Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραδοσιακή μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραδοσιακή μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Συναυλία 20 χρόνων Παραδοσιακής Μουσικής

Συναυλία 20 χρόνων Παραδοσιακής Μουσικής - 28/9/2009 Ώρα: 21.00
Χώρος Εκδήλωσης: Βελλίδειο Είδος Εκδήλωσης: Μουσική Κανονικό: 10€ € Λεωφορεία: 11,12
1989-2009: 20 χρόνια Συγκρότημα Παραδοσιακής Μουσικής Δήμου Θεσσαλονίκης Επετειακή συναυλία Το Συγκρότημα Παραδοσιακής Μουσικής του Δήμου Θεσσαλονίκης συμπληρώνει φέτος είκοσι χρόνια λειτουργίας.
Η Γλυκερία, ο Δημήτρης Μπάσης, η Αρετή Κετιμέ, ο Πέτρος-Λούκας Χαλκιάς, ο Στάθης Κουκουλάρης, ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης με τις κόρες του Θεοπούλα και Ανδριάνα, ο Σάββας Σιάτρας και ο Θανάσης Σέρκος με τα Χάλκινα της Γουμένισσας, τα περισσότερα από τα 45 πρώην μέλη του Συγκροτήματος υπό τον Πάρι Γκούνα γιορτάζουν την επέτειο. Είκοσι χρόνια μιας διαρκούς ανοδικής πορείας για το Συγκρότημα Παραδοσιακής Μουσικής, γεμάτη από εκατοντάδες ώρες έρευνας, μελέτης και προβών που οδήγησαν σε 600 συναυλίες, πολλές συγκινήσεις, χειροκροτήματα, εξαιρετικές συνεργασίες, έντονες αναμνήσεις για μέλη και κοινό και ιδιαίτερα μεγάλες στιγμές που έμειναν χαραγμένες ανεξίτηλα στα πολιτιστικά πεπραγμένα του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Τέτοιες αξέχαστες στιγμές θα ξαναζήσουν μέλη και κοινό στην επετειακή αυτή εκδήλωση, σ' ένα πρόγραμμα γεμάτο απ' τα θαυμαστά, παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδος μας, όπου αγαπημένοι φιλοξενούμενοι καλλιτέχνες θα ξαναδημιουργήσουν τη μαγεία που πρωτοσκόρπισαν στις παλαιότερες εκδηλώσεις, εκείνες, που έγραψαν κομμάτια της ιστορίας του Συγκροτήματος. Το Συγκρότημα Παραδοσιακής Μουσικής του Δήμου Θεσσαλονίκης επί είκοσι χρόνια αποτέλεσε και θα συνεχίσει να αποτελεί μια υψηλού επιπέδου παράμετρο, τόσο στην προσπάθεια διάσωσης και διάδοσης του ελληνικού μουσικού παραδοσιακού πλούτου, όσο και στην προσπάθεια του Δήμου Θεσσαλονίκης για πολιτιστική ζωή στην πόλη αντάξια της ιστορίας της. Η λαμπρή πορεία Ο Δήμος Θεσσαλονίκης δημιούργησε το Νοέμβριο του 1989 το Συγκρότημα Παραδοσιακής Μουσικής, το πρώτο και μοναδικό ίσως σχήμα παραδοσιακής μουσικής που λειτουργεί στον Ελλαδικό χώρο με τη χορηγία και τη μέριμνα δημοσίου φορέα. Από το 1989 μέχρι και σήμερα έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 600 συναυλίες. Σταθμό στην ιστορία του Συγκροτήματος αποτέλεσε η παρουσία του στην Αβάνα της Κούβας τον Ιανουάριο του 2004, όπου έλαβε μέρος στις επίσημες εορταστικές εκδηλώσεις για τα εγκαίνια του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου, του πρώτου Ορθόδοξου Ναού στην Κούβα. Μέχρι τώρα το Συγκρότημα έχουν τιμήσει με τη συνεργασία τους ο αείμνηστος Βασίλης Σούκας, η Γλυκερία, ο Χρόνης Αηδονίδης, ο Πέτρος Γαϊτάνος, ο Βαγγέλης Δασκαλούδης, ο Καριοφύλλης Δοϊτσίδης, η Ξανθίππη Καραθανάση, η Σοφία Κολλητήρη, ο Στάθης Κουκουλάρης, η Δόμνα Σαμίου, ο Νίκος και η Γιασεμή Σαραγούδα, ο Σάββας Σιάτρας, ο Θανάσης Σέρκος με το συγκρότημά του (χάλκινα από την Γουμένισσα), η Νίτσα Τσίτρα, ο Πέτρος-Λούκας Χαλκιάς, και πολλοί άλλοι σπουδαίοι μουσικοί και αξιόλογα μουσικά σχήματα από διάφορα μέρη της Ελλάδος.Την καλλιτεχνική διεύθυνση είχε αρχικά ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης (1989-1993), ακολούθησε ο Ευάγγελος Νανάκος (1993-2001) και από το Νοέμβριο του 2001 έχει ο Πάρης Γκούνας. Συγκρότημα Παραδοσιακής Μουσικής Δήμου Θεσσαλονίκης
Καλλιτεχνικός Διευθυντής Πάρης Γκούνας Χορωδία Κατερίνα Δούκα Ζωή Κεσελοπούλου Μαρία Λαδά Ευθυμία Πορφυριάδου Γιάννα Χαρισοπούλου Πασχάλης Περιφάνης Άρης Στάμος Χρήστος Τασιός Παναγιώτης Χριστίδης Ορχήστρα Μανώλης Εμμανουλούδης (βιολί) Νεκτάριος Παπαγεωργίου (κλαρίνο) Κατερίνα Παπαδοπούλου (κρουστά) Μίλτος Σπυριδόπουλος (λαούτο) Συμμετέχουν επίσης οι μουσικοί: Λουκάς Μεταξάς (κοντραμπάσο) Χρήστος Μπαρτζόπουλος (κανονάκι) Δημήτρης Μυλωνάς (λαούτο) Κώστας Παπαγιαννίδης (ούτι)
Λευτέρης Παύλου (κρουστά)

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

ΑΝΔΡΕΑΣ ΡΟΔΙΝΟΣ

Ο Αντρέας Ροδινός γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1912. Τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο στο Ρέθυμνο. Λύρα άρχισε να μαθαίνει στα 13 του, από τους Νικήστρατος και Πισκόπη. Στα δεκάξι του, δημιούργησε για πρώτη φορά το δικό του συγκρότημα, έχοντας μαζί του, τον περίφημο λαουτιέρη Σταύρο Ψύλλο. Ο Ροδινός λάτρευε τη λύρα και έπαιζε σε πανηγύρια, αλλά και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις χωρίς να παίρνει χρήματα.
Στα δεκαοκτώ ήταν ένας εκπληκτικός λυράρης! Το καλοκαίρι του 1928, είχε πάει στην Κρήτη, από την Αμερική, ο ξακουστός λυράρης εκείνης της εποχής Χαρίλαος Πιπεράκης, με σκοπό να ακούσει το Ροδινό, ο οποίος αποθεώθηκε από το ρεθυμνιώτικο κοινό κατά την πρώτη του δημόσια εμφάνιση μαζί με τον Πιπεράκη στην προκυμαία του Ρεθύμνου.
Αμέσως μετά, ο Ροδινός, αφού αρνήθηκε την πρόταση του Πιπεράκη να δουλέψει στην Αμερική και εντελώς ελεύθερος από υποχρεώσεις (είχε τελειώσει το γυμνάσιο) ασχολήθηκε με πάθος με τη μουσική της πατρίδας του, έχοντας πλέον τακτικό συνεργάτη του, τον λαουτιέρη με τη χρυσή φωνή, Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη.
Στα εικοσιένα του χρόνια, ενώ κατατάχτηκε στο στρατό, μια πλευρίτιδα τον έκλεισε για έξι μήνες στο νοσοκομείο. Στη διάρκεια μιας μικρής καλυτέρευσης που παρουσίασε, ύστερα από επιμονή των φίλων του Λευτέρη Γαγάνη και Γιάννη Μπαξεβάνη, πείστηκε και ηχογράφησε δύο δίσκους, με συνοδεία στο λαούτο το Γιάννη (Μπαξεβάνη) Μπερνιδάκη. Τα οργανικά αυτά, από δίσκους 78 στροφών, που διασώθηκαν (μέχρι και τώρα, που κάνουμε αυτό το αφιέρωμα) χάρη στο ενδιαφέρον του αδελφού του Μπαξεβάνη και που περιλαμβάνονται σε άλμπουμ που κυκλοφορεί από το Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι, είναι ο «Ρεθυμνιώτικος συρτός», ο «Αποκορωνιώτικος συρτός», ο «Κισσαμνιώτικος συρτός» και τα «Ρεθυμνιώτικα πεντοζάλια», τραγούδια ορόσημο στην κρητική μουσική.
Στη συνέχεια, ο Αντρέας Ροδινός αποσύρθηκε για ένα διάστημα λόγω υγείας στο οροπέδιο Νίππους και δέκα μέρες μετά την επιστροφή του στο Ρέθυμνο πέθανε 9 Φεβρουαρίου 1934, μόλις είκοσι δύο χρονών, έχοντας τις τελευταίες του στιγμές αγκαλιά του, τη θήκη με τις δύο λύρες του.
Το πόσο αγαπητός ήταν ο Ροδινός, τόσο στους Ρεθυμνιώτες, όσο και σ’ ολόκληρη την Κρήτη, φαίνεται από το γεγονός ότι τη μέρα της κηδείας του, έκλεισαν όλοι τα μαγαζιά τους και ακολούθησαν τη νεκρώσιμη πομπή. Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο χώρο της κρητικής μουσικής, της οποίας υπήρξε μεγάλος εκτελεστής, δημιουργό και πρωτομάστορας της Σχολής Ροδινού, που την ακλούθησαν μ’ ευλάβεια και σεβασμό οι νεώτεροι κρητικοί καλλιτέχνες.

«Ξύπνα Αντρέα Ροδινέ παίξε γλυκά τη λύρα

ν' αναστηθούνε οι νεκροί που ‘ναι βαθειά στο μνήμα!»

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ

Ο Κώστας Μουντάκης γεννήθηκε στην Αλφά Μυλοποτάμου του Νομού Ρεθύμνης το 1926, ενώ η καταγωγή των δικών του είναι από τον Καλλικράτη Σφακίων. Από μικρό παιδί άρχισε να τον «τραβάει» η λύρα, που όπως αναφέρει ο Στέλιος Αεράκης, είναι το κυρίαρχο όργανο, όχι μόνο στο χωριό του, αλλά και στο ίδιο του το σπίτι μέσα. Λύρα έπαιζαν ο μεγάλος του αδελφός Νικήστρατος και ο συγχωριανός του Μήτσος Καφάτος, που υπήρξε δάσκαλός του και ήταν ένας από τους καλύτερους δεξιοτέχνες της περιοχής του Ρεθύμνου την εποχή εκείνη.
Στην κατοχή, ο δεκαπεντάχρονος πια Κώστας Μουντάκης, παίζει λύρα και τραγουδά στο καφενείο του χωριού και λίγο αργότερα, μπόρεσε μόνος του να βγάλει ένα ολόκληρο γάμο και χρίστηκε πλέον επίσημα λυράρης. Τον Κώστα Μουντάκη, τον συναντάμε κατά την στρατιωτική του θητεία στην Αθήνα, το 1949, όπου και γνωρίζεται με τον Κίμωνα Καρρά στο τότε Ε.Ι.Ρ. και ξεκινάει μια συνεργασία, παίζοντας πολύ συχνά λύρα στο ραδιόφωνο, προβάλλοντας την κρητική μουσική. Παράλληλα με το ραδιόφωνο, κάνει στέκι του την κρητική ταβέρνα τα «Χανιά», όπου παίζει τα σαββατοκύριακα. Στην ταβέρνα αυτή, έμεινε δέκα οκτώ χρόνια σχεδόν, με συνεργάτες του το Νίκο Μανιά και αργότερα το Γιάννη Ξυλούρη και το Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη.
Το ίδιο διάστημα, είμαστε τώρα στο 1952, και με το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο λιπασμάτων της Δραπετσώνας, όπου μένει μέχρι το 1967. Για πρώτη φορά τον συναντάμε στη δισκογραφία το 1952, που συνοδεύει στη λύρα το Στέλιο Κουτουρέλη, ενώ το 1954, πρωτοτραγουδάει σε δίσκο.
Η φήμη του Κώστα Μουντάκη δεν άργησε να εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο! Πραγματοποίησε πολυάριθμα ταξίδια σε Αμερική, Γερμανία, Καναδά, Αυστραλία, Ν. Αφρική κτλ. πηγαίνοντας στους μετανάστες τα μηνύματα της κρητικής μουσικής παράδοσης. Το 1976, μετά από κάλεσμα της Ελένης Καραΐνδρου, συμπράττει σε μαθήματα εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων, μαζί με άλλους οργανοπαίκτες, ενώ το 1979, με τη συμπαράσταση του γιού του Μάνου και διάφορων πολιτιστικών φορέων του νησιού, ιδρύει την πρώτη σχολή λύρας στο Ωδείο του «Ηρακλείου Απόλλων» για να ακολουθήσουν το Ρέθυμνο, τα Χανιά, ο Άγιος Νικόλαος και η Αθήνα, στο «Ελληνικό Ωδείο».
Το έργο του Κώστα Μουντάκη είναι σημαντικό και αξεπέραστο. Βοήθησε όσο κανένας άλλος στη διάσωση και τη σωστή εκμάθηση της λύρας και η γενικότερη προσφορά του στη μουσική παράδοση της Κρήτης είναι ανεκτίμητη. Ο Κώστας Μουντάκης πέθανε τον Ιανουάριο του 1991. Ένα χρόνο αργότερα το 1992 στο πρώτο Φεστιβάλ Κρητικής Μουσικής που έγινε στην Αθήνα και ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του, ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας είπε για το μεγάλο κρητικό: «Ο θάνατος του Κώστα Μουντάκη το Γενάρη του 1991, δε σηματοδοτεί παρά μόνο την απουσία του μεγάλου δεξιοτέχνη και δασκάλου, που εξακολουθεί να εμπνέει και να διδάσκει μέσα από τις ηχογραφήσεις και την υποδομή που δημιούργησε. Έργα ζωής, όπως το δικό του, δεν μπορεί να σταματήσει ο θάνατος!»

ΣΤΕΛΙΟΣ ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΑΚΗΣ (ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΗΣ)

Ο Φουσταλιέρης γεννήθηκε το 1911 στο Ρέθυμνο. Από τα 11 του χρόνια, άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του ρολογά, κάτι που ήταν το δεύτερο μεγάλο πάθος του μετά το «μπουλγαρί». Σε ηλικία δεκατριών χρόνων αγοράζει με τον πρώτο του μισθό το πρώτο του μπουλγαρί, ένα μικρό σε όγκο, μεταχειρισμένο, ξεχασμένο από κάποιον πελάτη σε μια ταβέρνα.
Το όργανο αυτό ασκούσε στο μικρό Φουσταλιέρη μια ιδιαίτερη επιρροή. Ο αδερφός της μητέρας του έπαιζε αυτό το όργανο, αλλά όπως είχε πει και ο ίδιος, εκείνη την εποχή το μπουλγαρί είχε «γεμίσει» το Ρέθυμνο. «Τότε βοηθοί της λύρας (όργανα συνοδείας) ήταν κυρίως το μπουλγαρί και το μαντολίνο. Το λαούτο, ο Φουσταλιέρης το θυμάται στο Ρέθυμνο μετά το 1930.
Να τι λέει ο ίδιος: «Όσο μεγάλωνα, τόσο έμπαινα στον νταλγκά του οργάνου!» Έχοντας μάθει αρκετά κοντά στο θείο του, τον Καρεκλά για το μπουλγαρί, άρχισε να πηγαίνει μαζί του σε γάμους και άλλα γλέντια και να τον συνοδεύει σαν «πασαδόρος». «Στα χωριά ζητούσαν τότε χωραΐτικα όργανα από το Ρέθυμνο δηλαδή. Όμως οι γάμοι ήτανε σκληροί, ζόρικοι. Με τα δάχτυλα μετρούσα το πότε είχα κοιμηθεί στο σπίτι μου. Το γαμήλιο γλέντι κρατούσε 5-6 νύχτες. Στα Σφακιά έφτανε και τις 15! Έπαιζα και μ’ έπαιρνε ο ύπνος επάνω στο όργανο.»
Έτσι, με τα πρώτα ακούσματα από τις ταβέρνες του Ρεθύμνου και τη συνεργασία του με τον Καρεκλά, ο Φουσταλιέρης αρχίζει να παίζει απ’ όλους τους κρητικούς ρυθμούς, ακόμα και ρεμπέτικα! Παρόλο που ο Φουσταλιέρης δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός (και κρατούσε την τέχνη του ρολογά) ήταν δεξιοτέχνης και δεν άργησε να δημιουργήσει τη δική του σχολή. Ταυτόχρονα, ανέδειξε το μπουλγαρί, από συνοδευτικό όργανο της λύρας και σε σολιστικό, πετυχαίνοντας την καθιέρωσή του στο χώρο της δισκογραφίας των 78 στροφών.
Συνεργάστηκε δισκογραφικά με πολλούς μεγάλους μουσικούς της εποχής. Παράλληλα, στις Ρεθυμνιώτικες συντροφιές έπαιζε συχνά με μικρασιάτες μουσικούς, οι οποίοι είχαν βρεθεί στην Κρήτη μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Φουσταλιέρη έπαιξε η παραμονή του στον Πειραιά (1933-1937).
Στον Πειραιά, η κρητική παραδοσιακή μουσική, συναντά το ρεύμα του Παγιουμτζή, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα κι άλλους. Με τον Μπάτη μάλιστα, ήταν και παλιοί γνώριμοι και σύχναζε και στην παράγκα του (χοροδιδακαλείον), στου Καραϊσκάκη. Εκεί, ήταν κρεμασμένα στη σειρά τα μπουζούκια, έχοντας το καθένα το όνομά του! Η «Μαριγούλα», η «Κούλα», ο «γέρο-Μάγκας» κτλ! Ανάμεσα σ’ αυτά και το μπουλγαρί που παίζει το «Στελάκι» από την Κρήτη και ενθουσιάζει τους ρεμπέτες με τη «διπλοπενιά» και την «τριπλοπενιά» του.
Από το 1937 έως και το 1922 που πέθανε, ο Στέλιος Φουσταλιεράκης – Φουσταλιέρης ζούσε στο Ρέθυμνο, ασχολούμενος με τις δύο μεγάλες αγάπες του. Την τέχνη του ρολογά και το μπουλγαρί! «Γιατί και οι δυο αυτές τέχνες έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους, είναι λεπτή δουλειά, όπως παλιά κάναμε τα εξαρτήματα των ρολογιών στο χέρι και τα δουλεύαμε με το φακό, έτσι και στη μουσική χρειάζεται σημασία στη λεπτομέρεια, στην πενιά. Χρειάζεται αξιοπρέπεια τόσο πίσω από τον πάγκο, όσο και όταν παίζω το όργανο.»Ο Φοιυσταλιέρης με την ίδια αξιοπρέπεια και το ίδιο αμείωτο μεράκι παρέμεινε ως το θάνατό του, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της παράδοσης του ελληνικού ταμπουρά. Γιατί δυστυχώς, στις μέρες μας, η μακραίωνη αυτή παράδοση κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Το λαγούτο και το μπουζούκι, εκτόπισαν του μπουλγαρί…
Η μουσική του Φουσταλιέρη αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της κρητικής μουσικής.[Λάμπρος Λιάβας, ΕθνομουσικολόγοςΕπίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών]

«Σαν είχες άλλο στην καρδιά τι μ’ ήθελες εμένα

να με πληγώνεις να πονώ, ώσπου να ζω για σένα.»


Στέλιος Φουσταλιέρης

ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΑΓΟΥΔΑΚΗΣ (ΛΑΓΟΣ)

Γεννήθηκε το 1910 στα Περβόλια ένα πανέμορφο προάστιο του Ρεθύμνου.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΑΓΟΥΔΑΚΗΣ (Λαγός). Ο Μανόλης Λαγουδακης που ήταν το τρίτο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας πρωτόπιασε λύρα στα χέρια του μόλις τελείωσε το Δημοτικό. «Ο Μανόλης, μαθητής ακόμα του Δημοτικού [κατά μαρτυρία της αδελφής του], έψαχνε συνέχεια και έβρισκε σανίδια (τάβλια), τα έκοβε και τα έφτιαχνε στο σχήμα της λύρας. Για χορδές τοποθετούσε ίνες από Αθανάτους και μετά άρχιζε και τις τριγουνιζε σαν τον καλό λυράρη».Σε ηλικία 15 ετών, ο Μανόλης Λαγός, ήταν ένας αξιόλογος λυράρης. Στη συνέχεια μαζί με τον συγγενή του Μανόλη Σταγακη, κατασκευαστή μουσικών οργάνων και κυρίως ΛΥΡΑΣ, βελτίωσαν και τον ήχο και το σχήμα αυτού του παραδοσιακού Κρητικού οργάνου. Ήταν αυτοδίδακτος και έπαιζε μόνο από αγάπη και μεράκι για την λύρα και την Κρητική μουσική. Ποτέ δεν είδε την λύρα σαν επάγγελμα. Ήταν ερασιτέχνης παρόλο που και τότε τον θεωρούσαν ως έναν από τους μεγαλύτερους λυράρη δες και λαϊκούς στιχουργούς εκείνης της εποχής. Έπαιζε λύρα πάντα σε οικογενειακό περιβάλλον και σε φιλικά γλέντια και το όνομα του ήταν ξακουστό και πέρα από τα στενά όρια της Κρήτης.Η «ερασιτεχνική» ενασχόληση του με την λύρα τον οδήγησε να κάνει κατά καιρούς διάφορα αλλά επαγγέλματα. Έτσι βρίσκουμε τον Μανόλη Λαγό μετά την κατοχή και μέχρι το 1954 να ασχολείται με την αλιεία, διατηρώντας ένα μικρό στόλο από καΐκια και τράτες. Το 1955, ύστερα από επίμονη των φίλων του, πείθεται και ανοίγει στα Περβόλια μια οικογενειακή ταβέρνα που στην δεκαετία 1954-1964 άφησε εποχή. Εκεί μαζευόταν οι φίλοι του, από κάθε μεριά της Κρήτης που για χάρη τους έπαιζε τη λύρα του, σε ολονύκτια γλέντια που πολλές φορές κρατούσαν δυο και τρεις μέρες χωρίς διακοπή.Στη δισκογραφία ο Μανόλης Λαγός εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1938 με τελευταία ηχογράφηση του γύρω στα 1955.Το δισκογραφημενο του έργο, δεν είναι μεγάλο σε μέγεθος, αλλά είναι τεράστιο σε ποιότητα και λάμψη. Στα χρόνια ανάμεσα στο 1938 και το 1955 ηχογράφησε συνολικά γύρω στα 20 τραγούδια. Σε συνεργασία πάντα με το λαούτο και την ρωμαλέα φωνή του Γιάννη Μπερνιδακη (Μπαξεβάνη) με τον οποίο-όπως διηγούνται οι φίλοι του -τον συνέδεε μια βαθιά φιλία αλλά ταυτόχρονα ταίριαζαν και σαν χαρακτήρες και σαν παίξιμο. Λένε ότι ερχόταν στιγμές που καθόταν οι δυο τους και έπαιζαν μόνοι τους ώρες ολόκληρες. Έτσι από κέφι και μεράκι! Ίσως αυτό το πάντρεμα είναι ο κυριότερος λόγος που τα τραγούδια του Μανόλη Λαγουδακη που γράφτηκαν με την συνεργασία του Μπαξεβάνη έμειναν ανεπανάληπτα και κλασικά στην ιστορία της Κρητικής Μουσικής Παράδοσης και ξεχωρίζουν για την άψογη και μερακλίδικη εκτέλεση τους και την ομορφιά των στοίχων τους.Αξίζει να σημειωθεί η σπουδαία εκτέλεση του τραγουδιού «ΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ»από την εξαίρετη και ανεπανάληπτη φωνή της ΛΑΥΡΕΝΤΙΑΣ, που ήταν και η πρώτη Κρητικιά που τραγούδησε σε δίσκους. Μετά το 1964 ο Μανόλης Λαγουδακης εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθηνά κι άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Φάληρο. Ήταν παντρεμένος με την Άννα Σταγακη (την έκλεψε) που για χάρη της έγραψε (σε νεαρή ηλικία) το περίφημο τραγούδι «Τη μανά μου την αγαπώ γιατί πονει για μένα, Μα όχι αγάπη μου γλυκιά ως αγαπώ εσένα». Με την Αννα Σταγακη ο Μανόλης Λαγός απέκτησε τέσσερις κόρες. Η μια από τις κόρες του, είπε στον Στέλιο Αερακη για τον πατέρα της. «Ο πατέρας μου ήταν πάνω απ' όλα άνθρωπος αξιοπρεπής, αισθηματίας και άρχοντας. Τον λατρεύαμε όλες μας. Ήταν τόσο καλός πατέρας και οικογενειάρχης, που αναρωτιόμαστε πολλές φορές αν υπήρχε δεύτερος. Όμως πιο πολύ από μας αγαπούσε με πάθος τη λύρα του... Σ' αυτήν αφιέρωνε κάθε ελεύθερο χρόνο του. Μαζί της ήταν κυριολεκτικά ευτυχισμένος, χωρίς όμως να παραμελεί εμάς, την οικογένεια του. Ο θάνατος του μας συγκλόνισε. Τη μητέρα μου την σύντριψε κυριολεκτικά. Να σκεφτείτε ότι μόλις ένα μήνα από το φευγιό του, δεν άντεξε και πέθανε και αυτή».
Ο Μανόλης Λαγουδακης (που όλοι τον γνώρισαν τον έλεγαν Λαγό) πέθανε το Σεπτέμβρη του 1981, στην Αθήνα.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΣΠΑΡΑΚΗΣ (ΣΤΡΑΒΟΣ)

Ο Μανόλης Πασπαράκης γεννήθηκε στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου το 1911.Το παρατσούκλι «Στραβός» του έμεινε από τα παιδικά του χρόνια όταν τον χτύπησε η οστρακιά αφήνοντας τον για πάντα τυφλό. Έπιασε λύρα για πρώτη φορά στη ζωή του σε ηλικία δέκα ετών, όταν του πήρε μια Δώρο ο πατέρας του, προκειμένου να περνάει ευχάριστα τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς του. Σε μικρό χρονικό διάστημα ο μικρός Μανόλης έμαθε να παίζει τους πρώτους σκοπούς με την βοήθεια του συγχωριανού του και μεγάλου λυράρη Αντώνη Σκουλά η Καραμουζαντώνη.Το μεγάλο του πάθος, ο καημός, το μεράκι και η αγάπη του για την μουσική και την λύρα, τον έκαναν να ξεχωρίσει γρήγορα και να γίνει ένας σπουδαίος λυράρης. Τα στοιχεία εκείνα του απλού και ρυθμικού τρόπου παιξίματος, μαζί με την πρωτόγνωρη, ιδιότυπη και παθιασμένη χροιά του ήχου της λύρας του, έχουν μείνει έντονα στην μνήμη και στην συνείδηση των ανθρώπων εκείνων που τον έζησαν και τον άκουσαν από κοντά.Η πιο λαμπρή περίοδος της καριέρας του είναι από το 1935 έως το 1960. Η περίοδος αυτή (που είναι σταθμός στην ιστορία της κρητικής μουσικής), είναι εκείνη μετά αυθεντικά γλέντια, με τις ολονύχτιες καντάδες, τις ατέλειωτες παρέες στα καφενεία και τα γλεντοξημερωματα του γάμου, που πολλές φορές κρατούσαν και δυο ολόκληρες εβδομάδες.
Με την ατμόσφαιρα και τα βιώματα της περιόδου αυτής, ανατράφηκε και μεγάλωσε και η μετέπειτα γενιά των Ανωγειανών Καλλιτεχνών, που στην πορεία ξεχώρισαν και μεγαλούργησαν στο χώρο της Κρητικής Μουσικής και όχι μόνο. Η δισκογραφία του Μανόλη Πασπαράκη, δυστυχώς είναι πολύ μικρή, για πολλούς και διάφορους λόγους Ο βασικότερος όμως ήταν η δύσκολη μετακίνηση προς την Αθηνά για ηχογράφηση λόγω της αναπηρίας του.Στο τέλος της δεκαετίας του 60, έγινε μια προσπάθεια για την ηχογράφηση ενός δίσκου 45 στροφών χωρίς όμως επιτυχία. Χάρη όμως στην μέριμνα του Γιώργη Σμπώκου, διασώθηκαν κάποιες ζωντανές ηχογραφήσεις. Ο Μανόλης Πασπαράκης, παρά την μεγάλη ηλικία του συνέχισε να παίζει σε παρέες και γάμους του χωριού του, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 70. Πρέπει να σημειώσουμε τις μοναδικές και αθάνατες σειρές «κοντυλιές του Στραβού» που έχουν μείνει κλασσικές στην ιστορία της Κρητικής μουσικής, καθώς επίσης και την χαρακτηριστική αγαπημένη του μαντινάδα, εμπνευσμένη από τα παιδικά του χρόνια:
«Κόσμο γροικώ, κόσμο πατώ και κόσμο δε γνωρίζω.

Ω! την παντέρμη τη ζωή και πως την νταγιαντίζω.»
Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε και τους μεγάλους μουσικούς που συνόδευαν τον Στραβό, τους μαντολίναρηδες Μανόλη Αεράκη η Μυρομανόλη, κατά την περίοδο 1935-1955 και το Νεοκλή Σαλούστρο την περίοδο 1955-1980. Ο μεγάλος λυράρης, ο ΣΤΡΑΒΟΣ, έφυγε από την ζωή το 1987 σε ηλικία 76 χρόνων.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ (ΝΑΥΤΗΣ)

Ο Κώστας Παπαδάκης - το ψευδώνυμο Ναύτης του έμεινε από τα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας, που την υπηρέτησε στο ναυτικό- γεννήθηκε το 1920 στο Καστελλι Κισσαμου του νομού Χανίων και είναι το τέταρτο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας! Σε ηλικία πέντε χρονών πήγε στα Χανιά και στα επτά χρόνια του, πρωτόπιασε βιολί στα χέρια του! Ήταν ένα «Γκουρνεριους» του 1710 που είχε έρθει από την Ιταλία και το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα! Πρώτος δάσκαλος του στο βιολί ήταν ο πατέρας του Βασίλης Παπαδακης η Κοπανιδης, που στην εποχή του υπήρξε ένας πολύ μεγάλος σολίστας του βιολιού. Η πρώτη του δημόσια εμφάνιση ήταν σε ηλικία δέκα χρόνων σε γάμο στο χωριό Λάκκους Χανίων! Μετά την απελευθέρωση, η φήμη του Ναύτη είχε ξεπεράσει τα στενά όρια του Νομού Χανίων και ήταν γνωστός σε ολόκληρη την Κρήτη. Εμφανιζόταν παντού, σε γάμους, βαφτίσεις, πανηγύρια και κάθε είδους κοινωνικές εκδηλώσεις της Μεγαλονήσου. Από το 1959, μέχρι το 1976 έζησε στην Αμερική και το 1981 έμεινε στην Αυστραλία για πέντε χρόνια! Έκανε πολλές καλλιτεχνικές εμφανίσεις σε διάφορες χώρες του κόσμου προσκεκλημένος από τους Κρητες της διασποράς. Κατά την πολύχρονη θητεία του στην Κρητική μουσική συνεργάστηκε με αρκετούς και αξιόλογους καλλιτέχνες, κυρίως όμως με λαουτιέρηδες όπως τον ΓΙΩΡΓΟ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ, τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΑΛΑΝΗ, τον ΠΕΤΡΟ ΚΑΣΤΑΝΗ, τον ΠΕΤΡΟ ΚΑΡΜΠΑΔΑΚΗ και άλλους. Ο Ναύτης στην δισκογραφία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1938 και μετά τον πόλεμο 1950-1954 και στη συνέχεια πραγματοποίησε ηχογραφήσεις στην Αμερική!Στην πορεία της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας, ο Ναύτης συμμετέχει σε αρκετές ηχογραφήσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, με εκτελέσεις και συνθέσεις δικές του, σε δίσκους 78, 45 και 33 στροφών. Επίσης έχει εκδώσει βιβλίο το 1989 με τίτλο «Κρητική λύρα ένας μύθος»! Η μουσική προσφορά του Ναύτη στην Κρητική μουσική παράδοση και ιδιαίτερα για τη διάσωση και διάδοση των μοτίβων της Δυτικής Κρήτης, είναι μεγάλη. Αξίζει να σημειώσουμε τη συνάντηση του με τον Στρατή Καλογεριδη το 1933 στο Ηράκλειο Κρήτης, παίρνοντας πολύτιμες συμβουλές και μαθήματα βιολιού από τον μεγάλο δάσκαλο της Κρητικής μουσικής. «Παλιές πληγές μου άνοιξες με το βιολί σου ναύτη
γι αυτό απόψε θα τα πιω και θα τα κάνω στάχτη.

Παίξε γλυκά τραγούδησε και πνίξε με στο πάθος

Κι άνοιξε κι άλλες πληγές, μες της καρδιάς το βάθος»!

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Κώστας Σκαφίδας


Ο Κώστας Σκαφίδας γεννήθηκε στα Μάρμαρα της Φθιώτιδας, και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Την καριέρα του την ξεκίνησε από την «ΤΡΙΑΝΑ» του Χειλά, μαγαζί από το οποίο πέρασαν όλοι οι μεγάλοι του Ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά αργότερα μεταπήδησε στο Δημοτικό Τραγούδι, το οποίο άνθιζε εκείνη την εποχή.
Την πρώτη του εμφάνιση την έκανε στον «ΕΛΑΤΟ», μετά την κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου 45 στροφών, ο οποίος είχε το επιτραπέζιο τραγούδι «Σιγά Λιάκο μ’ μη βιάζεσαι κάτσε να πάμε αντάμα», το οποίο τον έκανε γνωστό στο Πανελλήνιο.
Από τότε βρέθηκε στην κορυφή, πρώτο όνομα στα σχήματα των μεγαλύτερων κέντρων.
Απ’ όπου πέρασε ο Κώστας Σκαφίδας, χάλασε κόσμο, όπως και στο δικό του μαγαζί (αργότερα), το οποίο βρισκόταν στον Σταθμό Λαρίσης, στην οδό Αγίου Παύλου.
Να επισημάνουμε ότι από τότε που έκλεισε το μαγαζί του Σκαφίδα στο σταθμό Λαρίσης, χάλασε και η πιάτσα, και έχασε την αίγλη της η περιοχή των «Δημοτικών» μαγαζιών.
Από το μαγαζί στον σταθμό Λαρίσης, από τον «ΣΚΑΦΙΔΑ», πέρασαν μουσικοί, τραγουδιστές, ηθοποιοί, εφοπλιστές, βουλευτές, υπουργοί, μετανάστες, και κάθε λογής φιλόμουσοι.
Μόνιμος θαμώνας, αλλά και λάτρης του Σκαφίδα ήταν και ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης. Ο Κώστας Σκαφίδας δεν ξεχώριζε μόνο για το ότι είχε πάντα το εκλεκτότερο μουσικό και τραγουδιστικό επιτελείο.
Μόνιμοι συνεργάτες του ήταν οι Γιώργος Κόρος, Κώστας Σούκας, Βαγγέλης Κοκκώνης, Βάσω Χατζή, Άννα Τσαχάλου, Μάκης Μπέκος, και άλλοι.
Ο Κώστας Σκαφίδας, εκτός από τα «ανατολίτικα», και τα παραδοσιακά Δημοτικά τραγούδια, έχει ένα μεγάλο ρεπερτόριο που λίγοι το κατέχουν. Πρόκειται για το ρεπερτόριο της «σχολής» των Σκληρού, Ανδριανού, Γούβα, αλλά και άλλων μεγάλων του Δημοτικού τραγουδιού, ρεπερτόριο που τραγουδιέται στα χωριά της Αττικής, στη Σαλαμίνα, την Εύβοια, και σε άλλες περιοχές.
Πρόκειται για εκατοντάδες τραγούδια λαϊκά, συρτά, νησιώτικα, που δεν τα τραγουδούν πολλοί, και μάλιστα σωστά όπως ο Σκαφίδας.

Μάκης Χριστοδουλόπουλος


Ένας από τους σημαντικούς μουσικούς, και ερμηνευτές του Δημοτικού μας τραγουδιού, είναι και ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος.
Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Σώστης, κοντά στην Αμαλιάδα από φτωχή τσιγγάνικη οικογένεια.
Το πρώτο επάγγελμα που έκανε σε ηλικία 8 χρόνων, ήταν να πλέκει καλάθια, τα οποία πουλούσε στα διάφορα «εμποροζωοπανηγύρια».
Η τσιγγάνικη καταγωγή του θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και η αιτία που από μικρός είχε κλίση στα όργανα.Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος παίζει ΟΛΑ τα όργανα, αλλά το βασικό του είναι το κλαρίνο.
Το κλαρίνο το ξεκίνησε σε ηλικία 13 ετών, και το εγκατέλειψε στα τριάντα του, που καθιερώθηκε σαν τραγουδιστής. Ο άνθρωπος που τον έπεισε να γίνει τραγουδιστής ήταν ο Βασίλης Σαλέας, ο οποίος πίστευε πολύ στο ταλέντο και στη φωνή του Μάκη.
Ο Μάκης όμως μέχρι τότε ήταν καθιερωμένος κλαρινίστας, και όπως ήταν φυσικό είχε κάποιους δισταγμούς στο να αφήσει το όργανο και να ασχοληθεί μόνο με το τραγούδι. Τελικά πήρε την απόφαση να τραγουδήσει.
Έκανε μερικά μικρά δισκάκια, δυστυχώς όμως δεν ακούστηκε ιδιαίτερα, γιατί εκείνη την εποχή την εποχή μεσουρανούσαν οι Σκαφίδας, Κωνσταντίνου, Κάβουρας, Σοφία Κολλητήρη, ο Καρναβάς, ο Κιτσάκης, με λίγα λόγια, τα «μεγαθήρια» της εποχής, και δεν ήταν εύκολο να φανεί ένας νέος τραγουδιστής, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν και «ψημένος» στο Δημοτικό Τραγούδι.
Το πρώτο του τραγούδι ήταν ένα τσάμικο, το «Μη μαρτυράς το γείτονα».
Το πέρασμα του χρόνου λειτούργησε υπέρ του Μάκη Χριστοδουλόπουλου, με αποτέλεσμα κάθε μέρα να κερδίζει έδαφος.
Το 1976 το καλοκαίρι συγκλονίζει το χώρο με έναν μεγάλο δίσκο, ο οποίος κυριολεκτικά «σάρωσε». Σε λίγες μόνο εβδομάδες το όνομα του ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα, και οι δίσκοι του έγιναν ανάρπαστοι
.Το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς που άνοιξαν τα κλαρίνα, βρίσκουμε τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο ΠΡΩΤΟ ΟΝΟΜΑ στην «ΛΑΦΙΝΑ», ένα μαγαζί που το είχαν ο Κώστας Γιακές, και ο Τάσος Κωστόπουλος.
Το μαγαζί ήταν κάθε μέρα ασφυκτικά γεμάτο, ενώ το όνομα του Μάκη απασχολούσε πλέον και όλα τα μεγάλα μαγαζιά.
Το 1978 δυο επιχειρηματίες έφτιαξαν στο Γαλάτσι ένα καινούργιο μαγαζί, μοναδικό για εκείνα τα χρόνια.
Τις «ΕΣΠΕΡΙΔΕΣ», και όπως ήταν φυσικό, πρώτο όνομα είναι ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος.Μαζί του, η Βάσω Χατζή, η Άννα Τσαχάλου, ο Γιώργος Κόρος, ο Βασίλης Σαλέας, ο Κώστας Σούκας, και ο Φώτης Τσιλιπάνος.
Με λίγα λόγια οι «ΕΣΠΕΡΙΔΕΣ» είχαν όλη την αφρόκρεμα των ανερχόμενων καλλιτεχνών του Δημοτικού τραγουδιού, οι οποίοι είχαν κάνει στροφή στο «τσιφτετέλι», και είχαν αποκτήσει πολλούς οπαδούς.
Τα τραγούδια που έγιναν τότε σουξέ, ήταν «Η τσιγγάνα», και το «Γύρνα κοντά μου», τα οποία ήταν τσιφτετέλια. Στο δίσκο όμως υπάρχουν και δυο «καμπίσια» τα οποία ίσως και να είναι από τις ωραιότερες εκτελέσεις δημοτικών τραγουδιών από τον Μάκη.
Είναι τα τραγούδια «Μια ματζουράνα σήμερα», και το «Αρρώστησα μωρέ παιδιά».
Και με τα δυο αυτά τραγούδια, ο Χριστοδουλόπουλος καθηλώνει ακόμα και κάποιον που δεν ακούει δημοτικά.
Με το δίσκο αυτό ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος πείθει και ενισχύει τόσο τους οπαδούς του δημοτικού τραγουδιού, όσο και του τσιφτετελιού. Στον δίσκο αυτό κλαρίνο παίζει ο Μάκης Βασιλειάδης, βιολί ο Γιώργος Κόρος, κιθάρα ο Κώστας Γιακές, λαγούτο ο Κώστας Πίτσος, και κρουστά ο Ματθαίος Μπαλαμπάνης.
Επίσης, μια φανταστική ερμηνεία, και ταυτόχρονα ένα «δείγμα» των φωνητικών δυνατοτήτων του Μάκη Χριστοδουλόπουλου είναι και το τσάμικο «Γύρνα απ’ τα ξένα αδελφέ».
Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, κάποια στιγμή έκανε στροφή προς το λαϊκό τραγούδι, όπου και μέχρι σήμερα γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Πάντα όμως συναναστρέφεται με τους μουσικούς και τους τραγουδιστές του Δημοτικού Τραγουδιού, και μάλιστα μαζί τους συμμετέχει σε πανηγύρια.

Ελένη Λαβίδα - Βιτάλη


Μια ακόμα μεγάλη τραγουδίστρια, έχει σειρά σ’ αυτό το αφιέρωμα.
Δεν είναι από τις «παλιές».
Το ξεκίνημα της όμως, το έκανε μέσα από το Δημοτικό τραγούδι! Έχει αγαπηθεί από μικρούς και μεγάλους, και έχει ερμηνεύσει ΟΤΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ υπάρχει στο πεντάγραμμο!
Με την παρουσίαση αυτή, θα βάλουμε και κάποια πράγματα στην θέση τους, και συγκεκριμένα όσους ισχυριζόταν ότι η τραγουδίστρια αυτή, ξεκίνησε δίπλα στον ΑΡΓΥΡΗ ΚΟΥΝΑΔΗ. Αυτό δεν είναι αλήθεια.
Σας παρουσιάζουμε την ΕΛΕΝΗ ΛΑΒΙΔΑ, ποιο γνωστή σαν ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ!
Θα μπορούσαμε να πούμε ανεπιφύλακτα, ότι πρόκειται για μια από τις Κορυφαίες φυσιογνωμίες της Ελληνικής μουσικής!
Γεννήθηκε στην Αθήνα, και προέρχεται από μια απ' τις παλαιότερες οικογένειες Λαϊκών Μουσικών στη χώρα μας.
Πατέρας της ήταν ο ΤΑΚΗΣ ΛΑΒΙΔΑΣ, γνωστός μουσικοσυνθέτης, που έπαιζε σαντούρι. Από πολύ μικρή ηλικία, είχε σαν άκουσμα εκτός από τα δημοτικά τραγούδια, τραγούδια Αραβικά, Ρουμάνικα, Ουγγαρέζικα, Ρώσικα, Τσιγγάνικα, Τούρκικα, και γενικότερα τραγούδια απ' όλο τον κόσμο!
Αυτά τα τραγούδια, και τις μουσικές (χόρες, μαζούρκες, συρτά, τσιφτετέλια, δημοτικά, ζειμπέκικα), τα έπαιζε ο πατέρας της μαζί με τους θειους της στα διάφορα γλέντια, αλλά και στις πρόβες όπου έπαιζε ντέφι η ίδια, και τραγουδούσε.
Σε ηλικία δεκατριών χρόνων, πρωτοεμφανίστηκε επαγγελματικά με δημοτικό συγκρότημα, και για επτά χρόνια, δούλεψε κυρίως με δημοτικά συγκροτήματα, και με σπουδαίους μουσικούς και τραγουδιστές, όπως οι :ΤΑΣΟΣ ΧΑΛΚΙΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΟΥΚΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΓΟΥΔΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΑΛΕΑΣ (θειος του σημερινού σολίστα), ΦΩΤΗΣ ΧΑΛΚΙΑΣ, ΑΛΕΚΟΣ ΚΙΤΣΑΚΗΣ, ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΛΗΤΗΡΗ, και άλλοι.
Το 1973, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην δισκογραφία, τραγουδώντας έναν δίσκο με δημοτικά τραγούδια, στον οποίο μάλιστα συμμετέχει ο ΜΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ενώ κλαρίνο παίζει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΟΥΚΑΣ!
Την ίδια χρονιά, ερμηνεύει τρεις μπαλάντες των Αργύρη Κουνάδη και Βαγγέλη Γκούφα, στο δίσκο "Δεν περισσεύει υπομονή", με την αξέχαστη ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ, και τον Σταύρο Πασπαράκη.
Μ' αυτές τις μπαλάντες, κάνει το "πέρασμα" σε έναν άλλον χώρο του τραγουδιού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι "αποκόπηκε" από το δημοτικό τραγούδι, και τους ανθρώπους του!
Εκτός από μεγάλη καλλιτέχνιδα, η ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ είναι μια προσωπικότητα που έχει άποψη για όλα τα πράγματα, τα οποία αντιμετωπίζει με εντελώς "πρωτόγνωρο" τρόπο για καλλιτέχνη!
Η ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ, σε εποχές που τα "σουξέ" της ακουγόταν παντού, και απ' όλους, έκανε μόνο λίγες και επιλεγμένες εμφανίσεις, και κράτησε το ύφος και το επίπεδο της ψηλά! Αυτή είναι η ΕΛΕΝΗ ΛΑΒΙΔΑ, η ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ!

Τάσος Χαλκιάς


Παιδί της ξακουστής ηπειρώτικης μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων (γεννήθηκε το 1914 στη Γρανιτσοπούλα της Ηπείρου), από πολύ νωρίς έδεσε τη ζωή του με το κλαρίνο. Έχοντας χάσει πολύ μικρός την αδελφή και τον πατέρα του, έμαθε τα ηπειρώτικα μοιρολόγια από τη μητέρα του. «Ότι κι αν γίνει στην Ήπειρο το μοιρολόι ταιριάζει», έλεγε χρόνια αργότερα ο μπάρμπα - Τάσος και εξηγούσε: «...Ταξίδευε τότε ο κόσμος, χανότανε για πολλά χρόνια κι είναι ο σπουδαιότερος λόγος που να μην μπορεί κανείς να ξεχάσει τις γυναίκες που περίμεναν και το 'ριχναν στο μοιρολόι. Έχω μέσα μου κρατήσει πολύ δυνατά αυτή την εικόνα. Με πηγαίνει στον τόπο μου, θυμάμαι, όλα είναι επάνω μου εκείνη τη στιγμή, όποτε τ' ακούσω να το λένε καλά ή όποτε το παίζω κλαίγοντας από χαρά. Εκείνη τη στιγμή όλη η Ήπειρος είναι πάνω μου: η μάνα μου, τ' αδέλφια μου, φίλοι και άλλοι πολλοί γιατί απ' όλα έχω περάσει!...».Έφηβος ακόμη παίζει σε πανηγύρια, ενώ το 1930 δημιουργεί με τα αδέλφια του το συγκρότημα «Τα μαύρα πουλιά». Το 1941 βομβαρδίζεται το χωριό του, σκοτώνονται η γυναίκα και τα δυο παιδιά τους και ο ίδιος τραυματισμένος νοσηλεύεται στην Αθήνα. Το '42 επιστρέφει στα Γιάννενα, κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ και τοποθετείται στον εφεδρικό. Το '43 ξαναπαντρεύεται και γίνεται και πάλι πατέρας. Το 1951 αρχίζει τις ηχογραφήσεις στην «Κολούμπια». Ακολουθούν η ηχογράφηση 80 τραγουδιών για το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών και ταξίδια του σε Αίγυπτο και Αμερική, όπου παραμένει για μεγάλα διαστήματα. Το κλαρίνο του συγκλονίζει ακόμη και τον μεγάλο τζαζίστα Μπένι Γκούντμαν, που δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο Τ. Χαλκιάς δεν ξέρει να διαβάζει νότες. Εκεί ηχογραφεί 100 περίπου τραγούδια, ενώ ένα μοιρολόι του χρησιμοποιείται στην ταινία «Αντι» του Σεραφιάν. Στην Ελλάδα επιστρέφει μόνιμα το 1966.Ο Τάσος Χαλκιάς υπήρξε όχι μόνον κορυφαίος οργανοπαίχτης, αλλά και συνθέτης. Μεταξύ άλλων, έγραψε εξαίρετη μουσική για την παράσταση του «Αίαντα» του (1972). Εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Α` Διεθνές Φεστιβάλ Τεχνών στη Γαλλία (1972), ενώ το 1979 συμμετείχε στο διεθνές συνέδριο του Ζάγκρεμπ. Μετέφερε τη μαγεία της τέχνης του σε διάφορα φεστιβάλ, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Για την προσφορά του τον τίμησαν δεκάδες σύλλογοι - ανάμεσά τους η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία. Κορυφαία στιγμή η συναυλία - γιορτή για τα 125 χρόνια της μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων, το 1982, στο Λυκαβηττό.«Στο κλαρίνο του Χαλκιά βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει, χορεύει η Ελλάδα», είχε πει ο Γιάννης Ρίτσος. «Όλη η ψυχή της πολυβασανισμένης Ρωμιοσύνης βρίσκεται στο κλαρίνο του», ανέφερε ο Μίκης Θεοδωράκης. Σημειώνοντας πως είναι «από εκείνους που μια πραγματικά λαοπρόβλητη πολιτεία θα έπρεπε να τους έχει στο Εθνικό Μουσείο των ζωντανών». Όμως παρ' όλη τη μεγάλη προσφορά του, ο Τάσος Χαλκιάς «έφυγε» με ένα μεγάλο παράπονο. Η σύνταξη που είχε ζητήσει από την πολιτεία δεν του δόθηκε ποτέ, καθώς οι αιτήσεις του γι' αυτήν απορρίφθηκαν, επειδή δε συγκέντρωνε τα τυπικά προσόντα (!).

Καριοφύλης Δοιτσίδης




Ένας δημιουργός-ερμηνευτής του δημοτικού μας τραγουδιού, και συγκεκριμένα του ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΟΥ, είναι ο ΚΑΡΙΟΦΥΛΗΣ ΔΟΙΤΣΙΔΗΣ.
Ο Καριοφύλης Δοιτσίδης, γεννήθηκε στην Καρωτή Διδυμοτείχου Έβρου, από αγρότες γονείς. Στα εφηβικά του χρόνια άρχισε να ασχολείται με τη μουσική.
Γύρω στα 1950, αποκτά το πρώτο του ούτι, και αφού με κάποιο τρόπο μαθαίνει να το κουρδίζει σωστά, "βυθίζεται" μόνος, αυτοδίδακτος, στην μελέτη της Παραδοσιακής μουσικής. Μαθαίνει εκατοντάδες τραγούδια από τους γέροντες της Θράκης, και περνά όσο ελεύθερο χρόνο έχει παίζοντας ούτι, αλλά και δημιουργώντας "μουσικές εισαγωγές και ταξίμια"!
Οι πρώτες του εμφανίσεις, έγιναν σε καφενεία του χωριού του, όπου διασκέδαζε τους συγχωριανούς του κατά την διάρκεια των μεγάλων χειμωνιάτικων νυχτών! Λίγο αργότερα, άρχισε να παίζει και να τραγουδά σε γάμους, αρραβώνες, και πανηγύρια.
Το 1960, δημιουργεί ένα μουσικοχορευτικό συγκρότημα, και αρχίζει να ηχογραφεί εκπομπές στο ραδιοφωνικό σταθμό της Κομοτηνής, καθώς και να εμφανίζεται σε διάφορες Πολιτιστικές Εκδηλώσεις της Θράκης. Το 1961, μετά από πρόσκληση δισκογραφικής εταιρίας, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου ηχογραφεί σε 45 άρια δισκάκια Θρακιώτικα τραγούδια (Σ' αυτό τ' αλώνι το φαρδύ, Αλάργα ξεμνη το χορό και άλλα πολλά). Το 1965, πήρε μέρος σε ένα Φεστιβάλ Φολκλορικής Μουσικής στη Σόφια, απ' όπου και απέσπασε το Πρώτο βραβείο. Το 1968, τον προσκάλεσε η ΔΩΡΑ ΣΤΡΑΤΟΥ στο Θέατρο Φιλοπάππου, και από εκεί ξεκίνησε μια συνεργασία η οποία κράτησε μέχρι το 1973. Έχουν ήδη ανοίξει οι "μεγάλες πόρτες" για την καλλιτεχνική του πορεία, κάνει ταξίδια σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, στην Ασία, στην Αμερική, στη Ρωσία (όπου για ένα μήνα συνεργάστηκε με την Μαρίζα Κωχ στην τελευταία)! Μετά από αρκετό καιρό, τον βρίσκουμε έχοντας επιστρέψει απ' τα ταξίδια του, να συνεργάζεται με τον συνθέτη ΧΡΗΣΤΟ ΛΕΟΝΤΗ σε μπουάτ στην Πλάκα, και σε διάφορα θεατρικά έργα παίζοντας ούτι. Ο Καριοφύλης Δοιτσίδης, έχει στο ρεπερτόριο του γύρω στα 3500 τραγούδια της Θράκης, πολλά από τα οποία έχει ηχογραφήσει σε πολλούς μικρούς αλλά και σε 15 μεγάλους δίσκους! Το 1985, η Γαλλική Ακαδημία, βραβεύει το νούμερο 11" δίσκο του, με το πρώτο βραβείο καλύτερης Φολκλορικής μουσικής. Ο Καρυοφίλης Δοιτσίδης, έχει στην προσπάθεια του για την διάσωση, και διάδοση των τραγουδιών της Θράκης, πολύτιμα στηρίγματα, τις δυο του κόρες Θεοπούλα, και Λαμπριάννα, οι οποίες τον ακολούθησαν σ' αυτόν τον δύσκολο αγώνα! Για δεκαπέντε χρόνια, είχε ένα Θρακιώτικο στέκι παραδοσιακής μουσικής, και μέχρι και τελευταία, εμφανιζόταν σε διάφορα νυχτερινά κέντρα δημοτικής μουσικής, αλλά και σε πολιτιστικές εκδηλώσεις σε Ελλάδα, και Εξωτερικό!

Χρόνης Αηδονίδης


Ο πιο γνωστός σύγχρονος Θρακιώτης τραγουδιστής με πανελλήνια ακτινοβολία και απήχηση, γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1928 στην Καρωτή, ένα μικρό χωριό περιτριγυρισμένο από λόφους, στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας του Ερυθροπόταμου, 8-9 χιλιόμετρα από το Διδυμότειχο. Τουρκοκρατούμενη αυτή η περιοχή της Θράκης μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, περιλαμβάνει κυρίως πεδινά γεωργοκτηνοτροφικά χωριά.
Στην Καρωτή ήρθε να εγκατάσταθεί μόνιμα ο προπάππος του (από την πλευρά του πατέρα του) φεύγοντας από την Αδριανούπολη.
Ο πατέρας του Χρόνη, Xρήστος Αηδονίδης (1901-1991), το γένος Δοϊτσίδη, ήταν ένας από τους λίγους κατοίκους της περιοχής που έμαθε γράμματα σε κείνους τους δύσκολους χρόνους (άσκησε περιστασιακά και τα καθήκοντα του δασκάλου).
Έπίστρατος στη Μικρασιατική εκστρατεία, έταξε τον εαυτό του να υπηρετήσει τον Αϊ-Γιώργη άμα γλιτώσει απ' τον πόλεμο και επιστρέφοντας στο χωριό του σώος, χειροτονείται ίερεας.
Ο παπα-Χρήστος είναι αυτός που θα δώσει τα πρώτα μαθήματα ψαλτικής στον μικρό του γιό.
Ο Πολύχρόνης Αηδονίδης ανατράφηκε ακούγοντας τους παραδοσιακούς σκοπούς και τα τραγούδια που τραγουδούσε η μητέρα του, η παπαδιά.
Η κυρα-Χρυσάνθη (γ.1905) είναι από τα Βρυσικά, χωριό που το χωρίζει από την Καρωτή ο Ερυθροπόταμος. Καλλίφωνη, επηρεασμένη από την εκκλησιαστική μουσική (μιας κι έψελνε κιόλας) και τα αργά τραγούδια της Αν.Θράκης, σοβαρή, δραστήρια και καλλιεργημένη, ήταν πάντα καλοδεχούμενη στους χορούς που γίνονταν στο ύπαιθρο και περιζήτητη στους γάμους και τις γιορτές, γιατί τραγουδούσε καλά και ήξερε το τυπικό.
Αυτή άνοιγε συνήθως το γαμήλιο γλέντι με κάποιον αργό τραπεζικό σκοπό. Στους χορούς που τελούνταν στο χοροστάσι ή το μισοχώρι όπως ελεγαν την πλατεία του χωριού, πρωτοστατούσαν συνήθως τέσσερις γυναικείες φωνές χωρισμένες σε δυο ζευγάρια, το πρώτο κοντά στο κεφάλι του χορού και το δεύτερο στη μέση Τραγουδούσαν δυνατά και στην ψηλότερη περιοχή της φωνής τους για να ακούγονται και να κρατούν το χορό στο ρυθμό, δίνοντας έτσι έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στο τραγούδι.
Αυτό το άκουσμα ταίριαζε και με την γκάιντα ή το καβάλι (μακριά ξύλινη φλογέρα), όργανα που συνήθως συνόδευαν το γλέντι όταν άναβε για τα καλά.Έτσι ο μικρος Χρόνης, δευτερότoκoς γιος και αδυναμία της κυρα-Χρυσάνθης, διαμόρφωνε κοντά της με αβίαστο και σίγουρο τρόπο το μουσικό του αισθητήριο.
Στα χωράφια, που από μικρός συνόδευε τους γονείς του για να βοηθήσει στις αγροτικές δουλειές, άκουγε τους μερακλήδες να τραγουδούν και τύπωνε τα τραγούδια τους, χωρίς να του έχει περάσει από το νου οτι κάποια μέρα θα τα τραγουδούσε.
Επίσης, από μικρός πήγαινε στην εκκλησία και άρχισε δειλά-δειλά να ψέλνει κάποια εύκολα τροπάρια, γοητευμένος με κάθε τι που είχε σχέση με τη φωνή και τους "μαλακούς" ήχους. Τότε, όλα τα γλέντια στο χωριό τα στήριζε το τραγούδι με σκέτες φωνές και μερικές φορές με γκάιντα - σπάνια με καβάλι και λύρα.
Στις μεγάλες γιορτές έρχονταν λαλήματα, συνήθως ζουρνάδες με νταούλια ή κομπανίες με βιολιά και κλαρίνα, τα γκαρνέτα οπως τα έλεγαν. 'Όταν για πρώτη φορά είδε στο χωριό κομπανία (ένα ούτι μ' ενα βιολί), ο οκτάχρονος Χρόνης δεν πήγε σπίτι όλη την ημέρα. Καθισμένος έξω από το καφενείο, ένιωσε να τον συνεπαίρνει ο πρωτόγνωρος ήχος των "μαλακων" οργάνων με τους γλυκείς σκοπούς.
Είχαν λεπτό και μαλακό ήχο σε σχέση με τους τραχείς και χοντρόφωνους ζουρνάδες.
Του φαινόταν πως άκουγε θείκή μουσική. Όμως η μάνα του τον ήθελε να γίνει παπάς ή ψάλτης, όχι τραγουδιστής. '
Άλλωστε τότε ποιός το έβαζε στο νου του να γίνει τραγουδιστής;
Αυτά τα τραγούδια δεν τα λογάριαζαν, δεν τα εκτιμούσαν ως εκφράσεις μιας λαϊκής τέχνης με αξιώσεις αισθητικής απόλαυσης, τα βλέπαν μόνον από τη σκοπιά της κoινωνικής τους λειτουργίας και σαν τέτοια τα χαίρονταν.
Γι' αυτό, θα πει χαρακτηριστικα η κυρα-Χρυσάνθη, απηχώντας αντιλήψεις μιας άλλης επoχής: "Ποιός θα προκόψει μ' αυτά τα τραγούδια";
Τα δύσκολα -ιδιαίτερα στον Έβρο- χρόνια της Kατoχής και του 'Εμφύλιου βρίσκουν τον Χρόνη στο Διδυμότειχο, μαθητή στο τοπικό Γυμνάσιο. Εδώ παίρνει και τα πρώτα συστηματικά μαθήματα βυζαντινής μoυσικής από τον σπουδαίο ανατολικοθρακιώτη πρωτοψάλτη Μιχάλη Κεφαλοκόπτη, ενώ παράλληλα μαθαίνει θεωρητικά πλάι στον ψάλτη Μανάκα.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο το 1948, υπηρετεί για ενα χρόνο ως κοινοτικός δάσκαλος στα Πετρωτά, το τελευταίο χωριό προς Βορρά πριν τη βουλγαρική μεθόριο, ενώ το 1949 βρίσκεται στην "παιδούπολη" της Ρόδου, σε αναζήτηση επαγγελματικού προσανατολισμού και απόκατάστασης.
Στη συνέχεια κατάλήγει στην Αθήνα ψάχνοντας για δουλειά. Τον Μάρτιο του 1950 προσλαμβάνεται στο "Σισμανόγλειο" Νοσοκομείο και, αφού περάσει από διάφορες θέσεις και υπηρετήσει επί σειρα ετών στο λογιστήριο, συνταξιοδοτείται τον Απρίλιο του 1988.
Εδώ, στο Σισμανόγλειο, ήρθαν και τον βρηκαν, το καλοκαιρι του 1953, ο λογογράφος Π. Παπαχριστοδούλου μαζί με τον μουσικό Παντελή Καβακόπουλο, οι οποίοι αναζητούσαν έναν καλό θρακιώτη τραγουδιστή για την εκπομπή πού είχαν στο ραδιόφωνο με παραδοσιακά τραγούδια.
"Εγώ αυτά τα τραγούδια ντρέπομαι να τα πω", ήταν η πρώτη αντίδρασή του. "Που να ανοίξεις το στόμα σου να πεις τραγούδι, έξω από τη Θράκη", εξομολογείται ο ίδιος. Χρειάστηκε λοιπόν, αρκετή προσπάθεια και η επιστράτευση του κύρους του γυμνασιάρχη Παπαχριστοδούλου, για να πεισθεί ο νεαρός Χρόνης να ξεπεράσει τους ενδοιασμούς του και να τραγουδήσει.
Όμως η πρώτη ραδιοφωνική του εκπομπή τον Οκτώβριο του '53 είχε τέτοια απήχηση, που δεν άφηνε πιά περιθώριο για υπαναχωρήσεις. Έτσι, από τότε και για τρία περίπου χρόνια συμμετείχε σε εκπομπές με τη χορωδία και την ορχήστρα του Π. Καβακόπουλου.
Τα ραδιόφωνα είχαν αρχίσει ήδη να διαδίδονται στην επαρχία και ήταν η πρωτη φορά που ακούγονται τα τραγούδια των αγροτικών περιοχών της Ελλάδας πέρα από τα στενά γεωγραφικά τους όρια.
Ήταν το έναυσμα που έδωσε την ευκαιρία σε μουσικούς, οργανοπαίκτες και μερακλήδες να μάθουν τι πλούτος υπήρχε δίπλα τους. 'Έτσι και στην περίπτωση του Χρόνη Αηδονίδη ήταν η πρώτη φορά που τα τραγούδια της Δυτ.Θράκης ακούστηκαν στον τόπο τους αλλά και σε πανελλαδική κλίμακα, και μάλιστα με συνοδεία ορχήστρας παραδοσιακών οργάνων.
Βέβαια, για τις ανάγκες της εκπομπής, η ορχήστρα, με μικρες αλλαγές, έπαιζε σκοπούς και τραγούδια απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας. Αν και συμμετείχαν σε αυτή την ορχήστρα πολύ καλοί μουσικοί, το τελικό αποτέλεσμα ήταν η ομογενοποίηση,κατά κάποιο τρόπο, του ύφους της εκτέλεσης.
Το πρόβλημα εντοπιζόταν περισσότερο στις περιοχές που εΙχαν ιδιόμορφο μουσικό "χρώμα", όπως η Δυτ. Θράκη με σκοπούς και ρυθμούς που "ξένιζαν". Παρ' όλα αυτά ο τρόπος που παρουσιάζονταν τα τραγούδια, από το έγκυροκαι παντοδύναμο εκείνη την εποχη ραδιόφωνο, διέπλασε μια μουσική αισθητική και δημιούργησε άνα επίπεδο αναφοράς.
Σ' αυτό τα πλαίσιο, η μουσική συμβολή του ραδιοφώνου και ειδικότερα του τραγουδιστή Χρόνη Αηδονίδη στη διαμόρφωση αυτόύ που σήμερα εννοούμε ως "θρακιώτικο ύφος", υπήρξε αναμφισβήτητα σημαντική.
Σημειώνουμε εδώ ένα ακόμη γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία της πρώτης παρουσίας του Χρόνη Αηδονίδη: μέχρι εκείνη την εποχή δεν είχαμε καθόλου θρακιώτικη δισκογραφία (78 και 45 στροφών), αντίθετα με άλλες περιοχές όπως η Νότια Ελλάδα, η Ήπειρος, η Κρήτη και η Μ.Ασία.
Έτσι, η Θράκη ευτύχησε να βρει έναν μεγάλο έρμηηνευτή από την αρχή ήδη της διάδοσης της μουσικής της απ' τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.Άξιζει ίσως να υπενθυμίσουμε οτι από τους θρακιώτες τραγουδιστές μόνο δύο (που είναι και οι σημαντικότεροι) έτυχε να γίνουν γνωστοί σε πανελλήνια κλίμακα: οι Χρόνης Αηδoνίδης και Καριοφύλλης Δοϊτσίδης, οι οποίοι ουσιαστικα διαμόρφωσαν το υφος του θρακιώτικου τραγουδιου σήμερα.
Είναι αραγε τυχαίο το γεγονός οτι και οι δύο (μαζι με τον νεότερό τους Βαγγέλη Δημούδη) κατάγονται από το ιδιο χωριό, την Καρωτή;
Πάντως, αυτό το γεγονός εΙχε ώς συνέπεια, αν και οχι προφανή, το μουσικο υφος και το ρεπερτόριο της Καρωτης να απόκτήσει δυσαναλογα μεγάλη βαρύτητα στη διαμόρφωση του προς τα εξω μουσικου προσώπου της Δυτ. Θράκης.
Ή περιορισμένη απήχηση των λοιπών ντόπιων μουσικών και τραγουδιστών, ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική τους αξία, οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους:α. Ή δισκογραφία τους , σημαντικα μικρότερη, ερχεται χρονικα πολύ αργότερα από αυτήν του Χρόνη Αηδονίδη και του Καριοφύλλη Δοϊτσίδη, ενώ κυκλοφορεί συνήθως μόνο στην περιoχή της Θράκης.
Το σημαντικότερο όμως είναι οτι, πέρα από τη Θράκη, δεν υποστηρίζουν την καλλιτεχνική παρουσία τους στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα με δισκογραφία πλατιάς κυκλοφορίας, με συναυλίες και με τακτικές εμφανίσεις στο κεντρικό κρατικό ραδιόφωνο και κυρίως στην τηλεόραση.
Μετά το πρώτο ξεκίνημα, σιγά-σιγά σμιλεύεται η εκφραστική ωριμότητα του Χρόνη Αηδονίδη και κυρίως η ιδιαίτερη επίδοση στους αργούς και δύσκολους σκοπούς.Σε τραγούδια που όταν τα έλεγε, σταματούσαν ολοι γύρω του και άκουγαν.
Το πρώτο αργό τραγούδι που είπε στον ραδιοφωνικό σταθμό (Ε.Ι.Ρ.) ήταν το "Βαγγέλης καπετάνιος".
Τραγουδούσε με κλειστά μάτια προσηλωμένος στο μικρόφωνο. Μόλις τελείωσε, γύρισε και εέδε τον Τάσο και τον Φώτη Χαλκιά - που τον συνόδευαν στην ορχήστρα - να είναι βουρκωμένοι.
Αυτό του έδωσε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσει, λέει ο ίδιος. Τα αργά τραγούδια πάντα τον εντυπωσίαζαν, αλλά κατάλαβε την ιδιαίτερη αξία τους όταν άρχισε να μαθαίνει βυζαντινή μoυσική, οπότε έκανε συσχετίσεις "ηχων" και μελωδικών φράσεων: αυτό μοιάζει με κείνο...
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ οτι τα αργά τραγούδια, σε σύγκριση με τα χορευτικά, διαθέτουν συνήθως πιο περίτεχνη μουσική δομη - αν επιτρέπεται ο όρος. Πολλές φορές δε, μαρτυρούν δημιουργό γνώστη ή άτομο με αντίληψη στη θεωρία και τα μυστικά του ανατολικού μουσικού συστήματος.
Ένος συστήματoς, του οποίου οργανικό τμήμα αποτελεί η (Εκκλησιαστική) βυζαντινή και η δημoτική μας μoυσική. Φιλομαθής και μεθοδικός όπως είναι ο Χρόνης Άηδονίδης, από τα πρώτα χρόνια που βρίσκεται στην Aθηνα, μελετά συστηματικά τη βυζαντινή μουσική και θεμελιώνει καλά τις θεωρητικές του γνώσεις με τον Χατζηθεοδώρου (1954-1956).
Από το 1956 ξεκινάει η μακρόχρονη συνεργασία του με τον Σίμωνα Καρά στο ραδιόφωνο και αλλού, ενώ στη Σχολή του "Συλλόγου προς Διάδοσιν της Έθνικης Μουσικής" μαθαίνει περισσότερα για το σύνολο της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής (Εκκλησιαστικής και κοσμικής).
Σήμερα, κάνοντας έναν πολύ σύντομο απολογισμό της ερμηνευτικής του πορείας, ο Χρόνης Αηδονίδης θα πει επιγραμματικά:
Τα τραγούδια που έλεγα το 1953 πιθανόν να ήταν πιο γνήσια, αλλά ήταν πιο απλά και απελέκητα, σαν ατελείωτα.
Τώρα ξέρω που πονάει το κάθε τραγούδι, που θέλει διόρθωση, πως πρέπει να ειπωθεί. Και είναι αλήθεια οτι, όποιος συγκρίνει τις ηχογραφήσεις του από τους πρώτους δίσκους μέχρι τους πρόσφατους, μπορεί εύκολα να καταλάβει πως τη νεανική φρεσκάδα έχει αντικαταστήσει προοδευτικά η γνώση και η ερμηνευτική ωριμότητα. Η πορεία του λοιπόν αυτά τα σαράντα χρόνια, υπήρξε συνεχής και ανοδική, ενώ παραμένει υπόδειγμα "ερασιτέχνη" τραγουδιστή - με την πρωταρχική έννοια της λέξης - μακριά από την εμπορευματοποίηση και τη φθοροποιό δουλειά στα νυχτερινά κέντρα, δίνοντας έτσι το μέτρο του καλλιτεχνικού, όπως και του ανθρώπινου ήθους που τον διακρίνει.
Τις τελευταίες δεκαετίες ο τραγουδιστής Χρόνης Αηδονίδης αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο, ιδιαίτερα ως ερμηνευτής των αργών μελισματικών τραγουδιών της Αν. Θράκης, με το χαρακτηριστικό "βυζαντινίζον" χρώμα τους. Έτσι, στο πρόσωπο του Χρόνη Αηδονίδη έρχεται να βρει τον καλύτερο εκφραστή της η άποψη που θέλει το παραδοσιακό τραγούδι να προέρχεται από τη βυζαντινή μουσική σε μια άρρηκτη συνέχεια.
Αυτή η τελευταία διαπίστωση, νομίζουμε οτι αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους λόγους που συμβάλουν στην πλατύτερη αποδοχή του ως ερμηνευτή. Ο ίδιος συνεχίζει να δουλεύει αθόρυβα πάνω στη μουσική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας του, συλλέγοντας μερικές εκατοντάδες τραγούδια, με κεντρικό πυρήνα αυτά που έμαθε από τη μάνα του.
Τραγούδια που καθημερινά χάνονται και που μόνον ένα μικρό μέρος τους έχει ήδη εκδοθεί σε δίσκους, οι οποίοι μάλιστα στην πλειονότητά τους δεν κυκλοφορούν πια ή είναι δυσεύρετοι.
Η αξιόλογη δισκογραφική παρουσία του Χρόνη Αηδονίδη περιλαμβάνει δίσκους μικρής διάρκειας (45 στρ.) και μεγάλης διάρκειας (33 στρ.), ενώ συμμετέχει στον πρώτο καΙ μοναδικό, απ' οσο γνωρίζουμε, δίσκο 78 στροφών με τραγουδι της Δυτ. Θράκης (βλ. δισκογραφία).
Παράλληλα, η παρουσία του σε εκπομπές ραδιοφώνου και τηλεόρασης, σε συναυλίες και εκδηλώσεις είναι συχνή, ενώ γνώρισε και συνεργάστηκε με αρκετούς από τους σπουδαιότερους λαϊκούς μουσικούς της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Ρόζα Εσκενάζυ

Είναι μια τραγουδίστρια, τόσο του Σμυρνέικου, όσο και του Δημοτικού τραγουδιού, που έγραψε πραγματικά ΙΣΤΟΡΙΑ με την παρουσία της στο τραγούδι!

Η ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ! "έγραψε ιστορία", και αυτό γιατί η ήταν η ΠΡΩΤΗ γυναίκα στην Ελλάδα, που τραγούδησε σε πάλκο.


Όλες οι υπόλοιπες, ήρθαν ΜΕΤΑ την Ρόζα.


Μάλιστα, πολλές παρακινήθηκαν απ' αυτήν . Μέχρι την εποχή που βγήκε η Ρόζα στο πάλκο, ήταν αδιανόητο να τραγουδήσει γυναίκα, και μάλιστα στο πάλκο!


Πρέπει να πω, ότι τη Ρόζα την έβλεπαν με κάθε σεβασμό και εκτίμηση ο κόσμος, αλλά και οι μουσικοί!


Ήταν επαγγελματίας, με μουσικές γνώσεις, γι αυτό και μπόρεσε να επιβληθεί τόσο στα μουσικά συγκροτήματα, όσο και στη δισκογραφία. Όπως είπα, η Ρόζα τραγούδησε απ' όλα τα τραγούδια, και είναι φυσικό, γιατί προέρχεται απ' την "Σμυρναϊκή Σχολή"!


Η πρώτη της εμφάνιση στο πάλκο, ήταν στην "Ανάσταση", στο Κερατσίνι, στην ταβέρνα του "ΚΕΡΑΤΖΑΚΗ".


Μαζί της ήταν ο Τομπούλης, ο Τούντας, ο Χρυσαφάκης, και άλλα μεγαθήρια της Σμυρναϊκής Σχολής. Τα πρώτα τραγούδια που τραγούδησε, ήταν Σμυρνέικα (συνήθως καρσιλαμάδες και ζειμπέκικα), από τα οποία πολλά ήταν "χασικλίδικα".


Εδω θα πρέπει να επισημάνουμε κάτι!


Ενώ εκείνη την εποχή, κυνηγούσαν οι αρχές αλύπητα τους μπουζουξήδες που έπαιζαν χασικλίδικα τραγούδια, τους Σμυρνιούς που έπαιζαν τα ΙΔΙΑ τραγούδια με τα "σαντουροβιόλια" τους, δεν τους πείραζε κανείς!


Με τον καιρό, τα Σμυρνέικα συγκροτήματα συγχωνεύτηκαν άλλα με δημοτικά, και άλλα με τα ρεμπέτικα, και η Ρόζα βρέθηκε να συνεργάζεται με κορυφαίους της εποχής, όπως τον ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, και τον ΣΕΜΣΗ (Σαλονικιό).


Η τριάδα ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ, ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ, ΕΣΚΕΝΑΖΥ, έκαναν δεκάδες δίσκους, και αποτέλεσαν "σχολή" για το τραγούδι. Τα περισσότερα τραγούδια της Ρόζας, τα έγραψε ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΝΤΑΣ.


Δυστυχώς, η δισκογραφία της ΡΟΖΑΣ με δημοτικά τραγούδια, περιλαμβάνει λίγα κομμάτια, παρότι έζησε και συνεργάστηκε μ' αυτόν τον κλάδο.


Η ΡΟΖΑ, έμεινε στις επάλξεις του τραγουδιού, μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, αν και δεν ήταν σε θέση να τραγουδήσει, πήγαινε καθημερινά στο καφενείο των μουσικών, και καθόταν αρκετές ώρες συζητώντας με τους συναδέλφους της. Γύρω στα 1978, είχε χαθεί για τρεις μέρες, και το ανακοίνωσαν μάλιστα και στην τηλεόραση. Πολλοί είχαν φοβηθεί ότι την είχαν σκοτώσει, αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι τελευταία "τα είχε χάσει" κάπως, και δεν θυμόταν να πάει σπίτι της.


Η ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ πέθανε το 1979, στο σπίτι της στο περιστέρι.

Χαρίκλεια Ρουπάκα (Χάρις Αλεξίου)


Η Χάρις Αλεξίου, αν και δεν ξεκίνησε από το Δημοτικό Τραγούδι, τραγούδησε δημοτικά τραγούδια τόσο στη δισκογραφία, όσο και σε εμφανίσεις της στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με μοναδικό τρόπο.

Ήταν το 1980, που η Χάρις Αλεξίου (ήδη καταξιωμένη τραγουδίστρια) έκανε ένα δίσκο με δημοτικά τραγούδια.

Στο δίσκο αυτό, κλαρίνο παίζει ο Γιάννης Βασιλόπουλος, βιολί ο Γιώργος Κόρος, σαντούρι το Τάκης Σούκας, κιθάρα ο Κώστας Πίτσος, λαγούτο ο Βασίλης Κατράκος, και τουμπερλέκι ο Ματθαίος Μπαλαμπάνης.

Ας γνωρίσουμε όμως λίγο καλύτερα την Χαρούλα, πριν συνεχίσουμε με τα Δημοτικά της τραγούδια.

Η Χάρις Αλεξίου (Χαρίκλεια Ρουπάκα) γεννήθηκε στις 27/12/ 1950 στη Θήβα από πατέρα Μικρασιάτη, και μητέρα ντόπια. Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα της, και μαζί με την μητέρα της και τον αδερφό της (Γιώργο Σαρρή) μετακόμισαν στην Αθήνα για να αναζητήσουν καλύτερη τύχη.

Τελείωσε την οικοκυρική σχολή, και άρχισε να εργάζεται στο σπίτι της σαν μοδίστρα.Γύρω στα 1967, η Χάρις Αλεξίου άρχισε να σκέφτεται το δρόμο του τραγουδιού, και μέσω κάποιου γνωστού βρέθηκε στην μπουάτ «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ» να ερμηνεύει τραγούδια του Μίμη Πλέσσα.

Αυτό ήταν το ξεκίνημα της, και η καθιέρωση στο χώρο του τραγουδιού ήρθε πολύ γρήγορα. Πολλοί μάλιστα θεωρούν την Χάρις Αλεξίου και την χαρακτηρίζουν «Εθνική μας τραγουδίστρια».

Τα βιώματα της, η φτώχια που πέρασε, η προσφυγιά, η αγροτική ζωή της Θήβας, είχαν διαμορφώσει τόσο τον ψυχικό της κόσμο, όσο και τον χαρακτήρα της έτσι που δεν θα μπορούσε να μην τραγουδήσει και το είδος που τ’ αντιπροσωπεύει.

Εκτός από τον δίσκο με τα δημοτικά τραγούδια, και την υπόλοιπη πλούσια δισκογραφία της, η Χάρις Αλεξίου έχει τραγουδήσει και «πολίτικα» τραγούδια, βγάζοντας προς τα έξω και την Μικρασιατική φλέβα της.

Τον δίσκο της με τα δημοτικά τραγούδια, τον αφιέρωσε στην μνήμη των γονέων της, και είναι μια «ένεση» ο δίσκος αυτός για το δημοτικό μας τραγούδι στην δισκογραφία.

Εξαιρετικές είναι οι ερμηνείες στον δίσκο των τραγουδιών «Τα νιάτα, Ο ήλιος Βασιλεύει, Μια χήρα πουλαγε κρασί, Όμορφη που ‘ναι η Λιβαδειά.

Τα τραγούδια αυτά η Χαρούλα τα τραγουδά σε συναυλίες τόσο στην Ελλάδα, όσο και εξωτερικό, ξεσηκώνοντας τον κόσμο.

Ο «ΑΓΝΩΣΤΟΣ» ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ

Είναι χρέος μας να κάνουμε μια αναφορά στον «άγνωστο» δημιουργό και ερμηνευτή των δημοτικών τραγουδιών, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ΛΑΟ μας. Τραγούδια που έχουν μελωδήσει και μελωδούν τα «πάθη», και τις «δόξες» της Ελληνικής φυλής από τα βάθη των αιώνων, μέχρι και τώρα. Διηγούνται την ιστορία, τις περιπέτειες, τις καθημερινές γιορτές, τις χαρές και τα πένθη, με τη χάρη του στίχου, με την υπόκρουση της ίδιας, θα έλεγα, πανάρχαιης λύρας. Της λύρας που συντροφεύει ακόμα και σήμερα τους (λίγους) σύγχρονους «ραψωδούς» στην Κρήτη, στην Κύπρο, και σε κάθε γωνιά της χώρας, συνεχίζοντας μια παράδοση «αμνημονεύτων» χρόνων! Και μια και έγινε λόγος για την λύρα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι είναι σύμβολο σπουδαίο, εκφραστικό, αυτή η λύρα, που ανεβαίνει περήφανη τις χιλιετηρίδες, και είναι σαν να διατηρεί στις χορδές της το «αποτύπωμα» απ’ τα δάχτυλα του «πατέρα» της ποίησης, του Ομήρου.Αυτή η λύρα, η «φωνή», το σύμβολο της φυλετικής μας συνέχειας. Αυτή τη φωνή, αυτή τη «συνέχεια» (όσο θα υπάρχει ακόμα), θέλουμε να την ακούσουν όλοι οι ξενομανείς των Ελληνικών Γραμμάτων και Τεχνών, όλοι αυτοί που τα αυτιά τους είναι ανοιχτά ΜΟΝΟ σε φάλτσες και βραχνές «σειρήνες», ξένες, όπως οι «φτιασιδωμένες» γυναίκες των ύποπτων μαγαζιών. Η Ελληνική Δημιουργία, δεν είναι «αντικείμενο» εμπορικό, «σουξεδιάρικο» η μη. Είναι ένα «όπλο» επανάστασης ενάντια σε μια «ξενοξιπασμένη» και χρεοκοπημένη πνευματική ζωή, ένας διαρκής αγώνας «επιστροφής» στην Ελλάδα. Οι ρίζες του Δημοτικού τραγουδιού χάνονται στα βάθη των προϊστορικών χρόνων. Ο ΟΜΗΡΟΣ το βρήκε στην «ακμή» του. Χίλια χρόνια προ Χριστού, τα «ιστορικά» Δημοτικά Τραγούδια, τα αναφερόμενα σε «ηρωικές» πράξεις, έδιναν και έπαιρναν. Ήταν κάτι ανάλογο με τα μετέπειτα «Κλέφτικα « τραγούδια. Υπήρχαν όμως και άλλες κατηγορίες τραγουδιών, που τις αναφέρει ο «Αθήναιος». Ήταν τραγούδια της Δουλειάς, και διάφορα άλλα, τα οποία έφτασαν παραλλαγμένα μέχρι και τις μέρες μας. Είκοσι και πλέον χιλιάδες τραγούδια μας έχει δώσει ως τα τώρα η ανεξάντλητη φαντασία του «Αγνώστου Δημιουργού». Και ξέρετε ποια είναι η μεγαλύτερη δόξα και «πιστοποίηση» της γνησιότητας αυτού του ΑΓΝΩΣΤΟΥ που μας έδωσε τα τραγούδια αυτά; Ότι είναι ΑΓΝΩΣΤΟΣ, ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ, ΑΣΤΟΙΧΕΙΩΤΟΣ, ΑΥΘΟΡΜΗΤΟΣ, όλο αίσθημα και πάθος, ότι έζησε με «μύριες μορφές» και μύρια πρόσωπα, χαμένος ,μέσα στη θάλασσα των συναισθημάτων του ΑΝΩΝΥΜΟΣ! Δεν τραγούδησε από ματαιοδοξία, ούτε για φήμη. Για τον Άγνωστο λοιπόν τραγουδιστή – δημιουργό, που όπως είπαμε δεν είναι άλλος από τον ΛΑΟ, το τραγούδι δεν είναι παιχνίδι, ούτε εμπορικό αντικείμενο. Είναι σοβαρή λειτουργία μέσα στη ζωή. Ασκεί επίδραση στη ζωή, η οποία θυμίζει το ρόλο της τέχνης στον βίο των Αρχαίων. Ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο της φυλετικής μας ιδιοτυπίας το οποίο μελετώντας το ο Φωριέλ. Τον έκανε να γράψει. «Αν αποκτήσουν οι Έλληνες την ανεξαρτησία τους, αν έρθει η μέρα που θα μπορέσουν να καλλιεργήσουν απερίσπαστοι τις σπάνιες ικανότητες που τους έδωσε η φύση, τα πάντα μας εξουσιοδοτούν να ελπίζουμε ότι γρήγορα θα φθάσουν, και ίσως ξεπεράσουν τον πολιτισμό των άλλων λαών της Ευρώπης. Οι επιστήμες θα ξανανθίσουν στη χώρα τους, η φιλοσοφία θα ανοίξει καινούργιες σχολές, και οι καλές τέχνες θα δώσουν και πάλι αριστουργήματα. Θα έχουν αναμφίβολα και μεγάλες ποιητικές συνθέσεις, όπου η τέχνη θα κάμει ότι μπορεί να κάμει. Αυτές οι ελπίδες όμως, ας μην τους κάμουν να καταφρονήσουν ένα έργο μετριόφρον και εύκολο. Ας σπεύσουν να μαζέψουν ότι δεν έχει χαθεί ακόμα από τα δημοτικά τους τραγούδια. Η Ευρώπη θα τους είναι ευγνώμων για ότι θα κάμουν για να τα διατηρήσουν». Ο Θησαυρός των Δημοτικών Τραγουδιών αγαπητοί φίλοι, το πολύτιμο λαογραφικό μας υλικό, μένει σαν «Νεκρή Εθνική Περιουσία». Δυστυχώς! Παρόλο που η μεγαλοφυΐα ενός Αισχύλου έσκυβε για να ακούσει τα «απλοϊκά» δημοτικά τραγούδια (όπως αποκαλύπτει ο Αριστοφάνης στους Βάτραχους), και να εμπνευστεί απ’ αυτά, οι σημερινές «μεγαλοφυΐες» σκύβουν πάνω από ξενόφερτα «σουξέ» αγνοώντας την «κληρονομιά» μας και τον ΑΓΝΩΣΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ και ΕΡΜΗΝΕΥΤΗ της.

ΜΕΛΕΤΕΣ ΞΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Κατά την πραγματοποίηση έρευνας για τα Δημοτικά τραγούδια, εντοπίστηκαν μελέτες ξένων επιστημόνων, οι οποίοι θαύμασαν και συγκέντρωσαν υλικό από την Ελληνική Δημοτική Ποίηση. Ο Ακαδημαϊκός ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΟΥΓΕΑΣ στις 1/3/1950, δημοσίευσε στο περιοδικό «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» μελέτη με τον τίτλο «Η ΠΑΛΑΙΟΤΑΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΒΑΡΩΝΟΥ WERNER VON HAXTHAUSEN. Να κάποια από τα κύρια και πολύ ενδιαφέροντα σημεία της μελέτης, περιληπτικά. «Ο αξιόλογος γερμανός, που ήτο άγνωστος εις τον FAURIEL και που η συλλογή του έμεινε κι αυτή άγνωστη έως τώρα τελευταία, μας είναι πολύ γνωστός. Είναι ο Βεστφαλός βαρώνος Werner V. Haxthausen, του οποίου η συλλογή Νεοελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών κρυμμένη επί 120 έτη, ήλθεν εις το φως το 1935 από τους K. Schuite – Kemminghausen, και G. Soyter (Munsteri . W 1935). Η μακρά εισαγωγή των εκδοτών, μας δίδει λεπτομερείς ειδήσεις περί της πολυκύμαντου ζωής του εξαιρετικού αυτού ανθρώπου, που πρώτος από τους ξένους εσκέφθη να συλλέξει, να μελετήσει, και να εκδώσει Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια. Ο W. Haxthausen, γεννηθείς το 1750, ανήκε σε παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Βεστφαλίας, και έδειχνε από παιδί κλίση προς την ποίηση με τις εμμέτρους μεταφράσεις των ωδών του Ορατίου, και ύμνων του Πινδάρου. Στην Αγγλία όπου κατέφυγε, εργάσθηκε σαν γιατρός σε ναυτικό νοσοκομείο. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει Έλληνες ναυτικούς, και να ακούσει, αλλά και να καταγράψει απ’ το στόμα τους τα πρώτα του Ελληνικά Τραγούδια. Γύρω στα 1814 – 15, είχε ήδη συγκεντρώσει αρκετά τραγούδια, και ευρισκόμενος αυτές τις χρονιές στην Βιέννη, ήρθε σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση φοιτητή τότε, και αργότερα καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η συλλογή του Haxthausen η οποία χρονολογείται γύρω στα 1814, περιέχει αυτούσια τα υπό του Βλαχογιάννη κηρυσσόμενα πλαστά Κολοκοτρωναίικα τραγούδια»…. Αυτό ήταν ένα πολύ μικρό δείγμα από την μελέτη του ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα, η οποία αναφέρεται στην συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Werner Von Haxthausen . Υπάρχουν κάποιες πολύ παλιές εκδόσεις μελετών, που χρονολογούνται γύρω στα 1750. Γίνονται πολλές προσπάθειες από συλλέκτες, λαογράφους, και ανθρώπους απλά με μεράκι, να έρθουν στο φως όσο γίνεται περισσότερα στοιχεία, για το Δημοτικό μας Τραγούδι, αλλά και να γίνουν γνωστά κάποια δημοτικά τραγούδια. ΟΙ μέχρι τώρα υπάρχουσες μελέτες, είναι οι περισσότερες ιδιωτών, αφού το κράτος μας πάντα αδιαφορεί για την Παράδοση.

Ο ΠΑΠΑ ΓΙΩΡΓΗΣ "ΝΤΕΛΗ-ΠΑΠΑΣ"

Ενας περίφημος κλεφταρματωλός ήταν ο Παπά-Γιώργης "Ντελή-παπάς" . Γεννήθηκε στο χωριό Μαυραναίοι Γρεβενών και ήταν συγγενής των Ζιακαίων, έδρασε γύρω στα 1834 - 1854. Ξεχώρισε για τις διοικητικές, του ικανότητες, την πολεμική τον πονηριά, το παράτολμο θάρρος τον, αλλά και τη σωματική τον ρώμη. Τακτικές μάχες με τον Τουρκικό στρατό έδωσε στο Μέτσοβο και το Κουτσελιό. 'Ήταν άριστος γνώστης όλων των περασμάτων τον Σμόλικα, και διακρίθηκε για την εξυπνάδα που διέθετε, ώστε να κρατά υπό έλεγχο όλες αυτές τις διαβάσεις της Βόρειας Πίνδου, οπότε αποτελούσε το συνεχές εμπόδιο σ' όλα τα περάσματα των Τουρκαλβανών. Γι' αυτές ακριβώς τις ιδιότητες οι Τούρκοι τον ονόμασαν Ντελή-Παπά (τρελλοπαπά). Το 1854 με τους δικούς του άνδρες, ενώθηκε με τις δυνάμεις του Θ. ΖΙΑΚΑ που μπήκαν στη Δυτ. Μακεδονία και πήρε μέρος στην μάχη τον Μέγα Σπήλιου Γρεβενών. Οι δραστηριότητες του ήταν και η αίτια που η «λαϊκή μούσα» τον έκανε τραγούδι, το οποίο ακούγεται και στις μέρες μας. Κούγω τον άνεμο κι αχάει,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά. Τον κούγω να μαλώνει,Ντελή παπά λεβέντη. Τον κούγω να μαλώνει,Ντελή παπά λεβέντη. Με τα βουνά εμάλωνε,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά. Και με τα δέντρα ηχούσε,Ντελή παπά λεβέντη. Και με τα δέντρα ηχούσε,Ντελή παπά λεβέντη. Εσείς βουνά των Γρεβενών,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά. Και πεύκα του Μετσόβου,Ντελή παπά λεβέντη.Και πεύκα του Μετσόβου,Ντελή παπά λεβέντη. Εσείς καλά αχ τον ξέρετε,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά. Αυτόν τον παπά Γιώργη,Ντελή παπά λεβέντη. Αυτόν τον παπά Γιώργη,Ντελή παπά λεβέντη. Που ήταν μικρός στα γράμματα,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά. Μικρός στα πινακίδια,Ντελή παπά λεβέντη.Μικρός στα πινακίδια,Ντελή παπά λεβέντη. Και τώρα στα γεράματα,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά.Αρματολός και κλεφτήςΝτελή παπά λεβέντη.Αρματολός και κλεφτήςΝτελή παπά λεβέντη.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ-Η ΑΚΟΥΡΑΣΤΗ ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ.


Ένας ελάχιστος φόρος τιμής είναι αυτό το κείμενο, σε μια μεγάλη φυσιογνωμία που ΜΑΧΕΤΑΙ πραγματικά, για να σώσει και να διαδώσει το Δημοτικό μας τραγούδι.
Τραγουδίστρια, Λαογράφος, Εθνομουσικολόγος, η Δόμνα Σαμίου αποτελεί για όλους εμάς Φωτεινό Παράδειγμα προς μίμηση.
Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928 από Μικρασιάτες γονείς, που ήρθαν από το Μπαϊντίρι.
Μεγαλωμένη στα προσφυγικά της Καισαριανής, το πρώτο πράγμα που θυμάται είναι το τραγούδι.
Ήξερε και τραγουδούσε όχι μόνο τα τραγούδια της εποχής που άκουγε αλλά και όλους τους βυζαντινούς ύμνους.
Της άρεσε πολύ να πηγαίνει κάθε Κυριακή με τον πατέρα της στην εκκλησία.Εκεί καθόταν πιο δίπλα από τους ψάλτες και έψελνε.
Οι οικονομικές δυσκολίες της εποχής την έκαναν σε ηλικία 12 ετών να πιάσει δουλειά σε ένα φραγκοραφτάδικο στο κέντρο της Αθήνας.
Όμως ήρθε ο πόλεμος, ο ιδιοκτήτης έφυγε για το πόλεμο και έτσι σταμάτησε τη δουλειά.
Την περίοδο της Κατοχής έπιασε δουλειά σε κάποιο σπίτι, στο Κολωνάκι, αλλά το τραγούδι έπαιζε τον πρώτο ρόλο στη ζωή της.
Οι άνθρωποι του σπιτιού , που την άκουγαν όσο έκανε δουλειές να τραγουδάει, κατάλαβαν την αγάπη της γι' αυτό και την σύστησαν στον Σίμωνα Καρά που στη συνέχεια έγινε ο δάσκαλός της .Έτσι λοιπόν σε ηλικία 13 ετών, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, όπου ιδρυτής ήταν ο Σίμων Καράς, όπου της παρέδωσε τα πρώτα μαθήματα Βυζαντινής Μουσικής και τη βοήθησε να κατακτήσει τα μυστικά των δημοτικών τραγουδιών.
Ο Σίμων Καράς ήταν όπως η ίδια συνηθίζει να λέει «ο σταθμός της ζωής της».
Με τον εξίσου παραδοσιακό τρόπο της αυστηρής σχέσης δασκάλου - μαθητή, διαμόρφωσε παραπέρα τις γνώσεις, τη φωνή και την τεχνική της, κυρίως όμως την έβαλε στον δρόμο της έρευνας και στην ηθικοπνευματική προοπτική της μετάδοσης, ωθώντας την στην διπλή, ή μάλλον τριπλή καριέρα που αργότερα ακολούθησε. Έτσι η Δόμνα έγινε αυτή η πολύπλευρη και μοναδική προσωπικότητα: φορέας και ταυτόχρονα καταγραφέας της παραδοσιακής μουσικής, ερμηνεύτρια των δημοτικών τραγουδιών και ταυτόχρονα μελετήτριά τους, συλλέκτρια και παραγωγός δίσκων, δασκάλα και εμψυχώτριά των νέων στη στροφή τους προς την παράδοση αλλά και των παλιότερων στην επανανακάλυψή της.
Μαζί του ήταν στην ΕΙΡ από το 1954 εως το 1971, όπου ήρθε η χούντα και τα παράτησε.
Τη δεκαετία του 1960 αγόρασε το πρώτο της μαγνητόφωνο και γύρισε όλη την Ελλάδα ηχογραφώντας του ντόπιους τραγουδιστές.
Όλα αυτά τα έκανε με δικά της έξοδα, μόνο και μόνο γιατί είχε και έχει πάθος με το δημοτικό τραγούδι.
Αργότερα συνεργάστηκε με την Ελληνική Τηλεόραση σε μια μεγάλη σειρά ντοκιμαντέρ με τίτλο «Μουσικό Οδοιπορικό».
Με αυτές της αναζητήσεις της είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ενός σημαντικού αρχείου.Σκοπός της ήταν να διαφυλάξει καταγράφοντας και ταξινομώντας τα, τα δημοτικά τραγούδια και τη μουσική παράδοση της Ελλάδας.
Από το 1960 κυκλοφορούσαν οι δίσκοι της στην Ελλάδα, τη Γαλλία και τη Σουηδία.
Το 1971 για πρώτη εμφανίζεται ως ερμηνεύτρια στο κοινό, όταν την κάλεσε ο Διονύσης Σαββόπουλος, στο Κύτταρο και στο Ροντέο να παρουσιάσει μαζί με τους τότε μουσικούς συνεργάτες της, παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία οι περισσότεροι και κυρίως οι νεαροί φοιτητές που αποτελούσαν το κοινό του - αγνοούσαν.
Σήμερα, συναντούμε και πάλι τη Δόμνα Σαμίου να εργάζεται ασταμάτητα, και παράλληλα να αντιμετωπίζει και τους όποιους άσχετους που από την άγνοια τους φτάνουν σε σημείο να την κυνηγούν (βλέπε μήνυση για τα σκωπτικά τραγούδια, είδηση που έκανε το γύρω του κόσμου).

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΜΟΣΧΟΣ


Τον μεγάλο και αξέχαστο ΣΟΛΙΣΤΑ Αριστείδη Μόσχο, οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) τον έχουμε ακουστά! Ο γλυκός ήχος από το σαντούρι του, ακούγεται σε πολλές δισκογραφικές δουλειές, τόσο παραδοσιακής μουσικής, όσο και λαϊκής, και ποιοτικής! Σήμερα σας προτείνουμε μια δουλειά, ένα μουσικό ταξίδι στην Ελλάδα, με το σαντούρι του Αριστείδη Μόσχου.
«ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΑΝΤΟΥΡΙ-ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΜΟΣΧΟΣ»! Αυτός είναι ο τίτλος του CD που κυκλοφορεί από την δισκογραφική εταιρία LYRA, και περιέχει δεκαεπτά ορχηστικά, από διάφορες περιοχές της χώρας.
Το μεράκι, και η λατρεία του αξέχαστου Αριστείδη Μόσχου για το σαντούρι, αλλά και για την παραδοσιακή μουσική, δίνουν ένα ξεχωριστό «χρώμα» στα ακούσματα.Από τους σκοπούς της Σύμης, της Εύβοιας, της Μυτιλήνης, της Κεφαλονιάς, της Μαγνησίας, και άλλων περιοχών, ο ακροατής του CD συμμετέχει, ταξιδεύει σε μια περιήγηση από άκρη σε άκρη της Ελλάδας.
Ας θυμηθούμε κάποια στοιχεία για τον αξέχαστο ΣΟΛΙΣΤΑ, και λέω να θυμηθούμε, μιας και έκανα και στο παρελθόν μέσα από τη στήλη αφιέρωμα τόσο στον Αριστείδη Μόσχο, όσο και σε άλλους μεγάλους του Δημοτικού τραγουδιού.
Ο Αριστείδης Μόσχος γεννήθηκε στο Αγρίνιο! Ο πατέρας του έπαιζε κλαρίνο, ενώ ο παππούς του έπαιζε κλαρίνο, βιολί, και άλλα όργανα. Όταν γεννήθηκε ο Αριστείδης Μόσχος, δεν άκουγε τίποτα άλλο από μουσική. Το μισό τους σπίτι στο Αγρίνιο ήταν τόπος μελέτης των μουσικών, και πρόβας.
Την εποχή των παιδικών χρόνων του Αριστείδη, υπήρχαν τα «καφέ σανταν», και τα «καφέ αμάν», χώροι στους οποίους παιζόταν ευρωπαϊκές μουσικές, καθώς και Σμυρναίικες και Αρμένικες! Όλα αυτά τα ακούσματα, στον μικρό Αριστείδη προκαλούσαν διάφορα συναισθήματα, κάνοντας τον να νοιώθει παράξενα!
Γεγονός όμως είναι ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν τον άγγιξε, καμία μουσική, κανένα όργανο, μέχρι που ο πατέρας του έφερε από την Ρουμανία ένα συγκρότημα, και ο Αριστείδης άκουσε τον Ρουμάνο να παίζει σαντούρι! Όπως αφηγήθηκε ο ίδιος, δεν μπορούσε να περιγράψει τι ένιωσε ακούγοντας τους ήχους του σαντουριού!Ήθελε να κλάψει, ήθελε να φωνάξει, ήταν πολύ μικρός, και δεν ήξερε τι ήταν αυτό που ένιωθε.
Με κλάματα και με παρακάλια κατάφερε τον πατέρα του να του πάρει ένα σαντούρι, και με μεγάλη δυσκολία κράτησαν παραπάνω τον Ρουμάνο Νέστορα Μπατση για να του δείξει σαντούρι! Αυτός ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος. Μετά από έξι μήνες, άρχισε να παίζει σαντούρι, και μπήκε στο συγκρότημα στο Καφέ Αμάν του πατέρα του, ενώ παράλληλα πήγαινε και στα πανηγύρια, στους γάμους, σε γιορτές, μαθαίνοντας τα ήθη και τα έθιμα, και μελετώντας τη λαογραφία!
Διαδοχικά ο πατέρας του έφερνε τους καλλιτέχνες των Αθηνών στο Καφέ Αμάν, και πριν ακόμη ο Αριστείδης πάει στην Αθήνα, τους είχε γνωρίσει όλους στο Αγρίνιο! Μετά την απελευθέρωση, το 1945, βρίσκουμε τον Αριστείδη και την οικογένεια του εγκατεστημένους στην Αθήνα, και όχι μόνον αυτό, αλλά ο μικρός Αριστείδης ήταν μέσα σε κύκλο γνωστών μουσικών, και άρχισε να συνεργάζεται μαζί τους!
ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ, ΡΙΤΑ ΑΜΠΑΤΖΗ, ΜΑΡΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ, ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΠΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΝΟΥΡΟΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ (ΝΤΑΛΓΚΑΣ), ΝΙΚΟΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ, ΓΙΩΤΑ ΛΥΔΙΑ, ΜΗΤΣΟΣ ΑΡΑΠΑΚΗΣ, είναι μερικά από τα μεγάλα ονόματα με τα οποία συνεργάστηκε στο ξεκίνημα του ο Μόσχος!
Αντιπροσώπευσε την χώρα μας σε πάρα πολλά μουσικοχορευτικα φεστιβάλ, έχει πάει τουλάχιστον σε τριανταδυο χώρες του κόσμου! Μέχρι και τα τελευταία του, συνεργαζόταν με τους μεγαλύτερους συνθέτες και ερμηνευτές της χώρας μας!Ο Αριστείδης Μόσχος υπήρξε ο ιδρυτής της ΠΡΩΤΗΣ σχολής παραδοσιακής μουσικής στην Ελλάδα!
Στην διάθεση σας λοιπόν είναι και η δισκογραφική δουλειά «ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΕ ΣΑΝΤΟΥΡΙ», που κυκλοφορεί από την LYRA! Ο αξέχαστος Αριστείδης Μόσχος, μας προσκαλεί σε ένα μουσικό ταξίδι στην Ελλάδα! Ας τον ακολουθήσουμε, και καλή ακρόαση!