Παρασκευή 14 Μαρτίου 2008

ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Ένα αφιέρωμα στον ΛΑΙΚΟ ΠΟΙΗΤΗ Φώτη Αγγουλέ, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω σαν έναν «φόρο τιμής» απέναντι στον ΑΓΩΝΙΣΤΗ, απέναντι στον ΑΝΘΡΩΠΟ!
Τα στοιχεία τα πήρα από το βιβλίο της Έλλης Παπαδημητρίου «Φώτης Αγγουλές», Κέδρος 1975, το οποίο μάλιστα σας προτείνω να το αγοράσετε!
«Γεννήθηκε το 1911 στον Τσεσμέ –αρχαία Κρήνη- στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι ακριβώς στη Χιο.
Ο πατέρας του λέγονταν Σιδερής Χονδρουδάκης κι ήτανε ψαρομανάβης.
Το «Αγγουλές» το πήρε από παρατσούκλι.
Η μάνα του λέγονταν Γαρουφαλλιά. Είχε τρεις αδερφές κι ο Φώτης ήταν το στερνοπαίδι.
Στον πρώτο πόλεμο 1914-18 πού έγινε κι ο πρώτος διωγμός των χριστιανών της Μικράς Ασίας, ο πατέρας του φόρτωσε μια νύχτα την οικογένεια του σε καΐκι και την πέρασε απέναντι στη Χίο, για να τη σώσει απ' τη σφαγή.
Τον πρώτο καιρό τούς στεγάσανε σε σχολεία, σε αποθήκες, σε χαλάσματα.
Τελικά τους εγκατέστησαν στο παλιό Κάστρο.
Στο σχολείο πήγε μέχρι τη δεύτερη τάξη του Δημοτικού, χωρίς κι αυτή να την τελειώσει.
Τα γράμματα τάπαιρνε, ήτανε όμως πολύ ζωηρός και μια μέρα πήδηξε απ' το παράθυρο της τάξης του και πια δεν ξαναγύρισε.
Στα 14 του χρόνια διάβασε για πρώτη φορά ένα ποίημα κι ενθουσιάστηκε.
Από τότε σκάλιζε χαρτιά και παιδευόταν να ταιριάζει στίχους.
Στα 15 πήγε μαθητευόμενος παραγιός σε τυπογραφείο που τυπωνόταν η τοπική εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Σε λίγα χρόνια έμαθε την τέχνη, γνωρίστηκε και με νέους διανοούμενους κι έβγαλαν το εβδομαδιαίο περιοδικό «ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ» αλλά σε λίγο καιρό τόκλεισαν.
Παλικαράκι πια δημοσίευσε στην εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» μια τσουχτερή σάτιρα για τον Μουσολίνι.
Τον τραβάνε στα δικαστήρια, τελικά αθωώνεται, αλλά από τότε χαρακτηρίζεται σαν αριστερός.
Μη μπορώντας ν' αντέξει την κατοχή φεύγει για την Μ. Ανατολή.
Περνά μια νύχτα τον Αύγουστο του 1941 με μια βάρκα απέναντι στον Τσεσμέ κι από κει στη Σμύρνη και στοιβαγμένοι με πολλούς άλλους πάνω σε βαγόνια φτάνουνε στο Χαλέπι της Συρίας μετά Χάιφα-Παλαιστίνη.
Ό Αγγουλές κατατάχτηκε στον Ελληνικό στρατό της Μ. Ανατολής κι απέκτησε — όπως λέγαν — την ειδικότητα του στρατιώτη ποιητή.
Αρχές του 1942 αποσπάστηκε στην Ιερουσαλήμ στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου πού τύπωναν το στρατιωτικό περιοδικό «ΕΛΛΑΣ».
Στα 1942 μετατέθηκε στο Κάιρο και κει γνωρίστηκε με τον Σεφέρη που ήταν προϊστάμενος στο κυβερνητικό γραφείο τύπου.
Εκεί παντρεύτηκε μια Αιγυπτιώτισσα ελληνίδα και δημοκράτισσα δασκάλα των Γαλλικών πού λέγονταν Έλλη Κυριαζή κι ήταν απ' το Πήλιο η καταγωγή της. Διατηρούσε μπαρ πού σύχναζαν πολλοί έλληνες.
Ζήσανε μαζί 4-5 μήνες.
Τον Αύγουστο του 1944 οι Άγγλοι τον πήγαν εξορία στην Ασμάρα, μετά φυλακή και απομόνωση στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο κι αργότερα στο Ντεκαμερέ. Εκεί αρρώστησε και τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο του Μαϊχαμπάρ από κει σαν άρρωστος απολύθηκε.
Μετά από διαδρομή άνω Αίγυπτο-Αλεξάνδρεια έφτασε στην Αθήνα και σε λίγες μέρες έφτασε στη Χίο.
Και στη Χίο άμα γύρισε ο Φώτης είχε αρχίσει ο ύπουλος, έπειτα επίσημος διωγμός των αριστερών.
Στη θέση της η χωροφυλακή ορκισμένη απ' τον καιρό της κατοχής, στα πόστα τους μοναρχικοί, μεταξικοί, ως και συνεργάτες των Γερμανών, τώρα συνεργάτες των Άγγλων.
Έπειτα δεν άργησε, την είδαμε πώς φούντωσε σ' όλη την Ελλάδα η δεξιά τρομοκρατία, πώς συγκροτήθηκε πάλι αντίσταση στα βουνά, παλιοί και νέοι καπεταναίοι και αντάρτες — εμφύλιος πόλεμος.
Και στις πολιτείες σκληρός ο παράνομος αγώνας συλλήψεις, δίκες, εκτελέσεις, εξορίες, οι φυλακές δε χωρούνε, ανοίξανε κι άλλες, ανοίξανε στρατόπεδα για ξεφτελισμό και βασανισμό κομμουνιστών και πατριωτών Γιούρα, Μακρόνησο.
Οι Άγγλοι σύμβουλοι επιστατούνε και διδάσκουνε.
Η μνήμη πληγώνεται όποτε αναπολεί τη φριχτή εποχή, αναζητά την καθαρή σειρά της προδοσίας του Ελληνικού λαού μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, πώς πλήρωσε το πρώτο μεταπολεμικό αντικομουνιστικό πείραμα των Άγγλων και Αμε­ρικάνων, συνεχίζεται ακόμη.
Τα 2 μεγάλα νησιά Σάμο, Μυτιλήνη με το προζύμι του πρώτου βγάλανε και δεύτερο αντάρτικο, το πληρώσανε ακριβά.
Κι η άβγαλτη Χίος πλήρωσε ακριβά τους ογδόντα πρωτόπειρους πρωτοπόρους της.
Το 1948 μέσα στις καθημερινές αγωνίες, συλλήψεις και καταδίκες μάθαμε πως είχε πιαστεί ο Φώτης, ήτανε κλεισμένοι μ' έναν φίλο του, Μιχάλη Βατάκη, σε μια στέρνα, φουντάνα, στο χωριό Βροντάδο και τυπώνανε παράνομη εφημερίδα.
Τους είχε σωθεί το παξιμάδι κι οι ελιές τους, ένα καλαθάκι, καθώς και τ' οξυγόνο δεν άναβε πια το φαναράκι τους — έπεσε άραγε ρουφιανιά, άραγε ξετρυπώσανε καμιά νύχτα σα μαμούνια να πάρουν αέρα και τους είδε κανένα μάτι, δεν μάθαμε ποτές. Τους κατεβάσανε στη Χώρα και τους πομπέψανε δεμένους, ο κόσμος περίφοβος αλλά και κανένας δεν τους πρόσβαλε.
Τους σηκώσανε ύστερα όλους μαζί απ' τη Χίο, είπανε πώς τους πήγανε στα Γιούρα και κείνος πως βρίσκεται στη Σύρα στο Νοσοκομείο.
Τότε για μας κάθε μετακίνηση ήταν πολύ δύσκολη, όμως πήγε στη Σύρα μια ηλικιωμένη και ψυχωμένη αλληλεγγίτισσα, η κυρά Αντωνία, του συνοικισμού Ζωγράφου.
Της είχε πεθάνει μια μοναχοκόρη αντάρτισσα, ο μοναχογιός της στη Μακρόνησο, αλλά η καρδιά της βουνό, πήγε τον είδε και μας έφερε νέα του.
Έπειτα μάθαμε πως η δίκη θα γίνει στην Αθήνα, πως κινδυνεύει να δικαστεί σε θάνατο.
Τρέξαμε όπου είχαμε γνωριμίες, ελπίδες, τα γνωστά.
Είχαν ενδιαφερθεί και αρκετοί Χιώτες, είχε πολλές συμπάθειες.
Δικάστηκε 12 χρόνια ειρκτή.
Δε θυμάμαι χρονολογικά τις μεταγωγές του από φυλακή σε φυλακή, τις πέρασε όλες. Στο Ναύπλιο συζητήθηκε η αναθεώρηση του αλλά δεν πήγε ο δικηγόρος και φίλος του.
Στα Βούρλα τον είδα επισκεπτήριο πρώτη φορά, έπειτα στην Κόρινθο, πιο ήμερη φυλακή μας φάνηκε.
Με τους σεισμούς του '53 βρέθηκε στην Κεφαλονιά. Πολλοί φύλακες πετάξανε τα κλειδιά, τρέχανε, βγάζανε τους κρατούμενους λοιπόν σε μια πλατεία, οι πολιτικοί αναλάβανε, ορίσανε υπεύθυνους για φρούρηση, σχηματίσανε τετράγωνο.
Έλεγε ο Φώτης πως ή γης βούιζε κάθε τόσο και τάραζε σα θάλασσα, κάτι περίψηλα πεύκα τα πετούσε όξω, φαίνουνταν οι ρίζες τους, οι κορφές τους ακουμπούσαν χάμω και πάλι ορθοποδίζανε.
Οι άνθρωποι πέφτανε, βαστιούντανε χέρι-χέρι, μερικοί ξερνούσανε, η σκόνη τύφλωνε.
Διαδόθηκε τότε με τη θεομηνία ότι κάποιο μέτρο θ' ακουστεί ευεργετικό, ελπίζαμε αλλά τίποτα δεν έγινε, τους μεταφέρανε στην Κρήτη, στην Αλικαρνασσό.
Το '54 τον φέρανε στον Άγιο Παύλο για εγχείρηση του στομαχιού, δεν μπορούσε πια να φάει καθόλου.
Μιλήσαμε από κοντά-κοντά στο κρεβάτι του, η διάθεση του καλή κι εδώ «...θα φάω πάλι χταπόδι...» και κουνούσε το λεπτό, λεπτό του χέρι με τεντωμένα τα μαυριδερά του δάκτυλα σα να το παράγγελνε.
Αποφυλακίστηκε το '56, απ' την Κέρκυρα, είχε συμπληρώσει τα 2/3 της ποινής του. Έμεινε πάλι στην Αθήνα μερικές μέρες και πήγε στη Χίο.
Πάλι εκεί τον παρακολουθούσε η Ασφάλεια, τον καλούσαν κάθε μέρα, τον φοβέριζαν, φοβέριζαν τους συγγενείς του και όποιον τον πλησίαζε.
Για να υπογράψει δήλωση.
Αυτός κάθε μέρα μπροστά τους ατάραχος, το στόμα του κλειστό χωρίς καθόλου να το σφίξει, άφωνος.
Μάλιστα όταν θόλωσε ο νους του, φέρανε στην Κλινική να υπογράψει ένα χαρτί του ΙΚΑ, τόσο είχε συνήθειο τη βουβή άρνηση, ούτε άπλωσε το χέρι να το διαβάσει, μας κοίταζε και χαμογελούσε κάπως πονηρά, δηλαδή «δε θα με ξεγελάσετε ούτε σεις...», χρειάστηκε μεγάλη διαδικασία για να το υπογράψει μια αδελφή του.
Πολύ τον στενοχωρούσε πως ταλαιπωρούσε κι άλλους άθελα, ίσα-ίσα καλημέριζε τη γειτονιά και τραβούσε.
Είχε στέκι στο λιμάνι, σε κάτι πολύ φτωχικά ταβερνάκια, τα περιφρονούσαν κι οι χαφιέδες.
'Εκεί περιζήτητος, τον κερνούσανε, του δίνανε καμιά φορά ψάρι «να το μεταπουλήσει», για χαρτζιλίκι και πάλι το χαρτζιλίκι τούτο έπεφτε στο ρεφενέ για ρακί.
Του άρεσε πάντα το πιοτό, τελικά δεν είχε άλλη απόλαυση.
Μερικοί παλιοί φίλοι τον υποστηρίξανε, τον πήρε στο τυπογραφείο του ο εκδότης της εφημερίδας «Χιακός λαός» έτσι και βρέθηκε με περίθαλψη του ΙΚΑ όταν αρρώστησε.
Τύπωσε σιγά-σιγά εκεί με τα χέρια του τη συλλογή «Πορεία στη νύχτα», δική του επιλογή από παλιά ποιήματα και νέα.
Καλοκαίρι του '63 τον φέρανε σε κλινική στα Μελίσσια, είχε πάθει μολυβδίαση, την ασθένεια των τυπογράφων.
Αλλά και το μυαλό του είχε πάθει.
Δεν έβγαλε μιλιά όταν με είδε, αν γνώριζε αν δε γνώριζε δεν κατάλαβα, το μάτι του όμως μας παρακολουθούσε, θαρρείς μας έκρινε. Μια στιγμή σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο, ίδια ή περπατησιά του πηδηχτή σαν έτοιμος για χορό. το κεφάλι του τώρα κάτασπρο.
Με τη φροντίδα της ΕΔΑ μπήκε σ' άλλη κλινική ψυχιατρική στο Ελληνικό, εκεί τον περιποιηθήκανε πολύ γιατροί και νοσοκόμοι, μετά 4 μήνες έτρωγε, μιλούσε ομαλά.
Όσον καιρό ήτανε άρρωστος καθισμένη δίπλα του μια αδελφή του, αφήνανε τα σπίτια τους, σύμφωνοι κι οι άντρες και τα παιδιά τους, χάρη του Φώτη, άμετρη, ασυζήτητη αφοσίωση, ανατολίτικη.
Έλεγε κάποτε ο ίδιος πως αν ο ένας του σπιτιού δεν είχε ύπνο κι οι άλλοι αγρυπνούσανε «για συντροφιά...».
Δεν του 'λειψε στην πατρίδα, στην προσφυγιά ποτές δα η γυναικεία παρουσία, κοπέλες πρόθυμες, απλές και γραμματιζούμενες λαχταρούσανε την παρουσία του, τον φροντίζανε, τον καμαρώνανε, ζηλεύανε, καρδιοχτυπούσανε, χωρίς και πολλές ελπίδες.
Από μέρους του η ανταπόκριση εγκάρδια και άστατη.
Ούτε και της γυναίκας του δε δώσανε άδεια να έρθει απ' την Αίγυπτο, σε κανένα χρόνο πήραν διαζύγιο.
Λοιπόν στο θάλαμο, γύρω απ' το κρεβάτι του όπως στη σκηνή του, στο κελί, πάντα μεγάλη σύναξη και συζήτηση, άδικα μαλώνουν οι γιατροί πώς του χρειάζεται ησυχία. Πάνω στο συνήθειο αυτό μια φορά του ξέφυγε «... σε τρώνε ζωντανό... φαίνεται είμαστε για φάωμα...».
Ήρθε μετά 5-6 μήνες πάλι στην κλινική για παρακολούθηση, του βγάλανε και τη σύνταξη απ’ το σωματείο των τυπογράφων.
Του προσκολλήθηκε τότε μιαν άρρωστη και τάχα γιατρεμένη, τάχα γιατρεμένος κι αυτός, της έδωσε λόγο πως θα την πάρει στη Χίο και θα την παντρευτεί.
Όμως ανάμεσα κωμωδία και μαρτύριο, μπήκε στη μέση ο θάνατος.
Για να την παραλάβει λένε πως έκανε το τελευταίο του ταξίδι.
Μας τηλεφωνήσανε ένα πρωί ότι βρέθηκε νεκρός στο «Κολοκοτρώνη» με το δρομολόγιο από Χίο προς Πειραιά, τη νύχτα 26 προς 27 Μαρτίου 1964, στο διάδρομο της τουριστικής.
Η νεκροψία έδειξε πνευμονικό οίδημα.
Συμφωνήσαμε πώς έπρεπε να ταφεί στη Χίο, αυτό θα ήθελε και κείνος. Ταριχεύτηκε λοιπόν με φροντίδα της ΕΔΑ και στις 30 Μαρτίου τον συνοδέψαμε απ' το Νεκροταφείο στο πλοίο.
Το φέρετρό του στ' αμπάρι καταστολισμένο — πάλι αμπάρι σού έμελλε — τον χειροκροτήσανε οι φίλοι στην προβλήτα όπως είναι το έθιμο και τον συνοδέψανε τέσσερις αποσταλμένοι.
Στη Χίο φτάσαμε χαράματα, οι 3 αδελφές του περιμένανε μαυροντυμένες, κι άλλοι δικοί του, τοποθετήθηκε το φέρετρο στη Μητρόπολη, όλο το δρόμο μια θρηνωδία σιγανή.
Ως το μεσημέρι περνούσε ό κόσμος αδιάκοπα, μερικοί απλοί φίλοι του σκύβουνε και του μιλούνε δακρυσμένα «... ήσουνα καλά πού ήφυες...», «...οχ να μη βρεθεί κανείς μας εκεί...».
Η κηδεία επίσημη, μ' έξοδα του Δήμου και μουσική.
Μερικοί παραπονέθηκαν — γιατί να μην κάνουνε αυτοί τα έξοδα, λέγανε «... είμαστε φίλοι...», χτυπούσαν το στήθος τους, δείχναν την καρδιά τους, θλίψη αντρίκια ομηρική.
Άλλοι λέγανε πώς αν είχε ο Φώτης τα μισά λεφτά που πήγανε στο ξόδι του θα περνούσε πλούσια ένα χρόνο.
Στο τέλος μερικοί κοντινοί αρπάξανε το φέρετρο στα χέρια και τον κατεβάσανε στον τάφο.
Η άνοιξη κι ο ήλιος της λάμπρυνε τα σωριασμένα στέφανα και τα σκυμμένα κεφάλια εκεινών που μείνανε πίσω δε φεύγανε.

Μην καρτεράτε

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή,μήδ' όσο στην κακοκαιριά λυγά το κυπαρίσσι.Έχουμε τη ζωή πολύπάρα πολύ αγαπήσει.

ΜΠΙΡ ΧΑΚΙΜ - Αγγουλές
Αντιφασίστες Έλληνες, το προσκλητήριο να γενεί
χωρίς κανένα σάλπισμα, με σιγανή φωνή.

Τα ελληνικά σαλπίσματα, αντιφασίστες σαλπιχτές,
για τους νεκρούς του Μπιρ Χακίμ γνώριμα τόσο που ’ναι,
μέσα σ' αυτή την έρημο δεν πρέπει ν' ακουστούνε·
μη σηκωθούνε κι οι νεκροί συντρόφοι μας και τρέξουνε,
γιατί δεν πρέπει ο βωμός της άγιας τους θυσίας
τόπος της εξορίας πως έγινε να δούνε.

Αντιφασίστες Έλληνες το προσκλητήριο να γενεί
χωρίς κανένα σάλπισμα με σιγανή φωνή·
μην τύχει και ξυπνήσουμε, μέσα στην άναστρη βραδιά,
τους Έλληνες συντρόφους μας, που γαληνά κοιμούνται
αγκαλιασμένοι αδελφικά με τους φρουρούς του Μπιρ Χακίμ,
του ήρωα γαλλικού λαού αθάνατα παιδιά.

Αντιφασίστες Έλληνες, το προσκλητήριο να γενεί
χωρίς κανένα σάλπισμα, με σιγανή φωνή.

Μεγάλη Σαρακοστή: Πορεία προς το Πάσχα

Πέρα από τα ήθη και έθιμα του λαού μας, όσα εξ αυτών διασώζονται βέβαια, ας μάθουμε για την Σαρακοστή μέσα από το βιβλίο του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ «Μεγάλη Σαρακοστή».
«Όταν κάποιος ξεκινάει για ένα ταξίδι θα πρέπει να ξέρει που πηγαίνει.
Αυτό συμβαίνει και με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω απ’ όλα η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι που προορισμός του είναι το Πάσχα, «η Εορτή Εορτών». Είναι η προετοιμασία για την «πλήρωση του Πάσχα, που είναι η πραγματική Αποκάλυψη».Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε με την προσπάθεια να καταλάβουμε αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη Σαρακοστή και το Πάσχα, γιατί αυτή αποκαλύπτει κάτι πολύ ουσιαστικό και πολύ σημαντικό για τη Χριστιανική πίστη και ζωή μας. Άραγε είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι το Πάσχα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γιορτή, πολύ πέρα από μια ετήσια ανάμνηση ενός γεγονότος που πέρασε;
Ο καθένας που, έστω και μια μόνο φορά, έζησε αυτή τη νύχτα «τη σωτήριο, τη φωταυγή και λαμπροφόρο», που γεύτηκε εκείνη τη μοναδική χαρά, το ξέρει αυτό.Αλλά τι είναι αυτή η χαρά;
Γιατί ψέλνουμε στην αναστάσιμη λειτουργία: «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια»;
Με ποια έννοια «εορτάζομεν» - καθώς ισχυριζόμαστε ότι το κάνουμε – «θανάτου την νέκρωσιν, ιδου την καθαίρεσιν άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν...»;Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις η απάντηση είναι: η νέα ζωή η οποία πριν από δυο χιλιάδες περίπου χρόνια «ανέτειλεν εκ του τάφου», προσφέρθηκε σε μας, σε όλους εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό.
Μας δόθηκε τη μέρα που βαπτιστήκαμε, τη μέρα δηλαδή που όπως λέει ο Απ. Παύλος: «...συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4).Μήπως όμως δε χάνουμε πολύ συχνά και δεν προδίνουμε αυτή τη «νέα ζωή» που λάβαμε σαν δώρο, και στην πραγματικότητα ζούμε σαν να μην αναστήθηκε ο Χριστός και σαν να μην έχει νόημα για μάς αυτό το μοναδικό γεγονός;
Και όλα αυτά εξαιτίας της αδυναμίας μας, της ανικανότητάς μας, και ζούμε σταθερά με «πίστη ελπίδα και αγάπη» στο επίπεδο εκείνο που μάς ανέβασε ο Χριστός όταν είπε:
«Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού».
Απλούστατα εμείς ξεχνάμε όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο απασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες μας και ακριβώς επειδή ξεχνάμε, αποτυχαίνουμε.
Μέσα σ’ αυτή τη λησμοσύνη, την αποτυχία και την αμαρτία η ζωή μας γίνεται ξανά «παλαιά», ευτελής, σκοτεινή και τελικά χωρίς σημασία, γίνεται ένα χωρίς νόημα ταξίδι για ένα χωρίς νόημα τέρμα.
Καταφέρνουμε να ξεχνάμε ακόμα και το θάνατο και τελικά, εντελώς αιφνιδιαστικά, μέσα στις «απολαύσεις της ζωής» μάς έρχεται τρομακτικός, αναπόφευκτος, παράλογος.
Μπορεί κατά καιρούς να παραδεχόμαστε τις ποικίλες «αμαρτίες» μας και να τιςεξομολογούμαστε, όμως εξακολουθούμε να μην αναφέρουμε τη ζωή μας σ’εκείνη τη νέα ζωή που ο Χριστός αποκάλυψε και μάς έδωσε.
Πραγματικά ζούμε σαν να μην ήρθε ποτέ Εκείνος.
Αυτή είναι η μόνη πραγματική αμαρτία, η αμαρτία όλων των αμαρτιών, η απύθμενη θλίψη και τραγωδία όλων των κατ’ όνομα χριστιανών.Αν το αναγνωρίζουμε αυτό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το Πάσχα και γιατί χρειάζεται και προϋποθέτει τη Μεγάλη Σαρακοστή.Γιατί τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και όλος ο κύκλος των ακολουθιών της υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα, για να μάς βοηθήσουν να ξαναβρούμε το όραμα και την γεύση αυτής της νέας ζωής, που τόσο εύκολα χάνουμε και προδίνουμε, και ύστερα να μπορέσουμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην Εκκλησία.
Πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε και να επιθυμούμε κάτι που δεν το ξέρουμε;Πώς μπορούμε να βάλουμε πάνω από καθετί άλλο στη ζωή μας κάτι που ποτέ δεν έχουμε δει και δεν έχουμε χαρεί;
Με άλλα λόγια: πώς μπορούμε, πώς είναι δυνατόν να αναζητήσουμε μια Βασιλεία για την οποία δεν έχουμε ιδέα; Η λατρεία της Εκκλησίας ήταν από την αρχή καιείναι ακόμα και τώρα η είσοδος και η επικοινωνία μας με τη νέα ζωή της Βασιλείας. Και στο κέντρο της λειτουργικής ζωής, σαν καρδιά της και μεσουράνημά της – σαν ήλιος που οι ακτίνες του διαπερνούν καθετί - είναι το Πάσχα.
Το Πάσχα είναι η πόρτα, ανοιχτή κάθε χρόνο, που οδηγεί στην υπέρλαμπρη Βασιλεία του Χριστού, είναι η πρόγευση της αιώνιας χαράς που μάς περιμένει, είναι η δόξα της νίκης η οποία από τώρα, αν και αόρατη, πλημμυρίζει όλη την κτίση: «νικήθηκε οθάνατος».Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από το Πάσχα, γι’ αυτό και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή.
Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα «παλαιά» και η αρχή της «νέας ζωής», μια συνεχής «διάβαση» από τον «κόσμο τούτο» στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί «εν Χριστώ».Παρ’ όλα αυτά η «παλαιά» ζωή, η ζωή της αμαρτίας και της μικρότητας, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί και ν’ αλλάξει. Το Ευαγγέλιο περιμένει και ζητάει από τον άνθρωπο να κάνει μια προσπάθεια η οποία, στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος, είναι ουσιαστικά απραγματοποίητη.
Αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση. Το όραμα, ο στόχος, ο τρόπος της νέας ζωής είναι για μάς μια πρόκληση που βρίσκεται τόσο πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας!Γι’ αυτό, ακόμα και οι Απόστολοι, όταν άκουσαν τη διδασκαλία του Κυρίου Τον ρώτησαν απελπισμένα: «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ.19,26).
Στ’ αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαρνηθείς ένα ασήμαντο ιδανικό ζωής καμωμένο με τις καθημερινές φροντίδες, με την αναζήτηση των υλικών αγαθών, με την ασφάλεια και την απόλαυση και να δεχτείς ένα άλλο ιδανικό ζωής το οποίο βέβαια δεν στερείται καθόλου τελειότητας στο σκοπό του:
«Γίνεσθε τέλειοι ως ο Πατήρ ημών εν ουρανοίς τέλειος εστίν».
Αυτός ο κόσμος με όλα του τα «μέσα» μας λέει: να είσαι χαρούμενος, μην ανησυχείς, ακολούθα τον «ευρύ» δρόμο. Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει: διάλεξε το στενό δρόμο, αγωνίσου και υπόφερε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος για τη μόνη (genuine) αληθινήευτυχία.
Και αν η Εκκλησία δεν βοηθήσει πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη φοβερή εκλογή;
Πώς μπορούμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην υπέροχη υπόσχεση που μας δίνεται κάθε χρόνο το Πάσχα;
Ακριβώς αυτή είναι η στιγμή που εμφανίζεται η Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτή είναι η «χείρα βοηθείας» που απλώνει σε μάς η Εκκλησία.
Είναι το σχολείο της μετάνοιας που θα μάς δώσει δύναμη να δεχτούμε το Πάσχα όχι σαν μια απλή ευκαιρία να φάμε, να πιούμε, ν’ αναπαυτούμε, αλλά, βασικά, σαν το τέλος των «παλαιών» που είναι μέσα μας και σαν είσοδό μας στο «νέο».Στην αρχαία Εκκλησία ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν να προετοιμαστούν οι «Κατηχούμενοι», δηλαδή οι νέοι υποψήφιοι χριστιανοί, για το βάπτισμα που, εκείνο τον καιρό, γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας.
Αλλά ακόμα και τώρα που η Εκκλησία δεν βαφτίζει πια τους χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατήχησης δεν υπάρχει πια, το βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Γιατί, αν και είμαστε βαφτισμένοι, εκείνο πουσυνεχώς χάνουμε και προδίνουμε είναι ακριβώς αυτό που λάβαμε στο Βάπτισμα. Έτσι το Πάσχα για μάς είναι η επιστροφή, που κάθε χρόνο κάνουμε, στο βάπτισμά μας και επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία μας γι’ αυτή την επιστροφή – η αργή αλλά επίμονη προσπάθεια να πραγματοποιήσουμε τελικά τη δική μας «διάβαση», το «Πάσχα» μας στη νέα εν Χριστώ ζωή.
Το ότι, καθώς θα δούμε, οι ακολουθίες στη σαρακοστιανή λατρεία διατηρούν ακόμα και σήμερα τον κατηχητικό και βαπτιστικό χαρακτήρα, δεν είναι γιατί διατηρούνται «αρχαιολογικά» απομεινάρια, αλλά είναι κάτι ζωντανό και ουσιαστικό για μας.
Γι’ αυτό κάθε χρόνο η Μεγάλη Σαρακοστή και το Πάσχα είναι, μια ακόμη φορά, η ανακάλυψη και η συνειδητοποίηση του τι γίναμε με τον «δια βαπτίσματος» μας θάνατο και την ανάσταση.Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα!
Καθώς το αρχίζουμε, καθώς κάνουμε το πρώτο βήμα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής βλέπουμε – μακριά, πολύ μακριά - τον προορισμό.
Είναι η χαρά της Λαμπρής, είναι η είσοδος στη δόξα της Βασιλείας.
Είναι αυτό το όραμα, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει τη λύπη της Μεγάλης Σαρακοστής χαρά, Φως, και τη δική μας προσπάθεια μια «πνευματική άνοιξη».
Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μεγάλη, αλλά σε όλο το μήκος του δρόμου μια μυστική και ακτινοβόλα αυγή φαίνεται να λάμπει στο ορίζοντα.
«Μη καταισχύνης ημάς από της προσδοκίας ημών, Φιλάνθρωπε!»Από το Βιβλίο«Μεγάλη Σαρακοστή»Αλέξανδρου ΣμέμανΕκδ. Ακρίτας