«Να ξέρεις ότι, στη Θήβα, δεν ορκίζονταν στο Χριστό και στην Παναγία, αλλά, στον Αραπάκη».
Έτσι άρχισε κι έτσι τελείωσε την τηλεφωνική μας συζήτηση, ο παλιός τραγουδιστής, Γιώργος Μεϊντανάς, που γνώρισε τον Αραπάκη στις μεγάλες του δόξες και μοναδικό του μέλημα από τότε, ήταν:
«Να τραγουδήσω, ακολουθώντας το λαρύγγι του, τον τρόπο του, τον μοναδικό, για την εποχή πριν το πόλεμο, τρόπο του Μήτσου Αραπάκη». Ακριβώς, γι’ αυτό του τον τρόπο, του κόλλησαν το παρατσούκλι Αράπης ή Αραπάκης(μερικοί λένε ότι, τον ονόμασαν έτσι, επειδή στα νιάτα του, ήταν μαύρος) που, φανερώνει τη χώρα απ’ όπου ξεσήκωσε τον τρόπο, τη μεγάλη του τέχνη στο τραγούδι. Βέβαια, είχε πάει στην Αραβία ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης, όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο και βέβαια, ο καλλιτέχνης που τον κατοικούσε, τον ανάγκασε ν’ ακούσει διαφόρους τοπικούς τραγουδιστές. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι αντέγραψε. Οι πραγματικοί καλλιτέχνες, ουδέποτε αντιγράφουν, ουδέποτε μιμούνται. Μόνο, κλέβουν, τα ουσιαστικά συστατικά στοιχεία, κάθε αληθινής, άρα εμπνευσμένης τέχνης και τα αναπαράγουν, τα αναπλάθουν, με μοναδικό και ιδιοφυή τρόπο, δημιουργώντας καινούρια τέχνη. Δεν έχει κανείς παρά να ακούσει τον Μήτσο Αραπάκη, να τραγουδάει το «Του Κίτσου η μάνα κάθεται» ή έναν αμανέ ή ένα ρεμπέτικο και θα διαπιστώσει ότι: ο τρόπος, το ύφος και η περηφάνια που έχει στον λάρυγγά του, είναι ουσιαστικά συστατικά της ελληνικής τέχνης. «Είσαι κι εσύ Ελληνικός», θα του έλεγε ο Καβάφης, αν τον συναντούσε στην Αλεξάνδρεια. Ποιότητα φωνής, μοναδική. Θεϊκή απλότητα. Τον ακούς να τραγουδάει κι είναι σα να σου λέει: «Μην ακούς τα περίτεχνα γυρίσματα, που μπορεί να κάνει ο λαιμός μου αλλά, αφουγκράσου, τι παθαίνω». Ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης ή Αραπάκης, γεννήθηκε την Πρέβεζα. Έζησε όμως, στην Αθήνα. Δυστυχώς, όσο κι αν έτρεξα και προσπάθησα να μάθω, πότε ακριβώς γεννήθηκε και πότε πέθανε, κανένας δεν ήξερε να μου πει, ούτε οι στενοί του συνεργάτες, που ακόμα ζουν, ούτε και το Σωματείο των Μουσικών, που, καιρός είναι να οργανώσει το αρχείο του, με λίγα, έστω, βιογραφικά στοιχεία για τον κάθε μουσικό, αρχίζοντας απ’ αυτούς που ζουν ακόμα. Έπειτα από συζητήσεις με πολλούς μουσικούς(Παναγιώτης Κοκοντίνης, Αλέκος Γκαραβέλης, Γιώργος Κόρος, Νίκος Καρατάσος, Γιώργος Μεϊντανάς, Δημήτρης Κόλλιας, Παναγιώτης Πέππας), κάνοντας σχετικές διασταυρώσεις, μπορώ να πω ότι, ο Μήτσος Αραπάκης, γεννήθηκε ανάμεσα στα χρόνια 1890-1895 και πέθανε ανάμεσα στα χρόνια 1967-1970. Παντρεύτηκε τη Μαρία ή Μαρίκα «την καλύτερη μοδίστρα των Αθηνών»(Αλέκος Γκαραβέλης). Η γυναίκα του πέθανε γύρω στο 1960. Ως τότε έμεναν στα Σεπόλια. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο Αραπάκης, έμεινε στα Εξάρχεια. Τα ίχνη του χάνονται το 1966. Κάποιοι άκουσαν ότι, τον βάλανε στο γηροκομείο, όπου πέθανε, χωρίς να το μάθει κανείς. «Ο Μήτσος Αραπάκης, ήταν ο αγαπημένος τραγουδιστής όλων των λεφτάδων και των γλεντζέδων της εποχής. Ο ιχθυέμποροι, οι χασάπηδες με τις καδένες και οι έμποροι από τις αγορές Αθήνας και Πειραιά, τον λάτρευαν. Ουρές τα αυτοκίνητα, έξω από το μαγαζί, που τραγουδούσε προπολεμικά ο Αραπάκης, στην Κηφισιά, μαζί με άλλους δυο Μήτσους: τον Μήτσο Σαλονικιό και τον Μήτσο Κυριακίδη. Όταν δε, τραγουδούσε, απόλυτη ησυχία. Δε μιλούσε κανείς».(Αλέκος Γκαραβέλης) «Σε κάτι τραγούδια, ήταν δηλητήριο ο Αραπάκης. Σε πείραζε, να πούμε, στην καρδιά. Άσσος. Τον έφερα πολλές φορές στο μαγαζί μου στη Σαλαμίνα. Πρώτη φορά, το 1938. Με Σαλονικιό ή Ογδοντάκη, με Σιδέρη Ανδριανό, Ατραΐδη, Ρούκουνα, Παπασιδέρη κι άλλους, να πούμε. Ακούς τι σου λέω τώρα; Είπα τα ονόματά τους κι αναστατώθηκα. Τον έφερα και το 1939 και το 1940 και το 1944, με τη απελευθέρωση. Στην κατοχή, είχε έρθει σπίτι μου, κάθισε 18 μέρες. Δεν είχε να φάει. Ποιος; Ο Αραπάκης. Ο άσσος των άσσων. Το 1932 είχε έρθει ο Αρφούς Μπουρχάν από την Τουρκία. Εκεί, απάνω στο τραπέζι, είπανε: «Ποιος θα τραγουδήσει;» «Ο Αραπάκης θα τραγουδήσει». Είπε το «Τρία πουλάκια παν ψηλά». Μόλις τελείωσε το τραγούδι, το πήρε στα χέρια ο Αρφούς Μπουρχάν και τον φιλούσε στον αέρα».(Βαγγέλης Λαθούρης) Συνεργάστηκε με όλους τους μοναδικούς μουσικούς και τραγουδιστές της εποχής. Με τον Παπασιδέρη, τον Ατραΐδη, τον Κασιμάτη, ήταν φίλοι. Στο τέλος έκανε παρέα με τον Κουλουριώτη τραγουδιστή, Μίμη Ανδριανό. Ο Λάμπρος με το κανονάκι, ο Λάμπρος με τη λύρα, ο Τομπούλης με το ούτι, ο Σαλονικιός κι ο Ογδοντάκης με τα βιολιά, ο Ανεστόπουλος, ο Ρέλλιας, ο Γιαούζος κι ο Κυριακάτης με τα κλαρίνα, τον συνόδευαν μόνιμα στις ηχογραφήσεις του. Μετά το 1952, ο Παναγιώτης Κοκοντίνης(κλαρίνο) ήταν μόνιμος συνεργάτης του. Μετά το 1960, σχεδόν ζητιάνευε. Πήγαινε μόνο στα κέντρα της Ομόνοιας και όλο κάτι του έδιναν ή τον κερνούσαν οι συνάδελφοί του-φαντάζομαι, μ’ αυτή τη θλιβερή συμπόνια, που έχουμε όλοι στις ανάλογες περιπτώσεις γιατί, μας φαίνεται ότι βρίσκεται στην απέναντι, απ’ αυτόν τον κακομοίρη, όχθη, το δικό μας σώμα. Είχε έναν αδελφό, καλόγερος ήταν. Δεν είχαν όμως καλές σχέσεις. Με την γυναίκα του δεν απέκτησαν παιδιά. Συνέντευξη του Παναγιώτη Κοκοντίνη για τον Μήτσο Αραπάκη, Άγιος Παύλος, Αθήνα 30/08/1996. Ο Παναγιώτης Κοκοντίνης γεννήθηκε το 1919, στο Αμπελοχώρι Θηβών. Συνεργάστηκε, παίζοντας κλαρίνο με ιδιαίτερο ύφος, με όλους τους τραγουδιστές του Δημοτικού τραγουδιού(Παπασιδέρη, Αραπάκη, Μηττάκη κ.α.). «Τον γνώρισα το 1938. Είχε έναν κουμπάρο γιατρό, Αθανασάρας λεγόταν, στη Θήβα. Και, τώρα τελευταία, που δεν βοήθησε το κράτος όλους αυτούς τους παλιούς, να τους δώσει κάτι τις, αναγκάστηκε και του είπε: «Υποφέρω μωρέ γιατρέ» και τον βάλανε σ’ ένα ορφανοτροφείο ή γηροκομείο, κάτι τέτοιο και κει έφυγε ο Αραπάκης απ’ τη ζωή. Αυτός ο Αθανασάρας , ο κουμπάρος του, ήταν γλεντζές, ήθελε αυτό, το μοτίβο, τον τρόπο του Αραπάκη και τον καλούσε συνέχεια στη Θήβα. Ερχόταν ο Αραπάκης και δουλεύαμε εκεί, μαζί. Μέχρι το 1943 δουλεύαμε συνέχεια μαζί, στο Πιρί, στη Θήβα. Ερχόντουσαν τότες οι Μεγαρίτες, στο θέρος και μεις παγαίναμε και δουλεύαμε από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 3 και μας πετάγανε κανένα αυτό, υποφέραμε πολύ τότες. Και κει, θυμάμαι, στου Χρυσοστόμου το μαγαζί, τραγουδούσε ο Αραπάκης, μόνον αυτόν θέλανε. Ήταν και ο Χαράλαμπος Λάμπρου, Σιαπιέρα τον λέγαμε, απ’ το Μαυρομάτι, που ’παιζε τσίμπαλο. Κι ο Αραπάκης τσίμπαλο έπαιζε, αλλά αφού ήταν ο Χαράλαμπος, κρατούσε μια κιθάρα και τραγουδούσε. Τον θέλανε πολύ στη Θήβα τον Αραπάκη. Έμεινε το μοτίβο αυτό, ο τρόπος να πούμε που τραγούδαγε ο Μήτσος τα δημοτικά και τους αμανέδες. Είχε πάει στην Αραβία προπολεμικά. Από κει πήρε τον τρόπο. Ο τρόπος αρπάζεται στα νιάτα. Γι’ αυτό λέμε: «Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά». Γίνεται; Δε γίνεται. Να, έτσι, τώρα, που μου ’χει σπάσει η φωνή, θα σου πω ένα τραγούδι, στον τρόπο του Αραπάκη: «Πάνε τα χρόνια τα παλιά, πάνε και δε γυρίζουν, τα τωρινά μας ήρθανε για να μας βασανίζουν». Θυμάμαι λοιπόν, το 1943 ήτανε, τον Ιούνιο. Εκεί όπως δουλεύουμε, λέω στον Αραπάκη και στον Χαράλαμπο: «Παιδιά να πάτε το όργανο σπίτι». Στις έξι απαγορευότανε η κυκλοφορία, γιατί, τότες, ήταν ένα σύνθημα για τον αγώνα που, όλοι, η Κάκια Μενδρή κι άλλοι, παγαίναμε στη γραμμή και παίρναμε βοήθημα απ’ τη Φρειδερίκη. Και λέγαμε: «Για δες πως καταντήσαμε, ξανθές και μαυρομάτες, να πέσουμε στον έρωτα για μια οκά πατάτες». Αυλωνίτηδες, όλοι αυτοί, γελάγαμε, το καλαμπουρίζαμε δηλαδή, πως καταντήσαμε. Και μετά, ήταν ένα άλλο σύνθημα. Έλεγαν: «Θ’ αφήσω πια την πένα μου, θ’ αρπάξω τη σκανδάλη, θα πάω απάνω στα βουνά, θα πάω να βρω τον Άρη». Άκουγε ο ένας με τον άλλο, έτσι κοινωνιολογήθηκε το πράμα. Παγαίναμε στις ταβέρνες, το μπουζούκι κρεμασμένο. Ήταν απαγορευμένο για την κόρη του Κοτζαμάνη, τη Βαρβάρα. Γιατί, της είχαν βγάλει τραγούδι οι ρεμπέτες, για τα καμώματά της: «Στη Γλυφάδα κάθε βράδυ, η Βαρβάρα ξενυχτάει». Προσβάλανε το όνομα Κοτζαμάνης, ήταν υπουργός, έτσι, κατάργησε αυτός το μπουζούκι, ως παράνομο, να εκδικηθεί. Ακουγόταν τότε στις ταβέρνες: «Το μάθατε; Τι έγινε; Βρε, εδώ καίγεται ο τόπος. Βγήκαν αντάρτες για τη λευτεριά». Το κατάπινε ο κοσμάκης. Ιδιαίτερα, εμείς, οι Αρβανίτες. Και, θυμάμαι, τους είπα: «Χαράλαμπε, Μήτσο, εγώ φεύγω, πάω στο βουνό». Και βάζει τα κλάματα ο Αραπάκης κι ο Χαράλαμπος απ’ το Μαυρομάτι. Τους χαιρέτησα εκεί και μου πήγαν το όργανο σπίτι. Ε… μετά, κάτι φυλακές, κάτι Αλβανίες, από δω, από κει, γύρισα το 1952. Το 1955 είδα πάλι τον Αραπάκη. Από δω, από κει, αγκαλιαστήκαμε. Δουλέψαμε στη Θήβα πάλι, στον «Πούλο». Εκεί πηγαίνανε όλοι οι πλούσιοι, στο κέντρο αυτό, με το κυάλι, που λέει ο λόγος και με τα καρότσια τα παιδιά τα μικρά τότες, ήτανε η μόδα και τα ψάθινα τα καπέλα, τραγιάσκα απαγορευότανε. Κι ο Αραπάκης ψάθινο καπέλο έβαζε και του πήγαινε. Ο Αραπάκης δούλευε τότε, μόνο τα Σαββατοκύριακα. Παγαίναμε στα Μέγαρα, τον θέλανε πολύ εκεί. Βγάζαμε πολλά λεφτά. Είχα αγοράσει ένα μαγαζί με δύο Σαββατοκύριακα. Για τόσα λεφτά σου μιλάω Θανασάκη, χάρη στον Αραπάκη. Του άρεσε και τραγούδαγε το τραγούδι του Ατραΐδη «Από μικρός ορφάνεψα». Το ’λεγε ωραία, πρώτος ήχος, μελαγχολικός, στη Βυζαντινή μουσική. Μετά τον πόλεμο, δεν ηχογράφησε τίποτα ο Αραπάκης. Δεν εύρισκε μουσικούς να τον εξυπηρετήσουν. Γιατί, προσβάλλεται ο μεγάλος καλλιτέχνης που του παίζουν άσχημα οι μουσικοί. Έπαιρνε εμένα γιατί τον εξυπηρετούσα. Είχα μεγαλώσει στο συνοικισμό στη Θήβα, με τους πρόσφυγες απ’ τη Μ. Ασία. Κανονάκι ο Λάμπρος , Τομπούλης, ούτια και έμαθα το ύφος τους. Το 1954 στα μαγαζιά, δε θέλανε δημοτικά, ήτανε το μπουζούκια τότε: «Κάποια μάνα αναστενάζει» κ.λ.π. Η τελευταία φορά με τον Αραπάκη, ήταν σ’ ένα γάμο, στα Σπάτα. Τραγούδαγε: «Παίρνω τα ρέμα-ρέμα, με πήρ’ ο ποταμός, βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και μ’ έφαγε ο καυμός». Ω! ο κόσμος. Έτσι τον είχανε τον έρωτα τότε. Σίγα-σιγά έσπασε η φωνή του. Πάντα μόνος του κι έρημος. Έμενε κάπου στα Εξάρχεια. Είχε έναν, αδερφό, καλόγηρο. Καλλίνικος λεγόταν. Δεν τα είχαν όμως καλά. Τον πήγαινα στην ταβέρνα του Μουρούζη, στην Αθηνάς, τον κέρναγα. Δεν είχε να φάει. Θεός σ’ χωρέστον. Συνέντευξη του Δημήτρη Κόλλια για τον Μήτσο Αραπάκη, Ναύπλιο 314/09/1996. Ο Δημήτρης Κόλλιας συνεργάστηκε, παίζοντας κιθάρα, με όλους σχεδόν τους τραγουδιστές από το 1940 και μετά. Το 1962 πήγε στην Αμερική, με τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρυ Λίντα. Έμεινε εκεί, ως το 1976. Δεν παίζει πια και ζει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα. Τον Μπάρμπα-Μήτσο τον γνώρισα το 1944, στην Αθήνα. Τότε, που τον γνώρισα, κρυβότανε, να μην τον πάρουνε για δουλειά. Τόσοι και τόσοι τον ζητάγανε. Χασαπάδες, έμποροι, ταβερνιαραίοι, ψαράδες, όλοι ερχόντουσαν με τις άμαξες έξω απ’ το καφενείο των Μουσικών, στης Αθηνάς 33, να τον πάρουνε κι αυτός κρυβότανε. Τον ζητούσανε τόσοι πολλοί, δε γινότανε να πάει σ’ όλους, έτσι, κρυβότανε. Αυτή δουλειά, δε γινότανε μόνο μετά τη κατοχή, αλλά και πριν, από το 1930 ως το 1940. τον κυνηγάγανε τον Αραπάκη. Δε θα ξαναγίνει ποτέ στην Ελλάδα, τέτοιο πράμα τραγουδιστή. Ποτέ. Το γέλιο του ήταν τραγούδι. Το κλάμα του τραγούδι. Μίλαγε και τραγούδαγε. Ήταν τέτοια η φωνή του. Σε πείραζε, δεν μπορούσες ν’ αντέξεις. Το ’να κλέφτικο το’ λεγε έτσι, τα’ άλλο αλλιώς. Κάθε φορά που έλεγε το ίδιο τραγούδι, το’ λεγε αλλιώς. Καλαματιανά, αμανέδες, ακόμα και καντάδες έλεγε. Είχε πάει με τη μαντολινάτα του Κόκκινου, του μαέστρου, στο Λονδίνο και στην Αλεξάνδρεια, προπολεμικά. Τραγούδαγε σαν μέλος της χορωδίας κι έπαιζε τσίμπαλο. Τρομερός μουσικός. Στα σεγόντα ειδικά. Ήξερε μουσική, διάβαζε νότες. Όχι καλά, αλλά διάβαζε. Τρομερή πάστα μουσικού, πάει τελείωσε. Ήτανε κι ο Παπασιδέρης κι ο Ρούκουνας. Καλοί τραγουδιστές, πολύ καλοί, αλλά αυτός ήτανε άλλο πράμα. Μπορεί και να ’τανε και γύφτος, τουρκόγυφτος. Δεν εξηγείται αλλιώς, η μουσικότητα που είχε. Κάναμε, καμιά φορά, λάθος ακόρντο και το ’πιανε αμέσως, γύρναγε και μας κάρφωνε μ’ ένα βλέμμα! Προσπάθησα να ψωνίσω τα κόλπα του. Δεν ψωνιζόταν με τίποτα. Ήταν παράξενος. Μπορούσε να σε προσβάλει οποιαδήποτε ώρα. Ήθελε και είχε πάντα, καλούς μουσικούς δίπλα του. Ποτέ δεν μας έλεγε την ηλικία του, ούτε μας είπε ποτέ, για το, πότε άρχισε να τραγουδά, πότε και ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησε. Από το 1944 ως το 1962, ήμουνα συνέχεια μαζί του. Μετά, πήγα στην Αμερική. Γύρισα το 1976. έμαθα ότι είχε πεθάνει γύρω στα 1970 και ότι ζητιάνευε μετά το 1962. Δεν έπρεπε να καταντήσει έτσι άλλα, του άρεσαν πολύ οι γυναίκες, τις γέμιζε δώρα για να τις έχει, πολλά λεφτά ξόδευε για τις γυναίκες. Όσα έβγαζε κι έβγαζε πολλά τα ’δινε γι’ αυτό το πάθος του. Εκείνο που θα θυμάμαι πάντα, είναι που σταματάγαμε να παίζουμε, μόλις άρχιζε να τραγουδάει. Και την ευχή και την κατάρα που είχε δώσει ο πατέρας του Μανώλη Μοσχού κι αυτός με την σειρά του, την έδωσε στα παιδιά του: «Όταν κάνετε γλέντι και δεν πάρετε τον Αραπάκη, να ‘χετε την κατάρα μου». Το παραπάνω κείμενο είναι αυτούσιο όπως δημοσιεύεται στο βιβλιαράκι που συνοδεύει το CD της FM Records «Ο Μήτσος Αραπάκης τραγουδά Αμανέδες και Ρεμπέτικα» και γράφτηκε από τον Θανάση Μωραΐτη.