Το νταούλι ή αλλιώς νταβούλι, άργανο (στη Σιάτιστα και στην Ήπειρο), τοσκάνι ή τσοκάνι (στο Μεσολόγγι), τουμπί ή τουμπάκι (στα νησιά), κιόσι (στη Μ. Ασία), ταβούλι, παβούλι, τούμπανο, τουμπανέλι, είναι ένα μεμβρανόφωνο (κρουστό) που μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί σαν τον βασιλιά των παραδοσιακών κρουστών.
Πρόκειται για αρχαίο όργανο που το συναντάμε σε διάφορες μορφές σχεδόν σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη. Μαζί με τον ζουρνά αποτελούν μια μικρή ορχήστρα, την λεγόμενη ζυγιά (κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα).
Αποτελείται από ένα ξύλινο κύλινδρο το μέγεθος του οποίου διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα και τα γούστα του οργανοποιού ή του οργανοπαίχτη (νταουλιέρης).
Στα δυό ανοίγματα του κυλίνδρου τοποθετούνται με τη βοήθεια ξύλινων ή μεταλλικών στεφανιών τα δέρματα (κυρίως κατσίκας ή τράγου ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούσαν και λύκου ή γαΐδάρου), τα οποία ανάλογα με το μέγεθος του κυλίνδρου, έχουν 20 έως 60 εκατοστά απόσταση μεταξύ τους και διάμετρο 25 εκατοστά έως 1 μέτρο.
Ο παραδοσιακός τρόπος κατασκευής του κυλίνδρου απαιτούσε δύο ή περισσότερα λεπτά φύλλα ξύλου (καρυδιάς ή οξυάς), τα οποία αφού πρώτα τα άφηναν στο νερό για να μουσκέψουν, τους έδιναν κατόπιν με τη βοήθεια της φωτιάς το κυλινδρικό σχήμα.
Με μία έως τρεις μικρές τρύπες πάνω στον κύλινδρο αποφεύγεται το εύκολο σκίσιμο των δερμάτων από την πίεση που δημιουργείται στο σκάφος κατά τη διάρκεια του παιξίματος.
Τα δύο στεφάνια που συγκρατούν τα δέρματα ενώνονται και τεντώνονται με ένα σχοινί, ενώ ένα δεύτερο σχοινί, σφίγγοντας ή χαλαρώνοντας το πρώτο, βοηθάει στο κούρδισμα του οργάνου.
Η τοποθέτηση από τη μια πλευρά πιο χοντρού δέρματος απ΄ ότι στην άλλη, καθώς και το τέντωμα των σχοινιών, έχει σαν αποτέλεσμα η μία μεμβράνη να παράγει τονικά χαμηλότερο ήχο. Το νταούλι παίζεται με δύο ξύλα (νταουλόξυλα), ένα για κάθε χέρι.
Το ένα παράγει τον βαθύ ήχο, είναι χοντρό και ονομάζεται κόπανος και το άλλοείναι η βίτσα (μια λεπτή βέργα για τους τονικά ψηλότερους ήχους).