Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χαλκιδική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χαλκιδική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Η σπηλιά του παππού Γιώργη στο Γομάτι

Μια όμορφη ανοιξιάτικη διαδρομή που προτείνει το ΣΟΥΡΤΟΎΚΙ
Η σπηλιά του παππού Γιώργη στο Γομάτι

Η Σπηλιά του παππού Γιώργη
Κείμενο: Κώστας Υψηλάντης
Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού "Κύτταρο Ιερισσού", σ. 34
Η ιστορία ξεκινάει σαν παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό στα μέσα του 18ου αιώνα ζούσε στο Γομάτι ένας άνθρωπος απλός, ενάρετος και ευλαβής. Είχε γυναίκα και παιδιά και το επάγγελμα του ήταν μυλωνάς. Η ζωή όμως του τα έφερε διαφορετικά απ’ ό,τι αυτός λογάριαζε. Έτσι σε κάποια χρονική στιγμή έχασε την οικογένεια του και από τότε αποτραβήχτηκε από τα εγκόσμια πηγαίνοντας να ζήσει σε μια μικρή σπηλιά που υπήρχε στη χαράδρα που ήταν ο μύλος του.

Το Γεφύρι του Γοματίου
Τον άνθρωπο αυτόν τον ξέραν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής ως παππού Γιώργη. Είχε το χάρισμα της ευσπλαχνίας και βοηθούσε τους κατοίκους του χωριού σχεδόν σε όλες τις ανάγκες τους. Πήγαινε αλεύρι, ξύλα, τρόφιμα και διάφορα άλλα αναγκαία είδη κρυφά τη νύχτα σε σπίτια που είχαν ανάγκη.
Η φήμη για τις αγαθοεργίες του είχε διαδοθεί σ’ όλη την ευρύτερη περιοχή. Μ’ αυτό τον τρόπο έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, ώσπου μια μέρα γύρω στο 1843 αναχώρησε για τη χώρα των αγγέλων. Οι κάτοικοι του Γοματίου περίλυποι πήραν το άψυχο σώμα του και το έθαψαν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι του, στη θέση «Μυλωνάδικο γεφύρι».
Ο παππούς Γιώργης όμως εκτός από τις αγαθοεργίες έκανε και πολλά θαύματα. Κυρίως θεράπευε παιδικές ασθένειες που είχαν σχέση με παθήσεις των αυτιών.
Η αναγνώριση της αγιότητας του ως Οσίου Γεωργίου του Γοματιανού έγινε το έτος 1923 έπειτα από ενέργειες του Μακαριστού Μητροπολίτη Ιερισσού Σωκράτη.

Η διαδρομή από την Ιερισσό
Για να επισκεφθούμε το μέρος όπου έζησε ο παππούς Γιώργης και με αφετηρία τα φανάρια στην κεντρική πλατεία της Ιερισσού θα κατευθυνθούμε προς το Γομάτι. Φτάνοντας στην κεντρική πλατεία του Γοματίου, αμέσως μετά την εκκλησία και απέναντι απ’ αυτήν θα ακολουθήσουμε τον παλιό δρόμο που πηγαίνει προς τη Μεγάλη Παναγία και το ελαιοτριβείο του Γοματίου (υπάρχει σχετική πινακίδα). Ο δρόμος στην αρχή είναι στρωμένος με τσιμέντο αλλά πολύ γρήγορα γίνεται χωμάτινος. Σε 3 χλμ. από εκεί θα συναντήσουμε στο δεξί σας χέρι ένα τρίτοξο πέτρινο γεφύρι. Πρόκειται για ένα από τα ομορφότερα παραδοσιακά γεφύρια της Μακεδονίας χτισμένο μάλλον στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα και αποτελεί σήμα κατατεθέν του Γοματίου. Εδώ υπάρχει και το εκκλησάκι του Οσίου Γεωργίου του Γοματιανού- παππού Γιώργη.
Το όχημα μας (ότι κι αν είναι αυτό) «μένει» σ’ αυτό το σημείο. Τώρα θα συνεχίσουμε με τα πόδια λόγω του δύσβατου της περιοχής. Το μονοπάτι ξεκινάει αμέσως μετά το γεφύρι (υπάρχει σχετική ξύλινη πινακίδα) και βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Το μήκος τους έως τη σπηλιά του παππού Γιώργη είναι 1000 μέτρα περίπου, διατρέχοντας κατά μήκος ένα μεγάλο μέρος του φαραγγιού. Το τοπίο είναι μαγευτικό!!!

Ένα μικρό ποταμάκι κυλάει μέσα στο φαράγγι σχηματίζοντας σε αρκετά σημεία λιμνούλες που έχουν νούφαρα στην επιφάνεια τους, ενώ στο βυθό τους κολυμπούν ψάρια και ζουν καβούρια του γλυκού νερού. Πριν από μερικά χρόνια είχε γίνει μια αξιέπαινη ενέργεια από το Δήμο Μεγάλης Παναγίας για την ανάδειξη αυτού του υπέροχου τόπου. Έτσι το προϋπάρχον μονοπάτι λιθοστρώθηκε και κατασκευάστηκαν ξύλινα γεφυράκια στα σημεία που χρειαζόταν. Επίσης καλλωπίστηκε και αναδείχτηκε η σπηλιά του παππού Γιώργη.
Η φύση όμως θέλησε να ξανακρύψει το ασκηταριό από τα αδιάκριτα μάτια των πολλών ανθρώπων. Έτσι αρκετά σύντομα μια πλημμύρα κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος αυτών των κατασκευών, κάνοντας έτσι δύσκολη την πρόσβαση σε αυτό. Οι άνθρωποι όμως που θα θελήσουν να το επισκεφτούν θα ανταμειφθούν πλουσιοπάροχα. Κάλλιστα η διαδρομή αυτή θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιηθεί από τον Αριστοτέλη και τη διδασκαλία των μαθητών της Περιπατητικής Σχολής του. Υπεραιωνόβιες άριες, βελανιδιές ομορφαίνουν ακόμα περισσότερο τη διαδρομή χαρίζοντας τη δροσιά τους στους οδοιπόρους.

Περπατώντας εκεί νιώθεις ότι μπορείς να συζητήσεις με τον συνοδοιπόρο σου τα πιο βαθιά σου μυστικά, να του εκμυστηρευτείς τους πιο ενδόμυχους φόβους σου κι αν τυχόν τρομάξεις απ’ τις λέξεις σου εύκολα μπορείς να «χτυπήσεις ξύλο» χτυπώντας με το χέρι σου τον κορμό μιας βελανιδιάς έχοντας την ελπίδα ότι η νύμφη που μπορεί να κατοικεί μέσα της, θα σε ακούσει και θα σε προστατέψει από κάθε κακό …..
Φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής αντικρίζουμε ψηλά στα ριζά ενός βράχου, το μικρό σπήλαιο του παππού Γιώργη. Βλέποντας το μέρος όπου αυτός έζησε για μια μεγάλη περίοδο της ζωής του, δε μπορούμε να μη θαυμάσουμε την Ιώβεια υπομονή του και να μη νοιώσουμε την ευλογία του.
Είναι ένας τόπος όπου οι νύμφες και οι άγγελοι διεκδικούν το δικό τους μερίδιο απ’ αυτόν.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Ο κυρ-Μέντιος είναι από την Χαλκιδική



Ο κυρ-Μέντιος είναι από την Χαλκιδική
Η ετυμολογία του ονόματος της αρχαίας Μένδης*

1.jpg
Αργυρό τετράδραχμο της Μένδης, 460- 423 π.Χ.
 Γενειοφόρος Διόνυσος αναπαυόμενος επί όνου φέρει στο δεξί χέρι κάνθαρο. 
Στο πεδίο δεξιά καθήμενο κοράκι επί κισσού [πηγή: βιβλίο “Μακεδονίας Νόμισμα”, Συλλογή της Alpha Bank, σ. 87]


Κείμενο: ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ
Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού «Κύτταρο Ιερισσού», σ. 22

Το αρχαίο οικωνύμιο Μένδη δηλώνει πόλη της χερσονήσου της Κασσάνδρας (Παλλήνης), η οποία θεωρούνταν από τους αρχαίους συγγραφείς ως αποικία της Ερέτριας. Ανασκαφικά ευρήματα παρέχουν μαρτυρία ότι η Ερέτρια έστειλε εκεί το πρώτο κύμα αποίκων την εποχή του πρώτου ελληνικού αποικισμού, στα τέλη του 13ου – αρχές 12ου αι. π.Χ.[1]. Όσον αφορά τις απόπειρες ετυμολογικής ερμηνείας του οικωνυμίου, μέχρι πρόσφατα γίνονταν αποδεκτά τα εξής:
«Το όνομά της οφείλει η Μένδη σ’ ένα φυτό, τη μίνθη, ένα είδος άγριου δυόσμου που ακόμη φυτρώνει στα χωράφια της. Μίνθη υπήρχε και στην Ερέτρια, όπου αναφέρεται και δήμος Μινθούντος. Η μακεδονική προφορά, που τη χαρακτήριζε η υποκατάσταση των δασέων φθόγγων με τους μέσους, μετέτρεψε το όνομα σε Μίνδη και με αυτή τη μορφή το συναντούμε στα παλαιότερα νομίσματα της Μένδης του 6ου αιώνα π.Χ. Από τον 5ο αιώνα π.Χ. επικρατεί το όνομα Μένδη, ίσως από αττική επίδραση[2]».
Η ετυμολογία αυτή υποστηρίχθηκε πρώτα από τον Οικονόμο («Μίνδη-Μένδη, η πατρίς του Παιωνίου», Αρχαιολογική Εφημερίς 1924, 27-32) και στη συνέχεια έγινε αποδεκτή από όλους τους ερευνητές. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι το οικωνύμιο Μένδη προέρχεται από το αρχαίο θρακικό *mendi «γάιδαρος», «άλογο» < ινδοευρωπαϊκό *mend(i)‑ «άλογο», πβ. θρακικό mezēna «ιππέας, καβαλάρης» (<ινδοευρωπαϊκό *mendiānā), που απαντά σε επιγραφή χρυσού δαχτυλιδιού που βρέθηκε στην περιοχή του Ντουβανλί της Φιλιππούπολης, με τη μορφή ΜΕΖΗΝΑΙ (δοτική ενικού αρσ. γένους του θρακ. mezēna)[3], η οποία είναι γραμμένη γύρω από την απεικόνιση ιππέα. Το όνομα Μεζηνα/ Μezēna ταυτίζεται με το όνομα της μεσαπικής θεότητος (Iuppiter) Menzana (επίσης από ινδοευρωπαϊκό *Mendiānā)το οποίο σημαίνει «ιππική θεότητα», στην οποία προσφέρονταν ως θυσίες άλογαΑπό την ίδια ρίζα προέρχονται τα αλβανικά mesmezi «επιβήτωρ ίππος»ρουμανικό mînz «επιβήτωρ ίππος» (λέξη που προέρχεται από δακικό υπόστρωμα), ιλλυρικό mandos «μικρό άλογο»[4]Η αλλαγή του βραχέος /e/ σε /i/ μαρτυρείται στην θρακική. Επίσης ο τύπος Μίνδη δεν εμφανίζεται στις αρχαίες πηγές ως παράλληλος τύπος του ονόματος της πόλεως Μένδη[5], αλλά έχει αποκατασταθεί βάσει της παρουσίας του θέματος μινδ- στην ονομασία ΜΙΝΔΑΙΟΝ (σε συντομογραφία επίσης ΜΙΝ) στα πρωιμότερα νομίσματα της πόλεως. Όμως ο πρώιμος αυτός τύπος του επιθέτου τοπικής καταγωγής μινδαίον μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα στένωσης του άτονου /e/ σε /i/ στο τοπικό θρακικό ιδίωμα, η οποία μαρτυρείται στους παράλληλους θρακικούς τύπους Desa-(kenthos) / Diza-(centus), Diza-(kenthos) < ινδοευρ. *dhweso «θεός», πβ. αρχ.ελλ. θεός. Επιπλέον, η περίοδος που μεσολαβεί ανάμεσα στους τύπους ΜΙΝΔΑΙΟΝ (το πρώτο νόμισμα χρονολογείται στα 520-480 π.Χ.) και ΜΕΝΔΑΙΟΝ (το πρώτο νόμισμα χρονολογείται στα 560-423 π.Χ.) είναι περίπου 60 έτη[6], δηλαδή όχι τόσο μεγάλη, ώστε να αποκλείει την παράλληλη ύπαρξη και των δύο τύπων. Εξάλλου τύποι σε μινδ‑ συνέχισαν να εμφανίζονται και αργότερα, παράλληλα με αυτούς σε mend[7]. Για τους λόγους αυτούς οι τύποι σε μινδ ήταν απλά παράλληλοι τύποι της ίδιας λέξης μενδαίον / μινδαίον και όχι οι αρχικοί.
Η ετυμολογία της Μένδης από την μίνθη «άγρια μέντα» είναι και φωνητικά προβληματική. Παρά το ότι η αποδάσυνση των ινδοευρ. ηχηρών κλειστών μαρτυρείται στην μακεδονική διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής (ινδοευρ. /*bh/, /*dh/, /*gh/ > μακεδονικά /b/, /d/, /g/)[8], η αποδάσυνση των ινδ.ευρ. άηχων δασέων (/*ph/, /*th/, /*kh/) είναι άγνωστη. Για παράδειγμα η μακεδονική λέξη ἀβροῦτες, συγγενική της αττικής ὀφρῦς, πληθ. ὀφρύες «φρύδι», που αναφέρεται από τον Οικονόμο ως ένα πράδειγμα αποδάσυνσης στη μακεδονική, προέρχεται από ινδoευρ. h3bhr(e)uH, δηλαδή η μακεδονική παρουσιάζει αποδάσυνση του ινδoευρ. /bh/ και όχι του ινδoευρ. /ph/. O Τζιτζιλής έχει αποδείξει την ύπαρξη δύο τάσεων στη μακεδονική διάλεκτο, μίας με ηχηροποίηση (*ἀβρῦς) και μίας άλλης χωρίς ηχηροποίηση (*ἀφρῦς). Ο τελευταίος τύπος διασώζεται σήμερα στην σύγχρονη μακεδονική διάλεκτο, που μιλιέται στην Ορεινή Πιερία, π.χ. φρούτα «πλεκτή διακόσμηση στην περιφέρεια ενός υφαντού». Και το αρχ. μακεδ. γαβαλά, συγγενικός τύπος του αττικού κεφαλή, που παρατίθεται από τον Οικονόμο ως ένα άλλο παράδειγμα αποδάσυνσης στην μακεδονική, ανάγεται σε ινδοευρ. *ghebh, δηλαδή σε τύπο με ηχηρά δασέα[9].
Η λέξη μίνθη οπωσδήποτε είναι δάνεια από μία υποστρωματική προελληνική (το πιθανότερο μη ινδοευρωπαϊκή) γλώσσα[10]. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το άηχο δασύ /thστην λέξη μίνθη προέρχεται από ινδοευρ. δασύ /dh/, ώστε στη μακεδονική διάλεκτο που μιλιόταν στη Μένδη να γίνει μη δασύ /d/. Εάν υπήρχε φαινόμενο αποδάσυνσης, όπως υποστηρίζουν ο Οικονόμος και η Βοκοτοπούλου, το άμεσο αποτέλεσμα θα ήταν Μίντη και όχι Μίνδη. Πέρα από αυτό, η αρχαία ελληνική δεν διαθέτει τύπο της λέξης μίνθη με /e/ στην θέση του /i/ (*μένθη), ο οποίος θα μπορούσε να εξηγήσει την διπλοτυπία Μίνδη / Μένδη[11]Για τους λόγους αυτούς καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Μένδη αποτελεί θρακικό δάνειο στα αρχαία ελληνικά.
Η ετυμολογία από το θρακικό *mend(i) «γάιδαρος» επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα στον τόπο της αρχαίας πόλης· 38 νομίσματα, που βρέθηκαν κατά την διάρκεια των ανασκαφών, απεικονίζουν στον εμπροσθότυπο μόνο έναν γάιδαρο, το ιερό ζώο του Διονύσου, σε διάφορες σκηνές (29 από αυτά είναι τα πρωιμότερα νομίσματα, χρονονολογούμενα μεταξύ 520-480 π.Χ.)· 12 νομίσματα απεικονίζουν στον εμπροσθότυπό τους τον Διόνυσο ή τον Ήφαιστο, ανακεκλιμένους στη ράχη ενός όνου· 5 νομίσματα απεικονίζουν Σατύρους με έναν όνο· 11 μεταγενέστερα νομίσματα απεικονίζουν μόνο την κεφαλή του Διονύσου· 2 νομίσματα απεικονίζουν την κεφαλή του Διονύσου στον εμπροσθότυπό τους και έναν όνο στον οπισθότυπό τους[12]. Η ισχυρότατη σύνδεση του όνου με την λατρεία του Διονύσου είναι αναμφισβήτη, ενώ δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στην διάδοση της καλλιέργειας της αμπέλου στην περίφημη για το κρασί της Μένδη. Πέρα όμως από αυτά, πρέπει να υποθέσουμε ότι στην πόλη υπήρχε και σημαντικός ναός του Διονύσου[13]. Παρόμοια περίπτωση τόπου, που έλαβε την ονομασία του από ένα σύμβολο στενά συνδεδεμένο με την λατρεία του Διονύσου από τους Θράκες στην Χαλκιδική είναι το όρος Κισσός (ο σημερινός Χορτιάτης) και η ομώνυμη θρακική πόλη σε αυτό. Δεν χρειάζεται φυσικά να υπενθυμίσουμε την θρακική προέλευση της λατρείας του Διονύσου[14].


2.jpg
Χάρτης των αρχαίων πόλεων της Χαλκιδικής. Σημειώνεται η Μένδη.

Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει με βάση και τα παραπάνω στατιστικά, είναι ότι το βασικό θέμα των νομισμάτων της Μένδης δεν είναι ο Διόνυσος αφ’ εαυτό, αλλά ο «ιερός όνος». Τα νέα νομίσματα με την γενειοφόρα εικόνα της θεότητος στον εμπροσθότυπο εμφανίζονται αρκετά αργότερα, περίπου στο 460 π.Χ.[15]. Συνεπώς τον κεντρικό ρόλο στη λατρεία της Μένδης κατέχει ο όνος. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από την απεικόνιση του «ιερού όνου» σε ορθογώνιο σφράγισμα κεραμίδας στέγης, που βρέθηκε στη Μένδη[16]. Η Knoblauch υποστηρίζει ότι ο όνος έχει χρησιμοποιηθεί ως απεικόνιση του ίδιου του Διονύσου. Οι χρήστες των νομισμάτων θα μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν μέ αυτήν την ζωομορφική απεικόνιση. Επιπλέον η ίδια ισχυρίζεται ότι ο Ήφαιστος δεν είναι μόνο μία πιθανή, αλλά η σωστή ταύτιση της ανθρώπινης μορφής στη ράχη του όνου στα νομίσματα της Μένδης. Κατά τη γνώμη της, εάν δεχθούμε ότι ο όνος αντιπροσωπεύει τον Διόνυσο, είναι πιο πιθανό ότι αυτός που βρίσκεται στην πλάτη του είναι ο Ήφαιστος[17]. Συνδυάζοντας τη βασική σημασία που κατέχει ο όνος στη λατρεία της Μένδης με τη θρακική προέλευση του ονόματος της πόλης, είναι απαραίτητο να σκεφθούμε μήπως ο όνος ήταν αρχικά το κέντρο της λατρείας των Θρακών στη Μένδη, χωρίς σύνδεση με τον Διόνυσο. Δηλαδή, μήπως τελικά ο όνος ήταν στην πραγματικότητα μία καθαρά ιππική θεότητα (όπως ο μεσαπικός Menzana), ο οποίος μόνο σε μεταγενέστερη περίοδο ταυτίστηκε με τον Διόνυσο.
Από την ίδια θρακική ρίζα με την Μένδη προέρχεται το νεοελληνικό όνομα κυρ-Μέντιος, που χρησιμοποιείται ως επωνυμία ενός γαϊδάρου (ακριβώς όπως το όνομα κυρα-Μαριώ χρησιμοποιείται ως επωνυμία μιας αλεπούς)[18]. Το όνομα Μέντιος θα μπορούσε να προέλθει είτε από ένα επίθετο Μενδίων ή Μένδιος [ὄνος] «όνος της Μένδης», εξαιτίας της ευρείας αναγνωρισιμότητάς του μέσα από τα νομίσματά της, ως «λαλούν σύμβολον» του κύριου εξαγωγικού προϊόντος της Μένδης, του περίφημου Μενδαίου οίνου[19] ή απευθείας από θρακικό mendi «γάιδαρος» ως επιβίωση από ένα θρακικό υπόστρωμα.
Η ορθή ετυμολογική ερμηνεία του οικωνυμίου Μένδη εμπλουτίζει τις γνώσεις μας σχετικά με την ιστορία της αρχαίας πόλης και όλης της Χαλκιδικής. Οι Ερετριείς άποικοι δεν ήταν ούτε οι ιδρυτές της Μένδης ούτε οι εισαγωγείς της λατρείας του Διονύσου. Προφανώς βρήκαν εκεί μία ανθηρή θρακική πόλη, με μία ισχυρή λατρεία του όνου, πιθανότατα σε έναν σημαντικό ναό, συνδεδεμένο ή μη συνδεδεμένο με τον Διόνυσο. Προσέλαβαν την λατρεία αυτήν από τους Θράκες και βαθμιαία της έδωσαν έναν ανθρωπομορφικό χαρακτήρα, εστιάζοντας περισσότερο στον ίδιο τον Διόνυσο, παρά στον ιερό όνο του. Ωστόσο η μνήμη του όνου παρέμεινε ισχυρή και επιβίωσε στην νεολληνική επωνυμία κυρ-Μέντιος, η οποία προέρχεται από τη Χαλκιδική.

*Το άρθρο είναι τμήμα της μελέτης “Linguistic Evidence on the Natural Environment of HalkidikiOiconyms and Toponyms”, που εκπονήθηκε στο πλαίσιο της Αριστείας «Μεταλεία, ελιές και μοναστήρια: όψεις της περιβαλλοντικής ιστορίας της Χαλκιδικής» και χρηματοδοτήθηκε από το ΓΓΕΤ Πρόγραμμα Αριστεία ΙΙ, Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Εκπαίδευση και διά βίου μάθηση».


[1] Ι. Βοκοτοπούλου, «Η Χαλκιδική στους αρχαίους χρόνους», Χαλκιδική, επιμ. Ι. Βοκοτοπούλου, Ι. Παπάγγελος, Αθήνα: Ι. Κοινόβιο Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ορμυλίας, 2002, 53.
[2] Βοκοτοπούλου, ό.π., 53.
[3] Η επιγραφή θεωρούνταν ως θρακική, αλλά ο Τζιτζιλής («Παρατηρήσεις στις “θρακικές” επιγραφές του Ντουβανλίι», στο Α.-Φ. Χρηστίδης, D. Jordan (επιμ.), Γλώσσα και μαγεία: κείμενα από την αρχαιότητα, Αθήνα: Ιστός, 1997, 133-4) την έχει εξηγήσει ικανοποιητικά από τα ελληνικά, εκτός από το ΜΕΖΗΝΑ, το οποίο αποδέχεται ότι είναι θρακικό.
[4] I. Duridanov, Ezikăt na Trakite, Sofia 1976, 77, 90-1· Τζιτζιλής, ό.π., 133-4.
[5] Δ. Γεροθανάσης, Διονυσιακά στοιχεία στα νομίσματα της Χαλκιδικής, αδημ. διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ, 2011, 20-36· Οικονόμος, ό.π., 27-32.
[6] Γεροθανάσης, ό.π., 20, 27.
[7] Π.χ. σε νομίσματα του πρώτου μισού του 4ου αι. π.Χ., βλ. Γεροθανάσης, ό.π., 35-6, αρ. 59, 66.
[8] Η πρόσφατη γλωσσολογική έρευνα έχει αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τον ελληνικό χαρακτήρα της μακεδονικής γλωσσικής ποικιλίας, βλ. J.M. Dosuna, «Η αρχαία μακεδονική ως ελληνική διάλεκτοςΚριτική επισκόπηση της πρόσφατης έρευνας», Aρχαία ΜακεδονίαΓλώσσαιστορίαπολιτισμόςεπιμΓ. Γιαννάκης, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012, 78. Για τον λόγο αυτόν, όπου στην μελέτη μας χρησιμοποιούμε τον όρο μακεδονική, αναφερόμαστε στην συγκεκριμένη διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής και φυσικά όχι σε μία διαφορετική γλώσσα.
[9] Dosuna, ό.π., 68.
[10] P. Chantraine, Dictionnaire étymologique de la langue grecque, vol. 3, Paris 1974, λ. μίνθη.
[11] Οικονόμος, ό.π., 30.
[12] Γεροθανάσης, ό.π., 20-36, 72-9.
[13] Γεροθανάσης, ό.π., 80, 124, 131-6.
[14] Βλ. Μ. Μανωλεδάκης, «Κισσός. Προσέγγιση της ιστορίας μιας αρχαίας θρακικής πόλης», Η Θράκη στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, Πρακτικά του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου Θρακολογίας, Αθήνα 2007, 361.
[15] A.M. Knoblauch, “Myth and Message in Northern Greece: Interpreting the Classical Coins of Mende”, στο K.J. Hartwick, M. Hurgeon (επιμ.), Stephanos: Studies in Honor of B.S. Ridgway, Philadelphia 1998, 156.
[16] Ι. Βοκοτοπούλου, «Ανασκαφή Μένδης», Το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και Θράκη 2 (1988), 335 και εικ. 3.
[17] Knoblauch, ό.π., 157-60.
[18] Η ετυμολογία του κυρ-Μέντιος από το θρακ. *mend(i) έχει προταθεί πρώτα από τον Χρ. Τζιτζιλή, Ελληνική και Θρακική (υπό δημοσ.).
[19] Βοκοτοπούλου, «Η Χαλκιδική στους αρχαίους χρόνους», ό.π., 53.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΑ ΠΙΑΝΑ ΚΑΙ ΛΑΤΕΡΝΕΣ

Το εργαστήριο κατασκευής χειροποίητων Πιάνων και Λατερνών του ΠΑΝΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ σας περιμένει!
Μπορείτε να επισκεφτείτε και τον ιστοχώρο του κάνοντας ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΑ ΠΙΑΝΑ ΚΑΙ ΛΑΤΕΡΝΕΣ

Το εργαστήριο κατασκευής χειροποίητων Πιάνων και Λατερνών του ΠΑΝΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ σας περιμένει!
Μπορείτε να επισκεφτείτε και τον ιστοχώρο του κάνοντας ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

ΜΟΥΣΙΚΗ & ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΗΣ ΙΕΡΙΣΣΟΥ

ΜΟΥΣΙΚΗ & ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΗΣ ΙΕΡΙΣΣΟΥ
Κείμενο: Δημήτριος Πάππας, απόφοιτος Τμήματος Λαϊκής Παραδοσιακής Μουσικής ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ, ερευνητής λαϊκών μουσικών παραδόσεων.
Δημοσιεύθηκε στο 18ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού Κύτταρο Ιερισσού
            Όταν πριν από μερικά χρόνια, στα πλαίσια της ολοκλήρωσης του προγράμματος σπουδών του Α.Τ.Ε.Ι. Λαϊκής Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα, κλήθηκα να εκπονήσω την πτυχιακή μου εργασία, ήδη η μουσική παράδοση τόσο της Ιερισσού, όσο και ολόκληρης της Χαλκιδικής, ήταν ένα θέμα που λόγω καταγωγής, με απασχολούσε έντονα. Ως εκ τούτου, το εξέλαβα ως μια πολύ καλή ευκαιρία να μελετήσω σε μεγαλύτερο βάθος τον τοπικό μουσικό πλούτο και τους πρωταγωνιστές του.
            Εφαρμόζοντας θεωρίες και μεθόδους που ξεπερνούν την κλασική λαογραφική έρευνα, όπως αυτή των πολιτισμικών-μουσικών δικτύων και έχοντας ως στόχο την επαναδιαπραγμάτευση της τοπικής μουσικής παράδοσης και την απόδοση της με μια σύγχρονη ματιά, “γεννήθηκε” η έρευνα με τίτλο: «Η μουσική της Ιερισσού Χαλκιδικής. Οι οργανοπαίκτες, το ρεπερτόριο, τα μουσικά δίκτυα», της οποίας η παρουσίαση ακολουθεί.
            Παρ’ όλο που το σημείο εστίασής μας είναι η Ιερισσός, η “βουτιά” στον “ωκεανό” πληροφοριών που αφορούν, τόσο τη Χαλκιδική όσο και την Κεντρική Μακεδονία μα και το Βόρειο Αιγαίο, ήταν αναπόφευκτη, μιας και αυτή, όπως αποδεικνύεται, αποτελεί ιστορικά αναπόσπαστο κομμάτι και κόμβο, όλων των προαναφερθέντων γεωγραφικών πλαισίων, όπου το κάθε ένα από τα τελευταία οριοθετεί και ένα εμπορικό και πολιτισμικό δίκτυο.
            Ως τοποθεσία η Ιερισσός είναι χτισμένη στη “ρίζα” της χερσονήσου του Αγίου Όρους, αποτελώντας για αιώνες τον τελευταίο σταθμό πριν από την είσοδο στην Αθωνική Πολιτεία, καθιστώντας την έτσι διαχρονικά σημαντική για τον ορθόδοξο πληθυσμό. Παράλληλα, λόγω της θέσης της εντός του ομωνύμου Κόλπου της Ιερισσού, αποτέλεσε μέρος του ευρύτερου αιγαιακού εμπορικού δικτύου και επαναστατικό ορμητήριο κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο.
            Ο πληθυσμός της ήταν ως επί το πλείστον ρωμαίικος, ενώ στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν εγκατεστημένες σε μικρότερο βαθμό και άλλες εθνοτικές ομάδες.
1. Πασχαλίδης Γιώργος 1.jpg
Δεκαετία του ’60. Από αριστερά: Δημήτριος Κεφαλάς λαούτο, Θεοδόσης Τριανταφύλλου βιολί, Καραμήτσος (Μήτρος) Γεώργιος λαούτο- τραγούδι [φωτογραφία του Γιώργου Πασχαλίδη]
            Όσον αφορά τα επαγγέλματα που ακολουθούσαν ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, η υλοτομία, η ναυπηγική, το εμπόριο όλων των παραπάνω, καθώς και η εξόρυξη στα κοντινά μεταλλεία ως μέρος της ομοσπονδίας κοινοτήτων των Μαντεμοχωρίων. Τέλος πολλοί Ιερισσιώτες, είτε εργάζονταν ως τεχνίτες στις μονές του Αγίου Όρους, είτε στέλνονταν στις ίδιες από τις οικογένειες τους σε μικρή ηλικία να καλογερέψουν λόγω της ανέχειας.
            Έχοντας υπ’ όψιν όλα τα παραπάνω, διακρίνουμε πως στο σύνολο τους αποτέλεσαν κομμάτια μιας διαρκώς αναδιαμορφούμενης Ιερισσιώτικης ταυτότητας, η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνεται μέσα στα ποιητικά κείμενα των τοπικών τραγουδιών.
            Τα τελευταία χρόνια βέβαια, η ταυτότητα που υπερτερεί έναντι των άλλων, όπως συμβαίνει φυσικά σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο μέσω του κράτους και της παιδείας, είναι η εθνική. Το τελευταίο αντικατοπτρίζεται και στον μουσικοχορευτικό πολιτισμό της Ιερισσού, ο οποίος πλέον πέρα από τοπικός έχει επιφορτιστεί την ευθύνη να παρουσιάζεται και να διδάσκεται ως μέρος του συνόλου του εθνικού ρεπερτορίου.
            Περνώντας στην καθαυτή έρευνα, σε πρώτο επίπεδο επιχειρήθηκε η μελέτη των βιογραφιών των τοπικών οργανοπαικτών, με σκοπό τόσο την ανάδειξη των μεταξύ τους σχέσεων, όσο και την σύνδεση συγκεκριμένων μουσικών φαινομένων της τοπικής μουσικής παράδοσης με κάποιους οργανοπαίκτες. Επίσης, μέσω της συγκεκριμένης διαδικασίας, οριοθετήθηκε κατά κάποιον τρόπο και η ακτίνα δράσης των Ιερισσιωτών οργανοπαικτών.
            Χρονολογικά, η έρευνα επικεντρώθηκε κυρίως στα τελευταία εκατό χρόνια, μιας και η συλλογή πληροφοριών πριν από το 1900 στάθηκε αδύνατη, ενώ ως αποτέλεσμα της, είχε την ανάδειξη τριών υποπεριόδων, βάσει αισθητικών, μουσικολογικών και ιστορικών παρατηρήσεων.
            Η πρώτη περίοδος που προέκυψε, είναι περίπου από το 1925 έως το 1960, όπου ακόμα παρατηρούμε να επικρατεί έντονα το φαινόμενο των οικογενειακών και συντεχνιακών ορχηστρών, ενώ όσον αφορά το ρεπερτόριο που επικρατούσε σε γάμους και γλέντια ήταν αποκλειστικά ορχηστρικό. Παράλληλα, παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της μετάβασης από τα παλαιότερα ποιμενικά όργανα όπως τον τοπικό τύπο φλογέρας, το τσουφλιάρι, στο πολύ πιο δεξιοτεχνικό κλαρίνο.
2 (1).jpg
1957-1958. Διακρίνεται δεξιά ο νεόδμητος Ιερός Καθεδρικός Ναός της Ιερισσού «Γενεσίου Θεοτόκου» και αριστερά ο πρόχειρος μεταβατικός ναός. Παίζουν: Νικόλαος Στρούνης κλαρίνο, Δημήτριος Ρωμιός βιολί και Νικόλαος Ζουμπάς λαούτο [φωτογραφία της Ελένης Στρούνη]
            Η δεύτερη περίοδος είναι περίπου από το 1960 έως το 1990, όπου διακρίνουμε την μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους του τοπικού αμιγώς φωνητικού ρεπερτορίου σε φωνητικό οργανικό, καθώς μέσω της τεχνολογίας και των μικροφωνικών, πλέον οι κομπανίες ήταν σε θέση στα γλέντια να διαθέτουν και τραγουδιστή.
            Παράλληλα την ίδια περίοδο παρατηρούμε την ανάδειξη μιας τοπικής μεσοαστικής τάξης με έντονο ενδιαφέρον ως προς την διάσωση και τον εξωραϊσμό της τοπικής παράδοσης, η οποία σε βάθος χρόνου θα διεκδικήσει και θα πιστωθεί τον ρόλο του ειδήμονα έναντι των οργανοπαικτών, με την εν λόγω μετάβαση να οδηγεί στην τρίτη περίοδο που είναι περίπου από το 1990 έως και τις μέρες μας. Κύριο χαρακτηριστικό της τελευταίας αποτελεί η πλήρης φολκλοροποίηση της τοπικής μουσικής παράδοσης και ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος της εκ μέρους των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων.
            Σχετικά με τον τύπο ορχήστρας που επικρατεί και στις τρεις περιόδους, μπορούμε να συμπεράνουμε πως μια τυπική Ιερισσιώτικη κομπανία αποτελείται από ένα βιολί, ένα κλαρίνο και ένα λαούτο, ενώ στο σύνολο της η παράδοσή τους μπορεί να χαρακτηριστεί ως βιολοκεντρική.
            Ωστόσο για πολλά χρόνια πριν την έλευση των συγκεκριμένων οργάνων, στην περιοχή της Χαλκιδικής, όπως και σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, τα όργανα που υπερτερούσαν έναντι άλλων, ήταν η γκάιντα και οι διάφοροι τύποι φλογέρας, όπως το τοπικό τσουφλιάρι.
            Τέλος, από την δεύτερη περίοδο και έπειτα, παρατηρείται έντονη παρουσία εισαγομένων ως προς την τοπική μουσική παράδοση οργάνων, όπως το μαντολίνο, η κιθάρα, το μπουζούκι κ.ά.
            Συνεχίζοντας, θεωρώ σημαντικό να σταθούμε στην οικογένεια που διαχρονικά αριθμεί τους περισσότερους οργανοπαίκτες όσον αφορά την Ιερισσό, τους Χαλκιάδες, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή στους τομείς της μουσικής και της σιδηρουργίας, οργανωμένοι με το συνηθισμένο για την εποχή σύστημα της οικογενειακής συντεχνίας.
6.jpg
Στιγμές χαλάρωσης της κομπανίας [φωτογραφία της Μαρίας Κεφαλά]
            Οι Χαλκιάδες είχαν σταθερή και έντονη παρουσία σε γλέντια και πανηγύρια καθ’ όλη την πρώτη περίοδο, με πρωτοστάτες τον Γεώργιο Χαλκιά στο κλαρίνο και τον αδερφό του Αθανάσιο στο βιολί, ενώ και ο γιος του Γεωργίου Χαλκιά, Στέλιος, υπήρξε διαχρονικά σταθερή μονάδα στο σύνολο των Ιερισσιωτών μουσικών. Παράλληλα, στα μισά της δεκαετίας του ’50 ήταν οι πρώτοι που εισήγαγαν, όσον αφορά τις Ιερισσιώτικες κομπανίες, το σχήμα με τραγουδιστή, μεταβάλλοντας έτσι τα τοπικά γλέντια και πανηγύρια ανεπιστρεπτί.
            Παρατηρούμε λοιπόν, πως ήδη από την δεκαετία του ’50 η Ιερισσιώτικη μουσική πιάτσα έχει εισέλθει σε μια φάση εκσυχρονισμού, ακολουθώντας την αντίστοιχη γενική τάση που επικρατούσε πανελληνίως, ενώ έπειτα και από την εγκατάσταση στο χωριό του βιολιτζή Θεοδόση Τριανταφύλλου το 1960, εντοπίζονται σημαντικές ανακατατάξεις στις μεταξύ τους συνεργασίες και η αυγή της προαναφερθείσας δεύτερης περιόδου.
            Ο Τριανταφύλλου, κατά κοινή παραδοχή φαίνεται πως υπήρξε ένα μεγάλο κεφάλαιο της τοπικής μουσικής κοινότητας, μιας και αφενός διέθετε το απαιτούμενο ταλέντο, αφετέρου ευτύχισε να βρεθεί στην Ιερισσό σε μια περίοδο έλλειψης βιολιτζήδων. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν πως για τα επόμενα χρόνια ο Θεοδόσης θα μονοπωλήσει την Ιερισσιώτικη πιάτσα και θα συνεργαστεί σχεδόν με το σύνολο της, αποτελώντας την πρώτη επιλογή των ντόπιων στα κάθε λογής γλέντια και πανηγύρια, επιβεβαίωση δε για το πόσο σημαντική φυσιογνωμία αποτέλεσε, μας δίνουν τα λόγια του Στέλιου Χαλκιά, που αναφέρει, «εμείς είχαμε εδώ αυτόν τον Θεοδόση. Αυτός ήταν! Τον είχαμε αρχηγό, αυτός τα έφτιαχνε όλα, καλός, δυνατός, καλή τέχνη…».
            Περνώντας στην παρουσίαση του τοπικού ρεπερτορίου, το οποίο μελετήθηκε κυρίως μέσω της δισκογραφίας, πρέπει να αναφέρω πως κύριο μέλημα αποτέλεσε η αποσαφήνιση των μουσικολογικών χαρακτηριστικών των κομματιών και η σκιαγράφηση της αισθητικής τους, ώστε μέσω αυτών να διαφανούν τυχόν μουσικά δάνεια έτερης παράδοσης. Παράλληλα, θεώρησα χρήσιμη τη διαίρεση του συνόλου του τοπικού ρεπερτορίου σε επιμέρους κατηγορίες και την ξεχωριστή μελέτη έκαστης. Οι κατηγορίες που προέκυψαν είναι τρεις: αυτή του αμιγώς φωνητικού ρεπερτορίου, αυτή του φωνητικού με συνοδεία οργάνων και τέλος αυτή του αμιγώς οργανικού ρεπερτορίου.
Όσον αφορά το αμιγώς φωνητικό ρεπερτόριο, στατιστικά αποτελεί τον μεγαλύτερο όγκο επί του συνόλου της τοπικής μουσικής παράδοσης, καθώς σε αυτήν την κατηγορία κατατάσσονται, τόσο τα αργά καθιστικά τραγούδια, όσο και κάποιοι κύκλοι χορευτικών τραγουδιών που ήταν συνδεδεμένοι με συγκεκριμένες περιόδους του έτους και χορεύονταν σχεδόν από το σύνολο της κοινότητας στα χοροστάσια. Η ίδια κατηγορία εμπεριέχει και τα κάλαντα του Δωδεκαημέρου, καθώς και κάποια τραγούδια εθίμων.
4.jpg
Γλέντι στον γάμο του Αντρέα Ιωάννου. Παίζουν: Νικόλαος Στρούνης κλαρίνο, Βασίλειος Κουτσούπης λαούτο- τραγούδι, Αστέριος Χαλκιάς βιολί [φωτογραφία της Ελένης Στρούνη]
            Σχετικά με το «φωνητικό-οργανικό» ρεπερτόριο, εμφανίζονται πολλά τραγούδια με παγχαλκιδικιώτικο ή υπερτοπικό χαρακτήρα, τα οποία στην τοπική εκδοχή ενίοτε παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις. Επίσης, συναντάμε και πολλά τραγούδια από το ρεπερτόριο των χοροστασίων, τα οποία σε βάθος χρόνου ανεξαρτητοποιήθηκαν από το λειτουργικό τους χαρακτήρα και επενδύθηκαν με την συνοδεία οργάνων.
            Συνεχίζοντας με το αμιγώς οργανικό ρεπερτόριο, αυτό αποτελείται εξ ολοκλήρου από υπερτοπικές μελωδίες, οι οποίες είναι κοινές όχι μόνο στη Χαλκιδική, μα σε πολλές περιπτώσεις καλύπτουν γεωγραφικά περιοχές όπως η Κεντρική Μακεδονία ή το Βορειοανατολικό Αιγαίο, αναδεικνύοντας τον ρόλο της Ιερισσού ως δέκτη, εντός των σχετικών μουσικών δικτύων.
            Ο κύριος όγκος του τοπικού οργανικού ρεπερτορίου, αποτελείται από τετράσημα συρτά που οι ντόπιοι ονομάζουν «ταμπαχανιώτικα» και τα οποία εκτελούνταν ως επί το πλείστον στα γλέντια αποκλειστικά ως παραγγελιές. Ωστόσο, πέρα των συρτών στην περιοχή παιζόντουσαν και άλλοι οργανικοί σκοποί όπως, καρσιλαμάδες, τσιφτετέλια, χασάπικα, κ.ά.
5.jpg
Οι Ιερισσιώτικες παραδοσιακές κομπανίες κάλυπταν και τις ανάγκες γειτονικών οικισμών. Ιερισσιώτικη κομπανία στα Νέα Ρόδα [αρχείο του Π.Σ. Νέων Ρόδων “Προσφυγική Αναγέννηση]
            Συνοψίζοντας το σύνολο του Ιερισσιώτικου ρεπερτορίου, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως αυτό εντάσσεται ως μέρος ενός ευρύτερου γεωγραφικού πλαισίου, το οποίο παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά τόσο στους ρυθμούς, όσο και στην τροπικότητα, και το οποίο εκτείνεται στον μεγαλύτερο όγκο της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, αποτελώντας ωστόσο μέρος ενός ακόμα μεγαλύτερου μουσικού δικτύου, το οποίο με επίκεντρο το Αιγαίο, απλώνεται σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.
            Σε ένα πρώτο επίπεδο δικτύωσης, παρατηρούμε πως υπάρχει σχεδόν απόλυτη οργανολογική και ρεπερτοριακή ταύτιση σε σχέση με τα υπόλοιπα προ-προσφυγικά χωριά της Χαλκιδικής, και κυρίως του Βορείου τμήματος της τελευταίας, ενώ παράλληλα, τα προαναφερόμενα γεωγραφικά πλαίσια, ορίζουν και τα όρια εντός των οποίων, οι Ιερισσιώτες επαγγελματίες μουσικοί διαχρονικά παρουσίαζαν μεγάλη δραστηριότητα. Επιπροσθέτως, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η εν λόγω δραστηριότητα, δεν αποτελούσε προνόμιο μόνο για τους Ιερισσιώτες, αντιθέτως ήταν αμφίδρομη, μιας και το εν λόγω δίκτυο αποτέλεσε την κύρια πηγή περιστασιακής άντλησης οργανοπαικτών από άλλα χωριά όποτε η κάλυψη των αναγκών δεν ήταν δυνατόν να είναι αυτοδύναμη.
            Ωστόσο, το παγχαλκιδικιώτικο μουσικό δίκτυο, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου δικτύου το οποίο καλύπτει γεωγραφικά το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Μακεδονίας. Το ιδιαίτερα ανεπτυγμένο εμπόριο εντός των συγκεκριμένων ορίων, σε συνδυασμό με την σχετικά μεγάλη εθνοτική ομοιογένεια και την διαχρονικά σταθερή διοικητική ηγεμονία της Θεσσαλονίκης, εντός της οποίας ερχόντουσαν καθημερινά σε επαφή κάτοικοι από όλες τις γύρω περιοχές, αποτέλεσαν τα συστατικά, βάσει των οποίων διαμορφώθηκε μια κοινή πολιτισμική και κατ’ επέκταση μουσική κουλτούρα, φορείς της οποίας υπήρξαν και οι Ιερισσιώτες. Το συγκεκριμένο δίκτυο, αν και προϋπήρχε, είναι σαφές πως άκμασε περίπου στα μισά του 20ού αιώνα, λόγω της αναβάθμισης των οδικών δικτύων της περιοχής που επέτρεψε στους οργανοπαίκτες να κινηθούν ευκολότερα σε πιο μακρινές αποστάσεις, καθώς και λόγω της ραδιοφωνίας μέσω της οποίας, αφενός υπήρξε μεγάλη αύξηση του ακροατηρίου του εκάστοτε τοπικού ρεπερτορίου, αφετέρου επιτεύχθηκε μια ομογενοποίηση των τελευταίων με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός γενικού μακεδονικού ρεπερτορίου, μέρος του οποίου σε αρκετές περιπτώσεις υιοθετήθηκε σε τοπικό επίπεδο.
            Επεκτείνοντας ακόμη περισσότερο τη ζώνη έρευνάς μας, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως το δίκτυο που έχει επηρεάσει σε μεγαλύτερο βαθμό από όλα τα άλλα τη μουσική της Ιερισσού είναι αυτό του Αιγαίου Πελάγους, στο οποίο η Ιερισσός ήταν ανέκαθεν στραμμένη. Μέσω των θαλάσσιων οδών ευνοούνταν τόσο η μεταφορά υλικών αγαθών, όσο και πολιτισμικών στοιχείων που σε βάθος χρόνων ενσωματώθηκαν πλήρως στην τοπική κουλτούρα. Μουσικά η εν λόγω σχέση γίνεται αντιληπτή από τις ομοιότητες που παρατηρούμε σε διάφορα επίπεδα, όπως τις ρυθμολογικές, τις υφολογικές και σε αρκετές περιπτώσεις τις τροπικές, ενώ παράλληλα υπάρχει πληθώρα μελωδικών και ποιητικών δανείων που, είτε χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια, είτε ελαφρώς παραλλαγμένα και προσαρμοσμένα στις τοπικές αισθητικές συνήθειες. Στο εν λόγω δίκτυο εντάσσονται και οι ομοιότητες που παρατηρούνται μεταξύ της μουσικής της Ιερισσού, και αυτής των παραλίων της Μικράς Ασίας.
7.jpg
Ιερισσιώτικη κομπανία στον Πολύγυρο [φωτογραφία Γιώργου Θεοχάρη]
   Ολοκληρώνοντας, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε, έστω και συνοπτικά, στα ονόματα των οργανοπαικτών που δραστηριοποιήθηκαν στην Ιερισσό κατά τον τελευταίο αιώνα.
Καμπούρης Νικόλαος - γκάιντα, τσουφλιάρι.
Κανάκης Δημήτριος - κλαρίνο.
Ραμπότας Χρήστος - κλαρίνο, τσουφλιάρι.
Δάνης  Νικόλαος - λαούτο, κλαρίνο.
Χαλκιάς Νικόλαος - κλαρίνο.
Χαλκιάς Θεόδωρος - λαούτο.
Χαλκιάς Ν. Γεώργιος - κλαρίνο.
Χαλκιάς Ν. Αθανάσιος - βιολί.
Χαλκιάς Θ. Γεώργιος - λαούτο.
Χαλκιάς Γ. Θεόδωρος - λαούτο.
Χαλκιάς Α. Νικόλαος - κλαρίνο.
Χαλκιάς Γ. Αστέριος - λαούτο, βιολί.
Ρωμνιός Δημήτριος - βιολί.
Ζούμπας Νικόλαος - λαούτο.
Κουτσούπης Βασίλειος - λαούτο, τραγούδι.
Καραμήτσος Γεώργιος - λαούτο, τραγούδι.
Δημητρακούδας Κων/νος - λαούτο, τραγούδι.
Αργαλειός Ιωάννης - λαούτο.
Κεφαλάς Δημήτριος - λαούτο.
Στρούνης Νικόλαος - κλαρίνο.
Παντελής Δημήτριος - κιθάρα, μπουζούκι.
Τριανταφύλλου Θεοδόσης - βιολί.
Σουλτάνης Αστέριος - βιολί.
Μαρίνος Ιωάννης - μαντολίνο, ντραμς.
Παντελής Ιωάννης - βιολί, μαντολίνο, κιθάρα.
Παρθενιώτης Νικόλαος - μαντολίνο, κιθάρα.
Γιαννάκης Αθανάσιος - ακορντεόν.
Μπαρμπάργιος Χρήστος - μπουζούκι.
Αντωνίου Γεώργιος - μπουζούκι.
Αντωνίου Δημήτριος - αρμόνιο,
Πάππας Γεώργιος - κιθάρα, μπουζούκι.
Πλιούκας Παναγιώτης – ούτι