ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ ΚΑΛΑ ΣΑΒΒΑΤΑ
Αναμνήσεις του Αλκιβιάδη Κούμαρου+ από τα έθιμα των Αποκριών πριν 90 χρόνια στην Ιερισσό.
Αγιά Θοδώρια στον Μπαλμπανά το 1950
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κύτταρο Ιερισσού", τεύχος 11, σ. 4
"Ανάθεμα σ΄ όποιον δούλεψε
τα τρία καλά Σαββάτα
της Αποκριάς, της Τυρινής
κι αυτά τ΄ Άγια Θοδώρια"
Όπως άκουσα το λαϊκό αυτό στιχούργημα από την γιαγιά μου!
ή όπως μας αναφέρει ο κος Αλκιβιάδης Κούμαρος στη διήγησή του:
“Πανάθεμα που δουλεύουν
τα τρία καλά Σάββατα
της Αποκριάς, της Τυρινής
και του Αγίου Θεοδώρου.
Το κάθε ένα από αυτά είχε τη δική του χάρη. Το Σάββατο της Αποκριάς, ήταν να βγουν στο παζάρι να αγοράσουν τα απαραίτητα για τις Αποκριές. Ήταν η τελευταία που τρώγαν κρέας... μετά άρχιζε η Μεγάλη Σαρακοστή, η Μεγάλη νηστεία, θα τρώγαν κρέας μόνο το Πάσχα.
Η ΑΠΟΚΡΙΑ
Πρώτα άρχιζαν από τα κρεοπωλεία. Τα κρεοπωλεία ήταν υπαίθρια, είχαν δυο πάσσαλους μπηγμένους στη γη και ένα ξύλο οριζόντιο στο πάνω μέρος καρφωμένο. Από εκεί κρεμούσαν τις σφαγμένες γίδες. Ο καθένας αγόραζε κρέας ανάλογα το οικονομικό και την οικογένεια που είχε. Ό,τι άλλο χρειαζόταν το αγόραζαν εκείνο το Σάββατο. Οι νοικοκυρές κάμαν τα φαγιά και τις πίτες το απόγευμα του Σαββάτου, διότι την Κυριακή θα πήγαιναν στην εκκλησία και θα αργούσαν. Και με όλες αυτές τις φροντίδες τελείωνε η μέρα.
Την άλλη μέρα το πρωί όταν χτυπούσαν οι καμπάνες της εκκλησίας, οι περισσότεροι άνδρες και γυναίκες πήγαιναν να εκκλησιαστούν. Όταν τελείωνε η λειτουργία με χειραψίες και ευχές «Χρόνια Πολλά», ξεκινούσαν για τα σπίτια τους.
Το μεσημέρι οι νοικοκυρές στρώναν τα τραπέζια. Οι πολύτεκνες στρώναν στο πάτωμα μια τάβλα (τραπεζομάντηλο), γύρω γύρω προσκέφαλα για να καθίσουν. Έβαζαν στη μέση το φαγητό με όλα τα απαραίτητα, ένα ποτήρι και μια μπουκάλα κρασί μπρούσκο. Όταν κάθονταν όλοι, βάζαν ένα μεσάλι πάνω στα γόνατα για να μη λερώνονται. Ο σπιτονοικοκύρης έκαμε το σταυρό του, το ίδιο όσοι βρίσκονταν στο τραπέζι και άρχιζαν το φαγοπότι. Στη μέση του φαγητού ο πατέρας έπαιρνε το κρασί και το έπινε. Με το ίδιο ποτήρι τους κερνούσε όλους, τη γυναίκα του και όλα τα παιδιά- μέρα χαράς.
Το βράδυ πήγαιναν όλοι και όλες στο χοροστάσι, στου Μαρίνου την Απουλιάνα. Ο Χρήστος Ραμπότας με το κλαρίνο, ο μπάρμπα Γιώργης ο Χαλκιάς με τον ταμπουρά, παίζαν και χορεύαν τα παλικάρια και οι κοπέλες. Όταν τελείωνε η μέρα, τελείωνε και η πρώτη Κυριακή της κρεοφαγίας.
Ο γάιδαρος αεροπλάνο. Από τα αξέχαστα αποκριάτικα άρματα της Ιερισσού το 1959
Η ΒΔΟΜΑΔΑ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ
Την άλλη μέρα ερχόταν η άλλη εβδομάδα της Τυρνοβδομάδας. Σ’ αυτή τρώγαν παρδαλά. Μια μέρα τρώγαν λάδι, την άλλη δεν τρώγαν. Το Τυρνοσάββατο όλοι βγαίναν στην αγορά, να πάνε στα μαγαζιά να ψωνίσουν για την Κυριακή ψάρια και μπακαλιάρο.
Την Κυριακή της Τυρινής την περνούσαν όπως την Κυριακή της Αποκριάς. Το μόνο που άλλαζε στο τραπέζι, δεν είχαν κρέας, αλλά ψάρια και μπακαλιάρο ξερό. Τον βάζαν στο νερό πολλές ώρες για να ξαρμυρίσει και τον μαγείρευαν την Κυριακή. Ο κάθε ένας με τη δική του τέχνη, τα ξερά δαμάσκηνα και φέτες λεμονιού και κυδώνια ήταν απαραίτητα.
Ο χάσκας Εκεί στην άκρη της θάλασσας είναι ένας βράχος. Εκείνο τον καιρό ήταν ψηλός σαν κώνος και στην κορυφή είχε μια μεγάλη τρύπα, σαν παράθυρο, για αυτό πήρε το όνομα Τρυπητή. Κάποιοι χάλασαν την κορυφή. Το μέρος που λέγεται σήμερα Τρυπητή, πρώτα λεγόταν Βίγλα. Εκεί στο βουναλάκι πάνω σε μία μεγάλη πλάκα οι καλόγεροι το είχαν το Μετόχι της Αμμου- λιανής. Την πλάκα την άσπρισαν με ασβέστη και όταν ήθελε κάποιος να πάει στο νησί σκέπαζε την πλάκα με το σακάκι του ή ό,τι άλλο έβρισκε και ο βαρκάρης που είχαν μόνιμο, μόλις έβλεπε το σινιάλο σκεπασμένο έβγαινε με τη βάρκα του στη Βίγλα και τον μετέφερνε στο νησί. Αυτό το συνέχισαν μετά και οι πρόσφυγες όταν ήρθαν στην Αμμουλιανή.
Οι ψαράδες που δούλευαν στον αποκείθε τον γιαλό ήταν ο Θεολόγης Κακλαμάνος με τον αδερφό του, ο Χρήστος Ρούμκος, ο Γεώργιος Ξένος με τον αδερφό
του Θεολόγη, ο Γεώργιος Μπλές με τον αδερφό του Γιάννη, ο Χριστόδουλος Μπλες με τον αδερφό του Μήτσο, ο Στέργιος ο Σαραφιανός με τον Παναγιώτη Γκαγκούτσα, ο Δημήτρης Τρικεργιώτης με τον μπάρμπα Γιάννη, ο Κωνσταντής ο Κούμαρος με έναν Τζιορτζάκα Νικόλα και ο Γεώργιος Μανωλούδας.
Αιωνία τους η μνήμη.
Μόλις το βράδυ άρχιζε να νυχτώνει, μαζευόταν οι συγγενείς και οι κουμπάροι σε ένα σπίτι, όπου ήταν ο πιο μεγαλύτερος, παίρναν μαζί τους ένα μπουκαλάκι τσίπουρο, ένα πιάτο με χαλβά και πίτες. Καθόταν όλοι στο τραπέζι τρώγαν, πίναν και τραγουδούσαν. Μετά ένας έπαιρνε ένα κομμάτι χαλβά, το έδενε με ένα κομμάτι σπάγκο και έπαιζε το χάσκα. Το χάσκα το κουνούσε μπροστά από το στόμα του καθενός, τρεις φορές, μετά πήγαινε σε άλλον. Με το στόμα ανοιχτό προσπαθούσε ο καθένας να αρπάξει το χαλβά. Μετά σηκωνόταν όλοι και με χειραψία ζητούσαν ο ένας από τον άλλον συχώρεση. «Συγχώρα με και ο Θεός να σας συχωρέσει. Θες χορές.» Έτσι τελείωνε η Τυρνή.
Η ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ
Η Καθαρά Δευτέρα αρχίζει. Τη Μεγάλη Σαρακοστή, δεν τρώγαν ούτε λάδι. Οι νοικοκυρές άρχιζαν από το πρωί να καθαρίζουν τα μπακίρια από τα λαδωμένα, που ήταν από τα φαγιά που κάμαν. Τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα τα πλέναν με την κατασταλαή σταχτόνερο. Βράζαν νερό σε ένα μικρό καζάνι, βάζαν ένα σακουλάκι με στάχτη και έβραζε μέσα στο νερό και σβήναν τη φωτιά. Και όταν κρύωνε το νερό με ένα σφουγγάρι το βουτούσαν μέσα και μ’ αυτό τα καθάριζαν όλα. Δεν έμενε ούτε σταγόνα λαδιού. Με αυτή την κατασταλαή καθάριζαν και τα ρούχα. Άλλοι γινόταν καρναβάλια. Τα παιδιά απολούσαν τους χαρταετούς. Η Καθαρή Δευτέρα ήταν μέρα χαράς και νηστείας, όπως όλη η εβδομάδα.
Τ’ ΑΓΙΑΘΟΔΩΡΙΑ
Το τελευταίο Σάββατο από τα τρία καλά Σάββατα, αυτό είχε τη δική του χάρη. Γιόρταζαν τα Αγιά Θεοδώρια. Δεν τα γιόρταζαν μέσα στο χωριό, αλλά στη θάλασσα, στις παραλίες. Όταν ήταν καλή μέρα και η θάλασσα είχε μπουνάτσα, από το πρωί όσοι μπορούσαν, παίρναν δρόμο για τις παραλίες. Οι ψαράδες παίρναν τις οικογένειες και φίλους και πήγαιναν στο Πλατύ, στην Ελιά, να βγάλουν αχινούς, πίνες και άλλα. Μαζί τους είχαν πίτες, κρασί και ξύδι για τους αχινούς.
Οι περισσότεροι πήγαιναν στον αποκείθε τον γιαλό. Μαζευόταν παρέες και παίρναν μαζί τους ψωμί, κρασί, πίτες, ελιές και άλλα νηστίσιμα και ένα καλάμι για να βγάλουν αχινούς και παίρναν δρόμο για τον αποκείθε τον γιαλό.
Το επίκεντρο ήταν η Τρυπητή. Εκεί άραζαν τις ψαρόβαρκες, οι ψαράδες της Ιερισσού. Αυτοί καλούσαν και φίλους μαζί με τις οικογένειες να γλεντήσουν μαζί τα Αγιά Θοδώρια.
Η μάνα μου έφκιασε μια κολοκυθόπιτα, ετοίμασε και άλλα νηστίσιμα, ένα πλαστό ψωμί, μια φλάσκα κρασί, τα έβαλε σε ένα δισάκι και το πρωί το Σάββατο τα φορτώσαμε στο γαϊδουράκι και πήραμε δρόμο για την Τρυπητή. Στον δρόμο βρήκαμε και άλλες παρέες. Όταν πήγαμε στην Τρυπητή, μερικές βάρκες ήταν αραγμένες και βγάζαν έξω στην παραλία τα γιαλ’κά...αχινούς, πίνες φούσκες και χταπόδια και σουπιές.
Εκεί είδα ότι όλοι αυτοί οι ψαράδες ήταν μαυρισμένοι το πρόσωπο τους. Σε λίγο ήρθε η βάρκα του πατέρα μας και όλοι οι άλλοι ψαράδες, όλοι μαυρισμένοι από τον καπνό.
Ο ήλιος ανέβαινε πάνω από τις βουνοκορφές του Αγίου Όρους, ούτε ένα σύννεφο δεν υπήρχε στον ουρανό. Η θάλασσα ήταν ήρεμη λες και ο Θεός έκαμε τη μέρα αυτή τόσο ωραία για να την χαρούν αυτοί οι άνθρωποι που την περίμεναν τόσο καιρό. Να χαρούν τα Αγιά Θοδώρια στη θάλασσα.
Πέρα από την Τρυπητή, όλη η παραλία, όλες οι πέτρες μέχρι το Καμπούδι ήταν γεμάτη από Ιερισσιώτες. Άνδρες και γυναίκες με ανεβασμένα τα παντελόνια και τα φουστάνια πάνω από το γόνατο ψάχναν μέσα στις πέτρες στη θάλασσα να μαζέψουν γιαλ’κά... αχινούς, πεταλίδες και κολιφάδες (ανεμώνες), ίσως και κανά χταπόδι.
Μετά από ώρες βγαίναν από τη θάλασσα και στρώναν τραπέζι σε κάποια πρασινάδα, άπλωναν την τάβλα και βγάζαν αυτά που φέραν από το σπίτι, ψωμί, κρασί, πίτες και τους αχινούς και το ρίχναν στο φαγοπότι με γέλια και χαρούμενοι που τους έκαμε καλή μέρα να βγουν στη θάλασσα να γιορτάσουν τα Αγιά Θοδώρια απλά και νηστίσιμα.
Όταν ο ήλιος έγερνε προς τη δύση παίρναν το δρόμο της επιστροφής με τραγούδια και πειράγματα. Στο δρόμο οι γυναίκες μάζευαν από τα χωράφια άγρια χόρτα. Δεν τους ένοιαζε που πήγαν τόσο μακριά.
Τρώγαν αχινούς, πίνες, φούσκες, άδειαζαν φλάσκες με κρασί. Ήταν και ένας με βιολί και έπαιζε και όλοι το ρίχναν στο χορό. Ένας, -ο μπάρμπα Γιάννης- μέθυσε και άρχισε να χορεύει ξυπόλητος πάνω στους αχινούς, χόρευε ώσπου οι αχινοί γίναν θρύψαλα κάτω από τα πόδια του. Όταν σταμάτησε να χορεύει άρχισαν να του πονούν τα πόδια, τα αγκάθια μπήκαν μέσα στα δάχτυλα του ποδιού. Στη φτέρνα και στη πατούνα δε πέρασαν. Τότε οι γυναίκες βράσαν λάδι τύλιξαν ένα πανί σε ένα ξύλο το βουτούσαν μέσα στο λάδι και του άλειβαν τα πόδια για να μην πάνε πιο βαθιά τα αγκάθια από τους αχινούς.
Ο ήλιος άρχισε να παίρνει προς τη δύση. Οι ψαράδες άρχισαν να βγάζουν τις βάρκες τους στη στεριά και οι γυναίκες μάζευαν τα πράγματα τους. Καιρός να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού. Ένας ένας άφηνε την Τρυπητή. Σε λίγο άδειασε η παραλία και μείναν μόνο οι ψαρόβαρκες. Όλοι εύχονταν «Του χρόνου να είμαστε γεροί» και έτσι τελείωσε και το τρίτο Καλό Σάββατο. Όλοι χαρούμενοι και ευχαριστημένοι.
ΣΤΗΝ ΤΡΥΠΗΤΗ
Εκεί στην άκρη της θάλασσας είναι ένας βράχος. Εκείνο τον καιρό ήταν ψηλός σαν κώνος και στην κορυφή είχε μια μεγάλη τρύπα, σαν παράθυρο, για αυτό πήρε το όνομα Τρυπητή. Κάποιοι χάλασαν την κορυφή. Το μέρος που λέγεται σήμερα Τρυπητή, πρώτα λεγόταν Βίγλα. Εκεί στο βουναλάκι πάνω σε μία μεγάλη πλάκα οι καλόγεροι την είχαν για το Μετόχι της Αμμουλιανής. Την πλάκα την άσπρισαν με ασβέστη και όταν ήθελε κάποιος να πάει στο νησί σκέπαζε την πλάκα με το σακάκι του ή ό,τι άλλο έβρισκε και ο βαρκάρης που είχαν μόνιμο, μόλις έβλεπε το σινιάλο σκεπασμένο έβγαινε με τη βάρκα του στη Βίγλα και τον μετέφερνε στο νησί. Αυτό το συνέχισαν μετά και οι πρόσφυγες όταν ήρθαν στην Αμμουλιανή.
Οι ψαράδες που δούλευαν στον αποκείθε τον γιαλό ήταν ο Θεολόγης Κακλαμάνος με τον αδερφό του, ο Χρήστος Ρούμκος, ο Γεώργιος Ξένος με τον αδερφό του Θεολόγη, ο Γεώργιος Μπλές με τον αδερφό του Γιάννη, ο Χριστόδουλος Μπλες με τον αδερφό του Μήτσο, ο Στέργιος ο Σαραφιανός με τον Παναγιώτη Γκαγκούτσα, ο Δημήτρης Τρικεργιώτης με τον μπάρμπα Γιάννη, ο Κωνσταντής ο Κούμαρος με έναν Τζιορτζάκα Νικόλα και ο Γεώργιος Μανωλούδας.
Αιωνία τους η μνήμη”.