Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραδοσιακά όργανα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραδοσιακά όργανα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Σαντούρι


Το σαντούρι είναι ένα από τα πιο παλιά και παράξενα έγχορδα μουσικά όργανα.
Έχει σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου και φέρει ηχείο βάθους 4 – 5 εκατοστών και περισσότερες από 100 (!) χορδές, από 2,3 ή 4 για κάθε μουσικό φθόγγο.
Οι μονές χορδές του είναι από χάλκινα σύρματα και παράγουν μπάσους ήχους, ενώ οι ζυγές, που είναι για πρίμα ήχους είναι από μπρούτζινα ή ατσάλινα σύρματα.
Ο σαντουριέρης κρεμάει το σαντούρι στο λαιμό του ή το ακουμπάει σε ένα τραπέζι και κτυπώντας τις χορδές με τις μπαγκέτες - δύο ξύλινα ραβδάκια επενδεδυμένα στη μία άκρη με βαμβάκι για να παράγεται γλυκός ήχος- παίζει αυτό το παράξενο και σπάνιο μουσικό όργανο.
Το σαντούρι είναι συγγενικό όργανο με το χορδόφωνο σαντούρ, που χρησιμοποιείται στην κλασσική μουσική του Ισλάμ.
Η λέξη «σαντούρ» ή «σαντίρ» σημαίνει ψαλτήρι στις Αραβικές διαλέκτους. Αρκετοί μουσικολόγοι πιστεύουν πως είναι το ίδιο όργανο με το βυζαντινό «ψαλτήριο» ή «επιγόνιο», στηριζόμενοι και στο γεγονός ότι το «σαντίρ» είναι κατά μία εκδοχή, παραφθορά του «ψαλτήριο» -πσαλτίρ-σαλτίρ-σαντίρ.
Το σαντούρι συναντάται πολύ συχνά στη Μυτιλήνη και αυτό γιατί ήρθε στην Ελλάδα από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Ακόμα και σήμερα οι τεχνίτες στη Μυτιλήνη φτιάχνουν τα σαντούρια με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο από ξύλο πεύκου ή ξύλο καρυδιάς.
Το σαντούρι είναι παρόν σε κάθε παραδοσιακή σύνθεση στο νησί.Θεωρείται γενικά δύσκολο όργανο και βγάζει έναν πραγματικά ιδιαίτερο, πλούσιο και χαρακτηριστικό ήχο.

Τουμπερλέκι


Το τουμπερλέκι, γνωστό και ως ταραμπούκα ή στάμνα (λόγω του σχήματός του που μοιάζει με στάμνα) είναι ένα ρυθμικό όργανο που το βρίσκουμε στη βόρεια Ελλάδα – τη Μακεδονία, τη Θράκη – αλλά και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Μυτιλήνη, Χίο).
Είναι φτιαγμένο από ένα πήλινο σκελετό (σαν σταμνί χωρίς χέρια) που το απάνω μέρος του είναι ανοικτό και αυτό σκεπάζεται από ένα τεντωμένο δέρμα που το κολλάνε ή το δένουν πάνω στο ηχείο. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη και πιο παλιά αυτό το πήλινο ηχείο ήταν ζωγραφισμένο με διάφορα σχέδια ή του κρεμούσαν γύρω – γύρω καθρεφτάκια και στρογγυλά κουδουνάκια.
Το μικρό τουμπελέκι πολλά παιδιά το χρησιμοποιούν για να γυρίζουν τα Χριστούγεννα στις γειτονιές και να συνοδεύει τα καλαντά τους.
Το τουμπερλέκι παίζεται με τα δύο χέρια και συνήθως είναι κρεμασμένο από τον αριστερό ώμο του παίκτη κάτω από τη μασχάλη του ή μπορεί ο παίκτης να κάθεται και να το στηρίζει ανάμεσα στα πόδια του.
Με το δεξί του χέρι κτυπάει τους δυνατούς ήχους και με το αριστερό τους αδύνατους.
Οι δυνατοί ήχοι έρχονται από το κέντρο του οργάνου και είναι λιγότερο οξείς και μεστοί ενώ οι άλλοι που έρχονται από τα γύρω σημεία του οργάνου είναι πιο οξείς και πιο στεγνοί.
Το τουμπερλέκι δίνει θαυμάσιους ήχους όταν παίζεται από έμπειρο εκτελεστή, γιατί έχει στη διάθεση του διαφόρους τρόπους για να δώσει ποικιλία στους δυνατούς ή και στους αδύνατους ακόμα ήχους του οργάνου.
Μπορεί ανάμεσα στις δύο τονικές αποχρώσεις να προσθέσει ρυθμικά χτυπήματα στο κέντρο ή στην περιφέρεια του οργάνου.
Επίσης να κτυπήσει το δέρμα με συνεχή ρυθμικά κτυπήματα και με τα δύο χέρια ή να κάνει μια γρήγορη κίνηση που θα δώσει έναν ήχο σαν τρέμολο ή ακόμα να σταματήσει – τοποθετώντας πάνω στο όργανο τον αγκώνα του – την παλμική κίνηση.
Αν στο τουμπερλέκι υπάρχουν κουδουνάκια – που αυτά είναι πάντα σε διαφορετικά μεγέθη – εύκολα μπορεί κανένας να διακρίνει τους ποικίλους ήχους με τις διαφορετικές οξύτητες.
Το τουμπερλέκι παίζεται συνήθως μαζί με ένα άλλο μελωδικό όργανο που, πολλές φορές, είναι η γκάιντα.
Το βρίσκουμε όμως και σε άλλους συνδυασμούς, με λίρα, με κλαρίνο, με φλογέρα. Καμιά φορά παίζεται και μόνο του συνοδεύοντας, όπως αναφέραμε, τα κάλαντα ή το τραγούδι και το χορό σ’ ένα γλέντι όταν δεν υπάρχουν άλλα μουσικά όργανα.
Όπως και πολλά άλλα λαϊκά όργανα έτσι και το τουμπερλέκι παλαιότερα ακολουθούσε στον πόλεμο το... αφεντικό του. Σ’ ένα γράμμα του ήρωα της επανάστασης Οδυσσέα Ανδρούτσου αναφέρεται πως σε μια μάχη το 1822 ανάμεσα στα λάφυρα που πήρανε ήταν και τουμπελέκια
.Στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στη Μακεδονία και στη Θράκη μπορεί κανένας να δει και να ακούσει αυτό το συμπαθητικό λαϊκό όργανο, αν βέβαια είναι τυχερός και βρεθεί εκεί τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά και ακόμα καλύτερα αν βρεθεί σ’ ένα γλέντι γάμου!

Αυλός - Φλογέρα


Ο αυλός, φλογέρα ή μαντούρα - όπως είναι τα κατά καιρούς ονόματά του - είναι όργανο πνευστό.
Στα αρχαία χρόνια σε διάφορες θρησκευτικές γιορτές, σε χορούς και πάντα σε συμπόσια, παίζανε αυτό το όργανο οι αυλητρίδες που φορούσαν πάντα μακριούς χιτώνες.
Σήμερα τη φλογέρα ή κάποια είδη της, τα παίζουν οι μουσικά μορφωμένοι άνθρωποι αλλά και οι απλοί - πολλές φορές - βοσκοί ή πρακτικοί που έχουν μουσικό ένστικτο.
Παλιά με τον αυλό τόνιζαν το ρυθμό στους κωπηλάτες των καραβιών για να συγχρονίζονται και να δίνουν καλύτερα αποτελέσματα. Με το όργανο αυτό, επίσης συνήθιζαν να συνοδεύουν και τη λύρα.
Ήταν, όμως, χρήσιμο και για την συνοδεία αναγγελίας των ραψωδιών και των υποκριτών που θα εμφανίζονταν στη σκηνή του θεάτρου.
Λέγεται – χωρίς να είναι εξακριβωμένο – πως τον είχε εφεύρει ο ... Μίδας!
Αρχικά αυτός ο περίφημος αυλός δεν ήταν παρά ένα απλό καλάμι με μια τρύπα στα πλάγια. Ο καλάμινος μόναυλος.
Αυτόν συνηθίζουν, ακόμα, να κρατάνε στα χέρια τους τα τσοπανόπουλα στα χωριά, δίνοντας στις ατέλειωτες ώρες της βοσκής των προβάτων και των κατσικιών τους, μια ευχάριστη αναπνοή με τοπικές μελωδίες και ακούσματα.
Αυτός ο απλός, καλαμένιος αυλός με την εξέλιξη άρχισε να κατασκευάζεται από ξύλο, από μέταλλο, από κόκαλο ή από ελεφαντοκόκαλο. Οι τρύπες του από μια, που ήταν στην αρχή, αυξήθηκαν. Το όργανο πήρε άλλη μορφή.
Έγινε «φλογέρα πολυτελείας». Πάντως, πρέπει να δεχτούμε, πως βελτιώθηκε σημαντικά. Η φλογέρα του μικρού βοσκού δεν ακολούθησε, βέβαια, αυτή την πρόοδο. Έμεινε αγνή φλογέρα με τη μια τρύπα και την τοπική λαλιά του βουνού.
Και μπορεί κανένας να πει ότι δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη!Παλιά το αξιοπερίεργο ήταν πως ένας και μόνο αυλητής μπορούσε να παίξει ταυτόχρονα δύο αυλούς που τους φυσούσε από την πάνω μεριά, όπως στις σημερινές κλαρινέτες.
Μερικοί είχαν φτάσει στο συμπέρασμα πως οι αυλοί αυτοί ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Αυτό ήταν λάθος, γιατί οι αυλοί ήταν τελείως ξεχωριστοί! Ήταν φτιαγμένοι από κέδρο, μήκους 15 δακτυλίων ο καθένας και με ξεχωριστό γλωσσίδι.
Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σε διάφορα έργα τέχνης και περισσότερο σε σχέδια όπου βλέπουμε διδασκάλους μουσικής να διδάσκουν στον Όλυμπο και να αυλούν σε δύο αυλούς. Αλλά και σε αθηναϊκό τάφο βρέθηκαν δύο αυλοί μαζί με κάποια λύρα.
Παλιά υπήρχε και ο άσκαυλος. Ένας αυλός με ασκό, όργανο που μοιάζει με τη Σκωτσέζικη γκάιντα.
Η «σύριγξ» έμβλημα και εφεύρεση του Πάνα, ήταν μια άλλη «έκδοση» αυτού του οργάνου. Αυτή περιείχε επτά διαφορετικού μήκους αυλούς που, βέβαια, έδιναν και επτά διαφορετικούς τόνους.
Το περίεργο είναι πως, ενώ αυλός χρησιμοποιούταν σε πολλές εκδηλώσεις και περιστάσεις, οι Έλληνες δεν τον τιμούσαν όσο θα’ πρεπε. Αναφέρεται πως δεν τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη γιατί «φούσκωνε τα μάγουλα» αυτών που τον έπαιζαν.
Λεγόταν, μάλιστα και κάτι για τους αυλητές που πάντα παρευρίσκονταν στις θυσίες και στα συμπόσια και τρώγανε και πίνανε μαζί με τους άλλους: «αυλητού βίου ζην», δηλαδή «τρέφεσαι εις βάρος των άλλων»!
Ο αυλός, λοιπόν, με τις καινούργιες του εξελίξεις, δεν έμεινε το όργανο των αρχαίων προγόνων μας.
Έζησε και ζει, ακουγόταν και ακούγεται, έθελγε και θέλγει από τότε και τώρα.

Κανονάκι


Τρία είναι τα ονόματα που έχει αυτό το τόσο συμπαθητικό όργανο:
κανονάκι, κανόνι ή ψαλτήριο και φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη κι από διάφορα ξύλα, όπως σφεντάμι κ.λ.π. Παλαιότερα και κυρίως στα μεσαιωνικά χρόνια, το όνομα «ψαλτήριο» ήταν εκείνο που συνηθιζόταν.
Ξεκίνησε, πολλούς αιώνες πριν, από τα αρχαιοελληνικά κλασικά χρόνια.
Από έργα του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου κι άλλων ακόμα συγγραφέων, που αναφέρονται μουσικά όργανα της εποχής, η παρουσία του «ψαλτηρίου» ήταν αισθητή με τις ονομασίες «τρίγωνο ψαλτήριο», «επιγόνειο», «μάδις», «σιμίκιον» κ.ά.
Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν εικόνες που να παρουσιάζουν αυτά τα όργανα, μόνο από περιγραφές συμπεραίνουμε σήμερα πως θα ήταν αντίστοιχα αυτού που τώρα ονομάζουμε «ψαλτήριο» ή «κανονάκι».
Στα Βυζαντινά, όμως και μεταβυζαντινά χρόνια - που είναι δύο μεγάλες και σοβαρές πηγές για την ιστορία - χειρόγραφα και τοιχογραφίες εκκλησιών δείχνουν φανερά αυτό το ψαλτήριο σε σχήμα τριγώνου ή τραπεζίου και τον τρόπο που το κρατούν και που το παίζουν. Το «ψαλτήριο» αναφέρεται, ακόμα, πως μαζί με άλλα όργανα έπαιρνε μέρος και σε γιορτές που γίνονταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης.
Το σχήμα αυτού του οργάνου είναι τραπεζοειδές και η δεξιά του πλευρά είναι κάθετη πάνω σε μια μεγάλη βάση όπου υπάρχουν χορδές κατασκευασμένες από έντερα ή πλαστικό υλικό. Στο ξύλινο καπάκι, στο δεξιό μέρος υπάρχει 15περίπου εκατοστά δέρμα κι εκεί ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες – για «τη φωνή» – σε διάφορα σχήματα: στρογγυλές, αυγοειδείς και μερικές φορές αυτές οι τρύπες είναι και διακοσμημένες.
Δίπλα στα κλειδιά υπάρχουν κάτι «μανταλάκια» που με την κίνησή τους ανεβοκατεβάζουν τον ήχο.
Το κανονάκι στήνεται – για να το παίξει κανένας – ή πάνω στα πόδια του ή πάνω σ’ ένα μικρό τραπεζάκι μπροστά του.
Στους δείκτες των χεριών περνιώνται κάτι μεταλλικές δαχτυλήθρες κι επίσης κρατάει ο εκτελεστής πένες ή νύχια – φτιαγμένες από πλαστική ύλη σήμερα - ενώ άλλοτε ήταν από χελωνόστρακα ή κέρατα βοδιών – και μ’ αυτές τις πένες «τσιμπάει» τις χορδές (με το δεξί χέρι τις υψηλές και με το αριστερό τις χαμηλές) ώστε να βοηθιέται η τεχνική και ο ήχος.
Τα «κανονάκια» πολλές φορές είναι διακοσμημένα στα πλαϊνά του ηχείου ή στο καπάκι με φανερή επίδραση από την τέχνη της Ανατολής .
Στον Ελλαδικό χώρο, τελευταία, το κανονάκι πήρε μεγάλη θέση.
Χρησιμοποιείται σε πολλές εκδηλώσεις συνοδεύοντας τραγούδι ή και μόνο του. Μια πολύ ωραία εκτέλεση ήταν αυτή που ακούστηκε το καλοκαίρι στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.

Κλαρίνο


Πριν από περίπου 270 χρόνια ο Γερμανός Γουσταύος Ντένερ τελειοποίησε το παλιό γαλλικό πνευστό όργανο «κάλαμο» και δημιούργησε τις βάσεις του σημερινού κλαρίνου.
Το όργανο αυτό είναι η κυριότερη οικογένεια των πνευστών οργάνων.
Τα κλαρίνα είναι τα πιο νέα ξύλινα πνευστά αν εξαιρέσει κανένας τα σαξόφωνα που είναι ακόμα πιο σύγχρονης κατασκευής.
Με τη βαθμιαία προσθήκη διάφορων κλειδιών, το κλαρίνο απόκτησε τη δυνατότητα να έχει μεγαλύτερη έκταση ήχου. Ο ήχος του κλαρίνου είναι ζεστός και πλούσιος.
Η παραγωγή του γίνεται από ένα καλάμι που είναι εφαρμοσμένο στο περιστόμιο του κλαρίνου και όταν ο εκτελεστής πιέσει τα χείλη του, τότε αυτό πάλλεται και αποδίδει τον ήχο.
Είναι ένα όργανο που έχει πολλούς θαυμαστές και είναι από εκείνα τα μουσικά όργανα που μόνο του ή μέσα σε ορχήστρα μπορεί ν’ αποδώσει ήχους χαρούμενους ή λυπητερούς ανάλογα με το είδος της μουσικής που παίζεται. Πολλές φορές το ακούμε να παίζει, από λαϊκό κλαρινίστα, σε γάμους και πανηγύρια.
Να εκτελεί χαρούμενους ή λεβέντικους σκοπούς. Και είναι τόσο ζωντανοί οι ήχοι που ακούγονται, ώστε ξεσηκώνουν όλους τους παρισταμένους να γλεντήσουν και να διασκεδάσουν.
Όπως το κλαρίνο, σαν όργανο, χρησιμοποιείται σε γιορταστικές εκδηλώσεις, χρησιμοποιείται, ακόμα, και σε θλιβερές.
Υπάρχουν μέρη, κυρίως χωριά, που συνοδεύουν λυπητερά γεγονότα κάτω από τους ήχους αυτού του οργάνου, που, σαν να έχει ψυχή και συμπονεί, θρηνεί μαζί με τους παρισταμένους βγάζοντας τότε ήχους θλιβερούς και πένθιμους.
Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανένας πόσο ρόλο παίζει ο εκτελεστής. Όλα εξαρτώνται από το χειρισμό που κάνει αυτός στο κλαρίνο, από την πίεση των χειλιών του και από τα συναισθήματα που τον κατέχουν.
Η έκταση του ήχου του οργάνου είναι μεγάλη αλλά για την απόδοσή της μεγαλύτερης δυνατής έκτασης και για τεχνική ευκολία των εκτελεστών, κατασκευάσθηκαν κλαρίνα σε διαφορετικά μεγέθη και τόνους.
Η φιλολογία έργων για κλαρίνο είναι αρκετά μεγάλη. Διάσημοι συνθέτες όπως ο Μότσαρτ, ο Μπραμς κ.ά., έχουν γράψει έργα για μουσική δωματίου και αρκετά κοντσέρτα.
Γι αυτό και το κλαρίνο κατέχει μια σημαντική θέση ανάμεσα στην οικογένεια των πνευστών οργάνων.

Λαούτο ή Λαγούτο


Το δημοτικό τραγούδι βρίσκεται πάντα στα χείλια του Ελληνικού λαού και φορές, φορές βγάζει μ’ αυτό τον πόνο της καρδιάς του. Το ίδιο βρίσκονται και τα λαϊκά, μουσικά όργανα που, είτε πρωταγωνιστούν είτε συνοδεύουν τις παραδοσιακές μελωδίες και τα τραγούδια.
Το λαγούτο έχει πάμπολλες φορές συνοδεύσει δημοτική ποίηση, ακριτικά τραγούδια, ακόμα και λυρική ποίηση.
Είναι ένα όργανο που αναφερόταν πολύ τα παλαιότερα χρόνια. Το βρίσκουμε σε χειρόγραφα του 16ου και 17ου αιώνα όπως στον «Ερωτόκριτο» του Βιτζέντζου Κορνάρου έργο που είναι γνωστό για την λυρική ποιητική του αξία.
«΄Ηπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτεικ’ εχτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι. Κι αιτόνος ο τραγουδιστής κι αυτός ο λαγουτάριςείναι μεγάλη δύναμις, είναι μεγάλη χάρις. Οι κορδές του λαγούτου ντου πουλλιά’ν και κιλαηδούσι.»
Το λαγούτο που είναι γνωστό ως λαούτο, λαβούτο (από το αραβικό al oud που θα πει ξύλο), παλιότερα λεγόταν και «τυφλοσούρτης» γιατί κρατούσε το ρυθμό σε κάποιο βιολί ή λύρα ή κλαρίνο.
Το ηχείο του λαγούτου στην Ελλάδα έχει σχήμα αχλαδιού, μακρύ χέρι που στην απάνω μεριά γέρνει προς τα πίσω, μακρύ χέρι που στην απάνω μεριά γέρνει προς τα πίσω, κλειδιά από τα πλάγια, διπλές χορδές στερεωμένες στο καπάκι και παίζεται μ’ ένα πενάκι (όπως λέγεται).
Στο τέλος του 19ου αιώνα το κατασκεύαζαν σε 3 μεγέθη. Σήμερα χρησιμοποιούν μόνο το μεσαίο. Οι διαστάσεις του διαφέρουν, βέβαια, ανάλογα μ’ αυτόν που θα το χρησιμοποιήσει άλλος ζητάει από τον κατασκευαστή να έχει το όργανό του πιο βαθύ ηχείο, άλλος πιο μακρύ χέρι, ή πιο κοντό.
Σε σύγκριση με όσα λαγούτα χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα, το Κρητικό λαγούτο είναι μεγαλύτερο σε μάκρος, φάρδος και βάθος.Πολλά έχει να σκεφτεί ο κατασκευαστής αυτού του οργάνου.
Κατ’ αρχήν πώς θα επιτύχει καλύτερο ήχο, σε ποιές καιρικές συνθήκες μπορεί ν’ αντέξει το ξύλο και να μη σκεβρώσει, ακόμα και την καλαίσθητη παρουσία που θα έχει όταν το παραδώσει.
Το πενάκι του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (συνήθως γύπα, αετού ή γερακιού) και στην ανάγκη από φτερό γαλοπούλας ή από πλαστικό. Μεγαλύτερης, όμως, αντοχής είναι οι πένες από φτερό αρπακτικού πουλιού.Κάθε λαουτιέρης για να είναι ασφαλής ότι θα μπορέσει να παίξει χρειάζεται το λαγούτο του, πρέπει να’ χει μαζί του και εφεδρικές πένες.Η ένταση του ήχου εξαρτάται από το παίξιμο του λαουτιέρη.
Το μαλακό παίξιμο δίνει γλυκύτερο ήχο ενώ το σκληρό δίνει δυνατό ήχο. Όλα κανονίζονται ανάλογα με το αν το λαγούτο συνοδεύει απλά τραγούδι, ή αν συνοδεύει ένα ή πολλά όργανα, αν ο χώρος είναι μεγάλος ή μικρός, ανοιχτός ή κλειστός.
Το λαγούτο σαν αρμονική συνοδεία χρησιμοποιείται, γενικά, σ’ όλη την Ελλάδα αλλά ιδιαίτερα στα νησιά και στα χωριά σε λαϊκές διασκεδάσεις, γάμους, βαφτίσια κλπ.
Η παραδοσιακή, δημώδης μουσική είναι πολύτιμη γιατί διασώζει και περνάει από γενιά σε γενιά τις ρίζες της φυλής, μαζί με τους πόνους, τους μόχθους και τους αγώνες για την απόκτηση της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας της πατρίδας μας.

Νταούλι


Το νταούλι ή αλλιώς νταβούλι, άργανο (στη Σιάτιστα και στην Ήπειρο), τοσκάνι ή τσοκάνι (στο Μεσολόγγι), τουμπί ή τουμπάκι (στα νησιά), κιόσι (στη Μ. Ασία), ταβούλι, παβούλι, τούμπανο, τουμπανέλι, είναι ένα μεμβρανόφωνο (κρουστό) που μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί σαν τον βασιλιά των παραδοσιακών κρουστών.

Πρόκειται για αρχαίο όργανο που το συναντάμε σε διάφορες μορφές σχεδόν σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη. Μαζί με τον ζουρνά αποτελούν μια μικρή ορχήστρα, την λεγόμενη ζυγιά (κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα).

Αποτελείται από ένα ξύλινο κύλινδρο το μέγεθος του οποίου διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα και τα γούστα του οργανοποιού ή του οργανοπαίχτη (νταουλιέρης).

Στα δυό ανοίγματα του κυλίνδρου τοποθετούνται με τη βοήθεια ξύλινων ή μεταλλικών στεφανιών τα δέρματα (κυρίως κατσίκας ή τράγου ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούσαν και λύκου ή γαΐδάρου), τα οποία ανάλογα με το μέγεθος του κυλίνδρου, έχουν 20 έως 60 εκατοστά απόσταση μεταξύ τους και διάμετρο 25 εκατοστά έως 1 μέτρο.

Ο παραδοσιακός τρόπος κατασκευής του κυλίνδρου απαιτούσε δύο ή περισσότερα λεπτά φύλλα ξύλου (καρυδιάς ή οξυάς), τα οποία αφού πρώτα τα άφηναν στο νερό για να μουσκέψουν, τους έδιναν κατόπιν με τη βοήθεια της φωτιάς το κυλινδρικό σχήμα.

Με μία έως τρεις μικρές τρύπες πάνω στον κύλινδρο αποφεύγεται το εύκολο σκίσιμο των δερμάτων από την πίεση που δημιουργείται στο σκάφος κατά τη διάρκεια του παιξίματος.

Τα δύο στεφάνια που συγκρατούν τα δέρματα ενώνονται και τεντώνονται με ένα σχοινί, ενώ ένα δεύτερο σχοινί, σφίγγοντας ή χαλαρώνοντας το πρώτο, βοηθάει στο κούρδισμα του οργάνου.

Η τοποθέτηση από τη μια πλευρά πιο χοντρού δέρματος απ΄ ότι στην άλλη, καθώς και το τέντωμα των σχοινιών, έχει σαν αποτέλεσμα η μία μεμβράνη να παράγει τονικά χαμηλότερο ήχο. Το νταούλι παίζεται με δύο ξύλα (νταουλόξυλα), ένα για κάθε χέρι.

Το ένα παράγει τον βαθύ ήχο, είναι χοντρό και ονομάζεται κόπανος και το άλλοείναι η βίτσα (μια λεπτή βέργα για τους τονικά ψηλότερους ήχους).

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

Ας δούμε μερικά από τα μουσικά όργανα του Δημοτικού μας τραγουδιού, αυτά με τα οποία γλεντούσαν οι Μωραίτες, οι Κρητικοί, οι Ρουμελιώτες, οι Νησιώτες, και άλλοι. Πάμε να «ακούσουμε», και γνωρίσουμε τη Φλογέρα, τη Κρητική λύρα, τη Τσαμπούνα, το Κλαρίνο, και το Λαγούτο (παρόλο που τα δυο τελευταία είναι ξενόφερτα, μέσα από τους αιώνες, έγιναν και αυτά σαν δικά μας). Μ’ αυτά τα όργανα ζυμώθηκε για αιώνες η μουσική του λαού μας, με αυτά αναστήθηκε το τραγούδι μας. Μαζί τους ακόμα ζει και τραγουδιέται στο Μωρηά, στη Ρούμελη, στην Ήπειρο, και στα Νησιά. Όλη η ζωή του λαού μας είναι δεμένη με αυτά τα όργανα που βαστάνε από τα παλιά χρόνια και κανένας δεν μπόρεσε να τα χαλάσει. Κανένα καινούργιο μουσικό όργανο δε μπήκε σαν κι αυτά μέσα στην ψυχή του λαού μας όπως μπήκε η φλογέρα στα Κλέφτικα και Βοσκίτικα, η Λύρα στις μαντινάδες, η Τζαμπούνα στα Νησιώτικα και τα κλαρίνα και τα Μωραίτικα Λαγούτα στα καλαματιανά και τσάμικα. Το Λαγούτο έχει σαν συντροφιά του το κλαρίνο και το βιολί. Ένα όργανο αγαπημένο του λαού μας, είναι η Φλογέρα η καλαμένια, η οποία έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Από καλάμι είχε κάνει το «Σουραύλι» του ο τραγοπόδαρος Θεός Πάνας, και καθισμένος κάτω από τα «σύσκια» των δρυών της Αρκαδίας, το έπαιζε βοσκώντας γίδια και πρόβατα, και παρακάτω, που το ποτάμι έτρεχε τα γάργαρα νερά του, λουζόταν και χόρευαν νεράιδες και Νύφες (μελέτη του Άγγελου Λαύρα-περιοδικό Ελληνική Δημιουργία τεύχος 48 της 1/2/1948). Μαζί με τη φλογέρα, ένα άλλο πνευστό, η Τζαμπούνα, η πίπιζα, η Γκάιντα, κυριαρχεί κι αυτή για αιώνες στη μουσική ζωή του λαού μας. Τη συναντάμε στη στεριανή Ελλάδα, μα πιο πολύ στα νησιά. Όμορφες και ξακουστές, είναι οι «Θερμιώτικες και Μυκονιάτικες» Τζαμπούνες, χορευτικά κομμάτια με το συγκεκριμένο όργανο. Η Τζαμπούνα φτιάχνεται από γιδοτόμαρο η αρνοτόμαρο μικρό, ραμμένο, και στη θέση ενός ποδιού η του αφαλού περνάνε τη «Μπιμπικομάνα», που είναι φτιαγμένη από σκαλισμένο κέρατο βοδιού, και έχουν περάσει ανάμεσα του δυο καλάμια με φτιάξη σαν της φλογέρας, και στο ένα πόδι του λαιμού βάζουν ένα μικρό καλάμι για επιστόμιο. Η Τζαμπούνα είναι ο παλιός Ασκός του Διονύσου. Συνοδεύεται από «ντουμπάκι» (τύμπανο). Ξεχωριστή ομορφιά και γλυκάδα για το τραγούδι έχει κρητική Λύρα. Το φτιάξιμο της είναι τέχνη παλιά, που την έμαθαν οι Κρητικοί από πάππο προς πάππο. Ο τεχνίτης που θα την φτιάξη πρέπει να ‘ναι μερακλής και πολύξερος. Το ξύλο της το παίρνει είτε από αγριελιά, είτε από οξυα, είτε από δάφνη, είτε από μουριά. Αφού λοιπόν ο τεχνίτης βρει το ξύλο που έχει επιλέξει για να κατασκευάσει λύρα, το κόβει το αφήνει να ξεραθεί, ύστερα το «κουφώνει», και αρχίζει να το σκαλίζει με μεράκι. Οι Κρητικοί μαστόροι λένε, ότι δε φτάνει το δέντρο που θα κόψεις το «λυρόξυλο» να ‘ναι καλό, και να μη «χαραμαδιάζεται». Θα πρέπει να βλέπει στη θάλασσα, και να ακούει την καμπάνα. Μ’ αυτό θέλουν να πουν πως η λύρα κλείνει μέσα της την «απλωσιά» της θάλασσας, και τον ήχο της καμπάνας . Αυτά είναι μερικά από τα βασικά όργανα της δημοτικής μας μουσικής, με Ελληνικές Ρίζες. Πάμε να γνωρίσουμε όμως όλα όργανα που χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή μας μουσική, και την ιστορία τους.