Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΟΡΔΑΛΟΣ

Ο Θανάσης Σκορδαλός γεννήθηκε στο Σπήλι το 1920. Ήταν η Θεία Φώτιση αυτή, που από μικρό παιδί τον έφερε στην εκκλησία, να βοηθάει τον παπά και σε ηλικία μόλις επτά χρονών, βρίσκουμε το μικρό Θανάση στο ψαλτήρι. Μέσα σε πέντε χρόνια, είχε μάθει όλη την οκταηχία, χωρίς καν ακόμα να ξέρει μουσική.
Θέτω στη διάθεσή σας, τη συνέντευξη του Θανάση Σκορδαλού στο δημοσιογράφο Ντίνο Κωσταντόπουλο, το 1992. «Σαν παιδί, συνάμα με τα εκκλησιαστικά, μου άρεσε πάρα πολύ η λύρα και το λαούτο. Εκείνα τα χρόνια εγώ δεν ήταν τόσο πολύ διαδεδομένο το λαούτο, όσο το μαντολίνο και το όργανο που έπαιζε ο Φουσταλιέρης στο Ρέθυμνο, η μαντόλα. Τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια εγώ σαν παιδί είχα βοήθεια από το μαντολίνο πρώτα. Σαν παιδί λοιπόν, εκρατούσα δύο ξύλα. Το ένα το έβαζα στο αριστερό μου πόδι, σα λύρα και το άλλο στο χέρι σα δοξάρι και τραγουδούσα! Ήταν ένα δείγμα, ότι έπρεπε να πιάσω λύρα στα χέρια μου, όπως έλεγαν διάφοροι στο χωριο.
Σε ηλικία 9 ετών, αγόρασα μια λύρα. 18 δραχμές. Και ευγνωμονούσα τον άνθρωπο που μου έδωσε τη λύρα. Του έκαμα πολλές ευχαριστίες. Άρχισα λοιπόν, χωρίς να μου δείξει κανένας, να παίζω κομμάτια απ’ αυτά που άκουγα σαν παιδί. Σιγά-σιγά, αναπτύχθηκε το ταλέντο. Σε ηλικία 11 ετών., ήρθε ο Αντρέας Ροδινός στο χωριό μου. Είχε συμπάθεια στο Σπήλι και γι’ αυτό ερχότανε εύκολα, κάθε φορά που τον φωνάζανε. Όταν τον προωτοάκουσα, ενώ είχαμε κι άλλους οργανοπαίχτες στο χωριό μου, μου ‘κανε τρομερή εντύπωση. Όταν τον άκουγα, η ραχοκοκαλιά μου έσταζε νερό. Δημιουργούσα σκέψεις μέσα μου, αν μπορούσα μια μέρα των ημερών να κατορθώσω να παίξω κι εγώ λύρα στο ήμισυ αυτού του ανθρώπου, που λέγεται Ανδρέας Ροδινός.
Ένα βράδυ, του Αγίου Στυλιανού αξέχαστα, ξανάρθε ο Ροδινός στο χωριό. Τον είχε καλέσει στη γιορτή του ένας δικηγόρος, ο Στυλιανός Καλογρίδης. Οι Σπηλιανοί, χωρίς να ξέρω εγώ τίποτα, είπαν στον Αντρέα, όταν του ταιριάσει και είναι καλά, “Φώναξε στο Σκορδαλάκι, να παίξει λίγη λύρα, να μας πεις και τη γνώμη σου.” Πράγματι έγινε αυτό!
Εγώ ήμουν στο τελευταίο σκαλί σε μία σκάλα και έβαλα το χέρι μου για να σηκώσω την μπουκαπόρτα που λέμε, να φύγω. Μ’ έπιασε τρεμούλα, αλλά ο Θεός ξέρει τι είχανε βάλει από πάνω και δεν άνοιγε η πόρτα! Έτσι, υποχρεωτικώς με το χειροκρότημα, ο Θεός ξέρει πώς, εκατέβηκα τη σκάλα. Πήγα κοντά στον Μπαξεβάνη που έπαιζε με τον Ροδινό. Σηκώθηκε ο Αντρέας επάνω, μου έδωσε τη λύρα και μου είπε: “Θανάση, θέλω να με ξεκουράσεις λίγο, γιατί κουράστηκα.”
Η σκέψη του βέβαια ήταν άλλη. Εν πάση περιπτώσει, έπιασα τη λύρα. Ο Μπαξεβάνης άρχισε τον πρώτο χανιώτικο συρτό, για να τον ακολουθήσω εγώ! Τον ακολούθησα παρά το τρακ που είχα. Ο Αντρέας δεν ήταν κοντά μου. Επήγε πίσω από την πόρτα για να μην τον βλέπω και παθαίνω μεγαλύτερο τρακ. Με άκουσε που έπαιξα κάμποσα γυρίσματα, δεν άντεξε, ήρθε, μου πιάνει το δεξί χέρι, με αγκαλιάζει, με φιλεί και λέει: “ΣΠΗΛΙΑΝΟΙ, ΑΥΤΟΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΜΟΥ!” Σα να ήξερε ο καημένος, ότι στα 23 του χρόνια θα φύγει. Τα χρόνια περνούσαν σιγά-σιγά. Οι Σπηλιανοί αντιλήφθηκαν το ταλέντο μου, με αγκάλιασαν και με βοήθησαν πάρα πολύ. Ο πατέρας μου ήταν πολύ μερακλής άνθρωπος. Ήταν καλός μαντιναδολόγος και καλός χορευτής και το είχε καμάρι. Με βοήθησε πολύ η ψαλτική. Οι ήχοι της εκκλησίας που εγώ αγάπησα, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην καλλιτεχνική μου καριέρα. Θα σας πω ένα περιστατικό με τον μουσικολόγο Περιστέρη.
Μου είπε κάποτε:- Ποιο ωδείο έχεις βγάλε Σκορδαλέ;- Του Σπηλίου. Του είπα.- Ποιο είναι αυτό; Με ρώτησε.- Το χωριό μου.- Μα έχει το χωριό σου ωδείο;- Δεν έχει ωδείο, αλλά έχει τη φύση.- Εδώ όμως κάτι συμβαίνει, μου λέει. Μήπως έχεις κανένα συγγενή ψάλτη;- Εγώ ο ίδιος ψάλω, του λέω.- Αυτό είναι, το βρήκα! Μου λέει. Έχεις κ. Σκορδαλέ τοποθετήσεις στο παίξιμό σου, της βυζαντινής μουσικής και μου κάνει μεγάλη εντύπωση, όταν μου λες ότι δεν έχεις ιδέα από μουσική.- Δεν έχω κ. Περιστέρη, του λέω. Ούτε κατά διάνοια δεν ξέρω τι θα που οι νότες κτλ.Του φάνηκε περίεργο και μου λέει:- Τότε είναι ένα σωστό ταλέντο που σου έδωσε η φύση και ο Θεός πρώτα!»[Από τη συνέντευξη-αφήγηση στον Ντίνο Κωνσταντόπουλο 1992] Όλη η δημιουργική ίσως παρουσία του Σκορδαλού, φαίνεται περιληπτικά στην παρακάτω μαντινάδα:«Εννιά χρονώ σαν ήμουνα πρωτόπιασα τη λύραμε πίστη την αγάπησα κι απόφαση το πήρα.Λύρα να μάθω ήθελα, την Κρήτη να γλεντίζωκαι σαν τηνε πρωτόπιασα, άρχισα να ελπίζω».Σύμφωνα με στοιχεία από το Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι, ο Θανάσης Σκορδαλός στη δισκογραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1946, με το περίφημο «Σπηλιανό Συρτό» και με συνεργάτη του το μεγάλο λαουτιέρη Γιάννη Μαρκογιαννάκη (Μαρκογιάννη).
Ο Μαρκογιάννης συνόδευε τον Σκορδαλό από το 1938, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’60. Κατά την περίοδο 1947-54, ο Σκορδαλός συνεργάστηκε με τον μεγάλο Μπαξεβάνη στην ηχογράφηση τριών δίσκων 78 στροφών, που περιείχαν σπουδαία τραγούδια, όπως το «Ξεροστεριανό νερό», και «Στων αματιών σου τη φωτιά». Ο Σκορδαλός συνεργάστηκε με το Νίκο Μανιαδάκη (Μανιά), και με τους λαγουτιέρηδες Γιώργο Μετζάκη, Σταμάτη Μαυροδημητράκη, Πέτρο Καρμπαδάνη και άλλους.
Το 1947, άκουσε στον Σκορδαλό ο τότε πρόεδρος του κόμματος των Φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος και ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που τον διόρισε υπάλληλο στην Υπηρεσία Ασφαλείας της Τραπέζης της Ελλάδος. Ο Σκορδαλός υπηρέτησε για 60 (!) χρόνια την κρητική μουσική. Πραγματοποίησε δεκάδες εμφανίσεις στους Κρήτες της διασποράς σε Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Καναδά και Αφρική. Ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος είπε για τον Σκορδαλό! «Ήμουνα 11 χρονώ το 1952, όταν πρωτοάκουσα το Θανάση Σκορδαλό και νόμιζα ότι ένας αρχάγγελος κατέβηκε στην Κρήτη και τραγουδούσε με τη λύρα του για να χορέψουν οι έφηβοι και τα ωραία κορίτσια της Μεγαλονήσου. Πέρασε η 10ετία του 1950 ταραγμένη ως μεταπολεμική και πάνω στις αρχές του ’60, ο Θανάσης Σκορδαλός και ο Κώστας Μουντάκης, άνοιξαν τις πόρτες της αγαλλίασης, της υπέρμετρης συγκίνησης, της ευφωνίας και της ξέφρενης ρυθμικής ανάτασης, με τα μελωδήματα, τους σκοπούς και τα ριζίτικα, τις μαντινάδες, τους χορούς και τα γυρίσματα που μαγεύουν μέχρι σήμερα ντόπιους και ξένους… Ο Σκορδαλός πλούτισε την κριτική παραδοσιακή μας μουσική, με σπάνια δώρα που θα κρατάνε χρόνια πολλά.»
Ο Θανάσης Σκορδαλός, ο άνθρωπος που πρόσφερε τόσα πολλά στην κρητική μουσική και τιμήθηκε από πάρα πολλούς πολιτιστικούς και λαογραφικούς φορείς ελληνικούς και ξένους, έφυγε από τη ζωή στις 23 Απριλίου 1998. Ο Χ. Παπαδάκης, για το θάνατο του Σκορδαλού, έγραψε την παρακάτω μαντινάδα:

«Στο θάνατό σου βρόντηξε και σείστηκε η Κρήτη

Δάκρυα τα χιόνια γίνανε του γέρο Ψηλορείτη.»

ΑΝΔΡΕΑΣ ΡΟΔΙΝΟΣ

Ο Αντρέας Ροδινός γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1912. Τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο στο Ρέθυμνο. Λύρα άρχισε να μαθαίνει στα 13 του, από τους Νικήστρατος και Πισκόπη. Στα δεκάξι του, δημιούργησε για πρώτη φορά το δικό του συγκρότημα, έχοντας μαζί του, τον περίφημο λαουτιέρη Σταύρο Ψύλλο. Ο Ροδινός λάτρευε τη λύρα και έπαιζε σε πανηγύρια, αλλά και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις χωρίς να παίρνει χρήματα.
Στα δεκαοκτώ ήταν ένας εκπληκτικός λυράρης! Το καλοκαίρι του 1928, είχε πάει στην Κρήτη, από την Αμερική, ο ξακουστός λυράρης εκείνης της εποχής Χαρίλαος Πιπεράκης, με σκοπό να ακούσει το Ροδινό, ο οποίος αποθεώθηκε από το ρεθυμνιώτικο κοινό κατά την πρώτη του δημόσια εμφάνιση μαζί με τον Πιπεράκη στην προκυμαία του Ρεθύμνου.
Αμέσως μετά, ο Ροδινός, αφού αρνήθηκε την πρόταση του Πιπεράκη να δουλέψει στην Αμερική και εντελώς ελεύθερος από υποχρεώσεις (είχε τελειώσει το γυμνάσιο) ασχολήθηκε με πάθος με τη μουσική της πατρίδας του, έχοντας πλέον τακτικό συνεργάτη του, τον λαουτιέρη με τη χρυσή φωνή, Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη.
Στα εικοσιένα του χρόνια, ενώ κατατάχτηκε στο στρατό, μια πλευρίτιδα τον έκλεισε για έξι μήνες στο νοσοκομείο. Στη διάρκεια μιας μικρής καλυτέρευσης που παρουσίασε, ύστερα από επιμονή των φίλων του Λευτέρη Γαγάνη και Γιάννη Μπαξεβάνη, πείστηκε και ηχογράφησε δύο δίσκους, με συνοδεία στο λαούτο το Γιάννη (Μπαξεβάνη) Μπερνιδάκη. Τα οργανικά αυτά, από δίσκους 78 στροφών, που διασώθηκαν (μέχρι και τώρα, που κάνουμε αυτό το αφιέρωμα) χάρη στο ενδιαφέρον του αδελφού του Μπαξεβάνη και που περιλαμβάνονται σε άλμπουμ που κυκλοφορεί από το Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι, είναι ο «Ρεθυμνιώτικος συρτός», ο «Αποκορωνιώτικος συρτός», ο «Κισσαμνιώτικος συρτός» και τα «Ρεθυμνιώτικα πεντοζάλια», τραγούδια ορόσημο στην κρητική μουσική.
Στη συνέχεια, ο Αντρέας Ροδινός αποσύρθηκε για ένα διάστημα λόγω υγείας στο οροπέδιο Νίππους και δέκα μέρες μετά την επιστροφή του στο Ρέθυμνο πέθανε 9 Φεβρουαρίου 1934, μόλις είκοσι δύο χρονών, έχοντας τις τελευταίες του στιγμές αγκαλιά του, τη θήκη με τις δύο λύρες του.
Το πόσο αγαπητός ήταν ο Ροδινός, τόσο στους Ρεθυμνιώτες, όσο και σ’ ολόκληρη την Κρήτη, φαίνεται από το γεγονός ότι τη μέρα της κηδείας του, έκλεισαν όλοι τα μαγαζιά τους και ακολούθησαν τη νεκρώσιμη πομπή. Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο χώρο της κρητικής μουσικής, της οποίας υπήρξε μεγάλος εκτελεστής, δημιουργό και πρωτομάστορας της Σχολής Ροδινού, που την ακλούθησαν μ’ ευλάβεια και σεβασμό οι νεώτεροι κρητικοί καλλιτέχνες.

«Ξύπνα Αντρέα Ροδινέ παίξε γλυκά τη λύρα

ν' αναστηθούνε οι νεκροί που ‘ναι βαθειά στο μνήμα!»

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ

Ο Κώστας Μουντάκης γεννήθηκε στην Αλφά Μυλοποτάμου του Νομού Ρεθύμνης το 1926, ενώ η καταγωγή των δικών του είναι από τον Καλλικράτη Σφακίων. Από μικρό παιδί άρχισε να τον «τραβάει» η λύρα, που όπως αναφέρει ο Στέλιος Αεράκης, είναι το κυρίαρχο όργανο, όχι μόνο στο χωριό του, αλλά και στο ίδιο του το σπίτι μέσα. Λύρα έπαιζαν ο μεγάλος του αδελφός Νικήστρατος και ο συγχωριανός του Μήτσος Καφάτος, που υπήρξε δάσκαλός του και ήταν ένας από τους καλύτερους δεξιοτέχνες της περιοχής του Ρεθύμνου την εποχή εκείνη.
Στην κατοχή, ο δεκαπεντάχρονος πια Κώστας Μουντάκης, παίζει λύρα και τραγουδά στο καφενείο του χωριού και λίγο αργότερα, μπόρεσε μόνος του να βγάλει ένα ολόκληρο γάμο και χρίστηκε πλέον επίσημα λυράρης. Τον Κώστα Μουντάκη, τον συναντάμε κατά την στρατιωτική του θητεία στην Αθήνα, το 1949, όπου και γνωρίζεται με τον Κίμωνα Καρρά στο τότε Ε.Ι.Ρ. και ξεκινάει μια συνεργασία, παίζοντας πολύ συχνά λύρα στο ραδιόφωνο, προβάλλοντας την κρητική μουσική. Παράλληλα με το ραδιόφωνο, κάνει στέκι του την κρητική ταβέρνα τα «Χανιά», όπου παίζει τα σαββατοκύριακα. Στην ταβέρνα αυτή, έμεινε δέκα οκτώ χρόνια σχεδόν, με συνεργάτες του το Νίκο Μανιά και αργότερα το Γιάννη Ξυλούρη και το Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη.
Το ίδιο διάστημα, είμαστε τώρα στο 1952, και με το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο λιπασμάτων της Δραπετσώνας, όπου μένει μέχρι το 1967. Για πρώτη φορά τον συναντάμε στη δισκογραφία το 1952, που συνοδεύει στη λύρα το Στέλιο Κουτουρέλη, ενώ το 1954, πρωτοτραγουδάει σε δίσκο.
Η φήμη του Κώστα Μουντάκη δεν άργησε να εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο! Πραγματοποίησε πολυάριθμα ταξίδια σε Αμερική, Γερμανία, Καναδά, Αυστραλία, Ν. Αφρική κτλ. πηγαίνοντας στους μετανάστες τα μηνύματα της κρητικής μουσικής παράδοσης. Το 1976, μετά από κάλεσμα της Ελένης Καραΐνδρου, συμπράττει σε μαθήματα εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων, μαζί με άλλους οργανοπαίκτες, ενώ το 1979, με τη συμπαράσταση του γιού του Μάνου και διάφορων πολιτιστικών φορέων του νησιού, ιδρύει την πρώτη σχολή λύρας στο Ωδείο του «Ηρακλείου Απόλλων» για να ακολουθήσουν το Ρέθυμνο, τα Χανιά, ο Άγιος Νικόλαος και η Αθήνα, στο «Ελληνικό Ωδείο».
Το έργο του Κώστα Μουντάκη είναι σημαντικό και αξεπέραστο. Βοήθησε όσο κανένας άλλος στη διάσωση και τη σωστή εκμάθηση της λύρας και η γενικότερη προσφορά του στη μουσική παράδοση της Κρήτης είναι ανεκτίμητη. Ο Κώστας Μουντάκης πέθανε τον Ιανουάριο του 1991. Ένα χρόνο αργότερα το 1992 στο πρώτο Φεστιβάλ Κρητικής Μουσικής που έγινε στην Αθήνα και ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του, ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας είπε για το μεγάλο κρητικό: «Ο θάνατος του Κώστα Μουντάκη το Γενάρη του 1991, δε σηματοδοτεί παρά μόνο την απουσία του μεγάλου δεξιοτέχνη και δασκάλου, που εξακολουθεί να εμπνέει και να διδάσκει μέσα από τις ηχογραφήσεις και την υποδομή που δημιούργησε. Έργα ζωής, όπως το δικό του, δεν μπορεί να σταματήσει ο θάνατος!»

ΣΤΕΛΙΟΣ ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΑΚΗΣ (ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΗΣ)

Ο Φουσταλιέρης γεννήθηκε το 1911 στο Ρέθυμνο. Από τα 11 του χρόνια, άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του ρολογά, κάτι που ήταν το δεύτερο μεγάλο πάθος του μετά το «μπουλγαρί». Σε ηλικία δεκατριών χρόνων αγοράζει με τον πρώτο του μισθό το πρώτο του μπουλγαρί, ένα μικρό σε όγκο, μεταχειρισμένο, ξεχασμένο από κάποιον πελάτη σε μια ταβέρνα.
Το όργανο αυτό ασκούσε στο μικρό Φουσταλιέρη μια ιδιαίτερη επιρροή. Ο αδερφός της μητέρας του έπαιζε αυτό το όργανο, αλλά όπως είχε πει και ο ίδιος, εκείνη την εποχή το μπουλγαρί είχε «γεμίσει» το Ρέθυμνο. «Τότε βοηθοί της λύρας (όργανα συνοδείας) ήταν κυρίως το μπουλγαρί και το μαντολίνο. Το λαούτο, ο Φουσταλιέρης το θυμάται στο Ρέθυμνο μετά το 1930.
Να τι λέει ο ίδιος: «Όσο μεγάλωνα, τόσο έμπαινα στον νταλγκά του οργάνου!» Έχοντας μάθει αρκετά κοντά στο θείο του, τον Καρεκλά για το μπουλγαρί, άρχισε να πηγαίνει μαζί του σε γάμους και άλλα γλέντια και να τον συνοδεύει σαν «πασαδόρος». «Στα χωριά ζητούσαν τότε χωραΐτικα όργανα από το Ρέθυμνο δηλαδή. Όμως οι γάμοι ήτανε σκληροί, ζόρικοι. Με τα δάχτυλα μετρούσα το πότε είχα κοιμηθεί στο σπίτι μου. Το γαμήλιο γλέντι κρατούσε 5-6 νύχτες. Στα Σφακιά έφτανε και τις 15! Έπαιζα και μ’ έπαιρνε ο ύπνος επάνω στο όργανο.»
Έτσι, με τα πρώτα ακούσματα από τις ταβέρνες του Ρεθύμνου και τη συνεργασία του με τον Καρεκλά, ο Φουσταλιέρης αρχίζει να παίζει απ’ όλους τους κρητικούς ρυθμούς, ακόμα και ρεμπέτικα! Παρόλο που ο Φουσταλιέρης δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός (και κρατούσε την τέχνη του ρολογά) ήταν δεξιοτέχνης και δεν άργησε να δημιουργήσει τη δική του σχολή. Ταυτόχρονα, ανέδειξε το μπουλγαρί, από συνοδευτικό όργανο της λύρας και σε σολιστικό, πετυχαίνοντας την καθιέρωσή του στο χώρο της δισκογραφίας των 78 στροφών.
Συνεργάστηκε δισκογραφικά με πολλούς μεγάλους μουσικούς της εποχής. Παράλληλα, στις Ρεθυμνιώτικες συντροφιές έπαιζε συχνά με μικρασιάτες μουσικούς, οι οποίοι είχαν βρεθεί στην Κρήτη μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Φουσταλιέρη έπαιξε η παραμονή του στον Πειραιά (1933-1937).
Στον Πειραιά, η κρητική παραδοσιακή μουσική, συναντά το ρεύμα του Παγιουμτζή, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα κι άλλους. Με τον Μπάτη μάλιστα, ήταν και παλιοί γνώριμοι και σύχναζε και στην παράγκα του (χοροδιδακαλείον), στου Καραϊσκάκη. Εκεί, ήταν κρεμασμένα στη σειρά τα μπουζούκια, έχοντας το καθένα το όνομά του! Η «Μαριγούλα», η «Κούλα», ο «γέρο-Μάγκας» κτλ! Ανάμεσα σ’ αυτά και το μπουλγαρί που παίζει το «Στελάκι» από την Κρήτη και ενθουσιάζει τους ρεμπέτες με τη «διπλοπενιά» και την «τριπλοπενιά» του.
Από το 1937 έως και το 1922 που πέθανε, ο Στέλιος Φουσταλιεράκης – Φουσταλιέρης ζούσε στο Ρέθυμνο, ασχολούμενος με τις δύο μεγάλες αγάπες του. Την τέχνη του ρολογά και το μπουλγαρί! «Γιατί και οι δυο αυτές τέχνες έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους, είναι λεπτή δουλειά, όπως παλιά κάναμε τα εξαρτήματα των ρολογιών στο χέρι και τα δουλεύαμε με το φακό, έτσι και στη μουσική χρειάζεται σημασία στη λεπτομέρεια, στην πενιά. Χρειάζεται αξιοπρέπεια τόσο πίσω από τον πάγκο, όσο και όταν παίζω το όργανο.»Ο Φοιυσταλιέρης με την ίδια αξιοπρέπεια και το ίδιο αμείωτο μεράκι παρέμεινε ως το θάνατό του, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της παράδοσης του ελληνικού ταμπουρά. Γιατί δυστυχώς, στις μέρες μας, η μακραίωνη αυτή παράδοση κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Το λαγούτο και το μπουζούκι, εκτόπισαν του μπουλγαρί…
Η μουσική του Φουσταλιέρη αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της κρητικής μουσικής.[Λάμπρος Λιάβας, ΕθνομουσικολόγοςΕπίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών]

«Σαν είχες άλλο στην καρδιά τι μ’ ήθελες εμένα

να με πληγώνεις να πονώ, ώσπου να ζω για σένα.»


Στέλιος Φουσταλιέρης

ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΑΓΟΥΔΑΚΗΣ (ΛΑΓΟΣ)

Γεννήθηκε το 1910 στα Περβόλια ένα πανέμορφο προάστιο του Ρεθύμνου.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΑΓΟΥΔΑΚΗΣ (Λαγός). Ο Μανόλης Λαγουδακης που ήταν το τρίτο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας πρωτόπιασε λύρα στα χέρια του μόλις τελείωσε το Δημοτικό. «Ο Μανόλης, μαθητής ακόμα του Δημοτικού [κατά μαρτυρία της αδελφής του], έψαχνε συνέχεια και έβρισκε σανίδια (τάβλια), τα έκοβε και τα έφτιαχνε στο σχήμα της λύρας. Για χορδές τοποθετούσε ίνες από Αθανάτους και μετά άρχιζε και τις τριγουνιζε σαν τον καλό λυράρη».Σε ηλικία 15 ετών, ο Μανόλης Λαγός, ήταν ένας αξιόλογος λυράρης. Στη συνέχεια μαζί με τον συγγενή του Μανόλη Σταγακη, κατασκευαστή μουσικών οργάνων και κυρίως ΛΥΡΑΣ, βελτίωσαν και τον ήχο και το σχήμα αυτού του παραδοσιακού Κρητικού οργάνου. Ήταν αυτοδίδακτος και έπαιζε μόνο από αγάπη και μεράκι για την λύρα και την Κρητική μουσική. Ποτέ δεν είδε την λύρα σαν επάγγελμα. Ήταν ερασιτέχνης παρόλο που και τότε τον θεωρούσαν ως έναν από τους μεγαλύτερους λυράρη δες και λαϊκούς στιχουργούς εκείνης της εποχής. Έπαιζε λύρα πάντα σε οικογενειακό περιβάλλον και σε φιλικά γλέντια και το όνομα του ήταν ξακουστό και πέρα από τα στενά όρια της Κρήτης.Η «ερασιτεχνική» ενασχόληση του με την λύρα τον οδήγησε να κάνει κατά καιρούς διάφορα αλλά επαγγέλματα. Έτσι βρίσκουμε τον Μανόλη Λαγό μετά την κατοχή και μέχρι το 1954 να ασχολείται με την αλιεία, διατηρώντας ένα μικρό στόλο από καΐκια και τράτες. Το 1955, ύστερα από επίμονη των φίλων του, πείθεται και ανοίγει στα Περβόλια μια οικογενειακή ταβέρνα που στην δεκαετία 1954-1964 άφησε εποχή. Εκεί μαζευόταν οι φίλοι του, από κάθε μεριά της Κρήτης που για χάρη τους έπαιζε τη λύρα του, σε ολονύκτια γλέντια που πολλές φορές κρατούσαν δυο και τρεις μέρες χωρίς διακοπή.Στη δισκογραφία ο Μανόλης Λαγός εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1938 με τελευταία ηχογράφηση του γύρω στα 1955.Το δισκογραφημενο του έργο, δεν είναι μεγάλο σε μέγεθος, αλλά είναι τεράστιο σε ποιότητα και λάμψη. Στα χρόνια ανάμεσα στο 1938 και το 1955 ηχογράφησε συνολικά γύρω στα 20 τραγούδια. Σε συνεργασία πάντα με το λαούτο και την ρωμαλέα φωνή του Γιάννη Μπερνιδακη (Μπαξεβάνη) με τον οποίο-όπως διηγούνται οι φίλοι του -τον συνέδεε μια βαθιά φιλία αλλά ταυτόχρονα ταίριαζαν και σαν χαρακτήρες και σαν παίξιμο. Λένε ότι ερχόταν στιγμές που καθόταν οι δυο τους και έπαιζαν μόνοι τους ώρες ολόκληρες. Έτσι από κέφι και μεράκι! Ίσως αυτό το πάντρεμα είναι ο κυριότερος λόγος που τα τραγούδια του Μανόλη Λαγουδακη που γράφτηκαν με την συνεργασία του Μπαξεβάνη έμειναν ανεπανάληπτα και κλασικά στην ιστορία της Κρητικής Μουσικής Παράδοσης και ξεχωρίζουν για την άψογη και μερακλίδικη εκτέλεση τους και την ομορφιά των στοίχων τους.Αξίζει να σημειωθεί η σπουδαία εκτέλεση του τραγουδιού «ΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ»από την εξαίρετη και ανεπανάληπτη φωνή της ΛΑΥΡΕΝΤΙΑΣ, που ήταν και η πρώτη Κρητικιά που τραγούδησε σε δίσκους. Μετά το 1964 ο Μανόλης Λαγουδακης εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθηνά κι άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Φάληρο. Ήταν παντρεμένος με την Άννα Σταγακη (την έκλεψε) που για χάρη της έγραψε (σε νεαρή ηλικία) το περίφημο τραγούδι «Τη μανά μου την αγαπώ γιατί πονει για μένα, Μα όχι αγάπη μου γλυκιά ως αγαπώ εσένα». Με την Αννα Σταγακη ο Μανόλης Λαγός απέκτησε τέσσερις κόρες. Η μια από τις κόρες του, είπε στον Στέλιο Αερακη για τον πατέρα της. «Ο πατέρας μου ήταν πάνω απ' όλα άνθρωπος αξιοπρεπής, αισθηματίας και άρχοντας. Τον λατρεύαμε όλες μας. Ήταν τόσο καλός πατέρας και οικογενειάρχης, που αναρωτιόμαστε πολλές φορές αν υπήρχε δεύτερος. Όμως πιο πολύ από μας αγαπούσε με πάθος τη λύρα του... Σ' αυτήν αφιέρωνε κάθε ελεύθερο χρόνο του. Μαζί της ήταν κυριολεκτικά ευτυχισμένος, χωρίς όμως να παραμελεί εμάς, την οικογένεια του. Ο θάνατος του μας συγκλόνισε. Τη μητέρα μου την σύντριψε κυριολεκτικά. Να σκεφτείτε ότι μόλις ένα μήνα από το φευγιό του, δεν άντεξε και πέθανε και αυτή».
Ο Μανόλης Λαγουδακης (που όλοι τον γνώρισαν τον έλεγαν Λαγό) πέθανε το Σεπτέμβρη του 1981, στην Αθήνα.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΣΠΑΡΑΚΗΣ (ΣΤΡΑΒΟΣ)

Ο Μανόλης Πασπαράκης γεννήθηκε στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου το 1911.Το παρατσούκλι «Στραβός» του έμεινε από τα παιδικά του χρόνια όταν τον χτύπησε η οστρακιά αφήνοντας τον για πάντα τυφλό. Έπιασε λύρα για πρώτη φορά στη ζωή του σε ηλικία δέκα ετών, όταν του πήρε μια Δώρο ο πατέρας του, προκειμένου να περνάει ευχάριστα τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς του. Σε μικρό χρονικό διάστημα ο μικρός Μανόλης έμαθε να παίζει τους πρώτους σκοπούς με την βοήθεια του συγχωριανού του και μεγάλου λυράρη Αντώνη Σκουλά η Καραμουζαντώνη.Το μεγάλο του πάθος, ο καημός, το μεράκι και η αγάπη του για την μουσική και την λύρα, τον έκαναν να ξεχωρίσει γρήγορα και να γίνει ένας σπουδαίος λυράρης. Τα στοιχεία εκείνα του απλού και ρυθμικού τρόπου παιξίματος, μαζί με την πρωτόγνωρη, ιδιότυπη και παθιασμένη χροιά του ήχου της λύρας του, έχουν μείνει έντονα στην μνήμη και στην συνείδηση των ανθρώπων εκείνων που τον έζησαν και τον άκουσαν από κοντά.Η πιο λαμπρή περίοδος της καριέρας του είναι από το 1935 έως το 1960. Η περίοδος αυτή (που είναι σταθμός στην ιστορία της κρητικής μουσικής), είναι εκείνη μετά αυθεντικά γλέντια, με τις ολονύχτιες καντάδες, τις ατέλειωτες παρέες στα καφενεία και τα γλεντοξημερωματα του γάμου, που πολλές φορές κρατούσαν και δυο ολόκληρες εβδομάδες.
Με την ατμόσφαιρα και τα βιώματα της περιόδου αυτής, ανατράφηκε και μεγάλωσε και η μετέπειτα γενιά των Ανωγειανών Καλλιτεχνών, που στην πορεία ξεχώρισαν και μεγαλούργησαν στο χώρο της Κρητικής Μουσικής και όχι μόνο. Η δισκογραφία του Μανόλη Πασπαράκη, δυστυχώς είναι πολύ μικρή, για πολλούς και διάφορους λόγους Ο βασικότερος όμως ήταν η δύσκολη μετακίνηση προς την Αθηνά για ηχογράφηση λόγω της αναπηρίας του.Στο τέλος της δεκαετίας του 60, έγινε μια προσπάθεια για την ηχογράφηση ενός δίσκου 45 στροφών χωρίς όμως επιτυχία. Χάρη όμως στην μέριμνα του Γιώργη Σμπώκου, διασώθηκαν κάποιες ζωντανές ηχογραφήσεις. Ο Μανόλης Πασπαράκης, παρά την μεγάλη ηλικία του συνέχισε να παίζει σε παρέες και γάμους του χωριού του, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 70. Πρέπει να σημειώσουμε τις μοναδικές και αθάνατες σειρές «κοντυλιές του Στραβού» που έχουν μείνει κλασσικές στην ιστορία της Κρητικής μουσικής, καθώς επίσης και την χαρακτηριστική αγαπημένη του μαντινάδα, εμπνευσμένη από τα παιδικά του χρόνια:
«Κόσμο γροικώ, κόσμο πατώ και κόσμο δε γνωρίζω.

Ω! την παντέρμη τη ζωή και πως την νταγιαντίζω.»
Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε και τους μεγάλους μουσικούς που συνόδευαν τον Στραβό, τους μαντολίναρηδες Μανόλη Αεράκη η Μυρομανόλη, κατά την περίοδο 1935-1955 και το Νεοκλή Σαλούστρο την περίοδο 1955-1980. Ο μεγάλος λυράρης, ο ΣΤΡΑΒΟΣ, έφυγε από την ζωή το 1987 σε ηλικία 76 χρόνων.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ (ΝΑΥΤΗΣ)

Ο Κώστας Παπαδάκης - το ψευδώνυμο Ναύτης του έμεινε από τα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας, που την υπηρέτησε στο ναυτικό- γεννήθηκε το 1920 στο Καστελλι Κισσαμου του νομού Χανίων και είναι το τέταρτο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας! Σε ηλικία πέντε χρονών πήγε στα Χανιά και στα επτά χρόνια του, πρωτόπιασε βιολί στα χέρια του! Ήταν ένα «Γκουρνεριους» του 1710 που είχε έρθει από την Ιταλία και το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα! Πρώτος δάσκαλος του στο βιολί ήταν ο πατέρας του Βασίλης Παπαδακης η Κοπανιδης, που στην εποχή του υπήρξε ένας πολύ μεγάλος σολίστας του βιολιού. Η πρώτη του δημόσια εμφάνιση ήταν σε ηλικία δέκα χρόνων σε γάμο στο χωριό Λάκκους Χανίων! Μετά την απελευθέρωση, η φήμη του Ναύτη είχε ξεπεράσει τα στενά όρια του Νομού Χανίων και ήταν γνωστός σε ολόκληρη την Κρήτη. Εμφανιζόταν παντού, σε γάμους, βαφτίσεις, πανηγύρια και κάθε είδους κοινωνικές εκδηλώσεις της Μεγαλονήσου. Από το 1959, μέχρι το 1976 έζησε στην Αμερική και το 1981 έμεινε στην Αυστραλία για πέντε χρόνια! Έκανε πολλές καλλιτεχνικές εμφανίσεις σε διάφορες χώρες του κόσμου προσκεκλημένος από τους Κρητες της διασποράς. Κατά την πολύχρονη θητεία του στην Κρητική μουσική συνεργάστηκε με αρκετούς και αξιόλογους καλλιτέχνες, κυρίως όμως με λαουτιέρηδες όπως τον ΓΙΩΡΓΟ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ, τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΑΛΑΝΗ, τον ΠΕΤΡΟ ΚΑΣΤΑΝΗ, τον ΠΕΤΡΟ ΚΑΡΜΠΑΔΑΚΗ και άλλους. Ο Ναύτης στην δισκογραφία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1938 και μετά τον πόλεμο 1950-1954 και στη συνέχεια πραγματοποίησε ηχογραφήσεις στην Αμερική!Στην πορεία της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας, ο Ναύτης συμμετέχει σε αρκετές ηχογραφήσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, με εκτελέσεις και συνθέσεις δικές του, σε δίσκους 78, 45 και 33 στροφών. Επίσης έχει εκδώσει βιβλίο το 1989 με τίτλο «Κρητική λύρα ένας μύθος»! Η μουσική προσφορά του Ναύτη στην Κρητική μουσική παράδοση και ιδιαίτερα για τη διάσωση και διάδοση των μοτίβων της Δυτικής Κρήτης, είναι μεγάλη. Αξίζει να σημειώσουμε τη συνάντηση του με τον Στρατή Καλογεριδη το 1933 στο Ηράκλειο Κρήτης, παίρνοντας πολύτιμες συμβουλές και μαθήματα βιολιού από τον μεγάλο δάσκαλο της Κρητικής μουσικής. «Παλιές πληγές μου άνοιξες με το βιολί σου ναύτη
γι αυτό απόψε θα τα πιω και θα τα κάνω στάχτη.

Παίξε γλυκά τραγούδησε και πνίξε με στο πάθος

Κι άνοιξε κι άλλες πληγές, μες της καρδιάς το βάθος»!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΓΡΙΔΗΣ

Συνθέτης, Λυράρης, Ερμηνευτής! Ο Γιώργος Καλογριδης γεννήθηκε στο Σπηλι Ρεθύμνης το 1923.Στα δεκατέσσερα του χρόνια άρχισε να ασχολείται με τη λύρα δίπλα στους συγχωριανούς του λυράρηδες Στεφανή Βασιλάκη η Κονδύλη και Γιώργη Μαρκογιαννακη η Μαρκογιωργη. Η κατοχή τον βρίσκει στο Σπηλι και λίγα χρόνια αργότερα φεύγει για την Αθήνα , όπου θα εγκατασταθεί για λίγο διάστημα. Την περίοδο αυτή (1946) ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο, «ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ», που θεωρείται τόσο κλασσικό όσο η «ΙΤΙΑ» για την Ρούμελη και ο «ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ» για τον Μοριά Συνολικά ηχογράφησε είκοσι τραγούδια την περίοδο 1946-1956, ορισμενα από τα οποία είναι δικές του συνθέσεις και διακρίνονται για την άψογη εκτέλεση τους, την εκπληκτική τους μελωδία και το υπέροχο τραγούδι τους από την εξαιρετική φωνή του ίδιου Γ. Καλογριδη, φωνή που σήμερα είναι σπάνια. Οι ηχογραφήσεις του έγιναν όλες με την συνεργασία δυο γνωστών και καταξιωμένων λαουτιέρηδων, των αδελφών Γιάννη και Βαγγέλη Μαρκογιαννακη! Ο ιδιαίτερα προικισμένος λυράρης Γιώργος Καλογριδης ξενιτεύεται το 1966 στην Ν. Υόρκη όπου και εγκαθίσταται μόνιμα. Το 1977, ύστερα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο το χρυσό χέρι του καλλιτέχνη παραλύει, στερώντας από τον ίδιο αλλά και από την μουσική γενικότερα την ευκαιρία για νέες μουσικές συνθέσεις. Ωστόσο η μέχρι τότε μουσική του προσφορά παραμένει για να σημαδέψει την πορεία της Κρητικής Μουσικής Παράδοσης και στοιχειοθετεί την υποχρέωση μιας απέραντης ευγνωμοσύνης από μέρους της «Μουσικής» Κρήτης.
Ο συγγραφέας και καθηγητής ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΝΟΥΔΑΚΗΣ γράφει:

«Οι κορυβαντιοντες Κρητικοί Κουρήτες, οι ΚΕΡΤΙ17 της προ αιγυπτιακή ς περιόδου, με την πανσπερμία των αποικιών τους στην λεκάνη της Μεσογείου (Κυρηνιακη, Αίγυπτος, Φοινίκη, Παλαιστίνη, Ν. Ιταλία) μεταλαμπαδεύουν και την μουσική τους. Την Κρητομίνωικη μουσική που την ασπάσθηκαν και την εγκολπώθηκαν οι επίγονοι λαοί στα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια, θεωρώντας την εθνική τους μουσική. Είναι ευλογία θεού που στην ίδια την Κρήτη, οι πρωτομάστορες είχαν την έμπνευση να αποτυπώσουν τις δημιουργίες τους (στηριγμένες σε μουσικές φόρμες του παρελθόντος) στα γραμμοφωνικα μέσα κατά τις αρχές του αιώνα μας, για να υπηρετήσουν την μελωδία...
Η μουσική δημιουργία όμως του Γιώργη Καλογριδη είναι και ικανοποιητική ποσοτικά και ασυναγώνιστη ποιοτικά. Ανθρωπος ερωτικός έδωσε ρυθμούς και μελωδίες που εκστασιαζουν τους φίλους της καλής παραδοσιακής μουσικής. Η ψυχή παθαίνει και συνεγείρεται άλλοτε από τους κυματισμούς μιας σπάνιας μελωδικής όρχησης και άλλοτε από τους ακροβατικούς μετεωρισμούς μιας ερωτικής δίνης, που νομίζεις πως γράφτηκαν ως μουσική υπόκρουση για μινωικά ταυροκαθάψια, σε ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου όπως είναι ο έρωτας! Η μουσική του Γιώργη Καλογριδη ποτέ δε στάθηκε και δεν έγινε μουσειακό υλικό. Τα ακούσματα των μουσικών έργων του είτε άμεσα είτε ως κουρσεμένα λάφυρα επηρέασαν τα μεταγενέστερα μουσικά χρόνια σε τέτοιο βαθμό που σήμερα και χωρίς εμπεριστατωμένη επιστημονική έρευνα γίνεται αντιληπτό. Η θεια μοίρα βοήθησε να σωθούν αρκετά μοτίβα μιας σπάνιας ορφικής μουσικής του «αρχιμάστορα» Γιώργη Καλογριδη πλημμυρισμένα από το πάθος του έρωτα και αψεγάδιαστα καλλιτεχνικά. Που είναι βέβαιο πως θα αποτελούν τις διαδρομές για τη γνώση του Ελληνικού μουσικού παρελθόντος του νησιού μας και τη μελλοντική καλλιτεχνική ανατροφοδότηση της ράτσας μας»!
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΝΟΥΔΑΚΗΣ.

ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ (ΜΑΥΡΟΣ)

Ο Μαύρος, γεννήθηκε το 1910 στο χωριό Σκουτελωνα Κισσαμου του Νομού Χανίων. Το ψευδώνυμο Μαύρος του έμεινε από τα παιδικά του χρόνια επειδή ήταν πολύ μελαχρινός. Αρχισε να ασχολείται με το βιολί από τα δέκα του χρόνια και σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων πρωτόπαιξε σε γλέντι στο χωριό του! Στη μακρόχρονη καλλιτεχνική του σταδιοδρομία συνεργάσθηκε με πολλούς και σημαντικούς λαϊκούς οργανοπαίχτες της περιοχής του, μεταξύ αυτών και οι: ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΛΑΓΝΑΚΗΣ και ο αδικοχαμένος από τροχαίο δυστύχημα ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΡΟΥΑΑΚΗΣ η ΜΑΡΟΥΒΑΣ! Ο Μαύρος που ήταν αγράμματος, αν και αυτοδίδακτος στο βιολί, διακρίθηκε και μεγαλούργησε σαν δημιουργός και σολίστας στο όργανο αυτό! Η δεξιοτεχνία του, το προσωπικό του ύφος και το γεμάτο ευαισθησίες παίξιμο του, σπανίζουν σήμερα! Η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος της καριέρας του, κυρίως στη δυτική Κρήτη, ήταν η περίοδος 1935-1965.Ο Μαύρος που έχει μια ιδιαίτερη λατρεία για τον τόπο του, δεν αποχωρίστηκε ποτέ το αγαπημένο του χωριό, Σκουτελωνα Κισσαμου. Την πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση την κάνει το 1938 μαζί με τον ΠΩΡΓΗ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ ηχογραφώντας έναν δίσκο 78 στροφών που περιείχε το περίφημο «ΚΟΛΥΜΠΑΡΙΑΝΟ ΣΥΡΤΟ», τραγουδισμένο από την σπουδαία φωνή του Κισσαμιτη τραγουδιστή ΘΕΟΧΑΡΗ ΤΖΙΝΕΥΡΑΚΗ, που έγινε μεγάλη επιτυχία την εποχή εκείνη και σήμερα θεωρείται κλασσικό τραγούδι. Στην συνέχεια και συγκεκριμένα μετά τον πόλεμο και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 60', συμμετέχει σε αρκετές ηχογραφήσεις δίσκων, με τους προαναφερθέντες συνεργάτες του.
«ΚΟΛΥΜΠΑΡΙΑΝΟΣ ΣΥΡΤΟΣ»
Τα μάτια σου μ' αρέσουνε αν ειν και δακρυσμένα
Και την καρδιά σου να πόνει μα να πονει για σένα
Τι να το κάνω το νερό που πέφτει στάλες στάλες
Λίγες ελπίδες μου 'δωσες μα περιμένω κι άλλες.
«ΧΑΝΙΩΤΙΚΟΣ ΣΥΡΤΟΣ»
Λεβέντισσα σαι μάτια μου κι έχεις περίσσια κάλλη,
Σαν τω Χανιω την αγορά που δεν υπάρχει άλλη.
Με τον αέρα πέφτουνε τα φύλλα του πλατάνου
Χαρωτα εγώ τα μάτια σου παιχνίδια που μου κάνουν.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ (ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ)

Ο Γιώργης Κουτσουρέλης είναι ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς και εκτελεστές της Κρητικής μουσικής. Γεννήθηκε στο Καστέλι Κίσσαμου το 1914, σε ένα χώρο και μια οικογένεια που είχε αναδείξει πλήθος μουσικών και η καλλιέργεια της παράδοσης ήταν καθημερινή υπόθεση πολλών.Όπως είχε πει ο ίδιος, από μικρό παιδί γοητεύτηκε από την Κρητική μουσική που είναι μια παράδοση από γενιά σε γενιά, που παρουσιάζει μια ιδιαίτερη μορφή ποιήσεως, χαρακτηριζόμενη από ιδιόρρυθμη έκφραση σε ρυθμό, σε αρμονία, σε χρώμα, χρόνο, τόνο και γενικά σε μελωδία. «Η Κρητική μουσική ριζώθηκε μέσα μου και αυτό πιστεύω συνετέλεσε γιατί ο πατέρας μου ήταν ένας από τους σημαντικότερους οργανοπαίκτες λαουτιέρης της εποχής του». Εκτός όμως από τον πατέρα παρά πολλά άτομα της οικογένειας Κουτσουρέλη έπαιζαν διάφορα όργανα, λαγούτα, λύρες, βιολιά, μαντολίνα, ακόμα και κλαρίνο. Ο Γιώργης Κουτσουρέλης μπολιασμένος από την γοητεία της Κρητικής μελωδίας, τις πενιές, τις δοξαριές, τα τραγούδια, το γοητευτικό κορμί της Κρητικής παράδοσης, άρχισε από τα πρώιμα παιδικά του χρόνια (5 ετών) να κουρδίζει και να χρησιμοποιεί τη σκούπα της μάνας του για να παίξει τις μελωδίες του μιμούμενος τ' άλλα μέλη της οικογένειας μουσικών.Στο Δημοτικό σχολείο, κάτοχος πια μαντολίνου, έφτασε να παίζει πραγματικά τους ωραίους σκοπούς του, για να χορέψουν οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές του. Πολύ γρήγορα ο Γιώργης Κουτσουρέλης παρακινούμενος από τον πατέρα του, αλλά περισσότερο ωθούμενος από την μυστική εκείνη λαχτάρα του προικισμένου καλλιτέχνη που τον οδηγεί στα πεπραγμένα του, άφησε τις παιδικές μουσικές περιπλανήσεις και ασχολήθηκε πολύ σοβαρά πια με το λαγούτο, το όργανο της ζωής του.Έτσι στα 10 του χρόνια ήταν ένας αξιόλογος άρτιος λαουτιέρης που στα 12 χρόνια του είχε γίνει τέλειος επαγγελματίας, πολύ σωστός και περιζήτητος συνεργάτης από κορυφαίους καλλιτέχνες της Κρητικής μουσικής, βιολιτζήδες και λυράρηδες της εποχής εκείνης όπως ήταν ο Γιώργης Μαριάνος, ο Νικόλαος Χαρχαλής ο περίφημος λυράρης ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ ή Κουφιανός και από άλλους.Πολύ νωρίς σε ηλικία μόλις 16 χρόνων μπήκε στο χώρο της δισκογραφίας αρχίζοντας από το 1930 να παράγει, να ηχογραφεί και να κυκλοφορεί δίσκους, Πρώτα με το Μαριάνα, στην Κολούμπια, μετά με τον σπουδαίο Ρεθεμνιώτη λυράρη Αλέκο Καραβίτη, κτλ. Ο Γιώργης Κουτσουρέλης θυμάται πάντα με συγκίνηση τη βραδιά που έπαιζε στη λέσχη φιλελευθέρων στις 15 Δεκεμβρίου 1932, επ' ευκαιρία της ονομαστικής γιορτής του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο ίδιος ο πρόεδρος παρών στον εορτασμό, ευχαριστήθηκε τόσο πολύ που κάλεσε τους καλλιτέχνες Μαριανο και Κουτσουρελη στο σπίτι του να παίξουν και να γλεντήσουν μαζί του και με τους στενούς του φίλους.Ο Γιώργης Κουτσουρελης αναγνωρισμένος από νωρίς σαν εμπνευσμένος δημιουργός Κρητικής μουσικής και δεξιοτέχνης καλλιτέχνης, εμφανίζεται με διάσημους λυράρηδες και βιολιτζήδες, ή και σαν σολίστας του λαγούτου. Με τον σπουδαίο λυράρη Νικόλαο Κουφιανό εμφανίζεται στο εθνικό στάδιο Αθηνών μαζί με συγκροτήματα απ' όλη την Ελλάδα. Συχνές ήταν και οι εμφανίσεις του στις εκδηλώσεις των Κρητών σε Αθήνα Πειραιά και Θεσσαλονίκη. Μετά από τον πόλεμο, του 1940, τον βρίσκουμε να συνεργάζεται και πάλι με μεγάλους μουσικούς όπως με τον Κώστα Μουντάκη, τον Νίκο Ξυλούρη (αργότερα) και άλλους. Τον Γιώργη Κουτσουρελη τον κάλεσε δυο φορές ο διακεκριμένος μουσικολόγος ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΛΕΙΝΤΙ, που κατείχε την έδρα της μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ήταν διευθυντής της δραματικής σχολής του Μιλάνου. Ο καθηγητής Λειντι αποκαλούσε τον Γιώργη Κουτσουρελη «ορχήστρα». Ο ίδιος ο καλλιτέχνης, γράφει για τους λόγους που τον εμπόδισαν να ανταποκριθεί στις προσκλήσεις αυτές και να εμφανισθεί στο εξωτερικό. «Για δε τις προγενέστερες προσκλήσεις που είχα να πάω στο εξωτερικό και δεν τις πραγματοποίησα δεν μετανοώ και δε λυπάμαι, διότι εκτός τα ατυχήματα που συμβαίνουν είχα οικογενειακές υποχρεώσεις — γυναίκα και 4 μικρά παιδία και τους πικραμένους γέρους γονείς μου. Γι αυτό λοιπόν προτίμησα να μείνω στον τόπο μου να κυβερνώ και να προστατεύω τα ανήλικα παιδία μου, να τα προσέχω να μην ξεφύγουν από τον έλεγχο της μάνας και παραστρατήσουν.Και έτσι άφησα και παραμέλησα τα χρήματα και προτίμησα τα παιδιά μου, που για μένα και για κάθε λογικό άνθρωπο είναι το πιο ακριβό στολίδι του κόσμου, που δεν ανταλλάσσεται με τίποτα.» Το Γιώργη Κουτσουρελη βράβευσε το καλοκαίρι του 1986 ο Δήμος Ηρακλείου για τις σπουδαίες υπηρεσίες του στην Κρητική μουσική παράδοση, για το πλούσιο έργο του, την πρωτοτυπία των δημιουργιών του, την δεξιοτεχνία και την μοναδικότητα των ερμηνειών του αλλά και το ήθος του, που τον αναδεικνύει σ' ένα άψογο πολίτη.Ο Γιώργης Κουτσουρελης πέθανε τον Ιούλιο του 1994. Ο Καθηγητής του Πανεπιστήμιου Αθηνών Γιώργης Γιατρομανολάκης, έγραψε για τον Γιώργη Κουτσουρελη. «Καθώς έβλεπα και άκουγα τον λαϊκό καλλιτέχνη να παίζει το λαγούτο του καταλάβαινα πως το όργανο αυτό δεν ηχούσε επειδή ο μάστορας απλώς έκρουε τις χορδές του. Ο ήχος του λαγούτου δεν προερχόταν απλώς μέσα από το όργανο. Ολόκληρο το κορμί του Κουτσουρελη με όλο το βάρος των χρόνων του ηχούσε και δημιουργούσε μουσική. Το λαγούτο ήταν προέκταση της σωματικής υπόστασης του λαουτιέρη. Αυτή λοιπόν η εξαίσια σωματική σχέση κάποιου με την τέχνη του είναι που ορίζει και την γνησιότητα του. Όχι η εγκεφαλικότητα η προσποίηση, όχι η εξωτερική κίνηση και η επιτήδευση. Πουθενά στόμφος η υπερβολή, πουθενά αίσθημα στερημένο από τον παλμό και την γνησιότητα του κορμιού. Και όταν έπαιζε ο δάσκαλος και όταν τραγουδούσε σου έδινε την αίσθηση πως ξόδιαζε σώμα από το σώμα του και αίμα από το αίμα του. Ακόμη και όταν μιλούσε ήξερες πως ότι έλεγε δεν ήταν λόγια του αέρα. Ήταν ήχος και φωνή ενός παλλόμενου κορμιού. Για τούτο και κάθε λόγος του ηχούσε αρμονικός και φυσικός. Αποδείκνυε έτσι κάτι πολύ σημαντικό για τους Κρητικούς. Ότι η βασική αρετή της Κρήτης δεν είναι η φωναχτή και πομπώδης μεγαλοστομία. Δεν είναι η εξωτερική επίδειξη και το τουριστικό τσαλίμι, η καυχησιολογία και η επιπόλαιη υπερβολή.
Η μεγάλη αρετή της Κρήτης είναι όχι η εξωστρέφεια και τα παχιά λόγια, αλλά η δύναμη που προέρχεται από μια αίσθηση αριστοκρατικής ηρεμίας. Και δεν δίδω βέβαια στη λέξη αριστοκρατία πολιτική η κοινωνική έννοια. Εννοώ αυτό που μας έδειξε ο Κουτσουρελης, πως ο αριστοκράτης δημιουργός ακριβώς επειδή η λαϊκή του συνείδηση είναι αριστοκρατική, δεν καταδέχεται να παίξει η να τραγουδήσει προς χάρη των τουριστών εντόπιων ή ξένων.Πως παρακολουθώντας την παράδοση μας, τα πατροπαράδοτα, όπως είπε, δεν καταδέχεται να ξεπέσει σε λαϊκίστικες κραυγές και εύκολες επιδείξεις. Μίλησε για δύσκολους σκοπούς, για δύσκολα τραγούδια και δύσκολους χορούς. Δεν έκανε κρητική σε κανένα. Έδειξε με τα χέρια του και το κορμί του, το δικό του ερωτά προς την τέχνη του και προς τη ζωή.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗΣ (ΜΠΑΞΕΒΑΝΗΣ)

Ο Γιάννης Μπερνιδάκης γεννήθηκε το 1910 στο Ρέθυμνο. Ο πατέρας του καταγόταν από το Άνω Μαλάκιο Ρεθύμνου και ήταν κηπουρός στο τσιφλίκι κάποιου τούρκου αγά. Γι αυτό είχε και το παρανόμι «μπαξεβάνης». Από μικρός είχε μεγάλη κλίση στο τραγούδι, στο οποίο αναδείχτηκε γρήγορα μια και η φωνή του ήταν «ρωμαλέα».Η πρώτη του επαφή με μουσικά όργανα έγινε όταν ήταν 12 χρονών, όταν άρχισε να παίζει μαντολίνο και αργότερα μπουλγαρί. Ασχολήθηκε όμως με το τραγούδι και το λαούτο. Τραγούδησε κυρίως κρητικά, νησιωτικά, αλλά και μικρασιάτικα τραγούδια. Οι κρητικοί τον λάτρευαν και τον αποκαλούσαν «το αηδόνι της Κρήτης».Η φήμη του και η απήχηση του στον κρητικό λαό ήταν τεράστια και θα μείνει στην ιστορία σαν ένας από τους κορυφαίους τραγουδιστές που έχει βγάλει ποτέ η Κρήτη.Η κρητική μουσική παράδοση, του χρωστάει πολλά. Συνεργάστηκε μουσικά αλλά και δισκογραφικά σχεδόν με όλους τους Ρεθυμνιώτες λυράρηδες της εποχής εκείνης (1925-1955).Ανάμεσα τους και οι πασίγνωστοι ΡΟΔΙΝΟΣ, ΚΑΡΕΚΛΑΣ, ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ, ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΗΣ και ΣΚΟΡΔΑΛΟΣ. Στη δισκογραφία ο Μπαξεβάνης εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1928, με έναν δίσκο 78 στροφών με τον Αλέκο Καραβίτη. Ακολούθησαν αργότερα και άλλες ηχογραφήσεις. Αν ακούσει κάποιος αυτές τις παμπάλαιες ηχογραφήσεις, θα μαγευτεί από την ωριμότητα της ερμηνείας, την άριστη τεχνική του-αν και ήταν αυτοδίδακτος-, τα βυζαντινά του ηχοχρώματα, αλλά προπάντων το μεράκι και το πάθος του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπαξεβάνης την εποχή εκείνη είχε ξεπεράσει τα όρια της Κρήτης και είχε γίνει γνωστός σε όλη την Ελλάδα αλλά και στους Έλληνες του εξωτερικού. Ακόμα, δεν είναι τυχαίο ότι τα 50 και πλέον τραγούδια που είχε ηχογραφήσει με τους ΡΟΔΙΝΟ, ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΗ, ΛΑΓΟ και ΣΚΟΡΔΑΛΟ, έχουν γίνει κλασσικές επιτυχίες στο σύνολο τους και έχουν αφήσει έντονη τη σφραγίδα τους στην μουσική συνείδηση του λαού της ΚρήτηςΟ Μπαξεβάνης παντρεύτηκε το 1947 την Ρεθυμνιώτισσα Ελευθέρια Κατσιμπρακη και απόκτησαν μια κόρη. Το αηδόνι της Κρήτης πέθανε το 1972 στο Ρέθυμνο. Η αδερφή του Λαυρεντία, με φωνητικά προσόντα εφάμιλλα του αδελφού της, είναι η πρώτη γυναίκα που στις αρχές του 1940 εκπόρθησε ένα καθαρά αντρικό οχυρό της Κρητικής μουσικής και μπήκε στο στούντιο και ηχογράφησε το πασίγνωστο τραγούδι του ΜΑΝΩΛΗ ΛΑΓΟΥ «ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ». Για τον Μπαξεβάνη, υπάρχει και μια μαντινάδα.
«Μην τόνε κλαις η τον μπαξέ κι αν τ' φύγε τ' αηδόνιμα

αυτός με το τραγούδι του βραδιάζει ξημερώνει».

Ο δημοσιογράφος ΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ γράφει για τον ΜΠΑΞΕΒΑΝΗ. «Μες τη μυθική φωνή» του όπως θα έλεγε και ο ΡΙΤΣΟΣ, ένα αηδόνι, δυο περιστέρια, ένας αητός, κι ένα λιοντάρι δένουν την παντοτινή φιλία του κόσμου. Λένε για τον Μπαξεβάνη που σφράγισε την Κρητική μουσική, με το μοναδικό θαύμα της φωνής του.
Λένε ακόμη, πως οι λυράρηδες φιλονικούσαν μεταξύ τους ποιος θα τον πάρει στα πανηγύρια και στις ηχογραφήσεις των δίσκων. Όσοι είχαν στίχο, όσοι είχαν ήχο και δεν είχαν φωνή, βρήκαν στα χείλη του Μπαξεβάνη την αληθινή τους άρθρωση. Στην ευρύχωρη κοίτη της φωνής του χώρεσαν οι αμανέδες και η φωνή του Φουσταλιέρη, η δροσιά των νησιώτικων ρυθμών, το πάθος του Σκορδαλού και η γλυκύτητα του Μανόλη Λαγού.»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ (ΔΕΡΜΙΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ)

Πρόκειται για έναν πολυσύνθετο καλλιτέχνη της Κρητικής Μουσικής Παράδοσης! Ο Γιάννης Δερμιτζακης γεννήθηκε στη Μαρώνεια Σητείας το 1907 και μεσουράνησε επί δεκαετίες στο καλλιτεχνικό στερέωμα της Κρήτης σαν ένας γνήσιος εκφραστής της Μεγαλονήσου! Άνθρωπος Δημιουργικός, παραγωγικότατος, ποιητάρης, βιολατορας, λυράρης δεξιοτέχνης, γλυκολαλος εκφραστικός τραγουδιστής! Χιλιάδες είναι οι μαντινάδες του, τραγουδισμένες σε ισάριθμα γλέντια! Ο ΔΕΡΜΙΤΖΟΠΑΝΝΗΣ αποτελεί την έμμετρη παρουσία και έκφραση των πόθων, των καημών, της ψυχικής ορμής των Κρητικών μα και της πολύχρονης ιστορίας της Κρήτης και των ηθών και εθίμων της! Η σάτιρα και τα ευτράπελα έμμετρα σχόλια των συνηθειών και των καταστάσεων του μεταπολεμικού κόσμου, είναι ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής του παραγωγής που τυπώθηκε και σε βιβλία, μα πέρασε και στους δεκάδες δίσκους του ΔΕΡΜΤΤΖΟΠΑΝΝΗ, με πρώτη ηχογράφηση το 1953.Αποτιμώντας το έργο του Δερμιτζογιαννη ο μελετητής και γλωσσολόγος καθηγητής του Πανεπιστήμιου Αθηνών ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΚΟΥΒΑΡΑΣ, γράφει στον πρόλογο του βιβλίου «Κρητικές Μαντινάδες» του Γιάννη Δερμιτζακη! «Χαρισματουχος ποιητάρης είναι ο Στειακος Γιάννης Δερμιτζακης. Συγκαιρινός κρίκος μιας παλαιγονης λαϊκής παράδοσης, που πλανιέται ζωντανή και σπιθίζει ολοσυνεχα πάνω στις τραχιές Μαδάρες και ένα γύρο στα γλαυκά περιγιάλια της Κρήτης.Στερνοπαίδι άξιο μιας σειράς ανώνυμων και επώνυμων σμιλευτών της μαντινάδας, που βαστά ανάλαφρα στους ωμούς του την ευθύνη για την συντήρηση της στιχερης, λαϊκής ευαισθησίας. Αγαπητός στην Κρήτη, γνωστός και στην άλλη Ελλάδα! Συνεπαίρνει με το τραγούδι του τα φρένα των Κρητικών του νησιού και της διασποράς, συμβάλλει επάξια στην παρουσία της γενέτειρας του μέσα στον πλατύ χώρο του Ελληνικού λαϊκού τραγουδιού» «...Το αυθεντικό, το γνήσιο, επιβάλλεται ακόμη και σε εκείνους που για πρώτη φορά το βλέπουν και το ακούν! Αντίθετα το νοθευμα και οι σαχλαναλατες μελωδίες, που νομίζουν ότι έχουν δικαίωμα να παρεμβάλλουν στη λαϊκή νησιωτική μούσα, έχουν για αποτέλεσμα να προκαλούν, όχι μόνο την αγανάκτηση των ιδίων των νησιωτών μας, αλλά και στους ξένους εντυπώσεις και σχόλια κάθε άλλο από κολακευτικά. Πως λοιπόν να μην ενθουσιάσεις το κοινό ΔΕΡΜΤΤΖΟΠΑΝΝΗ γνήσιε ερμηνευτή της Κρητικής μαντινάδας με «τσι κοντυλιες» σου να κάμνεις να δονούν οι χορδές στις ψυχές των συμπατριωτών σου και να προκαλείς τον ενθουσιασμό σε όλους που σε παρακολουθούν;Γράψε ακούραστο βλαστάρι της Σητείας, παίξε, τραγουδά και σκόρπιζε με τους στίχους και με τους δίσκους σου τη χαρά που απαλαίνει την ψυχή, μα, που και τη βοηθά να διατηρεί ασάλευτα και ακλόνητα όλα τα ιδανικά της! Η χαρά, η τέχνη, η καλλιτεχνική έκφραση του παιητάρη, λυράρη, βιολατορα, κιθαρίστα, συνθέτη και τραγουδιστή Γιάννη Δερμιτζακη από τη Σητεία Λασιθίου Κρήτης είχε περάσει τα σύνορα της Ελλάδας.Είχε κερδίσει και αλλού καρδιές πολλές αυτός ο πρωτομάστορας, ο πολυσύνθετος συνεχιστής της Κρητικής μουσικής παράδοσης. Ένας ασυνήθιστος φάκελος έφθασε κάποτε στη Σητεία εκεί στο εμπορικό του κατάστημα, όπου τον έβρισκες πάντα χαρωπό και πληθωρικό, ορμητικό και πρόσχαρο. Αποστολέας του φακέλου και ενός διθυραμβικού γράμματος ήταν ένας.... Βούλγαρος θαυμαστής του, που δεν ήξερε μεν τον τόπο κατοικίας του Δερμιτζογιαννη, θυμόταν όμως το όνομα του και έγραψε στο φάκελο: Προς ΔΕΡΜΙΤΖΟΠΑΝΝΗ-ΕΛΛΑΔΑ...Και το γράμμα τον βρήκε, ο κόσμος ήξερε και αγαπούσε τον μεγάλο βάρδο, που αναφερόταν με πολύ καμάρι στο γεγονός, τονίζοντας, όχι κυρίως την εμβέλεια και την δική του καλλιτεχνική αξία, αλλά τη δύναμη και τη συνέχεια, την ευνοϊκή αποδοχή της Κρητικής μουσικής παράδοσης από τον κόσμο»! ΜΑΝΟΛΗΣ ΔΟΥΛΓΕΡΑΚΗΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ. Ο μεγάλος Κρητικός, έφυγε από κοντά μας το Μάη του 1984, κάνοντας ακόμα πιο μεγάλο το κενό στην μουσική παράδοση!


«Κρήτη μητέρα τσι αρχοντιάς της λευτεριάς δασκάλα,
που γράφεται η ιστορία σου κάθε φορά με μπάλα.
Κρήτη που είσαι αρχόντισσα το δείχνουν τα βουνά σου
Θεριά σε πολεμήσανε μα πέσανε μπροστά σου»

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΠΙΠΕΡΑΚΗΣ

Ο Χαρίλαος Πιπερακης, η Χαρίλαος (σκέτο σαν παρατσούκλι), γεννήθηκε στο Ξεροστερι Αποκορωνου Χανίων, το 1892. Σε παιδική ηλικία, μαθητής ακόμα είχε μεταναστεύσει στην Αμερική ! Τα πρώτα μαθήματα λύρας τα πήρε πριν μεταναστεύσει, από τον κοντοχωριανό του ΜΑΘΙΟΥΔΗ, σπουδαίο λυράρη της εποχής εκείνης! Στην Αμερική όπου έζησε, συνεργάστηκε με διάφορους Έλληνες μετανάστες καλλιτέχνες και στην πορεία εξελίχθηκε, σε έναν σπουδαίο και ξακουστό δεξιοτέχνη!Από μαρτυρίες λέγεται ότι επέστρεψε στην Κρήτη το 1928 και συναντήθηκε με πολλούς μουσικούς εκείνης της εποχής, μεταξύ αυτών, με τον περίφημο Χανιώτη βιολιστα ΓΙΩΡΓΉ ΜΑΡΙΑΝΟ, που του έμαθε αρκετές μελωδίες άγνωστες σ' αυτόν, καθώς επίσης και με τους Ρεθεμνιωτες ΑΝΔΡΕΑ ΡΟΔΙΝΟ και ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗ η ΜΠΑΞΕΒΑΝΗ, που ακούγοντας τους μαγεύτηκε τόσο πολύ από το γλυκό τους παίξιμο, ώστε διοργάνωσαν ένα κοινό γλέντι στην προκυμαία του Ρεθύμνου, παίζοντας και τραγουδώντας δυο ολόκληρα μερόνυχτα με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου!Επιστρέφοντας στην Αμερική, πλούσια θα είναι και η δισκογραφική του παρουσία μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 50! Έχει ηχογραφήσει πάνω από 40 τραγούδια(δίσκοι 78 και 45 στροφών), που διακρίθηκαν και αγαπήθηκαν (περισσότερο από τους Κρητες της Αμερικής) για την καλή και ιδιότυπη εκτέλεση τους με τη λύρα και το γεμάτο πάθος τραγούδι τους! Ένα σημαντικό μέρος των δίσκων αυτών βρίσκεται στα χέρια του συλλέκτη και λάτρη της ΚΡΗΤΗΣ ΓΙΩΡΓΗ ΓΚΟΓΚΑ, (ο οποίος αφιλοκερδώς τις διέθεσε στο ΣΤΕΛΙΟ ΑΕΡΑΚΗ προκείμενου να συμπεριληφθούν στην έκδοση των CDs με τους πρωτομάστορες, από το Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι)!Στην Αμερική ο Χαρίλαος είχε φτιάξει δική του πολυμελή κομπανία, που περιόδευε όλες τις πολιτείες της, όπου, εκτός τα Κρητικά και Νησιώτικα, έπαιζε Σλαβικά και Αράπικα τραγούδια! Αγαπήθηκε, ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης όσο κανένας άλλος από τους Κρητες της Αμερικής και όχι μόνο! Η προσφορά του ΧΑΡΙΛΑΟΥ(σε δύσκολα χρόνια) για τη διάδοση και διάσωση της Κρητικής Μουσικής στους Κρητες της διασποράς, είναι θαυμαστή! Ο Χαρίλαος Πιπερακης η Χαρίλαος, πέθανε το 1981 στην Αμερική όπου έζησε όλη του τη ζωή!
«Αχ Λουσακιανο κρασί, θα πιω για να μεθύσω

το πόνο πουχω στην καρδιά να τόνε λησμονήσω.

Από τσι Λουσακιες κρασί θα πιω θα γίνω φέσι,

Κι η κοπελιά η Λουσακιανη στα χέρια μου να πέσει.

Όλο τον κόσμο γύρισα είδα ομορφιές και κάλλη

Όμως σα τη Λουσακιανη, στον κόσμο δεν ειν άλλη!


Γυρίσετέ μου μια ματιά κι ας είναι και με πάθος,

μ' άνθρωπος είμαι και εγώ, κι έκανα ένα λάθος.

Απ' τη στιγμή που πίστεψα στη ψεύτρα σου τη γλώσσα,

έχωΜαράζι στην καρδιά και υποφέρω τόσα.

Δε με λυπάται δε πονει δε βλέπει δε πιστεύει

Απου λιωσα σαν το κερί κι ακόμα»

Σταύρος Καψάλης

Ο Σταύρος Καψάλης κατάγεται από τη Ζίτσα Ιωαννίνων, από τη μουσική οικογένεια του Πολυχρόνη Καψάλη, και είναι κλαρινίστας της «πρώτης» γραμμής από κάθε άποψη.
Έχει μεγάλο όνομα στην Ήπειρο , για αυτό τον συναντάμε σε πάρα πολλές δουλειές. Πολλοί είναι εκείνοι που τον καλούν συχνά στην Θεσσαλία που τον γνωρίζουν από την συνεργασία του με τον Αντώνη Κυρίτση ο οποίος είναι από την Καρδίτσα.
Έχει ηχογραφήσει με όλους τους Ηπειρώτες τραγουδιστές και μουσικούς εκατοντάδες τραγούδια, και σαν μουσικός είναι «ακέραιος» με πιο σύγχρονο παίξιμο από τους παλιούς.
Εκτός από τα Ηπειρώτικα παίζει πολύ καλά τα Ρουμελιώτικα και τα Μωραίτικα. Ο Σταύρος Καψάλης εργάστηκε πολλά χρόνια στο «Σούλι», στο «Ελληνικό χωριό», στον «Σκάρο». Με τον Γιώργο Κούρτη, τον Δημήτρη Βάγια, τη Μαρια Σαλτού, και άλλους.
Ο Σταύρος Καψάλης είναι σε θέση να συνοδέψει οποιονδήποτε τραγουδιστή τόσο σε παραδοσιακά, όσο και σε νεώτερα τραγούδια.
Έχει παίξει σε όλες τις εκδηλώσεις της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας, σε εκατοντάδες ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και σε πολλά κράτη του εξωτερικού.

Πέτρος - Λουκάς Χαλκιάς (Πετρολούκας)

Ο Πέτρος Χαλκιάς, η Πέτρο-Λούκας όπως τον αποκαλούν, είναι ξάδερφος του μεγάλου κλαρινίστα Τάσου Χαλκιά, και έκανε και αυτός ισάξιο όνομα από μικρή ηλικία.
Σήμερα, ο Πέτρο- Λούκας, είναι το μεγαλύτερο κλαρίνο της ηπείρου, και ένας μουσικός με διεθνή ακτινοβολία και αναγνώριση.
Μπορούμε να πούμε ανεπιφύλακτα ότι όλοι οι μουσικοί «πίνουν νερό». στο όνομα του.
Η δεκαετής παραμονή του στην Αμερική, ήταν ίσως ο λόγος που δεν εκτόπισε τους περισσότερους κλαρινίστες της Ηπείρου.
Ο Πέτρο- Λούκας, διαθέτει και τέχνη, και ύφος, και ρεπερτόριο, αλλά πιο πολύ, διαθέτει το βασικότερο προτέρημα σε μουσικό!
ΦΑΝΤΑΣΙΑ.
Στην Ελλάδα επέστρεψε από την Αμερική το 1980, και έγινε ένας από τους πιο περιζήτητους μουσικούς.
Όλοι οι τραγουδιστές ζητούσαν τον Πέτρο –Λούκα, και έπαιρναν άλλον ΜΟΝΟ όταν ο Χαλκιάς ήταν απασχολημένος.
Ο Πέτρο- Λούκας Χαλκιάς, αν και γέννημα θρέμμα Ηπειρώτης, παίζει πολύ καλά τα Μωραίτικα, αλλά και τραγούδια όλων των περιοχών της χώρας μας.
Τεράστια εντύπωση έχει κάνει στους ξένους μουσικούς με τους οποίους έχει συνεργαστεί σε διάφορες εκδηλώσεις, και το όνομα του είναι ξακουστό σε όλο τον κόσμο.
Εκατοντάδες φορές έχει παίξει στο ραδιόφωνο, και στην τηλεόραση, αλλά και σε χιλιάδες ηχογραφήσεις.
Πρωταγωνιστεί πάντα στις εκδηλώσεις της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας, και έχει τιμηθεί από πολλούς φορείς.
Ο Πέτρο- Λούκας Χαλκιάς είναι ένας από τους σοβαρότερους παράγοντες της Αίγλης του Ηπειρώτικου τραγουδιού.
Έχει γράψει πάρα πολλά δημοτικά τραγούδια και μοιρολόγια, και είναι γνώστης όλης της Ηπειρωτικής παράδοσης.

ΔΡΑΣΕΙΣ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΩΝ




Δελτίο τύπου από Σ.Ε.ΠΥ.Ν.Η.

Την Τετάρτη 17 Οκτωβρίου αναχώρησε από το Ηράκλειο 14 μελής αποστολή, για την Nova Gorica της Σλοβενίας για να παραστεί στο τριήμερο εκπαιδευτικό πρόγραμμα "RED CODE" που είναι μέρος της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας Interreg IIIB και εστιάζεται στην Πρόληψη και Αντιμετώπιση Φυσικών και Τεχνητών Καταστροφών και στην Πολιτική Προστασία.
Στην αποστολή αυτή συμμετείχαν δύο εκπρόσωποι του Συλλόγου Εθελοντών Πυροσβεστών Νομού Ηρακλείου , ο εθελοντής Αρχ/στης Σανταμούρης Δημήτρης που είναι και ο Πρόεδρος του Συλλόγου και η εθελόντρια Αρχ/στρια Μήτσα Έλλη - Βαρβάρα, μαζί με εκπροσώπους από την Νομαρχία Ηρακλείου , τον Δήμο Ηρακλείου , τον Δήμο Καστελλίου , του Ε.Ε.Σ τμήματος Σαμαρειτών και του Συλλόγου Εθελοντών Πολιτικής Προστασίας Δήμου Ηρακλείου.
Κατά την διάρκεια των εργασιών αυτού του εκπαιδευτικού τριημέρου, το οποίο παρακολούθησαν αντιπροσωπίες από έντεκα ευρωπαϊκές χώρες, πραγματοποιήθηκαν δράσεις όπως:
1) Άσκηση με θέμα "μαζικό ατύχημα σε μεγάλο αυτοκινητόδρομο",
2) Άσκηση με θέμα "δασική φωτιά",
3) Παρουσίαση του συντονιστικού κέντρου και του κέντρου τηλεπικοινωνιών της Σλοβένικης Πολιτικής Προστασίας ,
4) Παρουσίαση εθελοντικών οργανώσεων και τομείς δράσης τους ,
5) Παρουσίαση των επαγγελματικών ομάδων διάσωσης που δραστηριοποιούνται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ( Πυροσβεστική, ΕΚΑΒ , Στρατός κ.λ.π.)
6) Παρουσίαση , επίδειξη και χρήση του εξοπλισμού που χρησιμοποιούν οι ομάδες διάσωσης ,
7) Παρουσίαση διαφόρων οχημάτων , αεροπλάνων και γενικότερα μέσων που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της Πολιτικής Προστασίας ,
8) Εκθέσεις, πάσης φύσεως εξοπλισμού ατομικής προστασίας και διασωστικών μέσων ( στολές εργασίας, πυροσβεστικά οχήματα, συστήματα τηλεπικοινωνιών κ.λ.π.)
9) Ξενάγηση σε καταυλισμούς και χώρους εστίασης πληγέντων από κάποιο καταστροφικό φαινόμενο.
Σημαντικότερα σημεία που έκαναν αίσθηση σε μία χώρα όπως η Σλοβενία :
1. 80.000 Εθελοντές Πυροσβέστες.2. 40.000 Εθελοντές Πολιτικής Προστασίας.3. Διάθεση του 3% του ετήσιου προϋπολογισμού του κάθε Δήμου ή κοινότητας στους εθελοντές.4. Ειδικό κέντρο εκπαίδευσης εθελοντών στην πόλη της Λουμπλιάνας , με εκπαιδευτές που ορίζει το ίδιο το κράτος. ( πιστοποιημένη εκπαίδευση)5. Νομοθεσία που αφήνει το Εθελοντή να λείψει από την εργασία του σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και άμεση καταβολή του ημερομισθίου του από το κράτος.
Πραγματικά όλες οι εμπειρίες, τα αισθήματα και τα ερεθίσματα που πήραν οι Εθελοντές μας που ξεκίνησαν από το Ηράκλειο, ας γίνουν ο οδηγός, όλων μας προς ένα καλύτερο αύριο, καθώς η σημασία της ευαισθητοποίησης των πολιτών στο θέμα της Πολιτικής Προστασίας και γενικότερα του Εθελοντισμού, θα πρέπει να αποτελεί πλέον προτεραιότητα για όλους μας, καθώς καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες φυσικών καταστροφών και περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Θα θέλαμε τέλος να ευχαριστήσουμε τον Δήμο Ηρακλείου για την τιμή και την ευκαιρία αυτή που μας έδωσε , καθώς οι εμπειρίες που αποκτήθηκαν ήταν πολύ σημαντικές για την συνέχιση του έργου μας, ως ενεργοί πολίτες και ειδικότερα ως Εθελοντές Πυροσβέστες.
Όπως καταλαβαίνετε φίλοι αναγνώστες, οι Εθελοντές Πυροσβέστες σε κάθε ευκαιρία φροντίζουν να αποκτήσουν γνώσεις και εμπειρίες, και να τις μεταφέρουν σε όλους εμάς.
Ένα ακόμα δείγμα ΑΝΟΡΓΑΝΩΣΙΑΣ της χώρας μας κοντά σε όλα τα άλλα, είναι και ο τρόπος που λειτουργεί ο Θεσμός των Εθελοντών Πυροσβεστών, αλλά και των εθελοντών γενικότερα.
Είμαστε ακόμα πενήντα χρόνια πίσω σε σχέση με τις άλλες χώρες.
Όλοι εμείς, οι εθελοντές του πυροσβεστικού σώματος, μετά από την πρώτη Πανελλήνια συνάντηση μας στην Αθήνα, περιμένουμε τώρα τόσο από την ηγεσία μας στο Σώμα, όσο και από την Πολιτική Ηγεσία, να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους ώστε επιτέλους να λειτουργήσει και στη χώρα μας σωστά ο Εθελοντισμός.

ΜΕΡΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ

Είναι κάτι τέτοιες φθινοπωρινές μέρες, που μου έρχονται στο μυαλό παλιές καλές μέρες στο ραδιόφωνο. Τέλη δεκαετίας του 80, όταν είναι η άνθιση της Ελεύθερης Ραδιοφωνίας στο φόρτε της, όταν οι παλιοί «ραδιοπειρατές» χάρη στην τότε κυβέρνηση περνούν από το χώρο της «παρανομίας», στο χώρο των νομίμων ραδιοσταθμών. Κοντά είκοσι χρόνια από τότε, και η «μπαντα» των FM είναι πλεον ασφυκτικά γεμάτη από διάφορους σταθμούς. Ενημερωτικούς, ψυχαγωγικούς – μουσικούς, εκκλησιαστικούς, πολιτιστικούς κλπ. Ένα σωρό κατηγορίες ραδιόφωνων στην διάθεση των ακροατών, οι οποίοι περίμεναν και περιμένουν πολλά από το ραδιόφωνο. Έτσι, στις αρχές είχαμε ραδιόφωνα με πλήρες «ζωντανό» πρόγραμμα, το οποίο άρχισε όμως να αντικαθίσταται από τους υπολογιστές. Οι περισσότεροι σταθμοί σταμάτησαν την συνεργασία τους με ραδιοφωνικούς παραγωγούς, και το γύρισαν στην play list του υπολογιστή. Τραγούδια χαρακτηριζόμενα ως «επιτυχίες», και καταιγισμός διαφημίσεων οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις κάθε άλλο παρά το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού προκαλούν, είναι πια το πρόγραμμα του μεγαλύτερου αριθμού των ραδιόφωνων στην Ελλάδα. Και ο κόσμος εκεί που είχε το δικό του σταθμό να του κρατά συντροφιά, εκεί που άκουγε καμιά κουβέντα, και κανένα τραγούδι της προκοπής, τώρα είναι υποχρεωμένος να ακούει τα ίδια και τα ίδια. Τα ίδια τραγούδια, με διαφορετική σειρά, πάνω από δέκα φορές την μέρα. Σε όποιο ραδιόφωνο και αν γυρίσει. Και ψάχνει, ψάχνει να βρει κάτι που να του θυμίζει τα παλιά. Ακόμα και οι νέοι, ψάχνουν για να ακουστούν κάτι σωστό, πέρα από τα όποια ανυπάρκτου επιπέδου ακούσματα που μέσα σε αυτά χάνονται τα καλά τραγούδια. Με λίγα λόγια, δεν έχουμε πλεον εκπομπές λόγου. Και όσα από τα ραδιόφωνα έχουν τέτοιες, οι περισσότερες είναι ανύπαρκτου επιπέδου, γιατί οι όποιοι «παραγωγοί» και γνώση δεν έχουν γύρω από την μουσική, την μουσική ε, όχι τα «σουξέ», αλλά και όταν επιχειρούν να κάνουν την όποια «ενημέρωση», πολύ απλά παίρνουν μπροστά τους μια εφημερίδα είτε πολιτική είτε κουτσομπολίστικη και ότι βρουν ενδιαφέρον (κατά τα δικά τους δεδομένα πάντα) το διαβάζουν χωρίς καν να αναφέρουν την «πηγή» της είδησης, του κουτσομπολιού. Ευτυχώς που μέσα σε αυτόν τον κανόνα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Και μάλιστα και στην Χαλκιδική. Υπάρχουν αξιόλογες προσπάθειες το ραδιόφωνο να έχει μια αξιοπρεπή παρουσία. Βέβαια, και πάλι δε λείπει ο υπολογιστής, αλλά δεν είναι σε εικοσιτετράωρη βάση, και όχι μόνο αυτό, αλλά έχω ακούσει λίστες με παλιά καλά τραγούδια Ας δούμε όμως γιατί δεν έχουμε ζωντανές εκπομπές, γιατί δεν έχουμε παραγωγούς όπως παλιά. Κάποιοι λένε ότι δεν υπάρχουν πια άτομα που να μπορούν να κάνουν εκπομπές. Δεν υπάρχει «ενδιαφέρον». Δεν λένε όμως το βασικό. Οι ιδιοκτήτες ραδιοσταθμών ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ. Όταν κάποιος πάει να εργαστεί σαν ραδιοφωνικός παραγωγός, το πρώτο που ακούει είναι «Φέρε έναν η δυο χορηγούς για την εκπομπή σου για να πληρωθείς». Βάσει λοιπόν αυτής της λογικής, ο παραγωγός πρέπει να είναι και διαφημιστής αλλιώς δεν πρόκειται να πληρωθεί. Θα πρέπει να φέρει έτοιμα χρήματα στον ιδιοκτήτη του σταθμού, ο οποίος αντί να έχει διαφημιστικό τμήμα, και να πληρώνει όπως πρέπει τους ανθρώπους που στηρίζουν το πρόγραμμα του σταθμού, περιμένει να πάρει, χωρίς ουσιαστικά να δώσει τίποτα. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που δεν έχουμε πλεον εκπομπές. Κανείς δεν πάει να εργαστεί για χόμπι, και από την στιγμή που η επιχείρηση εκμεταλλεύεται το χρόνο του παραγωγού προς το οικονομικό της όφελος, πρέπει να τον πληρώνει. Αλλά, όλοι θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους στο τζάμπα. Για αυτό το λόγο πολλοί κοιτούν να βάλουν πίσω από ένα μικρόφωνο κάποιο νεαρό άτομο που να έχει το «ψώνιο» και να μη ζητάει χρήματα. Έτσι κατάντησε σήμερα το ραδιόφωνο.Για αυτό το λόγω και ο κόσμος ψάχνει συνέχεια το κάτι άλλο, το διαφορετικό, το ανθρώπινο, αυτό που οι επιχειρηματίες ιδιοκτήτες ραδιοσταθμών δεν του το δίνουν

ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΗΜΕΡΑ

Τις προαλες ήμασταν μια μεγάλη παρέα και πηγαμε σε ένα ουζερι. Έτυχε το ουζερί αυτό να έχει ζωντανή μουσική, ένα μπουζούκι μια κιθάρα, και ένα μπαγλαμαδάκι. Καθίσαμε λοιπόν, και μεταξύ τσίπουρου και μεζέδων, απολαμβάναμε τα τραγούδια που έλεγαν τα παιδιά αυτής της μικρής «κομπανίας». Μάρκος, Τσιτσάνης, Παπαιωάννου, Τούντας, αλλά και άλλοι, του λαϊκού πάλκου μας συντρόφευαν στην «ρακοποσία» μας. Ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια μιας άλλης εποχής, που ωστόσο σημάδευαν και τη δική μας, το σήμερα. Στο διπλανό μας τραπέζι, ήταν δυο κυρίες γύρω στα 30, και ακούω ξαφνικά να λένε: «Μα καλά, κανένα λαϊκό της προκοπής δεν θα πούνε αυτοί»; Τι αρχαία τραγούδια είναι αυτά; Χάθηκε να πουν κανένα του Καρρά, της Βισση της Δέσποινας; Νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά, αλλά όπως φαίνεται, το ίδιο καλά δεν ακούσαν και μερικοί από την παρέα μου και γύρισαν και κοίταξαν τις κυρίες λες και είχαν έρθει από άλλον πλανήτη. Οι κυρίες μας πήραν χαμπάρι που τις κοιτούσαμε παράξενα, και κάποια στιγμή ρώτησαν το φίλο μου που ήταν πιο βολικά δίπλα στην μια γιατί τις κοιτάμε έτσι. Ο φίλος μου, δημοσιογράφος και συγγραφεας ο οποίος ασχολειται ιδιαίτερα με το Ρεμπέτικο, το Σμυρνεικο, και το λαϊκό τραγούδι, απάντησε ότι τα τραγούδια για τα οποία μιλούσαν και τα χαρακτήριζαν «λαϊκά», μόνο λαϊκά δεν είναι. Σύγχρονα, ναι. Λαϊκά όχι Οι κυρίες τον κοίταξαν όλο απορία, και του είπαν ότι σε όσα ραδιόφωνα ακούσαν τους παρουσιαστές να μιλούν γι αυτά τα τραγούδια, τους άκουσαν να τα χαρακτηρίζουν λαϊκά. Ο φίλος μου έγινε έξαλλος, και για να ηρεμήσω λίγο τα πνεύματα, πήρα το λογο και εξήγησα στις κυρίες ότι δυστυχώς από το 1983-84 και μετά, το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, εκείνο που έβγαινε από τα ΒΙΩΜΑΤΑ των δημιουργών, και από τις δικές μας χαρές, λύπες, προσδοκίες, δεν υπάρχει πια. Αντικατασταθηκε από το λεγόμενο «εμπορικό» το ευκαιριακό τραγούδι, το «σουξέ» του κιλού, αυτό που με το οποίο σου κάνουν καθημερινή πλύση εγκεφάλου. Δηλαδή; Ρώτησαν. Ποια είναι λαϊκά τραγούδια; Λαϊκά είναι τα τραγούδια του Γαβαλά, του Τσιτσάνη, του Παπαιωάννου, του Ρεπάνη, του Λαύκα, του Βασιλειάδη, του Καλδάρα, του Βίρβου, του Ακη Πάνου, του Χιωτη, του Χάρμα, τραγούδια που ερμήνευσαν οι Διονυσίου, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, και όλες οι μεγάλες φωνές του χθες. Λαϊκά τραγούδια είναι όλα αυτά λοιπόν, τα παλιά, τα οποία ερμηνεύουν ακόμα και κάποιοι από τους σημερινούς τραγουδιστές, οι οποίοι το κάνουν σαν «φόρο τιμής» στους παλιούς, στους ανθρώπους που άνοιξαν το δρόμο για όλους αυτούς σήμερα. Βλέπετε, συνέχισα, στη δισκογραφία σήμερα συναντάμε κυρίως «τσιφτετελοειδή» ακούσματα, μουσικές ανατολίτικες, διασκευασμένες στα μέτρα των Ελλήνων δημιουργών (κατά τα άλλα) με στίχο φτηνό, πολλές φορές γελοίο. Τώρα θα μου πείτε, δεν υπάρχουν καλά τραγούδια σήμερα; Όχι λαϊκά ρε παιδί μου, αλλά καλά τραγούδια. Υπάρχουν, υπάρχουν και κάποιοι δημιουργοί οι οποίοι γράφουν πάνω σε λαϊκά «μοτίβα», πάνω στους δρόμους των παλιών δασκάλων. Μόνο που αυτά, μένουν στην αφάνεια, γιατί θα πρέπει να ακουστούν τα «άλλα», τα εμπορικά, εκείνα που ο καλλιτέχνης πληρώνει την παραγωγή του δίσκου, εκείνα με τα βίντεο κλιπ. Το καλό τραγούδι σήμερα έδωσε τη θέση του στο φτηνό. Και βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, αυτό που κάποτε ονομάζαμε Ελληνικό Τραγούδι, να χάνεται, να πνίγεται όπως τα λουλούδια και τα σπαρτά πνίγονται από τα «αγριόχορτα». Και κάθε φορά που έχουμε γιορτές, Χριστούγεννα, κλπ, βλέπουμε τις εταιρίες να βγάζουν τα «χρυσά πακέτα» τους. Ναι, πραγματικά πακέτα, με ένα δυο κιλά σουξέ, με «αμανεδοτσιφτετέλια» που είναι λένε τα «τραγούδια της εποχής». Ποιας όμως εποχής δεν λένε. Μήπως της εποχής των σπηλαίων, που παρόμοιοι «κρότοι» ήταν η μουσική των ανθρώπων; Σε απάντηση αυτών, η κομπανία άρχισε να παίζει ένα τραγούδι του Άκη Πάνου. « Η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη Που όλα μου τα παίρνει, τίποτα δε δίνει»…

ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΚΑ

Έγραψα πολλές φορές για το ΙΚΑ, και για τον απαράδεκτο τρόπο λειτουργίας των υπηρεσιών του. Την περασμένη εβδομάδα, για ακόμα μια φορά βούηξαν τα ραδιόφωνα από τα καμώματα αυτής της υπηρεσίας και των υπαλλήλων της. Ταλαιπώρησαν ΑΔΙΚΑ κατάκοιτη ηλικιωμένη γυναίκα προκειμένου να την περάσουν από «επιτροπή», και ξέρετε τι έγινε; Τελικά η φουκαριάρα δεν πέρασε. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, για να καταλάβετε τι έγινε και μετά θα πούμε και άλλα. Η γυναικά λοιπόν πήγε στην Θεσσαλονίκη από την Απολλωνία, με ασθενοφόρο, συνοδευμένη και από κοινωνική λειτουργό. Θα περνούσε επιτροπή στα κεντρικά ιατρεία του ΙΚΑ στην πλατεία Αριστοτέλους, μόνο που η επιτροπή θα έπρεπε να κατεβεί στο ασθενοφόρο, γιατί οι ανελκυστήρες δεν χωρούν μέσα φορείο. Και πήγε το ασθενοφόρο στην Θεσσαλονίκη, αλλά οι κύριοι και κυρίες της επιτροπής αρνηθηκαν να κατέβουν για να περάσουν τη γιαγιά. Έτσι γύρισε άπραγη πίσω στο σπίτι της, έχοντας μάλιστα ταλαιπωρηθεί αφάνταστα. Ένα από τα πολλά εξοργιστικά που συμβαίνουν. Αλλά να θυμηθούμε και κάποια άλλα, που είχα την ατυχία να βιώσω και ο ίδιος με συγγενικό μου πρόσωπο. Αρρωσταίνεις λοιπόν, και χρειάζεσαι αποκλειστική νοσοκόμα. Το ΙΚΑ, σου καλύπτει την δαπάνη της αποκλειστικής, αλλά ΜΟΝΟ για την νύχτα. Για την μέρα, δεν καλύπτει ούτε ένα ευρώ. Και πείτε μου εσείς τώρα, για ποιο λόγο να έχεις αποκλειστική νοσοκόμα τις ώρες που κοιμάσαι. Τις ώρες που την χρειάζεσαι, το ταμείο σου δεν την δικαιολογεί, και δεν πληρώνει. Πλήρωσε λοιπόν κοροΐδο ασφαλισμένε 60 έως 80 ευρώ την ημέρα για την αποκλειστική, η κόψε το λαιμό σου. Έχεις λεφτά; Ζεις. Δεν έχεις; Πεθαίνεις, και το ταμείο τη βγάζει με τα 650 ευρώ της κηδείας, και όλα τα άλλα που σου έχει κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια, του μένουν καθαρό κέρδος. Πάμε τώρα σε άλλη «δαπάνη» που καλύπτει το ΙΚΑ, και συγκεκριμένα σε ένα επίδομα «συμπαράστασης τρίτου προσώπου». Εδώ είναι άλλη κοροϊδία. Εκτός του ότι το υποτιθέμενο επίδομα είναι «ψίχουλα», μέχρι να περάσεις επιτροπή για να το πάρεις περνάει πολύς καιρός, με αποτέλεσμα πολλές φορές να το πάρουν οι κληρονόμοι σου. Βλέπετε, είναι χρονοβόρες οι αποφάσεις των επιτροπών. Θέλουν κάτι μήνες. Και αυτό γιατί ο «μηχανισμός» λειτουργεί πολύ αργά όταν πρόκειται να δώσει. Όταν πρόκειται όμως να πάρει, πάει με την ταχύτητα του φωτός. Κάποιοι έλεγαν παλιά για «νταβατζηδες». Ένας απ’ αυτούς είναι και το ΙΚΑ, και αποδείξτε μου εσείς το αντίθετο. Καθημερινά ακούμε καταγγελίες και παράπονα από τον κόσμο. Αυτό το σύστημα «υγείας και πρόνοιας» που έχουμε ουσιαστικά είναι απάνθρωπο. Το κράτος βλέπει τον ασφαλισμένο σαν όρθιο εκατόευρο και έτσι τον αντιμετωπίζει, χώρια που τον στέλνει στον ιδιωτικό τομεα. Αναρωτιέμαι, αν θα πρέπει τελικά όλοι οι ασφαλισμένοι που αντιμετωπίζουν τον παραλογισμό αυτού του ασφαλιστικού ταμείου και δεν έχουν ουσιαστική ασφαλιστική κάλυψη, σε κάθε τι στραβό και ανάποδο που βλέπουν να καλούν τα Μέσα Ενημέρωσης. Ο φόβος λέει η παροιμία φυλάει τα έρμα. Όταν ένα θέμα βγαίνει στη δημοσιότητα, τότε τρέχουν όλοι να το λύσουν, και μάλιστα το λύνουν σε χρόνο μηδέν. Από τον υπουργό, μέχρι τον κλητήρα. Θα πρέπει κάποτε σ’ αυτή τη χώρα να σταματήσουμε την «αγορά υγείας», όπως θα πρέπει να σταματήσουν οι αρμόδιοι να μας βλέπουν σαν ζώα, που και τους πληρώνουμε, και δεν μας έχουν καμία υποχρέωση. Αυτά μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν. Πουθενά αλλού.