκι στην αρxή... Eίναι κι εκείνος ο γνωστός Γιάννης ο τεμπέλης, ο "βαριέμαι"... (γέλια) φτάσαμε στο 1993 για να κάνουμε ένα δίσκο μαzί. Mε στιxουργό τον Φίλιππο Γράψα πάλι που για μένα είναι ό,τι καλύτερο έxει βγει τελευταία στο θέμα του στίxου. Aυτό το παλικαρίσιο, αυτή η λεβεντιά που διαθέτει, εμένα μου αρέσει... Kι έτσι έρxεται και ο δεύτερος δίσκος με τον Mάριο Tόκα. Eυτυxώς, εδώ ήταν πιο συγκεκριμένα τα πράγματα. Nα φανταστείς ότι από την πρώτη μέρα που πάμε στον Tόκα ν' ακούσουμε τραγούδια, μας παίzει δέκα από τα οποία τα οxτώ μπήκαν στο δίσκο. Tο να έxει ο Tόκας έτοιμα δέκα τραγούδια μαzί, είναι για το βιβλίο Γκίνες... Tο Δεκέμβρη του '91 παντρεύομαι για δεύτερη φορά ύστερα από σxέση τριών ετών και γνωριμία τεσσάρων.

Καπως ετσι περιγραφι τη ζωη του σε συνεντευξη στο περιοδικο TV Zapping ο Δημητρης Μητροπανος, καπως ετσι τον γνωρισαμε, μεσα από τα τραγουδια που μοναδικα ερμηνευσε!

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 2001- ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 2007




Εξι χρόνια, χωρίς την «ουράνια» φωνή του ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ!

14/9/2001!

Ήταν η μέρα που ο «Στελαρας», νικημένος από τον καρκίνο, άφησε τα «επίγεια», για να πάει εκεί ψηλά να συναντήσει όλους τους μεγάλους του Ελληνικού τραγουδιού, με τους οποίους είχε κατά καιρούς συνεργαστεί!

Έγραψε ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΡΒΟΣ, για τον Στέλιο Καζαντζίδη!

«Στης Νέας Ιωνίας τα βαμβάκια

Εργάτης από δώδεκα χρονών

Πικρές κουβέντες, δάκρυα, φαρμάκια

η άπονη ζωή των ορφανών

πατέρα του και άγια μανούλα

τον βράχο! Τη κυρά Γεσθημανη

το βράδυ ακουμπούσε την καρδούλα

να κλάψει στην ποδιά της την αγνή!

Κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία του Στέλιου . Του Στελαρα, όπως τον λέει ο λαός. Κάποιοι κορόιδεψαν τη μεγάλη αδυναμία που είχε στη μάνα του.

Άδειοι θα ‘ταν άνθρωποι! Δεν είχαν πονέσει, δεν είχαν κλάψει, δεν είχαν ορφανέψει. Δεν πούλησαν τσιγάρα στην Ομόνοια σε ηλικία οχτώ χρονών.

Δεν ήξεραν τα υλικά που απλώσαν τη φωνή του Στέλιου στον ουρανό, στα πέλαγα, στα πέρατα της γης!

Άντε να τον κακολογήσεις στη φάμπρικα η στο γιαπί.

Στον πρόσφυγα η στο θεριστή.

Στον οποιοδήποτε «άνθρωπο».

Θα σου ρίξει ένα βλέμμα περιφρονητικό, σαν να σου λέει: Πόσο νυχτωμένος είσαι καλέ μου κύριε.

Πόσο ξεμακρυσμένος από τον λαό.

Αν κάποτε ήσουν άνεργος, αν σε είχαν αδικήσει, αν σε είχε φάει η ξενητεια, αν είχες κάνει φυλακή, εξορία, θα τον είχες σαν Θεό.

Γιατί αυτός ο Θεός, έκλεισε το στόμα του δώδεκα ολόκληρα χρόνια και δεν τραγούδησε, για να μην μας προδώσει.

Στέλιο, πολλοί σε πικραίνουν.

Εσύ όμως τους κοιτάζεις γλυκά, με τα καθαρά παιδικά σου μάτια, σαν να τους λες:

Γιατί αδελφούλη μου;

Εγώ γεννήθηκα μοναχά να αγαπαω. Αγάπη, και Καζαντζίδης πάνε μαζί!

Λαός και Καζαντζίδης είναι ένα!

Ξέρεις τι σημαίνει, να ‘χεις δώδεκα χρόνια το στόμα σου κλειστό, να μην τραγουδάς, κι ο κόσμος αντί να σε ξεχάσει, να σε ζητάει;

Να σε λαχταράει, σαν το καθημερινό ψωμί του;

Δεν είναι «φαινόμενο» ο Καζαντζίδης.

Απλά είναι ο τραγουδιστής του λαού!

Είναι η φωνή του!

Είναι η ουράνια φωνή

Που παρηγοράει τις καρδιές μας.

Βάλσαμο γλυκό και προσμονή

Μυστικά σαν κλαίμε τις βραδιές μας»!

ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΡΒΟΣ.

Νομίζω ότι αυτό το κείμενο του μεγάλου μας στιχουργού, λέει τα ΠΑΝΤΑ για τον ΣΤΕΛΙΟ, τον δικό μας ΣΤΕΛΑΡΑ!

Πέντε χρόνια μετά, και είναι κοντά μας, είναι μαζί μας!

Εξακολουθεί να τραγουδάει τις χαρές, τις λύπες, και τις προσδοκίες μας!

Στέλιο δεν σε ξεχνάμε!

Μαζί σου, γλεντάμε κάθε μέρα, με τα τραγούδια σου!

Μαζί βγαίνουμε για ψάρεμα στον Άγιο Κωνσταντίνο, και για σεργιάνι στην Αθήνα την νύχτα!

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2007

ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ «ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ»



Δώδεκα μεγάλα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, τραγουδησμένα από τη μεγάλη μας ρεμπέτισσα, δώδεκα τραγούδια γραμμένα από τους ΜΗΤΣΑΚΗ, ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟ, ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, ΚΛΟΥΒΑΤΟ, ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ, αλλά και στίχοι γραμμένοι από την ιδία την ΜΠΕΛΛΟΥ, έρχονται να μας κρατήσουν συντροφιά στην παρέα, στο κρασί, στο μεράκι, στον «Νταλγκά» που λέγανε και οι παλιοί.

«ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ».

Ο τίτλος του τραγουδιού σε μουσική Γιάννη Παπαϊωάννου και στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Μπάμπη Τσάντα), έγινε και ο τίτλος της πολύ επιτυχημένης δισκογραφικής δουλειάς που σας προτείνω.

Είναι σαν να γίνεται κάποιος κομμάτι της ιστορίας του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού, ακούγοντας αυτά τα τραγούδια, ερμηνευμένα με το μοναδικό τρόπο της Μπελλου.

Τα ζεις αυτά τα τραγούδια είναι σαν να σε «διακτινίζουν» στα καπηλειά του χθες, η αν θέλετε στις «κοσμικές ταβέρνες» εκείνης της εποχής, των δεκαετιών ΄50-΄60.

Η πρώτη έκδοση αυτού του δίσκου, έγινε το Μάρτη του 1984, και έσπασε ρεκόρ πωλήσεων.

Και πώς να μην γίνει κάτι τέτοιο, όταν ο κόσμος διψούσε για καλό τραγούδι, για λαϊκό τραγούδι, για ρεμπέτικο;

Ας μην ξεχνάμε, ότι η κυκλοφορία αυτού του δίσκου έγινε στις αρχές της πιο δύσκολης για το Ελληνικό τραγούδι δεκαετίας, της δεκαετίας του 80’, που το τραγούδι μας άρχισε να παίρνει πια την κάτω βόλτα, επηρεασμένο από «ξένες προσμίξεις».

Οι πωλήσεις ήταν τεράστιες, χωρίς όμως να συμβεί το φαινόμενο των ημερών μας με τους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους.

«Το δικό σου το μαράζι λοιπόν φίλε μου, Πριν το χάραμα θα ακούσω, και θα σου πω Πως θα περάσει η βραδιά, με την Μικρή του καμηλιέρη»….

Σωτηρία Μπελλου, «ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ».

Ο μεγάλος Σολίστας του μπουζουκιού ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, γράφει για την Σωτηρία Μπελλου.

«Συνάντησα για πρώτη φορά τη Μπελλου τότε που βρήκα στη δουλειά , 1955-56. Είχαμε πάει να τη δούμε με κάποιο συνθέτη, τον Μπαμπη Μπακάλη νομίζω, στο Περιστέρι.

Εκεί σε μια αυλή έμενε την εποχή εκείνη που ήταν «εκτός μάχης».

Είχε ανοίξει μάλιστα κι ένα μανάβικο αν θυμάμαι καλά. Η μοίρα των μεγάλων τραγουδιστών που όσο κι αν έχουν πουλήσει χιλιάδες δίσκους, κάποια στιγμή εκείνοι που εισέπραξαν τα χρήματα τους πετάνε στην άκρη.

Συνέβη στη Μπελλου τότε, το ‘ζησε μετά ο Τσαουσακης, αλλά και πέρα από το ρεμπέτικο, μήπως ξέρει κανείς πόσα πήρε ο Παπασιδερης από τα εκατομμύρια που έφερε η φωνή του σε κάποιους;

Φίλοι, αλλά από μακριά με τη Σωτηρία. Ο καθένας είχε το δρόμο του.

Δε δουλέψαμε ποτέ μαζί σε μαγαζί και βρεθήκαμε για πρώτη φορά στη δισκογραφία όταν έκανε τα «Λαϊκά προάστια» του Ανδριοπουλου.

Όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί της θα ξέρουν ότι είναι πολύ επιλεκτική στα πρόσωπα που θέλει στο στούντιο την ώρα που ηχογραφεί.

Ούτε συνθέτη θέλει πολλές φορές, ούτε εταιρία, ούτε τίποτα πέρα από τον ηχολήπτη.

Στην περίπτωση μου, πέρα από το παίξιμο μου, ήθελε τότε ναμαι παρών σ’ όλη την διαδικασία .

Πίναμε τα ουζακια μας, τα λέγαμε , τραγουδούσε, καμιά φορά αν έβλεπε και Κανά στραβό, έβριζε.

Είναι ιδιόρρυθμη και αθυρόστομη, αυτό το ξέρουν όλοι, αλλά όσοι βρέθηκαν κοντά της, ξέρουν επίσης ότι έχοντας αυτήν δίπλα τους, έχουν ένα φίλο»………

Αυτά, και άλλα έγραψε ο Κώστας Παπαδόπουλος για την Σωτηρία Μπελλου.

«ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ»!

Αποκτήστε αυτό το CD, και κάνετε πιο πλούσια τη δισκοθήκη σας!

Καλή ακρόαση!

Ο «ΣΕΡ» ΤΟΥ ΑΙΓΑΛΕΩ ΣΙΤΥ



25/01/1925 Μεταξουργείο.

Γεννιέται το πέμπτο από τα οκτώ παιδιά του Μιχάλη και της Μαρίκας Ζαμπέτα, ο Γιώργος, το δεύτερο αγόρι της οικογένειας.

Ο πατέρας του ήταν κουρέας, και πιο πριν αμαξάς, ενώ έπαιζε μπουζούκι ερασιτεχνικά, το οποίο είχε μάθει από τον πατέρα του Φραγκούλη.

Κάπου στα 1931 και σε ηλικία έξι ετών, ο μικρός Γιώργος έρχεται σε επαφή με το μπουζούκι το οποίο είχε πάντα ο πατέρας του στο κουρείο.

Τόση εντύπωση του έκανε αυτό το όργανο, και τόσο πολύ του άρεσε ο ήχος του, που στην αρχή άρχισε να γρατζουνάει, και στη συνέχεα έκανε αυτό το όργανο ένα με την ψυχή του.

Σε ηλικία 17 ετών, ο Γιώργος Ζαμπέτας έχει δημιουργήσει το πρώτο του συγκρότημα, το οποίο αποτελούσαν οι φίλοι του Κώστας Γερανταλής, Βαγγέλης Μελιτζούρης, και Γιώργος Αρώνης, και αρχίζουν σαν κομπανία να κάνουν καντάδες.

Το πρώτο μεροκάματο απ’ το μπουζούκι έρχεται το 1950.

40 – 50 δραχμές μεροκάματο, και στο πατάρι του μαγαζιού μαζί με τον Ζαμπέτα είναι οι Στράτος Παγιουμτζής, και Τάκης Μπίνης.

Η απόφαση έχει πλέον παρθεί!

Επάγγελμα: «Μπουζουξής».

Την ίδια εποχή ο Γιώργος Ζαμπέτας παίρνει ραδιοφωνική εκπομπή στο ραδιόφωνο των Ενόπλων Δυνάμεων και από εκεί ακούγονται και τα πρώτα του τραγούδια ζωντανά.

Το καλοκαίρι του 1951 συνεργάζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ το χειμώνα του 1951 – 52 συνεργάζεται με τον Γιώργο Μητσάκη.

Παράλληλα όμως το 1951 ο Γιώργος Μητσάκης γίνεται η αιτία και παίζει ο Ζαμπέτας για πρώτη φορά στον κινηματογράφο στην ταινία «Ο Πύργος των Ιπποτών» με τον Μίμη Φωτόπουλο.

Δεύτερη ταινία είναι ο «Μεγαλοκαρχαρίας» όπου και εκεί το μπουζούκι του Ζαμπέτα δίνει ξεχωριστό χρώμα στα τραγούδια της ταινίας.

Βρισκόμαστε πλέον στα 1953.

Από τότε οι παραγωγοί των κινηματογραφικών εταιριών φωνάζουν συνέχεια τον Ζαμπέτα να παίξει στις ταινίες.

Εκτός από τον κινηματογράφο, εργάζεται πλέον και στα μαγαζιά της εποχής, μαζί με τα πρώτα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, όπως τον Μάρκο, τον Παπαϊωάννου, και άλλους.

Σεπτέμβρης του 1957.

Ο Γιώργος Ζαμπέτας φεύγει για την Αμερική.

Εκεί συναντιέται με τον Μανώλη Χιώτη, και δουλεύουν στο ίδιο μαγαζί.

Ιανουάριος 1958, και ο Ζαμπέτας επιστρέφει στην Ελλάδα.

Ο Γιώργος Ζαμπέτας συνεχίζει το δημιουργικό του έργο, είναι πλέον γνωστός στο πανελλήνιο.

Συνεργάζεται με τον Μάνο Χατζιδάκι, και το μπουζούκι του περνά για άλλη μια φορά τα σύνορα παίζοντας τα «Παιδιά του Πειραιά».

Δεύτερη ταινία του Χατζιδάκι όπου παίζει ο Ζαμπέτας είναι η «Ελλάς η χώρα των ονείρων».

Κατόπιν συνεργάζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη στην «Γειτονιά των αγγέλων».

1960, και ο Ζαμπέτας συνεργάζεται με τους Σακελλάριο, Καραγιάννη, Ναπολέων Ελευθερίου και άλλους, επενδύοντας με την μουσική του στίχους που γράφτηκαν για τις ανάγκες κάποιων ταινιών, ενώ συνεχίζει να γράφει στίχους και μουσική για τη δισκογραφία.

1962.

Συνεργάζεται με το Σταύρο Ξαρχάκο και παίζει μπουζούκι στην ηχογράφηση της «άπονης ζωής», και άλλων τραγουδιών.

Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι πλέον ένας καταξιωμένος δημιουργός, και τα τραγούδια του τραγουδιούνται από όλους τους Έλληνες.

Είναι περιζήτητος σαν «σολίστ» του μπουζουκιού.

Μεγάλα ονόματα που επισκέπτονται την Ελλάδα όπως ο Άντονι Κουήν, Αριστοτέλης Ωνάσης, και άλλοι πολλοί, πάνε να ακούσουν τον Ζαμπέτα στα μαγαζιά που δουλεύει.

Τραγούδια όπως τα «Δειλινά» (1965), «χάθηκες» (1964), «Αγωνία» (1969), και πάρα πολλά άλλα, τραγουδιούνται από μικρούς και μεγάλους ακόμα και σήμερα.

Η μουσική του σε ταινίες όπως «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Ο τζαναμπέτης», «Ο εμίρης και ο κακομοίρης», «Τρελός τα ‘χει 400», αλλά και σε άλλες ενενήντα και πλέον ταινίες, έκαναν τον καθένα μας με το που άκουγε μια απλή πενιά, να λέει « Αυτός είναι Ζαμπέτας».

Ξεχώριζε η μουσική του γιατί τη «ζούσε».

Γιατί άκουγε τα «αηδόνια της αυγής στα ανθισμένα κλώνια», και αυτό το κελάιδισμα το ανοιξιάτικο το έκανε μουσική και στίχο, που το έστελνε σε εμάς με «Χίλια περιστέρια».

Τα αηδόνια έπαψαν να κελαηδούν για τον Γιώργο Ζαμπέτα την Τρίτη 10 Μαρτίου 1992 στο Νοσοκομείο Σωτηρία.

«Που ήσουν φίλε κι άργησες

Τα χρόνια έχουν φύγει

Κι η πόρτα που σου άνοιξα

Χίλιες πληγές μ’ ανοίγει».

Αξίζει να γνωρίσουμε τις 95 ταινίες, οι οποίες «στολίστηκαν» από τα μουσικά «κεντίδια» του Ζαμπέτα.

Ο πύργος των ιπποτών (1951), Μικροί και μεγάλοι εν δράση (1963), Ευτυχώς χωρίς δουλειά (1963), Ανήσυχα νειάτα (1963), Τα κόκκινα φανάρια (1963), Ο ανιψιός μου ο Μανώλης (1963), Το πιθάρι (1963), Η σοφερίνα (1964), Παράνομοι πόθοι (1964), Ζητιάνος μιας αγάπης (1964), Τα δίδυμα (1964), Έξω φτώχεια και καλή καρδιά (1964), Ο εμίρης και ο κακομοίρης (1964), Η μοίρα μιας ορφανής (1964), Φτωχός αλλά τίμιος (1965), Φτωχολογιά (1965), Περάστε την πρώτη του μηνός (1965), Μερικές το προτιμούν χακί (1965), Ενώνει ο πόνος δυο καρδιές (1965), Με πότισες φαρμάκι (1965), Ξαναγύρισε κοντά μου (1965), Η ζωή μου ανήκει σε σένα (1965) Είναι βαρύς ο πόνος μου (1965), Θύελλα σε παιδική καρδιά (1965), Κλαίω και σε αναζητώ (1965), Ο ουρανοκατέβατος (1965), Μια τρελή – τρελή οικογένεια (1965), Η φωνή μιας αθώας (1965), Ένας τρελός τρελός Βέγγος (1965), Η κόρη μου η σοσιαλίστρια (1966), Φως νερό τηλέφωνο, οικόπεδα με δόσεις (1966), Θέλω να ζήσω στον ήλιο (1966), Κάνε τον πόνο σου χαρά(1966), Ένα καράβι Παπαδόπουλοι (1966), Να ζει κανείς η να μην ζει (1966), Ο εξυπνάκιας (1966), 5000 ψέματα (1966), Δημήτρη μου- Δημήτρη μου (1967), Τα δολάρια της Ασπασίας (1967), Μιας πεντάρας νιάτα (1967). Πατέρα κάτσε φρόνιμα (1967), Ο μεθύστακας του λιμανιού (1967), Πάρε κόσμε (1967), Η παιχνιδιάρα (1967), Σήκω χόρεψε συρτάκι (1967), Του χωρισμού το τραίνο (1967), Ο αχόρταγος (1967), Ο γαμπρός μου ο προικοθήρας (1967), Ένας απένταρος λεφτάς (1967), Ανάμεσα σε δυο γυναίκες (1967), Ήθελε να γίνει βασιλιάς (1967), Γαμπρός απ’ το Λονδίνο (1967), Ο πιο καλός ο μαθητής (1968), Μεγάλες αγάπες (1968), Το κορίτσι του λούνα παρκ (1968), Η Αθήνα μετά τα μεσάνυχτα (1968), Ο τρελός τα ‘χει 400 (1968), Οι μνηστήρες της Πηνελόπης (1968), Συννεφιασμένοι ορίζοντες (1968), Ο μπούφος (1968), Για μια τρύπια δραχμή (1968), Πήρε ο άνεμος τα όνειρα μου (1968), Δόκτωρ Ζιβέγγος (1968), Ο πεθερόπληκτος (1968), Ένας ιππότης με τσαρούχια (1968), Κίτσος μίνι και σουβλάκια (1968), Η Αθήνα μετά τα μεσάνυχτα (1968), Ξύπνα καημένε Περικλή (1969), Ο γίγας της Κυψέλης (1969), Ο παραμυθάς (1969), Ο τζαναμπέτης (1969), Αγωνία (1969), Αλτ και σε έφαγα, εδώ Προκόπης (1969), Ένα ασύλληπτο κορόιδο (1969), Ησαία μη χορεύεις (1969) Ο μπλοφατζής (1969), Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του (1970), Η ταξιτζού (1970), Που πας χωρίς αγάπη (1970), Εθελοντής στον έρωτα (1971), Ένα αγόρι αλλιώτικο από τα άλλα (1971), Εφοπλιστής με το ζόρι (1971), Η εφοπλιστίνα (1971), Καταναλωτική κοινωνία (1971), Ο Μανωλιός ξαναχτυπά (1971), Ο Μανωλιός στην Ευρώπη (1971), Της ζήλειας τα καμώματα (1971), Αγάπη μου παλιόγρια (1972), Δουλικό αμέσου δράσεως (1972), Υβ – Υβ (1972), Ο ερωτιάρης του γλυκού νερού (1972), Ένας γαμπρός πολλά ελαφρύς (1972), Τον αράπη κι αν τον πλένεις (1973), Γεύση από Ελλάδα (1980), Κορόιδο ρωμιέ (1981).

Αυτές, είναι οι πιο γνωστές θα έλεγα ταινίες με την μουσική «υπογραφή» του Γιώργου Ζαμπέτα, του «Σερ του Αιγάλεω Σίτυ».

Του «Σερ», που έλαβε μέρος σε διεθνή Φεστιβάλ (Παρίσι, Κάννες, Βιέννη, Ζυρίχη, Γενεύη) με μεγάλη επιτυχία, κάνοντας γνωστή την «άλλη» Ελλάδα στους ξένους.

Έκανε πολλές μεγάλες προσωπικότητες να χορέψουν χασάπικο και συρτάκι.

Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι κοντά μας, και γλεντάμε παρέα με τα τραγούδια του.

Για εμένα υπήρξε ο Δάσκαλος που μου δίδαξε όχι μόνο μουσική, αλλά και ανθρωπιά.

Με δένει φιλία πολλών ετών με τον γιο του Μιχάλη, και θυμάμαι εκείνα τα καλοκαίρια στην Κινέττα, με τον Μπάρμπα – Γιώργο να μας φωνάζει γιατί εμείς κάναμε τα δικά μας…….

Αυτός είναι ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο πιο Καλός Μαθητής, ο πιο καλός Δάσκαλος.

ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ-«ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ»




Με μεγάλη συγκίνηση, σας παρουσιάζω μια δισκογραφική δουλειά, που καμία σχέση δεν έχει με εκείνες που σε καθημερινή σχεδόν βάση, άμεσα και έμμεσα, μας τις «επιβάλουν» με το έτσι θέλω οι δισκογραφικές εταιρίες μέσα από τα μουσικά ραδιόφωνα, αλλά και από κάποιους τηλεοπτικούς διαύλους.

Πρόκειται για μια δουλειά, καταπληκτική, που δημιουργήθηκε με πολύ μεράκι, και προκαλεί πρωτόγνωρα θα έλεγα συναισθήματα.

Το 2002, η Δημοτική αρχή των Μουδανιών, επιμελήθηκε την παραγωγή του CD με τίτλο ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, του οποίου τα τραγούδια ερμηνεύει η εξαιρετική ερμηνεύτρια ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ.

Πολλοί θα σκεφτούν ότι «εντάξει, και τι έγινε, ακόμα ένα cd με παραδοσιακά τραγούδια».

Δεν είναι όμως έτσι.

Τα τραγούδια αυτά, έχουν να κάνουν με την προσφυγιά, την Μικρά Ασία, τα παλιά Μουδανιά, το Πελαδάρι, τους Ελιγμούς, την Καλόλημνο, τις «παλιές πατρίδες», που τόσο βίαια εγκαταλείφτηκαν στη μεγάλη συμφορά.

Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, τα τραγούδια αυτά φέρνουν και στους νεότερους εικόνες από το σπίτι Εκεί, με τη μουριά στη μέση της αυλής, και τα βραδάκια με το άρωμα του μαχαλά τα καλοκαίρια.

Και ας μην πήγαν ποτέ στα παλιά τα μέρη.

Τα τραγούδια αυτά τους ταξιδεύουν.

Πριν προχωρήσω στην παρουσίαση, πρέπει να επισημάνω ότι την επιμέλεια της έκδοσης του CD έχει ο Ποιητής, στιχουργός, Λάκης Τεάζης, ο οποίος είναι και σύζυγος της Ξανθίππης Καραθανάση.

Γράφει ο Λάκης Τεάζης για την «Προσφυγιά».

«Από μικρό παιδί άκουγα εκεί στην ιδιαίτερη Πατρίδα μου το Κιάτο, για πρόσφυγες και συνοικισμούς.

Δεν κρύβω ότι η ρατσιστική εποχή τότε, μας μάθαινε να βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους σαν κάτι κατώτερο από εμάς.

Εγώ μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας κατάλαβα άλλα για τους πρόσφυγες.

Σήμερα τολμώ να πω ότι αν αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν ξεριζωθεί από τις Πατρίδες τους και ριζώσει στην Ελλάδα, εμείς όλοι ίσως τρώγαμε ακόμα με τα χέρια.

Κοιμήθηκα πολλές φορές στο παρελθόν με το εφιαλτικό όνειρο του ξεριζωμού.

Ξενιτεύτηκα για σπουδές και βιοπορισμό και έζησα στο πετσί μου τι είναι η Πατρίδα.

Μετά την εφηβεία μου γνώρισα Λόγιους, Ιερωμένους, Καλλιτέχνες, και άλλους απλούς ανθρώπους, που με την αρχοντιά τους με μάγεψαν.

Ακόμα και από τις νεώτερες γενιές των προσφύγων, απόχτησα με την συναναστροφή μαζί τους καλύτερη αισθητική, μετριάζοντας και αποβάλλοντας από τα ένστικτα μου το βάρβαρο, δόλιο και σκληρό ύφος του παλιό – Ελλαδίτη.

Το αχ, του ξεριζωμού όμως το κουβαλάνε ακόμα.

Αυτό βύζαξε μέχρι σήμερα τα Τραγούδια τους, τα χαρούμενα η τα μελαγχολικά.

Η νοσταλγία και ο ρομαντισμός είναι καθοριστικά στοιχεία Κουλτούρας για τον άνθρωπο.

Απροκάλυπτα μπορώ να πω, πως το παλιομοδίτικο είναι το σύγχρονο και το διαχρονικό.

Ας επιστρέψουμε λοιπόν πίσω στο Καβαφικό ταξίδι, γιατί μπροστά μας παραμονεύουν σκουπίδια.

Τα σημερινά πρότυπα των Ελλήνων, πίσω από τη σκοπιμότητα των εμπόρων, ξεθωριάζουν ραγδαία και χαίρομαι πολύ που τίποτα δεν μένει ούτε θα μείνει από δαύτα.

Η Τέχνη του τραγουδιού, βάναυσα κακοποιημένη στα χρόνια μας, λες και ένδοξο παρελθόν δεν άφησε τα ίχνη του, καραδοκεί μαζί με τον τζόγο και τα ναρκωτικά να αποτελειώσει ότι άφησε πίσω τους ο κακός εννοούμενος Πολιτισμός της Δύσης, και πέραν του Ατλαντικού.

Όμως ας ελπίζουμε.

Μια Πατρίδα δεν είναι μόνο η Γεωγραφία.

Είναι το Πνεύμα μιας δυνατής θέλησης, που αντιστέκεται στο χυδαίο.

Με αυτά τα κριτήρια χωρίς φτιασιδώματα έγινε αυτή η δουλειά.

Τα τραγούδια αφελή και αθώα, θα μπούνε σε κάθε σπίτι να γλυκάνουν το «αχ’ του κοσμάκη.

Εμείς κουρασμένοι από την προσπάθεια, θα κοιμηθούμε με ελαφριά συνείδηση, γιατί απλά κάναμε καλά την δουλειά μας.

Ευχαριστώ όλους απ’ την καρδιά μου που με βοήθησαν να γίνει αυτή η δουλειά.

Λάκης Τεάζης».

Αυτά γράφει σαν παρουσίαση ο Λάκης Τεάζης, και ας δούμε τώρα και το σημείωμα του Τέως Δημάρχου Μουδανιών Απόστολου Δαλαμπίρα.

«Η ξενητειά, η αγάπη, ο ξεριζωμός, τα βάσανα.

Θέματα που ζωντανεύουν μέσα από την Τέχνη του Μικρασιατικού Τραγουδιού.

Μεσ’ τα πικραμένα χείλη των προσφύγων, κρατήθηκαν τόσα χρόνια αυτά τα τραγούδια.
Έργο Πολιτιστικό των Αλησμόνητων Πατρίδων.

Πιστεύω ότι κάναμε μια καλή προσπάθεια.
Σ’ αυτό βοήθησε και η σπουδαία Μουδανιώτισσα Τραγουδίστρια, η Ξανθίππη Καραθανάση.

Τραγούδησε με το μεράκι της και την ωραία φωνή της αυτά τα τραγούδια, και μας έφερε πιο κοντά στις Αλησμόνητες Πατρίδες.

Επειδή κάποτε όλοι φεύγουμε, ήθελα με αυτό το Έργο να μείνει κάτι για τις επερχόμενες γενιές.

Ευχαριστώ όσους εργάστηκαν γι αυτή τη δουλειά.

Αυτά τα τραγούδια τα αφιερώνουμε στους Άξιους Προγόνους μας, που με Πίστη, Ήθος και Ανδρεία, φτιάξανε τα Νέα Μουδανιά, πανέμορφα, στην πανέμορφη αγκαλιά της Χαλκιδικής».

Απόστολος Δαλαμπίρας.

Είκοσι «Διαμάντια» της Παράδοσης της Μικράς Ασίας περιλαμβάνει αυτό cd ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, το οποίο σας το προτείνω ανεπιφύλακτα.

Εκτός από το «βιβλιαράκι» με την γενική παρουσίαση, το cd συνοδεύεται και με ακόμα ένα βιβλίο, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ», και είναι ένα «αφήγημα» από την ίδια την Ξανθίππη Καραθανάση, μια «βιογραφία», με πολλές εικόνες μνήμης από τα Μουδανιά του χθες, όπως η μεγάλη αυτή τραγουδίστρια τα θυμάται.

Με τρόπο απλό, ΜΟΝΑΔΙΚΟ, Ανθρώπινο, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων της, και γράφει ξεκινώντας το βιβλίο…

«Ο φόβος μου πάντα ήταν μαζί και η λύπη γιατί δε σπούδασα σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Παρόλα αυτά όμως, προσπάθησα να γράψω αυτό το βιβλίο.

Δεν είμαι συγγραφέας και μ’ αυτό το βιβλίο δεν επιδιώκω επαίνους.

Το έγραψα, όπως μπορούσα, και αφορά τις προσωπικές μου εμπειρίες .

Απεχθάνομαι όμως και μερικούς σπουδαγμένους που με τη φλυαρία τους, γραπτή η προφορική, γεμίζουν εμάς ανασφάλεια και κατωτερότητα.

Εγώ έγραψα, γιατί χορτάριασε μέσα μου η σιωπή, κι έβγαλε κλώνους και άνθη.

Ξανθίππη Καραθανάση.

ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ.

Βρείτε το, αποκτήστε το, και σας εγγυώμαι ότι θα περάσετε μοναδικές στιγμές ακούγοντας τα τραγούδια, ενώ θα διαβάζετε το αφήγημα αυτής της Μεγάλης τραγουδίστριας, που αν και δεν πήγε σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, Έγινε μέλος της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ μας.

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ 15 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ



«Πάει ο καιρός πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και καθ' αυγή ξεκινούσε μια πληγή
για να ποτίσει όλη τη γη...»

Ο Μάης, αν και είναι ο μήνας «με τα λουλούδια» όπως τον χαρακτηρίζουν διάφορα δημοτικά τραγούδια, είναι και ο μήνας που οι θύμησες φέρνουν κοντά μας μορφές οι οποίες «έφυγαν» στις μέρες του.

Ήταν λοιπόν 12 Μαΐου 1992, που ο «ερημίτης της Κυψέλης» αποχαιρετούσε τον κόσμο μας, τα «γήινα», για να πάει να συνεχίσει την δημιουργία του στους ουρανούς!

Νίκος Γκάτσος, μια μεγάλη μορφή.

Στο παρελθόν, μέσα από την ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ είχαμε κάνει αφιέρωμα στον ποιητή, αλλά καλό είναι να θυμηθούν οι παλιοί, και να μάθουν οι νεώτεροι κάποια πράγματα για τον Νίκο Γκάτσο.

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911στα Χάνια Φραγκόβρυσης (κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο.

Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών.

Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ήξερε ήδη αρκετά καλά αγγλικά και γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση.

Στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.

Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά "Νέα Εστία" το 1931 και "Ρυθμός" το 1933.

Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά "Μακεδονικές Ημέρες", "Ρυθμός" και "Τα Νέα Γράμματα" (για τον ποιητή Κωστή Μπαστιά, την ποιήτρια Μυρτιδιώτισσα και τον Θ. Καστανάκη αντίστοιχα).

Το 1943 εξέδωσε από τις εκδόσεις "Αετός" (σε 308 αντίτυπα) το βιβλίο του "Αμοργός" με το ομώνυμο ποίημα, που έμελε να σημαδέψει τη σύγχρονη ελληνική ποίηση.

Αυτό ήταν και το μοναδικό βιβλίο του.

Το έργο, που αποτελείται από μόνον 20 μόνον σελίδες, εκφράζει τις διαθέσεις της νεότερης ποίησης και θεωρείται σαν κορυφαίο ποιητικό έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού.

Στην πρώτη κυκλοφορία του μάλιστα προκάλεσε δυσμενείς κριτικές και αντιδράσεις, αλλά πολύ σύντομα, το 1947, το κλίμα αντιστράφηκε και η "Αμοργός" με τις ευμενείς ελληνικές και ξένες κριτικές κατατάχτηκε στην κορυφή της ελληνικής ποίησης.

Η "Αμοργός" επανεκδόθηκε το 1963, το 1969 και το 1987.

Από τότε ο ποιητής δημοσίευσε μόνον τρία ακόμη ποιήματα: το "Ελεγείο" (1946, "Φιλολογικά Χρονικά"), το "Ο Ιππότης και ο Θάνατος" ( 1947, "Μικρό Τετράδιο") και το "Τραγούδι του παλιού καιρού" (1963, "Ο Ταχυδρόμος"), αφιερωμένο στο Γ. Σεφέρη.

Έγραψε επίσης πολλές μελέτες και σχόλια πάνω στην ποίηση.

Με το τέλος του πολέμου ο Ν. Γκάτσος συνεργάστηκε με την "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση" ως μεταφραστής και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ως ραδιοσκηνοθέτης, για βιοποριστικούς λόγους.

Παράλληλα άρχισε να γράφει στίχους πάνω στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ανοίγοντας έτσι μια λαμπρή θητεία στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αργότερα θα συνεργαζόταν και με άλλους αξιόλογους συνθέτες, όπως με τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο.

Ο Ν. Γκάτσος, εκμεταλλευόμενος την εκφραστική του δεινότητα, ασχολήθηκε διεξοδικά με τη μετάφραση έργων, κύρια για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου.

Πολλές μεταφράσεις του θα παραμείνουν έκτοτε κλασικές με πρώτη αυτή του "Ματωμένου Γάμου".

Μετέφρασε πολλούς συγγραφείς και συγκεκριμένα από τα ισπανικά τους Λόρκα, Λοπε δε Βέγα και Ραμόν δελ Βάλιε-Ινκλάν, από τα γαλλικά, τον Ζενέ και από τα αγγλικά τον Τ. Ουιλλιαμς, Ε. Ο΄Νηλ, Α.Μακ Λης, Σων Ο΄Κέιζυ, Αύγουστο Στρίντμπεργκ, Κρίστοφερ Φράυ και άλλους.

Το 1944 μετέφρασε ("Φιλολογικά Χρονικά") το ποίημα "Νυχτερινό Τραγούδι" του Λόρκα. Μετέφρασε επίσης τα έργα: "Ματωμένος Γάμος" (1948), "Το σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα" (1945) του Φ. Λόρκα, "Ο πατέρας" του Στρίνμπεργκ (1962) και "Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα" του Ο' Νηλ (1965).

Όλα τα έργα αυτά ανεβάστηκαν από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά "Νέα Εστία", "Τράμ", "Μακεδονικές Ημέρες", "Μικρό Τετράδιο", "Τα Νέα Γράμματα", "Φιλολογικά Χρονικά", "Ρυθμός" και "Καλλιτεχνικά Νέα".

Επίσης, σε συνεργασία του με την ελληνική ραδιοφωνία, σκηνοθέτησε διάφορα θεατρικά έργα.

Μεγάλη προσφορά έχει ο ποιητής σαν στιχουργός στο ελληνικό τραγούδι, στο οποίο αφιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την "Αμοργό".

Συνεργάστηκε στενά με κορυφαίους Έλληνες συνθέτες. Στίχους του μελοποίησαν οι Μ. Χατζιδάκις, Μ. Θεοδωράκης, Στ. Ξαρχάκος, Δ. Μούτσης, Λ. Κελαηδόνης, Χ. Χάλαρης κ.α. σε κορυφαίες δημιουργίες και επιτυχίες ("Αθανασία", "Της γής το χρυσάφι", "Ρεμπέτικο", "Αρχιπέλαγος", "Πήρες το μεγάλο δρόμο", "Πορνογραφία", "Λαϊκή Αγορά", "Η μικρή Ραλλού", "Μια γλώσσα μια πατρίδα", "Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου", "Η νύχτα", "Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά","Αντικατοπτρισμοί", "Τα κατά Μάρκον", "America America" κ.α.).

Ιδιαίτερη σχέση και συνεργασία ανέπτυξε ο ποιητής με τον Μ. Χατζιδάκι και μάλιστα για μεγάλο διάστημα μέχρι και το θανατό του ήταν επίλεκτο μέλος της ομάδας Xατζιδάκι, Eλύτη, Τσαρούχη, Mποσταντζόγλου και Αργυράκη.


ΠΑΠΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ- ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ


Ο Παπά ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, γεννήθηκε στο Πολυνέρι Θεσπρωτίας, στην Ήπειρο. Είναι γόνος οικογενείας Ιερέων του Σουλίου, με παράδοση στην Δημοτική μουσική και το τραγούδι του τόπου τους!

Η μουσική φλέβα της οικογένειας, και ιδιαίτερα των παππούδων του που υπήρξαν καλλίφωνοι τραγουδιστές με πολύ αγάπη στα ηρωικά τραγούδια του 1821 και δεξιοτέχνες παραδοσιακοί μουσικοί στην «Τζαμάρα» (φλογέρα), και το βιολί, καλλιέργησε και εμβάθυνε από τα παιδικά του χρόνια την αγάπη του για το Δημοτικό Τραγούδι.

Η αγάπη αυτή, όπως και η μελωδικότητα και το ηχόχρωμα της φωνής του, είχε σαν αποτέλεσμα να ακολουθήσει από μικρός την οικογενειακή παράδοση συμμετέχοντας σε πανηγύρια και τοπικά παραδοσιακά γλέντια!

Το 1993, ηχογραφήθηκε ο πρώτος του δίσκος με τίτλο «ΣΟΥΛΙ - ΗΠΕΙΡΟΣ»! Μια εξαιρετική δουλειά, στην οποία συμμετείχε ο Πέτρο - Λουκας Χαλκιάς, με την ορχήστρα του. Ο Παπά Αναστασης ηχογράφησε ακόμα τρεις δίσκους με την ορχήστρα του Πέτρο - Λούκα Χαλκιά, και την ορχήστρα του Σταύρου Καψάλη.

Από το 1997, ο Παπά Αναστάσης είναι ο εφημέριος του Δημοτικού Διαμερίσματος Παραλίας Διονυσίου!

Το 2005, είναι ο ένας εκ των τριών «πρωταγωνιστών του ντοκιμαντέρ «ΜΕΘΕΞΙΣ», το οποίο αποσπά το ΠΡΩΤΟ βραβείο στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, και αναφέρεται στην ιστορία τριών διαφορετικών ανθρώπων, με μοναδικό κοινό σημείο τους, την ΑΓΑΠΗ για το τραγούδι! Ένα πραγματικά ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ντοκιμαντέρ το οποίο σε καθηλώνει! Να πως παρουσιάστηκε το ντοκιμαντέρ στο 7ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης! «Τρεις άνθρωποι με διαφορετικές ζωές, ένας Ηπειρώτης παπάς, ένας μυτιληνιός λιθοξόος κι ένας θεσσαλονικιός καθηγητής, ασχολούνται ερασιτεχνικά με τη μουσική.

Ο πρώτος τραγουδά δημοτικά, ο δεύτερος αμανέδες, ο τρίτος φτιάχνει μουσικά όργανα και παίζει ρεμπέτικα. Ο καθένας χωριστά ξετυλίγει τη σχέση του με τη μουσική και το νόημα της παρέας και του γλεντιού. Οι σκέψεις και τα αισθήματά τους διασταυρώνονται, εφάπτονται, συγκρούονται και μέσα από τη διαφορετικότητά τους, αναδύεται η κοινή ανάγκη όλων να "υπάρξουν" μέσα από την καλλιτεχνική έκφραση και την ανθρώπινη επικοινωνία.

Τέλος, η συνάντηση και η δοκιμασία συνύπαρξης των μουσικών και των Μουσικών τους, επιβεβαιώνει τη δύναμη της Τέχνης να φέρνει κοντά και να εξοικειώνει τους ανθρώπους. «Η μουσική ημερεύει και τα άγρια θηρία. Η μουσική τον κακό άνθρωπο τον κάνει καλό. Η μουσική ενώνει». Με γνώμονα τα λόγια των ίδιων των πρωταγωνιστών η σπουδαιότητα της μουσικής είναι αδιαμφισβήτητη. Μας χαλαρώνει, εκτονωνόμαστε, κλαίμε, γελάμε κ.ο.κ Το ντοκιμαντέρ αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα, και μάλιστα να προβληθεί και στα σχολεία!

Ο Παπά Αναστάσης, εκτός των Ηπειρώτικων τραγουδιών τα οποία τραγουδά με μοναδικό τρόπο, ασχολείται με όλων των ειδών τις μορφές παράδοσης. Ήπειρος, Θράκη, Σμύρνη, και κάθε γωνιά της Ελλάδας, αποτελούν τις μουσικές ανησυχίες του!

Διατηρεί site (www.papanastasis.gr)

Κ.Χ ΜΥΡΗΣ!



Χίλια μύρια κύματα μακριά τα΄Αιβαλί

Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί

Με τα Μακεδονίτικα πουλιά και τα’ αρμενάκια

Που ελοξοδρόμησαν και χάσανε την Μπαρμπαριά.

Μια μορφή των γραμμάτων θα γνωρίσουμε μέσα από το σημερινό μας αφιέρωμα.

Σε μεγάλες πραγματικά στιγμές τόσο των γραμμάτων, όσο και των τεχνών, συναντούμε το όνομα Κ.Χ Μύρης.

Πολλοί αναρωτήθηκαν ΠΟΙΟΣ είναι αυτός, του οποίου ο αξέχαστος Νίκος Ξυλουρης τραγούδησε τα «Χίλια Μύρια κύματα»!

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (Μύρης) γεννήθηκε στη Λαμία το 1937.

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας) και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών με δασκάλους τον Δημήτρη Ροντήρη και τον Γιάννη Σιδέρη.

Εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση.

Μπήκε στο στίβο της θεατρικής κριτικής το 1971 από τις στήλες του Βήματος και συνέχισε στα Νέα, όπου εργάζεται ως κριτικός και επιφυλλιδογράφος μέχρι σήμερα, ενώ εκτάκτως συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.

Κριτικά δοκίμια, επιφυλλίδες και σχόλιά του έχουν κυκλοφορήσει στους εξής τόμους:

«Κλειδιά και κώδικες θεάτρου, Ι, Αρχαίο δράμα, 1982, ΙΙ, Ελληνικό Θέατρο, 1984, Οι πλάγιες ερωτήσεις του Πορφύριου, 1984, Τα μετά το θέατρο, 1985 (Α΄ Κρατικό βραβείο δοκιμίου), Προσωπολατρία, 1992, Θίασος Ποικιλιών, 1993, Νήμα της στάθμης, 1996, Παγκόσμιο θέατρο 1, 2 - Από το Μένανδρο στον Ίψεν (1998), Από τον Στρίντμπεργκ και τον Τσέχωφ στον Πιραντέλλο και τον Μπρεχτ (1999), (Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), Παγκόσμιο θέατρο 3 - Από τον Μίλλερ στον Μύλλερ (2000)».

Με το ψευδώνυμο Κ. Χ .Μύρης έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Αμήχανον Τέχνημα (1971, 1980 μαζί με την Παράβαση), τα διηγήματα Η Καμπάνα και Οδάξ (1985) και τη συλλογή τραγουδιών τα οποία έχουν μελοποιήσει γνωστοί συνθέτες (Χρονικό, Η μεγάλη αγρυπνία, Ιθαγένεια, Ανεξάρτητα τραγούδια, 1980).

Επίσης με το ίδιο ψευδώνυμο υπογράφει το μεταφραστικό έργο του, που έχει ως άξονα το αρχαίο δράμα.

Έχει μεταφράσει τα ακόλουθα έργα:
Αισχύλου: Ικέτιδες, Ορέστεια, Προμηθέας Δεσμώτης, Επτά επί Θήβας.
Σοφοκλή: Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Τραχίνιες, Οιδίπους Τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ, Αίας.
Ευριπίδη: Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Βάκχες, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Εκάβη, Κύκλωψ, Ελένη, Ανδρομάχη, Τρωάδες.
Αριστοφάνη: Λυσιστράτη, Πλούτος, Θεσμοφοριάζουσες, Εκκλησιάζουσες, Νεφέλες, Ιππής.
Μολιέρου: Ταρτούφος.
Από το 1990 διδάσκει ως επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Έχει διατελέσει πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου και επί μία εικοσαετία πρόεδρος της Επιτροπής Θεάτρου του Υπουργείου Πολιτισμού.

Είναι ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Έρευνας και Πρακτικών Εφαρμογών Αρχαίου Δράματος «Δεσμοί» και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του.


ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ- Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ


Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη συγκεκριμένη δουλειά σαν μια απλή «δισκοπαρουσίαση», αλλά μόνο κάτι τέτοιο δεν είναι.

«Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ», είναι μια ανθολογία 86 μεγάλων τραγουδιών ενός μεγάλου δημιουργού, του Άκη Πάνου σε ένα άλμπουμ από 4 cd το οποίο έχει και βιογραφικά στοιχεία του δημιουργού!

Του Άκη Πάνου που στόλισε το Ελληνικό Τραγούδι με τις δημιουργίες του.

Μεγάλες φωνές, σε μεγάλα τραγούδια έρχονται για να μας ταξιδέψουν σε εκείνο που ΕΙΝΑΙ πραγματικά λαϊκό τραγούδι.

Στέλιος Καζαντζίδης, Στράτος Διονυσίου, Βίκυ Μοσχολιού, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Βούλα Γκίκα, Μαίρη Μαράντη, Γιώργος Νταλάρας, Μανώλης Μητσιάς, Τόλης Βοσκόπουλος, Γιώτα Λύδια, Πόλυ Πάνου, Χρηστάκης, ο Συνθέτης, και πολλοί ακόμα, ερμηνεύουν τα διαμάντια του λαϊκού μας τραγουδιού, ενός τραγουδιού (που όπως έχω πει και άλλες φορές) γράφτηκε χθες, αλλά μιλαει στις ψυχές μας ακόμα και τώρα.

Ας θυμηθούμε ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ ο Άκης Πάνου!

Ο Αθανάσιος Δημητρίου Πάνου γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1933 στην Καλλιθέα. Ο πατέρας του Εργάζονταν στη Βασιλική φρουρά κι αργότερα στο 15ο στρατιωτικό νοσοκομείο, ως γραμματέας. Ήταν τέσσερα αδέρφια, τα τρία αγόρια. Τη μύησή του στη μουσική θα πρέπει όμως να την πιστώσουμε στη μητέρα του. Εκείνη ήταν που του τραγουδούσε τα ρεμπέτικα της εποχής και τον πήρε από το χέρι να τον γνωρίσει σε σημαντικούς ανθρώπους. Έτσι, ο μικρός Θανασάκης (Άκης) βρέθηκε το 1946, στα δεκατρία του μόλις χρόνια, να παίζει στο πάλκο - αλλά και σε διάφορες ταβέρνες βγάζοντας πιατάκι - κιθάρα και μπουζούκι πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον περίφημο «Σπόρο».
Στα 17 του τό 'σκασε από το σπίτι για να παντρευτεί την, εφ' όρου ζωής πιστότατη, Δήμητρα, που πάντως την χώρισε για να παντρευτεί την Άννα, μητέρα των τεσσάρων παιδιών του. Μιλούσε πάντα στους γονείς του στον πληθυντικό και αυτό απαιτούσε και από τα παιδιά του.
Καλλιθέα, Δάφνη, Πετράλωνα, Αη-Γιάννης Ρέντης ήταν μερικές απ΄τις περιοχές που εμφανίστηκε ως μουσικός μέχρι το 1958, οπότε και αποσύρθηκε ουσιαστικά από τη νύχτα. Ήταν η ώρα του Συνθέτη.
Δισκογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το παιδί που απόψε πίνει», σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ. Τα χρόνια που ακολούθησαν δε χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του, μέχρι να φτάσουμε στο 1967, έτος κυκλοφορίας του «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Χαρούλα Λαμπράκη. Εκεί αισθάνθηκε και τον πέλεκυ της ανοησίας των Λογοκριτών· μόλις 15 μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος. Η «φτώχια» και η «μιζέρια» που προσπαθεί να αποποιηθεί ο ήρωας του τραγουδιού αντικαθίστανται από κάτι «λευκά περιστέρια» και η Βίκυ Μοσχολιού αναλαμβάνει το 1970 να ερμηνεύσει το τραγούδι με τους πολιτικά ορθούς στίχους. Η πλέον δημιουργική δεκαετία του Άκη Πάνου έχει ξεκινήσει. «Η πιο μεγάλη ώρα», «Η ζωή μου όλη», «Και τι δεν κάνω», «Εγώ καλά σου τά 'λεγα», «Πήρα απ' το χέρι σου νερό», «Δεν κλαίω για τώρα», «Για κοίτα με στα μάτια», «Ο τρελός», «Πυρετός». Ακολούθησαν το «Θέλω να τα πω», «Ο δρόμος είναι δρόμος», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά»..

Το 1974 κάνει την πρώτη καλλιτεχνική υπέρβαση. Μπαίνει στο στούντιο μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη για έναν μεγάλο δίσκο και συγκρούεται μαζί του. Εκεί που προηγουμένως είχαν ευλαβικά πειθαρχήσει ο Γ. Μπιθικώτσης και ο Στράτος Διονυσίου, ο Καζαντζίδης αντέδρασε: Δε δέχτηκε τον απόλυτο έλεγχο που ήθελε ο συνθέτης στην ηχογράφηση. Έτσι προέκυψαν μόνο 6 τραγούδια και ο δίσκος συμπληρώθηκε με παλαιότερες επιτυχίες του τραγουδιστή. Ωστόσο μέσα από το αγαπημένο του ενεάσημο μέτρο, που κυριαρχεί και σ΄ αυτόν τον δίσκο, παρουσιάζει στίχους που υπερβαίνουν την μόδα της εποχής «φύγε - μη φύγεις», «Σ' αγαπώ - μ' αγαπάς» και απογειώνει τις ερμηνευτικές επιδόσεις του απόλυτου Έλληνα ερμηνευτή. για το ομότιτλο του δίσκου τραγούδι, «Η ζωή μου όλη», ο Καζαντζίδης είπε: «Είναι το καλύτερό μου κουστούμι, και αυτό που με εκφράζει περισσότερο.»
Το 1977 με σημαία ένα τραγούδι που γράφτηκε για τη συνεργασία του με τον Καζαντζίδη και ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά, ηχογραφεί το «Παρώνν!» Τραγούδια-σπονδές για τα πιο άγρια όνειρα των λαϊκών ανθρώπων, που θα επισκιάσει ο θρυλικός «Τρελός», ανεπανάληπτο σουξέ και καλλιτεχνική μονογραφή του Μ. Μητσιά!
Αν όμως οι δύο αυτοί δίσκοι ήταν η καλλιτεχνική του απογείωση, το 1982 έρχεται ο εμπορικότερος του δίσκος. «Θέλω να τα πω» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά», τα σκωπτικά «Άνοιξε Πέτρο» και «αδιόρθω αναρχί», ξεσηκώνουν την Ελλάδα που έχει μόλις μπει σε μια νέα πολιτικοκοινωνική εποχή.
Την αμέσως επόμενη χρονιά οι Αδελφοί Φαληρέα εκτοξεύουν στο ... διάστημα τον δισκογραφικό πύραυλο «Αφιερωμένο εξαιρετικά» με τα Παιδιά από την Πάτρα. Για το "καύσιμο", δηλαδή για το τραγούδι του «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός» ο Άκης Πάνου γκρίνιαζε πως πήρε πενταροδεκάρες.

Η επόμενη Δεκαετία τον βρίσκει να σιωπά καλλιτεχνικά και να φλερτάρει με την επικαιρότητα, μέσω επιστολών και άρθρων. Αποφάσισε να ξανανέβει στο πάλκο για δύο μόνο δεκαπενθήμερα: το 1989 στο «Επειγόντως» και το 1994 στα «9/8». Εκεί είχε στήσει το πάλκο σε δύο σειρές. Μπροστά οι μουσικοί, πίσω οι τραγουδιστές και δεν είχε αφήσει χώρο για πίστα.
Την 1η Αυγούστου 1997, πυροβολεί και σκοτώνει τον Σωτήρη Γιαλαμά, μη εγκρίνοντας την ερωτική σχέση που διατηρούσε το θύμα με την κόρη του Ελευθερία. Δικάζεται τον Μάρτιο του 1998 από το μικτό ορκωτό κακουργιοδικείο Καβάλας. «Δε μετανόησα γιατί δεν εννόησα τι έγινε» έλεγε, οχυρωμένος πίσω από τον προσωπικό του κώδικα. Κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά. Δεν του αναγνωρίστηκε ούτε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, αλλά ούτε και αυτό της καλλιτεχνικής προσφοράς.

Ήταν εκείνα τα σαββατοκύριακα που έκανα τη διαδρομή μέχρι την Κομοτηνή για να τον δω, να του μιλήσω….

Τον άνθρωπο που είχε τα δικά του πιστεύω για τα θέματα «τιμής», τον δημιουργό που ούτε και η φυλακή τον σταμάτησε να δημιουργεί.

Είχε ετοιμάσει τραγούδια μέσα στη φυλακή, αλλά δεν ακούστηκαν ποτέ.

Παρόλα τα προβλήματα υγείας, δημιουργούσε.
Τον τραγούδησαν όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Δισκογράφησε 200 περίπου τραγούδια, ενώ πολλά έμειναν στο συρτάρι του. Αξιοσημείωτη είναι η έντονη φήμη που αναπτύχθηκε λίγο πριν πεθάνει, πως είχε δρομολογηθεί η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος ήταν ο μόνος καλλιτέχνης πρώτης γραμμής που τον επισκέφθηκε στη φυλακή.
Στις 2 Φεβρουαρίου 2000 εισήχθη στο Ευγενίδειο θεραπευτήριο, όπου και κατέληξε την Παρασκευή 7 Απριλίου, στις 12 το μεσημέρι, από καρκίνο του παγκρέατος. Ήταν 67 ετών..

ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ- Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ.

Αποκτήστε το άλμπουμ αυτό, και καλή ακρόαση.

ΤΟΛΗΣ ΧΑΡΜΑΣ



Ο Τόλης Χάρμας έχει τη δική του ιστορία στο τραγούδι (το πραγματικό του όνομα είναι Απόστολος Χαρμαντάς).

Λίγοι θα γνωρίζουν και θα θυμούνται ότι έχει ερμηνεύσει σε πρώτη εκτέλεση κομμάτια, όπως τα:

«Κάποια μάνα αναστενάζει» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Ενα τραγούδι απ' το Αλγέρι» του Απόστολου Καλδάρα, «Πάλι εχτές στις τρεις ήρθες να κοιμηθείς» του Μανώλη Χιώτη, «Ενα καράβι απ' τον Περαία» του Γιώργου Μητσάκη.

Ο ίδιος έχει γράψει κι ερμηνεύσει σε δικούς του στίχους πάνω από 150 λαϊκά τραγούδια (αρκετά με τη γυναίκα του, Λίτσα, τη δεκαετία τού '50, τότε που αποτελούσαν το ντούο Χάρμα).

Τραγούδια επιτυχίες, όπως τα: «Η καρδιά του μάγκα», «Γκιουλτζαμάλ», «Το σφάλμα», αλλά και το πρόσφατο ωραίο ζεϊμπέκικο «Αλήτικα μικρόβια».

Δικό του είναι και το «Εδώ παπάς, εκεί παπάς» που έχει τραγουδήσει παλαιότερα ο Τάκης Μπίνης.
«Κατάγομαι από το Λεωνίδιο Κυνουρίας.

Τα πρώτα μου ακούσματα είναι από παραδοσιακή μουσική.

Ο πατέρας μου έπαιζε λαούτο.

Από εκεί επηρεάστηκα.

Στην Αθήνα, στην Ακαδημία Πλάτωνος, θυμάμαι που ήμασταν μαθητές 15χρονοι με τον Γιώργο τον Μουζάκη, τον γνωστό συνθέτη.

Καθόμασταν με μια κιθαρούλα, λέγαμε τραγουδάκια και κάναμε καντάδες για να ρίξουμε τα κορίτσια.

Είχα μάθει το λα μινόρε, το λα ματζόρε, τρία ακόρντα.

Ο Γιώργος από τότε το έλεγε ότι θα γίνει συνθέτης.

Τον είχα συναντήσει τελευταία φορά στην κηδεία της Αλέκας Στρατηγού.

Δεν τον έχω ξαναδεί. Κορακοζώητος, γερό παιδί, σαν κι εμένα».
Το '48 ξεκίνησε σαν επαγγελματίας τραγουδιστής σ' ένα αναψυκτήριο της πλατείας Κουμουνδούρου.

«Ελεγα Χαιρόπουλο, Αττίκ, ελαφρά τραγούδια.

Ηταν κομφερασιέ τότε ο Λάμπρος Ζούνης μαζί με τον Αρία.

Από εκεί άρχισα, με 8 δραχμές μεροκάματο».
«Υστερα από δύο χρόνια περασα στο λαικο τραγουδι.

Είχα αρχίσει ήδη να γράφω και να παίζω μπουζούκι.

Ηταν της μόδας το λαϊκό τραγούδι.

Προσαρμόστηκα γρήγορα.

Αμα δεν ελίσσεσαι, πώς θα γίνει; Θα μείνεις εκεί, κούτσουρο;

Εκανα ντουέτο με τη συγχωρεμένη τη γυναίκα μου, τη Λίτσα.

Αρχίσαμε από το βαριετέ "Αλκαζάρ" στον σταθμό Λαρίσης και μετά πήγαμε στο θέατρο "Σαμαρτζή" σ' επιθεωρήσεις με Βασιλειάδου, Φωτόπουλο, Ρένα Ντορ κ.ά. Ημασταν το πρώτο λαϊκό ντουέτο στο θέατρο.

Εκεί πρωτοτραγούδησα την "Καρδιά τού μάγκα".

Μετά πήγαμε τουρνέ σε Κωνσταντινούπολη, Κύπρο, Ισραήλ.

Ημασταν δέκα χρόνια μαζί. Κάναμε δύο παιδιά, την έχασα, συνέχισα μόνος μου».
«Πηγα Αμερική , για οκτώ χρόνια.

Τορόντο, Βανκούβερ, Καλιφόρνια, Νέα Υόρκη, Σακραμέντο, Ινδιανάπολη.

Παίζαμε μόνο ελληνική μουσική έχοντας κοινό αμερικάνικο, σχεδόν το 90%».


«Περισσότερες είναι οι δύσκολες στιγμες που είχα παρά οι εύκολες.

Αυτό το επάγγελμα έχει στιγμές γλυκές κι έχει κάτι πικρές, ολόπικρες.

Από μικρόψυχες συμπεριφορές συναδέλφων, από άγνοια.

Αυτά συμβαίνουν.

Δεν έχω κανένα παράπονο, ούτε κατηγορώ κανέναν, τους αγαπώ όλους. Δεν ξέρω αν μ' αγαπάνε αυτοί».

«Καλή παρέα έκανα με τον συγχωρεμένο τον Γεράσιμο Κλουβάτο, αυτόν που έχει γράψει το "Άναψε το τσιγάρο, δωσ' μου φωτιά».

Ακέραιος χαρακτήρας, ταιριάζαμε.

Επίσης με τον Σπιτάμπελο τον Στέφανο.

Εξαιρετικός καλλιτέχνης, ολίγον τρελός.

Είχε εφεύρει το μπουζουκοκίθαρο με έξι χορδές.

Εκανε αυτή την πατέντα γιατί έπαιζε περισσότερο κιθάρα.

Την επανάσταση βέβαια την έφερε ο Χιώτης με το τετράχορδο μπουζούκι.

Σπουδαία εφεύρεση».
«Μπουζουκι και κιθάρα έμαθα μόνος μου.

Σε όποια ωδεία και να πας, ότι και να κάνεις, εάν δεν έχεις τσαγανό, δεν φτουράς.

Το αίσθημα που θα δώσεις στο όργανο είναι άλλο πράγμα.

Γνώρισα μουσικούς σημαντικούς, που δεν μ' άγγιζαν όμως στην καρδιά.

Κι έβλεπες τον συγχωρεμένο τον μπάρμπα-Γιάννη τον Παπαϊωάννου που έπαιζε μπουζούκι με δύο δάχτυλα κι όταν έπαιζε ταξίμι, σου σηκωνόταν η τρίχα.

Το αίσθημα μετράει».
«Έγραψα τραγούδια που το ένα με το άλλο να μη μοιάζουν, δεν ήθελα να κάνω κατεστημένο.

Έγραψα λαϊκά κανταδορίστικα».
«Όπως ο Ζαμπέτας!

Με τον Ζαμπέτα είχαμε πάει στις Κάνες με την ταινία του Ντασσέν "Ποτέ την Κυριακή".

Ήμασταν στην ορχήστρα του Λαβράνου κι έπαιζα κιθάρα.

Μαζί μας κι η Χρυσάφη, ο Καλφόπουλος.

Ο Ζαμπέτας από εκεί στην ουσία άρχισε την καριέρα του, παίζοντας μπουζούκι για "Τα παιδιά του Πειραιά".

Αξιόλογος δημιουργός.

Μου άρεσε πάντα το μπελκάντο.

Κι η βυζαντινή μουσική είναι τρομερή.

Για να τη σπουδάσεις, πρέπει να φας τουλάχιστον 50 χρόνια».
«Την Μαρινέλλα εγώ την έβγαλα στο τραγούδι.

Ήμουν στη Θεσσαλονίκη γύρω στο '56 και τραγουδούσα στο "Πανόραμα".

Ερχόταν κόσμος με πούλμαν από Νάουσα, Βέροια, Βόρεια Ελλάδα.

Την ανακάλυψα στο καλοκαιρινό θέατρο "Χατζώκου" με μια ποδίτσα να έχει έναν μικρό ρόλο και να τραγουδάει.

Λεγόταν Κίτσα Παπαδοπούλου και ήταν φιλενάδα του Κώστα Βουτσά.

Πήγα στο καμαρίνι τους και τους είπα να έρθει μαζί μου στο κέντρο.

Έπαιρνε τότε 40 δρχ. μεροκάματο και θα της έδινα 250 δρχ.

Το δέχτηκαν.

Είχα γράψει τότε κι ένα τραγούδι, το "Μαρινέλλα".

Και της έδωσα να 'χει αυτό σαν καλλιτεχνικό όνομα.

Κρίμα όμως που δεν τα λέει αυτά.

Είναι κακό να ξεχνάς.

Εκεί στο "Πανόραμα" την βρήκε ο Καζαντζίδης και την πήρε μαζί του.

Εγώ της είπα "άμα θες, πήγαινε μαζί του, αλλά θα είσαι στη σκιά του".

Κι έτσι έγινε.

Την είχε μόνο για σεκόντα.

Μέχρι που χωρίσανε κι άνοιξε τα φτερά της».
Η νυχτερινή διασκέδαση πριν από 50 χρόνια ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή.

Σήμερα η διασκέδαση που γίνεται είναι πιο ευπρεπής, πιο μαλακιά.

Τότε γίνονταν αγριότητες με τα σπασίματα.

Αυτό το σημάδι που έχω στο φρύδι είναι από ποτήρι. Από το '45 κι έπειτα αυτά ήταν στην ημερήσια διάταξη.

Αγρία διασκέδαση.

Ουίσκι δεν υπήρχε τότε, μόνο κρασί.

Αδειάζανε την μποτίλια και μπαμ στο πάλκο.

Άλλο πράγμα.

Σήμερα είναι πολύ πιο ήπια».
«Σήμερα υπάρχουν αξιόλογα τραγούδια, υπάρχουν και πιλάφια.

Υπάρχει πρόοδος από τότε με το έντεχνο τραγούδι.

Βέβαια, κάποιοι έγραψαν ωραία πράγματα, αλλά όχι διασκεδαστικά.

Ο ελληνικός λαός θέλει απλότητα, θέλει να του πεις δύο λέξεις να τις βάλει στο μυαλό του και να τραγουδάει».
Σπανίζουν τέτοια τραγούδια σήμερα.
Η δυσκολία έγκειται στην απλότητα. Πρέπει σε τέσσερις αράδες να εντοπίσεις όλο το θέμα.

Και βλέπεις κάτι λόγια χωρίς ρίμα, λες και είναι εφημερίδα ή διήγημα.

Δεν τη δέχομαι αυτή την ποίηση».
«Ο έρωτας έπαιξε Πρωταρχικό ρόλο στη ζωή μου .

Όποιος δεν ερωτεύεται, δεν έχει ψυχή, δεν έχει καρδιά.

Ο έρωτας είναι το ελιξίριο της νεότητας. Αν και έχω γράψει ένα τραγούδι, "Το χρήμα είναι έγκλημα κι ο έρωτας σκοτούρα"»...