«ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ»
Μια ακόμα ξεχωριστή μορφή του ρεμπέτικου, υπήρξε και ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΙΝΤΖΙΡΙΔΗΣ, η ΙΝΤΖΙΡΙΔΗΣ,η ΕΤΣΕΙΡΙΔΗΣ γνωστότερος σα «Γιοβάν Τσαούς» (ψευδώνυμο προερχόμενο από το βαθμό του λοχία που είχε υπηρετώντας στον Τούρκικο στρατό), ο οποίος άφησε τη δική του «σφραγίδα» στο ρεμπέτικο.
Ο Γιοβάν Τσαούς γεννήθηκε από Έλληνες γονείς το 1893 στην Κασταμονή, της ευρύτερης περιφέρειας Κασταμονής (αρχαία Παφλαγονία), της περιοχής του Πόντου.
Με την μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός, παίζοντας τα έγχορδα της οικογένειας (ταμπουρά, κλπ). Ο Γιοβάν Τσαούς, ηταν ένας από τους πιο γνωστούς μουσικούς της Μικράς Ασίας. Έπαιξε με διάσημους Τούρκους μουσικούς, και τραγουδιστές, και ηταν τέτοια η δεξιοτεχνία του σαν μουσικού, που τον βρίσκουμε σαν μουσικό στην αυλή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Όμως με τα γεγονότα του 1922, μαζί με χιλιάδες Έλληνες, παίρνει και αυτός το δρόμο της προσφυγιάς, και το 1923 τον βρίσκουμε στον Πειραιά.
Μετά από τις ταλαιπωρίες του πρώτου χρόνου στα αντίσκηνα, η οικογένεια του κατόρθωσε να κτίσει ένα όμορφο διώροφο σπίτι κοντά στις εγκαταστάσεις του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, στην επέκταση των γραμμών του σταθμού των ΣΕΚ του Πειραιά. Εκεί, το 1927 παντρεύεται την γυναίκα του Αικατερίνη. Στο ισόγειο του σπιτιού, εγκαθιστά το ραφείο του, ασκώντας το επάγγελμα αυτό μέχρι το 1930, οπότε και μετέτρεψε το ραφείο σε ουζερί. Έτσι, ζώντας στην περιοχή εκείνη η οποία αποτελούσε και καταφύγιο για τους ναρκομανείς της εποχής, ο Γιοβάν Τσαούς θα γράψει μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα με θεματολογία γύρω από τα ναρκωτικά. Ένα από αυτά είναι και ο πρεζάκιας σε στίχους της γυναίκας του..
Το 1931,νοικιασαν και λειτούργησαν ένα μαγειριό – ουζερί κοντά στο πέραμα, εκεί όπου στα κατοπινά χρόνια έγιναν οι δεξαμενές πετρελαίου. Το 1937 μετακόμισαν οριστικά από τον Πειραιά στο σπίτι τους στην Κοκκινιά, όπου και έμειναν μέχρι το τέλος τους το 1942. Ο Γιοβάν Τσαούς ηταν σεβαστός από όλους τους ρεμπέτες. Αν και στην Τουρκία εργαζόταν σαν μουσικός, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην Ελλάδα ΔΕΝ ανέβηκε σε πάλκο, και αυτό γιατί διαφωνούσε με τον τρόπο λειτουργίας των άλλων μουσικών, και τον τρόπο «διασκέδασης» ορισμένων θαμώνων. Ο Γιοβάν Τσαούς, κατά ανεξήγητο τρόπο θα λέγαμε, βρέθηκε να γνωρίζεται με τον μεγάλο Παναγιώτη Τούντα, και να είναι μάλιστα και σολίστας σε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του Τούντα, ο οποίος σημειωτέον ηταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής εταιριών δίσκων.
Τα τραγούδια του Τούντα στα οποία έπαιξε μπουζούκι ο Γιοβάν Τσαούς , ηταν ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ, ΒΑΡΒΑΡΑ, ΜΑΡΙΚΑ Η ΔΑΣΚΑΛΑ, και άλλα. Ο Γιοβάν Τσαούς στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών του χρησιμοποιούσε έναν ερασιτέχνη τραγουδιστή, έναν μηχανουργό, τον Αντώνη Καλυβόπουλο, αλλά και έναν επαγγελματία, τον καλύτερο της εποχής, τον Στελλάκη Περπινιάδη. Η δισκογραφία του αριθμεί όλα και όλα δώδεκα τραγούδια. Εκτός αυτών, συμμετείχε και σε καμιά δεκαριά τραγούδια άλλων συνθετών.. Οι ηχογραφήσεις έγιναν μεταξύ 1935 και 1937, και κατόπιν ο Γιοβάν Τσαούς εγκατέλειψε κάθε σχέδιο για να συνεχίσει γιατί στο μεταξύ είχε επιβληθεί και η λογοκρισία του Μεταξά.
Ο Γιοβάν Τσαούς δυστυχώς άφησε λίγα τραγούδια για να τον θυμόμαστε. Πολλοί είναι εκείνοι που μίλησαν για τον μουσικό Γιοβάν Τσαούς με τα καλύτερα λόγια. Σαν μουσικός (σύμφωνα με διηγήσεις παλιών) ηταν άφτιαστος, ενώ οι γνώσεις του επάνω στους «δρόμους» της ανατολίτικης μουσικής, τα μακάμ, ηταν μοναδικές. Από αυτόν πήραν γνώσεις οι Μάρκος, Μπάτης , Δελιάς, Παγιουμτζής, Κερομύτης, και άλλοι ρεμπέτες, με τους οποίους βρισκόταν συχνά και έπαιζαν στις διάφορες παρέες. Ο Γιοβάν Τσαούς δημιούργησε έναν μύθο γύρω από το όνομα του τόσο με το ιδιαίτερο ύφος του, τη μοναχική συμπεριφορά του, και πάνω απ’ όλα, με τα «δύστροπα» (κατά τον Βαμβακάρη) όργανα του, τα οποία ΜΟΝΟ εκείνος μπορούσε να παίξει. Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό με τον Μάρκο, ο οποίος άφησε το δικό του μπουζούκι και επιχείρησε να παίξει με το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς. Μάταια όμως, και από τη «φούρκα» του, κόντεψε να το σπάσει λέγοντας ότι τα όργανα αυτά έχουν ένα αφεντικό.
Και να δούμε καλύτερα τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, μέσα από την μελέτη του Παναγιώτη Κουνάδη, και τις περιγραφές του.
«Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, που βρίσκονται σε άριστη κατάσταση στα χέρια των απογόνων της αδελφής της γυναίκας του. Πρόκειται για δυο τρίχορδους ταμπουράδες, ο μεγάλος, με ελεύθερο μήκος χορδής 64 εκατοστά, κι ο μικρός, αντίστοιχα με μήκος 52 εκατοστά. Ένα τρίτο όργανο, μισοτελειωμένο, καταστράφηκε σε κάποια μεταφορά. Πρόκειται για ιδιότυπα, από μορφολογική άποψη όργανα, και έχουν κατασκευαστεί από το γνωστό οργανοποιό του Πειραιά Κυριάκο Πεσμαζόγλου η Λαζαρίδη, κατά πάσα πιθανότητα αντίγραφα προτύπων που πρέπει να έφερε ο Γιοβάν Τσαούς από την Μικρά Ασία.
Όσον αφορά τη μορφή, διατηρούν το σχήμα του ταμπουρά που συναντάμε σε γκραβούρες, πίνακες ζωγραφικής, χαλκογραφίες, εικονογραφίες, κλπ του 17ου , 18ου και 19ου αιώνα. Το πιο ενδιαφέρον κατασκευαστικό στοιχείο είναι το κούφιο μπράτσο, που αποτελεί συνέχεια του σκάφους. Στο τελείωμα του σκάφους έχουμε την πύκνωση στις ντούγιες, ένα διακοσμητικό συνδετικό και εν συνεχεία τις ντούγιες του μπράτσου. Έχει οκτώ κλειδιά από σκληρό ξύλο μέσα από το οποίο περνάν κοκάλινα στριφτάρια. Στις άκρες είναι γραμμένο το όνομα του με κοκάλινα γράμματα (ΤΣΑΒΟΥΣ και Ι.ΤΣ).Το κούφιο μπράτσο ελαφρύνει πολύ το όργανο, ενώ η συνέχεια σκάφους – μπράτσου, διευκολύνει την κίνηση του αριστερού χεριού στις υψηλές νότες.
Όσον αφορά τα διαστήματα που δημιουργούνται από τα τάστα, παρατηρούμε τα εξής.: Όσον αφορά στο μεγάλο όργανο (64 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής), ακολουθει με ακρίβεια τα διαστήματα του προπολεμικού σαζ-μπαγλαμά που κατασκεύαζαν στην Τουρκία , όπου γίνεται χρήση των γνωστών διαστημάτων της μονοφωνικής μουσικής 9/8, 10/9 (επόγδοος και επιένατος τόνος) και 16/15 η 256/243 για τα ημιτόνια, με 5 σημεία ενδιάμεσης παρέμβασης στα διαστήματα του τόνου. Το δεύτερο όργανο (52 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής) ακολουθει τα διαστήματα του τούρκικου σαζ-τζουρά, με μικρολάθη στις τοποθετήσεις των τάστων που οφείλονται μάλλον στον κατασκευαστή.. Είναι φανερό ότι τα όργανα αυτά δεν ηταν δυνατόν να έλθουν σε ταυτοφωνία με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες της πειραιώτικης κομπανίας του Βαμβακάρη κλπ που ηταν χωρισμένα για να παίζουν συγκεκριμένα διαστήματα».
Έτσι περιγράφει ο Παναγιώτης Κουνάδης τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς.
Ο Γιοβάν Τσαούς και η γυναίκα του Αικατερίνη, πέθαναν το 1942 από δηλητηρίαση. Είχαν φάει αλλοιωμένο θαλασσοβρεγμένο στάρι, και ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε στις 10το βράδυ, και μετά πέντε ώρες η γυναίκα του στα χέρια της ανιψιάς της.
tsougarisgnomi@gmail.com
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ρεμπέτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ρεμπέτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τετάρτη 15 Μαΐου 2013
«ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ»
Labels:
άρθρα,
αφιερώματα,
δημιουργοί,
ενημέρωση,
ρεμπέτες,
ρεμπέτικα τραγούδια,
σχόλια
Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
Ένας
άνθρωπος «κεφάλαιο» της ρεμπέτικης ιστορίας, είναι ο Γιάννης
Παπαϊωάννου. Ο Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Κίο της Μικράς Ασίας το 1914.
Στα οκτώ του χρόνια έχασε τον πατέρα του. Ήταν τότε στην «συμφορά», στη
καταστροφή του 1922. Την ίδια χρονιά, φεύγει με την μητέρα του και την
γιαγιά του για την Ελλάδα.
Αρχικά εγκαταστάθηκαν στις Τζιτζιφιές. Ο Παπαϊωάννου από μικρός βγήκε στην βιοπάλη, και νεαρός ασχολήθηκε με την μουσική, και ηχογράφησε τραγούδια που ο ίδιος είχε γράψει. Η γνωριμία μας με τον «Μπαρμπαγιάννη», θα γίνει μέσα από την αυτοβιογραφία του που φέρει τον τίτλο «Ντόμπρα και Σταράτα» (εκδόσεις Κάκτος 1982),και συγκεκριμένα θα γνωρίσουμε τον Παπαϊωάννου μέσα από «στιγμές» της ζωής του.
«Το σκέφτηκα λοιπόν, το ξανασκέφτηκα, και αποφάσισα να γράψω τη ζωή μου. Την αυτοβιογραφία μου, που είναι και η Ιστορία της Λαϊκής Μουσικής. Ο τίτλος θα μπει όπως τον γράφω εγώ. Αυτός εδώ. «Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΕΤΕΡΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ». Κάπως έτσι ξεκινά την αφήγηση του στον Κώστα Χατζηδουλή, ξεδιπλώνοντας το κουβάρι των αναμνήσεων μιας ολόκληρης ζωής.
Τότες, με την καταστροφή της Μικράς Ασίας το 1922, με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου φύγαμε για την Ελλάδα. Κι αυτή τη φρίκη τη θυμάμαι σαν όνειρο. Είναι εικόνες που ποτέ δεν μου έφυγαν από το μυαλό. Ο κόσμος φώναζε βοήθεια και η θάλασσα ήταν γεμάτη αίμα, μπαούλα, ρούχα, και άλλα.
Είμαστε οικονομικά ανεξάρτητοι, είχαμε μεγάλη περιουσία στην Κίο, αλλά όταν φύγαμε, πήραμε μια μαξιλαροθήκη, τις εικόνες, τις φωτογραφίες και κάτι συμβόλαια στα Τούρκικα. Χαλασμός κόσμου, αίμα, δυστυχία, τι να σκεφτείς; Ο Παπαϊωάννου από μικρός έκανε ένα σωρό βαριές δουλειές (μαραγκός, οικοδόμος, βοηθός σε συνεργείο αυτοκινήτων, ψαράς με τον ΖΕΠΟ (αυτόν που έκανε τραγούδι αργότερα), για τον «αγώνα της φασουλάδας» όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Κάποια στιγμή η μητέρα του του αγόρασε ένα μαντολίνο, και μια γειτόνισσα τους του έδειξε πώς να παίζει. Έτσι, τις ελεύθερες ώρες του ο Παπαϊωάννου έπαιζε μαντολίνο μέχρι που το έμαθε καλά, και εκεί ήταν που άρχισε να παίζει κιθάρα. Πως όμως έπιασε στα χέρια του το μπουζούκι; Η αιτία που ο Παπαϊωάννου «μεταπήδησε» στο μπουζούκι ήταν ένα ορχηστρικό το «Μινόρε του Τεκέ», του Χαλκιά.
Το άκουσε στο γραμμόφωνο της ταβέρνας που έτρωγε τα μεσημέρια μετά την οικοδομή! Μόλις το άκουσα, τρελάθηκα. Τέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Άρχισε λοιπόν να ασχολείται με το μπουζούκι, έμαθε, και έγινε «άπιαστος». Όσο καιρό μάθαινε μπουζούκι, παράλληλα έγραφε και τραγούδια. Την εποχή της «σπουδής», είχε ήδη γράψει την «Φαληριώτισσα»!
Ήταν μάλιστα και το πρώτο τραγούδι που «γραμμοφώνησε». Αυτό, και ένα σέρβικο, στην ΟΝΤΕΟΝ. Με το που κυκλοφόρησε ο δίσκος, χάλασε ο κόσμος. Είχε τεράστια επιτυχία, και το ξεκίνημα του Παπαϊωάννου είχε γίνει. Ακολούθησαν κι άλλα τραγούδια, συνεργασίες με σχήματα της εποχής, και το 1953, ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος που έβγαζε το μπουζούκι από τα σύνορα της χώρας μας, πηγαίνοντας στην Αμερική.
Στην Αμερική μάλιστα γνώρισε και τον συνθέτη του ορχηστρικού τον Χαλκιά, που τον τρέλανε, και τον έκανε να πιάσει το μπουζούκι. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα το 1972. Άφησε πίσω του έναν μεγάλο αριθμό τραγουδιών.
Βασίλης Τσούγκαρης
tsougarisgnomi@gmail.com
Αρχικά εγκαταστάθηκαν στις Τζιτζιφιές. Ο Παπαϊωάννου από μικρός βγήκε στην βιοπάλη, και νεαρός ασχολήθηκε με την μουσική, και ηχογράφησε τραγούδια που ο ίδιος είχε γράψει. Η γνωριμία μας με τον «Μπαρμπαγιάννη», θα γίνει μέσα από την αυτοβιογραφία του που φέρει τον τίτλο «Ντόμπρα και Σταράτα» (εκδόσεις Κάκτος 1982),και συγκεκριμένα θα γνωρίσουμε τον Παπαϊωάννου μέσα από «στιγμές» της ζωής του.
«Το σκέφτηκα λοιπόν, το ξανασκέφτηκα, και αποφάσισα να γράψω τη ζωή μου. Την αυτοβιογραφία μου, που είναι και η Ιστορία της Λαϊκής Μουσικής. Ο τίτλος θα μπει όπως τον γράφω εγώ. Αυτός εδώ. «Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΕΤΕΡΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ». Κάπως έτσι ξεκινά την αφήγηση του στον Κώστα Χατζηδουλή, ξεδιπλώνοντας το κουβάρι των αναμνήσεων μιας ολόκληρης ζωής.
Τότες, με την καταστροφή της Μικράς Ασίας το 1922, με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου φύγαμε για την Ελλάδα. Κι αυτή τη φρίκη τη θυμάμαι σαν όνειρο. Είναι εικόνες που ποτέ δεν μου έφυγαν από το μυαλό. Ο κόσμος φώναζε βοήθεια και η θάλασσα ήταν γεμάτη αίμα, μπαούλα, ρούχα, και άλλα.
Είμαστε οικονομικά ανεξάρτητοι, είχαμε μεγάλη περιουσία στην Κίο, αλλά όταν φύγαμε, πήραμε μια μαξιλαροθήκη, τις εικόνες, τις φωτογραφίες και κάτι συμβόλαια στα Τούρκικα. Χαλασμός κόσμου, αίμα, δυστυχία, τι να σκεφτείς; Ο Παπαϊωάννου από μικρός έκανε ένα σωρό βαριές δουλειές (μαραγκός, οικοδόμος, βοηθός σε συνεργείο αυτοκινήτων, ψαράς με τον ΖΕΠΟ (αυτόν που έκανε τραγούδι αργότερα), για τον «αγώνα της φασουλάδας» όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Κάποια στιγμή η μητέρα του του αγόρασε ένα μαντολίνο, και μια γειτόνισσα τους του έδειξε πώς να παίζει. Έτσι, τις ελεύθερες ώρες του ο Παπαϊωάννου έπαιζε μαντολίνο μέχρι που το έμαθε καλά, και εκεί ήταν που άρχισε να παίζει κιθάρα. Πως όμως έπιασε στα χέρια του το μπουζούκι; Η αιτία που ο Παπαϊωάννου «μεταπήδησε» στο μπουζούκι ήταν ένα ορχηστρικό το «Μινόρε του Τεκέ», του Χαλκιά.
Το άκουσε στο γραμμόφωνο της ταβέρνας που έτρωγε τα μεσημέρια μετά την οικοδομή! Μόλις το άκουσα, τρελάθηκα. Τέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Άρχισε λοιπόν να ασχολείται με το μπουζούκι, έμαθε, και έγινε «άπιαστος». Όσο καιρό μάθαινε μπουζούκι, παράλληλα έγραφε και τραγούδια. Την εποχή της «σπουδής», είχε ήδη γράψει την «Φαληριώτισσα»!
Ήταν μάλιστα και το πρώτο τραγούδι που «γραμμοφώνησε». Αυτό, και ένα σέρβικο, στην ΟΝΤΕΟΝ. Με το που κυκλοφόρησε ο δίσκος, χάλασε ο κόσμος. Είχε τεράστια επιτυχία, και το ξεκίνημα του Παπαϊωάννου είχε γίνει. Ακολούθησαν κι άλλα τραγούδια, συνεργασίες με σχήματα της εποχής, και το 1953, ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος που έβγαζε το μπουζούκι από τα σύνορα της χώρας μας, πηγαίνοντας στην Αμερική.
Στην Αμερική μάλιστα γνώρισε και τον συνθέτη του ορχηστρικού τον Χαλκιά, που τον τρέλανε, και τον έκανε να πιάσει το μπουζούκι. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα το 1972. Άφησε πίσω του έναν μεγάλο αριθμό τραγουδιών.
Βασίλης Τσούγκαρης
tsougarisgnomi@gmail.com
Labels:
άρθρα,
αφιερώματα,
δημιουργοί,
ενημέρωση,
ρεμπέτες,
σχόλια
Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011
Πέμπτη 21 Αυγούστου 2008
ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ
Μια ακόμα ξεχωριστή μορφή του ρεμπέτικου, υπήρξε και ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΙΝΤΖΙΡΙΔΗΣ, η ΙΝΤΖΙΡΙΔΗΣ,η ΕΤΣΕΙΡΙΔΗΣ γνωστότερος σαν «Γιοβάν Τσαούς» (ψευδώνυμο προερχόμενο από το βαθμό του λοχία που είχε υπηρετώντας στον Τούρκικο στρατό), ο οποίος άφησε τη δική του «σφραγίδα» στο ρεμπέτικο.
Ο Γιοβάν Τσαούς γεννήθηκε από Έλληνες γονείς το 1893 στην Κασταμονή, της ευρύτερης περιφέρειας Κασταμονής (αρχαία Παφλαγονία), της περιοχής του Πόντου.
Με την μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός, παίζοντας τα έγχορδα της οικογένειας (ταμπουρά, κλπ).
Ο Γιοβάν Τσαούς, ηταν ένας από τους πιο γνωστούς μουσικούς της Μικράς Ασίας.
Έπαιξε με διάσημους Τούρκους μουσικούς, και τραγουδιστές, και ηταν τέτοια η δεξιοτεχνία του σαν μουσικού, που τον βρίσκουμε σαν μουσικό στην αυλή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Όμως με τα γεγονότα του 1922, μαζί με χιλιάδες Έλληνες, παίρνει και αυτός το δρόμο της προσφυγιάς, και το 1923 τον βρίσκουμε στον Πειραιά.
Μετά από τις ταλαιπωρίες του πρώτου χρόνου στα αντίσκηνα, η οικογένεια του κατόρθωσε να κτίσει ένα όμορφο διώροφο σπίτι κοντά στις εγκαταστάσεις του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, στην επέκταση των γραμμών του σταθμού των ΣΕΚ του Πειραιά.
Εκεί, το 1927 παντρεύεται την γυναίκα του Αικατερίνη.
Στο ισόγειο του σπιτιού, εγκαθιστά το ραφείο του, ασκώντας το επάγγελμα αυτό μέχρι το 1930, οπότε και μετέτρεψε το ραφείο σε ουζερί.
Έτσι, ζώντας στην περιοχή εκείνη η οποία αποτελούσε και καταφύγιο για τους ναρκομανείς της εποχής, ο Γιοβάν Τσαούς θα γράψει μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα με θεματολογία γύρω από τα ναρκωτικά.
Ένα από αυτά είναι και ο πρεζάκιας σε στίχους της γυναίκας του..
Το 1931,νοικιασαν και λειτούργησαν ένα μαγειριό – ουζερί κοντά στο πέραμα, εκεί όπου στα κατοπινά χρόνια έγιναν οι δεξαμενές πετρελαίου.
Το 1937 μετακόμισαν οριστικά από τον Πειραιά στο σπίτι τους στην Κοκκινιά, όπου και έμειναν μέχρι το τέλος τους το 1942.
Ο Γιοβάν Τσαούς ηταν σεβαστός από όλους τους ρεμπέτες.
Αν και στην Τουρκία εργαζόταν σαν μουσικός, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην Ελλάδα ΔΕΝ ανέβηκε σε πάλκο, και αυτό γιατί διαφωνούσε με τον τρόπο λειτουργίας των άλλων μουσικών, και τον τρόπο «διασκέδασης» ορισμένων θαμώνων.
Ο Γιοβάν Τσαούς, κατά ανεξήγητο τρόπο θα λέγαμε, βρέθηκε να γνωρίζεται με τον μεγάλο Παναγιώτη Τούντα, και να είναι μάλιστα και σολίστας σε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του Τούντα, ο οποίος σημειωτέον ηταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής εταιριών δίσκων.
Τα τραγούδια του Τούντα στα οποία έπαιξε μπουζούκι ο Γιοβάν Τσαούς , ηταν ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ, ΒΑΡΒΑΡΑ, ΜΑΡΙΚΑ Η ΔΑΣΚΑΛΑ, και άλλα.
Ο Γιοβάν Τσαούς στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών του χρησιμοποιούσε έναν ερασιτέχνη τραγουδιστή, έναν μηχανουργό, τον Αντώνη Καλυβόπουλο, αλλά και έναν επαγγελματία, τον καλύτερο της εποχής, τον Στελλάκη Περπινιάδη.
Η δισκογραφία του αριθμεί όλα και όλα δώδεκα τραγούδια.
Εκτός αυτών, συμμετείχε και σε καμιά δεκαριά τραγούδια άλλων συνθετών..
Οι ηχογραφήσεις έγιναν μεταξύ 1935 και 1937, και κατόπιν ο Γιοβάν Τσαούς εγκατέλειψε κάθε σχέδιο για να συνεχίσει γιατί στο μεταξύ είχε επιβληθεί και η λογοκρισία του Μεταξά.
Ο Γιοβάν Τσαούς δυστυχώς άφησε λίγα τραγούδια για να τον θυμόμαστε.
Πολλοί είναι εκείνοι που μίλησαν για τον μουσικό Γιοβάν Τσαούς με τα καλύτερα λόγια.
Σαν μουσικός (σύμφωνα με διηγήσεις παλιών) ηταν άφτιαστος, ενώ οι γνώσεις του επάνω στους «δρόμους» της ανατολίτικης μουσικής, τα μακάμ, ηταν μοναδικές.
Από αυτόν πήραν γνώσεις οι Μάρκος, Μπάτης , Δελιάς, Παγιουμτζής, Κερομύτης, και άλλοι ρεμπέτες, με τους οποίους βρισκόταν συχνά και έπαιζαν στις διάφορες παρέες.
Ο Γιοβάν Τσαούς δημιούργησε έναν μύθο γύρω από το όνομα του τόσο με το ιδιαίτερο ύφος του, τη μοναχική συμπεριφορά του, και πάνω απ’ όλα, με τα «δύστροπα» (κατά τον Βαμβακάρη) όργανα του, τα οποία ΜΟΝΟ εκείνος μπορούσε να παίξει.
Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό με τον Μάρκο, ο οποίος άφησε το δικό του μπουζούκι και επιχείρησε να παίξει με το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς.
Μάταια όμως, και από τη «φούρκα» του, κόντεψε να το σπάσει λέγοντας ότι τα όργανα αυτά έχουν ένα αφεντικό.
Και να δούμε καλύτερα τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, μέσα από την μελέτη του Παναγιώτη Κουνάδη, και τις περιγραφές του.
«Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, που βρίσκονται σε άριστη κατάσταση στα χέρια των απογόνων της αδελφής της γυναίκας του.
Πρόκειται για δυο τρίχορδους ταμπουράδες, ο μεγάλος, με ελεύθερο μήκος χορδής 64 εκατοστά, κι ο μικρός, αντίστοιχα με μήκος 52 εκατοστά.
Ένα τρίτο όργανο, μισοτελειωμένο, καταστράφηκε σε κάποια μεταφορά.
Πρόκειται για ιδιότυπα, από μορφολογική άποψη όργανα, και έχουν κατασκευαστεί από το γνωστό οργανοποιό του Πειραιά Κυριάκο Πεσμαζόγλου η Λαζαρίδη, κατά πάσα πιθανότητα αντίγραφα προτύπων που πρέπει να έφερε ο Γιοβάν Τσαούς από την Μικρά Ασία.
Όσον αφορά τη μορφή, διατηρούν το σχήμα του ταμπουρά που συναντάμε σε γκραβούρες, πίνακες ζωγραφικής, χαλκογραφίες, εικονογραφίες, κλπ του 17ου , 18ου και 19ου αιώνα.
Το πιο ενδιαφέρον κατασκευαστικό στοιχείο είναι το κούφιο μπράτσο, που αποτελεί συνέχεια του σκάφους.
Στο τελείωμα του σκάφους έχουμε την πύκνωση στις ντούγιες, ένα διακοσμητικό συνδετικό και εν συνεχεία τις ντούγιες του μπράτσου.
Έχει οκτώ κλειδιά από σκληρό ξύλο μέσα από το οποίο περνάν κοκάλινα στριφτάρια.
Στις άκρες είναι γραμμένο το όνομα του με κοκάλινα γράμματα (ΤΣΑΒΟΥΣ και Ι.ΤΣ).
Το κούφιο μπράτσο ελαφρύνει πολύ το όργανο, ενώ η συνέχεια σκάφους – μπράτσου, διευκολύνει την κίνηση του αριστερού χεριού στις υψηλές νότες.
Όσον αφορά τα διαστήματα που δημιουργούνται από τα τάστα, παρατηρούμε τα εξής.:
Όσον αφορά στο μεγάλο όργανο (64 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής), ακολουθει με ακρίβεια τα διαστήματα του προπολεμικού σαζ-μπαγλαμά που κατασκεύαζαν στην Τουρκία , όπου γίνεται χρήση των γνωστών διαστημάτων της μονοφωνικής μουσικής 9/8, 10/9 (επόγδοος και επιένατος τόνος) και 16/15 η 256/243 για τα ημιτόνια, με 5 σημεία ενδιάμεσης παρέμβασης στα διαστήματα του τόνου.
Το δεύτερο όργανο (52 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής) ακολουθει τα διαστήματα του τούρκικου σαζ-τζουρά, με μικρολάθη στις τοποθετήσεις των τάστων που οφείλονται μάλλον στον κατασκευαστή..
Είναι φανερό ότι τα όργανα αυτά δεν ηταν δυνατόν να έλθουν σε ταυτοφωνία με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες της πειραιώτικης κομπανίας του Βαμβακάρη κλπ που ηταν χωρισμένα για να παίζουν συγκεκριμένα διαστήματα».
Έτσι περιγράφει ο Παναγιώτης Κουνάδης τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς.
Ο Γιοβάν Τσαούς και η γυναίκα του Αικατερίνη, πέθαναν το 1942 από δηλητηρίαση.
Είχαν φάει αλλοιωμένο θαλασσοβρεγμένο στάρι, και ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε στις 10 το βράδυ, και μετά πέντε ώρες η γυναίκα του στα χέρια της ανιψιάς της.
Ο Γιοβάν Τσαούς γεννήθηκε από Έλληνες γονείς το 1893 στην Κασταμονή, της ευρύτερης περιφέρειας Κασταμονής (αρχαία Παφλαγονία), της περιοχής του Πόντου.
Με την μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός, παίζοντας τα έγχορδα της οικογένειας (ταμπουρά, κλπ).
Ο Γιοβάν Τσαούς, ηταν ένας από τους πιο γνωστούς μουσικούς της Μικράς Ασίας.
Έπαιξε με διάσημους Τούρκους μουσικούς, και τραγουδιστές, και ηταν τέτοια η δεξιοτεχνία του σαν μουσικού, που τον βρίσκουμε σαν μουσικό στην αυλή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Όμως με τα γεγονότα του 1922, μαζί με χιλιάδες Έλληνες, παίρνει και αυτός το δρόμο της προσφυγιάς, και το 1923 τον βρίσκουμε στον Πειραιά.
Μετά από τις ταλαιπωρίες του πρώτου χρόνου στα αντίσκηνα, η οικογένεια του κατόρθωσε να κτίσει ένα όμορφο διώροφο σπίτι κοντά στις εγκαταστάσεις του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, στην επέκταση των γραμμών του σταθμού των ΣΕΚ του Πειραιά.
Εκεί, το 1927 παντρεύεται την γυναίκα του Αικατερίνη.
Στο ισόγειο του σπιτιού, εγκαθιστά το ραφείο του, ασκώντας το επάγγελμα αυτό μέχρι το 1930, οπότε και μετέτρεψε το ραφείο σε ουζερί.
Έτσι, ζώντας στην περιοχή εκείνη η οποία αποτελούσε και καταφύγιο για τους ναρκομανείς της εποχής, ο Γιοβάν Τσαούς θα γράψει μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα με θεματολογία γύρω από τα ναρκωτικά.
Ένα από αυτά είναι και ο πρεζάκιας σε στίχους της γυναίκας του..
Το 1931,νοικιασαν και λειτούργησαν ένα μαγειριό – ουζερί κοντά στο πέραμα, εκεί όπου στα κατοπινά χρόνια έγιναν οι δεξαμενές πετρελαίου.
Το 1937 μετακόμισαν οριστικά από τον Πειραιά στο σπίτι τους στην Κοκκινιά, όπου και έμειναν μέχρι το τέλος τους το 1942.
Ο Γιοβάν Τσαούς ηταν σεβαστός από όλους τους ρεμπέτες.
Αν και στην Τουρκία εργαζόταν σαν μουσικός, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην Ελλάδα ΔΕΝ ανέβηκε σε πάλκο, και αυτό γιατί διαφωνούσε με τον τρόπο λειτουργίας των άλλων μουσικών, και τον τρόπο «διασκέδασης» ορισμένων θαμώνων.
Ο Γιοβάν Τσαούς, κατά ανεξήγητο τρόπο θα λέγαμε, βρέθηκε να γνωρίζεται με τον μεγάλο Παναγιώτη Τούντα, και να είναι μάλιστα και σολίστας σε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του Τούντα, ο οποίος σημειωτέον ηταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής εταιριών δίσκων.
Τα τραγούδια του Τούντα στα οποία έπαιξε μπουζούκι ο Γιοβάν Τσαούς , ηταν ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ, ΒΑΡΒΑΡΑ, ΜΑΡΙΚΑ Η ΔΑΣΚΑΛΑ, και άλλα.
Ο Γιοβάν Τσαούς στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών του χρησιμοποιούσε έναν ερασιτέχνη τραγουδιστή, έναν μηχανουργό, τον Αντώνη Καλυβόπουλο, αλλά και έναν επαγγελματία, τον καλύτερο της εποχής, τον Στελλάκη Περπινιάδη.
Η δισκογραφία του αριθμεί όλα και όλα δώδεκα τραγούδια.
Εκτός αυτών, συμμετείχε και σε καμιά δεκαριά τραγούδια άλλων συνθετών..
Οι ηχογραφήσεις έγιναν μεταξύ 1935 και 1937, και κατόπιν ο Γιοβάν Τσαούς εγκατέλειψε κάθε σχέδιο για να συνεχίσει γιατί στο μεταξύ είχε επιβληθεί και η λογοκρισία του Μεταξά.
Ο Γιοβάν Τσαούς δυστυχώς άφησε λίγα τραγούδια για να τον θυμόμαστε.
Πολλοί είναι εκείνοι που μίλησαν για τον μουσικό Γιοβάν Τσαούς με τα καλύτερα λόγια.
Σαν μουσικός (σύμφωνα με διηγήσεις παλιών) ηταν άφτιαστος, ενώ οι γνώσεις του επάνω στους «δρόμους» της ανατολίτικης μουσικής, τα μακάμ, ηταν μοναδικές.
Από αυτόν πήραν γνώσεις οι Μάρκος, Μπάτης , Δελιάς, Παγιουμτζής, Κερομύτης, και άλλοι ρεμπέτες, με τους οποίους βρισκόταν συχνά και έπαιζαν στις διάφορες παρέες.
Ο Γιοβάν Τσαούς δημιούργησε έναν μύθο γύρω από το όνομα του τόσο με το ιδιαίτερο ύφος του, τη μοναχική συμπεριφορά του, και πάνω απ’ όλα, με τα «δύστροπα» (κατά τον Βαμβακάρη) όργανα του, τα οποία ΜΟΝΟ εκείνος μπορούσε να παίξει.
Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό με τον Μάρκο, ο οποίος άφησε το δικό του μπουζούκι και επιχείρησε να παίξει με το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς.
Μάταια όμως, και από τη «φούρκα» του, κόντεψε να το σπάσει λέγοντας ότι τα όργανα αυτά έχουν ένα αφεντικό.
Και να δούμε καλύτερα τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, μέσα από την μελέτη του Παναγιώτη Κουνάδη, και τις περιγραφές του.
«Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, που βρίσκονται σε άριστη κατάσταση στα χέρια των απογόνων της αδελφής της γυναίκας του.
Πρόκειται για δυο τρίχορδους ταμπουράδες, ο μεγάλος, με ελεύθερο μήκος χορδής 64 εκατοστά, κι ο μικρός, αντίστοιχα με μήκος 52 εκατοστά.
Ένα τρίτο όργανο, μισοτελειωμένο, καταστράφηκε σε κάποια μεταφορά.
Πρόκειται για ιδιότυπα, από μορφολογική άποψη όργανα, και έχουν κατασκευαστεί από το γνωστό οργανοποιό του Πειραιά Κυριάκο Πεσμαζόγλου η Λαζαρίδη, κατά πάσα πιθανότητα αντίγραφα προτύπων που πρέπει να έφερε ο Γιοβάν Τσαούς από την Μικρά Ασία.
Όσον αφορά τη μορφή, διατηρούν το σχήμα του ταμπουρά που συναντάμε σε γκραβούρες, πίνακες ζωγραφικής, χαλκογραφίες, εικονογραφίες, κλπ του 17ου , 18ου και 19ου αιώνα.
Το πιο ενδιαφέρον κατασκευαστικό στοιχείο είναι το κούφιο μπράτσο, που αποτελεί συνέχεια του σκάφους.
Στο τελείωμα του σκάφους έχουμε την πύκνωση στις ντούγιες, ένα διακοσμητικό συνδετικό και εν συνεχεία τις ντούγιες του μπράτσου.
Έχει οκτώ κλειδιά από σκληρό ξύλο μέσα από το οποίο περνάν κοκάλινα στριφτάρια.
Στις άκρες είναι γραμμένο το όνομα του με κοκάλινα γράμματα (ΤΣΑΒΟΥΣ και Ι.ΤΣ).
Το κούφιο μπράτσο ελαφρύνει πολύ το όργανο, ενώ η συνέχεια σκάφους – μπράτσου, διευκολύνει την κίνηση του αριστερού χεριού στις υψηλές νότες.
Όσον αφορά τα διαστήματα που δημιουργούνται από τα τάστα, παρατηρούμε τα εξής.:
Όσον αφορά στο μεγάλο όργανο (64 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής), ακολουθει με ακρίβεια τα διαστήματα του προπολεμικού σαζ-μπαγλαμά που κατασκεύαζαν στην Τουρκία , όπου γίνεται χρήση των γνωστών διαστημάτων της μονοφωνικής μουσικής 9/8, 10/9 (επόγδοος και επιένατος τόνος) και 16/15 η 256/243 για τα ημιτόνια, με 5 σημεία ενδιάμεσης παρέμβασης στα διαστήματα του τόνου.
Το δεύτερο όργανο (52 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής) ακολουθει τα διαστήματα του τούρκικου σαζ-τζουρά, με μικρολάθη στις τοποθετήσεις των τάστων που οφείλονται μάλλον στον κατασκευαστή..
Είναι φανερό ότι τα όργανα αυτά δεν ηταν δυνατόν να έλθουν σε ταυτοφωνία με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες της πειραιώτικης κομπανίας του Βαμβακάρη κλπ που ηταν χωρισμένα για να παίζουν συγκεκριμένα διαστήματα».
Έτσι περιγράφει ο Παναγιώτης Κουνάδης τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς.
Ο Γιοβάν Τσαούς και η γυναίκα του Αικατερίνη, πέθαναν το 1942 από δηλητηρίαση.
Είχαν φάει αλλοιωμένο θαλασσοβρεγμένο στάρι, και ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε στις 10 το βράδυ, και μετά πέντε ώρες η γυναίκα του στα χέρια της ανιψιάς της.
Labels:
άρθρα,
αφιερώματα,
ιστορία,
πολιτισμός,
ρεμπέτες,
ρεμπέτικο τραγούδι,
στιχουργοί,
συνθέτες,
σχόλια
Σάββατο 24 Μαΐου 2008
ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΗ
Είναι μια τραγουδίστρια, τόσο του Σμυρνέικου, όσο και του Δημοτικού τραγουδιού, που έγραψε πραγματικά ΙΣΤΟΡΙΑ με την παρουσία της στο τραγούδι!
Η ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ! "έγραψε ιστορία", και αυτό γιατί η ήταν η ΠΡΩΤΗ γυναίκα στην Ελλάδα, που τραγούδησε σε πάλκο. Όλες οι υπόλοιπες, ήρθαν ΜΕΤΑ την Ρόζα.
Μάλιστα, πολλές παρακινήθηκαν απ' αυτήν .
Μέχρι την εποχή που βγήκε η Ρόζα στο πάλκο, ήταν αδιανόητο να τραγουδήσει γυναίκα, και μάλιστα στο πάλκο!
Πρέπει να πω, ότι τη Ρόζα την έβλεπαν με κάθε σεβασμό και εκτίμηση ο κόσμος, αλλά και οι μουσικοί!
Ήταν επαγγελματίας, με μουσικές γνώσεις, γι αυτό και μπόρεσε να επιβληθεί τόσο στα μουσικά συγκροτήματα, όσο και στη δισκογραφία.
Όπως είπα, η Ρόζα τραγούδησε απ' όλα τα τραγούδια, και είναι φυσικό, γιατί προέρχεται απ' την "Σμυρναϊκή Σχολή"!
Η πρώτη της εμφάνιση στο πάλκο, ήταν στην "Ανάσταση", στο Κερατσίνι, στην ταβέρνα του "ΚΕΡΑΤΖΑΚΗ".
Μαζί της ήταν ο Τομπούλης, ο Τούντας, ο Χρυσαφάκης, και άλλα μεγαθήρια της Σμυρναϊκής Σχολής.
Τα πρώτα τραγούδια που τραγούδησε, ήταν Σμυρνέικα (συνήθως καρσιλαμάδες και ζειμπέκικα), από τα οποία πολλά ήταν "χασικλίδικα".
Εδω θα πρέπει να επισημάνουμε κάτι!
Ενώ εκείνη την εποχή, κυνηγούσαν οι αρχές αλύπητα τους μπουζουξήδες που έπαιζαν χασικλίδικα τραγούδια, τους Σμυρνιούς που έπαιζαν τα ΙΔΙΑ τραγούδια με τα "σαντουροβιόλια" τους, δεν τους πείραζε κανείς!
Με τον καιρό, τα Σμυρνέικα συγκροτήματα συγχωνεύτηκαν άλλα με δημοτικά, και άλλα με τα ρεμπέτικα, και η Ρόζα βρέθηκε να συνεργάζεται με κορυφαίους της εποχής, όπως τον ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, και τον ΣΕΜΣΗ (Σαλονικιό).
Η τριάδα ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ, ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ, ΕΣΚΕΝΑΖΥ, έκαναν δεκάδες δίσκους, και αποτέλεσαν "σχολή" για το τραγούδι.
Τα περισσότερα τραγούδια της Ρόζας, τα έγραψε ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΝΤΑΣ.
Δυστυχώς, η δισκογραφία της ΡΟΖΑΣ με δημοτικά τραγούδια, περιλαμβάνει λίγα κομμάτια, παρότι έζησε και συνεργάστηκε μ' αυτόν τον κλάδο.
Η ΡΟΖΑ, έμεινε στις επάλξεις του τραγουδιού, μέχρι τα βαθιά της γεράματα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, αν και δεν ήταν σε θέση να τραγουδήσει, πήγαινε καθημερινά στο καφενείο των μουσικών, και καθόταν αρκετές ώρες συζητώντας με τους συναδέλφους της.
Γύρω στα 1978, είχε χαθεί για τρεις μέρες, και το ανακοίνωσαν μάλιστα και στην τηλεόραση. Πολλοί είχαν φοβηθεί ότι την είχαν σκοτώσει, αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι τελευταία "τα είχε χάσει" κάπως, και δεν θυμόταν να πάει σπίτι της.
Η ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ πέθανε το 1979, στο σπίτι της στο περιστέρι.
Η ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ! "έγραψε ιστορία", και αυτό γιατί η ήταν η ΠΡΩΤΗ γυναίκα στην Ελλάδα, που τραγούδησε σε πάλκο. Όλες οι υπόλοιπες, ήρθαν ΜΕΤΑ την Ρόζα.
Μάλιστα, πολλές παρακινήθηκαν απ' αυτήν .
Μέχρι την εποχή που βγήκε η Ρόζα στο πάλκο, ήταν αδιανόητο να τραγουδήσει γυναίκα, και μάλιστα στο πάλκο!
Πρέπει να πω, ότι τη Ρόζα την έβλεπαν με κάθε σεβασμό και εκτίμηση ο κόσμος, αλλά και οι μουσικοί!
Ήταν επαγγελματίας, με μουσικές γνώσεις, γι αυτό και μπόρεσε να επιβληθεί τόσο στα μουσικά συγκροτήματα, όσο και στη δισκογραφία.
Όπως είπα, η Ρόζα τραγούδησε απ' όλα τα τραγούδια, και είναι φυσικό, γιατί προέρχεται απ' την "Σμυρναϊκή Σχολή"!
Η πρώτη της εμφάνιση στο πάλκο, ήταν στην "Ανάσταση", στο Κερατσίνι, στην ταβέρνα του "ΚΕΡΑΤΖΑΚΗ".
Μαζί της ήταν ο Τομπούλης, ο Τούντας, ο Χρυσαφάκης, και άλλα μεγαθήρια της Σμυρναϊκής Σχολής.
Τα πρώτα τραγούδια που τραγούδησε, ήταν Σμυρνέικα (συνήθως καρσιλαμάδες και ζειμπέκικα), από τα οποία πολλά ήταν "χασικλίδικα".
Εδω θα πρέπει να επισημάνουμε κάτι!
Ενώ εκείνη την εποχή, κυνηγούσαν οι αρχές αλύπητα τους μπουζουξήδες που έπαιζαν χασικλίδικα τραγούδια, τους Σμυρνιούς που έπαιζαν τα ΙΔΙΑ τραγούδια με τα "σαντουροβιόλια" τους, δεν τους πείραζε κανείς!
Με τον καιρό, τα Σμυρνέικα συγκροτήματα συγχωνεύτηκαν άλλα με δημοτικά, και άλλα με τα ρεμπέτικα, και η Ρόζα βρέθηκε να συνεργάζεται με κορυφαίους της εποχής, όπως τον ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, και τον ΣΕΜΣΗ (Σαλονικιό).
Η τριάδα ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ, ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ, ΕΣΚΕΝΑΖΥ, έκαναν δεκάδες δίσκους, και αποτέλεσαν "σχολή" για το τραγούδι.
Τα περισσότερα τραγούδια της Ρόζας, τα έγραψε ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΝΤΑΣ.
Δυστυχώς, η δισκογραφία της ΡΟΖΑΣ με δημοτικά τραγούδια, περιλαμβάνει λίγα κομμάτια, παρότι έζησε και συνεργάστηκε μ' αυτόν τον κλάδο.
Η ΡΟΖΑ, έμεινε στις επάλξεις του τραγουδιού, μέχρι τα βαθιά της γεράματα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, αν και δεν ήταν σε θέση να τραγουδήσει, πήγαινε καθημερινά στο καφενείο των μουσικών, και καθόταν αρκετές ώρες συζητώντας με τους συναδέλφους της.
Γύρω στα 1978, είχε χαθεί για τρεις μέρες, και το ανακοίνωσαν μάλιστα και στην τηλεόραση. Πολλοί είχαν φοβηθεί ότι την είχαν σκοτώσει, αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι τελευταία "τα είχε χάσει" κάπως, και δεν θυμόταν να πάει σπίτι της.
Η ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ πέθανε το 1979, στο σπίτι της στο περιστέρι.
ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Σπύρος Καλφόπουλος είναι ένας δημιουργός που σαν όνομα δεν «ακούστηκε» πολύ.
Παρόλα αυτά υπήρξε ένας πολύ καλός μπουζουξής, και συνθέτης από το 1945 και μετά.
Αλλά ας τα πάρουμε με την σειρά.
Ο Σπύρος Καλφόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1923, από γονείς Μικρασιάτες.
Ξεκίνησε να παίζει μπουζούκι και να τραγουδάει σε ηλικία 16 χρονών.
Δάσκαλος του ήταν ο Κοσμάς Κοσμαδόπουλος.
Τα πρώτα του τραγούδια ο Καλφόπουλας τα έγραψε το 1945 – 46, και τα τραγούδησε σε δίσκους η γνωστή Λαϊκή ερμηνεύτρια Σούλα Καλφοπούλου, η αδελφή του.
Ο Καλφόπουλος δεν δίσταζε να εκφράζει τον θαυμασμό του για τους διάφορους μουσικούς συναδέλφους του.
Έλεγε.
«Ο Περιστέρης, έπαιζε δέκα όργανα.
Αρκούσε να πιάσει ένα όργανο στα χέρια του, και σε λίγες μέρες ήταν άφθαστος.
Ήταν μουσικός μεγαλοφυΐα!
Το ίδιο και ο Μήτσος Σέμσης (Σαλονικιός) που έπαιζε βιολί.
Το 1950 ο Καλφόπουλος βοήθησε τον αξέχαστο Στέλιο Καζαντζίδη να «σταθεί» πιο γερά στο τραγούδι.
Ο Καλφόπουλος, όπως πολλοί (αν όχι όλοι) μεγάλοι του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, εργάστηκε στη νύχτα κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Ο ίδιος είχε πει χαρακτηριστικά:
«Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να δουλέψουμε σε συνθήκες που τις σιχαινόμαστε.
Αλλά τι να κάνουμε;
Έτσι μια φορά πήγα να δουλέψω σε κάποιο μαγαζί.
Εκεί συνάντησα ένα σπουδαίο παιδί, και φίλο μας, τον μπουζουξή Χρήστο Παλέντζα.
Πέθανε δυστυχώς πολύ νέος.
Είναι αυτός που έγραψε το «Δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι»!
Τον είδα στενοχωρημένο, και τον ρώτησα τι έχει.
Άστα ρε Σπύρο, μου είπε.
Θα αρρωστήσω από το κακό μου.
Δεν είναι δουλειά αυτή. Εδώ μέσα πάει κι έρχεται το μαύρο.
Καθίσαμε δυο τρεις μέρες, και σηκωθήκαμε και φύγαμε και οι δυο»!
Ο Σπύρος Καλφόπουλος συνεργάστηκε με έναν άλλο μεγάλο του τραγουδιού, τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη, η Τσάντα.
Εκτός από συνεργάτες ήταν και φίλοι, και μάλιστα ο Τσάντας παρουσίασε τον Καλφόπουλο στην Νίνου!
Να πως περιέγραψε ο ίδιος τη γνωριμία του με την Νίνου.
«Μια μέρα ο Τσάντας μου σύστησε τη Νίνου.
Αυτός την πρωτοανακάλυψε. Ήταν τότε που ο Ζέρβας έστειλε 17000 εξορία!
Δυστυχώς προσωπικές περιπέτειες δεν με άφησαν να τελειώσω τη δουλειά που είχα βάλει μπροστά μαζί της.
Ετοιμάζαμε τραγούδια για δίσκο.
Έτσι ο Τσάντας που ήταν φίλος μου την πήγε στον Χιώτη».
Ο Σπύρος Καλφόπουλος υπήρξε σ’ όλη του τη ζωή την καλλιτεχνική γνήσιος εκφραστής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού.
Τα τραγούδια του τα ερμήνευσαν μεγάλοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες.
Όμως πρέπει να κάνω και μια διόρθωση.
Κάπου διάβασα (δεν θυμάμαι που), ότι ο Καλφόπουλος και η αδελφή του η Σούλα Καλφοπούλου δούλευαν μαζί στα νυχτερινά κέντρα.
Αυτό δεν είναι αλήθεια. Η Σούλα Καλφοπούλου ΔΕΝ δούλεψε ΠΟΤΕ στο πάλκο.
Ήταν ερμηνεύτρια δισκογραφίας.
Ο Καλφόπουλος και η αδελφή του ξεχαστήκαν από όλους.
Δεν είναι οι μόνοι.
Παρόλα αυτά υπήρξε ένας πολύ καλός μπουζουξής, και συνθέτης από το 1945 και μετά.
Αλλά ας τα πάρουμε με την σειρά.
Ο Σπύρος Καλφόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1923, από γονείς Μικρασιάτες.
Ξεκίνησε να παίζει μπουζούκι και να τραγουδάει σε ηλικία 16 χρονών.
Δάσκαλος του ήταν ο Κοσμάς Κοσμαδόπουλος.
Τα πρώτα του τραγούδια ο Καλφόπουλας τα έγραψε το 1945 – 46, και τα τραγούδησε σε δίσκους η γνωστή Λαϊκή ερμηνεύτρια Σούλα Καλφοπούλου, η αδελφή του.
Ο Καλφόπουλος δεν δίσταζε να εκφράζει τον θαυμασμό του για τους διάφορους μουσικούς συναδέλφους του.
Έλεγε.
«Ο Περιστέρης, έπαιζε δέκα όργανα.
Αρκούσε να πιάσει ένα όργανο στα χέρια του, και σε λίγες μέρες ήταν άφθαστος.
Ήταν μουσικός μεγαλοφυΐα!
Το ίδιο και ο Μήτσος Σέμσης (Σαλονικιός) που έπαιζε βιολί.
Το 1950 ο Καλφόπουλος βοήθησε τον αξέχαστο Στέλιο Καζαντζίδη να «σταθεί» πιο γερά στο τραγούδι.
Ο Καλφόπουλος, όπως πολλοί (αν όχι όλοι) μεγάλοι του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, εργάστηκε στη νύχτα κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Ο ίδιος είχε πει χαρακτηριστικά:
«Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να δουλέψουμε σε συνθήκες που τις σιχαινόμαστε.
Αλλά τι να κάνουμε;
Έτσι μια φορά πήγα να δουλέψω σε κάποιο μαγαζί.
Εκεί συνάντησα ένα σπουδαίο παιδί, και φίλο μας, τον μπουζουξή Χρήστο Παλέντζα.
Πέθανε δυστυχώς πολύ νέος.
Είναι αυτός που έγραψε το «Δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι»!
Τον είδα στενοχωρημένο, και τον ρώτησα τι έχει.
Άστα ρε Σπύρο, μου είπε.
Θα αρρωστήσω από το κακό μου.
Δεν είναι δουλειά αυτή. Εδώ μέσα πάει κι έρχεται το μαύρο.
Καθίσαμε δυο τρεις μέρες, και σηκωθήκαμε και φύγαμε και οι δυο»!
Ο Σπύρος Καλφόπουλος συνεργάστηκε με έναν άλλο μεγάλο του τραγουδιού, τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη, η Τσάντα.
Εκτός από συνεργάτες ήταν και φίλοι, και μάλιστα ο Τσάντας παρουσίασε τον Καλφόπουλο στην Νίνου!
Να πως περιέγραψε ο ίδιος τη γνωριμία του με την Νίνου.
«Μια μέρα ο Τσάντας μου σύστησε τη Νίνου.
Αυτός την πρωτοανακάλυψε. Ήταν τότε που ο Ζέρβας έστειλε 17000 εξορία!
Δυστυχώς προσωπικές περιπέτειες δεν με άφησαν να τελειώσω τη δουλειά που είχα βάλει μπροστά μαζί της.
Ετοιμάζαμε τραγούδια για δίσκο.
Έτσι ο Τσάντας που ήταν φίλος μου την πήγε στον Χιώτη».
Ο Σπύρος Καλφόπουλος υπήρξε σ’ όλη του τη ζωή την καλλιτεχνική γνήσιος εκφραστής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού.
Τα τραγούδια του τα ερμήνευσαν μεγάλοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες.
Όμως πρέπει να κάνω και μια διόρθωση.
Κάπου διάβασα (δεν θυμάμαι που), ότι ο Καλφόπουλος και η αδελφή του η Σούλα Καλφοπούλου δούλευαν μαζί στα νυχτερινά κέντρα.
Αυτό δεν είναι αλήθεια. Η Σούλα Καλφοπούλου ΔΕΝ δούλεψε ΠΟΤΕ στο πάλκο.
Ήταν ερμηνεύτρια δισκογραφίας.
Ο Καλφόπουλος και η αδελφή του ξεχαστήκαν από όλους.
Δεν είναι οι μόνοι.
Labels:
αφιέρωμα,
καλφόπουλος,
πολιτισμός,
ρεμπέτες,
τραγούδι
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΜΣΗΣ- (ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ)
Ένας «θρύλος» της Ελληνικής μουσικής, του Δημοτικού, και του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Ένας μουσικός, που ακόμα και σήμερα πολλοί θέλουν να του μοιάσουν.
Ο Δημήτρης Σέμσης γεννήθηκε στην Στρόμνιτσα γύρω στα 1880. Καταγόταν από οικογένεια στενά συνδεδεμένη με την μουσική, καθώς και ο πατέρας του Μιχελιός Σέμσης, και ο παππούς του ήταν κατασκευαστής βιολιών.
Έτσι ο Δημήτρης, έπαιζε βιολί από μικρός.
Παρολες τις έρευνες, δεν κατέστη δυνατό να μάθουμε από ποιον έμαθε να διαβάζει και να γράφει νότες ο Σέμσης,
Το 1896 περιόδευσε με ένα τσίρκο σ’ όλη την Τουρκία, στην Περσία, την Αραβία, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, την Σερβία, και σε άλλες χώρες, και απέκτησε ακούσματα από τις μουσικές όλων αυτών των χωρών.
Λέγεται ότι έπαιξε κάποτε στο «σεράι» του Σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίτ, ο οποίος κατενθουσιάστηκε από την δεξιοτεχνία του Σέμση, και είπε σε όλες τις γυναίκες να βγάλουν τους φερετζέδες και να τον ακούσουν με ακάλυπτα πρόσωπα.
Του δώρισε μετά απ’ αυτό και έναν ασημένιο καβαλάρη που τον φιλάνε τα εγγόνια του σαν κειμήλιο.
Το 1921, σε ηλικία 40 ετών παντρεύτηκε την δεκαεπτάχρονη Δήμητρα Κανούλα.
Το όνομα του Σαλονικιού είχε μαθευτεί σε όλη την Ελλάδα ως κορυφαίου μουσικού, και ήταν περιζήτητος στους γάμους στα πανηγύρια, και στις ταβέρνες.
Οι παλιοί έλεγαν μάλιστα, ότι σε κανένα συγκρότημα δεν έπεφτε η «χαρτούρα» που έπαιρνε ο Σαλονικιός.
Το 1926, με την ίδρυση της COLUMBIA και της HIS MASTER VOICE ο Θεμιστοκλής Λαμπρόπουλος (πρόεδρος της εταιρίας) τον προσέλαβε ως καλλιτεχνικό διευθυντή της εταιρίας.
Ο Σαλονικιός είχε την αρμοδιότητα να επιλέγει τους μουσικούς, τους τραγουδιστές, τα τραγούδια, αλλά και να κάνει και την ενορχήστρωση.
Όπως προανέφερα, γνώριζε από παρτιτούρες, πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή που οι περισσότεροι μουσικοί και οι συνθέτες ήταν «πρακτικοί».
Έτσι ο Σαλονικιός έγραφε και επιμελείτο τα τραγούδια, και όταν αυτά είχαν «ελλείψεις» επενέβαινε.
Σαν εκτελεστής, έπαιξε σε χιλιάδες δίσκους όλων των επώνυμων (Χιώτη, Γούναρη, Βέμπο, Στελλάκη Περπινιάδη, Τούντα, Βαμβακάρη, Παγιουμτζή, Εσκενάζυ, Αμπατζή, Παπάζογλου, Αττίκ, και άλλων). Μεγάλη όμως είναι η συμμετοχή του στα τραγούδια που ερμήνευσε η Ρίτα Αμπατζή, και η Ρόζα Εσκενάζυ.
Σε δεκάδες τραγούδια φωνάζει η Ρόζα «Γεια σου Σαλονικιέ μου».
Ο Σαλονικιός είναι Ιδρυτικό μέλλος του Συνδέσμου Μουσικών Αθηνών – Πειραιώς «Η ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑ» που ιδρύθηκε το 1928.
Μετά την κατοχή ο Σαλονικιός συνέχισε την καριέρα του συνεργαζόμενος με τον Χιώτη, τον Τσιτσάνη, και την Γεωργακοπούλου.
Το 1948, ένα απρόσμενο γεγονός (ο θάνατος του 18 χρονου γιου του Νίκου) τον λυγίζει, και δεν αντέχει πολύ.
Στις 19 Ιανουαρίου 1950 ο μεγάλος βιολιστής έφυγε για πάντα.
Την σκυτάλη πήρε ο μεγαλύτερος γιος του Μιχάλης, ο οποίος διατέλεσε για πολλά χρόνια πρώτο βιολί της Κρατικής Ορχήστρας της ΕΡΤ, ενώ το 1980 ίδρυσε την ορχήστρα εγχόρδων «Ελληνική Καμεράτα».
Ο Μιχάλης Σέμσης πέθανε το 1987, και την παράδοση της οικογένειας συνεχίζει ο γιος του Δημήτρης Σέμσης.
Έτσι, το μεγάλο όνομα του Σαλονικιού συνεχίζεται.
Ένας μουσικός, που ακόμα και σήμερα πολλοί θέλουν να του μοιάσουν.
Ο Δημήτρης Σέμσης γεννήθηκε στην Στρόμνιτσα γύρω στα 1880. Καταγόταν από οικογένεια στενά συνδεδεμένη με την μουσική, καθώς και ο πατέρας του Μιχελιός Σέμσης, και ο παππούς του ήταν κατασκευαστής βιολιών.
Έτσι ο Δημήτρης, έπαιζε βιολί από μικρός.
Παρολες τις έρευνες, δεν κατέστη δυνατό να μάθουμε από ποιον έμαθε να διαβάζει και να γράφει νότες ο Σέμσης,
Το 1896 περιόδευσε με ένα τσίρκο σ’ όλη την Τουρκία, στην Περσία, την Αραβία, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, την Σερβία, και σε άλλες χώρες, και απέκτησε ακούσματα από τις μουσικές όλων αυτών των χωρών.
Λέγεται ότι έπαιξε κάποτε στο «σεράι» του Σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίτ, ο οποίος κατενθουσιάστηκε από την δεξιοτεχνία του Σέμση, και είπε σε όλες τις γυναίκες να βγάλουν τους φερετζέδες και να τον ακούσουν με ακάλυπτα πρόσωπα.
Του δώρισε μετά απ’ αυτό και έναν ασημένιο καβαλάρη που τον φιλάνε τα εγγόνια του σαν κειμήλιο.
Το 1921, σε ηλικία 40 ετών παντρεύτηκε την δεκαεπτάχρονη Δήμητρα Κανούλα.
Το όνομα του Σαλονικιού είχε μαθευτεί σε όλη την Ελλάδα ως κορυφαίου μουσικού, και ήταν περιζήτητος στους γάμους στα πανηγύρια, και στις ταβέρνες.
Οι παλιοί έλεγαν μάλιστα, ότι σε κανένα συγκρότημα δεν έπεφτε η «χαρτούρα» που έπαιρνε ο Σαλονικιός.
Το 1926, με την ίδρυση της COLUMBIA και της HIS MASTER VOICE ο Θεμιστοκλής Λαμπρόπουλος (πρόεδρος της εταιρίας) τον προσέλαβε ως καλλιτεχνικό διευθυντή της εταιρίας.
Ο Σαλονικιός είχε την αρμοδιότητα να επιλέγει τους μουσικούς, τους τραγουδιστές, τα τραγούδια, αλλά και να κάνει και την ενορχήστρωση.
Όπως προανέφερα, γνώριζε από παρτιτούρες, πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή που οι περισσότεροι μουσικοί και οι συνθέτες ήταν «πρακτικοί».
Έτσι ο Σαλονικιός έγραφε και επιμελείτο τα τραγούδια, και όταν αυτά είχαν «ελλείψεις» επενέβαινε.
Σαν εκτελεστής, έπαιξε σε χιλιάδες δίσκους όλων των επώνυμων (Χιώτη, Γούναρη, Βέμπο, Στελλάκη Περπινιάδη, Τούντα, Βαμβακάρη, Παγιουμτζή, Εσκενάζυ, Αμπατζή, Παπάζογλου, Αττίκ, και άλλων). Μεγάλη όμως είναι η συμμετοχή του στα τραγούδια που ερμήνευσε η Ρίτα Αμπατζή, και η Ρόζα Εσκενάζυ.
Σε δεκάδες τραγούδια φωνάζει η Ρόζα «Γεια σου Σαλονικιέ μου».
Ο Σαλονικιός είναι Ιδρυτικό μέλλος του Συνδέσμου Μουσικών Αθηνών – Πειραιώς «Η ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑ» που ιδρύθηκε το 1928.
Μετά την κατοχή ο Σαλονικιός συνέχισε την καριέρα του συνεργαζόμενος με τον Χιώτη, τον Τσιτσάνη, και την Γεωργακοπούλου.
Το 1948, ένα απρόσμενο γεγονός (ο θάνατος του 18 χρονου γιου του Νίκου) τον λυγίζει, και δεν αντέχει πολύ.
Στις 19 Ιανουαρίου 1950 ο μεγάλος βιολιστής έφυγε για πάντα.
Την σκυτάλη πήρε ο μεγαλύτερος γιος του Μιχάλης, ο οποίος διατέλεσε για πολλά χρόνια πρώτο βιολί της Κρατικής Ορχήστρας της ΕΡΤ, ενώ το 1980 ίδρυσε την ορχήστρα εγχόρδων «Ελληνική Καμεράτα».
Ο Μιχάλης Σέμσης πέθανε το 1987, και την παράδοση της οικογένειας συνεχίζει ο γιος του Δημήτρης Σέμσης.
Έτσι, το μεγάλο όνομα του Σαλονικιού συνεχίζεται.
Labels:
αφιέρωμα,
πολιτισμός,
ρεμπέτες,
σαλονικιός,
σέμσης,
τραγούδι
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης γεννήθηκε το 1917 στον Πειραιά και είναι παιδί πολύτεκνης οικογένειας (ήταν έξι αδέλφια).
Η επαφή του με το μπουζούκι και το ρεμπέτικο έγινε όταν ήταν σε ηλικία δέκα χρονών.
Απέναντι από το σπίτι του ήταν το «χοροδιδασκαλείο» του Μπάτη, και ο μικρός Γενίτσαρης πήγαινε και «γύριζε» την Λατέρνα που είχε ο Μπάτης, και χόρευαν οι πελάτες του μαγαζιού.
Το μεροκάματο του ήταν δέκα δραχμές, ενώ όταν είχε δουλειά το μαγαζί, έπαιρνε είκοσι.
Ο Γενίτσαρης μεγάλωσε μαζί με το γιο του Μπάτη, τον Θανάση, και εκτός αυτού μεγάλωσε μέσα στην «πηγή» του ρεμπέτικου.
Όλα τα τραγούδια που άκουγε στο «χοροδιδασκαλείο» του Μπάτη, τα «ρουφούσε» σαν σφουγγάρι, και όταν πήγαινε στο σπίτι του, έπαιρνε ένα μπαγλαμαδάκι που είχε ο πατέρας του, και έπαιζε τα τραγούδια που είχε ακούσει πριν στο μαγαζί του Μπάτη.
Βέβαια αυτό το έκανε κρυφά, μέχρι που κάποια στιγμή τον έπιασε ο πατέρας του, και τον έσπασε στο ξύλο.
Αυτό ο μικρός Γενίτσαρης το πήρε πολύ «βαριά», και εκείνο το βράδυ δεν πήγε να κοιμηθεί σπίτι του (κοιμήθηκε στην γιαγιά του).
Με τα πολλά ο πατέρας του «μαλάκωσε», και του είπε ότι αν πηγαίνει σχολείο να μάθη γράμματα, θα τον άφηνε να παίζει μπαγλαμαδάκι.
Ο Μιχάλης, σχολείο πήγαινε, αλλά γράμματα (όπως λέει στην αυτοβιογραφία του) δεν μάθαινε, ενώ στο μπαγλαμαδακι «θριάμβευε».
Σε ηλικία δώδεκα χρονών, ο Γενίτσαρης βρισκόταν ακόμα στην Τρίτη τάξη.
Αντί να πηγαίνει σχολείο τα πρωινά, πήγαινε απέναντι απ’ το σπίτι του, στο μαγαζί του Μπάτη, και εκεί με το φίλο του Θανάση (μια και έλειπε ο Μπάτης) κατέβαζαν από τους τοίχους τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες και έπαιζαν διάφορα τραγούδια.
Σε ηλικία 15 χρονών, πιάνει δουλειά σε ένα λεβητοποιείο, και μαζεύοντας λεφτά, αγοράζει από τα παλιατζίδικα ένα μπουζούκι, το οποίο πια έγινε το μεράκι του.
Στην ίδια ηλικία, και αφού με φίλους του είχε κάνει μια «κανταδόρικη» κομπανία, γράφει και το πρώτο του τραγούδι, το οποίο είναι επιτυχία ακόμα και σήμερα.
Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι
Κατάλαβα τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι..
Από τις καντάδες στους δρόμους, βρέθηκε αυτός και η παρέα του να τραγουδάνε σε διάφορες ταβέρνες για το κέφι τους.
Μετά από προτροπή ενός φίλου του, αλλά και αφού συμβουλεύτηκε τον Μπάτη, πήγε στην «Κολούμπια», όπου συνάντησε τον Παναγιώτη Τούντα, τον μαέστρο της εταιρίας, ο οποίος τον έβαλε να παίξει για να τον ακούσει (κάτι σαν ακρόαση).
Ο Γενίτσαρης έπαιξε το «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», και ένα ακόμα τραγούδι, και ο Τούντας του έκλεισε ραντεβού για «φωνογράφηση»!
Έγινε η φωνοληψία, και σε δέκα μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος, πράγμα που έκανε το Γενίτσαρη να χαρεί πολύ ακούγοντας το τραγούδι του στα γραμμόφωνα.
Αντίθετα, οι γονείς του έλεγαν ότι τους «ξεφτίλισε».
Το ξεκίνημα είχε γίνει στο τραγούδι, αλλά και σε μια πολυτάραχη ζωή, με «μαγκιές», «τσαμπουκάδες», εξορίες, με κυνηγητά, και με την κατοχή, στην οποία ο Γενίτσαρης έγραψε ακόμα ένα τραγούδι, που έμελε να σημαδέψει εκείνες τις μαύρες μέρες.
Ζηλεύουνε δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε
Μπατίρη θέλουν να με δουν για να ευχαριστηθούνε κλπ!
Ο γνωστός «Σαλταδόρος», ένα τραγούδι «εθνικό Ύμνο» (όπως είχε πει ο Γενίτσαρης, που όλα τα πάλκα το έπαιζαν.
Ακολούθησαν πολλές επιτυχίες, πολλές συνεργασίες με μεγάλους του ρεμπέτικου, και πάνω απ’ όλα, πολλά τραγούδια που αποτέλεσαν και αυτά κομμάτια της ρεμπέτικης ιστορίας.
Η επαφή του με το μπουζούκι και το ρεμπέτικο έγινε όταν ήταν σε ηλικία δέκα χρονών.
Απέναντι από το σπίτι του ήταν το «χοροδιδασκαλείο» του Μπάτη, και ο μικρός Γενίτσαρης πήγαινε και «γύριζε» την Λατέρνα που είχε ο Μπάτης, και χόρευαν οι πελάτες του μαγαζιού.
Το μεροκάματο του ήταν δέκα δραχμές, ενώ όταν είχε δουλειά το μαγαζί, έπαιρνε είκοσι.
Ο Γενίτσαρης μεγάλωσε μαζί με το γιο του Μπάτη, τον Θανάση, και εκτός αυτού μεγάλωσε μέσα στην «πηγή» του ρεμπέτικου.
Όλα τα τραγούδια που άκουγε στο «χοροδιδασκαλείο» του Μπάτη, τα «ρουφούσε» σαν σφουγγάρι, και όταν πήγαινε στο σπίτι του, έπαιρνε ένα μπαγλαμαδάκι που είχε ο πατέρας του, και έπαιζε τα τραγούδια που είχε ακούσει πριν στο μαγαζί του Μπάτη.
Βέβαια αυτό το έκανε κρυφά, μέχρι που κάποια στιγμή τον έπιασε ο πατέρας του, και τον έσπασε στο ξύλο.
Αυτό ο μικρός Γενίτσαρης το πήρε πολύ «βαριά», και εκείνο το βράδυ δεν πήγε να κοιμηθεί σπίτι του (κοιμήθηκε στην γιαγιά του).
Με τα πολλά ο πατέρας του «μαλάκωσε», και του είπε ότι αν πηγαίνει σχολείο να μάθη γράμματα, θα τον άφηνε να παίζει μπαγλαμαδάκι.
Ο Μιχάλης, σχολείο πήγαινε, αλλά γράμματα (όπως λέει στην αυτοβιογραφία του) δεν μάθαινε, ενώ στο μπαγλαμαδακι «θριάμβευε».
Σε ηλικία δώδεκα χρονών, ο Γενίτσαρης βρισκόταν ακόμα στην Τρίτη τάξη.
Αντί να πηγαίνει σχολείο τα πρωινά, πήγαινε απέναντι απ’ το σπίτι του, στο μαγαζί του Μπάτη, και εκεί με το φίλο του Θανάση (μια και έλειπε ο Μπάτης) κατέβαζαν από τους τοίχους τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες και έπαιζαν διάφορα τραγούδια.
Σε ηλικία 15 χρονών, πιάνει δουλειά σε ένα λεβητοποιείο, και μαζεύοντας λεφτά, αγοράζει από τα παλιατζίδικα ένα μπουζούκι, το οποίο πια έγινε το μεράκι του.
Στην ίδια ηλικία, και αφού με φίλους του είχε κάνει μια «κανταδόρικη» κομπανία, γράφει και το πρώτο του τραγούδι, το οποίο είναι επιτυχία ακόμα και σήμερα.
Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι
Κατάλαβα τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι..
Από τις καντάδες στους δρόμους, βρέθηκε αυτός και η παρέα του να τραγουδάνε σε διάφορες ταβέρνες για το κέφι τους.
Μετά από προτροπή ενός φίλου του, αλλά και αφού συμβουλεύτηκε τον Μπάτη, πήγε στην «Κολούμπια», όπου συνάντησε τον Παναγιώτη Τούντα, τον μαέστρο της εταιρίας, ο οποίος τον έβαλε να παίξει για να τον ακούσει (κάτι σαν ακρόαση).
Ο Γενίτσαρης έπαιξε το «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», και ένα ακόμα τραγούδι, και ο Τούντας του έκλεισε ραντεβού για «φωνογράφηση»!
Έγινε η φωνοληψία, και σε δέκα μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος, πράγμα που έκανε το Γενίτσαρη να χαρεί πολύ ακούγοντας το τραγούδι του στα γραμμόφωνα.
Αντίθετα, οι γονείς του έλεγαν ότι τους «ξεφτίλισε».
Το ξεκίνημα είχε γίνει στο τραγούδι, αλλά και σε μια πολυτάραχη ζωή, με «μαγκιές», «τσαμπουκάδες», εξορίες, με κυνηγητά, και με την κατοχή, στην οποία ο Γενίτσαρης έγραψε ακόμα ένα τραγούδι, που έμελε να σημαδέψει εκείνες τις μαύρες μέρες.
Ζηλεύουνε δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε
Μπατίρη θέλουν να με δουν για να ευχαριστηθούνε κλπ!
Ο γνωστός «Σαλταδόρος», ένα τραγούδι «εθνικό Ύμνο» (όπως είχε πει ο Γενίτσαρης, που όλα τα πάλκα το έπαιζαν.
Ακολούθησαν πολλές επιτυχίες, πολλές συνεργασίες με μεγάλους του ρεμπέτικου, και πάνω απ’ όλα, πολλά τραγούδια που αποτέλεσαν και αυτά κομμάτια της ρεμπέτικης ιστορίας.
Labels:
αφιέρωμα,
γενίτσαρης,
πολιτισμός,
ρεμπέτες,
ρεμπέτικο,
τραγούδι
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο Γιάννης κυριαζής γεννήθηκε το 1915 στην Καβάλα.
Εκεί, παράλληλα με το σχολείο άρχισε και μαθήματα κλασικής κιθάρας. Γύρω στα 1937-38, η οικογένεια του μετακόμισε στην Θεσσαλονίκη, όπου λίγο αργότερα ο Κυριαζής κάνει γνωριμίες με τους μεγάλους του ρεμπέτικου (Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, και άλλους)!
Αυτές οι γνωριμίες, αλλά και τα τραγούδια, τον έκαναν να αφοσιωθεί και αυτός στο ρεμπέτικο!
Μάλιστα ο Τάσος Σχορέλης στο βιβλίο του, αναφέρει ότι «αποφασιστική για την ζωή του Κυριαζή, στάθηκε η γνωριμία του με τον Γιάννη Παπαϊωάννου».
Ο Κυριαζής αφήνει την Θεσσαλονίκη το 1946, και πηγαίνει στην Αθήνα, όπου και ξεκίνησε να δουλεύει σε διάφορα συγκροτήματα.
Αρχικά δούλεψε σαν κιθαρίστας, και μετά σαν τραγουδιστής, ενώ παράλληλα έγραφε και δικά του τραγούδια.
Δυστυχώς, πολλά από τα τραγούδια του που συνέθεσε, κυκλοφόρησαν με τα ονόματα άλλων συνθετών.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν τόσο από την έρευνα του Τάσου Σχορέλη, όσο και άλλων ερευνητών, έχουμε την εξής εικόνα για τον Γιάννη Κυριαζή.
Ο Κυριαζής ήταν «αγνός», και σαν χαρακτήρας ασυμβίβαστος.
Αυτά τα προσωπικά στοιχεία ίσως να ήταν η αιτία που πολλά από τα τραγούδια του έμειναν «αγραμμοφώνητα».
Οι ταλαιπωρίες της ζωής, κατέστρεψαν την υγεία του. Για πολλά χρόνια βασανιζόταν από φυματίωση, αρρώστια που τον εμπόδισε στην καλλιτεχνική του πορεία.
Σας μεταφέρω ενα απόσπασμα από την κουβέντα του Κυριαζη με τον Τάσο Σχορέλη.
«Στη ζωή μου στάθηκα μακριά από αυτό που λέγεται εμπόριο.
Δεν το επεδίωξα ποτέ, γιατί κι αν το έκανα, σίγουρα θα αποτυχαινα και εκεί.
Όλη μου η ζωή κλείνεται σε τρεις λέξεις. Αγώνας, τραγούδι, έρωτας.
Εγώ δεν είμαι από ‘κείνους που φοβούνται μπας και τους χαλάσουν τη διαγωγή.
Για να καταλάβεις, με ρώτησε κάποιος «κύριε Κυριαζή, ήπιατε ποτέ ναρκωτικά»;
Και του απάντησα:
Ένα βαπόρι χασίσι, και μια στέρνα πιοτά κάθε είδους.
Τι θα άλλαζε δηλαδή αν έκανα την Αρσακειάδα σαν μερικούς που όταν τους ρωτάς για χασίσι ψάχνουν να βρουν τους πεθαμένους για να ρίξουν πάνω τους το χασίσι που φουμάρανε αυτοί;
Έχω σαράντα χρόνια στο τραγούδι θητεία.
Δεν έχω μια!
Κι όμως υπάρχουν κάτω του μετρίου καλλιτεχνάκια, με σαράντα μήνες θητεία που βρίσκονται στα ύψη με μισθό παραμυθένιο.
Με ρώτησε κάποιος μήπως τα σκόρπαγα τότε που τα ‘παιρνα .
Όχι. Δεν τα σκόρπαγα, γιατί ποτέ δεν τα πήρα χοντρά.
Ούτε εταιρία ήμουν ούτε αφεντικό.
Για να ανεβείς ψηλά, πρέπει να περάσεις πολλές πόρτες χαμηλές και στενές και να σκύβεις, και να σου βάλουν δάχτυλο από πίσω για να σε στριμώξουν.
Όταν το κάνεις, τότε φτάνεις στα σαλόνια.
Δύναμη του λαϊκού τραγουδιού είναι ότι αντλείται από τον λαό και σ’ αυτόν επιστρέφει, και γι αυτό δεν μπορούν να το πολεμήσουν.
Το 1937 μπήκα στο καράβι στη Θεσσαλονίκη για να πάω στον Πειραιά.
Ήταν εποχή που ήταν μεγάλη επιτυχία η Φαληριώτισσα.
Με το ίδιο καράβι γύρναγαν στον Πειραιά ο Παπαϊωάννου με τον Στεφανάκη (τον Σπιτάμπελο).
Όλη νύχτα παίζαμε και γίναμε φίλοι.
Δούλεψα πολλές φορές με τον Παπαϊωάννου και άλλους, κάθε φορά που ανέβαιναν Θεσσαλονίκη μέχρι τις αρχές της κατοχής.
Τότε ήταν που δούλεψα και με τον Τσιτσάνη σε ένα μαγαζί λίγο παρά έξω από το Ντεπό, κοντά στο σπίτι της γυναίκας του της Ζωής.
Ο Τσιτσάνης έπαιζε περίφημο μπουζούκι.
Τέτοιο παίξιμο, ούτε ακούστηκε, ούτε θα ξανακουστεί».
Ο Γιάννης Κυριαζής είχε ένα μεγάλο παράπονο. Όταν πήγε στην Αθήνα, παιδεύτηκε πολύ να βρει δουλειά, και αυτό γιατί όπως είπε ο ίδιος «οι άνθρωποι που τα πίναμε παρέα στη Θεσσαλονίκη και κάνανε τον φίλο, στην Αθήνα ‘κάναν πως δεν με ξέρανε.
Ξέρεις, για να σε πάρουμε στο μαγαζί μου λέγανε, πρέπει να είσαι γνωστός, να σε ξέρει ο κόσμος και τα αφεντικά και ‘σένα δεν σε ξέρουν.
Βλέπεις οι χάρτινες βεντέτες δεν σε παίρνουν κοντά τους για να μην τους επισκιάσεις.
Εκεί, παράλληλα με το σχολείο άρχισε και μαθήματα κλασικής κιθάρας. Γύρω στα 1937-38, η οικογένεια του μετακόμισε στην Θεσσαλονίκη, όπου λίγο αργότερα ο Κυριαζής κάνει γνωριμίες με τους μεγάλους του ρεμπέτικου (Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, και άλλους)!
Αυτές οι γνωριμίες, αλλά και τα τραγούδια, τον έκαναν να αφοσιωθεί και αυτός στο ρεμπέτικο!
Μάλιστα ο Τάσος Σχορέλης στο βιβλίο του, αναφέρει ότι «αποφασιστική για την ζωή του Κυριαζή, στάθηκε η γνωριμία του με τον Γιάννη Παπαϊωάννου».
Ο Κυριαζής αφήνει την Θεσσαλονίκη το 1946, και πηγαίνει στην Αθήνα, όπου και ξεκίνησε να δουλεύει σε διάφορα συγκροτήματα.
Αρχικά δούλεψε σαν κιθαρίστας, και μετά σαν τραγουδιστής, ενώ παράλληλα έγραφε και δικά του τραγούδια.
Δυστυχώς, πολλά από τα τραγούδια του που συνέθεσε, κυκλοφόρησαν με τα ονόματα άλλων συνθετών.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν τόσο από την έρευνα του Τάσου Σχορέλη, όσο και άλλων ερευνητών, έχουμε την εξής εικόνα για τον Γιάννη Κυριαζή.
Ο Κυριαζής ήταν «αγνός», και σαν χαρακτήρας ασυμβίβαστος.
Αυτά τα προσωπικά στοιχεία ίσως να ήταν η αιτία που πολλά από τα τραγούδια του έμειναν «αγραμμοφώνητα».
Οι ταλαιπωρίες της ζωής, κατέστρεψαν την υγεία του. Για πολλά χρόνια βασανιζόταν από φυματίωση, αρρώστια που τον εμπόδισε στην καλλιτεχνική του πορεία.
Σας μεταφέρω ενα απόσπασμα από την κουβέντα του Κυριαζη με τον Τάσο Σχορέλη.
«Στη ζωή μου στάθηκα μακριά από αυτό που λέγεται εμπόριο.
Δεν το επεδίωξα ποτέ, γιατί κι αν το έκανα, σίγουρα θα αποτυχαινα και εκεί.
Όλη μου η ζωή κλείνεται σε τρεις λέξεις. Αγώνας, τραγούδι, έρωτας.
Εγώ δεν είμαι από ‘κείνους που φοβούνται μπας και τους χαλάσουν τη διαγωγή.
Για να καταλάβεις, με ρώτησε κάποιος «κύριε Κυριαζή, ήπιατε ποτέ ναρκωτικά»;
Και του απάντησα:
Ένα βαπόρι χασίσι, και μια στέρνα πιοτά κάθε είδους.
Τι θα άλλαζε δηλαδή αν έκανα την Αρσακειάδα σαν μερικούς που όταν τους ρωτάς για χασίσι ψάχνουν να βρουν τους πεθαμένους για να ρίξουν πάνω τους το χασίσι που φουμάρανε αυτοί;
Έχω σαράντα χρόνια στο τραγούδι θητεία.
Δεν έχω μια!
Κι όμως υπάρχουν κάτω του μετρίου καλλιτεχνάκια, με σαράντα μήνες θητεία που βρίσκονται στα ύψη με μισθό παραμυθένιο.
Με ρώτησε κάποιος μήπως τα σκόρπαγα τότε που τα ‘παιρνα .
Όχι. Δεν τα σκόρπαγα, γιατί ποτέ δεν τα πήρα χοντρά.
Ούτε εταιρία ήμουν ούτε αφεντικό.
Για να ανεβείς ψηλά, πρέπει να περάσεις πολλές πόρτες χαμηλές και στενές και να σκύβεις, και να σου βάλουν δάχτυλο από πίσω για να σε στριμώξουν.
Όταν το κάνεις, τότε φτάνεις στα σαλόνια.
Δύναμη του λαϊκού τραγουδιού είναι ότι αντλείται από τον λαό και σ’ αυτόν επιστρέφει, και γι αυτό δεν μπορούν να το πολεμήσουν.
Το 1937 μπήκα στο καράβι στη Θεσσαλονίκη για να πάω στον Πειραιά.
Ήταν εποχή που ήταν μεγάλη επιτυχία η Φαληριώτισσα.
Με το ίδιο καράβι γύρναγαν στον Πειραιά ο Παπαϊωάννου με τον Στεφανάκη (τον Σπιτάμπελο).
Όλη νύχτα παίζαμε και γίναμε φίλοι.
Δούλεψα πολλές φορές με τον Παπαϊωάννου και άλλους, κάθε φορά που ανέβαιναν Θεσσαλονίκη μέχρι τις αρχές της κατοχής.
Τότε ήταν που δούλεψα και με τον Τσιτσάνη σε ένα μαγαζί λίγο παρά έξω από το Ντεπό, κοντά στο σπίτι της γυναίκας του της Ζωής.
Ο Τσιτσάνης έπαιζε περίφημο μπουζούκι.
Τέτοιο παίξιμο, ούτε ακούστηκε, ούτε θα ξανακουστεί».
Ο Γιάννης Κυριαζής είχε ένα μεγάλο παράπονο. Όταν πήγε στην Αθήνα, παιδεύτηκε πολύ να βρει δουλειά, και αυτό γιατί όπως είπε ο ίδιος «οι άνθρωποι που τα πίναμε παρέα στη Θεσσαλονίκη και κάνανε τον φίλο, στην Αθήνα ‘κάναν πως δεν με ξέρανε.
Ξέρεις, για να σε πάρουμε στο μαγαζί μου λέγανε, πρέπει να είσαι γνωστός, να σε ξέρει ο κόσμος και τα αφεντικά και ‘σένα δεν σε ξέρουν.
Βλέπεις οι χάρτινες βεντέτες δεν σε παίρνουν κοντά τους για να μην τους επισκιάσεις.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΤΗΣ
Ένας ακόμα μεγάλος του Ρεμπέτικου, είναι και ο Γιώργος Μπάτης, η Αμπάτης, η Τσωρός.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, το «Μπάτης» ηταν ψευδώνυμο, παρατσούκλι, που το πήρε «κληρονομιά» ο Γιώργος από τον πατέρα του.
Γιώργος Τσωρός ηταν το κανονικό του ονοματεπώνυμο, και έχει ενδιαφέρον να δούμε πως έγινε το παρατσούκλι «Μπάτης».
Ο πατέρας του, που έκανε όπως οι περισσότεροι της εποχής ευκαιριακά μεροκάματα, κάποτε, μόλις πληρώθηκε από τη δουλειά του, πήγε στη θάλασσα, και αφού έβγαλε από την τσέπη του τα χρήματα, τα κούνησε στον αέρα, και είπε: «Αν δεν σας φάω, να με πάρει ο μπάτης»!
Αυτή είναι η ιστορία για το παρατσούκλι, η οποία όμως έχει πολλές «παραλλαγές» ανάλογα με τον αφηγητή της εκείνη την εποχή.
Ο Γιώργος Μπάτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1890.
Έπαιζε πολύ καλό μπαγλαμά, και είχε δημιουργήσει μάλιστα και δικό του «χοροδιδασκαλείο» στη Δραπετσώνα.
Σαν καλλιτέχνης, είναι από τους πρώτους ρεμπέτες μουσικούς, από τους πρώτους συνθέτες της προπολεμικής εποχής.
Έπαιζε μπαγλαμά από το 1915, και είναι ένα από τα μέλη της Τετράδος, της Ξακουστής του Πειραιώς, της πρώτης επίσημης Ρεμπέτικης Κομπανίας.
Η πρώτη τους εμφάνιση έγινε το 1934.
Μέχρι που κάηκε του Καραϊσκάκη, ο Μπάτης είχε εκεί ένα καφενείο στο οποίο σύχναζαν όλοι οι μάγκες.
Έκανε πάρα πολλές δουλειές.
Πουλούσε φάρμακα για τους κάλους και τα δόντια, έκανε το μικροπωλητή, είχε ενεχυροδανειστήριο, έκανε τον «οδοντίατρο», κλπ.
Όλα αυτά τα συνδύαζε με πολύ καλαμπούρι, και πολλές πλάκες, οι οποίες άφησαν εποχή.
Ο Μπάτης μέχρι το θάνατο του το 1967, έπαιζε και τραγουδούσε πότε με συγκροτήματα, και πότε μόνος του.
Οι παλιοί όσοι τον είχαν γνωρίσει, τον θυμόταν πάντοτε καλοντυμένο να παίζει στα λεμονάδικα καθισμένος πάνω σε ένα καρότσι.
Αχώριστος σύντροφος του Μπάτη, ηταν το μπαγλαμαδάκι του ο «ΜΑΓΚΑΣ», που του τον είχε φτιάξει ένας καταπληκτικός οργανοποιός, ο Τσακιριάν!
Ο Μπάτης όπου πήγαινε κουβαλούσε μαζί του το μπαγλαμαδακι του, κρυμμένο πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού του.
Ο Γιώργος Μπάτης, η Αμπάτης, η Τσωρός, πήγε «άδοξα» όπως οι περισσότεροι ρεμπέτες.
Ο Τσακιριάν μιλώντας για τον Μπάτη, τον χαρακτήρισε «ΡΗΓΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ».
Όταν θάψανε τον Μπάτη στην κάσα του ‘βαλαν το αγαπημένο του μπαγλαμαδάκι.
Ο Γιώργος Μπάτης άφησε πίσω του αρκετά τραγούδια που ακόμα και σήμερα τα ακούμε σε νεώτερες εκτελέσεις.
Ας θυμηθούμε μερικά από αυτά.
«ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΡΑΔΙΚΙ, ΑΤΣΙΓΓΑΝΑ, ΒΑΡΚΑ ΜΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΙΣΜΕΝΗ, ΒΛΕΠΩ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΑΡΕΑ, ΖΟΥΛΑ ΣΕ ΜΙΑ ΒΑΡΚΑ ΜΠΗΚΑ(ο τίτλος του δίσκου είναι «Ζειμπεκάνο Σπανιόλο»), Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, ΚΑΜΗΛΙΕΡΙΚΟ, ΚΑΤΩ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ, ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΓΥΑΛΟ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ, ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ, και άλλα πολλά.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, το «Μπάτης» ηταν ψευδώνυμο, παρατσούκλι, που το πήρε «κληρονομιά» ο Γιώργος από τον πατέρα του.
Γιώργος Τσωρός ηταν το κανονικό του ονοματεπώνυμο, και έχει ενδιαφέρον να δούμε πως έγινε το παρατσούκλι «Μπάτης».
Ο πατέρας του, που έκανε όπως οι περισσότεροι της εποχής ευκαιριακά μεροκάματα, κάποτε, μόλις πληρώθηκε από τη δουλειά του, πήγε στη θάλασσα, και αφού έβγαλε από την τσέπη του τα χρήματα, τα κούνησε στον αέρα, και είπε: «Αν δεν σας φάω, να με πάρει ο μπάτης»!
Αυτή είναι η ιστορία για το παρατσούκλι, η οποία όμως έχει πολλές «παραλλαγές» ανάλογα με τον αφηγητή της εκείνη την εποχή.
Ο Γιώργος Μπάτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1890.
Έπαιζε πολύ καλό μπαγλαμά, και είχε δημιουργήσει μάλιστα και δικό του «χοροδιδασκαλείο» στη Δραπετσώνα.
Σαν καλλιτέχνης, είναι από τους πρώτους ρεμπέτες μουσικούς, από τους πρώτους συνθέτες της προπολεμικής εποχής.
Έπαιζε μπαγλαμά από το 1915, και είναι ένα από τα μέλη της Τετράδος, της Ξακουστής του Πειραιώς, της πρώτης επίσημης Ρεμπέτικης Κομπανίας.
Η πρώτη τους εμφάνιση έγινε το 1934.
Μέχρι που κάηκε του Καραϊσκάκη, ο Μπάτης είχε εκεί ένα καφενείο στο οποίο σύχναζαν όλοι οι μάγκες.
Έκανε πάρα πολλές δουλειές.
Πουλούσε φάρμακα για τους κάλους και τα δόντια, έκανε το μικροπωλητή, είχε ενεχυροδανειστήριο, έκανε τον «οδοντίατρο», κλπ.
Όλα αυτά τα συνδύαζε με πολύ καλαμπούρι, και πολλές πλάκες, οι οποίες άφησαν εποχή.
Ο Μπάτης μέχρι το θάνατο του το 1967, έπαιζε και τραγουδούσε πότε με συγκροτήματα, και πότε μόνος του.
Οι παλιοί όσοι τον είχαν γνωρίσει, τον θυμόταν πάντοτε καλοντυμένο να παίζει στα λεμονάδικα καθισμένος πάνω σε ένα καρότσι.
Αχώριστος σύντροφος του Μπάτη, ηταν το μπαγλαμαδάκι του ο «ΜΑΓΚΑΣ», που του τον είχε φτιάξει ένας καταπληκτικός οργανοποιός, ο Τσακιριάν!
Ο Μπάτης όπου πήγαινε κουβαλούσε μαζί του το μπαγλαμαδακι του, κρυμμένο πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού του.
Ο Γιώργος Μπάτης, η Αμπάτης, η Τσωρός, πήγε «άδοξα» όπως οι περισσότεροι ρεμπέτες.
Ο Τσακιριάν μιλώντας για τον Μπάτη, τον χαρακτήρισε «ΡΗΓΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ».
Όταν θάψανε τον Μπάτη στην κάσα του ‘βαλαν το αγαπημένο του μπαγλαμαδάκι.
Ο Γιώργος Μπάτης άφησε πίσω του αρκετά τραγούδια που ακόμα και σήμερα τα ακούμε σε νεώτερες εκτελέσεις.
Ας θυμηθούμε μερικά από αυτά.
«ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΡΑΔΙΚΙ, ΑΤΣΙΓΓΑΝΑ, ΒΑΡΚΑ ΜΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΙΣΜΕΝΗ, ΒΛΕΠΩ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΑΡΕΑ, ΖΟΥΛΑ ΣΕ ΜΙΑ ΒΑΡΚΑ ΜΠΗΚΑ(ο τίτλος του δίσκου είναι «Ζειμπεκάνο Σπανιόλο»), Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, ΚΑΜΗΛΙΕΡΙΚΟ, ΚΑΤΩ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ, ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΓΥΑΛΟ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ, ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ, και άλλα πολλά.
ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ
Ο επιλεγόμενος «Τεμπέλης», και το τρίτο από τα τέσσερα μέλη της «ΤΕΤΡΑΔΟΣ ΤΗΣ ΞΑΚΟΥΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», της πρώτης Ρεμπέτικης κομπανίας.
Ο Στράτος Παγιουμτζής, είναι ο τραγουδιστής που όπως είχε πει ο Βασίλης Τσιτσάνης, είχε «αηδόνια στο λαρύγγι». Γεννήθηκε το 1904 στο Αιβαλί (Κυδωνιές) της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του ηταν ψαράς, και έπαιρνε μαζί του σαν βοηθό τον μικρό Στράτο.
Παρόλο που ο μικρός Στράτος δεν καταγόταν από μουσική οικογένεια, διακρινόταν για την ερμηνεία του στα μικρασιάτικα τραγούδια και στους αμανέδες.
Λίγο πριν την Μικρασιατική καταστροφή, ο Στράτος και η οικογένεια του έρχονται στην Ελλάδα και πιάνουν σπίτι στον Πειραιά.
Θα ηταν γύρω στο 1918.
Γύρω στο 1925, ο Στράτος γνώρισε το Μάρκο Βαμβακάρη, έγιναν φίλοι, και άρχισαν μάλιστα να συνεργάζονται.
Λίγο πριν το 1930, ο Στράτος, ο Μάρκος, ο Δελιάς, ο Κερομύτης, ο Μπαγιαντέρας, και άλλοι μεγάλοι του Ρεμπέτικου με τους ‘μπουζουκομπαγλαμάδες τους παίζουν παλιά τραγούδια, αλλά και καινούργια , δικά τους, στα στέκια του Πειραιά με μεγάλη επιτυχία. Το 1931 ιδρύεται στη χώρα μας το εργοστάσιο δίσκων της COLUMBIA, και βρίσκουμε στα στούντιο ηχογραφήσεων το Μάρκο, αλλά και το Στράτο.
Η είσοδος του Στράτου στη δισκογραφία , έγινε μετά από ένα χιουμοριστικό συμβάν.
Όταν ο Μπάτης αδυνατώντας για «ειδικούς λόγους» να τραγουδήσει την τελευταία στιγμή της ηχογράφησης δυο τραγούδια του, την κατάσταση έσωσε ο Στράτος τραγουδώντας στους «τόνους» του Μπάτη το «ΖΕΙΜΠΕΚΑΝΟ ΣΠΑΝΙΟΛΟ», και το «ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ».
Έτσι, με την ευκαιρία αυτή, και τραγουδώντας σαν το Μπάτη, αποτυπώνεται στους δίσκους για πρώτη φορά η φωνή του μεγάλου αυτού τραγουδιστή.
Όλα αυτά συνέβησαν στα τέλη του 1933. η κυκλοφορία των πρώτων δίσκων του, καθώς και των δίσκων του Μάρκου, αλλά και των υπολοίπων, συμπίπτει με την εμφάνιση το καλοκαίρι του 1934 στη «Μάντρα του Σαραντόπουλου» της Τετράδος της Ξακουστής του Πειραιώς
Ο Στράτος σαν ερμηνευτής, έκανε μπάμ, με αποτέλεσμα όλοι οι μεγάλοι συνθέτες του Ρεμπέτικου να τον θέλουν να πει τα τραγούδια τους.
Η μεγάλη όμως στιγμή στην καριέρα του Στράτου, είναι όταν ερμηνεύει τα τραγούδια του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Βασίλη Τσιτσάνη.
Πενήντα από τα εκατό προπολεμικά τραγούδια του Τσιτσάνη γίνονται δίσκοι τραγουδισμένα από τον Στράτο.
Κατά την περίοδο της κατοχής, βρίσκουμε τον Στράτο, αλλά και όλους τους μεγάλους του Ρεμπέτικου, να εμφανίζονται στα διάφορα στέκια.
Αμέσως μετά την κατοχή, από το 1946 μέχρι το 1955, αφού ξανάνοιξαν τα εργοστάσια των δίσκων, ο Στράτος αρχίζει πάλι να ηχογραφεί.
Για πέντε χρόνια, 1955-1961, ο Στράτος περνά στο περιθώριο της δισκογραφίας, αλλά δεν σταματά την παρουσία του στο πάλκο ούτε στιγμή.
Τον ξανασυναντάμε στη δισκογραφία αρχές του 1960, να ηχογραφεί σε σαρανταπεντάρια.
Ο Στράτος Παγιουμτζής η Τεμπέλης (που κάθε άλλο από τεμπέλης ηταν) ηχογράφησε τριακόσια τραγούδια στις 78 στροφές, και άλλα εκατό στις 45.
Μέχρι και τα τελευταία του ηταν πάνω στο πάλκο, καταπλήσσοντας τους πάντες με την υπέροχη φωνή του.
Ο Στράτος Παγιουμτζής πέθανε το 1971 στη Νέα Υόρκη όπου βρέθηκε για να τραγουδήσει, πραγματοποιώντας έτσι το όνειρο του να τραγουδήσει κάποτε στην Αμερική.
Ερμήνευσε τραγούδια των ΤΟΥΝΤΑ, ΣΚΑΡΒΕΛΗ, ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, ΟΓΔΟΝΤΑΚΗ, ΣΕΜΣΗ, ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ, ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ, ΜΠΑΤΗ, ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, ΤΣΙΤΣΑΝΗ, και όλων των μεγάλων δημιουργών του ρεμπέτικου αλλά και λαϊκού τραγουδιού.
Ο Στράτος Παγιουμτζής, είναι ο τραγουδιστής που όπως είχε πει ο Βασίλης Τσιτσάνης, είχε «αηδόνια στο λαρύγγι». Γεννήθηκε το 1904 στο Αιβαλί (Κυδωνιές) της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του ηταν ψαράς, και έπαιρνε μαζί του σαν βοηθό τον μικρό Στράτο.
Παρόλο που ο μικρός Στράτος δεν καταγόταν από μουσική οικογένεια, διακρινόταν για την ερμηνεία του στα μικρασιάτικα τραγούδια και στους αμανέδες.
Λίγο πριν την Μικρασιατική καταστροφή, ο Στράτος και η οικογένεια του έρχονται στην Ελλάδα και πιάνουν σπίτι στον Πειραιά.
Θα ηταν γύρω στο 1918.
Γύρω στο 1925, ο Στράτος γνώρισε το Μάρκο Βαμβακάρη, έγιναν φίλοι, και άρχισαν μάλιστα να συνεργάζονται.
Λίγο πριν το 1930, ο Στράτος, ο Μάρκος, ο Δελιάς, ο Κερομύτης, ο Μπαγιαντέρας, και άλλοι μεγάλοι του Ρεμπέτικου με τους ‘μπουζουκομπαγλαμάδες τους παίζουν παλιά τραγούδια, αλλά και καινούργια , δικά τους, στα στέκια του Πειραιά με μεγάλη επιτυχία. Το 1931 ιδρύεται στη χώρα μας το εργοστάσιο δίσκων της COLUMBIA, και βρίσκουμε στα στούντιο ηχογραφήσεων το Μάρκο, αλλά και το Στράτο.
Η είσοδος του Στράτου στη δισκογραφία , έγινε μετά από ένα χιουμοριστικό συμβάν.
Όταν ο Μπάτης αδυνατώντας για «ειδικούς λόγους» να τραγουδήσει την τελευταία στιγμή της ηχογράφησης δυο τραγούδια του, την κατάσταση έσωσε ο Στράτος τραγουδώντας στους «τόνους» του Μπάτη το «ΖΕΙΜΠΕΚΑΝΟ ΣΠΑΝΙΟΛΟ», και το «ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ».
Έτσι, με την ευκαιρία αυτή, και τραγουδώντας σαν το Μπάτη, αποτυπώνεται στους δίσκους για πρώτη φορά η φωνή του μεγάλου αυτού τραγουδιστή.
Όλα αυτά συνέβησαν στα τέλη του 1933. η κυκλοφορία των πρώτων δίσκων του, καθώς και των δίσκων του Μάρκου, αλλά και των υπολοίπων, συμπίπτει με την εμφάνιση το καλοκαίρι του 1934 στη «Μάντρα του Σαραντόπουλου» της Τετράδος της Ξακουστής του Πειραιώς
Ο Στράτος σαν ερμηνευτής, έκανε μπάμ, με αποτέλεσμα όλοι οι μεγάλοι συνθέτες του Ρεμπέτικου να τον θέλουν να πει τα τραγούδια τους.
Η μεγάλη όμως στιγμή στην καριέρα του Στράτου, είναι όταν ερμηνεύει τα τραγούδια του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Βασίλη Τσιτσάνη.
Πενήντα από τα εκατό προπολεμικά τραγούδια του Τσιτσάνη γίνονται δίσκοι τραγουδισμένα από τον Στράτο.
Κατά την περίοδο της κατοχής, βρίσκουμε τον Στράτο, αλλά και όλους τους μεγάλους του Ρεμπέτικου, να εμφανίζονται στα διάφορα στέκια.
Αμέσως μετά την κατοχή, από το 1946 μέχρι το 1955, αφού ξανάνοιξαν τα εργοστάσια των δίσκων, ο Στράτος αρχίζει πάλι να ηχογραφεί.
Για πέντε χρόνια, 1955-1961, ο Στράτος περνά στο περιθώριο της δισκογραφίας, αλλά δεν σταματά την παρουσία του στο πάλκο ούτε στιγμή.
Τον ξανασυναντάμε στη δισκογραφία αρχές του 1960, να ηχογραφεί σε σαρανταπεντάρια.
Ο Στράτος Παγιουμτζής η Τεμπέλης (που κάθε άλλο από τεμπέλης ηταν) ηχογράφησε τριακόσια τραγούδια στις 78 στροφές, και άλλα εκατό στις 45.
Μέχρι και τα τελευταία του ηταν πάνω στο πάλκο, καταπλήσσοντας τους πάντες με την υπέροχη φωνή του.
Ο Στράτος Παγιουμτζής πέθανε το 1971 στη Νέα Υόρκη όπου βρέθηκε για να τραγουδήσει, πραγματοποιώντας έτσι το όνειρο του να τραγουδήσει κάποτε στην Αμερική.
Ερμήνευσε τραγούδια των ΤΟΥΝΤΑ, ΣΚΑΡΒΕΛΗ, ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, ΟΓΔΟΝΤΑΚΗ, ΣΕΜΣΗ, ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ, ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ, ΜΠΑΤΗ, ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, ΤΣΙΤΣΑΝΗ, και όλων των μεγάλων δημιουργών του ρεμπέτικου αλλά και λαϊκού τραγουδιού.
Labels:
αφιέρωμα,
παγιουμτζής,
ρεμπέτες,
ρεμπέτικο,
τεμπέλης
ΕΦΥΓΕ Ο ΤΟΛΗΣ ΧΑΡΜΑΣ
Πραγματικά, δεν είναι και ότι καλύτερο να διαβάζεις σαν πρώτη είδηση πρωί πρωί ότι έσβησε ένας ακόμα άνθρωπος του Λαικού και Ρεμπέτικου Τραγουδιού!
Εφυγε ο ΤΟΛΗΣ ΧΑΡΜΑΣ σε ηλικία 97 ετών!
Την Παρασκευή που μας πέρασε, πληροφορήθηκα τον Θάνατό του.
Ενα μικρό αφιέρωμα, θα μας βοηθήσει να τον γνωρίσουμε, να γνωρίσουμε τον άνθρωπο του οποίου τα τραγούδια πολλοί από εμάς σιγοτραγουδήσαμε και ΔΕΝ ξέραμε τον δημιουργό τους.
Ο Τόλης Χάρμας έχει τη δική του ιστορία στο τραγούδι (το πραγματικό του όνομα είναι Απόστολος Χαρμαντάς).
Λίγοι θα γνωρίζουν και θα θυμούνται ότι έχει ερμηνεύσει σε πρώτη εκτέλεση κομμάτια, όπως τα:
«Κάποια μάνα αναστενάζει» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Ενα τραγούδι απ' το Αλγέρι» του Απόστολου Καλδάρα, «Πάλι εχτές στις τρεις ήρθες να κοιμηθείς» του Μανώλη Χιώτη, «Ενα καράβι απ' τον Περαία» του Γιώργου Μητσάκη.
Ο ίδιος έχει γράψει κι ερμηνεύσει σε δικούς του στίχους πάνω από 150 λαϊκά τραγούδια (αρκετά με τη γυναίκα του, Λίτσα, τη δεκαετία τού '50, τότε που αποτελούσαν το ντούο Χάρμα).
Τραγούδια επιτυχίες, όπως τα: «Η καρδιά του μάγκα», «Γκιουλτζαμάλ», «Το σφάλμα», αλλά και το πρόσφατο ωραίο ζεϊμπέκικο «Αλήτικα μικρόβια».
Δικό του είναι και το «Εδώ παπάς, εκεί παπάς» που έχει τραγουδήσει παλαιότερα ο Τάκης Μπίνης.
Λίγοι θα γνωρίζουν και θα θυμούνται ότι έχει ερμηνεύσει σε πρώτη εκτέλεση κομμάτια, όπως τα:
«Κάποια μάνα αναστενάζει» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Ενα τραγούδι απ' το Αλγέρι» του Απόστολου Καλδάρα, «Πάλι εχτές στις τρεις ήρθες να κοιμηθείς» του Μανώλη Χιώτη, «Ενα καράβι απ' τον Περαία» του Γιώργου Μητσάκη.
Ο ίδιος έχει γράψει κι ερμηνεύσει σε δικούς του στίχους πάνω από 150 λαϊκά τραγούδια (αρκετά με τη γυναίκα του, Λίτσα, τη δεκαετία τού '50, τότε που αποτελούσαν το ντούο Χάρμα).
Τραγούδια επιτυχίες, όπως τα: «Η καρδιά του μάγκα», «Γκιουλτζαμάλ», «Το σφάλμα», αλλά και το πρόσφατο ωραίο ζεϊμπέκικο «Αλήτικα μικρόβια».
Δικό του είναι και το «Εδώ παπάς, εκεί παπάς» που έχει τραγουδήσει παλαιότερα ο Τάκης Μπίνης.
«Κατάγομαι από το Λεωνίδιο Κυνουρίας.
Τα πρώτα μου ακούσματα είναι από παραδοσιακή μουσική.
Ο πατέρας μου έπαιζε λαούτο.
Από εκεί επηρεάστηκα.
Στην Αθήνα, στην Ακαδημία Πλάτωνος, θυμάμαι που ήμασταν μαθητές 15χρονοι με τον Γιώργο τον Μουζάκη, τον γνωστό συνθέτη.
Καθόμασταν με μια κιθαρούλα, λέγαμε τραγουδάκια και κάναμε καντάδες για να ρίξουμε τα κορίτσια.
Είχα μάθει το λα μινόρε, το λα ματζόρε, τρία ακόρντα.
Ο Γιώργος από τότε το έλεγε ότι θα γίνει συνθέτης.
Τον είχα συναντήσει τελευταία φορά στην κηδεία της Αλέκας Στρατηγού.
Δεν τον έχω ξαναδεί. Κορακοζώητος, γερό παιδί, σαν κι εμένα».Το '48 ξεκίνησε σαν επαγγελματίας τραγουδιστής σ' ένα αναψυκτήριο της πλατείας Κουμουνδούρου.
«Ελεγα Χαιρόπουλο, Αττίκ, ελαφρά τραγούδια.
Ηταν κομφερασιέ τότε ο Λάμπρος Ζούνης μαζί με τον Αρία.
Από εκεί άρχισα, με 8 δραχμές μεροκάματο».«Υστερα από δύο χρόνια περασα στο λαικο τραγουδι.
Είχα αρχίσει ήδη να γράφω και να παίζω μπουζούκι.
Ηταν της μόδας το λαϊκό τραγούδι.
Προσαρμόστηκα γρήγορα.
Αμα δεν ελίσσεσαι, πώς θα γίνει; Θα μείνεις εκεί, κούτσουρο;
Εκανα ντουέτο με τη συγχωρεμένη τη γυναίκα μου, τη Λίτσα.
Αρχίσαμε από το βαριετέ "Αλκαζάρ" στον σταθμό Λαρίσης και μετά πήγαμε στο θέατρο "Σαμαρτζή" σ' επιθεωρήσεις με Βασιλειάδου, Φωτόπουλο, Ρένα Ντορ κ.ά. Ημασταν το πρώτο λαϊκό ντουέτο στο θέατρο.
Εκεί πρωτοτραγούδησα την "Καρδιά τού μάγκα".
Μετά πήγαμε τουρνέ σε Κωνσταντινούπολη, Κύπρο, Ισραήλ.
Ημασταν δέκα χρόνια μαζί. Κάναμε δύο παιδιά, την έχασα, συνέχισα μόνος μου».«Πηγα Αμερική , για οκτώ χρόνια.
Τορόντο, Βανκούβερ, Καλιφόρνια, Νέα Υόρκη, Σακραμέντο, Ινδιανάπολη.
Παίζαμε μόνο ελληνική μουσική έχοντας κοινό αμερικάνικο, σχεδόν το 90%».«Περισσότερες είναι οι δύσκολες στιγμες που είχα παρά οι εύκολες.
Αυτό το επάγγελμα έχει στιγμές γλυκές κι έχει κάτι πικρές, ολόπικρες.
Από μικρόψυχες συμπεριφορές συναδέλφων, από άγνοια.
Αυτά συμβαίνουν.
Δεν έχω κανένα παράπονο, ούτε κατηγορώ κανέναν, τους αγαπώ όλους. Δεν ξέρω αν μ' αγαπάνε αυτοί».
«Καλή παρέα έκανα με τον συγχωρεμένο τον Γεράσιμο Κλουβάτο, αυτόν που έχει γράψει το "Άναψε το τσιγάρο, δωσ' μου φωτιά».
Ακέραιος χαρακτήρας, ταιριάζαμε.
Επίσης με τον Σπιτάμπελο τον Στέφανο.
Εξαιρετικός καλλιτέχνης, ολίγον τρελός.
Είχε εφεύρει το μπουζουκοκίθαρο με έξι χορδές.
Εκανε αυτή την πατέντα γιατί έπαιζε περισσότερο κιθάρα.
Την επανάσταση βέβαια την έφερε ο Χιώτης με το τετράχορδο μπουζούκι.
Σπουδαία εφεύρεση».
Τα πρώτα μου ακούσματα είναι από παραδοσιακή μουσική.
Ο πατέρας μου έπαιζε λαούτο.
Από εκεί επηρεάστηκα.
Στην Αθήνα, στην Ακαδημία Πλάτωνος, θυμάμαι που ήμασταν μαθητές 15χρονοι με τον Γιώργο τον Μουζάκη, τον γνωστό συνθέτη.
Καθόμασταν με μια κιθαρούλα, λέγαμε τραγουδάκια και κάναμε καντάδες για να ρίξουμε τα κορίτσια.
Είχα μάθει το λα μινόρε, το λα ματζόρε, τρία ακόρντα.
Ο Γιώργος από τότε το έλεγε ότι θα γίνει συνθέτης.
Τον είχα συναντήσει τελευταία φορά στην κηδεία της Αλέκας Στρατηγού.
Δεν τον έχω ξαναδεί. Κορακοζώητος, γερό παιδί, σαν κι εμένα».Το '48 ξεκίνησε σαν επαγγελματίας τραγουδιστής σ' ένα αναψυκτήριο της πλατείας Κουμουνδούρου.
«Ελεγα Χαιρόπουλο, Αττίκ, ελαφρά τραγούδια.
Ηταν κομφερασιέ τότε ο Λάμπρος Ζούνης μαζί με τον Αρία.
Από εκεί άρχισα, με 8 δραχμές μεροκάματο».«Υστερα από δύο χρόνια περασα στο λαικο τραγουδι.
Είχα αρχίσει ήδη να γράφω και να παίζω μπουζούκι.
Ηταν της μόδας το λαϊκό τραγούδι.
Προσαρμόστηκα γρήγορα.
Αμα δεν ελίσσεσαι, πώς θα γίνει; Θα μείνεις εκεί, κούτσουρο;
Εκανα ντουέτο με τη συγχωρεμένη τη γυναίκα μου, τη Λίτσα.
Αρχίσαμε από το βαριετέ "Αλκαζάρ" στον σταθμό Λαρίσης και μετά πήγαμε στο θέατρο "Σαμαρτζή" σ' επιθεωρήσεις με Βασιλειάδου, Φωτόπουλο, Ρένα Ντορ κ.ά. Ημασταν το πρώτο λαϊκό ντουέτο στο θέατρο.
Εκεί πρωτοτραγούδησα την "Καρδιά τού μάγκα".
Μετά πήγαμε τουρνέ σε Κωνσταντινούπολη, Κύπρο, Ισραήλ.
Ημασταν δέκα χρόνια μαζί. Κάναμε δύο παιδιά, την έχασα, συνέχισα μόνος μου».«Πηγα Αμερική , για οκτώ χρόνια.
Τορόντο, Βανκούβερ, Καλιφόρνια, Νέα Υόρκη, Σακραμέντο, Ινδιανάπολη.
Παίζαμε μόνο ελληνική μουσική έχοντας κοινό αμερικάνικο, σχεδόν το 90%».«Περισσότερες είναι οι δύσκολες στιγμες που είχα παρά οι εύκολες.
Αυτό το επάγγελμα έχει στιγμές γλυκές κι έχει κάτι πικρές, ολόπικρες.
Από μικρόψυχες συμπεριφορές συναδέλφων, από άγνοια.
Αυτά συμβαίνουν.
Δεν έχω κανένα παράπονο, ούτε κατηγορώ κανέναν, τους αγαπώ όλους. Δεν ξέρω αν μ' αγαπάνε αυτοί».
«Καλή παρέα έκανα με τον συγχωρεμένο τον Γεράσιμο Κλουβάτο, αυτόν που έχει γράψει το "Άναψε το τσιγάρο, δωσ' μου φωτιά».
Ακέραιος χαρακτήρας, ταιριάζαμε.
Επίσης με τον Σπιτάμπελο τον Στέφανο.
Εξαιρετικός καλλιτέχνης, ολίγον τρελός.
Είχε εφεύρει το μπουζουκοκίθαρο με έξι χορδές.
Εκανε αυτή την πατέντα γιατί έπαιζε περισσότερο κιθάρα.
Την επανάσταση βέβαια την έφερε ο Χιώτης με το τετράχορδο μπουζούκι.
Σπουδαία εφεύρεση».
«Μπουζουκι και κιθάρα έμαθα μόνος μου.
Σε όποια ωδεία και να πας, ότι και να κάνεις, εάν δεν έχεις τσαγανό, δεν φτουράς.
Το αίσθημα που θα δώσεις στο όργανο είναι άλλο πράγμα.
Γνώρισα μουσικούς σημαντικούς, που δεν μ' άγγιζαν όμως στην καρδιά.
Κι έβλεπες τον συγχωρεμένο τον μπάρμπα-Γιάννη τον Παπαϊωάννου που έπαιζε μπουζούκι με δύο δάχτυλα κι όταν έπαιζε ταξίμι, σου σηκωνόταν η τρίχα.
Το αίσθημα μετράει».«Έγραψα τραγούδια που το ένα με το άλλο να μη μοιάζουν, δεν ήθελα να κάνω κατεστημένο.
Έγραψα λαϊκά κανταδορίστικα».«Όπως ο Ζαμπέτας!
Με τον Ζαμπέτα είχαμε πάει στις Κάνες με την ταινία του Ντασσέν "Ποτέ την Κυριακή".
Ήμασταν στην ορχήστρα του Λαβράνου κι έπαιζα κιθάρα.
Μαζί μας κι η Χρυσάφη, ο Καλφόπουλος.
Ο Ζαμπέτας από εκεί στην ουσία άρχισε την καριέρα του, παίζοντας μπουζούκι για "Τα παιδιά του Πειραιά".
Αξιόλογος δημιουργός.
Μου άρεσε πάντα το μπελκάντο.
Κι η βυζαντινή μουσική είναι τρομερή.
Για να τη σπουδάσεις, πρέπει να φας τουλάχιστον 50 χρόνια».«Την Μαρινέλλα εγώ την έβγαλα στο τραγούδι.
Ήμουν στη Θεσσαλονίκη γύρω στο '56 και τραγουδούσα στο "Πανόραμα".
Ερχόταν κόσμος με πούλμαν από Νάουσα, Βέροια, Βόρεια Ελλάδα.
Την ανακάλυψα στο καλοκαιρινό θέατρο "Χατζώκου" με μια ποδίτσα να έχει έναν μικρό ρόλο και να τραγουδάει.
Λεγόταν Κίτσα Παπαδοπούλου και ήταν φιλενάδα του Κώστα Βουτσά.
Πήγα στο καμαρίνι τους και τους είπα να έρθει μαζί μου στο κέντρο.
Έπαιρνε τότε 40 δρχ. μεροκάματο και θα της έδινα 250 δρχ.
Το δέχτηκαν.
Είχα γράψει τότε κι ένα τραγούδι, το "Μαρινέλλα".
Και της έδωσα να 'χει αυτό σαν καλλιτεχνικό όνομα.
Κρίμα όμως που δεν τα λέει αυτά.
Είναι κακό να ξεχνάς.
Εκεί στο "Πανόραμα" την βρήκε ο Καζαντζίδης και την πήρε μαζί του.
Εγώ της είπα "άμα θες, πήγαινε μαζί του, αλλά θα είσαι στη σκιά του".
Κι έτσι έγινε.
Την είχε μόνο για σεκόντα.
Μέχρι που χωρίσανε κι άνοιξε τα φτερά της».
Σε όποια ωδεία και να πας, ότι και να κάνεις, εάν δεν έχεις τσαγανό, δεν φτουράς.
Το αίσθημα που θα δώσεις στο όργανο είναι άλλο πράγμα.
Γνώρισα μουσικούς σημαντικούς, που δεν μ' άγγιζαν όμως στην καρδιά.
Κι έβλεπες τον συγχωρεμένο τον μπάρμπα-Γιάννη τον Παπαϊωάννου που έπαιζε μπουζούκι με δύο δάχτυλα κι όταν έπαιζε ταξίμι, σου σηκωνόταν η τρίχα.
Το αίσθημα μετράει».«Έγραψα τραγούδια που το ένα με το άλλο να μη μοιάζουν, δεν ήθελα να κάνω κατεστημένο.
Έγραψα λαϊκά κανταδορίστικα».«Όπως ο Ζαμπέτας!
Με τον Ζαμπέτα είχαμε πάει στις Κάνες με την ταινία του Ντασσέν "Ποτέ την Κυριακή".
Ήμασταν στην ορχήστρα του Λαβράνου κι έπαιζα κιθάρα.
Μαζί μας κι η Χρυσάφη, ο Καλφόπουλος.
Ο Ζαμπέτας από εκεί στην ουσία άρχισε την καριέρα του, παίζοντας μπουζούκι για "Τα παιδιά του Πειραιά".
Αξιόλογος δημιουργός.
Μου άρεσε πάντα το μπελκάντο.
Κι η βυζαντινή μουσική είναι τρομερή.
Για να τη σπουδάσεις, πρέπει να φας τουλάχιστον 50 χρόνια».«Την Μαρινέλλα εγώ την έβγαλα στο τραγούδι.
Ήμουν στη Θεσσαλονίκη γύρω στο '56 και τραγουδούσα στο "Πανόραμα".
Ερχόταν κόσμος με πούλμαν από Νάουσα, Βέροια, Βόρεια Ελλάδα.
Την ανακάλυψα στο καλοκαιρινό θέατρο "Χατζώκου" με μια ποδίτσα να έχει έναν μικρό ρόλο και να τραγουδάει.
Λεγόταν Κίτσα Παπαδοπούλου και ήταν φιλενάδα του Κώστα Βουτσά.
Πήγα στο καμαρίνι τους και τους είπα να έρθει μαζί μου στο κέντρο.
Έπαιρνε τότε 40 δρχ. μεροκάματο και θα της έδινα 250 δρχ.
Το δέχτηκαν.
Είχα γράψει τότε κι ένα τραγούδι, το "Μαρινέλλα".
Και της έδωσα να 'χει αυτό σαν καλλιτεχνικό όνομα.
Κρίμα όμως που δεν τα λέει αυτά.
Είναι κακό να ξεχνάς.
Εκεί στο "Πανόραμα" την βρήκε ο Καζαντζίδης και την πήρε μαζί του.
Εγώ της είπα "άμα θες, πήγαινε μαζί του, αλλά θα είσαι στη σκιά του".
Κι έτσι έγινε.
Την είχε μόνο για σεκόντα.
Μέχρι που χωρίσανε κι άνοιξε τα φτερά της».
Η νυχτερινή διασκέδαση πριν από 50 χρόνια ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή.
Σήμερα η διασκέδαση που γίνεται είναι πιο ευπρεπής, πιο μαλακιά.
Τότε γίνονταν αγριότητες με τα σπασίματα.
Αυτό το σημάδι που έχω στο φρύδι είναι από ποτήρι.
Σήμερα η διασκέδαση που γίνεται είναι πιο ευπρεπής, πιο μαλακιά.
Τότε γίνονταν αγριότητες με τα σπασίματα.
Αυτό το σημάδι που έχω στο φρύδι είναι από ποτήρι.
Από το '45 κι έπειτα αυτά ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Αγρία διασκέδαση.
Ουίσκι δεν υπήρχε τότε, μόνο κρασί.
Αδειάζανε την μποτίλια και μπαμ στο πάλκο.
Άλλο πράγμα.
Σήμερα είναι πολύ πιο ήπια».«Σήμερα υπάρχουν αξιόλογα τραγούδια, υπάρχουν και πιλάφια. Υπάρχει πρόοδος από τότε με το έντεχνο τραγούδι.
Βέβαια, κάποιοι έγραψαν ωραία πράγματα, αλλά όχι διασκεδαστικά.
Ο ελληνικός λαός θέλει απλότητα, θέλει να του πεις δύο λέξεις να τις βάλει στο μυαλό του και να τραγουδάει».Σπανίζουν τέτοια τραγούδια σήμερα. Η δυσκολία έγκειται στην απλότητα. Πρέπει σε τέσσερις αράδες να εντοπίσεις όλο το θέμα.
Και βλέπεις κάτι λόγια χωρίς ρίμα, λες και είναι εφημερίδα ή διήγημα.
Δεν τη δέχομαι αυτή την ποίηση».
Αγρία διασκέδαση.
Ουίσκι δεν υπήρχε τότε, μόνο κρασί.
Αδειάζανε την μποτίλια και μπαμ στο πάλκο.
Άλλο πράγμα.
Σήμερα είναι πολύ πιο ήπια».«Σήμερα υπάρχουν αξιόλογα τραγούδια, υπάρχουν και πιλάφια. Υπάρχει πρόοδος από τότε με το έντεχνο τραγούδι.
Βέβαια, κάποιοι έγραψαν ωραία πράγματα, αλλά όχι διασκεδαστικά.
Ο ελληνικός λαός θέλει απλότητα, θέλει να του πεις δύο λέξεις να τις βάλει στο μυαλό του και να τραγουδάει».Σπανίζουν τέτοια τραγούδια σήμερα. Η δυσκολία έγκειται στην απλότητα. Πρέπει σε τέσσερις αράδες να εντοπίσεις όλο το θέμα.
Και βλέπεις κάτι λόγια χωρίς ρίμα, λες και είναι εφημερίδα ή διήγημα.
Δεν τη δέχομαι αυτή την ποίηση».
«Ο έρωτας έπαιξε Πρωταρχικό ρόλο στη ζωή μου .
Όποιος δεν ερωτεύεται, δεν έχει ψυχή, δεν έχει καρδιά. Ο έρωτας είναι το ελιξίριο της νεότητας.
Όποιος δεν ερωτεύεται, δεν έχει ψυχή, δεν έχει καρδιά. Ο έρωτας είναι το ελιξίριο της νεότητας.
Αν και έχω γράψει ένα τραγούδι, "Το χρήμα είναι έγκλημα κι ο έρωτας σκοτούρα"!
Του ευχόμαστε ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ!
Labels:
αφιέρωμα,
δημιουργοί,
πολιτισμός,
ρεμπέτες,
συνθέτες,
τόλης,
χάρμας
Πέμπτη 1 Μαΐου 2008
ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ
Ήρθε η ώρα να γνωρίσουμε έναν δημιουργό, για τον οποίο έχουν ειπωθεί διάφορα!
Άλλοι, τον αποκάλεσαν «Μπετόβεν», ενώ άλλοι, τον επέκριναν για την εξέλιξη που έφερε στο μπουζούκι!
ΟΛΟΙ όμως, συμφωνούσαν, και συμφωνούν μέχρι και σήμερα, ότι μπουζουξής και συνθέτης σαν τον ΧΙΩΤΗ, δεν θα ξαναπεράσει από τον τόπο!
Ο Μανώλης Χιώτης, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1920, όπου είχε πάει προσωρινά η οικογένεια του!
Οι δικοί του ήταν από το Ναύπλιο!
Από πολύ μικρός, πήρε μαθήματα κιθάρας, μπουζουκιού, και ουτιού, από έναν κορυφαίο Θεσσαλονικιό δάσκαλο της μουσικής, τον ΓΙΩΡΓΟ ΛΩΛΟ!
Πριν συνεχίσω, θα πρέπει να κάνω και μια διόρθωση σ' αυτό το σημείο!
Ο Χιώτης, όπως θα δούμε και παρακάτω, ξεκίνησε να δουλεύει σαν επαγγελματίας μουσικός σε μικρή ηλικία.
Για αρκετά χρόνια δούλευε σαν κιθαρίστας.
Ο Τάσος Σχορέλης, στο βιβλίο του «Ρεμπέτικη Ανθολογία» Τόμος Δ", εμφανίζει τον Χιώτη σαν μπουζουξή, τέλη του 1936, διπλά στον μεγάλο ΣΤΡΑΤΟ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗ!
Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά μερικά ιερά τέρατα του ρεμπέτικου( Μιχάλη Γενίτσαρη, Τάκη Μπίνη, Σωτηρία Μπέλλλου), και από τα λεγόμενα τους, προκύπτει ότι τις πρώτες του εμφανίσεις, και συνθέσεις, ο ΧΙΩΤΗΣ τις έκανε σαν κιθαρίστας (που ήταν άλλωστε εξαιρετικός)!
Κλείνω εδω αυτή τη μικρή παρένθεση-διόρθωση, λέγοντας ότι διατηρώ ορισμένες επιφυλάξεις, γιατί όσα συγγράμματα διάβασα, όλα τα γράφουν διαφορετικά!
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι η έρευνα για τα ρεμπέτικα, κρύβει πολλές παγίδες, και αντιφάσεις, μέσα σε λίγα στοιχεία!
Συνεχίζω.
Γύρω στο 1934-35, ο Χιώτης και η οικογένεια του επιστρέφουν στο Ναύπλιο, όπου ο Μανώλης αρχίζει να εργάζεται σαν μουσικός.
Το 1936, τον βρίσκουμε στην Αθήνα, να δουλεύει περιστασιακά σε διάφορα μαγαζιά, μέχρι το 1937, που τον συναντάμε «μόνιμο» πια, στο «Δάσος», μαζί με τον Στράτο, ο οποίος τον πήγε μια μέρα στην «Κολούμπια»!
Εκεί, ο νεαρός Μανώλης, υπέγραψε συμβόλαιο, σαν «Διευθύνων Πρίμο Όργανο»!
Την ίδια εποχή, φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι, «Το Χρήμα Δεν Το Λογαριάζω», ενώ για πολλά χρόνια, ήταν ο βασικός εκτελεστής της εταιρίας.
Ο Χιώτης, είναι ο δημιουργός του «Τετράχορδου» μπουζουκιού, είναι εκείνος που «δίδαξε» το ταχύτατο παίξιμο , είναι ο μουσικός, ο «Βιρτουόζος», που έκανε το μπουζούκι να ακούγεται σαν «κιθαρομπούζουκο», αξιοποιώντας με έναν μοναδικό τρόπο τις «Συχνότητες» των χορδών!
Ο ανθρωπος που έπαιξε όμως ρόλο στην μουσική πρακτική μόρφωση του Χιώτη, ήταν ο «ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ ο ΣΠΙΤΑΜΠΕΛΟΣ», τον οποίο άλλωστε ο Χιώτης τον αποκαλούσε ΔΑΣΚΑΛΟ!
Ο Χιώτης έπαιζε μπουζούκι, κιθάρα, ούτι, και βιολί!
Ο «Σαμιώτης», λέει!
«Ο Μανώλης, και στα τέσσερα όργανα που έπαιζε, ήταν άσσος!
Όταν έπιανε στα χέρια του την κιθάρα, εγώ πάγωνα.
Ήταν η καλύτερη κιθάρα.
Το ίδιο και στο βιολί! Όταν έπαιζε σε καθήλωνε, σε έκανε να χάνεις τα λογικά σου»!
Ο Χιώτης, πέθανε το 1970,αλλα άφησε πίσω του έναν πολύ μεγάλο αριθμό τραγουδιών, τα οποία ακούγονται και σήμερα παντού!
Με τον θάνατο του, το «ΚΕΝΟ» στο τραγούδι μας έγινε ακόμα μεγαλύτερο.
Έκανε τρεις γάμους!
Με την Ζωή Νάχη, τη Μαίρη Λίντα, και την Μπέμπα Κυριακίδου.
Άλλοι, τον αποκάλεσαν «Μπετόβεν», ενώ άλλοι, τον επέκριναν για την εξέλιξη που έφερε στο μπουζούκι!
ΟΛΟΙ όμως, συμφωνούσαν, και συμφωνούν μέχρι και σήμερα, ότι μπουζουξής και συνθέτης σαν τον ΧΙΩΤΗ, δεν θα ξαναπεράσει από τον τόπο!
Ο Μανώλης Χιώτης, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1920, όπου είχε πάει προσωρινά η οικογένεια του!
Οι δικοί του ήταν από το Ναύπλιο!
Από πολύ μικρός, πήρε μαθήματα κιθάρας, μπουζουκιού, και ουτιού, από έναν κορυφαίο Θεσσαλονικιό δάσκαλο της μουσικής, τον ΓΙΩΡΓΟ ΛΩΛΟ!
Πριν συνεχίσω, θα πρέπει να κάνω και μια διόρθωση σ' αυτό το σημείο!
Ο Χιώτης, όπως θα δούμε και παρακάτω, ξεκίνησε να δουλεύει σαν επαγγελματίας μουσικός σε μικρή ηλικία.
Για αρκετά χρόνια δούλευε σαν κιθαρίστας.
Ο Τάσος Σχορέλης, στο βιβλίο του «Ρεμπέτικη Ανθολογία» Τόμος Δ", εμφανίζει τον Χιώτη σαν μπουζουξή, τέλη του 1936, διπλά στον μεγάλο ΣΤΡΑΤΟ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗ!
Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά μερικά ιερά τέρατα του ρεμπέτικου( Μιχάλη Γενίτσαρη, Τάκη Μπίνη, Σωτηρία Μπέλλλου), και από τα λεγόμενα τους, προκύπτει ότι τις πρώτες του εμφανίσεις, και συνθέσεις, ο ΧΙΩΤΗΣ τις έκανε σαν κιθαρίστας (που ήταν άλλωστε εξαιρετικός)!
Κλείνω εδω αυτή τη μικρή παρένθεση-διόρθωση, λέγοντας ότι διατηρώ ορισμένες επιφυλάξεις, γιατί όσα συγγράμματα διάβασα, όλα τα γράφουν διαφορετικά!
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι η έρευνα για τα ρεμπέτικα, κρύβει πολλές παγίδες, και αντιφάσεις, μέσα σε λίγα στοιχεία!
Συνεχίζω.
Γύρω στο 1934-35, ο Χιώτης και η οικογένεια του επιστρέφουν στο Ναύπλιο, όπου ο Μανώλης αρχίζει να εργάζεται σαν μουσικός.
Το 1936, τον βρίσκουμε στην Αθήνα, να δουλεύει περιστασιακά σε διάφορα μαγαζιά, μέχρι το 1937, που τον συναντάμε «μόνιμο» πια, στο «Δάσος», μαζί με τον Στράτο, ο οποίος τον πήγε μια μέρα στην «Κολούμπια»!
Εκεί, ο νεαρός Μανώλης, υπέγραψε συμβόλαιο, σαν «Διευθύνων Πρίμο Όργανο»!
Την ίδια εποχή, φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι, «Το Χρήμα Δεν Το Λογαριάζω», ενώ για πολλά χρόνια, ήταν ο βασικός εκτελεστής της εταιρίας.
Ο Χιώτης, είναι ο δημιουργός του «Τετράχορδου» μπουζουκιού, είναι εκείνος που «δίδαξε» το ταχύτατο παίξιμο , είναι ο μουσικός, ο «Βιρτουόζος», που έκανε το μπουζούκι να ακούγεται σαν «κιθαρομπούζουκο», αξιοποιώντας με έναν μοναδικό τρόπο τις «Συχνότητες» των χορδών!
Ο ανθρωπος που έπαιξε όμως ρόλο στην μουσική πρακτική μόρφωση του Χιώτη, ήταν ο «ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ ο ΣΠΙΤΑΜΠΕΛΟΣ», τον οποίο άλλωστε ο Χιώτης τον αποκαλούσε ΔΑΣΚΑΛΟ!
Ο Χιώτης έπαιζε μπουζούκι, κιθάρα, ούτι, και βιολί!
Ο «Σαμιώτης», λέει!
«Ο Μανώλης, και στα τέσσερα όργανα που έπαιζε, ήταν άσσος!
Όταν έπιανε στα χέρια του την κιθάρα, εγώ πάγωνα.
Ήταν η καλύτερη κιθάρα.
Το ίδιο και στο βιολί! Όταν έπαιζε σε καθήλωνε, σε έκανε να χάνεις τα λογικά σου»!
Ο Χιώτης, πέθανε το 1970,αλλα άφησε πίσω του έναν πολύ μεγάλο αριθμό τραγουδιών, τα οποία ακούγονται και σήμερα παντού!
Με τον θάνατο του, το «ΚΕΝΟ» στο τραγούδι μας έγινε ακόμα μεγαλύτερο.
Έκανε τρεις γάμους!
Με την Ζωή Νάχη, τη Μαίρη Λίντα, και την Μπέμπα Κυριακίδου.
Τρίτη 18 Μαρτίου 2008
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ (ΝΤΑΛΓΚΑΣ)
Κωνσταντινούπολη, κάπου στα 1910, ένας μεγάλος τραγουδιστής μαγεύει τον κόσμο.
Με αφορμή τα όμορφα "τσακίσματα", και τους "κυματισμούς" που είχε στη φωνή, τον φώναζαν...... ΝΤΑΛΓΚΑ!
Με αφορμή τα όμορφα "τσακίσματα", και τους "κυματισμούς" που είχε στη φωνή, τον φώναζαν...... ΝΤΑΛΓΚΑ!
Ποιον; Τον ΑΝΤΩΝΗ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗ! Γεννήθηκε στην πόλη το 1892, και πέθανε στην Αθήνα το 1945, Από τα 16 του χρόνια, ασχολήθηκε με το ούτι! Από το 1908, μέχρι το 1917, έπαιρνε μέρος σε γιορτές και πανηγύρια! Από το 1917, μέχρι το 1922, ο Διαμαντίδης εργαζόταν σαν τραγουδιστής στην "πόλη".
Το διάστημα αυτό, τραγουδούσε Μικρασιάτικα, Ευρωπαϊκά, Δημοτικά, Λαϊκά, και Ρεμπέτικα τραγούδια! Το 1922, ήρθε στην Ελλάδα, ενώ ένα χρόνο μετά, το 1923, και για επτά χρόνια , συνεργάστηκε με Σμυρναϊκά , λαϊκά, και ρεμπέτικα συγκροτήματα σαν τραγουδιστής, αλλά και σαν μουσικός!
Το διάστημα αυτό, τραγουδούσε Μικρασιάτικα, Ευρωπαϊκά, Δημοτικά, Λαϊκά, και Ρεμπέτικα τραγούδια! Το 1922, ήρθε στην Ελλάδα, ενώ ένα χρόνο μετά, το 1923, και για επτά χρόνια , συνεργάστηκε με Σμυρναϊκά , λαϊκά, και ρεμπέτικα συγκροτήματα σαν τραγουδιστής, αλλά και σαν μουσικός!
Την ίδια εποχή, ο "Νταλγκάς" αρχίζει και γράφει δικά του τραγούδια, ενώ από το 1930, μέχρι και το θάνατο του, είχε αντικαταστήσει το ούτι με κιθάρα, ενώ εργαζόταν σε διάφορα κέντρα , ερμηνεύοντας καντάδες, τραγούδια του αξέχαστου "ΑΤΤΙΚ" (Κλέων Τριανταφύλλου), και ρεμπέτικα!
Ο ΝΤΑΛΓΚΑΣ σαν τραγουδιστής άφησε εποχή! Μαζί με τους ΡΟΥΚΟΥΝΑ, ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗ, ΚΑΡΙΠΗ, ΝΟΥΡΟ, ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗ, αποτελούν την "χρυσή επτάδα" των λαϊκών ερμηνευτών της περιόδου 1922-1940.
Ο ΝΤΑΛΓΚΑΣ σαν τραγουδιστής άφησε εποχή! Μαζί με τους ΡΟΥΚΟΥΝΑ, ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗ, ΚΑΡΙΠΗ, ΝΟΥΡΟ, ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗ, αποτελούν την "χρυσή επτάδα" των λαϊκών ερμηνευτών της περιόδου 1922-1940.
Ο Αντώνης Διαμαντίδης, εκτός από κορυφαίος ερμηνευτής, υπήρξε και ένας αξιόλογος δημιουργός!
Τα περισσότερα όμως από τα τραγούδια που έγραψε, "λεηλατήθηκαν" από διάφορους, οι οποίοι τα κυκλοφόρησαν με το όνομα τους.
Πρωτοάκουσα τον ΝΤΑΛΓΚΑ, από έναν δίσκο γραμμοφώνου, να ερμηνεύει τον "Μανέ Καληνυχτιάς", και μαγεύτηκα!
Ήταν στο σπίτι ενός οικογενειακού μας φίλου, όπου υπήρχε το γραμμόφωνο του παππού, και κάποιες "πλάκες"!
Ήταν στο σπίτι ενός οικογενειακού μας φίλου, όπου υπήρχε το γραμμόφωνο του παππού, και κάποιες "πλάκες"!
Μια "αρμόνικα", και μια κιθάρα, τα όργανα, και μια ΦΩΝΗ που σε καθήλωνε! Ήμουν μικρός τότε, αλλά το τραγούδι αυτό "μου ΄μεινε" χαραγμένο στη μνήμη.
Όταν άρχισα να ασχολούμαι με την έρευνα για το Ελληνικό τραγούδι, λίγα χρόνια μετά, θέλοντας και μη, έγινα "συλλέκτης" δίσκων, και μέσα σε αυτούς, "ξανασυναντήθηκα" με τον Νταλγκά!
Ας γνωρίσουμε όμως μερικά από τα τραγούδια που έγραψε!
"ΕΧΩ ΜΕΡΑΚΙ ΕΧΩ ΝΤΑΛΓΚΑ-1928, Η ΑΠΟΝΗ ΤΟΥΡΚΑΛΑ- 1928, ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΜΟΥ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ-1928, ΝΤΕΡΜΠΕΝΤΕΡΙΣΑ ΤΟΥ ΨΥΡΗ-1928, ΕΛΑ ΣΤ' ΑΝΑΠΛΙ-1929, ΣΥΡΙΑΝΗ ΜΟΥ ΟΜΟΡΦΗ-1929, ΜΑΝΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΙΑΣ-1930, ΣΤΟΥΣ ΠΟΔΑΡΑΔΕΣ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ-1931, και άλλα πολλά.
"ΕΧΩ ΜΕΡΑΚΙ ΕΧΩ ΝΤΑΛΓΚΑ-1928, Η ΑΠΟΝΗ ΤΟΥΡΚΑΛΑ- 1928, ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΜΟΥ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ-1928, ΝΤΕΡΜΠΕΝΤΕΡΙΣΑ ΤΟΥ ΨΥΡΗ-1928, ΕΛΑ ΣΤ' ΑΝΑΠΛΙ-1929, ΣΥΡΙΑΝΗ ΜΟΥ ΟΜΟΡΦΗ-1929, ΜΑΝΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΙΑΣ-1930, ΣΤΟΥΣ ΠΟΔΑΡΑΔΕΣ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ-1931, και άλλα πολλά.
Ο Αντώνης Διαμαντίδης, ο επιλεγόμενος και Νταλγκάς, εκτός από τα δικά του τραγούδια, ερμήνευσε με τον ίδιο, μοναδικό τρόπο, σε δίσκους της Αμερικής, και τραγούδια των ΚΟΥΚΟΥΔΑΚΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, και άλλων, ενώ το 1933, ηχογραφείται στην Αμερική το "ΧΑΣΑΠΙΚΟ ΛΑΤΕΡΝΑ", ένα υπέροχο χασάπικο, μια σύνθεση του Νταλγκά, το οποίο αργότερα επανακυκλοφόρησε με τίτλο, "ΧΑΣΑΠΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ",και φυσικά, σε άλλου το όνομα, ο οποίος το "διασκεύασε"(κατακρεούργησε), για να το περάσει για δικό του!
Labels:
βιογραφία,
διαμαντίδης,
νταλγκάς,
ρεμπέτες,
ρεμπέτικο
Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2007
ΣΚΟΡΠΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
Είναι η πιο κατάλληλη στιγμή, να δούμε κάποια «σκόρπια» ρεμπέτικα στιχάκια, τα οποία αποτελούν τους «αντιπροσώπους» των διαφόρων κατηγοριών στις οποίες κατατάσσονται τα ρεμπέτικα τραγούδια. Θα δούμε αποσπάσματα από τραγούδια της φυλακής, της αγάπης, του τεκέ, της ταβέρνας, της ξενιτιάς, της μαγκιάς, κλπ.
Τραγούδια «άγνωστων» και μη δημιουργών, που τα τραγουδάμε ακόμα και σήμερα, μόνο που πολλές από τις σημερινές αποδώσεις από καλλιτέχνες είναι κακές διασκευές. Όπως τα δημοτικά τραγούδια, έτσι και πολλά ρεμπέτικα κυκλοφορούσαν παλιά σε διάφορες «παραλλαγές». Ας πάρουμε για παράδειγμα τον ΣΑΚΑΦΛΙΑ, όχι του Βασίλη Τσιτσάνη, αλλά το παλιό «μουρμούρικο»
Στα Τρίκαλα μες τη στενή
Βαρέσαν ένα μπελαλή.
Βαρέσανε το Σακαφλιά
Πούχε ντερβίσικη καρδιά.
Στην Προύσα ήταν ξακουστός
Στην Μενεμένη διαλεχτός
Ήταν στο τάγμα Τουμπεκί
Στη Μεραρχία Μελανθή.
Στο συγκεκριμένο τραγούδι, ο Τσιτσάνης έδωσε ένα άλλο χρώμα, μια ξεχωριστή ομορφιά, αφαιρώντας (εν μέρει) τα «σκληρά» στοιχεία του, χωρίς όμως να χάσει το τραγούδι το νόημα του.
Τέτοιο ντερβίσικο παιδί
Το κλαίμε όλοι μας μαζί……
Δεν τον ξεχνάμε βρε παιδιά,
Τον φίλο μας τον Σακαφλιά, κλπ….
Εδώ να πω, ότι τραγούδια με θέμα τους τον Σακαφλιά (η Σακαβλιά), κυκλοφορούν πάνω από δέκα, με διαφορετικό στίχο. Ένα άλλο ρεμπέτικο που κυκλοφορεί σε αρκετές παραλλαγές, είναι «Οι Λαχανάδες» (κάτω στα λεμονάδικα) του Βαγγέλη Παπάζογλου (Αγγούρη). Ο Παπάζογλου, εμπνευσμένος από το παλιό «μουρμούρικο» έγραψε!
Κάτω στα λεμονάδικα, έγινε φασαρία
Δυο λαχανάδες πιασανε, που ‘κάναν τη κυρία!
Το παλιό μουρμούρικο ξεκινάει διαφορετικά, έχοντας όμως μέσα στους στίχους και αυτόν του Παπάζογλου.
Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία
Στα χέρια πιάστηκ’ ο Θωμάς, μαζί με τον Ηλία.
Βρε ‘συ Θωμά, μη κάνεις φασαρίες
Γιατί θα μπλέξεις άσχημα, και θα ‘χεις ιστορίες, κλπ.
Το συγκεκριμένο μουρμούρικο με την αρχική του μορφή, είχα την τύχη να το ακούσω πριν από είκοσι χρόνια σε μια ταβέρνα στο Βόλο, τραγουδισμένο από τους Μιλάνους. Από ένα άλλο μουρμούρικο τραγούδι, ο Γιώργος Μουφλουζέλης άντλησε στοιχεία για να γράψει το «Που ‘σουν μάγκα το χειμώνα».
Πούσουν μάγκα το χειμώνα, και το καλοκαίρι ακόμα
Ημουνα ψηλά στα αυλάκια, στις δροσιές και στα ρουμάνια
Τρεις ελιές και μια βαμμένη
Αγαπώ μια παντρεμένη.
Ο Μουφλουζέλης έγραψε.
Πούσουν μάγκα το χειμώνα, που την είχες την κρυψώνα
Ήμουνα στη γη βελόνι, που πατάς και σε αγκυλώνει κλπ.
Το ρεμπέτικο τραγούδι, έχει πραγματικούς θησαυρούς, αλλά δυστυχώς αγνοήθηκαν, και αγνοούνται ακόμα και σήμερα. Συνεχίζοντας, πάμε στα τραγούδια που τα έχουν κατατάξει στην κατηγορία της «Ανατολής». Εδώ, ανακαλύπτουμε ρεμπέτικα που μας κάνουν να ονειρευόμαστε, και να ταξιδεύουμε, τραγούδια «απλά», αλλά και ΜΕΓΑΛΑ, που μιλούν στην ψυχή του καθενός!
Τραγούδια που μας βοηθούν μέσα από το «ταξίδι» στο όποιο μας πηγαίνουν, να βρούμε την «γιατρειά» στον πόνο, στον καημό! Ένα υπέροχο τραγούδι είναι η «Μάγισσα της Αραπιάς», του Βασίλη Τσιτσάνη.
Θα πάω εκεί στην Αραπιά, γιατί μ’ έχουν μιλήσει
Για μια μεγάλη μάγισσα, τα μάγια να μου λύσει.
Πόσοι αλήθεια, ακόμα και σήμερα, στην εποχή της «προόδου» δεν ταξιδεύουν εκεί, στην Αραπιά, ψάχνοντας τη δική τους μάγισσα, που θα τους λύσει τα μάγια; Άλλωστε, τα «μάγια» λύνονται εύκολα όταν νοιώθουμε ότι το τραγούδι που ακούμε μιλά για αυτό που βιώνουμε. Ένα άλλο τραγούδι του Τσιτσανη, μας ταξιδεύει στην Παραγουάη, και μάλιστα στα «φίνα ακρογιάλια» της χώρας αυτής!
Μες την Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι
Θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό
Θα πίνουμε σαμπάνια, πριν πάμε για τα μπάνια
Με μπουζουκάκι έξυπνο τρελό.
Το ρεμπέτικο μας ταξιδεύει, ονειρεύεται μαζί μας, και βάζει «ακρογιάλια» ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν. Μας παρασύρει σε Νύχτες Μαγικές Ονειρεμένες, και μας θυμίζει τις τρέλες που νοσταλγούμε, που επιθυμούμε.
Σας μιλάω με καημό, με σπαραγμό
Για τόσες τρέλες που νοσταλγώ
Αραπίνες λάγνες ερωτιάρες
Με ουίσκι με γλυκές κιθάρες γλέντι και πιοτό
Αραπίνες μάτια φλογισμένα
Και κορμιά φιδίσια καμωμένα, σαν εξωτικά.
Δεν έχει καμία απολύτως σημασία, αν τα τραγούδια αυτά έχουν γραφτεί το 1920, το 1930, η το 1950. Σημασία έχει ότι μιλούν για στιγμές από την ζωή μας. Για μικρούς και μεγάλους καημούς, για χαρές, όνειρα και λύπες! Από τα «σκόρπια στιχάκια» λοιπόν, στην καθημερινότητα μας.
Labels:
διασκευές,
ρεμπέτες,
ρεμπέτικα τραγούδια,
ρεμπέτικο,
στίχοι
Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007
ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ - Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Ο Βαμβακάρης γεννήθηκε στην Άνω Χώρα της Σύρου, τον Μάη του 1905, από πολύ φτωχούς γονείς! Η ζωή του ήταν γεμάτη από πίκρες, και δυσκολίες, και από το καθημερινό κυνήγι του μεροκάματου! Έκανε ένα σωρό δουλειές, όπως γδάρτης στα σφαγεία, υπάλληλος σε μπακάλικο, εφημεριδοπώλης, λούστρος, και άλλες! Γύρω στα 1924, ο Μάρκος πρωτοείδε και πρωτοακουσε από κοντά μπουζούκι. Μάλιστα, μέσα στο σπίτι του, από κάποιον Αιβαλιωτη, φίλο του πατέρα του! Αυτό ήταν!
Ο Μάρκος πήρε όρκο βαρύ, ότι θα έκοβε το χέρι του αν δεν μάθαινε το όργανο! Τόσο πολύ του άρεσε, και το "έμαθε" πολύ καλά! Σύντομα έγινε ασυναγώνιστος μπουζουξής, και πριν το 1930, είχε γράψει και τα πρώτα του τραγούδια, τα οποία αργότερα τα γραμμοφώνησε! Πάνω από 500 τραγούδια του γύρισε σε δίσκο, αλλά ερμήνευσε και τραγούδια άλλων συνθετών! Ο πρώτος του δίσκος, κυκλοφόρησε από την εταιρία ODEON το 1933, και περιείχε από τη μια πλευρά το τραγούδι "Πως θα 'θελα να ρχοσουνα" (το καραντουζενι), ενώ από την άλλη ένα ορχηστρικό κομμάτι, τη μελωδία ενός άλλου συνθέτη!
Ο Βαμβακάρης "γεννούσε" συνέχεια τραγούδια! Έγραψε απ' όλα τα είδη τραγουδιών (χασικλίδικα, μάγκικα, ρεμπέτικες καντάδες, κλπ), τραγουδώντας πάντα (μέχρι και το 1955) ο ίδιος! Μετά το 1958, ο Μάρκος αποσύρθηκε από το πάλκο! Επανεμφανίστηκε το 1966, σε μπουάτ της Πλάκας, σε ένα χώρο ασφυκτικά γεμάτο από άτομα όλων των ηλικιών! Την ίδια χρονιά, ο Μάρκος σε συναυλία στο θέατρο "ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ", αποθεώθηκε στην κυριολεξία απ' τον κόσμο!
Στη συναυλία αυτή, ο ποιητής μας ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ χειροκροτούσε όρθιος και φώναζε: "ΜΑΡΚΟ ΜΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ"! Ο Βαμβακάρης, δεν ένοιωσε καλά, και είπε : "Ρε παιδιά, για πιάστε με, δεν είμαι σοι"! Η τελευταία εμφάνιση του Μάρκου ήταν το 1971, το Νοεμβρη στη "ΜΑΡΓΩ", ένα χρόνο πριν "φύγει"! Ο Μάρκος άφησε τρεις γιους, το ΣΤΕΛΙΟ, το ΔΟΜΕΝΙΚΟ, και τον ΒΑΣΙΛΗ! Ο Στέλιος και ο Δομενικος, ακλούθησαν τα βήματα του Μάρκου στην Μουσική, ενώ ο Βασίλης πήρε το δρόμο της θάλασσας! Είναι αρχικαπετάνιος!
Δεν θα αναφερθώ στα τραγούδια του Μάρκου, γιατί θα γράφω μέχρι αύριο! Θα αναφερθώ όμως σε ένα περιστατικό, που "φωτογραφίζει" την γαϊδουριά, και αχαριστία των εταιριών! Παρόλο που οι εταιρίες θησαύρισαν κυριολεκτικά από τους ρεμπέτες, μόλις εμφανιστήκαν οι πρώτοι "σουξεδιαρηδες" (τότε) τραγουδιστές, αλλά και δημιουργοί, δεν δίστασαν να κλείσουν κατάμουτρα τις πόρτες τους στα ΙΕΡΑ ΤΕΡΑΤΑ, στους ΡΕΜΠΕΤΕΣ! Δεν δίστασαν να τους φερθούν κάποιοι, σαν σε σκουπίδια!
Ο Μάρκος, είχε πάει στον παραγωγό εταιρίας, να του δώσει κάποια τραγούδια του, και εκείνος, αφού γύρισε όλο θράσος και του είπε "Ουφ ρε Μάρκο, μας έπρηξες", έδωσε μια στα χαρτιά, και τα σκόρπισε στο πάτωμα! Εκτός από τον Μάρκο, στο γραφείο του παραγωγού ήταν και ακόμα ένας νεαρός, ο οποίος έσπευσε να βοηθήσει τον παππού, τον Μάρκο, να μαζέψει απ' το πάτωμα τα τραγούδια του! Ο νεαρός αυτός, που εξοργίστηκε από την στάση του παραγωγού, ήταν ο ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ! Έτσι γνώρισε από κοντά το Μάρκο που θαύμαζε (όπως όλοι), αυτόν που ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ ΑΓΑΠΟΥΝΕ!
Ο Μάρκος πήρε όρκο βαρύ, ότι θα έκοβε το χέρι του αν δεν μάθαινε το όργανο! Τόσο πολύ του άρεσε, και το "έμαθε" πολύ καλά! Σύντομα έγινε ασυναγώνιστος μπουζουξής, και πριν το 1930, είχε γράψει και τα πρώτα του τραγούδια, τα οποία αργότερα τα γραμμοφώνησε! Πάνω από 500 τραγούδια του γύρισε σε δίσκο, αλλά ερμήνευσε και τραγούδια άλλων συνθετών! Ο πρώτος του δίσκος, κυκλοφόρησε από την εταιρία ODEON το 1933, και περιείχε από τη μια πλευρά το τραγούδι "Πως θα 'θελα να ρχοσουνα" (το καραντουζενι), ενώ από την άλλη ένα ορχηστρικό κομμάτι, τη μελωδία ενός άλλου συνθέτη!
Ο Βαμβακάρης "γεννούσε" συνέχεια τραγούδια! Έγραψε απ' όλα τα είδη τραγουδιών (χασικλίδικα, μάγκικα, ρεμπέτικες καντάδες, κλπ), τραγουδώντας πάντα (μέχρι και το 1955) ο ίδιος! Μετά το 1958, ο Μάρκος αποσύρθηκε από το πάλκο! Επανεμφανίστηκε το 1966, σε μπουάτ της Πλάκας, σε ένα χώρο ασφυκτικά γεμάτο από άτομα όλων των ηλικιών! Την ίδια χρονιά, ο Μάρκος σε συναυλία στο θέατρο "ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ", αποθεώθηκε στην κυριολεξία απ' τον κόσμο!
Στη συναυλία αυτή, ο ποιητής μας ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ χειροκροτούσε όρθιος και φώναζε: "ΜΑΡΚΟ ΜΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ"! Ο Βαμβακάρης, δεν ένοιωσε καλά, και είπε : "Ρε παιδιά, για πιάστε με, δεν είμαι σοι"! Η τελευταία εμφάνιση του Μάρκου ήταν το 1971, το Νοεμβρη στη "ΜΑΡΓΩ", ένα χρόνο πριν "φύγει"! Ο Μάρκος άφησε τρεις γιους, το ΣΤΕΛΙΟ, το ΔΟΜΕΝΙΚΟ, και τον ΒΑΣΙΛΗ! Ο Στέλιος και ο Δομενικος, ακλούθησαν τα βήματα του Μάρκου στην Μουσική, ενώ ο Βασίλης πήρε το δρόμο της θάλασσας! Είναι αρχικαπετάνιος!
Δεν θα αναφερθώ στα τραγούδια του Μάρκου, γιατί θα γράφω μέχρι αύριο! Θα αναφερθώ όμως σε ένα περιστατικό, που "φωτογραφίζει" την γαϊδουριά, και αχαριστία των εταιριών! Παρόλο που οι εταιρίες θησαύρισαν κυριολεκτικά από τους ρεμπέτες, μόλις εμφανιστήκαν οι πρώτοι "σουξεδιαρηδες" (τότε) τραγουδιστές, αλλά και δημιουργοί, δεν δίστασαν να κλείσουν κατάμουτρα τις πόρτες τους στα ΙΕΡΑ ΤΕΡΑΤΑ, στους ΡΕΜΠΕΤΕΣ! Δεν δίστασαν να τους φερθούν κάποιοι, σαν σε σκουπίδια!
Ο Μάρκος, είχε πάει στον παραγωγό εταιρίας, να του δώσει κάποια τραγούδια του, και εκείνος, αφού γύρισε όλο θράσος και του είπε "Ουφ ρε Μάρκο, μας έπρηξες", έδωσε μια στα χαρτιά, και τα σκόρπισε στο πάτωμα! Εκτός από τον Μάρκο, στο γραφείο του παραγωγού ήταν και ακόμα ένας νεαρός, ο οποίος έσπευσε να βοηθήσει τον παππού, τον Μάρκο, να μαζέψει απ' το πάτωμα τα τραγούδια του! Ο νεαρός αυτός, που εξοργίστηκε από την στάση του παραγωγού, ήταν ο ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ! Έτσι γνώρισε από κοντά το Μάρκο που θαύμαζε (όπως όλοι), αυτόν που ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ ΑΓΑΠΟΥΝΕ!
Labels:
αφιέρωμα,
βαμβακάρης,
ρεμπέτες,
ρεμπέτικα τραγούδια
ΑΝΕΣΤΟΣ ΔΕΛΙΑΣ η ΑΡΤΕΜΗΣ
Η πιο τραγική ίσως μορφή του Ρεμπέτικου Τραγουδιού, τον Ανέστη Δέλιο, η Δελιά, η Αρτέμη. Και τον αναφέρω σαν «τραγική» μορφή, γιατί ήταν ο άνθρωπος ο οποίος έγραψε και τραγούδησε τον …. Θάνατο του από τα ναρκωτικά!Όμως, πριν φτάσουμε εκεί, ας γνωρίσουμε τον Ανέστο:
Ο Ανέστης Δέλιος η Δελιάς, η Αρτέμης, Γεννήθηκε το 1912, και πέθανε το 1944.Η καταγωγή του, ήταν από την Μικρά Ασία, και σε ηλικία μόλις τριών χρόνων, τον βρίσκουμε με την οικογένεια του πρόσφυγα στον Πειραιά. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης στην Σμύρνη, αλλά ασχολείτο και με την μουσική. Έτσι ήταν επόμενο ο Ανέστος να μπει στο χώρο, και όχι απλά μπήκε, αλλά ήταν και ένας από τους δημιουργούς του ρεμπέτικου, ο οποίος έτσι και δεν έφευγε τόσο νωρίς, θα είχε δώσει πολύ περισσότερα τραγούδια.
Άρχισε λοιπόν από μικρός να ασχολείται με την κιθάρα, και λίγο αργότερα, γύρω στα 1930, με την προτροπή του Μάρκου Βαμβακάρη, πιάνει στα χέρια του το μπουζούκι, ένα όργανο «ύποπτης προέλευσης» (για την εποχή), με ιδιαίτερη εξάπλωση στους ημι-παράνομους χώρους του Πειραιά και της Δραπετσώνας. Εκτός βέβαια από τον Μάρκο, ο Ανέστος γνωρίζει τους Γιώργο Μπάτη, η Αμπάτη, η Τσωρό, τον Στράτο Παγιουμτζή η Τεμπέλη, τον Δημήτρη Γκόγκο η Μπαγιαντέρα, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μήτσο Καρυδάκια, και άλλους, οι οποίοι αποτελούσαν και το μουσικό σινάφι της περιοχής, η οποία ήταν γεμάτη από τεκέδες, ταβέρνες, και διάφορα καταγώγια.
Η δεκαετία του 1930, είναι και η πιο επικίνδυνη, γιατί ένα «άγνωστο» ναρκωτικό κάνει την εμφάνιση του, και μαζί με το χασίς θερίζει τους ανθρώπους των τεκέδων και του ρεμπέτικου. Ο λόγος, για την «εισαγόμενη εκ Γερμανίας» ηρωίνη! Το θύμα της ηρωίνης ήταν ο Ανέστος. Οι Άλλοι μπορούμε να πούμε ότι άντεξαν.
Ο Ανέστης Δέλιος η Δελιάς, η Αρτέμης, Γεννήθηκε το 1912, και πέθανε το 1944.Η καταγωγή του, ήταν από την Μικρά Ασία, και σε ηλικία μόλις τριών χρόνων, τον βρίσκουμε με την οικογένεια του πρόσφυγα στον Πειραιά. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης στην Σμύρνη, αλλά ασχολείτο και με την μουσική. Έτσι ήταν επόμενο ο Ανέστος να μπει στο χώρο, και όχι απλά μπήκε, αλλά ήταν και ένας από τους δημιουργούς του ρεμπέτικου, ο οποίος έτσι και δεν έφευγε τόσο νωρίς, θα είχε δώσει πολύ περισσότερα τραγούδια.
Άρχισε λοιπόν από μικρός να ασχολείται με την κιθάρα, και λίγο αργότερα, γύρω στα 1930, με την προτροπή του Μάρκου Βαμβακάρη, πιάνει στα χέρια του το μπουζούκι, ένα όργανο «ύποπτης προέλευσης» (για την εποχή), με ιδιαίτερη εξάπλωση στους ημι-παράνομους χώρους του Πειραιά και της Δραπετσώνας. Εκτός βέβαια από τον Μάρκο, ο Ανέστος γνωρίζει τους Γιώργο Μπάτη, η Αμπάτη, η Τσωρό, τον Στράτο Παγιουμτζή η Τεμπέλη, τον Δημήτρη Γκόγκο η Μπαγιαντέρα, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μήτσο Καρυδάκια, και άλλους, οι οποίοι αποτελούσαν και το μουσικό σινάφι της περιοχής, η οποία ήταν γεμάτη από τεκέδες, ταβέρνες, και διάφορα καταγώγια.
Η δεκαετία του 1930, είναι και η πιο επικίνδυνη, γιατί ένα «άγνωστο» ναρκωτικό κάνει την εμφάνιση του, και μαζί με το χασίς θερίζει τους ανθρώπους των τεκέδων και του ρεμπέτικου. Ο λόγος, για την «εισαγόμενη εκ Γερμανίας» ηρωίνη! Το θύμα της ηρωίνης ήταν ο Ανέστος. Οι Άλλοι μπορούμε να πούμε ότι άντεξαν.
Γύρω στα 1934, δημιουργείται η πρώτη επίσημη ρεμπέτικη κομπανία εν Ελλάδι, η «ΤΕΤΡΑΣ Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», αποτελούμενη από τους Μάρκο Βαμβακάρη, Στράτο Παγιουμτζή, Ανέστο Δελιά, και Γιώργο Μπάτη. Ο Μπάτης, ο Μάρκος, και ο Δελιάς, θα περάσουν στη δισκογραφία σαν συνθέτες, στιχουργοί, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές, εκτός από τον Παγιουμτζή, ο οποίος παρέμεινε σαν τραγουδιστής, άσχετα αν στο όνομα του αργότερα υπήρξαν πολλά σημαντικά τραγούδια.
Ο Δελιάς λοιπόν, και η «ΤΕΤΡΑΣ Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», ξεκινά τις εμφανίσεις της το καλοκαίρι του 1934 στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά, και εκεί ο Ανέστος παρουσιάζει τα πρώτα του τραγούδια. Τα λίγα του τραγούδια θα μπουν στη δισκογραφία τα επόμενα χρόνια 1935- 1936, γιατί και αυτός όπως και οι Γιοβάν Τσαούς, Μπάτης, Παπάζογλου (Αγγούρης) είναι εκτός «μηχανισμών λογοκρισίας» της Δικτατορίας Μεταξά.
Την ίδια εποχή που ο Γιοβάν Τσαούς έβαζε το πρόβλημα της ηρωίνης με το τραγούδι του «Ο ΠΡΕΖΑΚΙΑΣ», ο Δελιάς με το δικό του «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΙΑ», γράφει τη δική του «αυτοβιογραφία». Η δισκογραφική παρουσία του Δελιά, είναι κάποια λίγα τραγούδια, τα οποία είναι πλέον (σε βινύλιο) συλλεκτικά. Τα τελευταία τραγικά χρόνια της ζωής του, αλλά και γενικότερα τι άνθρωπος ήταν ο Ανέστος Δελιάς, τα περιγράφει ο μεγάλος Ρεμπέτης Στέλιος Κηρομύτης:
«Άκου να δεις. Ο Ανέστος ήταν παιδί, ένα παιδί «κορίτσι¨, δηλαδή σεμνό παλικαράκι, σοβαρός, γλυκομίλητος, μήτε αισχρόλογα, και… αυτά.Και ομορφόπαιδο.Ναι, ήταν σαν κορίτσι απάνω στο πάλκο.Έπαιζε μπουζούκι και μπαγλαμά και τον αγαπάγαμε όλοι.Ήταν και ο πιο μικρός αυτός.Προτού γίνει πρεζάκιας, είχε βγάλει ένα τραγούδι «Τον πόνο του πρεζάκια»το 1934.Μεγάλη επιτυχία.
Έτυχε λοιπόν να γνωρίσει μια γυναίκα η οποία δεν ήξερε αυτός αν είναι πρεζού.Διότι αυτή έπινε και ηρωίνη, έπινε και κοκαΐνη.Διότι η κοκαΐνη έχει το ιδίωμα να σ’ έχει ξύπνιο και η ηρωίνη να σε κοιμίζει.Έπινε λοιπόν κι απ’ τα δυο αυτή για να μη φαίνεται, και να μη κοιμάται και την καταλαβαίνεις.Και τα φτιάχνει μαζί του.Ωραία κοπέλα αυτή, να πούμε, ήθελε να τον κάνει οπαδό της.Και πώς να τόνε κάνει;Δεν είχε την τόλμη να του πει πιες.Και με τι τρόπο το έκανε πρεζάκια;Στον ύπνο.
Στον ύπνο που κοιμότανε, του έκανε ένα γιάφ- γιούφ, έτσι να πούμε, μ’ ένα χαρτάκι, τόκανε σα σωληνάκι, και του τη φύσαγε στον ύπνο στη μύτη την ώρα που έκανε α…..α και έπαιρνε ανάσα.Και έτσι, αφού τον έκανε πρεζάκια να πούμε, και έγινε θύμα της ηρωίνης, τότες εκδηλώθηκε και αυτή, ότι πίνει και γίνανε αντάμα.Τότε, τα χρόνια εκείνα πουλάγανε να πούμε ηρωίνη.Από την πόλη φτιάχνανε, φέρνανε, από την Γερμανία φέρνανε.Αυτό το φέρανε το 22 εδώ πέρα.Πεθάνανε πολλά παιδιά.Τότε οι ποινές για τα ναρκωτικά ήταν μικρές.Άμα σε πιάνανε με κανένα τσιγάρο, 15 μέρες με ένα μήνα έτρωγες να πούμε.Αλλά μετά με το Μεταξά έγιναν βαριές.Δίνανε και χρόνο, δίνανε και εξορία.Τον Ανέστο, τον μαζέψαμε εμείς δυο τρεις φορές, τον έκανα, του πήρα ρούχα, τούκανα μπουζούκι, τον ετράβηξα μαζί μου κανένα χρόνο, κι απάνω πούχε στρώσει,, έρχεται αυτή, έμαθε ότι έπαιζε μαζί μου- εκεί- που γύρισα από την Αλβανία φαντάρος και τούφερνε κρυφά απ’ την αυλή.Τούφερνε πρέζα.
Ο Δελιάς λοιπόν, και η «ΤΕΤΡΑΣ Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», ξεκινά τις εμφανίσεις της το καλοκαίρι του 1934 στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά, και εκεί ο Ανέστος παρουσιάζει τα πρώτα του τραγούδια. Τα λίγα του τραγούδια θα μπουν στη δισκογραφία τα επόμενα χρόνια 1935- 1936, γιατί και αυτός όπως και οι Γιοβάν Τσαούς, Μπάτης, Παπάζογλου (Αγγούρης) είναι εκτός «μηχανισμών λογοκρισίας» της Δικτατορίας Μεταξά.
Την ίδια εποχή που ο Γιοβάν Τσαούς έβαζε το πρόβλημα της ηρωίνης με το τραγούδι του «Ο ΠΡΕΖΑΚΙΑΣ», ο Δελιάς με το δικό του «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΙΑ», γράφει τη δική του «αυτοβιογραφία». Η δισκογραφική παρουσία του Δελιά, είναι κάποια λίγα τραγούδια, τα οποία είναι πλέον (σε βινύλιο) συλλεκτικά. Τα τελευταία τραγικά χρόνια της ζωής του, αλλά και γενικότερα τι άνθρωπος ήταν ο Ανέστος Δελιάς, τα περιγράφει ο μεγάλος Ρεμπέτης Στέλιος Κηρομύτης:
«Άκου να δεις. Ο Ανέστος ήταν παιδί, ένα παιδί «κορίτσι¨, δηλαδή σεμνό παλικαράκι, σοβαρός, γλυκομίλητος, μήτε αισχρόλογα, και… αυτά.Και ομορφόπαιδο.Ναι, ήταν σαν κορίτσι απάνω στο πάλκο.Έπαιζε μπουζούκι και μπαγλαμά και τον αγαπάγαμε όλοι.Ήταν και ο πιο μικρός αυτός.Προτού γίνει πρεζάκιας, είχε βγάλει ένα τραγούδι «Τον πόνο του πρεζάκια»το 1934.Μεγάλη επιτυχία.
Έτυχε λοιπόν να γνωρίσει μια γυναίκα η οποία δεν ήξερε αυτός αν είναι πρεζού.Διότι αυτή έπινε και ηρωίνη, έπινε και κοκαΐνη.Διότι η κοκαΐνη έχει το ιδίωμα να σ’ έχει ξύπνιο και η ηρωίνη να σε κοιμίζει.Έπινε λοιπόν κι απ’ τα δυο αυτή για να μη φαίνεται, και να μη κοιμάται και την καταλαβαίνεις.Και τα φτιάχνει μαζί του.Ωραία κοπέλα αυτή, να πούμε, ήθελε να τον κάνει οπαδό της.Και πώς να τόνε κάνει;Δεν είχε την τόλμη να του πει πιες.Και με τι τρόπο το έκανε πρεζάκια;Στον ύπνο.
Στον ύπνο που κοιμότανε, του έκανε ένα γιάφ- γιούφ, έτσι να πούμε, μ’ ένα χαρτάκι, τόκανε σα σωληνάκι, και του τη φύσαγε στον ύπνο στη μύτη την ώρα που έκανε α…..α και έπαιρνε ανάσα.Και έτσι, αφού τον έκανε πρεζάκια να πούμε, και έγινε θύμα της ηρωίνης, τότες εκδηλώθηκε και αυτή, ότι πίνει και γίνανε αντάμα.Τότε, τα χρόνια εκείνα πουλάγανε να πούμε ηρωίνη.Από την πόλη φτιάχνανε, φέρνανε, από την Γερμανία φέρνανε.Αυτό το φέρανε το 22 εδώ πέρα.Πεθάνανε πολλά παιδιά.Τότε οι ποινές για τα ναρκωτικά ήταν μικρές.Άμα σε πιάνανε με κανένα τσιγάρο, 15 μέρες με ένα μήνα έτρωγες να πούμε.Αλλά μετά με το Μεταξά έγιναν βαριές.Δίνανε και χρόνο, δίνανε και εξορία.Τον Ανέστο, τον μαζέψαμε εμείς δυο τρεις φορές, τον έκανα, του πήρα ρούχα, τούκανα μπουζούκι, τον ετράβηξα μαζί μου κανένα χρόνο, κι απάνω πούχε στρώσει,, έρχεται αυτή, έμαθε ότι έπαιζε μαζί μου- εκεί- που γύρισα από την Αλβανία φαντάρος και τούφερνε κρυφά απ’ την αυλή.Τούφερνε πρέζα.
Κι από τότε, δεν τον εζύγωνε κανείς, ήταν ρακένδυτος.Πούλαγε τα ρούχα του.Μόλις τούκανα κουστούμι καινούριο παλτό, μπουζούκι, τα πούλησε να αγοράσει ναρκωτικά.Μια μέρα τον βρήκανε σε ένα καροτσάκι στο Βαρβάκειο.Κοκάλωσε.Είχε μελανιάσει, όλος πρήστηκε.Και να καταλάβεις, εγώ τρεις φορές τον είχα κλείσει στο δωμάτιο, τον εφύλαγα.Ο Γενίτσαρης τον είχε κλεισμένο.Ο συγχωρεμένος ο Στράτος τον είχε μπάσει στο σπίτι του και τον εφυλάγανε .Αλλά δεν μπορέσαμε να τόνε σώσουμε και πήγε έτσι».
Αυτή είναι η μαρτυρία του αξέχαστου Στέλιου Κηρομύτη. Ο Ανέστος Δελιάς, έσβησε σε ηλικία 32 χρόνων. Και ας δούμε το τραγούδι «αυτοβιογραφία» του Δελιά!
«Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΙΑ».
Απ’ το καιρό που άρχισα την πρέζα να φουμάρωΟ κόσμος μ’ απαρνήθηκε δε ξέρω τι να κάνω.
Όπου σταθώ και όπου βρεθώ ο κόσμος με πειράζειΚαι η ψυχή μου δεν κρατά πρεζά να με φωνάζει.
Απ’ τη μυτιά που τράβαγα άρχισα και βελόνι, Και το κορμί μου άρχισε σιγά – σιγά να λειώνει.
Τίποτα δε μ’ απόμεινε στο κόσμο για να κάνω,Αφού η πρέζα μ’ έκανε στους δρόμους να ποθάνω.
Αυτή είναι η μαρτυρία του αξέχαστου Στέλιου Κηρομύτη. Ο Ανέστος Δελιάς, έσβησε σε ηλικία 32 χρόνων. Και ας δούμε το τραγούδι «αυτοβιογραφία» του Δελιά!
«Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΙΑ».
Απ’ το καιρό που άρχισα την πρέζα να φουμάρωΟ κόσμος μ’ απαρνήθηκε δε ξέρω τι να κάνω.
Όπου σταθώ και όπου βρεθώ ο κόσμος με πειράζειΚαι η ψυχή μου δεν κρατά πρεζά να με φωνάζει.
Απ’ τη μυτιά που τράβαγα άρχισα και βελόνι, Και το κορμί μου άρχισε σιγά – σιγά να λειώνει.
Τίποτα δε μ’ απόμεινε στο κόσμο για να κάνω,Αφού η πρέζα μ’ έκανε στους δρόμους να ποθάνω.
Labels:
αφιέρωμα,
δημιουργοί,
ιστορία,
ρεμπέτες,
ρεμπέτικο τραγούδι
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)