Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημοτικό τραγούδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημοτικό τραγούδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Σαντούρι


Το σαντούρι είναι ένα από τα πιο παλιά και παράξενα έγχορδα μουσικά όργανα.
Έχει σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου και φέρει ηχείο βάθους 4 – 5 εκατοστών και περισσότερες από 100 (!) χορδές, από 2,3 ή 4 για κάθε μουσικό φθόγγο.
Οι μονές χορδές του είναι από χάλκινα σύρματα και παράγουν μπάσους ήχους, ενώ οι ζυγές, που είναι για πρίμα ήχους είναι από μπρούτζινα ή ατσάλινα σύρματα.
Ο σαντουριέρης κρεμάει το σαντούρι στο λαιμό του ή το ακουμπάει σε ένα τραπέζι και κτυπώντας τις χορδές με τις μπαγκέτες - δύο ξύλινα ραβδάκια επενδεδυμένα στη μία άκρη με βαμβάκι για να παράγεται γλυκός ήχος- παίζει αυτό το παράξενο και σπάνιο μουσικό όργανο.
Το σαντούρι είναι συγγενικό όργανο με το χορδόφωνο σαντούρ, που χρησιμοποιείται στην κλασσική μουσική του Ισλάμ.
Η λέξη «σαντούρ» ή «σαντίρ» σημαίνει ψαλτήρι στις Αραβικές διαλέκτους. Αρκετοί μουσικολόγοι πιστεύουν πως είναι το ίδιο όργανο με το βυζαντινό «ψαλτήριο» ή «επιγόνιο», στηριζόμενοι και στο γεγονός ότι το «σαντίρ» είναι κατά μία εκδοχή, παραφθορά του «ψαλτήριο» -πσαλτίρ-σαλτίρ-σαντίρ.
Το σαντούρι συναντάται πολύ συχνά στη Μυτιλήνη και αυτό γιατί ήρθε στην Ελλάδα από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Ακόμα και σήμερα οι τεχνίτες στη Μυτιλήνη φτιάχνουν τα σαντούρια με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο από ξύλο πεύκου ή ξύλο καρυδιάς.
Το σαντούρι είναι παρόν σε κάθε παραδοσιακή σύνθεση στο νησί.Θεωρείται γενικά δύσκολο όργανο και βγάζει έναν πραγματικά ιδιαίτερο, πλούσιο και χαρακτηριστικό ήχο.

Κανονάκι


Τρία είναι τα ονόματα που έχει αυτό το τόσο συμπαθητικό όργανο:
κανονάκι, κανόνι ή ψαλτήριο και φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη κι από διάφορα ξύλα, όπως σφεντάμι κ.λ.π. Παλαιότερα και κυρίως στα μεσαιωνικά χρόνια, το όνομα «ψαλτήριο» ήταν εκείνο που συνηθιζόταν.
Ξεκίνησε, πολλούς αιώνες πριν, από τα αρχαιοελληνικά κλασικά χρόνια.
Από έργα του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου κι άλλων ακόμα συγγραφέων, που αναφέρονται μουσικά όργανα της εποχής, η παρουσία του «ψαλτηρίου» ήταν αισθητή με τις ονομασίες «τρίγωνο ψαλτήριο», «επιγόνειο», «μάδις», «σιμίκιον» κ.ά.
Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν εικόνες που να παρουσιάζουν αυτά τα όργανα, μόνο από περιγραφές συμπεραίνουμε σήμερα πως θα ήταν αντίστοιχα αυτού που τώρα ονομάζουμε «ψαλτήριο» ή «κανονάκι».
Στα Βυζαντινά, όμως και μεταβυζαντινά χρόνια - που είναι δύο μεγάλες και σοβαρές πηγές για την ιστορία - χειρόγραφα και τοιχογραφίες εκκλησιών δείχνουν φανερά αυτό το ψαλτήριο σε σχήμα τριγώνου ή τραπεζίου και τον τρόπο που το κρατούν και που το παίζουν. Το «ψαλτήριο» αναφέρεται, ακόμα, πως μαζί με άλλα όργανα έπαιρνε μέρος και σε γιορτές που γίνονταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης.
Το σχήμα αυτού του οργάνου είναι τραπεζοειδές και η δεξιά του πλευρά είναι κάθετη πάνω σε μια μεγάλη βάση όπου υπάρχουν χορδές κατασκευασμένες από έντερα ή πλαστικό υλικό. Στο ξύλινο καπάκι, στο δεξιό μέρος υπάρχει 15περίπου εκατοστά δέρμα κι εκεί ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες – για «τη φωνή» – σε διάφορα σχήματα: στρογγυλές, αυγοειδείς και μερικές φορές αυτές οι τρύπες είναι και διακοσμημένες.
Δίπλα στα κλειδιά υπάρχουν κάτι «μανταλάκια» που με την κίνησή τους ανεβοκατεβάζουν τον ήχο.
Το κανονάκι στήνεται – για να το παίξει κανένας – ή πάνω στα πόδια του ή πάνω σ’ ένα μικρό τραπεζάκι μπροστά του.
Στους δείκτες των χεριών περνιώνται κάτι μεταλλικές δαχτυλήθρες κι επίσης κρατάει ο εκτελεστής πένες ή νύχια – φτιαγμένες από πλαστική ύλη σήμερα - ενώ άλλοτε ήταν από χελωνόστρακα ή κέρατα βοδιών – και μ’ αυτές τις πένες «τσιμπάει» τις χορδές (με το δεξί χέρι τις υψηλές και με το αριστερό τις χαμηλές) ώστε να βοηθιέται η τεχνική και ο ήχος.
Τα «κανονάκια» πολλές φορές είναι διακοσμημένα στα πλαϊνά του ηχείου ή στο καπάκι με φανερή επίδραση από την τέχνη της Ανατολής .
Στον Ελλαδικό χώρο, τελευταία, το κανονάκι πήρε μεγάλη θέση.
Χρησιμοποιείται σε πολλές εκδηλώσεις συνοδεύοντας τραγούδι ή και μόνο του. Μια πολύ ωραία εκτέλεση ήταν αυτή που ακούστηκε το καλοκαίρι στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.

Κλαρίνο


Πριν από περίπου 270 χρόνια ο Γερμανός Γουσταύος Ντένερ τελειοποίησε το παλιό γαλλικό πνευστό όργανο «κάλαμο» και δημιούργησε τις βάσεις του σημερινού κλαρίνου.
Το όργανο αυτό είναι η κυριότερη οικογένεια των πνευστών οργάνων.
Τα κλαρίνα είναι τα πιο νέα ξύλινα πνευστά αν εξαιρέσει κανένας τα σαξόφωνα που είναι ακόμα πιο σύγχρονης κατασκευής.
Με τη βαθμιαία προσθήκη διάφορων κλειδιών, το κλαρίνο απόκτησε τη δυνατότητα να έχει μεγαλύτερη έκταση ήχου. Ο ήχος του κλαρίνου είναι ζεστός και πλούσιος.
Η παραγωγή του γίνεται από ένα καλάμι που είναι εφαρμοσμένο στο περιστόμιο του κλαρίνου και όταν ο εκτελεστής πιέσει τα χείλη του, τότε αυτό πάλλεται και αποδίδει τον ήχο.
Είναι ένα όργανο που έχει πολλούς θαυμαστές και είναι από εκείνα τα μουσικά όργανα που μόνο του ή μέσα σε ορχήστρα μπορεί ν’ αποδώσει ήχους χαρούμενους ή λυπητερούς ανάλογα με το είδος της μουσικής που παίζεται. Πολλές φορές το ακούμε να παίζει, από λαϊκό κλαρινίστα, σε γάμους και πανηγύρια.
Να εκτελεί χαρούμενους ή λεβέντικους σκοπούς. Και είναι τόσο ζωντανοί οι ήχοι που ακούγονται, ώστε ξεσηκώνουν όλους τους παρισταμένους να γλεντήσουν και να διασκεδάσουν.
Όπως το κλαρίνο, σαν όργανο, χρησιμοποιείται σε γιορταστικές εκδηλώσεις, χρησιμοποιείται, ακόμα, και σε θλιβερές.
Υπάρχουν μέρη, κυρίως χωριά, που συνοδεύουν λυπητερά γεγονότα κάτω από τους ήχους αυτού του οργάνου, που, σαν να έχει ψυχή και συμπονεί, θρηνεί μαζί με τους παρισταμένους βγάζοντας τότε ήχους θλιβερούς και πένθιμους.
Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανένας πόσο ρόλο παίζει ο εκτελεστής. Όλα εξαρτώνται από το χειρισμό που κάνει αυτός στο κλαρίνο, από την πίεση των χειλιών του και από τα συναισθήματα που τον κατέχουν.
Η έκταση του ήχου του οργάνου είναι μεγάλη αλλά για την απόδοσή της μεγαλύτερης δυνατής έκτασης και για τεχνική ευκολία των εκτελεστών, κατασκευάσθηκαν κλαρίνα σε διαφορετικά μεγέθη και τόνους.
Η φιλολογία έργων για κλαρίνο είναι αρκετά μεγάλη. Διάσημοι συνθέτες όπως ο Μότσαρτ, ο Μπραμς κ.ά., έχουν γράψει έργα για μουσική δωματίου και αρκετά κοντσέρτα.
Γι αυτό και το κλαρίνο κατέχει μια σημαντική θέση ανάμεσα στην οικογένεια των πνευστών οργάνων.

Λαούτο ή Λαγούτο


Το δημοτικό τραγούδι βρίσκεται πάντα στα χείλια του Ελληνικού λαού και φορές, φορές βγάζει μ’ αυτό τον πόνο της καρδιάς του. Το ίδιο βρίσκονται και τα λαϊκά, μουσικά όργανα που, είτε πρωταγωνιστούν είτε συνοδεύουν τις παραδοσιακές μελωδίες και τα τραγούδια.
Το λαγούτο έχει πάμπολλες φορές συνοδεύσει δημοτική ποίηση, ακριτικά τραγούδια, ακόμα και λυρική ποίηση.
Είναι ένα όργανο που αναφερόταν πολύ τα παλαιότερα χρόνια. Το βρίσκουμε σε χειρόγραφα του 16ου και 17ου αιώνα όπως στον «Ερωτόκριτο» του Βιτζέντζου Κορνάρου έργο που είναι γνωστό για την λυρική ποιητική του αξία.
«΄Ηπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτεικ’ εχτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι. Κι αιτόνος ο τραγουδιστής κι αυτός ο λαγουτάριςείναι μεγάλη δύναμις, είναι μεγάλη χάρις. Οι κορδές του λαγούτου ντου πουλλιά’ν και κιλαηδούσι.»
Το λαγούτο που είναι γνωστό ως λαούτο, λαβούτο (από το αραβικό al oud που θα πει ξύλο), παλιότερα λεγόταν και «τυφλοσούρτης» γιατί κρατούσε το ρυθμό σε κάποιο βιολί ή λύρα ή κλαρίνο.
Το ηχείο του λαγούτου στην Ελλάδα έχει σχήμα αχλαδιού, μακρύ χέρι που στην απάνω μεριά γέρνει προς τα πίσω, μακρύ χέρι που στην απάνω μεριά γέρνει προς τα πίσω, κλειδιά από τα πλάγια, διπλές χορδές στερεωμένες στο καπάκι και παίζεται μ’ ένα πενάκι (όπως λέγεται).
Στο τέλος του 19ου αιώνα το κατασκεύαζαν σε 3 μεγέθη. Σήμερα χρησιμοποιούν μόνο το μεσαίο. Οι διαστάσεις του διαφέρουν, βέβαια, ανάλογα μ’ αυτόν που θα το χρησιμοποιήσει άλλος ζητάει από τον κατασκευαστή να έχει το όργανό του πιο βαθύ ηχείο, άλλος πιο μακρύ χέρι, ή πιο κοντό.
Σε σύγκριση με όσα λαγούτα χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα, το Κρητικό λαγούτο είναι μεγαλύτερο σε μάκρος, φάρδος και βάθος.Πολλά έχει να σκεφτεί ο κατασκευαστής αυτού του οργάνου.
Κατ’ αρχήν πώς θα επιτύχει καλύτερο ήχο, σε ποιές καιρικές συνθήκες μπορεί ν’ αντέξει το ξύλο και να μη σκεβρώσει, ακόμα και την καλαίσθητη παρουσία που θα έχει όταν το παραδώσει.
Το πενάκι του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (συνήθως γύπα, αετού ή γερακιού) και στην ανάγκη από φτερό γαλοπούλας ή από πλαστικό. Μεγαλύτερης, όμως, αντοχής είναι οι πένες από φτερό αρπακτικού πουλιού.Κάθε λαουτιέρης για να είναι ασφαλής ότι θα μπορέσει να παίξει χρειάζεται το λαγούτο του, πρέπει να’ χει μαζί του και εφεδρικές πένες.Η ένταση του ήχου εξαρτάται από το παίξιμο του λαουτιέρη.
Το μαλακό παίξιμο δίνει γλυκύτερο ήχο ενώ το σκληρό δίνει δυνατό ήχο. Όλα κανονίζονται ανάλογα με το αν το λαγούτο συνοδεύει απλά τραγούδι, ή αν συνοδεύει ένα ή πολλά όργανα, αν ο χώρος είναι μεγάλος ή μικρός, ανοιχτός ή κλειστός.
Το λαγούτο σαν αρμονική συνοδεία χρησιμοποιείται, γενικά, σ’ όλη την Ελλάδα αλλά ιδιαίτερα στα νησιά και στα χωριά σε λαϊκές διασκεδάσεις, γάμους, βαφτίσια κλπ.
Η παραδοσιακή, δημώδης μουσική είναι πολύτιμη γιατί διασώζει και περνάει από γενιά σε γενιά τις ρίζες της φυλής, μαζί με τους πόνους, τους μόχθους και τους αγώνες για την απόκτηση της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας της πατρίδας μας.

Νταούλι


Το νταούλι ή αλλιώς νταβούλι, άργανο (στη Σιάτιστα και στην Ήπειρο), τοσκάνι ή τσοκάνι (στο Μεσολόγγι), τουμπί ή τουμπάκι (στα νησιά), κιόσι (στη Μ. Ασία), ταβούλι, παβούλι, τούμπανο, τουμπανέλι, είναι ένα μεμβρανόφωνο (κρουστό) που μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί σαν τον βασιλιά των παραδοσιακών κρουστών.

Πρόκειται για αρχαίο όργανο που το συναντάμε σε διάφορες μορφές σχεδόν σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη. Μαζί με τον ζουρνά αποτελούν μια μικρή ορχήστρα, την λεγόμενη ζυγιά (κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα).

Αποτελείται από ένα ξύλινο κύλινδρο το μέγεθος του οποίου διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα και τα γούστα του οργανοποιού ή του οργανοπαίχτη (νταουλιέρης).

Στα δυό ανοίγματα του κυλίνδρου τοποθετούνται με τη βοήθεια ξύλινων ή μεταλλικών στεφανιών τα δέρματα (κυρίως κατσίκας ή τράγου ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούσαν και λύκου ή γαΐδάρου), τα οποία ανάλογα με το μέγεθος του κυλίνδρου, έχουν 20 έως 60 εκατοστά απόσταση μεταξύ τους και διάμετρο 25 εκατοστά έως 1 μέτρο.

Ο παραδοσιακός τρόπος κατασκευής του κυλίνδρου απαιτούσε δύο ή περισσότερα λεπτά φύλλα ξύλου (καρυδιάς ή οξυάς), τα οποία αφού πρώτα τα άφηναν στο νερό για να μουσκέψουν, τους έδιναν κατόπιν με τη βοήθεια της φωτιάς το κυλινδρικό σχήμα.

Με μία έως τρεις μικρές τρύπες πάνω στον κύλινδρο αποφεύγεται το εύκολο σκίσιμο των δερμάτων από την πίεση που δημιουργείται στο σκάφος κατά τη διάρκεια του παιξίματος.

Τα δύο στεφάνια που συγκρατούν τα δέρματα ενώνονται και τεντώνονται με ένα σχοινί, ενώ ένα δεύτερο σχοινί, σφίγγοντας ή χαλαρώνοντας το πρώτο, βοηθάει στο κούρδισμα του οργάνου.

Η τοποθέτηση από τη μια πλευρά πιο χοντρού δέρματος απ΄ ότι στην άλλη, καθώς και το τέντωμα των σχοινιών, έχει σαν αποτέλεσμα η μία μεμβράνη να παράγει τονικά χαμηλότερο ήχο. Το νταούλι παίζεται με δύο ξύλα (νταουλόξυλα), ένα για κάθε χέρι.

Το ένα παράγει τον βαθύ ήχο, είναι χοντρό και ονομάζεται κόπανος και το άλλοείναι η βίτσα (μια λεπτή βέργα για τους τονικά ψηλότερους ήχους).

Κώστας Σκαφίδας


Ο Κώστας Σκαφίδας γεννήθηκε στα Μάρμαρα της Φθιώτιδας, και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Την καριέρα του την ξεκίνησε από την «ΤΡΙΑΝΑ» του Χειλά, μαγαζί από το οποίο πέρασαν όλοι οι μεγάλοι του Ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά αργότερα μεταπήδησε στο Δημοτικό Τραγούδι, το οποίο άνθιζε εκείνη την εποχή.
Την πρώτη του εμφάνιση την έκανε στον «ΕΛΑΤΟ», μετά την κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου 45 στροφών, ο οποίος είχε το επιτραπέζιο τραγούδι «Σιγά Λιάκο μ’ μη βιάζεσαι κάτσε να πάμε αντάμα», το οποίο τον έκανε γνωστό στο Πανελλήνιο.
Από τότε βρέθηκε στην κορυφή, πρώτο όνομα στα σχήματα των μεγαλύτερων κέντρων.
Απ’ όπου πέρασε ο Κώστας Σκαφίδας, χάλασε κόσμο, όπως και στο δικό του μαγαζί (αργότερα), το οποίο βρισκόταν στον Σταθμό Λαρίσης, στην οδό Αγίου Παύλου.
Να επισημάνουμε ότι από τότε που έκλεισε το μαγαζί του Σκαφίδα στο σταθμό Λαρίσης, χάλασε και η πιάτσα, και έχασε την αίγλη της η περιοχή των «Δημοτικών» μαγαζιών.
Από το μαγαζί στον σταθμό Λαρίσης, από τον «ΣΚΑΦΙΔΑ», πέρασαν μουσικοί, τραγουδιστές, ηθοποιοί, εφοπλιστές, βουλευτές, υπουργοί, μετανάστες, και κάθε λογής φιλόμουσοι.
Μόνιμος θαμώνας, αλλά και λάτρης του Σκαφίδα ήταν και ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης. Ο Κώστας Σκαφίδας δεν ξεχώριζε μόνο για το ότι είχε πάντα το εκλεκτότερο μουσικό και τραγουδιστικό επιτελείο.
Μόνιμοι συνεργάτες του ήταν οι Γιώργος Κόρος, Κώστας Σούκας, Βαγγέλης Κοκκώνης, Βάσω Χατζή, Άννα Τσαχάλου, Μάκης Μπέκος, και άλλοι.
Ο Κώστας Σκαφίδας, εκτός από τα «ανατολίτικα», και τα παραδοσιακά Δημοτικά τραγούδια, έχει ένα μεγάλο ρεπερτόριο που λίγοι το κατέχουν. Πρόκειται για το ρεπερτόριο της «σχολής» των Σκληρού, Ανδριανού, Γούβα, αλλά και άλλων μεγάλων του Δημοτικού τραγουδιού, ρεπερτόριο που τραγουδιέται στα χωριά της Αττικής, στη Σαλαμίνα, την Εύβοια, και σε άλλες περιοχές.
Πρόκειται για εκατοντάδες τραγούδια λαϊκά, συρτά, νησιώτικα, που δεν τα τραγουδούν πολλοί, και μάλιστα σωστά όπως ο Σκαφίδας.

Αλέκος Κιτσάκης


Ο άνθρωπος τον οποίο αποκαλούν «Αηδόνι της Ηπείρου». Ο Αλέκος Κιτσάκης γεννήθηκε στο Ριζοβούνι Πρέβεζας, το οποίο είναι γνωστό «Λάκκα Σούλι».
Σε ηλικία οκτώ μηνών ορφάνεψε από μητέρα, και ένα χρόνο αργότερα, και από πατέρα. Τον μικρό Αλέκο και τον μεγαλύτερο αδελφό του Σταύρο τους μεγάλωσε ο θείος τους Γιώργος Γιαννακάκης.
Σε ηλικία έξι χρόνων ο θειος του «σκάρισε» με την στάνη.
Ο μικρός Αλέκος, όλη την μέρα που έβοσκε τα πρόβατα ήταν με το τραγούδι στο στόμα, κάτι που έκανε τους συγχωριανούς του να καταλάβουν ότι έχει ταλέντο στο τραγούδι.
Μάλιστα τον έπαιρναν στο καφενείο, τον κερνούσαν λουκούμι, και τον έβαζαν να τραγουδήσει. Ένας μακρινός του συγγενής ο Νίκος Σουλιώτης με δυσκολία τον πήρε από τον θειο του και τον πήγε στην Αθήνα, δήθεν για καλύτερα, αλλά εκεί τον βρήκαν τα χειρότερα.
Από τσοπάνος γιδιών στα βουνά της Ηπείρου, έγινε φύλακας γουρουνιών στο Γουδί.
Ο μικρός Αλέκος διαμαρτυρήθηκε και απείλησε τον συγγενή του ότι θα ξαναπάει στο χωριό αν δε του έβρισκε άλλη δουλειά, και ο Σουλιώτης τον γνώρισε στον πρόεδρο της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας, που τον καλούσε να τραγουδάει σε κάθε εκδήλωση της.
Ο Γενικός Γραμματέας, και ταμίας της Πανηπειρωτικής είχαν πιστέψει στο ταλέντο του Αλέκου, και αποφάσισαν να τον παρουσιάσουν στο θέατρο της Κυβέλης.Έτσι, σε ηλικία 12 ετών, ο Αλέκος Κιτσάκης ντυμένος τσολιάς βγαίνει στη σκηνή και τραγουδάει την «Τζαβέλαινα», κατενθουσιάζοντας όλο το ακροατήριο.
Στην συγκεκριμένη εκδήλωση ήταν και η μεγάλη ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ, που έτρεξε να τον συγχαρεί. Όταν όμως έμαθε την ιστορία του, τον γνώρισε στη Βασίλισσα Φρειδερίκη, και της εξήγησε ότι είναι ένα φτωχό παιδί που έχει ανάγκη από βοήθεια.
Μάλιστα τον έβαλε να τραγουδήσει, και αυτό ήταν κάτι που συγκίνησε την Φρειδερίκη, η οποία πήρε τον μικρό Αλέκο στο παλάτι.
Στη συνέχεια η Πανηπειρωτική σε συνεννόηση με τη βασίλισσα τον έστειλε σε ιδιωτικό σχολείο του οποίου τα έξοδα πλήρωνε το παλάτι.
Το 1948 η Πανηπειρωτική συνεννοήθηκε με τον γενικό διευθυντή των ορφανοτροφείων, και τον έστειλε στην Κέρκυρα, στο Αχίλλειο Ίδρυμα.
Σε επίσκεψη της εκεί η Φρειδερίκη τον είδε και τον ρώτησε γιατί προτίμησε να πάει εκεί. Ο Κιτσάκης της απάντησε ότι « ήρθα να ψυχαγωγήσω τα τόσο δυστυχισμένα αδέλφια μου».
Συγκινημένη απ’ αυτή την απάντηση η Φρειδερίκη έδωσε εντολή στον γραμματέα της να του εκδώσει επί τόπου άδεια εισόδου στο παλάτι για οποιαδήποτε ώρα θελήσει.
Ο Κιτσάκης αυτή την άδεια ούτε στιγμή δεν τη θεώρησε σημαντική, σε σημείο που την πέταξε η την έχασε. Τον Σεπτέμβρη του 1949 πάει στην Πάτρα στο «Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο», όπου τελειώνει τη μέση Γεωπονική σχολή.
Το 1952 στην Αθήνα μέσω του Διευθυντή του Ηπειρωτικού Μέλλοντος και τον γνωριμιών του έρχεται σε επαφή με τον διευθυντή του Εθνικού Ωδείου τον μεγάλο ΜΑΝΩΛΗ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗ.
Όταν τον άκουσε ο Καλομοίρης, του έδωσε υποτροφία για το Εθνικό Ωδείο. Συμμαθήτρια του Κιτσάκη ήταν η υψίφωνος Αντιγόνη Σγούρδα, ενώ φωνητικά του έκανε η Μάγγη Καρατζά, η οποία ήταν συνεργάτιδα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ.
Όλα αυτά ήταν καλά, αλλά και η φτώχια ήταν φτώχια.
Για καλή του τύχη μια μέρα που τραγουδούσε σε μια εκδήλωση της Πανηπειρωτικής, τον άκουσε ο τότε διευθυντής του Ε.Ι.Ρ και τον προσέλαβε να τραγουδάει δυο φορές την εβδομάδα στο ραδιόφωνο.
Βρισκόμαστε στα 1953, και δυο χρόνια μετά, το 1955 «Γραμμοφώνησε» τα πρώτα του τραγούδια. Το ξεκίνημα είχε γίνει, και ο Αλέκος Κιτσάκης έγινε αποδεκτός από το Πανελλήνιο.
Εδώ πρέπει να επισημάνω ότι ο Αλέκος Κιτσάκης εκτός από μεγάλος τραγουδιστής, είναι και ένας «πολυγραφότατος» στιχουργός δημοτικών τραγουδιών, αλλά και συνθέτης, και έχει υμνήσει την πατρίδα του την Ήπειρο σε μεγάλο βαθμό.
Στα 100 τραγούδια του, τα 80 μιλούν για την Ήπειρο, και για τους Ηπειρώτες, κάτι που έκανε τους Ηπειρώτες σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη να τον λατρεύουν και να τον καλούν σε όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις.
Μια από τις έξι φορές που πήγε στην Αυστραλία, το 1983, έδωσε συναυλία σε ανοικτό χώρο και μάζεψε 120.000 κόσμο.
Αυτό το γεγονός έκανε μια εφημερίδα της ομογένειας να γράψει:
«Η επίσκεψη του μεγάλου Έλληνα τραγουδιστή Αλέκου Κιτσάκη στην Αυστραλία, επισκίασε και αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Μάκης Χριστοδουλόπουλος


Ένας από τους σημαντικούς μουσικούς, και ερμηνευτές του Δημοτικού μας τραγουδιού, είναι και ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος.
Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Σώστης, κοντά στην Αμαλιάδα από φτωχή τσιγγάνικη οικογένεια.
Το πρώτο επάγγελμα που έκανε σε ηλικία 8 χρόνων, ήταν να πλέκει καλάθια, τα οποία πουλούσε στα διάφορα «εμποροζωοπανηγύρια».
Η τσιγγάνικη καταγωγή του θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και η αιτία που από μικρός είχε κλίση στα όργανα.Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος παίζει ΟΛΑ τα όργανα, αλλά το βασικό του είναι το κλαρίνο.
Το κλαρίνο το ξεκίνησε σε ηλικία 13 ετών, και το εγκατέλειψε στα τριάντα του, που καθιερώθηκε σαν τραγουδιστής. Ο άνθρωπος που τον έπεισε να γίνει τραγουδιστής ήταν ο Βασίλης Σαλέας, ο οποίος πίστευε πολύ στο ταλέντο και στη φωνή του Μάκη.
Ο Μάκης όμως μέχρι τότε ήταν καθιερωμένος κλαρινίστας, και όπως ήταν φυσικό είχε κάποιους δισταγμούς στο να αφήσει το όργανο και να ασχοληθεί μόνο με το τραγούδι. Τελικά πήρε την απόφαση να τραγουδήσει.
Έκανε μερικά μικρά δισκάκια, δυστυχώς όμως δεν ακούστηκε ιδιαίτερα, γιατί εκείνη την εποχή την εποχή μεσουρανούσαν οι Σκαφίδας, Κωνσταντίνου, Κάβουρας, Σοφία Κολλητήρη, ο Καρναβάς, ο Κιτσάκης, με λίγα λόγια, τα «μεγαθήρια» της εποχής, και δεν ήταν εύκολο να φανεί ένας νέος τραγουδιστής, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν και «ψημένος» στο Δημοτικό Τραγούδι.
Το πρώτο του τραγούδι ήταν ένα τσάμικο, το «Μη μαρτυράς το γείτονα».
Το πέρασμα του χρόνου λειτούργησε υπέρ του Μάκη Χριστοδουλόπουλου, με αποτέλεσμα κάθε μέρα να κερδίζει έδαφος.
Το 1976 το καλοκαίρι συγκλονίζει το χώρο με έναν μεγάλο δίσκο, ο οποίος κυριολεκτικά «σάρωσε». Σε λίγες μόνο εβδομάδες το όνομα του ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα, και οι δίσκοι του έγιναν ανάρπαστοι
.Το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς που άνοιξαν τα κλαρίνα, βρίσκουμε τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο ΠΡΩΤΟ ΟΝΟΜΑ στην «ΛΑΦΙΝΑ», ένα μαγαζί που το είχαν ο Κώστας Γιακές, και ο Τάσος Κωστόπουλος.
Το μαγαζί ήταν κάθε μέρα ασφυκτικά γεμάτο, ενώ το όνομα του Μάκη απασχολούσε πλέον και όλα τα μεγάλα μαγαζιά.
Το 1978 δυο επιχειρηματίες έφτιαξαν στο Γαλάτσι ένα καινούργιο μαγαζί, μοναδικό για εκείνα τα χρόνια.
Τις «ΕΣΠΕΡΙΔΕΣ», και όπως ήταν φυσικό, πρώτο όνομα είναι ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος.Μαζί του, η Βάσω Χατζή, η Άννα Τσαχάλου, ο Γιώργος Κόρος, ο Βασίλης Σαλέας, ο Κώστας Σούκας, και ο Φώτης Τσιλιπάνος.
Με λίγα λόγια οι «ΕΣΠΕΡΙΔΕΣ» είχαν όλη την αφρόκρεμα των ανερχόμενων καλλιτεχνών του Δημοτικού τραγουδιού, οι οποίοι είχαν κάνει στροφή στο «τσιφτετέλι», και είχαν αποκτήσει πολλούς οπαδούς.
Τα τραγούδια που έγιναν τότε σουξέ, ήταν «Η τσιγγάνα», και το «Γύρνα κοντά μου», τα οποία ήταν τσιφτετέλια. Στο δίσκο όμως υπάρχουν και δυο «καμπίσια» τα οποία ίσως και να είναι από τις ωραιότερες εκτελέσεις δημοτικών τραγουδιών από τον Μάκη.
Είναι τα τραγούδια «Μια ματζουράνα σήμερα», και το «Αρρώστησα μωρέ παιδιά».
Και με τα δυο αυτά τραγούδια, ο Χριστοδουλόπουλος καθηλώνει ακόμα και κάποιον που δεν ακούει δημοτικά.
Με το δίσκο αυτό ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος πείθει και ενισχύει τόσο τους οπαδούς του δημοτικού τραγουδιού, όσο και του τσιφτετελιού. Στον δίσκο αυτό κλαρίνο παίζει ο Μάκης Βασιλειάδης, βιολί ο Γιώργος Κόρος, κιθάρα ο Κώστας Γιακές, λαγούτο ο Κώστας Πίτσος, και κρουστά ο Ματθαίος Μπαλαμπάνης.
Επίσης, μια φανταστική ερμηνεία, και ταυτόχρονα ένα «δείγμα» των φωνητικών δυνατοτήτων του Μάκη Χριστοδουλόπουλου είναι και το τσάμικο «Γύρνα απ’ τα ξένα αδελφέ».
Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, κάποια στιγμή έκανε στροφή προς το λαϊκό τραγούδι, όπου και μέχρι σήμερα γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Πάντα όμως συναναστρέφεται με τους μουσικούς και τους τραγουδιστές του Δημοτικού Τραγουδιού, και μάλιστα μαζί τους συμμετέχει σε πανηγύρια.

Κάλαντα - Παινέματα

Τα Κάλαντα, και τα «Παινέματα», είναι ένα έθιμο που όσο περνά ο καιρός, αλλάζει, και τείνει να χαθεί. Τέτοιες μέρες, όταν έβγαιναν τα παιδιά παλιά να ψάλουν τα κάλαντα, μεταξύ άλλων έψαλαν και τα λεγόμενα «παινέματᨻ, τα οποία θα έκαναν τους νοικοκυραίους να δώσουν στους καλαντιστές μεγάλο κέρασμα. Ο Fauriel στη μελέτη του για τα δημοτικά τραγούδια, είχε γράψει τον εξής ορισμό για τα κάλαντα. «Τα άσματα του αγερμού, άτινα εις τακτάς ημέρας του έτους τραγουδούν όμιλοι παίδων περιερχόμενοι από θύρας εις θύραν προς συλλογήν μικρών φιλοδωρημάτων εις είδη, η κερμάτια, στενήν έχουν συνάφειαν προς συνηθείας της αρχαίας λατρείας, διότι κατάδηλος είναι η συγγένεια τούτων προς τα αρχαία έθιμα της «ειρεσιώνης», του κορωνίσματος, του χελιδονίσματος.Και δεν έχουν μόνον το θέμα όμοιον τα άσματα ταύτα προς τα αντίστοιχα αρχαία, αλλ’ ομοίαν έχουν και την σύνθεσιν, καθώς και τον χαρακτήρα και την ουσίαν των εκφραζομένων συναισθημάτων και εννοιών. Και εις τα’ αρχαία όπως και στα σημερινά, τα αυτά εγκώμια επιδαψιλεύονται εις εκείνον προς ον υποβάλλεται η αίτησις, αι αυταί φιλικαί ευχαί υπέρ ευημερίας του οίκου του. Αυτά γράφει ο Fauriel σαν ορισμό των Καλάντων, μελετώντας την Ελληνική Παράδοση και τα Δημοτικά μας τραγούδια. Ας γνωρίσουμε μερικά από τα «παινέματα» που περιλαμβάνονται στα κάλαντα. ΣΤΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ. «Αφέντη όντας γεννήθηκες σε θρέφαν τα λιοντάρια, κι εβγήκες ο ξεδιαλεχτός μέσα στα παλικάρια». ΣΤΟ ΓΕΩΡΓΟ.»Εσένα πρέπει αφέντη μου, το άξιο ζευγάρι, το άξιο το περήφανο, και το στεφανωμένο. Ας ειν’ καλά τα’ αλέτρι σου, Θεός να το πλουταίνει, για να θερίζεις σταυρωτά, να δένεις αντριωμένα». ΣΤΟΝ ΠΡΟΕΣΤΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ. «Αφέντη μου στα σπίτια σου χρυσές καντήλες φέγγουν, φέγγουν στους ξένους να δειπνούν, στους ξένους να πλαγιάζουν, φέγγει και μια στο ταίρι σου να στρώνει να κοιμάστε, απάνου στα τριαντάφυλλα, κι απάνου στα μιμίτσια». ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ. «Αυτά τα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαροχτισμένα, με τις μεγάλες τις αυλές και τις πλακοστρωμένες, να ‘χουν και χίλια πρόβατα, και πεντακόσια γίδια, να ‘χουν ζευγάρια είκοσι, και δεκαοκτώ φοράδες, να ‘χουν γελάδες εκατό, κι αμπάρια φορτωμένα, να μπαινοβγαίνουν οι δικοί, οι φίλοι να μη λείπουν, κι όσοι διαβάτες απερνούν, να τρώνε να κοιμώνται».Αυτά είναι μερικά από τα «παινέματα», τα οποία λεγανε παλιά μαζί με τα κάλαντα. Σήμερα δυστυχώς δεν ακούγονται πια.

Ελένη Λαβίδα - Βιτάλη


Μια ακόμα μεγάλη τραγουδίστρια, έχει σειρά σ’ αυτό το αφιέρωμα.
Δεν είναι από τις «παλιές».
Το ξεκίνημα της όμως, το έκανε μέσα από το Δημοτικό τραγούδι! Έχει αγαπηθεί από μικρούς και μεγάλους, και έχει ερμηνεύσει ΟΤΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ υπάρχει στο πεντάγραμμο!
Με την παρουσίαση αυτή, θα βάλουμε και κάποια πράγματα στην θέση τους, και συγκεκριμένα όσους ισχυριζόταν ότι η τραγουδίστρια αυτή, ξεκίνησε δίπλα στον ΑΡΓΥΡΗ ΚΟΥΝΑΔΗ. Αυτό δεν είναι αλήθεια.
Σας παρουσιάζουμε την ΕΛΕΝΗ ΛΑΒΙΔΑ, ποιο γνωστή σαν ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ!
Θα μπορούσαμε να πούμε ανεπιφύλακτα, ότι πρόκειται για μια από τις Κορυφαίες φυσιογνωμίες της Ελληνικής μουσικής!
Γεννήθηκε στην Αθήνα, και προέρχεται από μια απ' τις παλαιότερες οικογένειες Λαϊκών Μουσικών στη χώρα μας.
Πατέρας της ήταν ο ΤΑΚΗΣ ΛΑΒΙΔΑΣ, γνωστός μουσικοσυνθέτης, που έπαιζε σαντούρι. Από πολύ μικρή ηλικία, είχε σαν άκουσμα εκτός από τα δημοτικά τραγούδια, τραγούδια Αραβικά, Ρουμάνικα, Ουγγαρέζικα, Ρώσικα, Τσιγγάνικα, Τούρκικα, και γενικότερα τραγούδια απ' όλο τον κόσμο!
Αυτά τα τραγούδια, και τις μουσικές (χόρες, μαζούρκες, συρτά, τσιφτετέλια, δημοτικά, ζειμπέκικα), τα έπαιζε ο πατέρας της μαζί με τους θειους της στα διάφορα γλέντια, αλλά και στις πρόβες όπου έπαιζε ντέφι η ίδια, και τραγουδούσε.
Σε ηλικία δεκατριών χρόνων, πρωτοεμφανίστηκε επαγγελματικά με δημοτικό συγκρότημα, και για επτά χρόνια, δούλεψε κυρίως με δημοτικά συγκροτήματα, και με σπουδαίους μουσικούς και τραγουδιστές, όπως οι :ΤΑΣΟΣ ΧΑΛΚΙΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΟΥΚΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΓΟΥΔΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΑΛΕΑΣ (θειος του σημερινού σολίστα), ΦΩΤΗΣ ΧΑΛΚΙΑΣ, ΑΛΕΚΟΣ ΚΙΤΣΑΚΗΣ, ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΛΗΤΗΡΗ, και άλλοι.
Το 1973, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην δισκογραφία, τραγουδώντας έναν δίσκο με δημοτικά τραγούδια, στον οποίο μάλιστα συμμετέχει ο ΜΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ενώ κλαρίνο παίζει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΟΥΚΑΣ!
Την ίδια χρονιά, ερμηνεύει τρεις μπαλάντες των Αργύρη Κουνάδη και Βαγγέλη Γκούφα, στο δίσκο "Δεν περισσεύει υπομονή", με την αξέχαστη ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ, και τον Σταύρο Πασπαράκη.
Μ' αυτές τις μπαλάντες, κάνει το "πέρασμα" σε έναν άλλον χώρο του τραγουδιού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι "αποκόπηκε" από το δημοτικό τραγούδι, και τους ανθρώπους του!
Εκτός από μεγάλη καλλιτέχνιδα, η ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ είναι μια προσωπικότητα που έχει άποψη για όλα τα πράγματα, τα οποία αντιμετωπίζει με εντελώς "πρωτόγνωρο" τρόπο για καλλιτέχνη!
Η ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ, σε εποχές που τα "σουξέ" της ακουγόταν παντού, και απ' όλους, έκανε μόνο λίγες και επιλεγμένες εμφανίσεις, και κράτησε το ύφος και το επίπεδο της ψηλά! Αυτή είναι η ΕΛΕΝΗ ΛΑΒΙΔΑ, η ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ!

Τάσος Χαλκιάς


Παιδί της ξακουστής ηπειρώτικης μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων (γεννήθηκε το 1914 στη Γρανιτσοπούλα της Ηπείρου), από πολύ νωρίς έδεσε τη ζωή του με το κλαρίνο. Έχοντας χάσει πολύ μικρός την αδελφή και τον πατέρα του, έμαθε τα ηπειρώτικα μοιρολόγια από τη μητέρα του. «Ότι κι αν γίνει στην Ήπειρο το μοιρολόι ταιριάζει», έλεγε χρόνια αργότερα ο μπάρμπα - Τάσος και εξηγούσε: «...Ταξίδευε τότε ο κόσμος, χανότανε για πολλά χρόνια κι είναι ο σπουδαιότερος λόγος που να μην μπορεί κανείς να ξεχάσει τις γυναίκες που περίμεναν και το 'ριχναν στο μοιρολόι. Έχω μέσα μου κρατήσει πολύ δυνατά αυτή την εικόνα. Με πηγαίνει στον τόπο μου, θυμάμαι, όλα είναι επάνω μου εκείνη τη στιγμή, όποτε τ' ακούσω να το λένε καλά ή όποτε το παίζω κλαίγοντας από χαρά. Εκείνη τη στιγμή όλη η Ήπειρος είναι πάνω μου: η μάνα μου, τ' αδέλφια μου, φίλοι και άλλοι πολλοί γιατί απ' όλα έχω περάσει!...».Έφηβος ακόμη παίζει σε πανηγύρια, ενώ το 1930 δημιουργεί με τα αδέλφια του το συγκρότημα «Τα μαύρα πουλιά». Το 1941 βομβαρδίζεται το χωριό του, σκοτώνονται η γυναίκα και τα δυο παιδιά τους και ο ίδιος τραυματισμένος νοσηλεύεται στην Αθήνα. Το '42 επιστρέφει στα Γιάννενα, κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ και τοποθετείται στον εφεδρικό. Το '43 ξαναπαντρεύεται και γίνεται και πάλι πατέρας. Το 1951 αρχίζει τις ηχογραφήσεις στην «Κολούμπια». Ακολουθούν η ηχογράφηση 80 τραγουδιών για το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών και ταξίδια του σε Αίγυπτο και Αμερική, όπου παραμένει για μεγάλα διαστήματα. Το κλαρίνο του συγκλονίζει ακόμη και τον μεγάλο τζαζίστα Μπένι Γκούντμαν, που δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο Τ. Χαλκιάς δεν ξέρει να διαβάζει νότες. Εκεί ηχογραφεί 100 περίπου τραγούδια, ενώ ένα μοιρολόι του χρησιμοποιείται στην ταινία «Αντι» του Σεραφιάν. Στην Ελλάδα επιστρέφει μόνιμα το 1966.Ο Τάσος Χαλκιάς υπήρξε όχι μόνον κορυφαίος οργανοπαίχτης, αλλά και συνθέτης. Μεταξύ άλλων, έγραψε εξαίρετη μουσική για την παράσταση του «Αίαντα» του (1972). Εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Α` Διεθνές Φεστιβάλ Τεχνών στη Γαλλία (1972), ενώ το 1979 συμμετείχε στο διεθνές συνέδριο του Ζάγκρεμπ. Μετέφερε τη μαγεία της τέχνης του σε διάφορα φεστιβάλ, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Για την προσφορά του τον τίμησαν δεκάδες σύλλογοι - ανάμεσά τους η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία. Κορυφαία στιγμή η συναυλία - γιορτή για τα 125 χρόνια της μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων, το 1982, στο Λυκαβηττό.«Στο κλαρίνο του Χαλκιά βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει, χορεύει η Ελλάδα», είχε πει ο Γιάννης Ρίτσος. «Όλη η ψυχή της πολυβασανισμένης Ρωμιοσύνης βρίσκεται στο κλαρίνο του», ανέφερε ο Μίκης Θεοδωράκης. Σημειώνοντας πως είναι «από εκείνους που μια πραγματικά λαοπρόβλητη πολιτεία θα έπρεπε να τους έχει στο Εθνικό Μουσείο των ζωντανών». Όμως παρ' όλη τη μεγάλη προσφορά του, ο Τάσος Χαλκιάς «έφυγε» με ένα μεγάλο παράπονο. Η σύνταξη που είχε ζητήσει από την πολιτεία δεν του δόθηκε ποτέ, καθώς οι αιτήσεις του γι' αυτήν απορρίφθηκαν, επειδή δε συγκέντρωνε τα τυπικά προσόντα (!).

Καριοφύλης Δοιτσίδης




Ένας δημιουργός-ερμηνευτής του δημοτικού μας τραγουδιού, και συγκεκριμένα του ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΟΥ, είναι ο ΚΑΡΙΟΦΥΛΗΣ ΔΟΙΤΣΙΔΗΣ.
Ο Καριοφύλης Δοιτσίδης, γεννήθηκε στην Καρωτή Διδυμοτείχου Έβρου, από αγρότες γονείς. Στα εφηβικά του χρόνια άρχισε να ασχολείται με τη μουσική.
Γύρω στα 1950, αποκτά το πρώτο του ούτι, και αφού με κάποιο τρόπο μαθαίνει να το κουρδίζει σωστά, "βυθίζεται" μόνος, αυτοδίδακτος, στην μελέτη της Παραδοσιακής μουσικής. Μαθαίνει εκατοντάδες τραγούδια από τους γέροντες της Θράκης, και περνά όσο ελεύθερο χρόνο έχει παίζοντας ούτι, αλλά και δημιουργώντας "μουσικές εισαγωγές και ταξίμια"!
Οι πρώτες του εμφανίσεις, έγιναν σε καφενεία του χωριού του, όπου διασκέδαζε τους συγχωριανούς του κατά την διάρκεια των μεγάλων χειμωνιάτικων νυχτών! Λίγο αργότερα, άρχισε να παίζει και να τραγουδά σε γάμους, αρραβώνες, και πανηγύρια.
Το 1960, δημιουργεί ένα μουσικοχορευτικό συγκρότημα, και αρχίζει να ηχογραφεί εκπομπές στο ραδιοφωνικό σταθμό της Κομοτηνής, καθώς και να εμφανίζεται σε διάφορες Πολιτιστικές Εκδηλώσεις της Θράκης. Το 1961, μετά από πρόσκληση δισκογραφικής εταιρίας, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου ηχογραφεί σε 45 άρια δισκάκια Θρακιώτικα τραγούδια (Σ' αυτό τ' αλώνι το φαρδύ, Αλάργα ξεμνη το χορό και άλλα πολλά). Το 1965, πήρε μέρος σε ένα Φεστιβάλ Φολκλορικής Μουσικής στη Σόφια, απ' όπου και απέσπασε το Πρώτο βραβείο. Το 1968, τον προσκάλεσε η ΔΩΡΑ ΣΤΡΑΤΟΥ στο Θέατρο Φιλοπάππου, και από εκεί ξεκίνησε μια συνεργασία η οποία κράτησε μέχρι το 1973. Έχουν ήδη ανοίξει οι "μεγάλες πόρτες" για την καλλιτεχνική του πορεία, κάνει ταξίδια σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, στην Ασία, στην Αμερική, στη Ρωσία (όπου για ένα μήνα συνεργάστηκε με την Μαρίζα Κωχ στην τελευταία)! Μετά από αρκετό καιρό, τον βρίσκουμε έχοντας επιστρέψει απ' τα ταξίδια του, να συνεργάζεται με τον συνθέτη ΧΡΗΣΤΟ ΛΕΟΝΤΗ σε μπουάτ στην Πλάκα, και σε διάφορα θεατρικά έργα παίζοντας ούτι. Ο Καριοφύλης Δοιτσίδης, έχει στο ρεπερτόριο του γύρω στα 3500 τραγούδια της Θράκης, πολλά από τα οποία έχει ηχογραφήσει σε πολλούς μικρούς αλλά και σε 15 μεγάλους δίσκους! Το 1985, η Γαλλική Ακαδημία, βραβεύει το νούμερο 11" δίσκο του, με το πρώτο βραβείο καλύτερης Φολκλορικής μουσικής. Ο Καρυοφίλης Δοιτσίδης, έχει στην προσπάθεια του για την διάσωση, και διάδοση των τραγουδιών της Θράκης, πολύτιμα στηρίγματα, τις δυο του κόρες Θεοπούλα, και Λαμπριάννα, οι οποίες τον ακολούθησαν σ' αυτόν τον δύσκολο αγώνα! Για δεκαπέντε χρόνια, είχε ένα Θρακιώτικο στέκι παραδοσιακής μουσικής, και μέχρι και τελευταία, εμφανιζόταν σε διάφορα νυχτερινά κέντρα δημοτικής μουσικής, αλλά και σε πολιτιστικές εκδηλώσεις σε Ελλάδα, και Εξωτερικό!

Χρόνης Αηδονίδης


Ο πιο γνωστός σύγχρονος Θρακιώτης τραγουδιστής με πανελλήνια ακτινοβολία και απήχηση, γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1928 στην Καρωτή, ένα μικρό χωριό περιτριγυρισμένο από λόφους, στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας του Ερυθροπόταμου, 8-9 χιλιόμετρα από το Διδυμότειχο. Τουρκοκρατούμενη αυτή η περιοχή της Θράκης μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, περιλαμβάνει κυρίως πεδινά γεωργοκτηνοτροφικά χωριά.
Στην Καρωτή ήρθε να εγκατάσταθεί μόνιμα ο προπάππος του (από την πλευρά του πατέρα του) φεύγοντας από την Αδριανούπολη.
Ο πατέρας του Χρόνη, Xρήστος Αηδονίδης (1901-1991), το γένος Δοϊτσίδη, ήταν ένας από τους λίγους κατοίκους της περιοχής που έμαθε γράμματα σε κείνους τους δύσκολους χρόνους (άσκησε περιστασιακά και τα καθήκοντα του δασκάλου).
Έπίστρατος στη Μικρασιατική εκστρατεία, έταξε τον εαυτό του να υπηρετήσει τον Αϊ-Γιώργη άμα γλιτώσει απ' τον πόλεμο και επιστρέφοντας στο χωριό του σώος, χειροτονείται ίερεας.
Ο παπα-Χρήστος είναι αυτός που θα δώσει τα πρώτα μαθήματα ψαλτικής στον μικρό του γιό.
Ο Πολύχρόνης Αηδονίδης ανατράφηκε ακούγοντας τους παραδοσιακούς σκοπούς και τα τραγούδια που τραγουδούσε η μητέρα του, η παπαδιά.
Η κυρα-Χρυσάνθη (γ.1905) είναι από τα Βρυσικά, χωριό που το χωρίζει από την Καρωτή ο Ερυθροπόταμος. Καλλίφωνη, επηρεασμένη από την εκκλησιαστική μουσική (μιας κι έψελνε κιόλας) και τα αργά τραγούδια της Αν.Θράκης, σοβαρή, δραστήρια και καλλιεργημένη, ήταν πάντα καλοδεχούμενη στους χορούς που γίνονταν στο ύπαιθρο και περιζήτητη στους γάμους και τις γιορτές, γιατί τραγουδούσε καλά και ήξερε το τυπικό.
Αυτή άνοιγε συνήθως το γαμήλιο γλέντι με κάποιον αργό τραπεζικό σκοπό. Στους χορούς που τελούνταν στο χοροστάσι ή το μισοχώρι όπως ελεγαν την πλατεία του χωριού, πρωτοστατούσαν συνήθως τέσσερις γυναικείες φωνές χωρισμένες σε δυο ζευγάρια, το πρώτο κοντά στο κεφάλι του χορού και το δεύτερο στη μέση Τραγουδούσαν δυνατά και στην ψηλότερη περιοχή της φωνής τους για να ακούγονται και να κρατούν το χορό στο ρυθμό, δίνοντας έτσι έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στο τραγούδι.
Αυτό το άκουσμα ταίριαζε και με την γκάιντα ή το καβάλι (μακριά ξύλινη φλογέρα), όργανα που συνήθως συνόδευαν το γλέντι όταν άναβε για τα καλά.Έτσι ο μικρος Χρόνης, δευτερότoκoς γιος και αδυναμία της κυρα-Χρυσάνθης, διαμόρφωνε κοντά της με αβίαστο και σίγουρο τρόπο το μουσικό του αισθητήριο.
Στα χωράφια, που από μικρός συνόδευε τους γονείς του για να βοηθήσει στις αγροτικές δουλειές, άκουγε τους μερακλήδες να τραγουδούν και τύπωνε τα τραγούδια τους, χωρίς να του έχει περάσει από το νου οτι κάποια μέρα θα τα τραγουδούσε.
Επίσης, από μικρός πήγαινε στην εκκλησία και άρχισε δειλά-δειλά να ψέλνει κάποια εύκολα τροπάρια, γοητευμένος με κάθε τι που είχε σχέση με τη φωνή και τους "μαλακούς" ήχους. Τότε, όλα τα γλέντια στο χωριό τα στήριζε το τραγούδι με σκέτες φωνές και μερικές φορές με γκάιντα - σπάνια με καβάλι και λύρα.
Στις μεγάλες γιορτές έρχονταν λαλήματα, συνήθως ζουρνάδες με νταούλια ή κομπανίες με βιολιά και κλαρίνα, τα γκαρνέτα οπως τα έλεγαν. 'Όταν για πρώτη φορά είδε στο χωριό κομπανία (ένα ούτι μ' ενα βιολί), ο οκτάχρονος Χρόνης δεν πήγε σπίτι όλη την ημέρα. Καθισμένος έξω από το καφενείο, ένιωσε να τον συνεπαίρνει ο πρωτόγνωρος ήχος των "μαλακων" οργάνων με τους γλυκείς σκοπούς.
Είχαν λεπτό και μαλακό ήχο σε σχέση με τους τραχείς και χοντρόφωνους ζουρνάδες.
Του φαινόταν πως άκουγε θείκή μουσική. Όμως η μάνα του τον ήθελε να γίνει παπάς ή ψάλτης, όχι τραγουδιστής. '
Άλλωστε τότε ποιός το έβαζε στο νου του να γίνει τραγουδιστής;
Αυτά τα τραγούδια δεν τα λογάριαζαν, δεν τα εκτιμούσαν ως εκφράσεις μιας λαϊκής τέχνης με αξιώσεις αισθητικής απόλαυσης, τα βλέπαν μόνον από τη σκοπιά της κoινωνικής τους λειτουργίας και σαν τέτοια τα χαίρονταν.
Γι' αυτό, θα πει χαρακτηριστικα η κυρα-Χρυσάνθη, απηχώντας αντιλήψεις μιας άλλης επoχής: "Ποιός θα προκόψει μ' αυτά τα τραγούδια";
Τα δύσκολα -ιδιαίτερα στον Έβρο- χρόνια της Kατoχής και του 'Εμφύλιου βρίσκουν τον Χρόνη στο Διδυμότειχο, μαθητή στο τοπικό Γυμνάσιο. Εδώ παίρνει και τα πρώτα συστηματικά μαθήματα βυζαντινής μoυσικής από τον σπουδαίο ανατολικοθρακιώτη πρωτοψάλτη Μιχάλη Κεφαλοκόπτη, ενώ παράλληλα μαθαίνει θεωρητικά πλάι στον ψάλτη Μανάκα.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο το 1948, υπηρετεί για ενα χρόνο ως κοινοτικός δάσκαλος στα Πετρωτά, το τελευταίο χωριό προς Βορρά πριν τη βουλγαρική μεθόριο, ενώ το 1949 βρίσκεται στην "παιδούπολη" της Ρόδου, σε αναζήτηση επαγγελματικού προσανατολισμού και απόκατάστασης.
Στη συνέχεια κατάλήγει στην Αθήνα ψάχνοντας για δουλειά. Τον Μάρτιο του 1950 προσλαμβάνεται στο "Σισμανόγλειο" Νοσοκομείο και, αφού περάσει από διάφορες θέσεις και υπηρετήσει επί σειρα ετών στο λογιστήριο, συνταξιοδοτείται τον Απρίλιο του 1988.
Εδώ, στο Σισμανόγλειο, ήρθαν και τον βρηκαν, το καλοκαιρι του 1953, ο λογογράφος Π. Παπαχριστοδούλου μαζί με τον μουσικό Παντελή Καβακόπουλο, οι οποίοι αναζητούσαν έναν καλό θρακιώτη τραγουδιστή για την εκπομπή πού είχαν στο ραδιόφωνο με παραδοσιακά τραγούδια.
"Εγώ αυτά τα τραγούδια ντρέπομαι να τα πω", ήταν η πρώτη αντίδρασή του. "Που να ανοίξεις το στόμα σου να πεις τραγούδι, έξω από τη Θράκη", εξομολογείται ο ίδιος. Χρειάστηκε λοιπόν, αρκετή προσπάθεια και η επιστράτευση του κύρους του γυμνασιάρχη Παπαχριστοδούλου, για να πεισθεί ο νεαρός Χρόνης να ξεπεράσει τους ενδοιασμούς του και να τραγουδήσει.
Όμως η πρώτη ραδιοφωνική του εκπομπή τον Οκτώβριο του '53 είχε τέτοια απήχηση, που δεν άφηνε πιά περιθώριο για υπαναχωρήσεις. Έτσι, από τότε και για τρία περίπου χρόνια συμμετείχε σε εκπομπές με τη χορωδία και την ορχήστρα του Π. Καβακόπουλου.
Τα ραδιόφωνα είχαν αρχίσει ήδη να διαδίδονται στην επαρχία και ήταν η πρωτη φορά που ακούγονται τα τραγούδια των αγροτικών περιοχών της Ελλάδας πέρα από τα στενά γεωγραφικά τους όρια.
Ήταν το έναυσμα που έδωσε την ευκαιρία σε μουσικούς, οργανοπαίκτες και μερακλήδες να μάθουν τι πλούτος υπήρχε δίπλα τους. 'Έτσι και στην περίπτωση του Χρόνη Αηδονίδη ήταν η πρώτη φορά που τα τραγούδια της Δυτ.Θράκης ακούστηκαν στον τόπο τους αλλά και σε πανελλαδική κλίμακα, και μάλιστα με συνοδεία ορχήστρας παραδοσιακών οργάνων.
Βέβαια, για τις ανάγκες της εκπομπής, η ορχήστρα, με μικρες αλλαγές, έπαιζε σκοπούς και τραγούδια απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας. Αν και συμμετείχαν σε αυτή την ορχήστρα πολύ καλοί μουσικοί, το τελικό αποτέλεσμα ήταν η ομογενοποίηση,κατά κάποιο τρόπο, του ύφους της εκτέλεσης.
Το πρόβλημα εντοπιζόταν περισσότερο στις περιοχές που εΙχαν ιδιόμορφο μουσικό "χρώμα", όπως η Δυτ. Θράκη με σκοπούς και ρυθμούς που "ξένιζαν". Παρ' όλα αυτά ο τρόπος που παρουσιάζονταν τα τραγούδια, από το έγκυροκαι παντοδύναμο εκείνη την εποχη ραδιόφωνο, διέπλασε μια μουσική αισθητική και δημιούργησε άνα επίπεδο αναφοράς.
Σ' αυτό τα πλαίσιο, η μουσική συμβολή του ραδιοφώνου και ειδικότερα του τραγουδιστή Χρόνη Αηδονίδη στη διαμόρφωση αυτόύ που σήμερα εννοούμε ως "θρακιώτικο ύφος", υπήρξε αναμφισβήτητα σημαντική.
Σημειώνουμε εδώ ένα ακόμη γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία της πρώτης παρουσίας του Χρόνη Αηδονίδη: μέχρι εκείνη την εποχή δεν είχαμε καθόλου θρακιώτικη δισκογραφία (78 και 45 στροφών), αντίθετα με άλλες περιοχές όπως η Νότια Ελλάδα, η Ήπειρος, η Κρήτη και η Μ.Ασία.
Έτσι, η Θράκη ευτύχησε να βρει έναν μεγάλο έρμηηνευτή από την αρχή ήδη της διάδοσης της μουσικής της απ' τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.Άξιζει ίσως να υπενθυμίσουμε οτι από τους θρακιώτες τραγουδιστές μόνο δύο (που είναι και οι σημαντικότεροι) έτυχε να γίνουν γνωστοί σε πανελλήνια κλίμακα: οι Χρόνης Αηδoνίδης και Καριοφύλλης Δοϊτσίδης, οι οποίοι ουσιαστικα διαμόρφωσαν το υφος του θρακιώτικου τραγουδιου σήμερα.
Είναι αραγε τυχαίο το γεγονός οτι και οι δύο (μαζι με τον νεότερό τους Βαγγέλη Δημούδη) κατάγονται από το ιδιο χωριό, την Καρωτή;
Πάντως, αυτό το γεγονός εΙχε ώς συνέπεια, αν και οχι προφανή, το μουσικο υφος και το ρεπερτόριο της Καρωτης να απόκτήσει δυσαναλογα μεγάλη βαρύτητα στη διαμόρφωση του προς τα εξω μουσικου προσώπου της Δυτ. Θράκης.
Ή περιορισμένη απήχηση των λοιπών ντόπιων μουσικών και τραγουδιστών, ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική τους αξία, οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους:α. Ή δισκογραφία τους , σημαντικα μικρότερη, ερχεται χρονικα πολύ αργότερα από αυτήν του Χρόνη Αηδονίδη και του Καριοφύλλη Δοϊτσίδη, ενώ κυκλοφορεί συνήθως μόνο στην περιoχή της Θράκης.
Το σημαντικότερο όμως είναι οτι, πέρα από τη Θράκη, δεν υποστηρίζουν την καλλιτεχνική παρουσία τους στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα με δισκογραφία πλατιάς κυκλοφορίας, με συναυλίες και με τακτικές εμφανίσεις στο κεντρικό κρατικό ραδιόφωνο και κυρίως στην τηλεόραση.
Μετά το πρώτο ξεκίνημα, σιγά-σιγά σμιλεύεται η εκφραστική ωριμότητα του Χρόνη Αηδονίδη και κυρίως η ιδιαίτερη επίδοση στους αργούς και δύσκολους σκοπούς.Σε τραγούδια που όταν τα έλεγε, σταματούσαν ολοι γύρω του και άκουγαν.
Το πρώτο αργό τραγούδι που είπε στον ραδιοφωνικό σταθμό (Ε.Ι.Ρ.) ήταν το "Βαγγέλης καπετάνιος".
Τραγουδούσε με κλειστά μάτια προσηλωμένος στο μικρόφωνο. Μόλις τελείωσε, γύρισε και εέδε τον Τάσο και τον Φώτη Χαλκιά - που τον συνόδευαν στην ορχήστρα - να είναι βουρκωμένοι.
Αυτό του έδωσε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσει, λέει ο ίδιος. Τα αργά τραγούδια πάντα τον εντυπωσίαζαν, αλλά κατάλαβε την ιδιαίτερη αξία τους όταν άρχισε να μαθαίνει βυζαντινή μoυσική, οπότε έκανε συσχετίσεις "ηχων" και μελωδικών φράσεων: αυτό μοιάζει με κείνο...
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ οτι τα αργά τραγούδια, σε σύγκριση με τα χορευτικά, διαθέτουν συνήθως πιο περίτεχνη μουσική δομη - αν επιτρέπεται ο όρος. Πολλές φορές δε, μαρτυρούν δημιουργό γνώστη ή άτομο με αντίληψη στη θεωρία και τα μυστικά του ανατολικού μουσικού συστήματος.
Ένος συστήματoς, του οποίου οργανικό τμήμα αποτελεί η (Εκκλησιαστική) βυζαντινή και η δημoτική μας μoυσική. Φιλομαθής και μεθοδικός όπως είναι ο Χρόνης Άηδονίδης, από τα πρώτα χρόνια που βρίσκεται στην Aθηνα, μελετά συστηματικά τη βυζαντινή μουσική και θεμελιώνει καλά τις θεωρητικές του γνώσεις με τον Χατζηθεοδώρου (1954-1956).
Από το 1956 ξεκινάει η μακρόχρονη συνεργασία του με τον Σίμωνα Καρά στο ραδιόφωνο και αλλού, ενώ στη Σχολή του "Συλλόγου προς Διάδοσιν της Έθνικης Μουσικής" μαθαίνει περισσότερα για το σύνολο της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής (Εκκλησιαστικής και κοσμικής).
Σήμερα, κάνοντας έναν πολύ σύντομο απολογισμό της ερμηνευτικής του πορείας, ο Χρόνης Αηδονίδης θα πει επιγραμματικά:
Τα τραγούδια που έλεγα το 1953 πιθανόν να ήταν πιο γνήσια, αλλά ήταν πιο απλά και απελέκητα, σαν ατελείωτα.
Τώρα ξέρω που πονάει το κάθε τραγούδι, που θέλει διόρθωση, πως πρέπει να ειπωθεί. Και είναι αλήθεια οτι, όποιος συγκρίνει τις ηχογραφήσεις του από τους πρώτους δίσκους μέχρι τους πρόσφατους, μπορεί εύκολα να καταλάβει πως τη νεανική φρεσκάδα έχει αντικαταστήσει προοδευτικά η γνώση και η ερμηνευτική ωριμότητα. Η πορεία του λοιπόν αυτά τα σαράντα χρόνια, υπήρξε συνεχής και ανοδική, ενώ παραμένει υπόδειγμα "ερασιτέχνη" τραγουδιστή - με την πρωταρχική έννοια της λέξης - μακριά από την εμπορευματοποίηση και τη φθοροποιό δουλειά στα νυχτερινά κέντρα, δίνοντας έτσι το μέτρο του καλλιτεχνικού, όπως και του ανθρώπινου ήθους που τον διακρίνει.
Τις τελευταίες δεκαετίες ο τραγουδιστής Χρόνης Αηδονίδης αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο, ιδιαίτερα ως ερμηνευτής των αργών μελισματικών τραγουδιών της Αν. Θράκης, με το χαρακτηριστικό "βυζαντινίζον" χρώμα τους. Έτσι, στο πρόσωπο του Χρόνη Αηδονίδη έρχεται να βρει τον καλύτερο εκφραστή της η άποψη που θέλει το παραδοσιακό τραγούδι να προέρχεται από τη βυζαντινή μουσική σε μια άρρηκτη συνέχεια.
Αυτή η τελευταία διαπίστωση, νομίζουμε οτι αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους λόγους που συμβάλουν στην πλατύτερη αποδοχή του ως ερμηνευτή. Ο ίδιος συνεχίζει να δουλεύει αθόρυβα πάνω στη μουσική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας του, συλλέγοντας μερικές εκατοντάδες τραγούδια, με κεντρικό πυρήνα αυτά που έμαθε από τη μάνα του.
Τραγούδια που καθημερινά χάνονται και που μόνον ένα μικρό μέρος τους έχει ήδη εκδοθεί σε δίσκους, οι οποίοι μάλιστα στην πλειονότητά τους δεν κυκλοφορούν πια ή είναι δυσεύρετοι.
Η αξιόλογη δισκογραφική παρουσία του Χρόνη Αηδονίδη περιλαμβάνει δίσκους μικρής διάρκειας (45 στρ.) και μεγάλης διάρκειας (33 στρ.), ενώ συμμετέχει στον πρώτο καΙ μοναδικό, απ' οσο γνωρίζουμε, δίσκο 78 στροφών με τραγουδι της Δυτ. Θράκης (βλ. δισκογραφία).
Παράλληλα, η παρουσία του σε εκπομπές ραδιοφώνου και τηλεόρασης, σε συναυλίες και εκδηλώσεις είναι συχνή, ενώ γνώρισε και συνεργάστηκε με αρκετούς από τους σπουδαιότερους λαϊκούς μουσικούς της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Μήτσος Αραπάκης


«Να ξέρεις ότι, στη Θήβα, δεν ορκίζονταν στο Χριστό και στην Παναγία, αλλά, στον Αραπάκη».
Έτσι άρχισε κι έτσι τελείωσε την τηλεφωνική μας συζήτηση, ο παλιός τραγουδιστής, Γιώργος Μεϊντανάς, που γνώρισε τον Αραπάκη στις μεγάλες του δόξες και μοναδικό του μέλημα από τότε, ήταν:
«Να τραγουδήσω, ακολουθώντας το λαρύγγι του, τον τρόπο του, τον μοναδικό, για την εποχή πριν το πόλεμο, τρόπο του Μήτσου Αραπάκη». Ακριβώς, γι’ αυτό του τον τρόπο, του κόλλησαν το παρατσούκλι Αράπης ή Αραπάκης(μερικοί λένε ότι, τον ονόμασαν έτσι, επειδή στα νιάτα του, ήταν μαύρος) που, φανερώνει τη χώρα απ’ όπου ξεσήκωσε τον τρόπο, τη μεγάλη του τέχνη στο τραγούδι. Βέβαια, είχε πάει στην Αραβία ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης, όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο και βέβαια, ο καλλιτέχνης που τον κατοικούσε, τον ανάγκασε ν’ ακούσει διαφόρους τοπικούς τραγουδιστές. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι αντέγραψε. Οι πραγματικοί καλλιτέχνες, ουδέποτε αντιγράφουν, ουδέποτε μιμούνται. Μόνο, κλέβουν, τα ουσιαστικά συστατικά στοιχεία, κάθε αληθινής, άρα εμπνευσμένης τέχνης και τα αναπαράγουν, τα αναπλάθουν, με μοναδικό και ιδιοφυή τρόπο, δημιουργώντας καινούρια τέχνη. Δεν έχει κανείς παρά να ακούσει τον Μήτσο Αραπάκη, να τραγουδάει το «Του Κίτσου η μάνα κάθεται» ή έναν αμανέ ή ένα ρεμπέτικο και θα διαπιστώσει ότι: ο τρόπος, το ύφος και η περηφάνια που έχει στον λάρυγγά του, είναι ουσιαστικά συστατικά της ελληνικής τέχνης. «Είσαι κι εσύ Ελληνικός», θα του έλεγε ο Καβάφης, αν τον συναντούσε στην Αλεξάνδρεια. Ποιότητα φωνής, μοναδική. Θεϊκή απλότητα. Τον ακούς να τραγουδάει κι είναι σα να σου λέει: «Μην ακούς τα περίτεχνα γυρίσματα, που μπορεί να κάνει ο λαιμός μου αλλά, αφουγκράσου, τι παθαίνω». Ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης ή Αραπάκης, γεννήθηκε την Πρέβεζα. Έζησε όμως, στην Αθήνα. Δυστυχώς, όσο κι αν έτρεξα και προσπάθησα να μάθω, πότε ακριβώς γεννήθηκε και πότε πέθανε, κανένας δεν ήξερε να μου πει, ούτε οι στενοί του συνεργάτες, που ακόμα ζουν, ούτε και το Σωματείο των Μουσικών, που, καιρός είναι να οργανώσει το αρχείο του, με λίγα, έστω, βιογραφικά στοιχεία για τον κάθε μουσικό, αρχίζοντας απ’ αυτούς που ζουν ακόμα. Έπειτα από συζητήσεις με πολλούς μουσικούς(Παναγιώτης Κοκοντίνης, Αλέκος Γκαραβέλης, Γιώργος Κόρος, Νίκος Καρατάσος, Γιώργος Μεϊντανάς, Δημήτρης Κόλλιας, Παναγιώτης Πέππας), κάνοντας σχετικές διασταυρώσεις, μπορώ να πω ότι, ο Μήτσος Αραπάκης, γεννήθηκε ανάμεσα στα χρόνια 1890-1895 και πέθανε ανάμεσα στα χρόνια 1967-1970. Παντρεύτηκε τη Μαρία ή Μαρίκα «την καλύτερη μοδίστρα των Αθηνών»(Αλέκος Γκαραβέλης). Η γυναίκα του πέθανε γύρω στο 1960. Ως τότε έμεναν στα Σεπόλια. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο Αραπάκης, έμεινε στα Εξάρχεια. Τα ίχνη του χάνονται το 1966. Κάποιοι άκουσαν ότι, τον βάλανε στο γηροκομείο, όπου πέθανε, χωρίς να το μάθει κανείς. «Ο Μήτσος Αραπάκης, ήταν ο αγαπημένος τραγουδιστής όλων των λεφτάδων και των γλεντζέδων της εποχής. Ο ιχθυέμποροι, οι χασάπηδες με τις καδένες και οι έμποροι από τις αγορές Αθήνας και Πειραιά, τον λάτρευαν. Ουρές τα αυτοκίνητα, έξω από το μαγαζί, που τραγουδούσε προπολεμικά ο Αραπάκης, στην Κηφισιά, μαζί με άλλους δυο Μήτσους: τον Μήτσο Σαλονικιό και τον Μήτσο Κυριακίδη. Όταν δε, τραγουδούσε, απόλυτη ησυχία. Δε μιλούσε κανείς».(Αλέκος Γκαραβέλης) «Σε κάτι τραγούδια, ήταν δηλητήριο ο Αραπάκης. Σε πείραζε, να πούμε, στην καρδιά. Άσσος. Τον έφερα πολλές φορές στο μαγαζί μου στη Σαλαμίνα. Πρώτη φορά, το 1938. Με Σαλονικιό ή Ογδοντάκη, με Σιδέρη Ανδριανό, Ατραΐδη, Ρούκουνα, Παπασιδέρη κι άλλους, να πούμε. Ακούς τι σου λέω τώρα; Είπα τα ονόματά τους κι αναστατώθηκα. Τον έφερα και το 1939 και το 1940 και το 1944, με τη απελευθέρωση. Στην κατοχή, είχε έρθει σπίτι μου, κάθισε 18 μέρες. Δεν είχε να φάει. Ποιος; Ο Αραπάκης. Ο άσσος των άσσων. Το 1932 είχε έρθει ο Αρφούς Μπουρχάν από την Τουρκία. Εκεί, απάνω στο τραπέζι, είπανε: «Ποιος θα τραγουδήσει;» «Ο Αραπάκης θα τραγουδήσει». Είπε το «Τρία πουλάκια παν ψηλά». Μόλις τελείωσε το τραγούδι, το πήρε στα χέρια ο Αρφούς Μπουρχάν και τον φιλούσε στον αέρα».(Βαγγέλης Λαθούρης) Συνεργάστηκε με όλους τους μοναδικούς μουσικούς και τραγουδιστές της εποχής. Με τον Παπασιδέρη, τον Ατραΐδη, τον Κασιμάτη, ήταν φίλοι. Στο τέλος έκανε παρέα με τον Κουλουριώτη τραγουδιστή, Μίμη Ανδριανό. Ο Λάμπρος με το κανονάκι, ο Λάμπρος με τη λύρα, ο Τομπούλης με το ούτι, ο Σαλονικιός κι ο Ογδοντάκης με τα βιολιά, ο Ανεστόπουλος, ο Ρέλλιας, ο Γιαούζος κι ο Κυριακάτης με τα κλαρίνα, τον συνόδευαν μόνιμα στις ηχογραφήσεις του. Μετά το 1952, ο Παναγιώτης Κοκοντίνης(κλαρίνο) ήταν μόνιμος συνεργάτης του. Μετά το 1960, σχεδόν ζητιάνευε. Πήγαινε μόνο στα κέντρα της Ομόνοιας και όλο κάτι του έδιναν ή τον κερνούσαν οι συνάδελφοί του-φαντάζομαι, μ’ αυτή τη θλιβερή συμπόνια, που έχουμε όλοι στις ανάλογες περιπτώσεις γιατί, μας φαίνεται ότι βρίσκεται στην απέναντι, απ’ αυτόν τον κακομοίρη, όχθη, το δικό μας σώμα. Είχε έναν αδελφό, καλόγερος ήταν. Δεν είχαν όμως καλές σχέσεις. Με την γυναίκα του δεν απέκτησαν παιδιά. Συνέντευξη του Παναγιώτη Κοκοντίνη για τον Μήτσο Αραπάκη, Άγιος Παύλος, Αθήνα 30/08/1996. Ο Παναγιώτης Κοκοντίνης γεννήθηκε το 1919, στο Αμπελοχώρι Θηβών. Συνεργάστηκε, παίζοντας κλαρίνο με ιδιαίτερο ύφος, με όλους τους τραγουδιστές του Δημοτικού τραγουδιού(Παπασιδέρη, Αραπάκη, Μηττάκη κ.α.). «Τον γνώρισα το 1938. Είχε έναν κουμπάρο γιατρό, Αθανασάρας λεγόταν, στη Θήβα. Και, τώρα τελευταία, που δεν βοήθησε το κράτος όλους αυτούς τους παλιούς, να τους δώσει κάτι τις, αναγκάστηκε και του είπε: «Υποφέρω μωρέ γιατρέ» και τον βάλανε σ’ ένα ορφανοτροφείο ή γηροκομείο, κάτι τέτοιο και κει έφυγε ο Αραπάκης απ’ τη ζωή. Αυτός ο Αθανασάρας , ο κουμπάρος του, ήταν γλεντζές, ήθελε αυτό, το μοτίβο, τον τρόπο του Αραπάκη και τον καλούσε συνέχεια στη Θήβα. Ερχόταν ο Αραπάκης και δουλεύαμε εκεί, μαζί. Μέχρι το 1943 δουλεύαμε συνέχεια μαζί, στο Πιρί, στη Θήβα. Ερχόντουσαν τότες οι Μεγαρίτες, στο θέρος και μεις παγαίναμε και δουλεύαμε από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 3 και μας πετάγανε κανένα αυτό, υποφέραμε πολύ τότες. Και κει, θυμάμαι, στου Χρυσοστόμου το μαγαζί, τραγουδούσε ο Αραπάκης, μόνον αυτόν θέλανε. Ήταν και ο Χαράλαμπος Λάμπρου, Σιαπιέρα τον λέγαμε, απ’ το Μαυρομάτι, που ’παιζε τσίμπαλο. Κι ο Αραπάκης τσίμπαλο έπαιζε, αλλά αφού ήταν ο Χαράλαμπος, κρατούσε μια κιθάρα και τραγουδούσε. Τον θέλανε πολύ στη Θήβα τον Αραπάκη. Έμεινε το μοτίβο αυτό, ο τρόπος να πούμε που τραγούδαγε ο Μήτσος τα δημοτικά και τους αμανέδες. Είχε πάει στην Αραβία προπολεμικά. Από κει πήρε τον τρόπο. Ο τρόπος αρπάζεται στα νιάτα. Γι’ αυτό λέμε: «Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά». Γίνεται; Δε γίνεται. Να, έτσι, τώρα, που μου ’χει σπάσει η φωνή, θα σου πω ένα τραγούδι, στον τρόπο του Αραπάκη: «Πάνε τα χρόνια τα παλιά, πάνε και δε γυρίζουν, τα τωρινά μας ήρθανε για να μας βασανίζουν». Θυμάμαι λοιπόν, το 1943 ήτανε, τον Ιούνιο. Εκεί όπως δουλεύουμε, λέω στον Αραπάκη και στον Χαράλαμπο: «Παιδιά να πάτε το όργανο σπίτι». Στις έξι απαγορευότανε η κυκλοφορία, γιατί, τότες, ήταν ένα σύνθημα για τον αγώνα που, όλοι, η Κάκια Μενδρή κι άλλοι, παγαίναμε στη γραμμή και παίρναμε βοήθημα απ’ τη Φρειδερίκη. Και λέγαμε: «Για δες πως καταντήσαμε, ξανθές και μαυρομάτες, να πέσουμε στον έρωτα για μια οκά πατάτες». Αυλωνίτηδες, όλοι αυτοί, γελάγαμε, το καλαμπουρίζαμε δηλαδή, πως καταντήσαμε. Και μετά, ήταν ένα άλλο σύνθημα. Έλεγαν: «Θ’ αφήσω πια την πένα μου, θ’ αρπάξω τη σκανδάλη, θα πάω απάνω στα βουνά, θα πάω να βρω τον Άρη». Άκουγε ο ένας με τον άλλο, έτσι κοινωνιολογήθηκε το πράμα. Παγαίναμε στις ταβέρνες, το μπουζούκι κρεμασμένο. Ήταν απαγορευμένο για την κόρη του Κοτζαμάνη, τη Βαρβάρα. Γιατί, της είχαν βγάλει τραγούδι οι ρεμπέτες, για τα καμώματά της: «Στη Γλυφάδα κάθε βράδυ, η Βαρβάρα ξενυχτάει». Προσβάλανε το όνομα Κοτζαμάνης, ήταν υπουργός, έτσι, κατάργησε αυτός το μπουζούκι, ως παράνομο, να εκδικηθεί. Ακουγόταν τότε στις ταβέρνες: «Το μάθατε; Τι έγινε; Βρε, εδώ καίγεται ο τόπος. Βγήκαν αντάρτες για τη λευτεριά». Το κατάπινε ο κοσμάκης. Ιδιαίτερα, εμείς, οι Αρβανίτες. Και, θυμάμαι, τους είπα: «Χαράλαμπε, Μήτσο, εγώ φεύγω, πάω στο βουνό». Και βάζει τα κλάματα ο Αραπάκης κι ο Χαράλαμπος απ’ το Μαυρομάτι. Τους χαιρέτησα εκεί και μου πήγαν το όργανο σπίτι. Ε… μετά, κάτι φυλακές, κάτι Αλβανίες, από δω, από κει, γύρισα το 1952. Το 1955 είδα πάλι τον Αραπάκη. Από δω, από κει, αγκαλιαστήκαμε. Δουλέψαμε στη Θήβα πάλι, στον «Πούλο». Εκεί πηγαίνανε όλοι οι πλούσιοι, στο κέντρο αυτό, με το κυάλι, που λέει ο λόγος και με τα καρότσια τα παιδιά τα μικρά τότες, ήτανε η μόδα και τα ψάθινα τα καπέλα, τραγιάσκα απαγορευότανε. Κι ο Αραπάκης ψάθινο καπέλο έβαζε και του πήγαινε. Ο Αραπάκης δούλευε τότε, μόνο τα Σαββατοκύριακα. Παγαίναμε στα Μέγαρα, τον θέλανε πολύ εκεί. Βγάζαμε πολλά λεφτά. Είχα αγοράσει ένα μαγαζί με δύο Σαββατοκύριακα. Για τόσα λεφτά σου μιλάω Θανασάκη, χάρη στον Αραπάκη. Του άρεσε και τραγούδαγε το τραγούδι του Ατραΐδη «Από μικρός ορφάνεψα». Το ’λεγε ωραία, πρώτος ήχος, μελαγχολικός, στη Βυζαντινή μουσική. Μετά τον πόλεμο, δεν ηχογράφησε τίποτα ο Αραπάκης. Δεν εύρισκε μουσικούς να τον εξυπηρετήσουν. Γιατί, προσβάλλεται ο μεγάλος καλλιτέχνης που του παίζουν άσχημα οι μουσικοί. Έπαιρνε εμένα γιατί τον εξυπηρετούσα. Είχα μεγαλώσει στο συνοικισμό στη Θήβα, με τους πρόσφυγες απ’ τη Μ. Ασία. Κανονάκι ο Λάμπρος , Τομπούλης, ούτια και έμαθα το ύφος τους. Το 1954 στα μαγαζιά, δε θέλανε δημοτικά, ήτανε το μπουζούκια τότε: «Κάποια μάνα αναστενάζει» κ.λ.π. Η τελευταία φορά με τον Αραπάκη, ήταν σ’ ένα γάμο, στα Σπάτα. Τραγούδαγε: «Παίρνω τα ρέμα-ρέμα, με πήρ’ ο ποταμός, βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και μ’ έφαγε ο καυμός». Ω! ο κόσμος. Έτσι τον είχανε τον έρωτα τότε. Σίγα-σιγά έσπασε η φωνή του. Πάντα μόνος του κι έρημος. Έμενε κάπου στα Εξάρχεια. Είχε έναν, αδερφό, καλόγηρο. Καλλίνικος λεγόταν. Δεν τα είχαν όμως καλά. Τον πήγαινα στην ταβέρνα του Μουρούζη, στην Αθηνάς, τον κέρναγα. Δεν είχε να φάει. Θεός σ’ χωρέστον. Συνέντευξη του Δημήτρη Κόλλια για τον Μήτσο Αραπάκη, Ναύπλιο 314/09/1996. Ο Δημήτρης Κόλλιας συνεργάστηκε, παίζοντας κιθάρα, με όλους σχεδόν τους τραγουδιστές από το 1940 και μετά. Το 1962 πήγε στην Αμερική, με τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρυ Λίντα. Έμεινε εκεί, ως το 1976. Δεν παίζει πια και ζει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα. Τον Μπάρμπα-Μήτσο τον γνώρισα το 1944, στην Αθήνα. Τότε, που τον γνώρισα, κρυβότανε, να μην τον πάρουνε για δουλειά. Τόσοι και τόσοι τον ζητάγανε. Χασαπάδες, έμποροι, ταβερνιαραίοι, ψαράδες, όλοι ερχόντουσαν με τις άμαξες έξω απ’ το καφενείο των Μουσικών, στης Αθηνάς 33, να τον πάρουνε κι αυτός κρυβότανε. Τον ζητούσανε τόσοι πολλοί, δε γινότανε να πάει σ’ όλους, έτσι, κρυβότανε. Αυτή δουλειά, δε γινότανε μόνο μετά τη κατοχή, αλλά και πριν, από το 1930 ως το 1940. τον κυνηγάγανε τον Αραπάκη. Δε θα ξαναγίνει ποτέ στην Ελλάδα, τέτοιο πράμα τραγουδιστή. Ποτέ. Το γέλιο του ήταν τραγούδι. Το κλάμα του τραγούδι. Μίλαγε και τραγούδαγε. Ήταν τέτοια η φωνή του. Σε πείραζε, δεν μπορούσες ν’ αντέξεις. Το ’να κλέφτικο το’ λεγε έτσι, τα’ άλλο αλλιώς. Κάθε φορά που έλεγε το ίδιο τραγούδι, το’ λεγε αλλιώς. Καλαματιανά, αμανέδες, ακόμα και καντάδες έλεγε. Είχε πάει με τη μαντολινάτα του Κόκκινου, του μαέστρου, στο Λονδίνο και στην Αλεξάνδρεια, προπολεμικά. Τραγούδαγε σαν μέλος της χορωδίας κι έπαιζε τσίμπαλο. Τρομερός μουσικός. Στα σεγόντα ειδικά. Ήξερε μουσική, διάβαζε νότες. Όχι καλά, αλλά διάβαζε. Τρομερή πάστα μουσικού, πάει τελείωσε. Ήτανε κι ο Παπασιδέρης κι ο Ρούκουνας. Καλοί τραγουδιστές, πολύ καλοί, αλλά αυτός ήτανε άλλο πράμα. Μπορεί και να ’τανε και γύφτος, τουρκόγυφτος. Δεν εξηγείται αλλιώς, η μουσικότητα που είχε. Κάναμε, καμιά φορά, λάθος ακόρντο και το ’πιανε αμέσως, γύρναγε και μας κάρφωνε μ’ ένα βλέμμα! Προσπάθησα να ψωνίσω τα κόλπα του. Δεν ψωνιζόταν με τίποτα. Ήταν παράξενος. Μπορούσε να σε προσβάλει οποιαδήποτε ώρα. Ήθελε και είχε πάντα, καλούς μουσικούς δίπλα του. Ποτέ δεν μας έλεγε την ηλικία του, ούτε μας είπε ποτέ, για το, πότε άρχισε να τραγουδά, πότε και ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησε. Από το 1944 ως το 1962, ήμουνα συνέχεια μαζί του. Μετά, πήγα στην Αμερική. Γύρισα το 1976. έμαθα ότι είχε πεθάνει γύρω στα 1970 και ότι ζητιάνευε μετά το 1962. Δεν έπρεπε να καταντήσει έτσι άλλα, του άρεσαν πολύ οι γυναίκες, τις γέμιζε δώρα για να τις έχει, πολλά λεφτά ξόδευε για τις γυναίκες. Όσα έβγαζε κι έβγαζε πολλά τα ’δινε γι’ αυτό το πάθος του. Εκείνο που θα θυμάμαι πάντα, είναι που σταματάγαμε να παίζουμε, μόλις άρχιζε να τραγουδάει. Και την ευχή και την κατάρα που είχε δώσει ο πατέρας του Μανώλη Μοσχού κι αυτός με την σειρά του, την έδωσε στα παιδιά του: «Όταν κάνετε γλέντι και δεν πάρετε τον Αραπάκη, να ‘χετε την κατάρα μου». Το παραπάνω κείμενο είναι αυτούσιο όπως δημοσιεύεται στο βιβλιαράκι που συνοδεύει το CD της FM Records «Ο Μήτσος Αραπάκης τραγουδά Αμανέδες και Ρεμπέτικα» και γράφτηκε από τον Θανάση Μωραΐτη.

Ρόζα Εσκενάζυ

Είναι μια τραγουδίστρια, τόσο του Σμυρνέικου, όσο και του Δημοτικού τραγουδιού, που έγραψε πραγματικά ΙΣΤΟΡΙΑ με την παρουσία της στο τραγούδι!

Η ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ! "έγραψε ιστορία", και αυτό γιατί η ήταν η ΠΡΩΤΗ γυναίκα στην Ελλάδα, που τραγούδησε σε πάλκο.


Όλες οι υπόλοιπες, ήρθαν ΜΕΤΑ την Ρόζα.


Μάλιστα, πολλές παρακινήθηκαν απ' αυτήν . Μέχρι την εποχή που βγήκε η Ρόζα στο πάλκο, ήταν αδιανόητο να τραγουδήσει γυναίκα, και μάλιστα στο πάλκο!


Πρέπει να πω, ότι τη Ρόζα την έβλεπαν με κάθε σεβασμό και εκτίμηση ο κόσμος, αλλά και οι μουσικοί!


Ήταν επαγγελματίας, με μουσικές γνώσεις, γι αυτό και μπόρεσε να επιβληθεί τόσο στα μουσικά συγκροτήματα, όσο και στη δισκογραφία. Όπως είπα, η Ρόζα τραγούδησε απ' όλα τα τραγούδια, και είναι φυσικό, γιατί προέρχεται απ' την "Σμυρναϊκή Σχολή"!


Η πρώτη της εμφάνιση στο πάλκο, ήταν στην "Ανάσταση", στο Κερατσίνι, στην ταβέρνα του "ΚΕΡΑΤΖΑΚΗ".


Μαζί της ήταν ο Τομπούλης, ο Τούντας, ο Χρυσαφάκης, και άλλα μεγαθήρια της Σμυρναϊκής Σχολής. Τα πρώτα τραγούδια που τραγούδησε, ήταν Σμυρνέικα (συνήθως καρσιλαμάδες και ζειμπέκικα), από τα οποία πολλά ήταν "χασικλίδικα".


Εδω θα πρέπει να επισημάνουμε κάτι!


Ενώ εκείνη την εποχή, κυνηγούσαν οι αρχές αλύπητα τους μπουζουξήδες που έπαιζαν χασικλίδικα τραγούδια, τους Σμυρνιούς που έπαιζαν τα ΙΔΙΑ τραγούδια με τα "σαντουροβιόλια" τους, δεν τους πείραζε κανείς!


Με τον καιρό, τα Σμυρνέικα συγκροτήματα συγχωνεύτηκαν άλλα με δημοτικά, και άλλα με τα ρεμπέτικα, και η Ρόζα βρέθηκε να συνεργάζεται με κορυφαίους της εποχής, όπως τον ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, και τον ΣΕΜΣΗ (Σαλονικιό).


Η τριάδα ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ, ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ, ΕΣΚΕΝΑΖΥ, έκαναν δεκάδες δίσκους, και αποτέλεσαν "σχολή" για το τραγούδι. Τα περισσότερα τραγούδια της Ρόζας, τα έγραψε ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΝΤΑΣ.


Δυστυχώς, η δισκογραφία της ΡΟΖΑΣ με δημοτικά τραγούδια, περιλαμβάνει λίγα κομμάτια, παρότι έζησε και συνεργάστηκε μ' αυτόν τον κλάδο.


Η ΡΟΖΑ, έμεινε στις επάλξεις του τραγουδιού, μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, αν και δεν ήταν σε θέση να τραγουδήσει, πήγαινε καθημερινά στο καφενείο των μουσικών, και καθόταν αρκετές ώρες συζητώντας με τους συναδέλφους της. Γύρω στα 1978, είχε χαθεί για τρεις μέρες, και το ανακοίνωσαν μάλιστα και στην τηλεόραση. Πολλοί είχαν φοβηθεί ότι την είχαν σκοτώσει, αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι τελευταία "τα είχε χάσει" κάπως, και δεν θυμόταν να πάει σπίτι της.


Η ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ πέθανε το 1979, στο σπίτι της στο περιστέρι.

Γιώργος Παπασιδέρης


ΣΥΝΘΕΤΗΣ-ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ-ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ
Πολλοί τον είπαν «Βασιλιά του Δημοτικού Τραγουδιού».
Δεν πρόκειται απλά για έναν κορυφαίο καλλιτέχνη, αλλά για «Θεσμό» ολόκληρο, για μια μεγάλη «Σχολή του Γένους».
Ο Παπασιδέρης Θεωρείται μέτρο και σταθμό του Δημοτικού τραγουδιού.
Απ’ αυτόν έχουν μάθει όλοι οι νεότεροι να τραγουδούν και έχουν δανειστεί πολλοί αρκετά στοιχεία του.
Ο Γιώργος Παπασιδέρης υπήρξε «μονάδα». Ήταν Αρβανίτικης καταγωγής.
Γεννήθηκε στην Κούλουρη (Σαλαμίνα). Το τραγούδι το ξεκίνησε επαγγελματικά σε μεγάλη ηλικία, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα επισκίασε τους πάντες. Τραγούδησε τις χαρές και τις λύπες όλης της Ελλάδας, μα πάνω απ’ όλα τραγούδησε τη νεότερη ιστορία μας, τα τραγούδια της επανάστασης του 1821, τα κατορθώματα των κλεφτών και των αρματολών.
Και όχι απλώς τα τραγούδησε, αλλά θα λέγαμε ότι τα «σφράγισε».
Ο Στάθης Κάβουρας στο βιβλίο του γράφει:
«Ο Παπασιδέρης δεν τραγούδησε τίποτα άσχημο, και κράτησε το Δημοτικό Τραγούδι πολύ ψηλά».
Παρόλο που ο κόσμος ξέρει τον Παπασιδέρη σαν τραγουδιστή μόνο, ο Παπασιδερης ήταν ο πλέον πολυγραφότατος Έλληνας συνθέτης .Είχε τόσο πολύ νοιώσει και ζυμωθεί με τα ήθη και έθιμα τα Ελληνικής κοινωνίας, που σε λίγα λεπτά ταίριαζε και το ανάλογο τραγούδι.
Και όχι με το ίδιο θέμα όπως κάνουν οι σημερινοί συνθέτες και στιχουργοί.
Ο Παπασιδέρης ήταν πηγαίος ποιητής, και σοβαρός συνθέτης.
Παρόλο που ήταν Αρβανίτης, είχε όλο το ρεπερτόριο των παραδοσιακών τραγουδιών.
Τα τραγούδια του ελάχιστοι είναι αυτοί που μπορούν να τα ερμηνεύσουν σήμερα, και μάλιστα από τους ίδιους «τόνους».
Ο Παπασιδέρης πέθανε το 1978 στη Σαλαμίνα.
Έχει γράψει πάνω από 1500 δημοτικά τραγούδια, από τα οποία άλλα χάθηκαν, και άλλα λεηλατήθηκαν από επιτήδειους.
Δεκάδες λαϊκά τραγούδια είναι διασκευές από τραγούδια του Παπασιδέρη, και είναι δηλωμένα σε άλλα ονόματα.

Χαρίκλεια Ρουπάκα (Χάρις Αλεξίου)


Η Χάρις Αλεξίου, αν και δεν ξεκίνησε από το Δημοτικό Τραγούδι, τραγούδησε δημοτικά τραγούδια τόσο στη δισκογραφία, όσο και σε εμφανίσεις της στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με μοναδικό τρόπο.

Ήταν το 1980, που η Χάρις Αλεξίου (ήδη καταξιωμένη τραγουδίστρια) έκανε ένα δίσκο με δημοτικά τραγούδια.

Στο δίσκο αυτό, κλαρίνο παίζει ο Γιάννης Βασιλόπουλος, βιολί ο Γιώργος Κόρος, σαντούρι το Τάκης Σούκας, κιθάρα ο Κώστας Πίτσος, λαγούτο ο Βασίλης Κατράκος, και τουμπερλέκι ο Ματθαίος Μπαλαμπάνης.

Ας γνωρίσουμε όμως λίγο καλύτερα την Χαρούλα, πριν συνεχίσουμε με τα Δημοτικά της τραγούδια.

Η Χάρις Αλεξίου (Χαρίκλεια Ρουπάκα) γεννήθηκε στις 27/12/ 1950 στη Θήβα από πατέρα Μικρασιάτη, και μητέρα ντόπια. Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα της, και μαζί με την μητέρα της και τον αδερφό της (Γιώργο Σαρρή) μετακόμισαν στην Αθήνα για να αναζητήσουν καλύτερη τύχη.

Τελείωσε την οικοκυρική σχολή, και άρχισε να εργάζεται στο σπίτι της σαν μοδίστρα.Γύρω στα 1967, η Χάρις Αλεξίου άρχισε να σκέφτεται το δρόμο του τραγουδιού, και μέσω κάποιου γνωστού βρέθηκε στην μπουάτ «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ» να ερμηνεύει τραγούδια του Μίμη Πλέσσα.

Αυτό ήταν το ξεκίνημα της, και η καθιέρωση στο χώρο του τραγουδιού ήρθε πολύ γρήγορα. Πολλοί μάλιστα θεωρούν την Χάρις Αλεξίου και την χαρακτηρίζουν «Εθνική μας τραγουδίστρια».

Τα βιώματα της, η φτώχια που πέρασε, η προσφυγιά, η αγροτική ζωή της Θήβας, είχαν διαμορφώσει τόσο τον ψυχικό της κόσμο, όσο και τον χαρακτήρα της έτσι που δεν θα μπορούσε να μην τραγουδήσει και το είδος που τ’ αντιπροσωπεύει.

Εκτός από τον δίσκο με τα δημοτικά τραγούδια, και την υπόλοιπη πλούσια δισκογραφία της, η Χάρις Αλεξίου έχει τραγουδήσει και «πολίτικα» τραγούδια, βγάζοντας προς τα έξω και την Μικρασιατική φλέβα της.

Τον δίσκο της με τα δημοτικά τραγούδια, τον αφιέρωσε στην μνήμη των γονέων της, και είναι μια «ένεση» ο δίσκος αυτός για το δημοτικό μας τραγούδι στην δισκογραφία.

Εξαιρετικές είναι οι ερμηνείες στον δίσκο των τραγουδιών «Τα νιάτα, Ο ήλιος Βασιλεύει, Μια χήρα πουλαγε κρασί, Όμορφη που ‘ναι η Λιβαδειά.

Τα τραγούδια αυτά η Χαρούλα τα τραγουδά σε συναυλίες τόσο στην Ελλάδα, όσο και εξωτερικό, ξεσηκώνοντας τον κόσμο.