Ο Μιχάλης Γενίτσαρης γεννήθηκε το 1917 στον Πειραιά και είναι παιδί πολύτεκνης οικογένειας (ήταν έξι αδέλφια).
Η επαφή του με το μπουζούκι και το ρεμπέτικο έγινε όταν ήταν σε ηλικία δέκα χρονών.
Απέναντι από το σπίτι του ήταν το «χοροδιδασκαλείο» του Μπάτη, και ο μικρός Γενίτσαρης πήγαινε και «γύριζε» την Λατέρνα που είχε ο Μπάτης, και χόρευαν οι πελάτες του μαγαζιού.
Το μεροκάματο του ήταν δέκα δραχμές, ενώ όταν είχε δουλειά το μαγαζί, έπαιρνε είκοσι.
Ο Γενίτσαρης μεγάλωσε μαζί με το γιο του Μπάτη, τον Θανάση, και εκτός αυτού μεγάλωσε μέσα στην «πηγή» του ρεμπέτικου.
Όλα τα τραγούδια που άκουγε στο «χοροδιδασκαλείο» του Μπάτη, τα «ρουφούσε» σαν σφουγγάρι, και όταν πήγαινε στο σπίτι του, έπαιρνε ένα μπαγλαμαδάκι που είχε ο πατέρας του, και έπαιζε τα τραγούδια που είχε ακούσει πριν στο μαγαζί του Μπάτη.
Βέβαια αυτό το έκανε κρυφά, μέχρι που κάποια στιγμή τον έπιασε ο πατέρας του, και τον έσπασε στο ξύλο.
Αυτό ο μικρός Γενίτσαρης το πήρε πολύ «βαριά», και εκείνο το βράδυ δεν πήγε να κοιμηθεί σπίτι του (κοιμήθηκε στην γιαγιά του).
Με τα πολλά ο πατέρας του «μαλάκωσε», και του είπε ότι αν πηγαίνει σχολείο να μάθη γράμματα, θα τον άφηνε να παίζει μπαγλαμαδάκι.
Ο Μιχάλης, σχολείο πήγαινε, αλλά γράμματα (όπως λέει στην αυτοβιογραφία του) δεν μάθαινε, ενώ στο μπαγλαμαδακι «θριάμβευε».
Σε ηλικία δώδεκα χρονών, ο Γενίτσαρης βρισκόταν ακόμα στην Τρίτη τάξη.
Αντί να πηγαίνει σχολείο τα πρωινά, πήγαινε απέναντι απ’ το σπίτι του, στο μαγαζί του Μπάτη, και εκεί με το φίλο του Θανάση (μια και έλειπε ο Μπάτης) κατέβαζαν από τους τοίχους τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες και έπαιζαν διάφορα τραγούδια.
Σε ηλικία 15 χρονών, πιάνει δουλειά σε ένα λεβητοποιείο, και μαζεύοντας λεφτά, αγοράζει από τα παλιατζίδικα ένα μπουζούκι, το οποίο πια έγινε το μεράκι του.
Στην ίδια ηλικία, και αφού με φίλους του είχε κάνει μια «κανταδόρικη» κομπανία, γράφει και το πρώτο του τραγούδι, το οποίο είναι επιτυχία ακόμα και σήμερα.
Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι
Κατάλαβα τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι..
Από τις καντάδες στους δρόμους, βρέθηκε αυτός και η παρέα του να τραγουδάνε σε διάφορες ταβέρνες για το κέφι τους.
Μετά από προτροπή ενός φίλου του, αλλά και αφού συμβουλεύτηκε τον Μπάτη, πήγε στην «Κολούμπια», όπου συνάντησε τον Παναγιώτη Τούντα, τον μαέστρο της εταιρίας, ο οποίος τον έβαλε να παίξει για να τον ακούσει (κάτι σαν ακρόαση).
Ο Γενίτσαρης έπαιξε το «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», και ένα ακόμα τραγούδι, και ο Τούντας του έκλεισε ραντεβού για «φωνογράφηση»!
Έγινε η φωνοληψία, και σε δέκα μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος, πράγμα που έκανε το Γενίτσαρη να χαρεί πολύ ακούγοντας το τραγούδι του στα γραμμόφωνα.
Αντίθετα, οι γονείς του έλεγαν ότι τους «ξεφτίλισε».
Το ξεκίνημα είχε γίνει στο τραγούδι, αλλά και σε μια πολυτάραχη ζωή, με «μαγκιές», «τσαμπουκάδες», εξορίες, με κυνηγητά, και με την κατοχή, στην οποία ο Γενίτσαρης έγραψε ακόμα ένα τραγούδι, που έμελε να σημαδέψει εκείνες τις μαύρες μέρες.
Ζηλεύουνε δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε
Μπατίρη θέλουν να με δουν για να ευχαριστηθούνε κλπ!
Ο γνωστός «Σαλταδόρος», ένα τραγούδι «εθνικό Ύμνο» (όπως είχε πει ο Γενίτσαρης, που όλα τα πάλκα το έπαιζαν.
Ακολούθησαν πολλές επιτυχίες, πολλές συνεργασίες με μεγάλους του ρεμπέτικου, και πάνω απ’ όλα, πολλά τραγούδια που αποτέλεσαν και αυτά κομμάτια της ρεμπέτικης ιστορίας.