Μια ακόμα ξεχωριστή μορφή του ρεμπέτικου, υπήρξε και ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΙΝΤΖΙΡΙΔΗΣ, η ΙΝΤΖΙΡΙΔΗΣ,η ΕΤΣΕΙΡΙΔΗΣ γνωστότερος σαν «Γιοβάν Τσαούς» (ψευδώνυμο προερχόμενο από το βαθμό του λοχία που είχε υπηρετώντας στον Τούρκικο στρατό), ο οποίος άφησε τη δική του «σφραγίδα» στο ρεμπέτικο.
Ο Γιοβάν Τσαούς γεννήθηκε από Έλληνες γονείς το 1893 στην Κασταμονή, της ευρύτερης περιφέρειας Κασταμονής (αρχαία Παφλαγονία), της περιοχής του Πόντου.
Με την μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός, παίζοντας τα έγχορδα της οικογένειας (ταμπουρά, κλπ).
Ο Γιοβάν Τσαούς, ηταν ένας από τους πιο γνωστούς μουσικούς της Μικράς Ασίας.
Έπαιξε με διάσημους Τούρκους μουσικούς, και τραγουδιστές, και ηταν τέτοια η δεξιοτεχνία του σαν μουσικού, που τον βρίσκουμε σαν μουσικό στην αυλή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Όμως με τα γεγονότα του 1922, μαζί με χιλιάδες Έλληνες, παίρνει και αυτός το δρόμο της προσφυγιάς, και το 1923 τον βρίσκουμε στον Πειραιά.
Μετά από τις ταλαιπωρίες του πρώτου χρόνου στα αντίσκηνα, η οικογένεια του κατόρθωσε να κτίσει ένα όμορφο διώροφο σπίτι κοντά στις εγκαταστάσεις του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, στην επέκταση των γραμμών του σταθμού των ΣΕΚ του Πειραιά.
Εκεί, το 1927 παντρεύεται την γυναίκα του Αικατερίνη.
Στο ισόγειο του σπιτιού, εγκαθιστά το ραφείο του, ασκώντας το επάγγελμα αυτό μέχρι το 1930, οπότε και μετέτρεψε το ραφείο σε ουζερί.
Έτσι, ζώντας στην περιοχή εκείνη η οποία αποτελούσε και καταφύγιο για τους ναρκομανείς της εποχής, ο Γιοβάν Τσαούς θα γράψει μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα με θεματολογία γύρω από τα ναρκωτικά.
Ένα από αυτά είναι και ο πρεζάκιας σε στίχους της γυναίκας του..
Το 1931,νοικιασαν και λειτούργησαν ένα μαγειριό – ουζερί κοντά στο πέραμα, εκεί όπου στα κατοπινά χρόνια έγιναν οι δεξαμενές πετρελαίου.
Το 1937 μετακόμισαν οριστικά από τον Πειραιά στο σπίτι τους στην Κοκκινιά, όπου και έμειναν μέχρι το τέλος τους το 1942.
Ο Γιοβάν Τσαούς ηταν σεβαστός από όλους τους ρεμπέτες.
Αν και στην Τουρκία εργαζόταν σαν μουσικός, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην Ελλάδα ΔΕΝ ανέβηκε σε πάλκο, και αυτό γιατί διαφωνούσε με τον τρόπο λειτουργίας των άλλων μουσικών, και τον τρόπο «διασκέδασης» ορισμένων θαμώνων.
Ο Γιοβάν Τσαούς, κατά ανεξήγητο τρόπο θα λέγαμε, βρέθηκε να γνωρίζεται με τον μεγάλο Παναγιώτη Τούντα, και να είναι μάλιστα και σολίστας σε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του Τούντα, ο οποίος σημειωτέον ηταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής εταιριών δίσκων.
Τα τραγούδια του Τούντα στα οποία έπαιξε μπουζούκι ο Γιοβάν Τσαούς , ηταν ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ, ΒΑΡΒΑΡΑ, ΜΑΡΙΚΑ Η ΔΑΣΚΑΛΑ, και άλλα.
Ο Γιοβάν Τσαούς στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών του χρησιμοποιούσε έναν ερασιτέχνη τραγουδιστή, έναν μηχανουργό, τον Αντώνη Καλυβόπουλο, αλλά και έναν επαγγελματία, τον καλύτερο της εποχής, τον Στελλάκη Περπινιάδη.
Η δισκογραφία του αριθμεί όλα και όλα δώδεκα τραγούδια.
Εκτός αυτών, συμμετείχε και σε καμιά δεκαριά τραγούδια άλλων συνθετών..
Οι ηχογραφήσεις έγιναν μεταξύ 1935 και 1937, και κατόπιν ο Γιοβάν Τσαούς εγκατέλειψε κάθε σχέδιο για να συνεχίσει γιατί στο μεταξύ είχε επιβληθεί και η λογοκρισία του Μεταξά.
Ο Γιοβάν Τσαούς δυστυχώς άφησε λίγα τραγούδια για να τον θυμόμαστε.
Πολλοί είναι εκείνοι που μίλησαν για τον μουσικό Γιοβάν Τσαούς με τα καλύτερα λόγια.
Σαν μουσικός (σύμφωνα με διηγήσεις παλιών) ηταν άφτιαστος, ενώ οι γνώσεις του επάνω στους «δρόμους» της ανατολίτικης μουσικής, τα μακάμ, ηταν μοναδικές.
Από αυτόν πήραν γνώσεις οι Μάρκος, Μπάτης , Δελιάς, Παγιουμτζής, Κερομύτης, και άλλοι ρεμπέτες, με τους οποίους βρισκόταν συχνά και έπαιζαν στις διάφορες παρέες.
Ο Γιοβάν Τσαούς δημιούργησε έναν μύθο γύρω από το όνομα του τόσο με το ιδιαίτερο ύφος του, τη μοναχική συμπεριφορά του, και πάνω απ’ όλα, με τα «δύστροπα» (κατά τον Βαμβακάρη) όργανα του, τα οποία ΜΟΝΟ εκείνος μπορούσε να παίξει.
Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό με τον Μάρκο, ο οποίος άφησε το δικό του μπουζούκι και επιχείρησε να παίξει με το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς.
Μάταια όμως, και από τη «φούρκα» του, κόντεψε να το σπάσει λέγοντας ότι τα όργανα αυτά έχουν ένα αφεντικό.
Και να δούμε καλύτερα τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, μέσα από την μελέτη του Παναγιώτη Κουνάδη, και τις περιγραφές του.
«Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, που βρίσκονται σε άριστη κατάσταση στα χέρια των απογόνων της αδελφής της γυναίκας του.
Πρόκειται για δυο τρίχορδους ταμπουράδες, ο μεγάλος, με ελεύθερο μήκος χορδής 64 εκατοστά, κι ο μικρός, αντίστοιχα με μήκος 52 εκατοστά.
Ένα τρίτο όργανο, μισοτελειωμένο, καταστράφηκε σε κάποια μεταφορά.
Πρόκειται για ιδιότυπα, από μορφολογική άποψη όργανα, και έχουν κατασκευαστεί από το γνωστό οργανοποιό του Πειραιά Κυριάκο Πεσμαζόγλου η Λαζαρίδη, κατά πάσα πιθανότητα αντίγραφα προτύπων που πρέπει να έφερε ο Γιοβάν Τσαούς από την Μικρά Ασία.
Όσον αφορά τη μορφή, διατηρούν το σχήμα του ταμπουρά που συναντάμε σε γκραβούρες, πίνακες ζωγραφικής, χαλκογραφίες, εικονογραφίες, κλπ του 17ου , 18ου και 19ου αιώνα.
Το πιο ενδιαφέρον κατασκευαστικό στοιχείο είναι το κούφιο μπράτσο, που αποτελεί συνέχεια του σκάφους.
Στο τελείωμα του σκάφους έχουμε την πύκνωση στις ντούγιες, ένα διακοσμητικό συνδετικό και εν συνεχεία τις ντούγιες του μπράτσου.
Έχει οκτώ κλειδιά από σκληρό ξύλο μέσα από το οποίο περνάν κοκάλινα στριφτάρια.
Στις άκρες είναι γραμμένο το όνομα του με κοκάλινα γράμματα (ΤΣΑΒΟΥΣ και Ι.ΤΣ).
Το κούφιο μπράτσο ελαφρύνει πολύ το όργανο, ενώ η συνέχεια σκάφους – μπράτσου, διευκολύνει την κίνηση του αριστερού χεριού στις υψηλές νότες.
Όσον αφορά τα διαστήματα που δημιουργούνται από τα τάστα, παρατηρούμε τα εξής.:
Όσον αφορά στο μεγάλο όργανο (64 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής), ακολουθει με ακρίβεια τα διαστήματα του προπολεμικού σαζ-μπαγλαμά που κατασκεύαζαν στην Τουρκία , όπου γίνεται χρήση των γνωστών διαστημάτων της μονοφωνικής μουσικής 9/8, 10/9 (επόγδοος και επιένατος τόνος) και 16/15 η 256/243 για τα ημιτόνια, με 5 σημεία ενδιάμεσης παρέμβασης στα διαστήματα του τόνου.
Το δεύτερο όργανο (52 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής) ακολουθει τα διαστήματα του τούρκικου σαζ-τζουρά, με μικρολάθη στις τοποθετήσεις των τάστων που οφείλονται μάλλον στον κατασκευαστή..
Είναι φανερό ότι τα όργανα αυτά δεν ηταν δυνατόν να έλθουν σε ταυτοφωνία με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες της πειραιώτικης κομπανίας του Βαμβακάρη κλπ που ηταν χωρισμένα για να παίζουν συγκεκριμένα διαστήματα».
Έτσι περιγράφει ο Παναγιώτης Κουνάδης τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς.
Ο Γιοβάν Τσαούς και η γυναίκα του Αικατερίνη, πέθαναν το 1942 από δηλητηρίαση.
Είχαν φάει αλλοιωμένο θαλασσοβρεγμένο στάρι, και ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε στις 10 το βράδυ, και μετά πέντε ώρες η γυναίκα του στα χέρια της ανιψιάς της.
1 σχόλιο:
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τις πληροφορίες, ειδικά για τα όργανα, να 'σαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου