Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ρεμπέτικο τραγούδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ρεμπέτικο τραγούδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ «ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ»

ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ «ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ»
Δώδεκα μεγάλα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, τραγουδησμένα από τη μεγάλη μας ρεμπέτισσα, δώδεκα τραγούδια γραμμένα από τους ΜΗΤΣΑΚΗ, ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟ, ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, ΚΛΟΥΒΑΤΟ, ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ, αλλά και στίχοι γραμμένοι από την ιδία την ΜΠΕΛΛΟΥ, έρχονται να μας κρατήσουν συντροφιά στην παρέα, στο κρασί, στο μεράκι, στον «Νταλγκά» που λέγανε και οι παλιοί. «ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ». Ο τίτλος του τραγουδιού σε μουσική Γιάννη Παπαϊωάννου και στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Μπάμπη Τσάντα), έγινε και ο τίτλος της πολύ επιτυχημένης δισκογραφικής δουλειάς που σας προτείνω.Είναι σαν να γίνεται κάποιος κομμάτι της ιστορίας του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού, ακούγοντας αυτά τα τραγούδια, ερμηνευμένα με το μοναδικό τρόπο της Μπελλου. Τα ζεις αυτά τα τραγούδια είναι σαν να σε «διακτινίζουν» στα καπηλειά του χθες, η αν θέλετε στις «κοσμικές ταβέρνες» εκείνης της εποχής, των δεκαετιών ΄50-΄60. Η πρώτη έκδοση αυτού του δίσκου, έγινε το Μάρτη του 1984, και έσπασε ρεκόρ πωλήσεων. Και πώς να μην γίνει κάτι τέτοιο, όταν ο κόσμος διψούσε για καλό τραγούδι, για λαϊκό τραγούδι, για ρεμπέτικο; Ας μην ξεχνάμε, ότι η κυκλοφορία αυτού του δίσκου έγινε στις αρχές της πιο δύσκολης για το Ελληνικό τραγούδι δεκαετίας, της δεκαετίας του 80’, που το τραγούδι μας άρχισε να παίρνει πια την κάτω βόλτα, επηρεασμένο από «ξένες προσμίξεις». Οι πωλήσεις ήταν τεράστιες, χωρίς όμως να συμβεί το φαινόμενο των ημερών μας με τους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους. «Το δικό σου το μαράζι λοιπόν φίλε μου, Πριν το χάραμα θα ακούσω, και θα σου πω Πως θα περάσει η βραδιά, με την Μικρή του καμηλιέρη»…. Σωτηρία Μπελλου, «ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ». Ο μεγάλος Σολίστας του μπουζουκιού ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, γράφει για την Σωτηρία Μπελλου. «Συνάντησα για πρώτη φορά τη Μπελλου τότε που βρήκα στη δουλειά , 1955-56.
Είχαμε πάει να τη δούμε με κάποιο συνθέτη, τον Μπαμπη Μπακάλη νομίζω, στο Περιστέρι. Εκεί σε μια αυλή έμενε την εποχή εκείνη που ήταν «εκτός μάχης». Είχε ανοίξει μάλιστα κι ένα μανάβικο αν θυμάμαι καλά. Η μοίρα των μεγάλων τραγουδιστών που όσο κι αν έχουν πουλήσει χιλιάδες δίσκους, κάποια στιγμή εκείνοι που εισέπραξαν τα χρήματα τους πετάνε στην άκρη. Συνέβη στη Μπελλου τότε, το ‘ζησε μετά ο Τσαουσακης, αλλά και πέρα από το ρεμπέτικο, μήπως ξέρει κανείς πόσα πήρε ο Παπασιδερης από τα εκατομμύρια που έφερε η φωνή του σε κάποιους; Φίλοι, αλλά από μακριά με τη Σωτηρία.
Ο καθένας είχε το δρόμο του. Δε δουλέψαμε ποτέ μαζί σε μαγαζί και βρεθήκαμε για πρώτη φορά στη δισκογραφία όταν έκανε τα «Λαϊκά προάστια» του Ανδριοπουλου. Όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί της θα ξέρουν ότι είναι πολύ επιλεκτική στα πρόσωπα που θέλει στο στούντιο την ώρα που ηχογραφεί. Ούτε συνθέτη θέλει πολλές φορές, ούτε εταιρία, ούτε τίποτα πέρα από τον ηχολήπτη. Στην περίπτωση μου, πέρα από το παίξιμο μου, ήθελε τότε ναμαι παρών σ’ όλη την διαδικασία . Πίναμε τα ουζακια μας, τα λέγαμε , τραγουδούσε, καμιά φορά αν έβλεπε και Κανά στραβό, έβριζε. Είναι ιδιόρρυθμη και αθυρόστομη, αυτό το ξέρουν όλοι, αλλά όσοι βρέθηκαν κοντά της, ξέρουν επίσης ότι έχοντας αυτήν δίπλα τους, έχουν ένα φίλο»……… Αυτά, και άλλα έγραψε ο Κώστας Παπαδόπουλος για την Σωτηρία Μπελλου. «ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ»! Αποκτήστε αυτό το CD, και κάνετε πιο πλούσια τη δισκοθήκη σας! Καλή ακρόαση! Βασίλης Τσούγκαρης. tsougarisgnomi@gmail.com

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2008

ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ

Μια ακόμα ξεχωριστή μορφή του ρεμπέτικου, υπήρξε και ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΙΝΤΖΙΡΙΔΗΣ, η ΙΝΤΖΙΡΙΔΗΣ,η ΕΤΣΕΙΡΙΔΗΣ γνωστότερος σαν «Γιοβάν Τσαούς» (ψευδώνυμο προερχόμενο από το βαθμό του λοχία που είχε υπηρετώντας στον Τούρκικο στρατό), ο οποίος άφησε τη δική του «σφραγίδα» στο ρεμπέτικο.
Ο Γιοβάν Τσαούς γεννήθηκε από Έλληνες γονείς το 1893 στην Κασταμονή, της ευρύτερης περιφέρειας Κασταμονής (αρχαία Παφλαγονία), της περιοχής του Πόντου.
Με την μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός, παίζοντας τα έγχορδα της οικογένειας (ταμπουρά, κλπ).

Ο Γιοβάν Τσαούς, ηταν ένας από τους πιο γνωστούς μουσικούς της Μικράς Ασίας.
Έπαιξε με διάσημους Τούρκους μουσικούς, και τραγουδιστές, και ηταν τέτοια η δεξιοτεχνία του σαν μουσικού, που τον βρίσκουμε σαν μουσικό στην αυλή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Όμως με τα γεγονότα του 1922, μαζί με χιλιάδες Έλληνες, παίρνει και αυτός το δρόμο της προσφυγιάς, και το 1923 τον βρίσκουμε στον Πειραιά.
Μετά από τις ταλαιπωρίες του πρώτου χρόνου στα αντίσκηνα, η οικογένεια του κατόρθωσε να κτίσει ένα όμορφο διώροφο σπίτι κοντά στις εγκαταστάσεις του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, στην επέκταση των γραμμών του σταθμού των ΣΕΚ του Πειραιά.

Εκεί, το 1927 παντρεύεται την γυναίκα του Αικατερίνη.
Στο ισόγειο του σπιτιού, εγκαθιστά το ραφείο του, ασκώντας το επάγγελμα αυτό μέχρι το 1930, οπότε και μετέτρεψε το ραφείο σε ουζερί.
Έτσι, ζώντας στην περιοχή εκείνη η οποία αποτελούσε και καταφύγιο για τους ναρκομανείς της εποχής, ο Γιοβάν Τσαούς θα γράψει μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα με θεματολογία γύρω από τα ναρκωτικά.
Ένα από αυτά είναι και ο πρεζάκιας σε στίχους της γυναίκας του..
Το 1931,νοικιασαν και λειτούργησαν ένα μαγειριό – ουζερί κοντά στο πέραμα, εκεί όπου στα κατοπινά χρόνια έγιναν οι δεξαμενές πετρελαίου.

Το 1937 μετακόμισαν οριστικά από τον Πειραιά στο σπίτι τους στην Κοκκινιά, όπου και έμειναν μέχρι το τέλος τους το 1942.
Ο Γιοβάν Τσαούς ηταν σεβαστός από όλους τους ρεμπέτες.
Αν και στην Τουρκία εργαζόταν σαν μουσικός, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην Ελλάδα ΔΕΝ ανέβηκε σε πάλκο, και αυτό γιατί διαφωνούσε με τον τρόπο λειτουργίας των άλλων μουσικών, και τον τρόπο «διασκέδασης» ορισμένων θαμώνων.
Ο Γιοβάν Τσαούς, κατά ανεξήγητο τρόπο θα λέγαμε, βρέθηκε να γνωρίζεται με τον μεγάλο Παναγιώτη Τούντα, και να είναι μάλιστα και σολίστας σε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του Τούντα, ο οποίος σημειωτέον ηταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής εταιριών δίσκων.
Τα τραγούδια του Τούντα στα οποία έπαιξε μπουζούκι ο Γιοβάν Τσαούς , ηταν ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ, ΒΑΡΒΑΡΑ, ΜΑΡΙΚΑ Η ΔΑΣΚΑΛΑ, και άλλα.

Ο Γιοβάν Τσαούς στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών του χρησιμοποιούσε έναν ερασιτέχνη τραγουδιστή, έναν μηχανουργό, τον Αντώνη Καλυβόπουλο, αλλά και έναν επαγγελματία, τον καλύτερο της εποχής, τον Στελλάκη Περπινιάδη.
Η δισκογραφία του αριθμεί όλα και όλα δώδεκα τραγούδια.
Εκτός αυτών, συμμετείχε και σε καμιά δεκαριά τραγούδια άλλων συνθετών..
Οι ηχογραφήσεις έγιναν μεταξύ 1935 και 1937, και κατόπιν ο Γιοβάν Τσαούς εγκατέλειψε κάθε σχέδιο για να συνεχίσει γιατί στο μεταξύ είχε επιβληθεί και η λογοκρισία του Μεταξά.
Ο Γιοβάν Τσαούς δυστυχώς άφησε λίγα τραγούδια για να τον θυμόμαστε.

Πολλοί είναι εκείνοι που μίλησαν για τον μουσικό Γιοβάν Τσαούς με τα καλύτερα λόγια.
Σαν μουσικός (σύμφωνα με διηγήσεις παλιών) ηταν άφτιαστος, ενώ οι γνώσεις του επάνω στους «δρόμους» της ανατολίτικης μουσικής, τα μακάμ, ηταν μοναδικές.
Από αυτόν πήραν γνώσεις οι Μάρκος, Μπάτης , Δελιάς, Παγιουμτζής, Κερομύτης, και άλλοι ρεμπέτες, με τους οποίους βρισκόταν συχνά και έπαιζαν στις διάφορες παρέες.
Ο Γιοβάν Τσαούς δημιούργησε έναν μύθο γύρω από το όνομα του τόσο με το ιδιαίτερο ύφος του, τη μοναχική συμπεριφορά του, και πάνω απ’ όλα, με τα «δύστροπα» (κατά τον Βαμβακάρη) όργανα του, τα οποία ΜΟΝΟ εκείνος μπορούσε να παίξει.
Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό με τον Μάρκο, ο οποίος άφησε το δικό του μπουζούκι και επιχείρησε να παίξει με το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς.
Μάταια όμως, και από τη «φούρκα» του, κόντεψε να το σπάσει λέγοντας ότι τα όργανα αυτά έχουν ένα αφεντικό.
Και να δούμε καλύτερα τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, μέσα από την μελέτη του Παναγιώτη Κουνάδη, και τις περιγραφές του.

«Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, που βρίσκονται σε άριστη κατάσταση στα χέρια των απογόνων της αδελφής της γυναίκας του.
Πρόκειται για δυο τρίχορδους ταμπουράδες, ο μεγάλος, με ελεύθερο μήκος χορδής 64 εκατοστά, κι ο μικρός, αντίστοιχα με μήκος 52 εκατοστά.
Ένα τρίτο όργανο, μισοτελειωμένο, καταστράφηκε σε κάποια μεταφορά.
Πρόκειται για ιδιότυπα, από μορφολογική άποψη όργανα, και έχουν κατασκευαστεί από το γνωστό οργανοποιό του Πειραιά Κυριάκο Πεσμαζόγλου η Λαζαρίδη, κατά πάσα πιθανότητα αντίγραφα προτύπων που πρέπει να έφερε ο Γιοβάν Τσαούς από την Μικρά Ασία.
Όσον αφορά τη μορφή, διατηρούν το σχήμα του ταμπουρά που συναντάμε σε γκραβούρες, πίνακες ζωγραφικής, χαλκογραφίες, εικονογραφίες, κλπ του 17ου , 18ου και 19ου αιώνα.
Το πιο ενδιαφέρον κατασκευαστικό στοιχείο είναι το κούφιο μπράτσο, που αποτελεί συνέχεια του σκάφους.
Στο τελείωμα του σκάφους έχουμε την πύκνωση στις ντούγιες, ένα διακοσμητικό συνδετικό και εν συνεχεία τις ντούγιες του μπράτσου.
Έχει οκτώ κλειδιά από σκληρό ξύλο μέσα από το οποίο περνάν κοκάλινα στριφτάρια.
Στις άκρες είναι γραμμένο το όνομα του με κοκάλινα γράμματα (ΤΣΑΒΟΥΣ και Ι.ΤΣ).
Το κούφιο μπράτσο ελαφρύνει πολύ το όργανο, ενώ η συνέχεια σκάφους – μπράτσου, διευκολύνει την κίνηση του αριστερού χεριού στις υψηλές νότες.
Όσον αφορά τα διαστήματα που δημιουργούνται από τα τάστα, παρατηρούμε τα εξής.:

Όσον αφορά στο μεγάλο όργανο (64 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής), ακολουθει με ακρίβεια τα διαστήματα του προπολεμικού σαζ-μπαγλαμά που κατασκεύαζαν στην Τουρκία , όπου γίνεται χρήση των γνωστών διαστημάτων της μονοφωνικής μουσικής 9/8, 10/9 (επόγδοος και επιένατος τόνος) και 16/15 η 256/243 για τα ημιτόνια, με 5 σημεία ενδιάμεσης παρέμβασης στα διαστήματα του τόνου.
Το δεύτερο όργανο (52 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής) ακολουθει τα διαστήματα του τούρκικου σαζ-τζουρά, με μικρολάθη στις τοποθετήσεις των τάστων που οφείλονται μάλλον στον κατασκευαστή..
Είναι φανερό ότι τα όργανα αυτά δεν ηταν δυνατόν να έλθουν σε ταυτοφωνία με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες της πειραιώτικης κομπανίας του Βαμβακάρη κλπ που ηταν χωρισμένα για να παίζουν συγκεκριμένα διαστήματα».
Έτσι περιγράφει ο Παναγιώτης Κουνάδης τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς.
Ο Γιοβάν Τσαούς και η γυναίκα του Αικατερίνη, πέθαναν το 1942 από δηλητηρίαση.
Είχαν φάει αλλοιωμένο θαλασσοβρεγμένο στάρι, και ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε στις 10 το βράδυ, και μετά πέντε ώρες η γυναίκα του στα χέρια της ανιψιάς της.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

ΑΝΕΣΤΟΣ ΔΕΛΙΑΣ η ΑΡΤΕΜΗΣ


Η πιο τραγική ίσως μορφή του Ρεμπέτικου Τραγουδιού, τον Ανέστη Δέλιο, η Δελιά, η Αρτέμη. Και τον αναφέρω σαν «τραγική» μορφή, γιατί ήταν ο άνθρωπος ο οποίος έγραψε και τραγούδησε τον …. Θάνατο του από τα ναρκωτικά!Όμως, πριν φτάσουμε εκεί, ας γνωρίσουμε τον Ανέστο:
Ο Ανέστης Δέλιος η Δελιάς, η Αρτέμης, Γεννήθηκε το 1912, και πέθανε το 1944.Η καταγωγή του, ήταν από την Μικρά Ασία, και σε ηλικία μόλις τριών χρόνων, τον βρίσκουμε με την οικογένεια του πρόσφυγα στον Πειραιά. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης στην Σμύρνη, αλλά ασχολείτο και με την μουσική. Έτσι ήταν επόμενο ο Ανέστος να μπει στο χώρο, και όχι απλά μπήκε, αλλά ήταν και ένας από τους δημιουργούς του ρεμπέτικου, ο οποίος έτσι και δεν έφευγε τόσο νωρίς, θα είχε δώσει πολύ περισσότερα τραγούδια.
Άρχισε λοιπόν από μικρός να ασχολείται με την κιθάρα, και λίγο αργότερα, γύρω στα 1930, με την προτροπή του Μάρκου Βαμβακάρη, πιάνει στα χέρια του το μπουζούκι, ένα όργανο «ύποπτης προέλευσης» (για την εποχή), με ιδιαίτερη εξάπλωση στους ημι-παράνομους χώρους του Πειραιά και της Δραπετσώνας. Εκτός βέβαια από τον Μάρκο, ο Ανέστος γνωρίζει τους Γιώργο Μπάτη, η Αμπάτη, η Τσωρό, τον Στράτο Παγιουμτζή η Τεμπέλη, τον Δημήτρη Γκόγκο η Μπαγιαντέρα, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μήτσο Καρυδάκια, και άλλους, οι οποίοι αποτελούσαν και το μουσικό σινάφι της περιοχής, η οποία ήταν γεμάτη από τεκέδες, ταβέρνες, και διάφορα καταγώγια.
Η δεκαετία του 1930, είναι και η πιο επικίνδυνη, γιατί ένα «άγνωστο» ναρκωτικό κάνει την εμφάνιση του, και μαζί με το χασίς θερίζει τους ανθρώπους των τεκέδων και του ρεμπέτικου. Ο λόγος, για την «εισαγόμενη εκ Γερμανίας» ηρωίνη! Το θύμα της ηρωίνης ήταν ο Ανέστος. Οι Άλλοι μπορούμε να πούμε ότι άντεξαν.

Γύρω στα 1934, δημιουργείται η πρώτη επίσημη ρεμπέτικη κομπανία εν Ελλάδι, η «ΤΕΤΡΑΣ Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», αποτελούμενη από τους Μάρκο Βαμβακάρη, Στράτο Παγιουμτζή, Ανέστο Δελιά, και Γιώργο Μπάτη. Ο Μπάτης, ο Μάρκος, και ο Δελιάς, θα περάσουν στη δισκογραφία σαν συνθέτες, στιχουργοί, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές, εκτός από τον Παγιουμτζή, ο οποίος παρέμεινε σαν τραγουδιστής, άσχετα αν στο όνομα του αργότερα υπήρξαν πολλά σημαντικά τραγούδια.
Ο Δελιάς λοιπόν, και η «ΤΕΤΡΑΣ Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», ξεκινά τις εμφανίσεις της το καλοκαίρι του 1934 στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά, και εκεί ο Ανέστος παρουσιάζει τα πρώτα του τραγούδια. Τα λίγα του τραγούδια θα μπουν στη δισκογραφία τα επόμενα χρόνια 1935- 1936, γιατί και αυτός όπως και οι Γιοβάν Τσαούς, Μπάτης, Παπάζογλου (Αγγούρης) είναι εκτός «μηχανισμών λογοκρισίας» της Δικτατορίας Μεταξά.
Την ίδια εποχή που ο Γιοβάν Τσαούς έβαζε το πρόβλημα της ηρωίνης με το τραγούδι του «Ο ΠΡΕΖΑΚΙΑΣ», ο Δελιάς με το δικό του «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΙΑ», γράφει τη δική του «αυτοβιογραφία». Η δισκογραφική παρουσία του Δελιά, είναι κάποια λίγα τραγούδια, τα οποία είναι πλέον (σε βινύλιο) συλλεκτικά. Τα τελευταία τραγικά χρόνια της ζωής του, αλλά και γενικότερα τι άνθρωπος ήταν ο Ανέστος Δελιάς, τα περιγράφει ο μεγάλος Ρεμπέτης Στέλιος Κηρομύτης:
«Άκου να δεις. Ο Ανέστος ήταν παιδί, ένα παιδί «κορίτσι¨, δηλαδή σεμνό παλικαράκι, σοβαρός, γλυκομίλητος, μήτε αισχρόλογα, και… αυτά.Και ομορφόπαιδο.Ναι, ήταν σαν κορίτσι απάνω στο πάλκο.Έπαιζε μπουζούκι και μπαγλαμά και τον αγαπάγαμε όλοι.Ήταν και ο πιο μικρός αυτός.Προτού γίνει πρεζάκιας, είχε βγάλει ένα τραγούδι «Τον πόνο του πρεζάκια»το 1934.Μεγάλη επιτυχία.
Έτυχε λοιπόν να γνωρίσει μια γυναίκα η οποία δεν ήξερε αυτός αν είναι πρεζού.Διότι αυτή έπινε και ηρωίνη, έπινε και κοκαΐνη.Διότι η κοκαΐνη έχει το ιδίωμα να σ’ έχει ξύπνιο και η ηρωίνη να σε κοιμίζει.Έπινε λοιπόν κι απ’ τα δυο αυτή για να μη φαίνεται, και να μη κοιμάται και την καταλαβαίνεις.Και τα φτιάχνει μαζί του.Ωραία κοπέλα αυτή, να πούμε, ήθελε να τον κάνει οπαδό της.Και πώς να τόνε κάνει;Δεν είχε την τόλμη να του πει πιες.Και με τι τρόπο το έκανε πρεζάκια;Στον ύπνο.
Στον ύπνο που κοιμότανε, του έκανε ένα γιάφ- γιούφ, έτσι να πούμε, μ’ ένα χαρτάκι, τόκανε σα σωληνάκι, και του τη φύσαγε στον ύπνο στη μύτη την ώρα που έκανε α…..α και έπαιρνε ανάσα.Και έτσι, αφού τον έκανε πρεζάκια να πούμε, και έγινε θύμα της ηρωίνης, τότες εκδηλώθηκε και αυτή, ότι πίνει και γίνανε αντάμα.Τότε, τα χρόνια εκείνα πουλάγανε να πούμε ηρωίνη.Από την πόλη φτιάχνανε, φέρνανε, από την Γερμανία φέρνανε.Αυτό το φέρανε το 22 εδώ πέρα.Πεθάνανε πολλά παιδιά.Τότε οι ποινές για τα ναρκωτικά ήταν μικρές.Άμα σε πιάνανε με κανένα τσιγάρο, 15 μέρες με ένα μήνα έτρωγες να πούμε.Αλλά μετά με το Μεταξά έγιναν βαριές.Δίνανε και χρόνο, δίνανε και εξορία.Τον Ανέστο, τον μαζέψαμε εμείς δυο τρεις φορές, τον έκανα, του πήρα ρούχα, τούκανα μπουζούκι, τον ετράβηξα μαζί μου κανένα χρόνο, κι απάνω πούχε στρώσει,, έρχεται αυτή, έμαθε ότι έπαιζε μαζί μου- εκεί- που γύρισα από την Αλβανία φαντάρος και τούφερνε κρυφά απ’ την αυλή.Τούφερνε πρέζα.

Κι από τότε, δεν τον εζύγωνε κανείς, ήταν ρακένδυτος.Πούλαγε τα ρούχα του.Μόλις τούκανα κουστούμι καινούριο παλτό, μπουζούκι, τα πούλησε να αγοράσει ναρκωτικά.Μια μέρα τον βρήκανε σε ένα καροτσάκι στο Βαρβάκειο.Κοκάλωσε.Είχε μελανιάσει, όλος πρήστηκε.Και να καταλάβεις, εγώ τρεις φορές τον είχα κλείσει στο δωμάτιο, τον εφύλαγα.Ο Γενίτσαρης τον είχε κλεισμένο.Ο συγχωρεμένος ο Στράτος τον είχε μπάσει στο σπίτι του και τον εφυλάγανε .Αλλά δεν μπορέσαμε να τόνε σώσουμε και πήγε έτσι».
Αυτή είναι η μαρτυρία του αξέχαστου Στέλιου Κηρομύτη. Ο Ανέστος Δελιάς, έσβησε σε ηλικία 32 χρόνων. Και ας δούμε το τραγούδι «αυτοβιογραφία» του Δελιά!
«Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΙΑ».
Απ’ το καιρό που άρχισα την πρέζα να φουμάρωΟ κόσμος μ’ απαρνήθηκε δε ξέρω τι να κάνω.
Όπου σταθώ και όπου βρεθώ ο κόσμος με πειράζειΚαι η ψυχή μου δεν κρατά πρεζά να με φωνάζει.
Απ’ τη μυτιά που τράβαγα άρχισα και βελόνι, Και το κορμί μου άρχισε σιγά – σιγά να λειώνει.
Τίποτα δε μ’ απόμεινε στο κόσμο για να κάνω,Αφού η πρέζα μ’ έκανε στους δρόμους να ποθάνω.