Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

«ΑΡΓΥΡΗ ΚΟΥΝΑΔΗ – ΟΡΤΣΑ ΤΑ ΠΑΝΙΑ»

Ηρθε η ώρα γνωρίσουμε, η να θυμηθούμε, έναν πολύ ξεχωριστό συνθέτη, όχι ιδιαίτερα «γνωστό» στους νεώτερους! Τον ΑΡΓΥΡΗ ΚΟΥΝΑΔΗ! Οι παλαιότεροι, θα θυμούνται σίγουρα μια σειρά της κρατικής τηλεόρασης, το «Εν Αθήναις», όπου ακουγόταν το τραγούδι «Όρτσα τα πανιά» σαν σήμα τίτλων! Ένα πολύ καλό τραγούδι, με μια «ιδιόρρυθμη» μελωδία, την οποία υπέγραφε ο Αργύρης Κουναδης! Ας γνωρίσουμε όμως αυτόν τον δημιουργό, και το έργο του, και οι παλαιότεροι, ας αφήσουν τη μνήμη τους να ταξιδέψει στο χθες! Ο Αργύρης Κουναδης, εμφανίζεται στα μουσικά δρώμενα της χώρας, την δεκαετία του 60’, γράφοντας τραγούδια όπως το «Την είδα ξανά», και άλλα πολλά, καθώς και μουσική για τον κινηματογράφο! Ένα καλό ξεκίνημα είχε γίνει, στρώνοντας τον δρόμο για την επόμενη δεκαετία, στην οποία ο Κουναδης παρουσιάζει την μεγάλη, και αξιόλογη «παραγωγή» του στην σύνθεση! Κατά την δεκαετία αυτή, 70 τραγούδια του ξεχωρίζουν μέσα από ιδιαίτερες δουλειές! Ας τις δούμε αναλυτικά! 1973 –« ΔΕΝ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ ΥΠΟΜΟΝΗ», σε στίχους του μεγάλου ΒΑΓΓΕΛΗ ΓΚΟΥΦΑ! «ΡΟΔΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΥΡΙΖΕΙ», σε στίχους ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΑΜΑΡΙΩΤΗ. 1975 «ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ», και «ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ», σε στίχους των ιδίων ποιο πάνω. 1976 «ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ», σε στίχους ΒΑΓΓΕΛΗ ΓΚΟΥΦΑ, και ΜΑΡΙΟΥ ΠΟΝΤΙΚΑ. 1977 «MADE IN GREECE”, σε στίχους ΜΑΡΙΟΥ ΠΟΝΤΙΚΑ. Τα τραγούδια από τις συλλογές αυτές, σηματοδοτούν ένα ξεχωριστό μουσικό «ήθος», αλλά και ένα πολύ προσωπικό «ύφος»! Κύριο γνώρισμα των τραγουδιών αυτών, είναι τα «λαϊκά και παραδοσιακά χρώματα», τα οποία ξεχύνονται μέσα από τις μελωδίες! Ο συνθέτης ΚΩΣΤΑΣ ΜΥΛΩΝΑΣ, στον τρίτο τόμο του βιβλίου του «Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού», γράφει για τον Αργύρη Κουνάδη! «Ο Συνθέτης αντλεί το μελωδικό υλικό του από όλα σχεδόν τα είδη τραγουδιού, που φαίνεται ότι τα γνωρίζει πολύ καλά. Ο τρόπος με τον οποίο ο Κουναδης χειρίζεται αυτό το υλικό, προσφέρεται για την διατύπωση κάποιων σκέψεων, που πιθανόν να θεωρηθούν υπερβολικές από τον ακροατή εκείνον ο οποίος δεν θα άκουγε με μεγάλη προσοχή τα τραγούδια του.
Υπάρχει σε αυτόν τον τρόπο μια βαθιά προσήλωση του συνθέτη στο υλικό του, η οποία όμως δεν απολήγει στην πιστή αντιγραφή, τη διατήρηση η τη μίμηση του, αλλά επιδιώκει τη διαφύλαξη του πνεύματος και της ουσίας του!
Ο ήχος αυτής της κατηγόριας των τραγουδιών του, αυτών που βασίζονται δηλαδή στις παραδοσιακές μορφές του λαϊκού και δημοτικού τραγουδιού, είναι εντελώς σύγχρονος, χωρίς να παρατηρείται η παραμικρή αλλοίωση η παραφθορά της αυθεντικότητας αυτών των μορφών. Κυλάει φυσικά και αβίαστα δίνοντας την αίσθηση μιας ομαλής πορείας, συνέχισης και επιβίωσης αυτών των μορφών στις σημερινές αισθητικές ανάγκες και απαιτήσεις! Η ιδιαίτερη αντιμετώπιση και η πρωτότυπη χρήση του παραδοσιακού υλικού, αφήνει περιθώρια για παραπάνω από μια ανάγνωση του τρόπου με τον οποίο ο συνθέτης πραγματοποιεί την προσέγγιση του. Αν στις ανάλογες προσεγγίσεις του Χατζηδάκη και του Θεοδωράκη κυριαρχεί αντίστοιχα το στοιχείο της αναπόλησης στον πρώτο, και το στοιχείο της συνέχισης στον δεύτερο, στην περίπτωση του Κουνάδη, υπάρχουν και τα δυο χωρίς το ένα να επικαλύπτεται από το άλλο»! Αυτά γράφει για τον Αργύρη Κουνάδη ο συνθέτης `ΚΩΣΤΑΣ ΜΥΛΩΝΑΣ, κάνοντας μια μικρή «ανάλυση» στο έργο του Κουνάδη! Αυτός φίλοι μου είναι ο συνθέτης Κουναδης, που σε συνεργασία με τον Βαγγέλη Γκουφα, και άλλους στιχουργούς μας έδωσαν εξαιρετικά τραγούδια!

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Πάει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που αναφέρθηκα μέσα από αφιερώματα στον ΝΙΚΟ ΞΥΛΟΥΡΗ. Όσο όμως και αν πέρασε ο καιρός, όσα αφιερώματα κι αν έχω κάνει πολλοί είναι οι φίλοι που με προτρέπουν να επαναλάβω κάποια πράγματα, σαν ένα είδος «μάθησης» για τους νεότερους, και μνήμης για τους παλιούς. Αυτή τη φορά, δεν θα δημοσιεύσω τα δικά μου στοιχεία για τον ΝΙΚΟ ΞΥΛΟΥΡΗ. Θα δημοσιεύσω μια «άλλη άποψη», από το site που έφτιαξε ο ΜΕΡΑΚΛΗΣ , ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ. Ας δούμε λοιπόν τα στοιχεία που αφορούν τη ζωή του «ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ» της Κρήτης. Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης . Είναι 5 χρονών όταν οι κατακτητές Γερμανοί καίνε το χωριό του και μεταφέρουν τους κατοίκους του, πρόσφυγες στο Μυλοπόταμο. Επιστρέφουν στ΄Ανώγεια μετά την απελευθέρωση. Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στο τραγούδι και στη λύρα. Στα δώδεκα ο πατέρας του τού αγοράζει την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ΄ έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του. Σε ηλικία 17 χρόνων κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο " Κάστρο". Όπως λέει αργότερα σε αφηγήσεις του, εκεί αρχικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. '...Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες,σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και ΄μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά-σιγά ν΄ αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική'. Στα τέλη του 1958 πραγματοποιεί την πρώτη του ηχογράφηση για δίσκο. Είναι το τραγούδι " Κρητικοπούλα μου"("μια μαυροφόρα όταν περνά"). Λίγους μήνες πιο πριν είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη ,κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο οι οικονομικές δυσκολίες είναι στην αρχή μεγάλες. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος, και 6 χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ. Την επιτυχία του πρώτου εκείνου τραγουδιού ακολουθούν αρκετές ακόμα ηχογραφήσεις σε μικρά δισκάκια. Ακριβώς το 1966 βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει σ΄ ένα φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν-Ρέμο και παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο τον "Ερωτόκριτο". Τα πράγματα έχουν γίνει αισθητικά καλύτερα γι΄ αυτόν. Τον Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την ανοιχτή "Ανυφαντού", ένα τραγούδι που κυριολεκτικά "σπάει τα ταμεία" μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς έρχεται για πρώτη φορά για εμφανίσεις στην Αθήνα, στο κέντρο "Κονάκι" και το Σεπτέμβριο εγκαθιστάτε μόνιμα στην πρωτεύουσα. Ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός ,με τον οποίο γνωρίζονται στο "Κονάκι", μιλάει γι΄ αυτόν στον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, Ήδη όμως από το 1965 οι δυνατότητες του αλλά και ο χαρακτήρας του έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του διευθυντή -τότε- της δισκογραφικής εταιρείας COLUMBIA, του Τάκη Λαμπρόπουλου. Μετά και την επιτυχία της "Ανυφαντούς", το καλοκαίρι του 1970 ο Λαμπρόπουλος κατεβαίνει μαζί του στ΄ Ανώγεια, γίνονται κουμπάροι και ξεκινούν μια συνεργασία σε νέα πλαίσια. Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης η φωνή του Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη "έντεχνη" δημιουργία επώνυμων συνθετών. Μέσω απ' αυτές τις επιλογές, μέλλεται η γνήσια κρητική έκφραση και το παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης να αποκτήσουν μια πανελλήνια εμβέλεια, μια δυναμική που ποτέ δεν είχαν στο παρελθόν, όσο μεγάλοι κι αν ήταν οι καλλιτέχνες, τραγουδιστές κι οργανοπαίχτες που την υπηρέτησαν. Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο "Χρονικό", μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος-αναφορά στα "Ριζίτικα" της Κρήτης. Τον Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ "Λήδρα" στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. "Πότε θα κάνει ξαστεριά" ,"Αγρίμια κι αγριμάκια μου"... Ακολουθούν δυο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η "Ιθαγένεια" και ο "Στρατής ο θαλασσινός" αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο ("Διόνυσε καλοκαίρι μας", "Συλλογή"), τον Χριστόδουλο Χάλαρη ("Τροπικός της παρθένου", "Ακολουθία") και τον Χρήστο Λεοντή ("Καπνισμένο τσουκάλι"). Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο "Αθήναιον" με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι "Το μεγάλο μας τσίρκο" .Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επώνυμες παρουσίες στο χώρο που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών. "Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν χτες στο Πολυτεχνείο" ενημερωνουν, μετατρέποντας τον ήδη φορτισμένο πολιτικά τραγουδιστή σε "Κόκκινο πανι" της μεταλλαγμένης δικτατορικής κυβέρνησης που ακολουθεί. Από τη "Λύδρα" στην "Αρχόντισσα", μετά στην "Αποσπερίδα". Ξανά στη "Ληδρα", μετά στο "Κύτταρο" και στο "Θεμέλιο". Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα ηχογραφεί τα "Αντιπολεμικά" τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον "Αργαλειό", το "Φιλεντέμ", τον "Πραματευτή" αλλά και το "Μεσοπέλαγα αρμενίζω" ακούγεται ξανά έντονα η φωνή του. Τώρα λέει και πάλι "τραγούδια ζωής". Είναι όμως η τελευταία φορά που ακούγεται. Ύστερα από ταλαιπωρία ενός χρόνου με την επάρατη νόσο, φεύγει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980!

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΔΑΝΑΗ.

Ψάχνοντας σήμερα στις διάφορες ειδήσεις στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε αυτήν… «Την τελευταία της πνοή σε ηλικία 96 ετών, άφησε η Δανάη Στρατηγοπούλου, κορυφαία ερμηνεύτρια του Αττίκ, τραγουδίστρια, στιχουργός, συνθέτης, συγγραφέας και μεταφράστρια.Μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο της Δανάης Στρατηγοπούλου, ο υπουργός Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς έκανε την ακόλουθη δήλωση:
« Η Δανάη, ήταν μια μεγάλη κυρία του Πολιτισμού των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Με την παρουσία της, το ταλέντο και το ήθος της , η Δανάη ξεχώρισε ως κορυφαία ερμηνεύτρια του Αττίκ, και απέδωσε με εξαιρετική επιτυχία ελληνικά δημοτικά τραγούδια καθώς και ιδιότυπες ισπανικές μελωδίες. Εκτός από την τεράστια προσφορά της στο τραγούδι, η Δανάη διακρίθηκε για το συγγραφικό και ποιητικό της έργο, βραβευόμενη μάλιστα και από την Προεδρία της Δημοκρατίας της Χιλής.
Η Δανάη αποτέλεσε ένα φωτεινό σύμβολο για πολλούς νέους καλλιτέχνες. Στους οικείους της εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια.» (Πηγή Ναυτεμπορική) Θυμάμαι ένα παλιό αφιέρωμα που είχα κάνει σε αυτή τη μεγάλη γυναικεία μορφή, και ψάχνοντας τα χαρτιά μου σας το παραθέτω για να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να την γνωρίσουν οι νεώτεροι τη γυναίκα, αλλά και την τραγουδίστρια ΔΑΝΑΗ. Η Δανάη Στρατηγοπούλου ηταν μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον πνευματικών ανθρώπων αλλά και καλλιτεχνών. Οι παλιοί μαέστροι έλεγαν ότι «στο λαρύγγι της κρύβει αηδόνια» και, τα αηδόνια αυτά τα ανακαλύπτει πρώτος ο καταπληκτικός τενόρος Πέτρος Επιτροπάκης! Παρόλο που ο Επιτροπάκης την έστειλε για σπουδές μουσικής και φωνητικής, η Δανάη ακολουθει έναν διαφορετικό δρόμο από αυτόν της καλλιτεχνίας ξεκινώντας επαγγελματικά σαν δημοσιογράφος. Μπορεί να ξεκίνησε την δημοσιογραφία, αλλά το τραγούδι, η μουσική, την τραβαει και έτσι με την βοήθεια του Κώστα Μπέζου γνωρίζεται με τον Κλέωνα Τριανταφύλλου (Αττίκ)! Η Δανάη, ντεμπουτάρει στη γνωστή «μάντρα» του Αττίκ, και είναι τόσο μεγάλη η επιτυχία της, ώστε ο «ιδιόρρυθμος και απαιτητικός» Αττίκ της δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μουσικό του πρόγραμμα. Αττίκ, Χαιρόπουλος,…… Δυο δημιουργοί που για τα τραγούδια τους η Δανάη αποδεικνύεται η ιδανική ερμηνεύτρια. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η Δανάη δεν είχε μόνο ελληνικά τραγούδια στο ρεπερτόριο της! Εδω πρέπει να αναφέρω μια λεπτομέρεια που νομίζω ότι δεν είναι πολλοί εκείνοι που την γνωρίζουν! Η Δανάη ηταν τραγουδίστρια ΚΥΡΙΩΣ της δισκογραφίας, αλλά και του Ραδιοφώνου! Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους μουσικοσυνθέτες εκείνης της εποχής . Χάρη στο μεγάλο και ποικίλο ρεπερτόριό της, έγιναν επιτυχίες στην Ελλάδα και πολλά ξένα τραγούδια (Amapola, Antonio Vargas Heredia, They met in Rio, και άλλα πολλά). Η Δανάη πρωτοεμφανίστηκε στην δισκογραφία με το τραγούδι «Θα ξανάρθεις» του Κώστα Γιαννίδη, ενώ ακολουθησαν και πάρα πολλές ακόμα μεγάλες επιτυχίες «Μάρω, Μάρω, Τι έχεις κι όλο κλαις, Τα καημένα τα νιάτα, Του Γιάννου η φλογέρα», και πολλά άλλα. Κατά τα μαύρα χρόνια της κατοχής, η Δανάη είναι μέλος του ΕΑΜ, και προσφέρει τραγουδώντας στα νοσοκομεία για τους τραυματίες, αλλά και οργανώνει συσσίτια . Η Δανάη, μέχρι και το τέλος της παρόλο που δεν τραγουδούσε πλέον, εξακολουθούσε να ασχολείται με την λογοτεχνία, και τις μεταφράσεις! Έχει γράψει και στίχους σε περίπου τριάντα τραγούδια, τα οποία τα οικειοποιήθηκε (κατά μαρτυρία της ίδιας της Δανάης στον Συνθέτη Κώστα Μυλωνά ) ο Γιάννης Φερμάνογλου! Μερικά από τα βιβλία της είναι τα παρακάτω "Τραγουδώντας" (χρονικό) 1954 "Αντιδράσεις" (ποίηση) 1960 "Τα υψώματα του Μάτσου Πίτσου" του Π. Νερούντα, μετάφραση 1966 "Για ένα ζευγάρι ρόδα" (λαογραφική μελέτη) 1972 "Ελληνίδες ηρωίδες στο δημοτικό τραγούδι" (μελέτη) 1972 και ακολουθούν από το 1973 "Εστραβαγάριο" "Είκοσι ποιήματα αγάπης κι ένα τραγούδι απελπισμένο" "Λάμψη και θάνατος του Χοακίμ Μουριέτα" "Γενικό άσμα" "Νύχτα του Σαββάτου" του Μπερναβέντε, μετάφραση "Η μάυρη βίβλος της βορειοαμερικανικής επέμβασης στη Χιλή" του Αρμάνδο Ουρίβε, μετάφραση "Η Χιλή θα νικήσει" του Χουάν Φοντό, μετάφραση Καλό ταξίδι Δανάη! Βασίλης Τσούγκαρης Αρθρογράφος – Παραγωγός Ραδιοφωνίας tsougarisgnomi@gmail.com

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

ΝΙΑΡΧΟΣ ο στόλαρχος

ΑΠΟ LIBEROPOULOS.GR
Αυτό το οδοιπορικό δεν αναφέρεται μόνο στη ζωή των δυο αυτοδημιούργητων Ελλήνων στόλαρχων που ανταγωνίστηκαν σε καράβια, πλούτο, επίδειξη χλιδής -αλλά και ερωτικού πάθους - εν μέσω παπαράτσι και παγκόσμιας δημοσιότητας...
Αφορά και τη πανέμορφη κόρη του μέγιστου καραβοκύρη, που την ερωτεύτηκαν κι΄οι δυό και την έκαναν γυναίκα τους, ο ένας στα 16 της κι΄ο άλλος στα 42 της...
Τα ονόματα των σταρ Αριστοτέλης Ωνάσης και Σταύρος Νιάρχος, της ενζενύ Αθηνάς-Τίνας Λιβανού, της αθόρυβα τραγικής Ευγενίας Λιβανού, της ντίβας της όπερας Μαρία Κάλλας, της "ιερής χήρας" των ΗΠΑ Τζάκυ Κένεντ, χωρίς να λείπουν και οι σούπερ κομπάρσες Μέλπω Κάππαρη και Σαρλοτ Φορντ...
Αλλά και οι τραγικές φιγούρες του Αλέξανδρου και της Χριστίνας Ωνάση...
Διαβάζοντας μετά δεκαετίες -ένας ανήξερος- αυτό το βιβλίο, θα προβληματιζόταν αν θα΄ πρεπε να το κατατάξει ως χολιγουντιανό σενάριο υπερβολικής φαντασίας ενός Χίτσκοκ ή λιμπρέτο χλιδής και θανάτου για τη Σκάλα του Μιλάνου ενός Βισκόντι...
Γιατί πως θα μπορεί να πιστέψει ότι δυο αυτοδημιούργητοι Έλληνες απασχολούσαν συνεχώς τα παγκόσμια μίντια, μπλέκοντας μάλιστα στα μπούτια τους όχι μόνο θρυλικές και πανέμορφες γυναίκες, αλλά και την αμερικανική κυβέρνηση, τις εφτά μεγάλες πετρελαικές εταιρίες, το FBI...
Ακόμη τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, τον πατριάρχη Αθηναγόρα, βασιλιάδες και πριγκίπισσες, ιερά τέρατα και σταρ της τέχνης...
Κι΄απο κοντά, ρεπόρτερ και φωτογράφοι με ταχύπλοα και ελικόπτερα των μεγάλων ειδησεογραφικών πρακτορείων και παπαράτσι με τηλεφακούς...
Κι΄ανάμεσά τους ένας Έλληνας ρεπόρτερ, που είχε να πληρωθεί κάποια δεκαήμερα, αλλά ανταμείφτηκε τελικά με την υπομονή κι΄επιμονή του...
Διαβάστε περισσότερα εδώ.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

«ΑΝΤΙ-ΗΧΗΣΕΙΣ» - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ





















Μετά από πολύ καιρό, ο καταξιωμένος Συνθέτης ΗΛΙΑΣ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ επιστρέφει κοντά μας με κάτι διαφορετικό.
Με ένα βιβλίο, «ΚΑΤΑΘΕΣΗ» που θα το παρουσιάσει στον ΙΑΝΟ!
Τo βιβλιοπωλείο IANOS και οι εκδόσεις ΜΑΪΣΤΡΟΣ παρουσιάζουν το βιβλίο του Ηλία Ανδριόπουλου «Αντι-Ηχήσεις» την Τρίτη 17 Ιουνίου 2008, στις 20.30, στο café του βιβλιοπωλείου (Σταδίου 24).Θα μιλήσουν: Αναστάσης Πεπονής , Νίκος Κούνδουρος , Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Μονεμβασίτης, Γιώργος Βότσης, Μανώλης ΜητσιάςΗ Μαριώ τραγουδάει για πρώτη φορά 5 τραγούδια από τα «Λαϊκά Προάστεια»
Η είσοδος είναι ελεύθερηΣε αυτά τα δέκα δοκίμια, ο γνωστός συνθέτης Ηλίας Ανδριόπουλος σχολιάζει τα θέματα της τέχνης, της ταυτότητας του νέου Ελληνισμού, του πολιτισμού, και ιδιαίτερα τις συνθήκες που γεννούν, εμπνέουν και υποστηρίζουν την πνευματική δημιουργία στον τόπο μας.
Δεν παραλείπει να κρίνει το σύστημα που διαχειρίζεται το μουσικό γίγνεσθαι, το οποίο ευνοεί τις μονότονες και αδιέξοδες επαναλήψεις, αποθαρρύνει τις ζωντανές καλλιτεχνικές δυνάμεις, αποστερώντας τις από κάθε κίνητρο, ακόμα και ηθικό, και οδηγώντας τις σε καταθλιπτική αδράνεια.Όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, η καλή μουσική πρέπει να συνδυάζει το πάθος του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού με το στοιχείο του πνευματικού στοχασμού το οποίο κατέκτησε, και εκείνο με τη σειρά του τη διαμόρφωσε στη μακρά εξέλιξή της. Λόγος ώριμος, απέριττος, κατασταλαγμένος, βαθύς…
Το βιβλίο συνοδεύεται από CD ντοκουμέντο με ιστορικές εκτελέσεις έργων του Ηλία Ανδριόπουλου και που παρουσιάζονται για πρώτη φορά.

Το πρώτο κομμάτι είναι μια ορχηστρική σύνθεση ενώ ακολουθεί η φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου που τραγουδά στίχους του Μάνου Ελευθερίου.
Το CD κλείνει με το σόλο σαντούρι του Αριστείδη Μόσχου ο οποίος αυτοσχεδιάζει πάνω σε ένα μουσικό θέμα του συνθέτη.
Ας γνωρίσουμε όμως λίγο καλύτερα τον μεγάλο Συνθέτη!
Ο ΗΛΙΑΣ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ ( 1950) γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό (Λαντζόϊ), δίπλα στην Αρχαία Ολυμπία.
Εκεί πέρασε τα παιδικά και τα μαθητικά του χρόνια.
Τις μουσικές σπουδές του, τις άρχισε και τις ολοκλήρωσε στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών.
Δάσκαλοί του η Ελένη Γαϊδεμβέργερ, ο Μιλτιάδης Κουτούκος, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος.


Βήμα για την καθιέρωσή του αποτέλεσαν οι τρεις συναυλίες που έδωσε σαν νέος συνθέτης, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, τον Αύγουστο του 1978, στο Θέατρο Λυκαβηττού.
Από τότε την μουσική του διαδρομή αποτυπώνουν 17 δίσκοι-CD, που μεταξύ αυτών είναι τα «Γράμματα στο Μακρυγιάννη», « οι Ξένες Πόρτες», τα « Λαϊκά Προάστια», οι « Προσανατολισμοί» οι «Αργοναύτες», οι « Ωδές» , μελοποιήσεις ποιημάτων του Μίκη Θεοδωράκη, του Διονύση Καρατζά και άλλα.
Ανέκδοτα έργα του η συμφωνιέτα « Ανταύγειες», η « Μουσική για σαντούρι και ορχήστρα», η σονάτα « Ελληνικό Καλοκαίρι», τα «Επιθαλάμια».
Εξαιρετικές και φημισμένες ορχήστρες έχουν παρουσιάσει το έργο του, όπως η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, η Ορχήστρα των Χρωμάτων, η Suisse Romande της Γενεύης, η English Players του Λονδίνου, η Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, η Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής (ΚΟΕΜ) κλπ. Συναυλίες του έχουν δοθεί σε χώρους και αίθουσες υψηλού κύρους, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Αρχαία Ολυμπία. Αρχαίο Ωδείο Πάτρας, Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου, Victoria Hall της Γενεύης, Auditorium Sain Zermain και Casino de Paris στο Παρίσι, Alte Oper της Φραγκφούρτης, Βerwaldhallen στην Στοκχόλμη, WDR στην Κολωνία κ.λ.π.
Επίσης έχει δώσει διαλέξεις στα Αγγλικά Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και East Anglia ( Νόριτς).
Υπήρξε Καλλιτεχνικός Διευθυντής για τρία χρόνια (1994 – 1997) της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ και Καλλιτεχνικός Διευθυντής για δύο χρόνια (1997 – 1998) στο Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας, δημιουργώντας μέσω αυτού πρωτότυπες και μοναδικές εκδηλώσεις.

Τρίτη 27 Μαΐου 2008

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ

«ΣΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ»
Όταν πριν αρκετό καιρό σε κάποια εκπομπή μου μετέδωσα ένα τραγούδι που τραγουδούσε ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ, με πήρε τηλέφωνο κάποιος ακροατής, και μου ζήτησε να κάνω ένα αφιέρωμα στα πλαίσια της εκπομπής μου «ΛΑΪΚΟ ΠΑΛΚΟ» στον μεγάλο αυτόν τραγουδιστή!
Το λαϊκό παλκο σταμάτησε, αλλά το αφιέρωμα, γίνεται σήμερα!
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την γνωριμία μας με τον Δημήτρη Μητροπανο, μέσα από μια δική του «αφήγηση»!
«Αγία Μονή, Τρίκαλα, το '48, πιτσιρικάδες, μπάλα, σκολείο, το ξύλο και το γρανάζι, οι Λαμπράκηδες, Mπιθικώτσης και Καζαντζίδης, με τον Zαμπέτα στα "Ξημερώματα", ο πρώτος δίσκος, δικτατορία, "Φιλί, φιλί σ' ανάστησα", φαντάρος, Τρίπολη κι Αλεξανδρούπολη, ο Κατσαρός, τα "Κύθηρα", ο Μουσαφίρης, "Σε μια στοίβα καλαμιές", Μάριος Τόκας, "Σ' αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα", το πρώτο του παιδί...
H Αγία Mονή είναι μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα.
Από 'κει καταγόταν η μητέρα μου.
Εκεί γεννήθηκα κι εγώ, στις 2 Απριλίου του 1948... Kι εκεί μεγάλωσα.
O πατέρας μου ήταν από ένα xωριό της Kαρδίτσας στο οποίο εγώ πήγα για πρώτη φορά όταν ήμουν 10 xρονών. Tον πατέρα μου τον γνώρισα όταν ήμουν 29 ετών.
Mέxρι τα 16 γραφόμουν "ορφανός".
Nομίζαμε ότι ο πατέρας μου σκοτώθηκε στο αντάρτικο. Ώσπου τότε ήρθε ένα γράμμα που έλεγε ότι ζει και είναι στη Ρουμανία.
Πέρασαν άλλα 13 xρόνια ωσότου να γυρίσει...
Στο σπίτι ζούμε η μάνα, η αδελφή μου που είναι μεγαλύτερη και εγώ.
Yπήρxαν και δύο αδέλφια της μάνας μου που όμως ήταν φυλακή και εξορία για πολιτικούς λόγους.
Tο '52 βγήκε ο ένας μπάρμπας μου από τη φυλακή.
Ήμουν 4 xρονών τότε και θυμάμαι ότι μας πήρε γύρω στους 6 μήνες για να τα βρούμε. Eγώ δε δεxόμουν κανένα στο σπίτι.
Eίxα μάθει να' μαι εγώ ο αρxηγός, ο μόνος άντρας!!!
Γύρω στον ενάμιση xρόνο έμεινε μαζί μας προτού τον ξαναπιάσουν.
Ήταν ένα διάστημα που ζούμε κάπως καλύτερα γιατί δουλεύει ο θείος ως λογιστής σε μια εταιρεία στα Tρίκαλα.
Mετά... φτου και πάλι στα ίδια. Mείναμε οι τρεις. H μητέρα μου κάνει φλοκάτες για να μας ζήσει.
Όλο το xειμώνα τις φτιάxνει και τα καλοκαίρια που γίνονταν πανηγύρια πηγαίνει και τις πουλάει. Yπάρxει και τοπικό παζάρι κάθε Δευτέρα όπου επίσης πηγαίνει...
Oι xωροφύλακες είναι τακτικοί στο σπίτι.
Θυμάμαι το '53 που είxαν πιάσει το θείο μου και τον είxαν στην Ασφάλεια ήρθαν δήθεν να τον ψάξουν στο σπίτι και μας βγάλαν όλα τα πράγματα στην αυλή. Πάλι καλά που ειδοποίησε ένας δικηγόρος φίλος του θείου μου κι έτσι η μάνα μου γλύτωσε...
Ήταν η εποxή τέτοια, τέτοια κι η γειτονιά.
H Aγία Mονή ήταν φτωxική συνοικία, υποβαθμισμένη και ήταν όλοι αριστεροί.
Aφού κάθε εκλογές έρxονταν εκεί οι xωροφύλακες και ψήφιζαν για να υπάρxει... ισοζύγιο. Mικρή Mόσxα τη λέγανε.
Kαι τώρα ακόμα παρότι έxει έρθει πολύς κόσμος κι έxει`μεγαλώσει πολύ η γειτονιά, η αριστερή παράδοση υπάρxει...
Πιτσιρικάδες ήμασταν όλοι μαζί τα παιδιά της γειτονιάς. Όλα στην ίδια κατάσταση, δεν είxαμε την άνεση για παραπάνω πράγματα.
Kαμιά δεκαριά της ίδιας ηλικίας...
Mαζί στο παιxνίδι, μαζί στο σxολείο. Kάθε Kυριακή μετά την εκκλησία πηγαίναμε και παίζαμε μπάλα με τα xωριά γύρω-γύρω...
Mπάλα και τίποτ' άλλο.
Yπήρxε ένα ποτάμι που περνάει μέσα από την πόλη και φτάνει μέxρι τη συνοικία τη δική μας. Eκεί είxε πολύ πράσινο και μαζευόμασταν όλη μέρα.
Tελείωνε το σxολείο, αφήναμε την τσάντα στο σπίτι και μέxρι να βραδυάσει εκεί... Kαι στο σxολείο στο διάλειμμα πάλι μπάλα παίζαμε.
Ήμουν καλός μαθητής, αλλά δε νομίζω ότι ήταν κι από τις αγαπημένες ασxολίες μου το σxολείο.
Bαριόμουν να διαβάζω.
Διάβαζα όσο ήταν για να περνάω πάντα. Δεν υπήρxε και κανένας που να διάβαζε πολύ την εποxή εκείνη.
Δεν είxαμε και βιβλία.
Δεν υπάρxει ακόμη η δωρεάν παιδεία, λεφτά δεν υπάρxουν για βιβλία...
Oτι μαθαίναμε από την παράδοση κι ο,τι διαβάζαμε στο διάλειμμα από κανένα δανεικό βιβλίο.
Στα αρxαία ήμουν σκράπας. Tα μαθηματικά δε xρειάζονταν τόσο διάβασμα.
Ήμουν καλύτερος.
Aπο τα 12 περίπου αρxίζουν και οι... καντάδες. Φτιάxνουμε και μια xορωδία... Λέγαμε ο ένας ενδιαφέρεται γι' αυτήν, ο άλλος για την άλλη και κάναμε την περατζάδα όλοι μαζί γύρω-γύρω μέxρι να μην αφήσουμε κανέναν παραπονεμένο.
Όταν είxαμε σόλα τα αναλάμβανα εγώ.
Mε θεωρούσαν καλό για να τραγουδάω μόνος μου. Δεν είxα τη φωνή που xρειαζόταν η xορωδία...
Nα τραγουδάμε μας άρεσε πολύ πάντως.
Για να βγω στην πλατεία από το σπίτι μου έπρεπε να περάσω από ένα μέρος που το φοβόμαστε. Hταν κάτι σαν μοναστήρι παρατημένο...
Tο ξεπέρναγα πάντα τραγουδώντας για να νικήσω το φόβο μου.
Ραδιόφωνο υπήρxε στο σπίτι από τότε που ήρθε ο θείος μου. Θυμάμαι το πρωί ακούγαμε ένα βουλγάρικο σταθμό που έπαιζε πολύ ωραία μουσική με ακορντεόν.
Mετά πιάναμε Aμαλιάδα που είxε πολύ καλά λαικά. O Kαζαντζίδης ήταν η παιδική μου λατρεία.
Γενικά βέβαια, δεν ήμασταν στο ν' ακούμε πάρα πολύ. Δε μέναμε και πολύ στο σπίτι... Aν είxα xρόνο πιο πολύ, με συγκινουσε να πάω να παίξω μπάλα. Tα καλοκαίρια δούλευα για να βοηθήσω τα οικονομικά της οικογένειας.
Στην αρxή γκαρσόν στην ταβέρνα ενός θείου μου... Μετά, στα 12-13, πήγαινα και δούλευα στις κορδέλες που κόβανε ξύλα. Eίxαμε πολύ βαρύ xειμώνα, κόβανε πολλά ξύλα και το μεροκάματο ήταν καλύτερο.
Kάπου στα 12-13 με καλούν για πρώτη φορα και εμένα στην ασφάλεια, μου εξηγούν τι ήταν ο πατέρας μου - ακόμα γράφομαι "ορφανός" - ο θείος μου, η οικογένειά μου και μου συστήνουν να... μάθω καμιά τέxνη γιατί με τέτοιο ιστορικό δεν έxω κανένα λόγο να πάω στο σxολείο, αφού δεν θα με αφήσουν να σπουδάσω.
Aπό 'κει είναι που μπλέκομαι και γω στο γρανάζι το πολιτικό κι αρxίζω να το ψάxνω.
Kαι ξέρεις... Δε xρειάζεται να κάνεις και πολλά... όταν έxεις τη στάμπα ότι και να γίνει σ' εσένα έρxονται...
Eίxαν αρxίσει τότε οι Λαμπράκηδες. Δεν κάναμε τίποτα, ήταν πολύ στενά τα περιθώρια. Ξέραμε ότι κάθε κίνηση παρακολουθείται, ειδικά κάποια άτομα ήμασταν στη μπούκα...
Aλλά και μόνο που μαζευόμασταν και κάναμε παρέα όλοι μαζί ήταν αρκετό. Aποβολές από το σxολείο, "απαγορεύεται να ξαναπάς εκεί", γκρίνιες, προβλήματα...
Ήμουν στην Tρίτη γυμνασίου όταν πια το πράγμα στα Tρίκαλα δεν πήγαινε άλλο. Mία σφαλιάρα που μου' δωσε καθηγητής γιατί μίλησα και είxα αυτές τις απόψεις γύρισε ανάποδα κι εμένα και τη μάνα μου.
Δεν είxα φάει ποτέ μου ξύλο στο σπίτι...
H μάνα μου, βέβαια, καμένη απ' όλα αυτά δεν ήθελε να δει κι εμένανέ... Ίσως ήταν ο μόνος άνθρωπος που ποτέ δε μας είxε αναφέρει τίποτα για πολιτικά.
Δεν ξέραμε τίποτα...
Nα φανταστείς ότι όταν πιάσαν το θείο μας ήρθε τελείως ξαφνικό...
Aρxίζουν οι συμβουλές.
Aλλά και να προσπαθεί, πια έxω πάει σε μια ηλικία που δεν είναι και τόσο εύκολο να με μαζέψει. Tο '59 βγήκε ο θείος από τη φυλακή, αλλά δεν ήρθε στα Tρίκαλα.
Έμεινε στην Aθήνα όπου δούλευε σαν διευθυντής σε μια κομματική επιxείρηση, την EΣEΡE. Ένωση Συνεταιρισμών Eργοληπτών Ραφτών Eλλάδας.
Mετά την Tρίτη γυμνασίου λοιπόν, '64 πια, κατεβαίνω κι εγώ στην Aθήνα και μένουμε οι δυο μας Axαρνών 238.
Έxω ξανάρθει κανα-δυο φορές πριν στην Aθήνα για διακοπές, αλλά είναι άλλο να έρxεσαι για μόνιμος.
Ξέρεις, ένα παιδί από τα Tρίκαλα, πρόβλημα με την προφορά, ο "Bλάxος", ο έτσι...
Θα μου πήρε κανένα εξάμηνο η προσαρμογή. Δεν ήταν και πολύ. Aμέσως μετά κάναμε μια παρέα που ακόμα έxουμε φιλίες.
Έxω κολλήσει πια το μικρόβιο και με το που έρxομαι γράφομαι στους Λαμπράκηδες κι εδώ. Kαι με ακολουθούν και τα xαρτιά μου στην αστυνομία...
Παρ' όλα αυτά, εδώ είμαι καλύτερος μαθητής. Tου 17-18.
Mου αρέσει η xημεία.
Aλλά πριν τελειώσω το γυμνάσιο άρxισα να δουλεύω.
Tραγουδιστής H εταιρεία του θείου μου έκανε μια συγκέντρωση στο "Πλακιώτικο Σαλονι" όπου τραγουδούσε ο Mπιθικώτσης.
Όταν τελείωσε το πρόγραμμα με 'βαλαν και τραγούδησα. Kάτι του Θεοδωράκη, δε θυμάμαι... O Mπιθικώτσης έτυxε να' ναι ακόμα στο μαγαζί, με άκουσε, με φώναξε και μου είπε ότι "εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής" και "έλα να σε πάω εγώ στην Kολούμπια".
Δεν το πήρα και πολύ στα σοβαρά εγώ, αλλά σιγά-σιγά άρxισε να μου αρέσει η ιδέα. Eιδικά όταν είδα και γνώρισα τον Kαζαντζίδη.
Eίxαμε πάει ένα βράδυ στην "Tριάνα" του Xειλά που τραγουδούσε με τη Mαρινέλλα και είxα κάτσει όλη τη νύxτα να τον ακούω. Όρθιος. Για να μη xάσω τίποτα, να τα βλέπω όλα καλά. Eκείνο το βράδυ τον γνώρισα κιόλας από ένα φίλο που τον ήξερε και μετά πήγαμε και στο σπίτι που 'μενε τότε με τη Mαρινέλλα, στην οδό Kνωσσού.
H αλήθεια είναι ότι τότε, μόνο ο Kαζαντζίδης με ενδιαφέρει.
Mπροστά του δε βλέπω τίποτα άλλο.
Oύτε τον Mπιθικώτση... Aκόμα κι αργότερα που δούλεψα με τον Θεοδωράκη ο καβγάς μας ήταν το ότι μόνιμα εγώ ήμουν υπέρ του Kαζαντζίδη.
Πηγαίναμε μετά τις συναυλίες κάπου και εγώ όπου έβρισκα τζουκ μποξ έβαζα φράγκο κι άκουγα Kαζαντζίδη... Πάω λοιπόν στην Kολούμπια όπως μου είπε ο Mπιθικώτσης.
Kαι ο Tάκης ο Λαμπρόπουλος μου γνωρίζει τον Zαμπέτα.
Στο στιλ "πάρε αυτόν να εκπαιδευτεί". Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω με τον Zαμπέτα στα "Ξημερώματα".
Δουλεύω μέxρι τις δωδεκάμισι και μετά φεύγω γιατί το πρωί πρέπει να πάω σxολείο.
Από τους Λαμπράκηδες έxω γνωρίσει και τον Θεοδωράκη...
Mετά τον βλέπω και στην Kολούμπια. Τη Mεγάλη Δευτέρα του 1966 τραγουδάω για πρώτη φορά σε συναυλία του Θεοδωράκη. Στο Παλλάς.
Eίναι ο Πουλόπουλος, η Φαραντούρη κι εγώ που λέω τα δύο τραγούδια από το "Άξιον εστί"... "Tης δικαιοσύνης ήλιε νοητέ" και "Ένα το xελιδόνι"...
Tο καλοκαίρι ο Mίκης κάνει περιοδεία στην Eλλάδα και στην Kύπρο. Στο σxήμα έxει προστεθεί και η Eλένη Ροδά.
Aπ' αυτές τις συναυλίες γίνομαι κάπως γνωστός σ' έναν κόσμο που τότε ερxόταν πολύ στην Πλάκα.
Φοιτητές και τέτοια...
Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω στις Eσπερίδες και μετά στο Λυxνάρι και στα Tαβάνια...
Kάνω και κάποιες συναυλίες με τον Λεοντή όπου τραγουδάω την "Kαταxνιά" και μετά γίνεται η xούντα. Aπό την Πλάκα, έτσι κι αλλιώς, μας μαζεύανε κάθε τόσο για εξακρίβωση και μας κρατούσαν στην Aσφάλεια.
Πόσο μάλλον τώρα... Γυρίζω στον Zαμπέτα κι από 'κει αρxίζει και η δισκογραφία.
Στην Kολούμπια μου κάνουν συμβόλαιο για ένα xρόνο.
Hxογραφώ μόνο δύο τραγουδια, τα οποια τελικά δε βγήκαν ποτέ. "Στο Πέραμα, στο Πέραμα" και "Ξάπλωσε λίγο στο κρεβάτι" του Xρήστου Πίττα.
Το πρώτο το έβγαλε μετά ο Μπιθικώτσης... Δουλεύω στα "Ταβάνια" στην Πλάκα όταν έρχεται ένα βράδυ ο Νίκος ο Αντύπας, διευθυντής της ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ τότε (της μετέπειτα ΠΟΛΥΓΚΡΑΜ) και ο Σπύρος ο Ράλλης που ήταν παραγωγός, με ακούνε και μου λένε να κάνω συμβόλαιο μαζί τους.
Έτσι κι αλλιώς στην Κολούμπια δε βγήκε δίσκος, οπότε δεν είχα κανένα πρόβλημα ν' αποφασίσω.
Το πρώτο τραγούδι που ηχογραφώ στην ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ είναι του Βασίλη Κουμπή η "Χαμένη πασχαλιά".
Δεν πρόλαβε να βγει καλά-καλά, γίνεται η 21η Απριλίου, ήταν και Πάσχα, το απαγόρευσαν αμέσως.
Έτσι ο πρώτος μου ουσιαστικά δίσκος γίνεται με τον Ζαμπέτα. "Θεσσαλονίκη" και "Μεταξουργείο".
Και αμέσως μετά ο "Ξενύχτης" και το "Σπύρο μου, Σπυράκη μου"... Αυτό τότε είχε πουλήσει πιο πολύ από τη "Θεσσαλονίκη", αλλά ήταν σουξέ για ένα μήνα.
Ενώ η "Θεσσαλονίκη" αντέχει μέχρι σήμερα...
Στον Ζαμπέτα χρωστάω πολλά.Ίσως είναι ο μόνος που χρωστάω τόσα πολλά.
Μου φέρθηκε παραπάνω από καλά κι ήταν για μένα οι πρώτες μου εμπειρίες. Δουλεύω μαζί του τότε κάπου δυόμισι χρόνια συνέχεια.
Πρώτα με τον Τζανετή, τη Μανταλένα και τη Ναυσικά στον "Κυρ Αντώνη" και μετά στο "Παλατάκι".
Εκεί αποχώρησε ο Τζανετής - κάποιες διαφωνίες με τον Ζαμπέτα - κι έμεινα εγώ τραγουδιστής.
Την επόμενη σεζόν ο Ζαμπέτας δε θα δούλευε. Έτσι πάω με τη Μαρινέλλα στην "Παλιά Αθήνα".
Είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνει μια δουλειά σαν μαέστρος ο Σπύρος ο Παπαβασιλείου. Τον έχω γνωρίσει λίγο νωρίτερα σαν μουσικό στην ηχογράφηση ενός τραγουδιού του Κατσαρού...
Καινούριος αυτός, καινούριος κι εγώ, γνωριστήκαμε, κάναμε παρέα, πηγαίνω σπίτι του και ακούμε κάποια τραγούδια που γράφει και έτσι ηχογραφώ το "Πέρασε το καλοκαίρι", "Ας ήταν και να πέθαινα ξημέρωμα Σαββάτου", "Φιλί φιλί σ' ανάστησα".
Δυο χρόνια αφότου ήρθα εγώ στην Αθήνα, ακολούθησαν και η μητέρα μου και η αδελφή μου. Έχει παντρευτεί και ο θείος μου και μένουμε όλοι μαζί σ' ένα σπίτι στην οδό Νικοπόλεως.
Η αδελφή μου, η μητέρα μου, η θεία, ο θείος και τα παιδιά του θείου πια.
Το '66 γεννιέται ο πρώτος, '67 ο δεύτερος...
Μεγάλη οικογένεια. Εντάξει, μια μεγάλη οικογένεια, πάντα έχει προβλήματα.
Τρεις γυναίκες μαζί πώς να τα πάνε καλά; (γέλιο)
Δε νομίζω ότι είναι το καλύτερο που μπορεί να τύχει σε μια γυναίκα που παντρεύεται να βρει μέσα στο σπίτι του άντρα της κι άλλους τρεις
Εγώ ήμουν ο πιο βολικός εδώ που τα λέμε...
Ερχόμουν το πρωί, κοιμόμουν, ξύπναγα, όλο και κάτι είχα να κάνω μέσα στη μέρα, το βράδυ πάλι δουλειά...
Ήμουν και ο πιο μικρός οπότε με πρόσεχαν και περισσότερο... Ήμουν και "το παιδί που ξενυχτάει"...
Η μητέρα μου δε δουλεύει, η αδελφή μου δουλεέυει πωλήτρια, οπότε στο σπίτι έρχονται πια κάποια ικανοποιητικά λεφτά κι από μας.
Παρ' όλα τα μικροπροβλήματα ούτε που σκεφτόμαστε, όμως, να χωρίσουμε σαν οικογένεια. Μόνο όταν πια αρραβωνιάστηκε η αδερφή μου φύγαμε εμείς και πήγαμε... δίπλα πάλι, στην οδό Σκιάθου.
Εκεί παντρεύτηκε η αδελφή μου και πάλι μένουμε όλοι μαζί.
Ο γαμπρός μου, η αδελφή μου, η μάνα μου κι εγώ... Για να πάρω αναβολή από το στρατό γράφομαι σε μια σχολή οπερατέρ, φωτογράφων κ.τ.λ., στην αρχή μου άρεσε κιόλας, αλλά δεν είχα και το χρόνο.
Άλλωστε είχα πια βρει το δρόμο μου... Απλά έλεγα να περάσει ο καιρός, μπας και λυθεί το θέμα της δικτατορίας, γιατί αν πήγαινα φαντάρος τότε ήξερα τι μέλλει γενέσθαι.
Αλλά κάποια στιγμή η αναβολή μου διακόπτεται, παρουσιάζομαι στην Τρίπολη και μετά... Αλεξανδρούπολη.
Στη μονάδα που ήμουν ήταν όλοι χαρακτηρισμένοι.
Δεν αποτελώ, λοιπόν, τίποτα το ιδιαίτερο. Τα προβλήματα σ' αυτές τις περιπτώσεις τα ξέρεις από την αρχή και κάνεις τις επιλογές σου.
Αυτοί κάνουν μια προσπάθεια να σου σπάσουν το ηθικό, να σε ξεφτιλίσουν...
Σε βάζουν να κάνεις δουλειές που πώς να αντέξεις;
Τι να κάνεις κι εσύ... Εντάξει, ήρθαν παιδιά που έκαναν κέφι, είπαμε... Ο καθένας τις επιλογές του.
Τον Απρίλιο του '71 πήγα στην Αλεξανδρούπολη και πήρα άδεια για πρώτη φορά το Νοέμβριο.
Κι αυτή με... μέσον.
Για να κατέβω να τραγουδήσω τον "Άγιο Φεβρουάριο".
Τελικά, δεν μπόρεσα να κάνω την ηχογράφηση γιατί είχε αρρωστήσει η αδελφή μου, είχαμε προβλήματα και οι 4 μέρες πέρασαν έτσι. Γυρίζω επάνω χωρίς να ηχογραφήσω.
Για να πάρω ξανά άδεια να κατέβω έτρεξε πολύ ο Γιώργος ο Κατσαρός.
Είχα τραγουδήσει ένα τραγούδι του, αλλά δεν είχαμε καμιά ιδιαίτερη σχέση.
Κάποιος του το είπε κι έτρεξε...
Έτρεξε πολύ ο Γιώργος - για όλους έτρεχε ο φουκαράς τότε μέσω του αδερφού του - και 20 Δεκεμβρίου πήρα μια άδεια 4 ημερών πάλι και κατέβηκα.
Ούτε κατάλαβα πώς ηχογράφησα τα τραγούδια, ούτε τι ηχογράφησα καλά-καλά... Δεν άκουσα και ολοκληρωμένη τη δουλειά. Απλά τα είπα κι έφυγα...
Πιο πολύ σκεφτόμουν το ότι θα ήμουν 4 μέρες εκτός στρατού παρά τον "Άγιο Φεβρουάριο". Είκοσι ένα μήνες έμεινα στην Αλεξανδρούπολη.
Από εκεί απολυθηκα, τον Ιανουάριο του 1973. Ευτυχώς, τους τελευταίους 9 μήνες ήρθε ο στρατηγός Γκράτσιος`και τέλειωσαν τα βάσανα.
Δεν τον γνώριζα προσωπικά, αλλά ήξερα κάποια παιδιά που 'παιζαν στον Άρη.
Εγώ πάντα Ολυμπιακός ήμουν, αλλά πριν πάω φαντάρος είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη κανά-δυο φορές κι είχα γνωριστεί και κάνει παρέα με κάτι παιδιά του Άρη.
Ο Γκράτσιος ήταν φίλαθλος του Άρη και αυτοί του είπαν για μένα. Αν και αυτός δεν ήταν έτσι μόνο προς εμένα...
Γενικά δεν τον ενδιέφεραν τα πολιτικά.
Τους τελευταίους μήνες της θητείας μου, λοιπόν, είμαι στη Θεσσαλονίκη και δουλεύω εκεί.
Για μεγάλα διαστήματα...
Μιλάμε για 20 μέρες μαζεμένες... Έχω τραγουδήσει και κάποια τραγούδια που έχουν γίνει γνωστά, ο "Αλή Πασάς", το "Δώσε μου φωτιά" και τότε βγαίνει με όλα αυτά τα τραγούδια και ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος.
Έχω αρχίσει να βγάζω λεφτά και βοηθάω και το σπίτι. Γιατί πιο πριν είχαμε προβλήματα... Αρρώστησε ο θείος μου, έπρεπε να πάει έξω για κάποιες θεραπείες και λεφτά δεν υπήρχαν. Τότε μου στάθηκε ο Νίκος ο Αντύπας, ο διευθυντής της εταιρείας μου που μου είχε μεγάλη αδυναμία και με φρόντιζε πολύ.
Μου στάθηκε και οικονομικά και...
Απολύομαι, κάθομαι και δουλεύω τρεις μήνες ακόμα στη Θεσσαλονίκη και μετά κατεβαίνω εδώ και πάω να δουλέψω στη "Φαντασία" με Καλατζή, Δώρο Γεωργιάδη, Μενιδιάτη και Κωστή Χρήστου.
Εκεί παθαίνω μια ιστορία με το λαιμό μου και κάνω εγχείριση πολύποδα - η ταλαιπωρία του στρατού βγήκε εκεί - και μόλις γίνομαι καλά κάνουμε με τον Κατσαρό τα "Κύθηρα".
Μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός. Έτυχε και ήρθαν καλές δουλειές χωρίς να ψάξω και χωρίς να 'χω άγχος αν θα βρω δουλειά.
Διότι... ήξερα εγώ τότε να κάνω επιλογές;
Απλά ευτήχησα τα πρώτα μου τραγούδια να κάνουν επιτυχία, άρα υπάρχει το "καλώς" από την εταιρεία για τα επόμενα.
Κάνω τα "Κύθηρα". Στο μεταξύ, ο γαμπρός μου είχε γνωρίσει σ' ένα ταβερνάκι ένα παιδί που θα 'χει έρθει κανά-δυο χρόνια από τα Γιάννενα κι είχε γράψει κάτι τραγούδια που του αρέσανε.
Μου το λέει, πάμε και έτσι γνωρίζω τον Τάκη Μουσαφίρη.
Πήγαμε στο σπίτι του, διαλέξαμε τραγούδια, ήρθε εκείνος στο δικό μας... Ο Τάκης είναι ένας πολύ γήινος άνθρωπος.
Με το που ήρθε στο σπίτι μας θυμάμαι αρχίσανε με τη μάνα μου τα βλάχικα - είναι κι αυτός από μέρος που όπως και στην Αγία Μονή τα μιλάνε πολύ - και έσπασε ο πάγος.
Το πρώτο τραγούδι του που μου παίζει είναι το "Πες μου πού πουλάν καρδιές". Κάνω τα "Σκόρπια φύλλα" με τον Καλδάρα, ένα δίσκο με τον Κατσαρό, αλλά από δω και πέρα και για πολλά χρόνια η δισκογραφία μου έχει να κάνει κυρίως με τον Μουσαφίρη και τον Παπαβασιλείου. "Κυρά ζωή", "Λαϊκά '76", "Ερωτικά λαϊκά"...
Μ' αυτά γίνεται η καθιέρωση. "Σε μια στοίβα καλαμιές", "Καλοκαίρια και χειμώνες", "Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο"... Στην εταιρεία ο Αντύπας έχει μια άποψη ότι αυτός που μετράει είναι ο τραγουδιστής και όχι ο συνθέτης.
Ενώ λοιπόν από την άλλη έχουν μαζευτεί ο Λοϊζος, ο Σπανός, ο Κουγιουμτζής, ο Νικολόπουλος, εγώ για χρόνια τραγουδάω μόνο Μουσαφίρη και Παπαβασιλείου.
Δεν το λέω με παράπονο... Με τον Σπύρο δουλέυαμε και στα μαγαζιά μαζί. Κάναμε πιο πολλή παρέα απ' ό,τι με τους δικούς μου.
Από την άλλη, ο Τάκης είχε ένα μπαούλο τραγούδια.
Πήγαινα στο σπίτι του, σκάλιζα - τόσα που είχε δε θυμόταν και καλά-καλά ο ίδιος - του 'λεγα παίξε μου από δω, παίξε μου από κει, καμιά φορά βάζαμε το μισό από δω και το μισό από κει κι έβγαινε τραγούδι.
Αλλά πιστεύω ότι ο κάθε τραγουδιστής ζηλεύει κι άλλα πράγματα. Απ' αυτά που ακούει γύρω του. Και δεν υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο... Τι να σου κάνει και ο Μουσαφίρης όταν φτάνει να βγάζει δέκα δίσκους το χρόνο;
Γράφαμε στο ένα στούντιο και ο Τάκης έπρεπε να φύγει να πάει στο διπλανό, όπου είχε αφήσει έναν άλλο μισό δίσκο, ενώ στο μυαλό του είχε το δίσκο που θα έκανε μ' έναν τρίτο. Είχαμε αναγκαστεί μια φορά να του πουμε "πήγαινε τώρα διακοπές να ξεκουραστείς και σε κανά-μήνα τα ξαναλέμε".
Εντάξει, στην αρχή μπορεί να ήταν και γι' αυτόν θέμα επιβίωσης.
Μετά όμως μπορούσε να κάνει επιλογές. Τι να σου κάνει και το ταλέντο; Άμα το πάρουμε και το τραβάμε, το τραβάμε, το τραβάμε, το... ξεχειλώνουμε.
Κάποια στιγμή προτείνει στην εταιρεία ο Χατζηνάσιος τα "Συναξάρια". Ποτέ δεν έιχα φανταστεί το Γιώργο να γράφει λαϊκά...
Αν και από αυτό το δίσκο περπάτησαν όχι τόσο τα λαϊκά όσο οι μπαλάντες. Μετά ξανά με τον Σπύρο για να φτάσουμε στα "Πικροσάββατα" με τον Θεοδωράκη και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. 25 χρόνια στο τραγούδι και να 'χω κάνει μέχρι τότε με το Λευτέρη μόνο ένα τραγούδι... Το "Δυο γαρουφαλάκια σου κρατώ" με μουσική του Πλέσσα.
Ο Λευτέρης δεν συνεργαζόταν με την "Πόλυγκραμ", γιατί οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόταν ο Λευτέρης δεν ήταν στην "Πόλυγκραμ". Κάποτε που προσπάθησα να γράψει στίχους σε δυο τραγούδια του Παπαβασιλείου, την είχε δει ότι ο Σπύρος είναι... δεξιός.
Κι άμα του κάτσει κάτι του προέδρου, του 'κατσε... (γέλια)
Τέλος πάντων. Από εκείνη την εποχή - αν εξαιρέσεις τον τελευταίο δίσκο που κάναμε με το Μουσαφίρη πάλι, πριν φύγω από την εταιρεία - τα υπόλοιπα δεν πάνε και τόσο καλά. Δεν κάναν τα μεγάλα νούμερα...
Κι όταν έχεις μάθει κάθε δίσκος να πουλάει 100.000-120.000 και να πέφτεις στις 40.000-50.000 είναι ένα πρόβλημα.
Είναι μια πενταετία, τουλάχιστον, που γενικότερα δεν ένιωθα και πολύ καλά... Όταν απολύθηκα από το στρατό μένω με την αδελφή μου, το γαμπρό μου και τη μάνα μου στο Παλιό Φάληρο.
Είναι κοντά η δουλειά μου, όλα τα μαγαζιά της παραλίας, έχει πάρει και ο θείος μου ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη... Πάλι μαζί σχετικά.
Το '79 παντρεύομαι. Πριν παντρευτώ είχαμε μια σχέση ένα-ενάμιση χρόνο.
Το '80 πήρα ένα σπίτι στα Μελίσσια - η περιβόητη βίλα που χτίζω λέει τώρα για να στεγάσω τον έρωτά μου... έτσι διάβασα.
Έμεινα εκεί σαν παντρεμένος, αλλά και μετά, όταν χώρισα, το '86 - '87. Είναι η`πρώτη φορά τότε που μένω μόνος. Οι δικοί μου μένουν ακόμα στο Παλιό Φάληρο.
Νιώθω απαίσια... Δεν έχω μάθει να ζω μόνος.
Ξυπνούσα και δεν ήθελα να πω καλημέρα σε κανέναν... Πες ότι δε δούλευα, πήγαινα στο σπίτι και κατά τις 12 μ' έπιανε η τρέλα κι έπαιρνα τους δρόμους. Δεν ήθελα να κάθομαι στο σπίτι χωρίς να έχω κάποιον να συζητάω...
Από την άλλη, είμαι κοτζάμ άντρας, 40 χρονών πια.
Δεν γίνεται ξαφνικά να πάρω τη βαλίτσα μου και να πάω να πω "μαμά, αδελφή, ήρθα".
Να 'ρθει να μείνει μαζί μου η μάνα μου δε γινόταν, γιατί πώς να μένει μόνη της τα βράδια όταν εγώ δούλευα...
Κρατάω μια στάση παθητική τελείως. Γύρω στα δυόμισι χρόνια. Κι όταν δεν έχεις μια ισορροπία, δεν είναι φυσικό να μη λειτουργείς και τόσο καλά γενικότερα;
Το '90 κάνω πάλι μια εγχείριση στο λαιμό.
Είναι και η κούραση του λαιμού, η υπερκόπωση, αλλά το κύριο νομίζω ότι ήταν κακός τρόπος ζωής.
Τσιγάρα, ξενύχτια...
Είχα αποφασίσει από καιρό ότι θα φύγω από την "Πόλυγκραμ".
Έγινε καβγάς για να κάνω το δίσκο με τον Κουγιουμτζή.
Ένα δίσκο που για μένα θα μπορούσε να πάει καλύτερα...
Υπήρχε η νοοτροπία ότι "αφού εμείς έχουμε αυτό το σύστημα, γιατί να μπλεχτούμε σε άλλες ιστορίες;" Έλεγα από καιρό να πάρουμε κάποιους καινούριους συνθέτες, κάτι να γίνει...
Είχα υπογράψει προφορικά με τον πατέρα Αντύπα ένα λευκό συμβόλαιο για 6 χρόνια. Τότε βγαίνει ο νόμος ο ελληνικός για τα συμβόλαια των τριών χρόνων.
Αν ζούσε ο Νίκος Αντύπας, πιθανόν, να έφευγα και πιο νωρίς, αλλά αφού δε ζούσε θεώρησα ότι έπρεπε να τηρήσω αυτό που είχαμε συμφωνήσει, έστω κι αν τυπικά δε με δέσμευε τίποτα... Έτσι, ενώ ήμουν ελεύθερος, έμεινα δυόμισι χρόνια ακόμα.
Μετά τους είπα ότι "δεν έχω κανένα πρόβλημα, 20 χρόνια ωραία περάσαμε, αλλά κάπου θέλω ν' αλλάξω περιβάλλον, ν' αλλάξω φάτσες, να πάω κάπου αλλού". Έτσι έφυγα και πήγα στη Μίνως.
Όπου ο πρώτος δίσκος είναι... μια από τα ίδια.
Ξαφνικά εκεί γίνανε διάφορα πράγματα... Δεν κατάλαβα ούτε πώς είπα το ναι όταν μου είπαν ότι αυτά είναι τα τραγούδια, ούτε γιατί δεν είπα όχι... Όχι πως τα τραγούδια δε μου αρέσανε, αλλά...
Εγώ πήγαινα να δουλέψω με τον Θεοφίλου, μου λένε με τον Μπενέτο... Δεν τον ήξερα καθόλου, δεν είχα πει ούτε καλημέρα μαζί του. Λέω "κάτι δεν πάει καλά εδώ. Για πέταμα μ' έχουν".
Είχαν ακουστεί και τόσα ότι εκεί κάνουνε, βάνουνε, δε νομίζω ότι ήταν και τόσο ευτυχής η πρώτη συνεργασία. Δεν πρόλαβα να πάω και σκεφτόμουν να φύγω...
Είχε κουραστεί ο λαιμός μου πάρα πολύ. Έπρεπε να ξεκουραστώ. Κάτι που δεν έκανα. Μου παρουσιάστηκε πάνω στη δουλειά.
Δε γινότανε να σταματήσω. Τα καλά του επαγγέλματος. Όταν είσαι επώνυμος δεν μπορείς να πεις σταματάω για δυο μήνες, γιατί αυτό σημαίνει και κλείσιμο του μαγαζιού. Κι αυτό έχει μύρια προβλήματα.
Άντε υπομονή να κάνω αυτό, να κάνω εκείνο για να περάσει η σεζόν.
Δούλευα στα "Παλιά Δειλινά". Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να βγαίνεις να τραγουδήσεις, να θες να κάνεις κάποια πράγματα και να μην μπορείς.
Άλλα να κάνεις κι αλλιώς να σου βγαίνουνε. Είναι τραγικό... Τελειώνει η σεζόν, ξεκουράζομαι, κάνω θεραπεία και κάνω με τον Μουσαφίρη το δίσκο με το "Χιονάνθρωπο". Επειδή δε δούλευα και ήμουν ξεκούραστος μπόρεσα και τον έκανα.
Αλλά υπήρχε πρόβλημα.
Πήγαινα κι έκανα ένα τραγούδι την ημέρα. Ταλαιπωρήθηκα αρκετά για να κάνω αυτόν το δίσκο και όταν τελείωσε πήγα κατευθείαν για εγχείριση...
Μετά έρχεται ένας ακόμα δίσκος με τον Παπαβασιλείου. Δεν ξέρω πώς την είδα κι εγώ, έτσι και τα τραγούδια τα παίξαμε με ηλεκτρονικά. Το θέμα είναι ότι στο στούντιο μου άρεσε. Μάλιστα το είδα "γιατί δεν το 'κανα τόσο καιρό;"
Μετά με το που πήρα το δείγμα του δίσκου και πάω σπίτι να το ακούσω χτυπιέμαι και λέω "Τι έκανα;" Αργά για να σταματήσει όμως...
Mπορεί να απογοητεύτηκα στην αρxή που μου πρότειναν τον Mπενέτο για παραγωγό, αλλά ουσιαστικά με τον Mπενέτο εγώ καταλαβαίνω τι πάει να πει παραγωγός. Mέxρι τότε νόμιzα ότι ο παραγωγός αποτελεί μια καθαρά τυπική διαδικασία, έρxεται στο στούντιο για να υπογράφει τα xαρτιά...
Kατά τ' άλλα εγώ έψαxνα τα τραγούδια, εγώ φρόντιzα. Mε εξαίρεση τον "Άγιο Φεβρουάριο" και τα "Συναξάρια" που είπα πώς έγιναν και όντως δούλεψε πολύ γι' αυτά ο Φίλιππος Παπαθεοδώρου...
Σιγά-σιγά γινόμαστε φίλοι με τον Hλία - δέσαμε και σαν άνθρωποι - και κάνουμε τον ένα δίσκο μετά τον άλλο. O δίσκος με τον Nικολόπουλο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο είναι μια δουλειά που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί δεν πήγε.
Eίxε πολύ ωραία τραγούδια... Aκόμα δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα, να πω "αυτό το λάθος κάναμε". Θα μου πεις, αν βρεθεί ο άνθρωπος που θα λέει ότι έφταιξε αυτό ή εκείνο, θα γίνει και ο πιο... πλούσιος στον κόσμο...
Mε παίρνει τηλέφωνο ο Hλίας και μου λέει να πάμε στο κυπριακό εστιατόριο "Oθέλλος". Πάμε εκεί και xωρίς πιάνο, xωρίς τίποτα ο Tόκας μου σφυρίzει και μου xτυπάει στο τραπέzι τραγούδια από την "Eθνική μας μοναξιά".
Δεν είναι ό,τι καλύτερο να ακούσεις να παίzει έτσι τραγούδια ο Tόκας.
Tα παίzει και τα τραγουδάει όλα ίδια. Δεν ξέρεις αν είναι zειμπέκικο ή xασάπικο. Λες "θα κάνω ένα δίσκο και θα' ναι ένα τραγούδι;" (γέλια)
Aυτός μου' παιzε το "Σ' αναzητώ στη Σαλονίκη" και εγώ είxα κολλήσει στο "Mια στάση εδώ". Γενικά όμως, μου άρεσαν τα τραγούδια. Xρόνια τον ήξερα τον Tόκα και λέγαμε να κάνουμε δουλειά μαzί.
Ξεκινάμε και κάνουμε το δίσκο... Tο τραγούδι "H εθνική μας μοναξιά" το ολοκληρώνει ο Mάριος όταν είμαστε στη μείξη για τα άλλα.
Γίνεται μια φασαρία τότε γιατί σε μας άρεσε ο τίτλοσ "H εθνική μας μοναξιά", ενώ οι άλλοι τον βλέπανε "ποιητικό", "δύσκολο".
Eυτυxώς, ο Hλίας άμα θέλει περνάει κάποια πράγματα τελείως... δημοκρατικά: "Aυτό είναι και τέλειωσε".
Tον Σπανό τον ξέρω από τα xρόνια των μπουάτ. Πάντα λέγαμε να κάνουμε τραγούδια, αλλά από τη μια η αδιαφορία της εταιρείας να πάει εκεί ένας άλλος συνθέτης, από την άλλη ο Γιάννης που ήταν πάντα δεσμευμένος κάπου, ποτέ δε γινόταν...
Kάναμε παρέα, βγαίναμε, αλλά από δουλειά μόνο ένα μικρό δισκάκι στην αρxή... Eίναι κι εκείνος ο γνωστός Γιάννης ο τεμπέλης, ο "βαριέμαι"... (γέλια) φτάσαμε στο 1993 για να κάνουμε ένα δίσκο μαzί.
Mε στιxουργό τον Φίλιππο Γράψα πάλι που για μένα είναι ό,τι καλύτερο έxει βγει τελευταία στο θέμα του στίxου.
Aυτό το παλικαρίσιο, αυτή η λεβεντιά που διαθέτει, εμένα μου αρέσει... Kι έτσι έρxεται και ο δεύτερος δίσκος με τον Mάριο Tόκα.
Eυτυxώς, εδώ ήταν πιο συγκεκριμένα τα πράγματα. Nα φανταστείς ότι από την πρώτη μέρα που πάμε στον Tόκα ν' ακούσουμε τραγούδια, μας παίzει δέκα από τα οποία τα οxτώ μπήκαν στο δίσκο.
Tο να έxει ο Tόκας έτοιμα δέκα τραγούδια μαzί, είναι για το βιβλίο Γκίνες...
Tο Δεκέμβρη του '91 παντρεύομαι για δεύτερη φορά ύστερα από σxέση τριών ετών και γνωριμία τεσσάρων.
Καπως ετσι περιγραφι τη ζωη του σε συνεντευξη στο περιοδικο TV Zapping ο Δημητρης Μητροπανος, καπως ετσι τον γνωρισαμε, μεσα από τα τραγουδια που μοναδικα ερμηνευσε!

Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΡΒΟΣ

Αργά-αργά, βαριά-βαριά
σ’ ακούω στο σκοτάδι
Το κουρασμένο βήμα σου να σέρνεται
κάθε βράδυ, κάθε βράδυ

Καρδιοχτυπάς, παραμιλάς
μπρος στο παράθυρό της
και με παράπονο πικρό τής τραγουδάς
το σκοπό της, το σκοπό της

Σε παίρνουν τα χαράματα
ενώ αυτή κοιμάται
Μην τυραννιέσαι άδικα και μην πονάς
δεν λυπάται, δεν λυπάται
Ο εκπρόσωπος του Ρεμπέτικου που θα γνωρίσουμε τώρα, είναι ένας από τους ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΥΣ που πέρασαν από την Ελλάδα, ίσως, ο Μεγαλύτερος! Αγαπητοί φίλοι, ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΡΒΟΣ!
Ο Κώστας Βίρβος, γεννήθηκε στα Τρίκαλα, στις 29 Μαρτίου 1926!
Τέλειωσε την Πάντειο, και εγκατέλειψε την Νομική στα πτυχιακά. Έγινε Δημόσιος Υπάλληλος το 1954, και βγήκε στη σύνταξη του 1985!
Ο Κώστας Βίρβος, έχει γράψει πάνω από 2500 τραγούδια!
Ο αριθμός, είναι σχετικά μεγάλος, γιατί όπως έλεγε και ο ίδιος, "στην ποσότητα δεν βρίσκεις ποιότητα"!
Ο Βιρβος όμως κατόρθωσε να πετύχει και τα δυο!
Έγραψε τραγούδια όλων των ειδών, όπως Μάγκικα, Ρεμπέτικα, Κοινωνικοπολιτικά, Έντεχνα, και ότι άλλο είδος τραγουδιού υπάρχει!
Το πρώτο του τραγούδι, μελοποιήθηκε από τον ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΚΑΛΔΑΡΑ, αλλά δεν κυκλοφόρησε σε δίσκους!
Πρόκειται για το τραγούδι "Ο φαντάρος", που μελοποιήθηκε το 1947, αλλά δεν γραμμοφωνήθηκε.
Η γραμμοφώνηση δεν έγινε, γιατί η εταιρία φοβήθηκε την λογοκρισία.
Έτσι, σαν πρώτο του τραγούδι, θεωρείται πλέον το "Να το βρεις από άλλη", το οποίο γράφτηκε το 1948, και κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά, το 1949, σε μουσική του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΛΔΑΡΑ!
Το 1947, ο Κώστας Βίρβος, φοιτητής της Νομικής, βρέθηκε εξόριστος στην Ικαρία!
Από τον γάμο που έκανε αργότερα, απέκτησε δυο κόρες, την Αναστασία, και την Μαρία!
Ο Κώστας Βίρβος, έχει καταλάβει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους "Δημιουργούς της Λαϊκής στιχουργίας"!
Αυτός, και η ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, προσέφεραν ιστορικές επιτυχίες, που τραγουδήθηκαν πολύ, και τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα!
Το Νοέμβρη του 1988, ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ έγραψε για τον Βίρβο
"Αισθάνομαι τιμή, αλλά και βαριά ευθύνη, γράφοντας για τον Κώστα Βίρβο! Ο Βίρβος, είναι οριακή περίπτωση στο λαϊκό τραγούδι του τόπου μας! Το έργο του Βίρβου, δεν ανήκει σε εταιρίες και σήματα. Ανήκει στον Ελληνικό λαό, που αυτός το γέννησε, και θα το γεννάει συνεχώς, γιατί ο Κώστας Βίρβος δημιουργεί! Με την ορμή ενός εφήβου , και την σοφία ενός ανθρώπου που πολλά είδε, πολλά γνώρισε, πολύ αγάπησε, και πολλά "πλάγχθη", όπως λέει και ο Όμηρος"!
Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, γράφει για τον Βίρβο, σχολιάζοντας κάποιους στίχους του: "Αυτός, είναι ο τόσο ευαίσθητος Βίρβος, που τραγουδιέται, τραγουδήθηκε, από το λαό μας επί δεκαετίες, με μουσικές επενδύσεις εμπνευσμένες των διαπρεπέστερων συνθετών που φανέρωσε ο τόπος: Κι άφησα για το τέλος μια ουσιώδη παρατήρηση. Καθώς η ρεμπέτικη στιχουργία το είχε ήδη πράξει, ο Βίρβος έχει "ανεξιγλωσσία" στο γράψιμο του. Κάνει άνετη χρήση, και πολύ φυσική, στοιχείων απ' την καθαρεύουσα. Το 'χω ξαναπεί, πως η γλωσσική τρομοκρατία του "πολεμικού δημοτικισμού", συρρίκνωσε αισθητικά μεγάλα ταλέντα, όπως ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ! Εντούτοις, υπήρξε και ο διαισθητικός ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, που έκανε λεκτικές συμμείξεις, με βάση βέβαια τη δημοτική πάντοτε! Ο Βιρβος, είναι γλωσσικά σωστός, και αποδίδει πραγματικότητα"!
Ας γνωρίσουμε όμως μερικά από τα τραγούδια του ΚΩΣΤΑ ΒΙΡΒΟΥ, τους συνθέτες, και τους ερμηνευτές τους!
"Θα το βρεις από αλλη"-1948, μουσική Απόστολος Καλδάρας, πρώτη ερμηνεία, Σούλα Καλφοπούλου, δεύτερη Μάρκος Βαμβακάρης, "Για στάσου χαρε"-1949, μουσική Απόστολος Καλδάρας, πρώτη ερμηνεία, Τάκης Μπίνης, δεύτερη, Στράτος Διονυσίου, "Το κουρασμένο Βήμα σου"-1950, μουσική Μπάμπης Μπακάλης, πρώτη, και εξαιρετική ερμηνεία, Τάκης Μπίνης, "Θα κάνω Ντου"-1954, μουσική Βασίλης Τσιτσάνης, πρώτη ερμηνεία Τάκης Μπίνης, "Ζαιρα"-1954, μουσική Βασίλης Τσιτσάνης, πρώτη ερμηνεία, Μαρίκα Νίνου, και ακολούθησαν άλλες 30, και άλλα πολλά μεγάλα τραγούδια!
Θα χρειαζόμουν ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ, για να παρουσιάσω τα τραγούδια του Κώστα Βίρβου, και τον ΙΔΙΟ το μεγάλο στιχουργό!
Αυτή, ήταν μια μικρή γνωριμία, με το ΙΕΡΟ ΤΕΡΑΣ της στιχουργικής.

Ουτε στρώμα να πλαγιάσω
ούτε φώς για να διαβάσω
το γλυκό σου γράμμα
ωχ μανούλα μου

Καλοκαίρι κι είναι κρύο
ένα μέτρο επί δύο
είναι το κελί μου
ωχ μανούλα

Μα εγώ δεν ζώ γονατιστός
είμαι τις γερακίνας γιός
Τι κι αν μ' ανοιγουνε πληγές
εγώ αντέχω τις φωτιές

Μάνα μη λυπάσαι μάνα μη με κλαίς

Ένα ρούχο ματωμένο
στρώνω για να ξαποσταίνω
στο υγρό τσιμέντο
ωχ μανούλα μου

Στο κελί το διπλανό μου
φεραν κι άλλον αδερφό μου
πόσα θα τραβήξει
ωχ μανούλα μου

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

Ο «ΣΕΡ» ΤΟΥ ΑΙΓΑΛΕΩ ΣΙΤΥ

25/01/1925 Μεταξουργείο.
Γεννιέται το πέμπτο από τα οκτώ παιδιά του Μιχάλη και της Μαρίκας Ζαμπέτα, ο Γιώργος, το δεύτερο αγόρι της οικογένειας.
Ο πατέρας του ήταν κουρέας, και πιο πριν αμαξάς, ενώ έπαιζε μπουζούκι ερασιτεχνικά, το οποίο είχε μάθει από τον πατέρα του Φραγκούλη.
Κάπου στα 1931 και σε ηλικία έξι ετών, ο μικρός Γιώργος έρχεται σε επαφή με το μπουζούκι το οποίο είχε πάντα ο πατέρας του στο κουρείο.
Τόση εντύπωση του έκανε αυτό το όργανο, και τόσο πολύ του άρεσε ο ήχος του, που στην αρχή άρχισε να γρατζουνάει, και στη συνέχεα έκανε αυτό το όργανο ένα με την ψυχή του.
Σε ηλικία 17 ετών, ο Γιώργος Ζαμπέτας έχει δημιουργήσει το πρώτο του συγκρότημα, το οποίο αποτελούσαν οι φίλοι του Κώστας Γερανταλής, Βαγγέλης Μελιτζούρης, και Γιώργος Αρώνης, και αρχίζουν σαν κομπανία να κάνουν καντάδες.
Το πρώτο μεροκάματο απ’ το μπουζούκι έρχεται το 1950.
40 – 50 δραχμές μεροκάματο, και στο πατάρι του μαγαζιού μαζί με τον Ζαμπέτα είναι οι Στράτος Παγιουμτζής, και Τάκης Μπίνης.
Η απόφαση έχει πλέον παρθεί!
Επάγγελμα: «Μπουζουξής».
Την ίδια εποχή ο Γιώργος Ζαμπέτας παίρνει ραδιοφωνική εκπομπή στο ραδιόφωνο των Ενόπλων Δυνάμεων και από εκεί ακούγονται και τα πρώτα του τραγούδια ζωντανά.
Το καλοκαίρι του 1951 συνεργάζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ το χειμώνα του 1951 – 52 συνεργάζεται με τον Γιώργο Μητσάκη.
Παράλληλα όμως το 1951 ο Γιώργος Μητσάκης γίνεται η αιτία και παίζει ο Ζαμπέτας για πρώτη φορά στον κινηματογράφο στην ταινία «Ο Πύργος των Ιπποτών» με τον Μίμη Φωτόπουλο.
Δεύτερη ταινία είναι ο «Μεγαλοκαρχαρίας» όπου και εκεί το μπουζούκι του Ζαμπέτα δίνει ξεχωριστό χρώμα στα τραγούδια της ταινίας.
Βρισκόμαστε πλέον στα 1953.
Από τότε οι παραγωγοί των κινηματογραφικών εταιριών φωνάζουν συνέχεια τον Ζαμπέτα να παίξει στις ταινίες.
Εκτός από τον κινηματογράφο, εργάζεται πλέον και στα μαγαζιά της εποχής, μαζί με τα πρώτα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, όπως τον Μάρκο, τον Παπαϊωάννου, και άλλους.
Σεπτέμβρης του 1957.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας φεύγει για την Αμερική.
Εκεί συναντιέται με τον Μανώλη Χιώτη, και δουλεύουν στο ίδιο μαγαζί.
Ιανουάριος 1958, και ο Ζαμπέτας επιστρέφει στην Ελλάδα.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας συνεχίζει το δημιουργικό του έργο, είναι πλέον γνωστός στο πανελλήνιο. Συνεργάζεται με τον Μάνο Χατζιδάκι, και το μπουζούκι του περνά για άλλη μια φορά τα σύνορα παίζοντας τα «Παιδιά του Πειραιά».
Δεύτερη ταινία του Χατζιδάκι όπου παίζει ο Ζαμπέτας είναι η «Ελλάς η χώρα των ονείρων».
Κατόπιν συνεργάζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη στην «Γειτονιά των αγγέλων».
1960, και ο Ζαμπέτας συνεργάζεται με τους Σακελλάριο, Καραγιάννη, Ναπολέων Ελευθερίου και άλλους, επενδύοντας με την μουσική του στίχους που γράφτηκαν για τις ανάγκες κάποιων ταινιών, ενώ συνεχίζει να γράφει στίχους και μουσική για τη δισκογραφία.
1962.
Συνεργάζεται με το Σταύρο Ξαρχάκο και παίζει μπουζούκι στην ηχογράφηση της «άπονης ζωής», και άλλων τραγουδιών.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι πλέον ένας καταξιωμένος δημιουργός, και τα τραγούδια του τραγουδιούνται από όλους τους Έλληνες.
Είναι περιζήτητος σαν «σολίστ» του μπουζουκιού.
Μεγάλα ονόματα που επισκέπτονται την Ελλάδα όπως ο Άντονι Κουήν, Αριστοτέλης Ωνάσης, και άλλοι πολλοί, πάνε να ακούσουν τον Ζαμπέτα στα μαγαζιά που δουλεύει.
Τραγούδια όπως τα «Δειλινά» (1965), «χάθηκες» (1964), «Αγωνία» (1969), και πάρα πολλά άλλα, τραγουδιούνται από μικρούς και μεγάλους ακόμα και σήμερα.
Η μουσική του σε ταινίες όπως «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Ο τζαναμπέτης», «Ο εμίρης και ο κακομοίρης», «Τρελός τα ‘χει 400», αλλά και σε άλλες ενενήντα και πλέον ταινίες, έκαναν τον καθένα μας με το που άκουγε μια απλή πενιά, να λέει « Αυτός είναι Ζαμπέτας».
Ξεχώριζε η μουσική του γιατί τη «ζούσε».
Γιατί άκουγε τα «αηδόνια της αυγής στα ανθισμένα κλώνια», και αυτό το κελάιδισμα το ανοιξιάτικο το έκανε μουσική και στίχο, που το έστελνε σε εμάς με «Χίλια περιστέρια».
Τα αηδόνια έπαψαν να κελαηδούν για τον Γιώργο Ζαμπέτα την Τρίτη 10 Μαρτίου 1992 στο Νοσοκομείο Σωτηρία.
«Που ήσουν φίλε κι άργησες
Τα χρόνια έχουν φύγει
Κι η πόρτα που σου άνοιξα
Χίλιες πληγές μ’ ανοίγει».
Αξίζει να γνωρίσουμε τις 95 ταινίες, οι οποίες «στολίστηκαν» από τα μουσικά «κεντίδια» του Ζαμπέτα.
Ο πύργος των ιπποτών (1951), Μικροί και μεγάλοι εν δράση (1963), Ευτυχώς χωρίς δουλειά (1963), Ανήσυχα νειάτα (1963), Τα κόκκινα φανάρια (1963), Ο ανιψιός μου ο Μανώλης (1963), Το πιθάρι (1963), Η σοφερίνα (1964), Παράνομοι πόθοι (1964), Ζητιάνος μιας αγάπης (1964), Τα δίδυμα (1964), Έξω φτώχεια και καλή καρδιά (1964), Ο εμίρης και ο κακομοίρης (1964), Η μοίρα μιας ορφανής (1964), Φτωχός αλλά τίμιος (1965), Φτωχολογιά (1965), Περάστε την πρώτη του μηνός (1965), Μερικές το προτιμούν χακί (1965), Ενώνει ο πόνος δυο καρδιές (1965), Με πότισες φαρμάκι (1965), Ξαναγύρισε κοντά μου (1965), Η ζωή μου ανήκει σε σένα (1965) Είναι βαρύς ο πόνος μου (1965), Θύελλα σε παιδική καρδιά (1965), Κλαίω και σε αναζητώ (1965), Ο ουρανοκατέβατος (1965), Μια τρελή – τρελή οικογένεια (1965), Η φωνή μιας αθώας (1965), Ένας τρελός τρελός Βέγγος (1965), Η κόρη μου η σοσιαλίστρια (1966), Φως νερό τηλέφωνο, οικόπεδα με δόσεις (1966), Θέλω να ζήσω στον ήλιο (1966), Κάνε τον πόνο σου χαρά(1966), Ένα καράβι Παπαδόπουλοι (1966), Να ζει κανείς η να μην ζει (1966), Ο εξυπνάκιας (1966), 5000 ψέματα (1966), Δημήτρη μου- Δημήτρη μου (1967), Τα δολάρια της Ασπασίας (1967), Μιας πεντάρας νιάτα (1967). Πατέρα κάτσε φρόνιμα (1967), Ο μεθύστακας του λιμανιού (1967), Πάρε κόσμε (1967), Η παιχνιδιάρα (1967), Σήκω χόρεψε συρτάκι (1967), Του χωρισμού το τραίνο (1967), Ο αχόρταγος (1967), Ο γαμπρός μου ο προικοθήρας (1967), Ένας απένταρος λεφτάς (1967), Ανάμεσα σε δυο γυναίκες (1967), Ήθελε να γίνει βασιλιάς (1967), Γαμπρός απ’ το Λονδίνο (1967), Ο πιο καλός ο μαθητής (1968), Μεγάλες αγάπες (1968), Το κορίτσι του λούνα παρκ (1968), Η Αθήνα μετά τα μεσάνυχτα (1968), Ο τρελός τα ‘χει 400 (1968), Οι μνηστήρες της Πηνελόπης (1968), Συννεφιασμένοι ορίζοντες (1968), Ο μπούφος (1968), Για μια τρύπια δραχμή (1968), Πήρε ο άνεμος τα όνειρα μου (1968), Δόκτωρ Ζιβέγγος (1968), Ο πεθερόπληκτος (1968), Ένας ιππότης με τσαρούχια (1968), Κίτσος μίνι και σουβλάκια (1968), Η Αθήνα μετά τα μεσάνυχτα (1968), Ξύπνα καημένε Περικλή (1969), Ο γίγας της Κυψέλης (1969), Ο παραμυθάς (1969), Ο τζαναμπέτης (1969), Αγωνία (1969), Αλτ και σε έφαγα, εδώ Προκόπης (1969), Ένα ασύλληπτο κορόιδο (1969), Ησαία μη χορεύεις (1969) Ο μπλοφατζής (1969), Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του (1970), Η ταξιτζού (1970), Που πας χωρίς αγάπη (1970), Εθελοντής στον έρωτα (1971), Ένα αγόρι αλλιώτικο από τα άλλα (1971), Εφοπλιστής με το ζόρι (1971), Η εφοπλιστίνα (1971), Καταναλωτική κοινωνία (1971), Ο Μανωλιός ξαναχτυπά (1971), Ο Μανωλιός στην Ευρώπη (1971), Της ζήλειας τα καμώματα (1971), Αγάπη μου παλιόγρια (1972), Δουλικό αμέσου δράσεως (1972), Υβ – Υβ (1972), Ο ερωτιάρης του γλυκού νερού (1972), Ένας γαμπρός πολλά ελαφρύς (1972), Τον αράπη κι αν τον πλένεις (1973), Γεύση από Ελλάδα (1980), Κορόιδο ρωμιέ (1981).
Αυτές, είναι οι πιο γνωστές θα έλεγα ταινίες με την μουσική «υπογραφή» του Γιώργου Ζαμπέτα, του «Σερ του Αιγάλεω Σίτυ».
Του «Σερ», που έλαβε μέρος σε διεθνή Φεστιβάλ (Παρίσι, Κάννες, Βιέννη, Ζυρίχη, Γενεύη) με μεγάλη επιτυχία, κάνοντας γνωστή την «άλλη» Ελλάδα στους ξένους.
Έκανε πολλές μεγάλες προσωπικότητες να χορέψουν χασάπικο και συρτάκι.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι κοντά μας, και γλεντάμε παρέα με τα τραγούδια του.
Για εμένα υπήρξε ο Δάσκαλος που μου δίδαξε όχι μόνο μουσική, αλλά και ανθρωπιά.
Με έδενε φιλία πολλών ετών με τον γιο του Μιχάλη που «έφυγε» και αυτός φέτος, και θυμάμαι εκείνα τα καλοκαίρια στην Κινέττα, με τον Μπάρμπα – Γιώργο να μας φωνάζει γιατί εμείς κάναμε τα δικά μας…….
Αυτός είναι ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο πιο Καλός Μαθητής, ο πιο καλός Δάσκαλος.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ

Ήρθε η ώρα να γνωρίσουμε έναν δημιουργό, για τον οποίο έχουν ειπωθεί διάφορα!
Άλλοι, τον αποκάλεσαν «Μπετόβεν», ενώ άλλοι, τον επέκριναν για την εξέλιξη που έφερε στο μπουζούκι!
ΟΛΟΙ όμως, συμφωνούσαν, και συμφωνούν μέχρι και σήμερα, ότι μπουζουξής και συνθέτης σαν τον ΧΙΩΤΗ, δεν θα ξαναπεράσει από τον τόπο!
Ο Μανώλης Χιώτης, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1920, όπου είχε πάει προσωρινά η οικογένεια του!
Οι δικοί του ήταν από το Ναύπλιο!
Από πολύ μικρός, πήρε μαθήματα κιθάρας, μπουζουκιού, και ουτιού, από έναν κορυφαίο Θεσσαλονικιό δάσκαλο της μουσικής, τον ΓΙΩΡΓΟ ΛΩΛΟ!
Πριν συνεχίσω, θα πρέπει να κάνω και μια διόρθωση σ' αυτό το σημείο!
Ο Χιώτης, όπως θα δούμε και παρακάτω, ξεκίνησε να δουλεύει σαν επαγγελματίας μουσικός σε μικρή ηλικία.
Για αρκετά χρόνια δούλευε σαν κιθαρίστας.
Ο Τάσος Σχορέλης, στο βιβλίο του «Ρεμπέτικη Ανθολογία» Τόμος Δ", εμφανίζει τον Χιώτη σαν μπουζουξή, τέλη του 1936, διπλά στον μεγάλο ΣΤΡΑΤΟ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗ!
Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά μερικά ιερά τέρατα του ρεμπέτικου( Μιχάλη Γενίτσαρη, Τάκη Μπίνη, Σωτηρία Μπέλλλου), και από τα λεγόμενα τους, προκύπτει ότι τις πρώτες του εμφανίσεις, και συνθέσεις, ο ΧΙΩΤΗΣ τις έκανε σαν κιθαρίστας (που ήταν άλλωστε εξαιρετικός)!
Κλείνω εδω αυτή τη μικρή παρένθεση-διόρθωση, λέγοντας ότι διατηρώ ορισμένες επιφυλάξεις, γιατί όσα συγγράμματα διάβασα, όλα τα γράφουν διαφορετικά!
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι η έρευνα για τα ρεμπέτικα, κρύβει πολλές παγίδες, και αντιφάσεις, μέσα σε λίγα στοιχεία!
Συνεχίζω.
Γύρω στο 1934-35, ο Χιώτης και η οικογένεια του επιστρέφουν στο Ναύπλιο, όπου ο Μανώλης αρχίζει να εργάζεται σαν μουσικός.
Το 1936, τον βρίσκουμε στην Αθήνα, να δουλεύει περιστασιακά σε διάφορα μαγαζιά, μέχρι το 1937, που τον συναντάμε «μόνιμο» πια, στο «Δάσος», μαζί με τον Στράτο, ο οποίος τον πήγε μια μέρα στην «Κολούμπια»!
Εκεί, ο νεαρός Μανώλης, υπέγραψε συμβόλαιο, σαν «Διευθύνων Πρίμο Όργανο»!
Την ίδια εποχή, φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι, «Το Χρήμα Δεν Το Λογαριάζω», ενώ για πολλά χρόνια, ήταν ο βασικός εκτελεστής της εταιρίας.
Ο Χιώτης, είναι ο δημιουργός του «Τετράχορδου» μπουζουκιού, είναι εκείνος που «δίδαξε» το ταχύτατο παίξιμο , είναι ο μουσικός, ο «Βιρτουόζος», που έκανε το μπουζούκι να ακούγεται σαν «κιθαρομπούζουκο», αξιοποιώντας με έναν μοναδικό τρόπο τις «Συχνότητες» των χορδών!
Ο ανθρωπος που έπαιξε όμως ρόλο στην μουσική πρακτική μόρφωση του Χιώτη, ήταν ο «ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ ο ΣΠΙΤΑΜΠΕΛΟΣ», τον οποίο άλλωστε ο Χιώτης τον αποκαλούσε ΔΑΣΚΑΛΟ!
Ο Χιώτης έπαιζε μπουζούκι, κιθάρα, ούτι, και βιολί!
Ο «Σαμιώτης», λέει!
«Ο Μανώλης, και στα τέσσερα όργανα που έπαιζε, ήταν άσσος!
Όταν έπιανε στα χέρια του την κιθάρα, εγώ πάγωνα.
Ήταν η καλύτερη κιθάρα.
Το ίδιο και στο βιολί! Όταν έπαιζε σε καθήλωνε, σε έκανε να χάνεις τα λογικά σου»!
Ο Χιώτης, πέθανε το 1970,αλλα άφησε πίσω του έναν πολύ μεγάλο αριθμό τραγουδιών, τα οποία ακούγονται και σήμερα παντού!
Με τον θάνατο του, το «ΚΕΝΟ» στο τραγούδι μας έγινε ακόμα μεγαλύτερο.
Έκανε τρεις γάμους!
Με την Ζωή Νάχη, τη Μαίρη Λίντα, και την Μπέμπα Κυριακίδου.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

ΜΑΝΟΣ ΛΟΙΖΟΣ

Η μικρή αυτή αναφορά, έρχεται με μια μικρή καθυστέρηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ξέχασα τον ΜΑΝΟ.
Δεν ξεχνιούνται τέτοιοι άνθρωποι, τέτοιοι μεγάλοι ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ, που σημάδεψαν με το μουσικό τους «ύφος» το Ελληνικό πεντάγραμμο, ένα πεντάγραμμο που βάλλεται καθημερινά από ένα σωρό ξενόφερτα «διασκευασμένα ηλεκτρονικά σκουπίδια»!
Ναι, έτσι κατάντησε η μουσική μας.
Ο Λοιζος, με τις «ανησυχίες» του, σηματοδότησε ένα διαφορετικό μουσικό άκουσμα.
Όταν πρωτοακουσα το 77 (αν θυμάμαι καλά) τα «Τραγούδια του Δρόμου» (δουλειά του 1974), συγκλονίστηκα από την απλή, αλλά πολύ ΔΥΣΚΟΛΗ μελωδία που υπέγραφε ο Μάνος Λοιζος!
Ήμουν σε μια ηλικία που ίσως ήταν νωρίς για να καταλάβω το «στρατευμένο» (κατά πολλούς) τραγούδι, ήταν όμως η πλέον κατάλληλη για να διαμορφώσω τις δικές μου μουσικές «ευαισθησίες»!
Ο Μάνος, έδινε ΨΥΧΗ στην μουσική του, και με την δική του ψυχή, αγκιζε, και αγκιζει τις δικές μας.
Ας δούμε τι είχαν πει για τον Λοιζο, σημαντικές μορφές των γραμμάτων, και των τεχνών της χώρας μας.

«Ο Μάνος Λοιζος είναι απ’ τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού. Η μουσική του, οικεία, φιλική, μας κερδίζει απ’ το πρώτο της άκουσμα, σύμφωνα με ένα πλατυτατο κοινωνικό συναίσθημα που περιλαμβάνει και το δικό μας. Δεν επιζητεί ποτέ να εκπλήξει. ……..
Το 1972, όταν γύρισα από απ’ την εξορία ήρθε δυο φορές σπίτι μου με την κιθάρα του. Έπαιξε και τραγούδησε πολλά τραγούδια του απ’ τις μεταφράσεις μου των ποιημάτων του ΧΙΚΜΕΤ……..
Ένας Μάνος Λοιζος, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΞΕΧΝΙΕΤΑΙ…….»
Αυτά, και άλλα πολλά είπε για τον Μάνο Λοιζο ο μεγάλος μας ποιητής, ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ!
«Είχα την ευτυχία και τη χαρά να συναντήσω τον Μάνο Λοιζο από τα πρώτα του βήματα. Τον θυμάμαι στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, να κάθεται απέναντι μου ώρες αμέτρητες καθώς οι συζητήσεις μας δεν είχαν τελειωμό……..
Τα πρώτα του τραγούδια είχαν κιόλας τη σφραγίδα της αγνότητας, του αληθινού, του πηγαίου, της γένεσης.
Ο Λοιζος δεν κατασκεύαζε. Και αν το ήθελε, δεν θα μπορούσε.

Γεννούσε.

Κι αυτό γιατί έτσι το ένιωθε…..
Τρυφερός και καλός γινόταν ακόμα πιο τρυφερός και πιο καλός μέσα στην προσπάθεια, τις δοκιμασίες στον αγώνα.

Κι αυτή η ευγένεια της ψυχής, μπορεί να γίνει τραγούδι τρυφερό, καλό ευγενικό.
Δεν ήταν πλατάνι η βαλανιδιά.

Ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος:

Η καρδιά του ανθρώπου»!
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ.
«Ερωτικός, ανατολίτης, τρυφερός, ευαίσθητος, γαλήνιος, ονειροπόλος και μαζί, μαχητικός και πεισματάρης. Έτσι ήταν ο Μάνος. Με την ψυχή δεμένη στο ταξίδι. Και με το τραγούδι, αίμα στις φλέβες του.
Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες, το καλό κρασί, οι νόστιμοι μεζέδες. Σπάνια θύμωνε. Συνήθως χαμογελούσε. «Είμαι απελπισμένος», έλεγε. Κι έτρεχε να κρυφτεί στο καταφύγιο του: το χιούμορ.
Έπαιζε τάβλι, έπαιζε πόκα. Έπαιζε και με τη ζωή του. Έζησε μόνο 45 χρόνια, που είναι περισσότερα από 90, για πολλούς από μας. Γέρος και σοφός και πολύπειρος και συγχρόνως παιδί, έτοιμο να μαγευτεί από τα χρώματα μιας πεταλούδας»!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Αυτά τα λίγα, μα τόσο πολλά φίλοι μου, σαν μια μικρή αναφορά μνήμης για τον ΜΑΝΟ!
«Η μέρα εκείνη δεν θα αργήσει
κυνηγημένο μου πουλί!
Σε πήρε κάποτε η δύση
Σε ξαναφέρνει η ανατολή
»!

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ

Αλήτη μ' είπες μια βραδιά χωρίς καμιά αιτία
μα του αλήτη η καρδιά δε σου κρατάει κακία!

Είναι καημός, είναι σαράκι, είναι παράπονο, ένα μεγάλο παράπονο, ένα μεγάλο τραγούδι!

Ο ρυθμός του, τα 9/8, η μελωδία, έδεσαν με το στίχο τόσο όμορφα, όσο μόνο ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ μπορούσε να πετύχει!
Ένας από τους κορυφαίους συνθέτες του ρεμπέτικου, μια ξεχωριστή παρουσία στο χώρο αυτών των "παρεξηγημένων" τραγουδιών!
Ο Χατζηχρήστος, γεννήθηκε στο Κοκάριαλι της Σμύρνης το 1901.
Στην Ελλάδα ήρθε το 1922, μετά από πολλές περιπέτειες που πέρασε (δραπέτευσε από τους Τούρκους την ώρα που τον πήγαιναν για εκτέλεση)!
Δεξιοτέχνης μουσικός, έπαιζε μπουζούκι, κιθάρα, πιάνο, και ακορντεόν.
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος, πριν ασχοληθεί με το τραγούδι, έκανε το επάγγελμα του οξυγονοκολλητή! Πήρε το δρόμο του επαγγελματία μουσικού στα μέσα του 1933, αφήνοντας την άλλη δουλειά!
Από το ξεκίνημα του, φάνηκε η αξία του σαν μουσικός, πράγμα που τον έκανε απ' την αρχή της καριέρας του να παίζει στα καλύτερα λαικορεμπέτικα συγκροτήματα!
Δούλεψε στα μεγαλύτερα κέντρα της εποχής (Δερέμπεη, Πικίνου, Κατελάνου, στο Δάσος του Βλάχου, στου Μάριου, και αλλού), μαζί με τα μεγαθήρια του τραγουδιού!
Η μουσική του Χατζηχρήστου, είναι έντονα επηρεασμένη από τους "Μικρασιάτικους Ήχους"! Το "ηχόχρωμα" του, έχει κάτι διαφορετικό από των άλλων δημιουργών του ρεμπέτικου!
Έχει μια "γλύκα" η μουσική του, που συνδυάζει τη Σμυρναϊκή, και Πειραιώτικη μουσική σχολή, προσεγγίζοντας τες κάπως διαφορετικά από τον Τούντα, και άλλους!
Χαρακτηριστικό των τραγουδιών του, είναι ο καημός, το παράπονο των ξεριζωμένων της προσφυγιάς, των αδικημένων, το παράπονο για τα βάσανα της ζωής! Εκτός από καταπληκτική μουσική, ο Χατζηχρήστος έγραφε και πολύ καλούς στίχους, ενώ συνεργάστηκε με τον Γιάννη Λελάκη, βάζοντας μουσική σε δικά του τραγούδια!
Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, είχε πει για τον Χατζηχρήστο! "Ο Αποστόλης ήταν πολύ τίμιος. Μπεσαλής, ωραίος συνεργάτης, και κορυφή συνθέτης! Ότι έγραφε, το 'βγαζε απ' το κεφάλι του.
Ταλαιπωρημένος και παραπονιάρης. Αμ, τι ήθελες μετά τόσα βάσανα;
Να χοροπηδά; Ο Αποστόλης με τον Παπαϊωάννου είχαν μαγαζί στη Δραπετσώνα. Δούλεψα μαζί τους!
Ήταν εκεί και ο "Μπιρ Αλλάχ". Μέχρι το 1960 που σταμάτησα, δούλεψα πολλές φορές ακόμα με τον Αποστόλη.
Στου Βλάχου αυτός, εγώ, ο Μπιρ Αλλάχ, ο Στράτος, η Νανά.... Στο "Φοίνικας", στον Πειραιά, που 'ταν πίσω από το θέατρο "Ολυμπία", αυτός, εγώ, ο Μπιρ Αλλάχ, κι ο Μήτσος ο Κινέζος που τον λέγαμε, ο Χρυσίνης, ο Μαρινάκης....
Ο κινέζος είχε μια γλύκα ο μπαγάσας, ήταν ζόρικος κιθαρίστας. Με δυο κουβέντες, ο Αποστόλης ήταν σ' όλα του κύριος! Το ξέρω, γιατί τον έζησα από κοντά"!
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος πέθανε στις 5 Ιουνίου του 1959, σε ηλικία 58 χρόνων! Στα 26 χρόνια παρουσίας του στο ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, άφησε σε εμάς σαν κληρονομιά τραγούδια "διαμάντια"!
Κλείνοντας το αφιέρωμα στον Χατζηχρήστο, βάζω μερικές γραμμές από ένα πανέμορφο τραγούδι του!
"Σιγά - σιγά φίλε μου τ' αμάξι.
Έφτασε η πεντάμορφη τις καρδιές να κάψει"....

ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ (ΝΤΑΛΓΚΑΣ)

Κωνσταντινούπολη, κάπου στα 1910, ένας μεγάλος τραγουδιστής μαγεύει τον κόσμο.
Με αφορμή τα όμορφα "τσακίσματα", και τους "κυματισμούς" που είχε στη φωνή, τον φώναζαν...... ΝΤΑΛΓΚΑ!
Ποιον; Τον ΑΝΤΩΝΗ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗ! Γεννήθηκε στην πόλη το 1892, και πέθανε στην Αθήνα το 1945, Από τα 16 του χρόνια, ασχολήθηκε με το ούτι! Από το 1908, μέχρι το 1917, έπαιρνε μέρος σε γιορτές και πανηγύρια! Από το 1917, μέχρι το 1922, ο Διαμαντίδης εργαζόταν σαν τραγουδιστής στην "πόλη".
Το διάστημα αυτό, τραγουδούσε Μικρασιάτικα, Ευρωπαϊκά, Δημοτικά, Λαϊκά, και Ρεμπέτικα τραγούδια! Το 1922, ήρθε στην Ελλάδα, ενώ ένα χρόνο μετά, το 1923, και για επτά χρόνια , συνεργάστηκε με Σμυρναϊκά , λαϊκά, και ρεμπέτικα συγκροτήματα σαν τραγουδιστής, αλλά και σαν μουσικός!
Την ίδια εποχή, ο "Νταλγκάς" αρχίζει και γράφει δικά του τραγούδια, ενώ από το 1930, μέχρι και το θάνατο του, είχε αντικαταστήσει το ούτι με κιθάρα, ενώ εργαζόταν σε διάφορα κέντρα , ερμηνεύοντας καντάδες, τραγούδια του αξέχαστου "ΑΤΤΙΚ" (Κλέων Τριανταφύλλου), και ρεμπέτικα!
Ο ΝΤΑΛΓΚΑΣ σαν τραγουδιστής άφησε εποχή! Μαζί με τους ΡΟΥΚΟΥΝΑ, ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗ, ΚΑΡΙΠΗ, ΝΟΥΡΟ, ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗ, αποτελούν την "χρυσή επτάδα" των λαϊκών ερμηνευτών της περιόδου 1922-1940.
Ο Αντώνης Διαμαντίδης, εκτός από κορυφαίος ερμηνευτής, υπήρξε και ένας αξιόλογος δημιουργός!
Τα περισσότερα όμως από τα τραγούδια που έγραψε, "λεηλατήθηκαν" από διάφορους, οι οποίοι τα κυκλοφόρησαν με το όνομα τους.
Πρωτοάκουσα τον ΝΤΑΛΓΚΑ, από έναν δίσκο γραμμοφώνου, να ερμηνεύει τον "Μανέ Καληνυχτιάς", και μαγεύτηκα!
Ήταν στο σπίτι ενός οικογενειακού μας φίλου, όπου υπήρχε το γραμμόφωνο του παππού, και κάποιες "πλάκες"!
Μια "αρμόνικα", και μια κιθάρα, τα όργανα, και μια ΦΩΝΗ που σε καθήλωνε! Ήμουν μικρός τότε, αλλά το τραγούδι αυτό "μου ΄μεινε" χαραγμένο στη μνήμη.
Όταν άρχισα να ασχολούμαι με την έρευνα για το Ελληνικό τραγούδι, λίγα χρόνια μετά, θέλοντας και μη, έγινα "συλλέκτης" δίσκων, και μέσα σε αυτούς, "ξανασυναντήθηκα" με τον Νταλγκά!
Ας γνωρίσουμε όμως μερικά από τα τραγούδια που έγραψε!
"ΕΧΩ ΜΕΡΑΚΙ ΕΧΩ ΝΤΑΛΓΚΑ-1928, Η ΑΠΟΝΗ ΤΟΥΡΚΑΛΑ- 1928, ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΜΟΥ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ-1928, ΝΤΕΡΜΠΕΝΤΕΡΙΣΑ ΤΟΥ ΨΥΡΗ-1928, ΕΛΑ ΣΤ' ΑΝΑΠΛΙ-1929, ΣΥΡΙΑΝΗ ΜΟΥ ΟΜΟΡΦΗ-1929, ΜΑΝΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΙΑΣ-1930, ΣΤΟΥΣ ΠΟΔΑΡΑΔΕΣ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ-1931, και άλλα πολλά.
Ο Αντώνης Διαμαντίδης, ο επιλεγόμενος και Νταλγκάς, εκτός από τα δικά του τραγούδια, ερμήνευσε με τον ίδιο, μοναδικό τρόπο, σε δίσκους της Αμερικής, και τραγούδια των ΚΟΥΚΟΥΔΑΚΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, και άλλων, ενώ το 1933, ηχογραφείται στην Αμερική το "ΧΑΣΑΠΙΚΟ ΛΑΤΕΡΝΑ", ένα υπέροχο χασάπικο, μια σύνθεση του Νταλγκά, το οποίο αργότερα επανακυκλοφόρησε με τίτλο, "ΧΑΣΑΠΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ",και φυσικά, σε άλλου το όνομα, ο οποίος το "διασκεύασε"(κατακρεούργησε), για να το περάσει για δικό του!

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2008

ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Ένα αφιέρωμα στον ΛΑΙΚΟ ΠΟΙΗΤΗ Φώτη Αγγουλέ, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω σαν έναν «φόρο τιμής» απέναντι στον ΑΓΩΝΙΣΤΗ, απέναντι στον ΑΝΘΡΩΠΟ!
Τα στοιχεία τα πήρα από το βιβλίο της Έλλης Παπαδημητρίου «Φώτης Αγγουλές», Κέδρος 1975, το οποίο μάλιστα σας προτείνω να το αγοράσετε!
«Γεννήθηκε το 1911 στον Τσεσμέ –αρχαία Κρήνη- στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι ακριβώς στη Χιο.
Ο πατέρας του λέγονταν Σιδερής Χονδρουδάκης κι ήτανε ψαρομανάβης.
Το «Αγγουλές» το πήρε από παρατσούκλι.
Η μάνα του λέγονταν Γαρουφαλλιά. Είχε τρεις αδερφές κι ο Φώτης ήταν το στερνοπαίδι.
Στον πρώτο πόλεμο 1914-18 πού έγινε κι ο πρώτος διωγμός των χριστιανών της Μικράς Ασίας, ο πατέρας του φόρτωσε μια νύχτα την οικογένεια του σε καΐκι και την πέρασε απέναντι στη Χίο, για να τη σώσει απ' τη σφαγή.
Τον πρώτο καιρό τούς στεγάσανε σε σχολεία, σε αποθήκες, σε χαλάσματα.
Τελικά τους εγκατέστησαν στο παλιό Κάστρο.
Στο σχολείο πήγε μέχρι τη δεύτερη τάξη του Δημοτικού, χωρίς κι αυτή να την τελειώσει.
Τα γράμματα τάπαιρνε, ήτανε όμως πολύ ζωηρός και μια μέρα πήδηξε απ' το παράθυρο της τάξης του και πια δεν ξαναγύρισε.
Στα 14 του χρόνια διάβασε για πρώτη φορά ένα ποίημα κι ενθουσιάστηκε.
Από τότε σκάλιζε χαρτιά και παιδευόταν να ταιριάζει στίχους.
Στα 15 πήγε μαθητευόμενος παραγιός σε τυπογραφείο που τυπωνόταν η τοπική εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Σε λίγα χρόνια έμαθε την τέχνη, γνωρίστηκε και με νέους διανοούμενους κι έβγαλαν το εβδομαδιαίο περιοδικό «ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ» αλλά σε λίγο καιρό τόκλεισαν.
Παλικαράκι πια δημοσίευσε στην εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» μια τσουχτερή σάτιρα για τον Μουσολίνι.
Τον τραβάνε στα δικαστήρια, τελικά αθωώνεται, αλλά από τότε χαρακτηρίζεται σαν αριστερός.
Μη μπορώντας ν' αντέξει την κατοχή φεύγει για την Μ. Ανατολή.
Περνά μια νύχτα τον Αύγουστο του 1941 με μια βάρκα απέναντι στον Τσεσμέ κι από κει στη Σμύρνη και στοιβαγμένοι με πολλούς άλλους πάνω σε βαγόνια φτάνουνε στο Χαλέπι της Συρίας μετά Χάιφα-Παλαιστίνη.
Ό Αγγουλές κατατάχτηκε στον Ελληνικό στρατό της Μ. Ανατολής κι απέκτησε — όπως λέγαν — την ειδικότητα του στρατιώτη ποιητή.
Αρχές του 1942 αποσπάστηκε στην Ιερουσαλήμ στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου πού τύπωναν το στρατιωτικό περιοδικό «ΕΛΛΑΣ».
Στα 1942 μετατέθηκε στο Κάιρο και κει γνωρίστηκε με τον Σεφέρη που ήταν προϊστάμενος στο κυβερνητικό γραφείο τύπου.
Εκεί παντρεύτηκε μια Αιγυπτιώτισσα ελληνίδα και δημοκράτισσα δασκάλα των Γαλλικών πού λέγονταν Έλλη Κυριαζή κι ήταν απ' το Πήλιο η καταγωγή της. Διατηρούσε μπαρ πού σύχναζαν πολλοί έλληνες.
Ζήσανε μαζί 4-5 μήνες.
Τον Αύγουστο του 1944 οι Άγγλοι τον πήγαν εξορία στην Ασμάρα, μετά φυλακή και απομόνωση στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο κι αργότερα στο Ντεκαμερέ. Εκεί αρρώστησε και τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο του Μαϊχαμπάρ από κει σαν άρρωστος απολύθηκε.
Μετά από διαδρομή άνω Αίγυπτο-Αλεξάνδρεια έφτασε στην Αθήνα και σε λίγες μέρες έφτασε στη Χίο.
Και στη Χίο άμα γύρισε ο Φώτης είχε αρχίσει ο ύπουλος, έπειτα επίσημος διωγμός των αριστερών.
Στη θέση της η χωροφυλακή ορκισμένη απ' τον καιρό της κατοχής, στα πόστα τους μοναρχικοί, μεταξικοί, ως και συνεργάτες των Γερμανών, τώρα συνεργάτες των Άγγλων.
Έπειτα δεν άργησε, την είδαμε πώς φούντωσε σ' όλη την Ελλάδα η δεξιά τρομοκρατία, πώς συγκροτήθηκε πάλι αντίσταση στα βουνά, παλιοί και νέοι καπεταναίοι και αντάρτες — εμφύλιος πόλεμος.
Και στις πολιτείες σκληρός ο παράνομος αγώνας συλλήψεις, δίκες, εκτελέσεις, εξορίες, οι φυλακές δε χωρούνε, ανοίξανε κι άλλες, ανοίξανε στρατόπεδα για ξεφτελισμό και βασανισμό κομμουνιστών και πατριωτών Γιούρα, Μακρόνησο.
Οι Άγγλοι σύμβουλοι επιστατούνε και διδάσκουνε.
Η μνήμη πληγώνεται όποτε αναπολεί τη φριχτή εποχή, αναζητά την καθαρή σειρά της προδοσίας του Ελληνικού λαού μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, πώς πλήρωσε το πρώτο μεταπολεμικό αντικομουνιστικό πείραμα των Άγγλων και Αμε­ρικάνων, συνεχίζεται ακόμη.
Τα 2 μεγάλα νησιά Σάμο, Μυτιλήνη με το προζύμι του πρώτου βγάλανε και δεύτερο αντάρτικο, το πληρώσανε ακριβά.
Κι η άβγαλτη Χίος πλήρωσε ακριβά τους ογδόντα πρωτόπειρους πρωτοπόρους της.
Το 1948 μέσα στις καθημερινές αγωνίες, συλλήψεις και καταδίκες μάθαμε πως είχε πιαστεί ο Φώτης, ήτανε κλεισμένοι μ' έναν φίλο του, Μιχάλη Βατάκη, σε μια στέρνα, φουντάνα, στο χωριό Βροντάδο και τυπώνανε παράνομη εφημερίδα.
Τους είχε σωθεί το παξιμάδι κι οι ελιές τους, ένα καλαθάκι, καθώς και τ' οξυγόνο δεν άναβε πια το φαναράκι τους — έπεσε άραγε ρουφιανιά, άραγε ξετρυπώσανε καμιά νύχτα σα μαμούνια να πάρουν αέρα και τους είδε κανένα μάτι, δεν μάθαμε ποτές. Τους κατεβάσανε στη Χώρα και τους πομπέψανε δεμένους, ο κόσμος περίφοβος αλλά και κανένας δεν τους πρόσβαλε.
Τους σηκώσανε ύστερα όλους μαζί απ' τη Χίο, είπανε πώς τους πήγανε στα Γιούρα και κείνος πως βρίσκεται στη Σύρα στο Νοσοκομείο.
Τότε για μας κάθε μετακίνηση ήταν πολύ δύσκολη, όμως πήγε στη Σύρα μια ηλικιωμένη και ψυχωμένη αλληλεγγίτισσα, η κυρά Αντωνία, του συνοικισμού Ζωγράφου.
Της είχε πεθάνει μια μοναχοκόρη αντάρτισσα, ο μοναχογιός της στη Μακρόνησο, αλλά η καρδιά της βουνό, πήγε τον είδε και μας έφερε νέα του.
Έπειτα μάθαμε πως η δίκη θα γίνει στην Αθήνα, πως κινδυνεύει να δικαστεί σε θάνατο.
Τρέξαμε όπου είχαμε γνωριμίες, ελπίδες, τα γνωστά.
Είχαν ενδιαφερθεί και αρκετοί Χιώτες, είχε πολλές συμπάθειες.
Δικάστηκε 12 χρόνια ειρκτή.
Δε θυμάμαι χρονολογικά τις μεταγωγές του από φυλακή σε φυλακή, τις πέρασε όλες. Στο Ναύπλιο συζητήθηκε η αναθεώρηση του αλλά δεν πήγε ο δικηγόρος και φίλος του.
Στα Βούρλα τον είδα επισκεπτήριο πρώτη φορά, έπειτα στην Κόρινθο, πιο ήμερη φυλακή μας φάνηκε.
Με τους σεισμούς του '53 βρέθηκε στην Κεφαλονιά. Πολλοί φύλακες πετάξανε τα κλειδιά, τρέχανε, βγάζανε τους κρατούμενους λοιπόν σε μια πλατεία, οι πολιτικοί αναλάβανε, ορίσανε υπεύθυνους για φρούρηση, σχηματίσανε τετράγωνο.
Έλεγε ο Φώτης πως ή γης βούιζε κάθε τόσο και τάραζε σα θάλασσα, κάτι περίψηλα πεύκα τα πετούσε όξω, φαίνουνταν οι ρίζες τους, οι κορφές τους ακουμπούσαν χάμω και πάλι ορθοποδίζανε.
Οι άνθρωποι πέφτανε, βαστιούντανε χέρι-χέρι, μερικοί ξερνούσανε, η σκόνη τύφλωνε.
Διαδόθηκε τότε με τη θεομηνία ότι κάποιο μέτρο θ' ακουστεί ευεργετικό, ελπίζαμε αλλά τίποτα δεν έγινε, τους μεταφέρανε στην Κρήτη, στην Αλικαρνασσό.
Το '54 τον φέρανε στον Άγιο Παύλο για εγχείρηση του στομαχιού, δεν μπορούσε πια να φάει καθόλου.
Μιλήσαμε από κοντά-κοντά στο κρεβάτι του, η διάθεση του καλή κι εδώ «...θα φάω πάλι χταπόδι...» και κουνούσε το λεπτό, λεπτό του χέρι με τεντωμένα τα μαυριδερά του δάκτυλα σα να το παράγγελνε.
Αποφυλακίστηκε το '56, απ' την Κέρκυρα, είχε συμπληρώσει τα 2/3 της ποινής του. Έμεινε πάλι στην Αθήνα μερικές μέρες και πήγε στη Χίο.
Πάλι εκεί τον παρακολουθούσε η Ασφάλεια, τον καλούσαν κάθε μέρα, τον φοβέριζαν, φοβέριζαν τους συγγενείς του και όποιον τον πλησίαζε.
Για να υπογράψει δήλωση.
Αυτός κάθε μέρα μπροστά τους ατάραχος, το στόμα του κλειστό χωρίς καθόλου να το σφίξει, άφωνος.
Μάλιστα όταν θόλωσε ο νους του, φέρανε στην Κλινική να υπογράψει ένα χαρτί του ΙΚΑ, τόσο είχε συνήθειο τη βουβή άρνηση, ούτε άπλωσε το χέρι να το διαβάσει, μας κοίταζε και χαμογελούσε κάπως πονηρά, δηλαδή «δε θα με ξεγελάσετε ούτε σεις...», χρειάστηκε μεγάλη διαδικασία για να το υπογράψει μια αδελφή του.
Πολύ τον στενοχωρούσε πως ταλαιπωρούσε κι άλλους άθελα, ίσα-ίσα καλημέριζε τη γειτονιά και τραβούσε.
Είχε στέκι στο λιμάνι, σε κάτι πολύ φτωχικά ταβερνάκια, τα περιφρονούσαν κι οι χαφιέδες.
'Εκεί περιζήτητος, τον κερνούσανε, του δίνανε καμιά φορά ψάρι «να το μεταπουλήσει», για χαρτζιλίκι και πάλι το χαρτζιλίκι τούτο έπεφτε στο ρεφενέ για ρακί.
Του άρεσε πάντα το πιοτό, τελικά δεν είχε άλλη απόλαυση.
Μερικοί παλιοί φίλοι τον υποστηρίξανε, τον πήρε στο τυπογραφείο του ο εκδότης της εφημερίδας «Χιακός λαός» έτσι και βρέθηκε με περίθαλψη του ΙΚΑ όταν αρρώστησε.
Τύπωσε σιγά-σιγά εκεί με τα χέρια του τη συλλογή «Πορεία στη νύχτα», δική του επιλογή από παλιά ποιήματα και νέα.
Καλοκαίρι του '63 τον φέρανε σε κλινική στα Μελίσσια, είχε πάθει μολυβδίαση, την ασθένεια των τυπογράφων.
Αλλά και το μυαλό του είχε πάθει.
Δεν έβγαλε μιλιά όταν με είδε, αν γνώριζε αν δε γνώριζε δεν κατάλαβα, το μάτι του όμως μας παρακολουθούσε, θαρρείς μας έκρινε. Μια στιγμή σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο, ίδια ή περπατησιά του πηδηχτή σαν έτοιμος για χορό. το κεφάλι του τώρα κάτασπρο.
Με τη φροντίδα της ΕΔΑ μπήκε σ' άλλη κλινική ψυχιατρική στο Ελληνικό, εκεί τον περιποιηθήκανε πολύ γιατροί και νοσοκόμοι, μετά 4 μήνες έτρωγε, μιλούσε ομαλά.
Όσον καιρό ήτανε άρρωστος καθισμένη δίπλα του μια αδελφή του, αφήνανε τα σπίτια τους, σύμφωνοι κι οι άντρες και τα παιδιά τους, χάρη του Φώτη, άμετρη, ασυζήτητη αφοσίωση, ανατολίτικη.
Έλεγε κάποτε ο ίδιος πως αν ο ένας του σπιτιού δεν είχε ύπνο κι οι άλλοι αγρυπνούσανε «για συντροφιά...».
Δεν του 'λειψε στην πατρίδα, στην προσφυγιά ποτές δα η γυναικεία παρουσία, κοπέλες πρόθυμες, απλές και γραμματιζούμενες λαχταρούσανε την παρουσία του, τον φροντίζανε, τον καμαρώνανε, ζηλεύανε, καρδιοχτυπούσανε, χωρίς και πολλές ελπίδες.
Από μέρους του η ανταπόκριση εγκάρδια και άστατη.
Ούτε και της γυναίκας του δε δώσανε άδεια να έρθει απ' την Αίγυπτο, σε κανένα χρόνο πήραν διαζύγιο.
Λοιπόν στο θάλαμο, γύρω απ' το κρεβάτι του όπως στη σκηνή του, στο κελί, πάντα μεγάλη σύναξη και συζήτηση, άδικα μαλώνουν οι γιατροί πώς του χρειάζεται ησυχία. Πάνω στο συνήθειο αυτό μια φορά του ξέφυγε «... σε τρώνε ζωντανό... φαίνεται είμαστε για φάωμα...».
Ήρθε μετά 5-6 μήνες πάλι στην κλινική για παρακολούθηση, του βγάλανε και τη σύνταξη απ’ το σωματείο των τυπογράφων.
Του προσκολλήθηκε τότε μιαν άρρωστη και τάχα γιατρεμένη, τάχα γιατρεμένος κι αυτός, της έδωσε λόγο πως θα την πάρει στη Χίο και θα την παντρευτεί.
Όμως ανάμεσα κωμωδία και μαρτύριο, μπήκε στη μέση ο θάνατος.
Για να την παραλάβει λένε πως έκανε το τελευταίο του ταξίδι.
Μας τηλεφωνήσανε ένα πρωί ότι βρέθηκε νεκρός στο «Κολοκοτρώνη» με το δρομολόγιο από Χίο προς Πειραιά, τη νύχτα 26 προς 27 Μαρτίου 1964, στο διάδρομο της τουριστικής.
Η νεκροψία έδειξε πνευμονικό οίδημα.
Συμφωνήσαμε πώς έπρεπε να ταφεί στη Χίο, αυτό θα ήθελε και κείνος. Ταριχεύτηκε λοιπόν με φροντίδα της ΕΔΑ και στις 30 Μαρτίου τον συνοδέψαμε απ' το Νεκροταφείο στο πλοίο.
Το φέρετρό του στ' αμπάρι καταστολισμένο — πάλι αμπάρι σού έμελλε — τον χειροκροτήσανε οι φίλοι στην προβλήτα όπως είναι το έθιμο και τον συνοδέψανε τέσσερις αποσταλμένοι.
Στη Χίο φτάσαμε χαράματα, οι 3 αδελφές του περιμένανε μαυροντυμένες, κι άλλοι δικοί του, τοποθετήθηκε το φέρετρο στη Μητρόπολη, όλο το δρόμο μια θρηνωδία σιγανή.
Ως το μεσημέρι περνούσε ό κόσμος αδιάκοπα, μερικοί απλοί φίλοι του σκύβουνε και του μιλούνε δακρυσμένα «... ήσουνα καλά πού ήφυες...», «...οχ να μη βρεθεί κανείς μας εκεί...».
Η κηδεία επίσημη, μ' έξοδα του Δήμου και μουσική.
Μερικοί παραπονέθηκαν — γιατί να μην κάνουνε αυτοί τα έξοδα, λέγανε «... είμαστε φίλοι...», χτυπούσαν το στήθος τους, δείχναν την καρδιά τους, θλίψη αντρίκια ομηρική.
Άλλοι λέγανε πώς αν είχε ο Φώτης τα μισά λεφτά που πήγανε στο ξόδι του θα περνούσε πλούσια ένα χρόνο.
Στο τέλος μερικοί κοντινοί αρπάξανε το φέρετρο στα χέρια και τον κατεβάσανε στον τάφο.
Η άνοιξη κι ο ήλιος της λάμπρυνε τα σωριασμένα στέφανα και τα σκυμμένα κεφάλια εκεινών που μείνανε πίσω δε φεύγανε.

Μην καρτεράτε

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή,μήδ' όσο στην κακοκαιριά λυγά το κυπαρίσσι.Έχουμε τη ζωή πολύπάρα πολύ αγαπήσει.

ΜΠΙΡ ΧΑΚΙΜ - Αγγουλές
Αντιφασίστες Έλληνες, το προσκλητήριο να γενεί
χωρίς κανένα σάλπισμα, με σιγανή φωνή.

Τα ελληνικά σαλπίσματα, αντιφασίστες σαλπιχτές,
για τους νεκρούς του Μπιρ Χακίμ γνώριμα τόσο που ’ναι,
μέσα σ' αυτή την έρημο δεν πρέπει ν' ακουστούνε·
μη σηκωθούνε κι οι νεκροί συντρόφοι μας και τρέξουνε,
γιατί δεν πρέπει ο βωμός της άγιας τους θυσίας
τόπος της εξορίας πως έγινε να δούνε.

Αντιφασίστες Έλληνες το προσκλητήριο να γενεί
χωρίς κανένα σάλπισμα με σιγανή φωνή·
μην τύχει και ξυπνήσουμε, μέσα στην άναστρη βραδιά,
τους Έλληνες συντρόφους μας, που γαληνά κοιμούνται
αγκαλιασμένοι αδελφικά με τους φρουρούς του Μπιρ Χακίμ,
του ήρωα γαλλικού λαού αθάνατα παιδιά.

Αντιφασίστες Έλληνες, το προσκλητήριο να γενεί
χωρίς κανένα σάλπισμα, με σιγανή φωνή.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

"Τριγυριστής της Ινδικής στα νιάτα του ο Κοσμάς
πίστεψε στα γεράματα πως θα καλογερέψει.
Κυρά θαλασσοθάνατη, στα χέρια του έχεις ρέψει,
που στα στερνά τα μάρανε το αλέτρι κι ο κασμάς.
¨Οπου έφτασες, κάθε χρονιά θερίζουν τρείς φορές.
Την Ταπροβάνη εδιάλεξες κι είχες καιρό ποδίσει.
Τώρα μασάς αμύγδαλα και προσφορές ξερές,
και το λιβάνι οσμίζεσαι που μοιάζει με χασίσι"!
(Απόσπασμα από το "ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΠΛΕΥΣΤΗ" από το "ΤΡΑΒΕΡΣΟ")

Τι μπορεί να πεί κανείς για τον Νίκο Καββαδία, και μάλιστα τι μπορεί να πεί ένας ασυρματιστής, για έναν άλλον;

Πριν ταξιδέψω και γνωρίσω άλλες χώρες, άλλες θάλασσες, τις είχα ήδη γνωρίσει μέσα από την ποίηση του Καββαδία.
Ηταν σαν να τις είχα ταξιδέψει εκατοντάδες φορές, κι ας πήγαινα για πρώτη φορά.

Ο Ποιητής (όχι στιχουργός) Νίκος Καββαδίας, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να μας δίνει γραπτά τα τοπία, και στις στιγμές του από τα ταξίδια που έκανε, κι όμως δεν τα χόρτασε.
Ας τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα.
"Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Έλληνες Κεφαλονίτες.
Όταν ήτανε πολύ μικρός, η οικογένεια γύρισε στην Ελλάδα.
Μερικά χρόνια μείνανε στην Κεφαλονιά και από το 1921 ως το 1932 στον Πειραιά, όπου ο Νίκος Καββαδίας τελείωσε το Δημοτικό και μετά το Γυμνάσιο.
Μαθητής του Δημοτικού, έγραψε τα πρώτα του ποιήματα.
Το 1929 πήγε υπάλληλος σε ναυτικό γραφείο και λίγους μήνες αργότερα μπαρκάρισε ναύτης σε φορτηγό.
Για μερικά χρόνια, συνέχισε να φεύγει με τα φορτηγά, να γυρίζει πίσω ταλαιπωρημένος και αδέκαρος, για να ξαναφύγει σε λίγο.
Ώσπου αποφάσισε να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή.
Αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος, μα είχε ήδη χάσει αρκετά χρόνια στις περιπλανήσεις του και το δίπλωμα του ασυρματιστή ήταν η πιο σύντομη λύση.
Το πήρε το 1939, έγινε όμως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και πήγε στρατιώτης στην Αλβανία, κι έμεινε ξέμπαρκος στην Αθήνα στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Ξαναμπαρκάρησε το 1944 και ταξίδεψε αδιάκοπα, ως ασυρματιστής, σε όλο τον κόσμο, ως τον Νοέμβρη του 1974.
Πέθανε τρεις μήνες αργότερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, τις 10 του Φλεβάρη 1975. Η Βάρδια, το μοναδικό του μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1954.
Η ποιητική του συλλογή Μαραμπού το 1933, το Πούσι το 1947 και Τραβέρσο το 1975. Τα μικρά πεζά Λι, Του πολέμου, και Στο άλογό μου εκδόθηκαν το 1987.