Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2007

«ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ»


Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο το οποίο αξίζει να αποκτήσουμε όλοι!
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΣΥΓΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», το βιβλίο του δημοσιογράφου ΑΝΤΩΝΗ ΠΡΕΚΑ, που φέρει τον τίτλο «ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ»!
Πρόκειται για το πρώτο μέρος, από βιογραφίες των ηθοποιών της μεγάλης οθόνης.
Περιέχει τριανταδυο «πορτρέτα» ηθοποιών (όπως λέει στην παρουσίαση ο συγγραφέας), δικών μας ανθρώπων, που τους βλέπουμε σχεδόν κάθε μέρα στην τηλεόραση από τις ασπρόμαυρες, αλλά και έγχρωμες ταινίες τους.
Όπως πολύ σωστά λέει ο Αντώνης Πρεκας, βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους, τους θαυμάζουμε, αλλά δεν ξέρουμε πολλές φορές το όνομα τους, πόσο μάλλον την ιστορία, αλλά και την πορεία τους στην τέχνη!
Είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο, το οποίο πρωτοκυκλοφορησε το 2003, και μέσα στην ίδια χρονιά είχε δυο επανεκδόσεις.
Διαβάζοντας το, νοιώθεις μια «ζεστασιά», νοιώθεις να έρχονται κοντά σου, πλάι σου, οι άνθρωποι αυτοί που μεγάλωσες μαζί τους, που γέλασες, η συγκινήθηκες, παρακολουθώντας τους να παίζουν στο «πανί», η στην μικρή οθόνη.
Ας γνωρίσουμε και τον συγγραφέα του βιβλίου «ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ», τον άνθρωπο που φέρνει κοντά μας τον Ελληνικό Κινηματογράφο, και τους ανθρώπους του.
Ο Αντώνης Πρεκας, γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1960.
Είναι παντρεμένος με την Δημοσιογράφο Ελσα Συμεωνισου, και έχουν δυο παιδιά.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην ΑΣΠΕ και υποκριτική στις Δραματικές Σχολές Εθνικού Ωδείου, και Ωδείου Αθηνών.
Από το 1979 εργάζεται ως δημοσιογράφος κυρίως σε μεγάλες Αθηναϊκές εφημερίδες, αλλά και σε περιοδικά, και κατά καιρούς στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.
Στον κινηματογράφο έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 10 ταινίες, και σε δυο σήριαλ στην τηλεόραση.
«Αρραβωνιάσματα» (ΕΤ 1-1983),και «Άλλη το πρωί, άλλη το βράδυ» (Mega 1994).
Σκηνοθέτησε περισσότερες από 20 θεατρικές παραστάσεις, και έγραψε και επιμελήθηκε ποιητικές βραδιές σε μορφή πολυθεαματος μεταξύ άλλων για τους : Κώστα Βάρναλη, Κώστα Καβάφη, για το Δημοτικό τραγούδι, και άλλα.
Έγραψε επίσης θεατρικά έργα, και διασκεύασε για το θέατρο τα διηγήματα του Αντώνη Σαμαράκη «Οδός Ταχυδρομείου», και «Γραφείο ιδεών».
Έχει γράψει και αρκετά βιβλία!
1977: «Όπως τα βλέπω», ποιήματα.
1981: «Σημάδια του καιρού», ποιήματα.
1988: «Συμφωνίες και δωδεκαλογοι», ποιήματα.
1996: «Σπονδές ασπόνδυλων», ποιήματα (εκδόσεις Πατάκη).
Το 2000, ήταν ο διευθυντής έκδοσης CD ROM με την ιστορία της Ελληνικής τηλεόρασης, το οποίο κυκλοφόρησε από το «TV ΕΘΝΟΣ», με επιμέλεια κειμένων της Ρένας Θεολογιδου.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα για τον Αντώνη Πρεκα, για τις εφημερίδες στις οποίες εργάστηκε, και άλλα πολλά, αλλά δεν νομίζω να χρειάζεται.
Αποκτήστε ΟΛΟΙ τον ΠΡΩΤΟ τόμο του βιβλίου «ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ», και γνωρίστε τριανταδυο αστέρια του κινηματογράφου μας.
Ζαννινο, Παντελής Ζερβός, Σαπφώ Νοταρά, Νίκος Φερμας, Αθηνόδωρος Προυσαλης, Σουλη Σαμπαχ, Δημήτρης Νικολαιδης, Αντώνης Παπαδόπουλος, και άλλοι πολλοί μεγάλοι ηθοποιοί, θα σας «σφίξουν το χέρι», για την γνωριμία.
«ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ»!
Καλή ανάγνωση.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ


Ένα μικρό αφιέρωμα, σε έναν ΜΕΓΑΛΟ ηθοποιό!
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13 και σύμφωνα με τον γιο του Δημήτρη «τον ενοχλούσε η αλληλουχία του 13 στη ζωή του, αλλά όντας και φοβητσιάρης είχε βρει τρόπο να το ξεπερνά» Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας χρυσοχόων της Κωνσταντινούπολης που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα πριν αρχίσουν τα προβλήματα με τους Έλληνες της Πόλης.
Λόγω ακριβώς της καταγωγής αλλά και της οικονομικής ευμάρειας της οικογένειας, δόθηκε στον Λάμπρο καλή ανατροφή και μόρφωση.
Το πραγματικό επίθετο της οικογένειας ήταν Τσολάογλου (άλλαξε λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821, οπότε ο πρόγονός του Κωνσταντίνος με τη δυνατή φωνή, τη φωνή σαν «αντάρα», έγινε Κώστας ο Αντάρας, δηλαδή Κωνσταντάρας).
Η οικογένεια Κωνσταντάρα προόριζε τον Λάμπρο για αξιωματικό του Ναυτικού ή για bijoutier, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση.
Τον έστειλαν λοιπόν αρχικά στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, αλλά ο Λάμπρος το’σκασε και χώθηκε σε ένα καράβι που πήγαινε για Πειραιά, γλιτώνοντας παράλληλα το στρατοδικείο, ίσως και τη φυλάκιση, χάρη στην επέμβαση ενός θείου του συνταγματάρχη.
Στη συνέχεια, το 1931, τον έστειλαν στο Παρίσι για να ειδικευτεί στα μυστικά της κοσμηματοποϊίας και να γίνει εκτιμητής πολύτιμων λίθων. Ο Λάμπρος έδειχνε να αποδέχεται την επιλογή της οικογένειας, αργότερα όμως οι δικοί του ανακάλυψαν ότι τα χρήματα που του έστελναν εκείνος τα χρησιμοποιούσε για να εξασφαλίζει στον εαυτό του μια υπέροχη μποέμικη ζωή.
Χωρίς να διστάσει η οικογένεια Κωνσταντάρα έκοψε τα εμβάσματα και τότε ο Λάμπρος άρχισε να εργάζεται ως κομπάρσος στο θέατρο ΑΤΕΝΕ του Λουί Ζουβέ, προκειμένου να εξασφαλίζει ένα χαρτζιλίκι, αλλά παράλληλα έκανε διάφορες άλλες δουλειές.
Λίγο αργότερα, βρέθηκε να φοιτά στη Σχολή του Ζουβέ και στη συνέχεια έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνή.
Σε λίγο άρχισε να ξεχωρίζει με το όνομα Constan Daras.
Η Κολέτ μάλιστα έγραψε «Ένας Έλλην ξεπέρασε τους Γάλλους».
Ο Κωνσταντάρας έπαιξε και στον Γαλλικό κινηματογράφο και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου έπαιξε με την κα Κατερίνα στα «Παράσημα της γριούλας» και επέστρεψε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις εμφανίσεις του στο θέατρο. Με το ξέσπασμα του πολέμου, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα, επιστρατεύτηκε, τραυματίστηκε και όταν απολύθηκε ξεκίνησε και πάλι την καριέρα του στην Ελλάδα. Αρχικά εμφανίστηκε στο θίασο της Κοτοπούλη συμμετέχοντας στον «Δον Ζουάν» του Ωμπέ, συνέχισε στο θίασο του Αργυρόπουλου με το «Στραβόξυλο» του Ψαθά, κ.ά.
Η πρώτη συμμετοχή του σε ελληνική ταινία έγινε το 1939 στο φιλμ «Το τραγούδι του γυρισμού». Ακολούθησαν πλήθος ταινιών (πάνω από εβδομήντα) μεταξύ των οποίων αναφέρουμε ενδεικτικά: «Φωνή της καρδιάς», «Ραγισμένες καρδιές», «Καταδρομή», «Μαρίνα», «Διακοπές στην Αίγινα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Η Λίζα και η άλλη», «Η χαρτοπαίχτρα», «Ο γεροντοκόρος», «Υιέ μου υιέ μου», «Υπάρχει και φιλότιμο», «Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι», «Ο φαφλατάς», «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», «Τζένη Τζένη», «Ο μπλοφατζής» (κέρδισε το βραβείο Α΄ ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), κ.ά.
Η παρουσία του Λάμπρου Κωνσταντάρα υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στο θέατρο.
Αφού αρχικά, όπως είπαμε, συμμετείχε σε διάφορους θιάσους, πολύ γρήγορα χρίστηκε πρωταγωνιστής, παίζοντας για αρκετές σεζόν με την κα Κατερίνα, ως συνθιασάρχης, στη συνέχεια με τον Μάνο Κατράκη, με τη Μιράντα, με την Έλσα Βεργή, τη Βίλμα Κύρου, την Τζένη Καρέζη, την Μάρω Κοντού, την Έλλη Λαμπέτη κ.ά., παρουσιάζοντας έργα όπως «Η θεατρίνα» του Σώμερσετ Μωμ, «Παράξενο Ιντερμέτζο» του Ευγένιου Ο’ Νηλ, «Ροζ αμαρτία» των Ν. Τσιφόρου- Πολ. Βασιλειάδη, «Κρατικές υποθέσεις» του Λουί Βερνέιγ, «Η βροχή» του Σώμερσετ Μωμ, «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» των Ασ. Γιαλαμά –Κ. Πρετεντέρη, «Τσιν-Τσιν» του Φρανσουά Μπιλετντό, κ.ά.
Η τελευταία θεατρική δουλειά του Λάμπρου Κωνσταντάρα παρουσιάστηκε την περίοδο 1978-79 στο θέατρο ΔΙΑΝΑ με το έργο»Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου» του Κώστα Πρετεντέρη, ενώ η τελευταία του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν με την ταινία «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» (1981).
Αλησμόνητη ήταν και η εμφάνισή του στην τηλεόραση με το σίριαλ «Εκείνες κι εγώ», που ξεκίνησε να προβάλλεται στην ΥΕΝΕΔ το 1976
Ο Λάμπρος παντρεύτηκε δυο φορές.
Το 1945 με την Γιούλη Γεωργοπούλου από την οποία απέκτησε τον γιο του Δημήτρη (γνωστό δημοσιογράφο), και το 1971 με την Φιλιώ Κεκάτου.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έφυγε τον Ιούνιο του 1985, αλλά εξακολουθεί να γοητεύει το κοινό που τον αγάπησε και τον παρακολούθησε καθ’όλη τη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας του, απολαμβάνοντας το πληθωρικό ταλέντο του σε ρόλος που τον χαρακτήρισαν. Για όλους ο Λάμπρος Κωνσταντάρας θα είναι πάντα ο αγαπημένος γλεντζές, ο αρχοντάνθρωπος της ελληνικής μεγάλης οθόνης, ο εκπληκτικός Μαυρογυαλούρος, ο αμετανόητος μπλοφατζής, το χαριτωμένο γεροντοπαλίκαρο που όταν ερωτευόταν άκουγε μέσα του το χλιμίντρισμα του αλόγου, ο γλυκός πατέρας της Αλίκης, ένας από τους πιο αγαπημένος έλληνες ηθοποιούς. (Όλα τα στοιχεία και το φωτογραφικό υλικό προέρχονται από το βιβλίο του Δημήτρη Κωνσταντάρα «μέσα από τα δικά μου μάτια -Λάμπρος Κωνσταντάρας», Εκδόσεις Καστανιώτης, 1997)!

ΣΚΟΡΠΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

Είναι η πιο κατάλληλη στιγμή, να δούμε κάποια «σκόρπια» ρεμπέτικα στιχάκια, τα οποία αποτελούν τους «αντιπροσώπους» των διαφόρων κατηγοριών στις οποίες κατατάσσονται τα ρεμπέτικα τραγούδια. Θα δούμε αποσπάσματα από τραγούδια της φυλακής, της αγάπης, του τεκέ, της ταβέρνας, της ξενιτιάς, της μαγκιάς, κλπ. Τραγούδια «άγνωστων» και μη δημιουργών, που τα τραγουδάμε ακόμα και σήμερα, μόνο που πολλές από τις σημερινές αποδώσεις από καλλιτέχνες είναι κακές διασκευές. Όπως τα δημοτικά τραγούδια, έτσι και πολλά ρεμπέτικα κυκλοφορούσαν παλιά σε διάφορες «παραλλαγές». Ας πάρουμε για παράδειγμα τον ΣΑΚΑΦΛΙΑ, όχι του Βασίλη Τσιτσάνη, αλλά το παλιό «μουρμούρικο» Στα Τρίκαλα μες τη στενή Βαρέσαν ένα μπελαλή. Βαρέσανε το Σακαφλιά Πούχε ντερβίσικη καρδιά. Στην Προύσα ήταν ξακουστός Στην Μενεμένη διαλεχτός Ήταν στο τάγμα Τουμπεκί Στη Μεραρχία Μελανθή. Στο συγκεκριμένο τραγούδι, ο Τσιτσάνης έδωσε ένα άλλο χρώμα, μια ξεχωριστή ομορφιά, αφαιρώντας (εν μέρει) τα «σκληρά» στοιχεία του, χωρίς όμως να χάσει το τραγούδι το νόημα του. Τέτοιο ντερβίσικο παιδί Το κλαίμε όλοι μας μαζί…… Δεν τον ξεχνάμε βρε παιδιά, Τον φίλο μας τον Σακαφλιά, κλπ…. Εδώ να πω, ότι τραγούδια με θέμα τους τον Σακαφλιά (η Σακαβλιά), κυκλοφορούν πάνω από δέκα, με διαφορετικό στίχο. Ένα άλλο ρεμπέτικο που κυκλοφορεί σε αρκετές παραλλαγές, είναι «Οι Λαχανάδες» (κάτω στα λεμονάδικα) του Βαγγέλη Παπάζογλου (Αγγούρη). Ο Παπάζογλου, εμπνευσμένος από το παλιό «μουρμούρικο» έγραψε! Κάτω στα λεμονάδικα, έγινε φασαρία Δυο λαχανάδες πιασανε, που ‘κάναν τη κυρία! Το παλιό μουρμούρικο ξεκινάει διαφορετικά, έχοντας όμως μέσα στους στίχους και αυτόν του Παπάζογλου. Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία Στα χέρια πιάστηκ’ ο Θωμάς, μαζί με τον Ηλία. Βρε ‘συ Θωμά, μη κάνεις φασαρίες Γιατί θα μπλέξεις άσχημα, και θα ‘χεις ιστορίες, κλπ. Το συγκεκριμένο μουρμούρικο με την αρχική του μορφή, είχα την τύχη να το ακούσω πριν από είκοσι χρόνια σε μια ταβέρνα στο Βόλο, τραγουδισμένο από τους Μιλάνους. Από ένα άλλο μουρμούρικο τραγούδι, ο Γιώργος Μουφλουζέλης άντλησε στοιχεία για να γράψει το «Που ‘σουν μάγκα το χειμώνα». Πούσουν μάγκα το χειμώνα, και το καλοκαίρι ακόμα Ημουνα ψηλά στα αυλάκια, στις δροσιές και στα ρουμάνια Τρεις ελιές και μια βαμμένη Αγαπώ μια παντρεμένη. Ο Μουφλουζέλης έγραψε. Πούσουν μάγκα το χειμώνα, που την είχες την κρυψώνα Ήμουνα στη γη βελόνι, που πατάς και σε αγκυλώνει κλπ. Το ρεμπέτικο τραγούδι, έχει πραγματικούς θησαυρούς, αλλά δυστυχώς αγνοήθηκαν, και αγνοούνται ακόμα και σήμερα. Συνεχίζοντας, πάμε στα τραγούδια που τα έχουν κατατάξει στην κατηγορία της «Ανατολής». Εδώ, ανακαλύπτουμε ρεμπέτικα που μας κάνουν να ονειρευόμαστε, και να ταξιδεύουμε, τραγούδια «απλά», αλλά και ΜΕΓΑΛΑ, που μιλούν στην ψυχή του καθενός! Τραγούδια που μας βοηθούν μέσα από το «ταξίδι» στο όποιο μας πηγαίνουν, να βρούμε την «γιατρειά» στον πόνο, στον καημό! Ένα υπέροχο τραγούδι είναι η «Μάγισσα της Αραπιάς», του Βασίλη Τσιτσάνη. Θα πάω εκεί στην Αραπιά, γιατί μ’ έχουν μιλήσει Για μια μεγάλη μάγισσα, τα μάγια να μου λύσει. Πόσοι αλήθεια, ακόμα και σήμερα, στην εποχή της «προόδου» δεν ταξιδεύουν εκεί, στην Αραπιά, ψάχνοντας τη δική τους μάγισσα, που θα τους λύσει τα μάγια; Άλλωστε, τα «μάγια» λύνονται εύκολα όταν νοιώθουμε ότι το τραγούδι που ακούμε μιλά για αυτό που βιώνουμε. Ένα άλλο τραγούδι του Τσιτσανη, μας ταξιδεύει στην Παραγουάη, και μάλιστα στα «φίνα ακρογιάλια» της χώρας αυτής! Μες την Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι Θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό Θα πίνουμε σαμπάνια, πριν πάμε για τα μπάνια Με μπουζουκάκι έξυπνο τρελό. Το ρεμπέτικο μας ταξιδεύει, ονειρεύεται μαζί μας, και βάζει «ακρογιάλια» ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν. Μας παρασύρει σε Νύχτες Μαγικές Ονειρεμένες, και μας θυμίζει τις τρέλες που νοσταλγούμε, που επιθυμούμε. Σας μιλάω με καημό, με σπαραγμό Για τόσες τρέλες που νοσταλγώ Αραπίνες λάγνες ερωτιάρες Με ουίσκι με γλυκές κιθάρες γλέντι και πιοτό Αραπίνες μάτια φλογισμένα Και κορμιά φιδίσια καμωμένα, σαν εξωτικά. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία, αν τα τραγούδια αυτά έχουν γραφτεί το 1920, το 1930, η το 1950. Σημασία έχει ότι μιλούν για στιγμές από την ζωή μας. Για μικρούς και μεγάλους καημούς, για χαρές, όνειρα και λύπες! Από τα «σκόρπια στιχάκια» λοιπόν, στην καθημερινότητα μας.

ΠΕΡΙ ΡΙΖΙΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

Παρόλο που έκανα παλαιότερα ένα αφιέρωμα στους «Πρωτομάστορες» της Κρητικής Μουσικής, θέλω να κάνω μια διευκρίνιση – παρουσίαση μιας πολύ ξεχωριστής κατηγορίας τραγουδιών, των «Ριζίτικων». Θα γνωρίσουμε λοιπόν την ιστορία των ριζίτικων μέσα από λίγες γραμμές. Ριζίτικα είναι τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, τα οποία δεν συνοδεύονται από χορό. Δημιουργήθηκαν στις ορεινές περιοχές του νομού Χανίων και συγκεκριμένα στα Χανιώτικα Λευκά Όρη...Ο όρος «Ριζίτικα» προήλθε από την λέξη ρίζα όπου στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι ρίζες-πρόποδες των βουνών. Τα ριζίτικα περιέχουν δεκαπεντασύλλαβο στοίχο με ομοιοκαταληξία και κατά την διάρκεια του τραγουδιού οι τραγουδιστές μπορούν να πουν κάποιο επιφώνημα. Τα ριζίτικα τραγούδια δεν είναι προϊόντα στιγμιαίας έκφρασης όπως οι μαντινάδες αλλά είναι αποτέλεσμα της συνολικής ανθρώπινης σκέψης της κρητικής ψυχής και σπάνια μιλούν για προσωπικά προβλήματα παρά μόνο για προβλήματα του ανθρώπινου γένους.Μορφολογικά, τα ριζίτικα μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Τα ριζίτικα «της τάβλας» και τα ριζίτικα «της στράτας». Τα ριζίτικα της τάβλας ακούγονται κατά την διάρκεια κάποιου γεύματος η κάποιας εκδήλωσης χωρίς όμως την συνοδεία μουσικών οργάνων. Σε αντίθεση με εκείνα της τάβλας, τα ριζίτικα της στράτας συνοδεύονται από μουσικά όργανα και ακούγονται κατά την διάρκεια κάποιας πορείας(π.χ. γαμήλια πομπή)Χρονολογικά, τα ριζίτικα τοποθετούνται από τα Βυζαντινά χρόνια μέχρι και σήμερα Η τελευταία γόνιμη περίοδος δημιουργίας ριζίτικων τραγουδιών ήταν η περίοδος της Γερμανικής κατοχής στην Κρήτη και από τότε συνεχώς ανακυκλώνονται .Παραδείγματα ριζίτικων τραγουδιών:Ηρωικά η Ακριτικά ριζίτικα. Είναι τα ριζίτικα τα οποία εξυμνούν τους άθλους των ηρώων της εποχής των ακριτών και παραδίδουν τους μύθους και τους θρύλους στις επόμενες γενιές. Τα ριζίτικα αυτά είναι γεμάτα από πολεμική και ηρωική πνοή, παλικαριά των πολεμικών ηρώων, αντικατοπτρίζοντας την ψυχή του Ελληνικού λαού.«Αγρίμια και αγριμάκια μου ,λάφια μου μερωμέναπέτε μου που ν’ οι τόποι σας και πουν τα χειμαδιά σας....»Ερωτικά ριζίτικα. Είναι τα ριζίτικα που εκφράζουν την αισθηματικότητα του κρητικού λαού με θέρμη για την ερωτική αγάπη και να παίνεσε τα κάλλη ενός αγαπημένου προσώπου ή να εκφράσει τον ερωτικό καημό του.«Μιαν έμορφη χτενίζεται στου φεγγαριού τον δίσκογη πάει για την εκκλησία γη ένα πούλι αναμένει.Χριστέ μου και να’ μουνε πουλί , Χριστέ μου να’ μου φεγγάρι...»Ριζίτικα της ξενιτιάς. Είναι τα ριζίτικα όπου αντικατοπτρίζονται με τα μελανότερα χρώματα, τα βάσανα που έχει ο ξενιτεμός και για εκείνους που φεύγουν αλλά και για εκείνους που περιμένουν για χρόνια την επάνοδο αγαπημένων προσώπων.«Δεν πάω μα στην ξενιτιά, φοβούμαι μην ποθάνω,με τα ματάκια μ’ είδα γω τσι πως τσι θα’βγουν...»Μοιρολόγια. Είναι εκείνα τα ριζίτικα που είναι από τα πιο λυρικά προϊόντα του ευαίσθητου κρητικού λαού, περιέχοντας στους στίχους τους πολύ τραγικότητα όση και τα περιστατικά από τα οποία εμπνέονται.«Ιντα ΄χετε γυρού γυρού κι είναι βαριά η καρδιά σαςδεν τρώτε και δεν πίνετε και δεν χαροκοπάτεπριν έρθει ο χάρος να μας βρει να μας εδιαγουμίσεινα διαγουμίσει τσι γενιές και να διαλέξει τσι άντρες…» Βλέπουμε πολλές ομοιότητες των Ριζίτικων τραγουδιών, με εκείνα της υπόλοιπης χώρας. Είναι χαρακτηριστική η ομορφιά και η απλότητα τους. Δυστυχώς, κάποια από τα ριζίτικα κυκλοφόρησαν στην δισκογραφία το 1975, διασκευασμένα, χάνοντας την αρχική τους ομορφιά. Παρόλα αυτά, υπάρχουν και κυκλοφορούν ηχογραφήσεις στην αρχική μορφή των τραγουδιών αυτών. http://www.aerakis.net/. Σ΄ αυτή την ηλεκτρονική διεύθυνση, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρουν ιστορικά στοιχεία, και να παραγγείλουν Κρητικά τραγούδια!

ΠΑΠΑ ΑΓΓΕΛΟΣ ΨΥΛΛΑΚΗΣ (ΣΦΑΚΙΑΝΟΜΑΔΑΡΙΤΗΣ).


Μια από τις «μορφές» της Κρήτης, ήταν ο Παπά Άγγελος Ψυλλάκης, ο λεγόμενος και «Σφακιανομαδαρίτης»!
Σφακιανός στην καταγωγή, ήταν εφημέριος του ιερού ναού του αγίου Χαραλάμπους στα Λενταριανά (συνοικία των Χανίων).
Ανέπτυξε μεγάλο κοινωνικό έργο στην περιοχή, ασχολήθηκε όμως συστηματικά και με το ριζίτικο τραγούδι, τραγουδώντας, από τη δεκαετία του ’70, σε πολλές μουσικές εκδηλώσεις, καθώς και σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές.
Η παρουσία του προκάλεσε αρκετές συζητήσεις, όπως συμβαίνει σε κάθε ρηξικέλευθη πρωτοβουλία· υπομένοντας τις συζητήσεις αυτές, κατ’ ουσίαν άνοιξε το δρόμο για την επίσημη ενασχόληση του κλήρου με την παραδοσιακή μας μουσική –ενασχόληση που υπήρχε και πριν, κατά περιπτώσεις, στα ελληνικά χωριά, αλλά δεν είχε λάβει ορατή μορφή στη σύγχρονη κοινωνία μέχρι τότε.
Το 1976 εξέδωσε το δίσκο Οι ρίζες της γενιάς μου, τ’ αληθινά ριζίτικα (Pan-Vox A/A4551), ο οποίος το 1997, λίγο μετά το θάνατό του, επανακυκλοφόρησε σε ψηφιακή μορφή (CD) από την ΜΒΙ (SPV 9).
Το 1978 εξέδωσε το δίσκο Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη (Calyrso A/A6953), όπου περιλαμβάνονται αρκετά ακόμη ριζίτικα και μεγάλο μέρος του ομώνυμου έπους του 1876 που διεκτραγωδεί μεγαλειωδώς την επανάσταση του 1770 και το μαρτυρικό τέλος του Σφακιανού αρχηγού Ιωάννη Βλάχου (Δασκαλογιάννη).
Στο δίσκο αυτό συνοδεύεται με τη λύρα του Χαράλαμπου Γαργανουράκη (μελωδία στο τραγούδι, ισοκράτημα στα ριζίτικα).
Σχεδίαζε και τρίτο δίσκο κατά το 1994, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος.
Το ύφος του ήταν ιδιότυπο και προσέγγιζε περισσότερο το ύφος της εκκλησιαστικής μουσικής παρά το λαϊκό ύφος του ριζίτικου τραγουδιού, πράγμα που προκάλεσε πολλές επικρίσεις και επηρέασε την αποδοχή του έργου του από το κοινό των περιοχών, στις οποίες παραδοσιακά αναπτύχθηκε το ριζίτικο.
Μετά από μακροχρόνια επώδυνη πάλη με την επάρατη νόσο και ενώ προσωρινά φάνηκε να την ξεπερνά, παρέδωσε το πνεύμα την άνοιξη του 1996, σε ηλικία 62 ετών.
Κηδεύτηκε στα Λενταριανά, όπου ήταν και η ενορία του, παρουσία πλήθους κόσμου και εκπροσώπων των τοπικών αρχών.
Όταν πρωτοάκουσα τον Παπά Άγγελο να τραγουδά, συγκλονίστηκα.
Φωνή καθάρια, βροντερή, που σε ανέβαζε στον Ψηλορείτη χάραμα, και αγνάντευες τα «μενεξελιά» χρώματα της ανατολής.
Και ήταν τα τραγούδια από το δίσκο «ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΟΥ» που με έκαναν να δω με άλλο μάτι τα ριζίτικα.
Όχι εκείνα τα εμπορικά, τα ενορχηστρωμένα από τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδισμένα από τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη.
Και εκείνα ήταν πανέμορφα.
Ο Παπά Άγγελος τραγουδούσε ριζίτικα, και νόμιζες ότι ήσουν μαζί με τους «καπεταναίους» στο βουνό.
Σε καθήλωνε.
Τι είναι όμως τα «ριζίτικα»;
Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης!
«Τα ριζίτικα είναι μη χορευτικά τραγούδια των ορεινών περιοχών της δυτικής Κρήτης. Γεννήθηκαν και λειτούργησαν στα ορεινά του νομού Χανίων, αλλά τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα ή μάλλον ήδη από τον 19ο έχουν εισαχθεί και στις ρεθεμνιώτικες επαρχίες, όπου και γεννήθηκαν κάποια απ’ αυτά.
Ο όρος «ριζίτικα» δεν εχρησιμοποιείτο από τους ίδιους τους τραγουδιστές τους, αλλά επινοήθηκε από ερευνητές, επειδή επρόκειτο για τραγούδια της ρίζας, δηλ. των πλαγιών των βουνών και κυρίως των Λευκών Ορέων (Μαδάρες)…….
Ως προς τη χρονική τους προέλευση έχουν καταγραφεί τραγούδια που η δημιουργία τους, από εσωτερικές ενδείξεις, τοποθετείται στα βυζαντινά χρόνια, στην Ενετοκρατία, στην Τουρκοκρατία και στον 20ο αιώνα, μέχρι και σήμερα.
Η τελευταία γόνιμη περίοδος δημιουργίας ριζίτικων τραγουδιών ήταν, όπως φαίνεται, η περίοδος της Κατοχής (1941-1944)….»
Γνωρίστε και εσείς τον Παπά Άγγελο Ψυλλάκη, τον Σφακιανομαδαρίτη μέσα από τα Ριζίτικα τραγούδια του «ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΟΥ».