Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημοτικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημοτικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Ελένη Λαβίδα - Βιτάλη


Μια ακόμα μεγάλη τραγουδίστρια, έχει σειρά σ’ αυτό το αφιέρωμα.
Δεν είναι από τις «παλιές».
Το ξεκίνημα της όμως, το έκανε μέσα από το Δημοτικό τραγούδι! Έχει αγαπηθεί από μικρούς και μεγάλους, και έχει ερμηνεύσει ΟΤΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ υπάρχει στο πεντάγραμμο!
Με την παρουσίαση αυτή, θα βάλουμε και κάποια πράγματα στην θέση τους, και συγκεκριμένα όσους ισχυριζόταν ότι η τραγουδίστρια αυτή, ξεκίνησε δίπλα στον ΑΡΓΥΡΗ ΚΟΥΝΑΔΗ. Αυτό δεν είναι αλήθεια.
Σας παρουσιάζουμε την ΕΛΕΝΗ ΛΑΒΙΔΑ, ποιο γνωστή σαν ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ!
Θα μπορούσαμε να πούμε ανεπιφύλακτα, ότι πρόκειται για μια από τις Κορυφαίες φυσιογνωμίες της Ελληνικής μουσικής!
Γεννήθηκε στην Αθήνα, και προέρχεται από μια απ' τις παλαιότερες οικογένειες Λαϊκών Μουσικών στη χώρα μας.
Πατέρας της ήταν ο ΤΑΚΗΣ ΛΑΒΙΔΑΣ, γνωστός μουσικοσυνθέτης, που έπαιζε σαντούρι. Από πολύ μικρή ηλικία, είχε σαν άκουσμα εκτός από τα δημοτικά τραγούδια, τραγούδια Αραβικά, Ρουμάνικα, Ουγγαρέζικα, Ρώσικα, Τσιγγάνικα, Τούρκικα, και γενικότερα τραγούδια απ' όλο τον κόσμο!
Αυτά τα τραγούδια, και τις μουσικές (χόρες, μαζούρκες, συρτά, τσιφτετέλια, δημοτικά, ζειμπέκικα), τα έπαιζε ο πατέρας της μαζί με τους θειους της στα διάφορα γλέντια, αλλά και στις πρόβες όπου έπαιζε ντέφι η ίδια, και τραγουδούσε.
Σε ηλικία δεκατριών χρόνων, πρωτοεμφανίστηκε επαγγελματικά με δημοτικό συγκρότημα, και για επτά χρόνια, δούλεψε κυρίως με δημοτικά συγκροτήματα, και με σπουδαίους μουσικούς και τραγουδιστές, όπως οι :ΤΑΣΟΣ ΧΑΛΚΙΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΟΥΚΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΓΟΥΔΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΑΛΕΑΣ (θειος του σημερινού σολίστα), ΦΩΤΗΣ ΧΑΛΚΙΑΣ, ΑΛΕΚΟΣ ΚΙΤΣΑΚΗΣ, ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΛΗΤΗΡΗ, και άλλοι.
Το 1973, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην δισκογραφία, τραγουδώντας έναν δίσκο με δημοτικά τραγούδια, στον οποίο μάλιστα συμμετέχει ο ΜΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ενώ κλαρίνο παίζει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΟΥΚΑΣ!
Την ίδια χρονιά, ερμηνεύει τρεις μπαλάντες των Αργύρη Κουνάδη και Βαγγέλη Γκούφα, στο δίσκο "Δεν περισσεύει υπομονή", με την αξέχαστη ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ, και τον Σταύρο Πασπαράκη.
Μ' αυτές τις μπαλάντες, κάνει το "πέρασμα" σε έναν άλλον χώρο του τραγουδιού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι "αποκόπηκε" από το δημοτικό τραγούδι, και τους ανθρώπους του!
Εκτός από μεγάλη καλλιτέχνιδα, η ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ είναι μια προσωπικότητα που έχει άποψη για όλα τα πράγματα, τα οποία αντιμετωπίζει με εντελώς "πρωτόγνωρο" τρόπο για καλλιτέχνη!
Η ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ, σε εποχές που τα "σουξέ" της ακουγόταν παντού, και απ' όλους, έκανε μόνο λίγες και επιλεγμένες εμφανίσεις, και κράτησε το ύφος και το επίπεδο της ψηλά! Αυτή είναι η ΕΛΕΝΗ ΛΑΒΙΔΑ, η ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ!

Καριοφύλης Δοιτσίδης




Ένας δημιουργός-ερμηνευτής του δημοτικού μας τραγουδιού, και συγκεκριμένα του ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΟΥ, είναι ο ΚΑΡΙΟΦΥΛΗΣ ΔΟΙΤΣΙΔΗΣ.
Ο Καριοφύλης Δοιτσίδης, γεννήθηκε στην Καρωτή Διδυμοτείχου Έβρου, από αγρότες γονείς. Στα εφηβικά του χρόνια άρχισε να ασχολείται με τη μουσική.
Γύρω στα 1950, αποκτά το πρώτο του ούτι, και αφού με κάποιο τρόπο μαθαίνει να το κουρδίζει σωστά, "βυθίζεται" μόνος, αυτοδίδακτος, στην μελέτη της Παραδοσιακής μουσικής. Μαθαίνει εκατοντάδες τραγούδια από τους γέροντες της Θράκης, και περνά όσο ελεύθερο χρόνο έχει παίζοντας ούτι, αλλά και δημιουργώντας "μουσικές εισαγωγές και ταξίμια"!
Οι πρώτες του εμφανίσεις, έγιναν σε καφενεία του χωριού του, όπου διασκέδαζε τους συγχωριανούς του κατά την διάρκεια των μεγάλων χειμωνιάτικων νυχτών! Λίγο αργότερα, άρχισε να παίζει και να τραγουδά σε γάμους, αρραβώνες, και πανηγύρια.
Το 1960, δημιουργεί ένα μουσικοχορευτικό συγκρότημα, και αρχίζει να ηχογραφεί εκπομπές στο ραδιοφωνικό σταθμό της Κομοτηνής, καθώς και να εμφανίζεται σε διάφορες Πολιτιστικές Εκδηλώσεις της Θράκης. Το 1961, μετά από πρόσκληση δισκογραφικής εταιρίας, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου ηχογραφεί σε 45 άρια δισκάκια Θρακιώτικα τραγούδια (Σ' αυτό τ' αλώνι το φαρδύ, Αλάργα ξεμνη το χορό και άλλα πολλά). Το 1965, πήρε μέρος σε ένα Φεστιβάλ Φολκλορικής Μουσικής στη Σόφια, απ' όπου και απέσπασε το Πρώτο βραβείο. Το 1968, τον προσκάλεσε η ΔΩΡΑ ΣΤΡΑΤΟΥ στο Θέατρο Φιλοπάππου, και από εκεί ξεκίνησε μια συνεργασία η οποία κράτησε μέχρι το 1973. Έχουν ήδη ανοίξει οι "μεγάλες πόρτες" για την καλλιτεχνική του πορεία, κάνει ταξίδια σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, στην Ασία, στην Αμερική, στη Ρωσία (όπου για ένα μήνα συνεργάστηκε με την Μαρίζα Κωχ στην τελευταία)! Μετά από αρκετό καιρό, τον βρίσκουμε έχοντας επιστρέψει απ' τα ταξίδια του, να συνεργάζεται με τον συνθέτη ΧΡΗΣΤΟ ΛΕΟΝΤΗ σε μπουάτ στην Πλάκα, και σε διάφορα θεατρικά έργα παίζοντας ούτι. Ο Καριοφύλης Δοιτσίδης, έχει στο ρεπερτόριο του γύρω στα 3500 τραγούδια της Θράκης, πολλά από τα οποία έχει ηχογραφήσει σε πολλούς μικρούς αλλά και σε 15 μεγάλους δίσκους! Το 1985, η Γαλλική Ακαδημία, βραβεύει το νούμερο 11" δίσκο του, με το πρώτο βραβείο καλύτερης Φολκλορικής μουσικής. Ο Καρυοφίλης Δοιτσίδης, έχει στην προσπάθεια του για την διάσωση, και διάδοση των τραγουδιών της Θράκης, πολύτιμα στηρίγματα, τις δυο του κόρες Θεοπούλα, και Λαμπριάννα, οι οποίες τον ακολούθησαν σ' αυτόν τον δύσκολο αγώνα! Για δεκαπέντε χρόνια, είχε ένα Θρακιώτικο στέκι παραδοσιακής μουσικής, και μέχρι και τελευταία, εμφανιζόταν σε διάφορα νυχτερινά κέντρα δημοτικής μουσικής, αλλά και σε πολιτιστικές εκδηλώσεις σε Ελλάδα, και Εξωτερικό!

Μήτσος Αραπάκης


«Να ξέρεις ότι, στη Θήβα, δεν ορκίζονταν στο Χριστό και στην Παναγία, αλλά, στον Αραπάκη».
Έτσι άρχισε κι έτσι τελείωσε την τηλεφωνική μας συζήτηση, ο παλιός τραγουδιστής, Γιώργος Μεϊντανάς, που γνώρισε τον Αραπάκη στις μεγάλες του δόξες και μοναδικό του μέλημα από τότε, ήταν:
«Να τραγουδήσω, ακολουθώντας το λαρύγγι του, τον τρόπο του, τον μοναδικό, για την εποχή πριν το πόλεμο, τρόπο του Μήτσου Αραπάκη». Ακριβώς, γι’ αυτό του τον τρόπο, του κόλλησαν το παρατσούκλι Αράπης ή Αραπάκης(μερικοί λένε ότι, τον ονόμασαν έτσι, επειδή στα νιάτα του, ήταν μαύρος) που, φανερώνει τη χώρα απ’ όπου ξεσήκωσε τον τρόπο, τη μεγάλη του τέχνη στο τραγούδι. Βέβαια, είχε πάει στην Αραβία ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης, όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο και βέβαια, ο καλλιτέχνης που τον κατοικούσε, τον ανάγκασε ν’ ακούσει διαφόρους τοπικούς τραγουδιστές. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι αντέγραψε. Οι πραγματικοί καλλιτέχνες, ουδέποτε αντιγράφουν, ουδέποτε μιμούνται. Μόνο, κλέβουν, τα ουσιαστικά συστατικά στοιχεία, κάθε αληθινής, άρα εμπνευσμένης τέχνης και τα αναπαράγουν, τα αναπλάθουν, με μοναδικό και ιδιοφυή τρόπο, δημιουργώντας καινούρια τέχνη. Δεν έχει κανείς παρά να ακούσει τον Μήτσο Αραπάκη, να τραγουδάει το «Του Κίτσου η μάνα κάθεται» ή έναν αμανέ ή ένα ρεμπέτικο και θα διαπιστώσει ότι: ο τρόπος, το ύφος και η περηφάνια που έχει στον λάρυγγά του, είναι ουσιαστικά συστατικά της ελληνικής τέχνης. «Είσαι κι εσύ Ελληνικός», θα του έλεγε ο Καβάφης, αν τον συναντούσε στην Αλεξάνδρεια. Ποιότητα φωνής, μοναδική. Θεϊκή απλότητα. Τον ακούς να τραγουδάει κι είναι σα να σου λέει: «Μην ακούς τα περίτεχνα γυρίσματα, που μπορεί να κάνει ο λαιμός μου αλλά, αφουγκράσου, τι παθαίνω». Ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης ή Αραπάκης, γεννήθηκε την Πρέβεζα. Έζησε όμως, στην Αθήνα. Δυστυχώς, όσο κι αν έτρεξα και προσπάθησα να μάθω, πότε ακριβώς γεννήθηκε και πότε πέθανε, κανένας δεν ήξερε να μου πει, ούτε οι στενοί του συνεργάτες, που ακόμα ζουν, ούτε και το Σωματείο των Μουσικών, που, καιρός είναι να οργανώσει το αρχείο του, με λίγα, έστω, βιογραφικά στοιχεία για τον κάθε μουσικό, αρχίζοντας απ’ αυτούς που ζουν ακόμα. Έπειτα από συζητήσεις με πολλούς μουσικούς(Παναγιώτης Κοκοντίνης, Αλέκος Γκαραβέλης, Γιώργος Κόρος, Νίκος Καρατάσος, Γιώργος Μεϊντανάς, Δημήτρης Κόλλιας, Παναγιώτης Πέππας), κάνοντας σχετικές διασταυρώσεις, μπορώ να πω ότι, ο Μήτσος Αραπάκης, γεννήθηκε ανάμεσα στα χρόνια 1890-1895 και πέθανε ανάμεσα στα χρόνια 1967-1970. Παντρεύτηκε τη Μαρία ή Μαρίκα «την καλύτερη μοδίστρα των Αθηνών»(Αλέκος Γκαραβέλης). Η γυναίκα του πέθανε γύρω στο 1960. Ως τότε έμεναν στα Σεπόλια. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο Αραπάκης, έμεινε στα Εξάρχεια. Τα ίχνη του χάνονται το 1966. Κάποιοι άκουσαν ότι, τον βάλανε στο γηροκομείο, όπου πέθανε, χωρίς να το μάθει κανείς. «Ο Μήτσος Αραπάκης, ήταν ο αγαπημένος τραγουδιστής όλων των λεφτάδων και των γλεντζέδων της εποχής. Ο ιχθυέμποροι, οι χασάπηδες με τις καδένες και οι έμποροι από τις αγορές Αθήνας και Πειραιά, τον λάτρευαν. Ουρές τα αυτοκίνητα, έξω από το μαγαζί, που τραγουδούσε προπολεμικά ο Αραπάκης, στην Κηφισιά, μαζί με άλλους δυο Μήτσους: τον Μήτσο Σαλονικιό και τον Μήτσο Κυριακίδη. Όταν δε, τραγουδούσε, απόλυτη ησυχία. Δε μιλούσε κανείς».(Αλέκος Γκαραβέλης) «Σε κάτι τραγούδια, ήταν δηλητήριο ο Αραπάκης. Σε πείραζε, να πούμε, στην καρδιά. Άσσος. Τον έφερα πολλές φορές στο μαγαζί μου στη Σαλαμίνα. Πρώτη φορά, το 1938. Με Σαλονικιό ή Ογδοντάκη, με Σιδέρη Ανδριανό, Ατραΐδη, Ρούκουνα, Παπασιδέρη κι άλλους, να πούμε. Ακούς τι σου λέω τώρα; Είπα τα ονόματά τους κι αναστατώθηκα. Τον έφερα και το 1939 και το 1940 και το 1944, με τη απελευθέρωση. Στην κατοχή, είχε έρθει σπίτι μου, κάθισε 18 μέρες. Δεν είχε να φάει. Ποιος; Ο Αραπάκης. Ο άσσος των άσσων. Το 1932 είχε έρθει ο Αρφούς Μπουρχάν από την Τουρκία. Εκεί, απάνω στο τραπέζι, είπανε: «Ποιος θα τραγουδήσει;» «Ο Αραπάκης θα τραγουδήσει». Είπε το «Τρία πουλάκια παν ψηλά». Μόλις τελείωσε το τραγούδι, το πήρε στα χέρια ο Αρφούς Μπουρχάν και τον φιλούσε στον αέρα».(Βαγγέλης Λαθούρης) Συνεργάστηκε με όλους τους μοναδικούς μουσικούς και τραγουδιστές της εποχής. Με τον Παπασιδέρη, τον Ατραΐδη, τον Κασιμάτη, ήταν φίλοι. Στο τέλος έκανε παρέα με τον Κουλουριώτη τραγουδιστή, Μίμη Ανδριανό. Ο Λάμπρος με το κανονάκι, ο Λάμπρος με τη λύρα, ο Τομπούλης με το ούτι, ο Σαλονικιός κι ο Ογδοντάκης με τα βιολιά, ο Ανεστόπουλος, ο Ρέλλιας, ο Γιαούζος κι ο Κυριακάτης με τα κλαρίνα, τον συνόδευαν μόνιμα στις ηχογραφήσεις του. Μετά το 1952, ο Παναγιώτης Κοκοντίνης(κλαρίνο) ήταν μόνιμος συνεργάτης του. Μετά το 1960, σχεδόν ζητιάνευε. Πήγαινε μόνο στα κέντρα της Ομόνοιας και όλο κάτι του έδιναν ή τον κερνούσαν οι συνάδελφοί του-φαντάζομαι, μ’ αυτή τη θλιβερή συμπόνια, που έχουμε όλοι στις ανάλογες περιπτώσεις γιατί, μας φαίνεται ότι βρίσκεται στην απέναντι, απ’ αυτόν τον κακομοίρη, όχθη, το δικό μας σώμα. Είχε έναν αδελφό, καλόγερος ήταν. Δεν είχαν όμως καλές σχέσεις. Με την γυναίκα του δεν απέκτησαν παιδιά. Συνέντευξη του Παναγιώτη Κοκοντίνη για τον Μήτσο Αραπάκη, Άγιος Παύλος, Αθήνα 30/08/1996. Ο Παναγιώτης Κοκοντίνης γεννήθηκε το 1919, στο Αμπελοχώρι Θηβών. Συνεργάστηκε, παίζοντας κλαρίνο με ιδιαίτερο ύφος, με όλους τους τραγουδιστές του Δημοτικού τραγουδιού(Παπασιδέρη, Αραπάκη, Μηττάκη κ.α.). «Τον γνώρισα το 1938. Είχε έναν κουμπάρο γιατρό, Αθανασάρας λεγόταν, στη Θήβα. Και, τώρα τελευταία, που δεν βοήθησε το κράτος όλους αυτούς τους παλιούς, να τους δώσει κάτι τις, αναγκάστηκε και του είπε: «Υποφέρω μωρέ γιατρέ» και τον βάλανε σ’ ένα ορφανοτροφείο ή γηροκομείο, κάτι τέτοιο και κει έφυγε ο Αραπάκης απ’ τη ζωή. Αυτός ο Αθανασάρας , ο κουμπάρος του, ήταν γλεντζές, ήθελε αυτό, το μοτίβο, τον τρόπο του Αραπάκη και τον καλούσε συνέχεια στη Θήβα. Ερχόταν ο Αραπάκης και δουλεύαμε εκεί, μαζί. Μέχρι το 1943 δουλεύαμε συνέχεια μαζί, στο Πιρί, στη Θήβα. Ερχόντουσαν τότες οι Μεγαρίτες, στο θέρος και μεις παγαίναμε και δουλεύαμε από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 3 και μας πετάγανε κανένα αυτό, υποφέραμε πολύ τότες. Και κει, θυμάμαι, στου Χρυσοστόμου το μαγαζί, τραγουδούσε ο Αραπάκης, μόνον αυτόν θέλανε. Ήταν και ο Χαράλαμπος Λάμπρου, Σιαπιέρα τον λέγαμε, απ’ το Μαυρομάτι, που ’παιζε τσίμπαλο. Κι ο Αραπάκης τσίμπαλο έπαιζε, αλλά αφού ήταν ο Χαράλαμπος, κρατούσε μια κιθάρα και τραγουδούσε. Τον θέλανε πολύ στη Θήβα τον Αραπάκη. Έμεινε το μοτίβο αυτό, ο τρόπος να πούμε που τραγούδαγε ο Μήτσος τα δημοτικά και τους αμανέδες. Είχε πάει στην Αραβία προπολεμικά. Από κει πήρε τον τρόπο. Ο τρόπος αρπάζεται στα νιάτα. Γι’ αυτό λέμε: «Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά». Γίνεται; Δε γίνεται. Να, έτσι, τώρα, που μου ’χει σπάσει η φωνή, θα σου πω ένα τραγούδι, στον τρόπο του Αραπάκη: «Πάνε τα χρόνια τα παλιά, πάνε και δε γυρίζουν, τα τωρινά μας ήρθανε για να μας βασανίζουν». Θυμάμαι λοιπόν, το 1943 ήτανε, τον Ιούνιο. Εκεί όπως δουλεύουμε, λέω στον Αραπάκη και στον Χαράλαμπο: «Παιδιά να πάτε το όργανο σπίτι». Στις έξι απαγορευότανε η κυκλοφορία, γιατί, τότες, ήταν ένα σύνθημα για τον αγώνα που, όλοι, η Κάκια Μενδρή κι άλλοι, παγαίναμε στη γραμμή και παίρναμε βοήθημα απ’ τη Φρειδερίκη. Και λέγαμε: «Για δες πως καταντήσαμε, ξανθές και μαυρομάτες, να πέσουμε στον έρωτα για μια οκά πατάτες». Αυλωνίτηδες, όλοι αυτοί, γελάγαμε, το καλαμπουρίζαμε δηλαδή, πως καταντήσαμε. Και μετά, ήταν ένα άλλο σύνθημα. Έλεγαν: «Θ’ αφήσω πια την πένα μου, θ’ αρπάξω τη σκανδάλη, θα πάω απάνω στα βουνά, θα πάω να βρω τον Άρη». Άκουγε ο ένας με τον άλλο, έτσι κοινωνιολογήθηκε το πράμα. Παγαίναμε στις ταβέρνες, το μπουζούκι κρεμασμένο. Ήταν απαγορευμένο για την κόρη του Κοτζαμάνη, τη Βαρβάρα. Γιατί, της είχαν βγάλει τραγούδι οι ρεμπέτες, για τα καμώματά της: «Στη Γλυφάδα κάθε βράδυ, η Βαρβάρα ξενυχτάει». Προσβάλανε το όνομα Κοτζαμάνης, ήταν υπουργός, έτσι, κατάργησε αυτός το μπουζούκι, ως παράνομο, να εκδικηθεί. Ακουγόταν τότε στις ταβέρνες: «Το μάθατε; Τι έγινε; Βρε, εδώ καίγεται ο τόπος. Βγήκαν αντάρτες για τη λευτεριά». Το κατάπινε ο κοσμάκης. Ιδιαίτερα, εμείς, οι Αρβανίτες. Και, θυμάμαι, τους είπα: «Χαράλαμπε, Μήτσο, εγώ φεύγω, πάω στο βουνό». Και βάζει τα κλάματα ο Αραπάκης κι ο Χαράλαμπος απ’ το Μαυρομάτι. Τους χαιρέτησα εκεί και μου πήγαν το όργανο σπίτι. Ε… μετά, κάτι φυλακές, κάτι Αλβανίες, από δω, από κει, γύρισα το 1952. Το 1955 είδα πάλι τον Αραπάκη. Από δω, από κει, αγκαλιαστήκαμε. Δουλέψαμε στη Θήβα πάλι, στον «Πούλο». Εκεί πηγαίνανε όλοι οι πλούσιοι, στο κέντρο αυτό, με το κυάλι, που λέει ο λόγος και με τα καρότσια τα παιδιά τα μικρά τότες, ήτανε η μόδα και τα ψάθινα τα καπέλα, τραγιάσκα απαγορευότανε. Κι ο Αραπάκης ψάθινο καπέλο έβαζε και του πήγαινε. Ο Αραπάκης δούλευε τότε, μόνο τα Σαββατοκύριακα. Παγαίναμε στα Μέγαρα, τον θέλανε πολύ εκεί. Βγάζαμε πολλά λεφτά. Είχα αγοράσει ένα μαγαζί με δύο Σαββατοκύριακα. Για τόσα λεφτά σου μιλάω Θανασάκη, χάρη στον Αραπάκη. Του άρεσε και τραγούδαγε το τραγούδι του Ατραΐδη «Από μικρός ορφάνεψα». Το ’λεγε ωραία, πρώτος ήχος, μελαγχολικός, στη Βυζαντινή μουσική. Μετά τον πόλεμο, δεν ηχογράφησε τίποτα ο Αραπάκης. Δεν εύρισκε μουσικούς να τον εξυπηρετήσουν. Γιατί, προσβάλλεται ο μεγάλος καλλιτέχνης που του παίζουν άσχημα οι μουσικοί. Έπαιρνε εμένα γιατί τον εξυπηρετούσα. Είχα μεγαλώσει στο συνοικισμό στη Θήβα, με τους πρόσφυγες απ’ τη Μ. Ασία. Κανονάκι ο Λάμπρος , Τομπούλης, ούτια και έμαθα το ύφος τους. Το 1954 στα μαγαζιά, δε θέλανε δημοτικά, ήτανε το μπουζούκια τότε: «Κάποια μάνα αναστενάζει» κ.λ.π. Η τελευταία φορά με τον Αραπάκη, ήταν σ’ ένα γάμο, στα Σπάτα. Τραγούδαγε: «Παίρνω τα ρέμα-ρέμα, με πήρ’ ο ποταμός, βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και μ’ έφαγε ο καυμός». Ω! ο κόσμος. Έτσι τον είχανε τον έρωτα τότε. Σίγα-σιγά έσπασε η φωνή του. Πάντα μόνος του κι έρημος. Έμενε κάπου στα Εξάρχεια. Είχε έναν, αδερφό, καλόγηρο. Καλλίνικος λεγόταν. Δεν τα είχαν όμως καλά. Τον πήγαινα στην ταβέρνα του Μουρούζη, στην Αθηνάς, τον κέρναγα. Δεν είχε να φάει. Θεός σ’ χωρέστον. Συνέντευξη του Δημήτρη Κόλλια για τον Μήτσο Αραπάκη, Ναύπλιο 314/09/1996. Ο Δημήτρης Κόλλιας συνεργάστηκε, παίζοντας κιθάρα, με όλους σχεδόν τους τραγουδιστές από το 1940 και μετά. Το 1962 πήγε στην Αμερική, με τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρυ Λίντα. Έμεινε εκεί, ως το 1976. Δεν παίζει πια και ζει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα. Τον Μπάρμπα-Μήτσο τον γνώρισα το 1944, στην Αθήνα. Τότε, που τον γνώρισα, κρυβότανε, να μην τον πάρουνε για δουλειά. Τόσοι και τόσοι τον ζητάγανε. Χασαπάδες, έμποροι, ταβερνιαραίοι, ψαράδες, όλοι ερχόντουσαν με τις άμαξες έξω απ’ το καφενείο των Μουσικών, στης Αθηνάς 33, να τον πάρουνε κι αυτός κρυβότανε. Τον ζητούσανε τόσοι πολλοί, δε γινότανε να πάει σ’ όλους, έτσι, κρυβότανε. Αυτή δουλειά, δε γινότανε μόνο μετά τη κατοχή, αλλά και πριν, από το 1930 ως το 1940. τον κυνηγάγανε τον Αραπάκη. Δε θα ξαναγίνει ποτέ στην Ελλάδα, τέτοιο πράμα τραγουδιστή. Ποτέ. Το γέλιο του ήταν τραγούδι. Το κλάμα του τραγούδι. Μίλαγε και τραγούδαγε. Ήταν τέτοια η φωνή του. Σε πείραζε, δεν μπορούσες ν’ αντέξεις. Το ’να κλέφτικο το’ λεγε έτσι, τα’ άλλο αλλιώς. Κάθε φορά που έλεγε το ίδιο τραγούδι, το’ λεγε αλλιώς. Καλαματιανά, αμανέδες, ακόμα και καντάδες έλεγε. Είχε πάει με τη μαντολινάτα του Κόκκινου, του μαέστρου, στο Λονδίνο και στην Αλεξάνδρεια, προπολεμικά. Τραγούδαγε σαν μέλος της χορωδίας κι έπαιζε τσίμπαλο. Τρομερός μουσικός. Στα σεγόντα ειδικά. Ήξερε μουσική, διάβαζε νότες. Όχι καλά, αλλά διάβαζε. Τρομερή πάστα μουσικού, πάει τελείωσε. Ήτανε κι ο Παπασιδέρης κι ο Ρούκουνας. Καλοί τραγουδιστές, πολύ καλοί, αλλά αυτός ήτανε άλλο πράμα. Μπορεί και να ’τανε και γύφτος, τουρκόγυφτος. Δεν εξηγείται αλλιώς, η μουσικότητα που είχε. Κάναμε, καμιά φορά, λάθος ακόρντο και το ’πιανε αμέσως, γύρναγε και μας κάρφωνε μ’ ένα βλέμμα! Προσπάθησα να ψωνίσω τα κόλπα του. Δεν ψωνιζόταν με τίποτα. Ήταν παράξενος. Μπορούσε να σε προσβάλει οποιαδήποτε ώρα. Ήθελε και είχε πάντα, καλούς μουσικούς δίπλα του. Ποτέ δεν μας έλεγε την ηλικία του, ούτε μας είπε ποτέ, για το, πότε άρχισε να τραγουδά, πότε και ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησε. Από το 1944 ως το 1962, ήμουνα συνέχεια μαζί του. Μετά, πήγα στην Αμερική. Γύρισα το 1976. έμαθα ότι είχε πεθάνει γύρω στα 1970 και ότι ζητιάνευε μετά το 1962. Δεν έπρεπε να καταντήσει έτσι άλλα, του άρεσαν πολύ οι γυναίκες, τις γέμιζε δώρα για να τις έχει, πολλά λεφτά ξόδευε για τις γυναίκες. Όσα έβγαζε κι έβγαζε πολλά τα ’δινε γι’ αυτό το πάθος του. Εκείνο που θα θυμάμαι πάντα, είναι που σταματάγαμε να παίζουμε, μόλις άρχιζε να τραγουδάει. Και την ευχή και την κατάρα που είχε δώσει ο πατέρας του Μανώλη Μοσχού κι αυτός με την σειρά του, την έδωσε στα παιδιά του: «Όταν κάνετε γλέντι και δεν πάρετε τον Αραπάκη, να ‘χετε την κατάρα μου». Το παραπάνω κείμενο είναι αυτούσιο όπως δημοσιεύεται στο βιβλιαράκι που συνοδεύει το CD της FM Records «Ο Μήτσος Αραπάκης τραγουδά Αμανέδες και Ρεμπέτικα» και γράφτηκε από τον Θανάση Μωραΐτη.

Γιώργος Παπασιδέρης


ΣΥΝΘΕΤΗΣ-ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ-ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ
Πολλοί τον είπαν «Βασιλιά του Δημοτικού Τραγουδιού».
Δεν πρόκειται απλά για έναν κορυφαίο καλλιτέχνη, αλλά για «Θεσμό» ολόκληρο, για μια μεγάλη «Σχολή του Γένους».
Ο Παπασιδέρης Θεωρείται μέτρο και σταθμό του Δημοτικού τραγουδιού.
Απ’ αυτόν έχουν μάθει όλοι οι νεότεροι να τραγουδούν και έχουν δανειστεί πολλοί αρκετά στοιχεία του.
Ο Γιώργος Παπασιδέρης υπήρξε «μονάδα». Ήταν Αρβανίτικης καταγωγής.
Γεννήθηκε στην Κούλουρη (Σαλαμίνα). Το τραγούδι το ξεκίνησε επαγγελματικά σε μεγάλη ηλικία, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα επισκίασε τους πάντες. Τραγούδησε τις χαρές και τις λύπες όλης της Ελλάδας, μα πάνω απ’ όλα τραγούδησε τη νεότερη ιστορία μας, τα τραγούδια της επανάστασης του 1821, τα κατορθώματα των κλεφτών και των αρματολών.
Και όχι απλώς τα τραγούδησε, αλλά θα λέγαμε ότι τα «σφράγισε».
Ο Στάθης Κάβουρας στο βιβλίο του γράφει:
«Ο Παπασιδέρης δεν τραγούδησε τίποτα άσχημο, και κράτησε το Δημοτικό Τραγούδι πολύ ψηλά».
Παρόλο που ο κόσμος ξέρει τον Παπασιδέρη σαν τραγουδιστή μόνο, ο Παπασιδερης ήταν ο πλέον πολυγραφότατος Έλληνας συνθέτης .Είχε τόσο πολύ νοιώσει και ζυμωθεί με τα ήθη και έθιμα τα Ελληνικής κοινωνίας, που σε λίγα λεπτά ταίριαζε και το ανάλογο τραγούδι.
Και όχι με το ίδιο θέμα όπως κάνουν οι σημερινοί συνθέτες και στιχουργοί.
Ο Παπασιδέρης ήταν πηγαίος ποιητής, και σοβαρός συνθέτης.
Παρόλο που ήταν Αρβανίτης, είχε όλο το ρεπερτόριο των παραδοσιακών τραγουδιών.
Τα τραγούδια του ελάχιστοι είναι αυτοί που μπορούν να τα ερμηνεύσουν σήμερα, και μάλιστα από τους ίδιους «τόνους».
Ο Παπασιδέρης πέθανε το 1978 στη Σαλαμίνα.
Έχει γράψει πάνω από 1500 δημοτικά τραγούδια, από τα οποία άλλα χάθηκαν, και άλλα λεηλατήθηκαν από επιτήδειους.
Δεκάδες λαϊκά τραγούδια είναι διασκευές από τραγούδια του Παπασιδέρη, και είναι δηλωμένα σε άλλα ονόματα.

Δημήτρης Σέμσης - (Σαλονικιός)


Ένας «θρύλος» της Ελληνικής μουσικής, του Δημοτικού, και του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ένας μουσικός, που ακόμα και σήμερα πολλοί θέλουν να του μοιάσουν. Ο Δημήτρης Σέμσης γεννήθηκε στην Στρόμνιτσα γύρω στα 1880. Καταγόταν από οικογένεια στενά συνδεδεμένη με την μουσική, καθώς και ο πατέρας του Μιχελιός Σέμσης, και ο παππούς του ήταν κατασκευαστές βιολιών.Έτσι ο Δημήτρης, έπαιζε βιολί από μικρός. Παρολες τις έρευνες, δεν κατέστη δυνατό να μάθουμε από ποιον έμαθε να διαβάζει και να γράφει νότες ο Σέμσης, Το 1896 περιόδευσε με ένα τσίρκο σ’ όλη την Τουρκία, στην Περσία, την Αραβία, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, την Σερβία, και σε άλλες χώρες, και απέκτησε ακούσματα από τις μουσικές όλων αυτών των χωρών.Λέγεται ότι έπαιξε κάποτε στο «σεράι» του Σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίτ, ο οποίος κατενθουσιάστηκε από την δεξιοτεχνία του Σέμση, και είπε σε όλες τις γυναίκες να βγάλουν τους φερετζέδες και να τον ακούσουν με ακάλυπτα πρόσωπα. Του δώρισε μετά απ’ αυτό και έναν ασημένιο καβαλάρη που τον φιλάνε τα εγγόνια του σαν κειμήλιο.Το 1921, σε ηλικία 40 ετών παντρεύτηκε την δεκαεπτάχρονη Δήμητρα Κανούλα. Το όνομα του Σαλονικιού είχε μαθευτεί σε όλη την Ελλάδα ως κορυφαίου μουσικού, και ήταν περιζήτητος στους γάμους στα πανηγύρια, και στις ταβέρνες. Οι παλιοί έλεγαν μάλιστα, ότι σε κανένα συγκρότημα δεν έπεφτε η «χαρτούρα» που έπαιρνε ο Σαλονικιός.Το 1926, με την ίδρυση της COLUMBIA και της HIS MASTER VOICE ο Θεμιστοκλής Λαμπρόπουλος (πρόεδρος της εταιρίας) τον προσέλαβε ως καλλιτεχνικό διευθυντή της εταιρίας. Ο Σαλονικιός είχε την αρμοδιότητα να επιλέγει τους μουσικούς, τους τραγουδιστές, τα τραγούδια, αλλά και να κάνει και την ενορχήστρωση. Όπως προανέφερα, γνώριζε από παρτιτούρες, πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή που οι περισσότεροι μουσικοί και οι συνθέτες ήταν «πρακτικοί».Έτσι ο Σαλονικιός έγραφε και επιμελείτο τα τραγούδια, και όταν αυτά είχαν «ελλείψεις» επενέβαινε. Σαν εκτελεστής, έπαιξε σε χιλιάδες δίσκους όλων των επώνυμων (Χιώτη, Γούναρη, Βέμπο, Στελλάκη Περπινιάδη, Τούντα, Βαμβακάρη, Παγιουμτζή, Εσκενάζυ, Αμπατζή, Παπάζογλου, Αττίκ, και άλλων). Μεγάλη όμως είναι η συμμετοχή του στα τραγούδια που ερμήνευσε η Ρίτα Αμπατζή, και η Ρόζα Εσκενάζυ.Σε δεκάδες τραγούδια φωνάζει η Ρόζα «Γεια σου Σαλονικιέ μου». Ο Σαλονικιός είναι Ιδρυτικό μέλλος του Συνδέσμου Μουσικών Αθηνών – Πειραιώς «Η ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑ» που ιδρύθηκε το 1928. Μετά την κατοχή ο Σαλονικιός συνέχισε την καριέρα του συνεργαζόμενος με τον Χιώτη, τον Τσιτσάνη, και την Γεωργακοπούλου. Το 1948, ένα απρόσμενο γεγονός (ο θάνατος του 18 χρονου γιου του Νίκου) τον λυγίζει, και δεν αντέχει πολύ. Στις 19 Ιανουαρίου 1950 ο μεγάλος βιολιστής έφυγε για πάντα.Την σκυτάλη πήρε ο μεγαλύτερος γιος του Μιχάλης, ο οποίος διατέλεσε για πολλά χρόνια πρώτο βιολί της Κρατικής Ορχήστρας της ΕΡΤ, ενώ το 1980 ίδρυσε την ορχήστρα εγχόρδων «Ελληνική Καμεράτα». Ο Μιχάλης Σέμσης πέθανε το 1987, και την παράδοση της οικογένειας συνεχίζει ο γιος του Δημήτρης Σέμσης. Έτσι, το μεγάλο όνομα του Σαλονικιού συνεχίζεται.