Ο Γιάννης κυριαζής γεννήθηκε το 1915 στην Καβάλα.
Εκεί, παράλληλα με το σχολείο άρχισε και μαθήματα κλασικής κιθάρας. Γύρω στα 1937-38, η οικογένεια του μετακόμισε στην Θεσσαλονίκη, όπου λίγο αργότερα ο Κυριαζής κάνει γνωριμίες με τους μεγάλους του ρεμπέτικου (Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, και άλλους)!
Αυτές οι γνωριμίες, αλλά και τα τραγούδια, τον έκαναν να αφοσιωθεί και αυτός στο ρεμπέτικο!
Μάλιστα ο Τάσος Σχορέλης στο βιβλίο του, αναφέρει ότι «αποφασιστική για την ζωή του Κυριαζή, στάθηκε η γνωριμία του με τον Γιάννη Παπαϊωάννου».
Ο Κυριαζής αφήνει την Θεσσαλονίκη το 1946, και πηγαίνει στην Αθήνα, όπου και ξεκίνησε να δουλεύει σε διάφορα συγκροτήματα.
Αρχικά δούλεψε σαν κιθαρίστας, και μετά σαν τραγουδιστής, ενώ παράλληλα έγραφε και δικά του τραγούδια.
Δυστυχώς, πολλά από τα τραγούδια του που συνέθεσε, κυκλοφόρησαν με τα ονόματα άλλων συνθετών.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν τόσο από την έρευνα του Τάσου Σχορέλη, όσο και άλλων ερευνητών, έχουμε την εξής εικόνα για τον Γιάννη Κυριαζή.
Ο Κυριαζής ήταν «αγνός», και σαν χαρακτήρας ασυμβίβαστος.
Αυτά τα προσωπικά στοιχεία ίσως να ήταν η αιτία που πολλά από τα τραγούδια του έμειναν «αγραμμοφώνητα».
Οι ταλαιπωρίες της ζωής, κατέστρεψαν την υγεία του. Για πολλά χρόνια βασανιζόταν από φυματίωση, αρρώστια που τον εμπόδισε στην καλλιτεχνική του πορεία.
Σας μεταφέρω ενα απόσπασμα από την κουβέντα του Κυριαζη με τον Τάσο Σχορέλη.
«Στη ζωή μου στάθηκα μακριά από αυτό που λέγεται εμπόριο.
Δεν το επεδίωξα ποτέ, γιατί κι αν το έκανα, σίγουρα θα αποτυχαινα και εκεί.
Όλη μου η ζωή κλείνεται σε τρεις λέξεις. Αγώνας, τραγούδι, έρωτας.
Εγώ δεν είμαι από ‘κείνους που φοβούνται μπας και τους χαλάσουν τη διαγωγή.
Για να καταλάβεις, με ρώτησε κάποιος «κύριε Κυριαζή, ήπιατε ποτέ ναρκωτικά»;
Και του απάντησα:
Ένα βαπόρι χασίσι, και μια στέρνα πιοτά κάθε είδους.
Τι θα άλλαζε δηλαδή αν έκανα την Αρσακειάδα σαν μερικούς που όταν τους ρωτάς για χασίσι ψάχνουν να βρουν τους πεθαμένους για να ρίξουν πάνω τους το χασίσι που φουμάρανε αυτοί;
Έχω σαράντα χρόνια στο τραγούδι θητεία.
Δεν έχω μια!
Κι όμως υπάρχουν κάτω του μετρίου καλλιτεχνάκια, με σαράντα μήνες θητεία που βρίσκονται στα ύψη με μισθό παραμυθένιο.
Με ρώτησε κάποιος μήπως τα σκόρπαγα τότε που τα ‘παιρνα .
Όχι. Δεν τα σκόρπαγα, γιατί ποτέ δεν τα πήρα χοντρά.
Ούτε εταιρία ήμουν ούτε αφεντικό.
Για να ανεβείς ψηλά, πρέπει να περάσεις πολλές πόρτες χαμηλές και στενές και να σκύβεις, και να σου βάλουν δάχτυλο από πίσω για να σε στριμώξουν.
Όταν το κάνεις, τότε φτάνεις στα σαλόνια.
Δύναμη του λαϊκού τραγουδιού είναι ότι αντλείται από τον λαό και σ’ αυτόν επιστρέφει, και γι αυτό δεν μπορούν να το πολεμήσουν.
Το 1937 μπήκα στο καράβι στη Θεσσαλονίκη για να πάω στον Πειραιά.
Ήταν εποχή που ήταν μεγάλη επιτυχία η Φαληριώτισσα.
Με το ίδιο καράβι γύρναγαν στον Πειραιά ο Παπαϊωάννου με τον Στεφανάκη (τον Σπιτάμπελο).
Όλη νύχτα παίζαμε και γίναμε φίλοι.
Δούλεψα πολλές φορές με τον Παπαϊωάννου και άλλους, κάθε φορά που ανέβαιναν Θεσσαλονίκη μέχρι τις αρχές της κατοχής.
Τότε ήταν που δούλεψα και με τον Τσιτσάνη σε ένα μαγαζί λίγο παρά έξω από το Ντεπό, κοντά στο σπίτι της γυναίκας του της Ζωής.
Ο Τσιτσάνης έπαιζε περίφημο μπουζούκι.
Τέτοιο παίξιμο, ούτε ακούστηκε, ούτε θα ξανακουστεί».
Ο Γιάννης Κυριαζής είχε ένα μεγάλο παράπονο. Όταν πήγε στην Αθήνα, παιδεύτηκε πολύ να βρει δουλειά, και αυτό γιατί όπως είπε ο ίδιος «οι άνθρωποι που τα πίναμε παρέα στη Θεσσαλονίκη και κάνανε τον φίλο, στην Αθήνα ‘κάναν πως δεν με ξέρανε.
Ξέρεις, για να σε πάρουμε στο μαγαζί μου λέγανε, πρέπει να είσαι γνωστός, να σε ξέρει ο κόσμος και τα αφεντικά και ‘σένα δεν σε ξέρουν.
Βλέπεις οι χάρτινες βεντέτες δεν σε παίρνουν κοντά τους για να μην τους επισκιάσεις.