Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ



Μην απελπίζεσαι και δε θα αργήσει

Κοντά σου θαρθει μια χαραυγή

Καινούργια αγάπη θα σου ζητήσει

Κάνε λιγάκι υπομονή.

Όλη η λαϊκή ποίηση είναι συσσωρευμένη σ’ τούτες τις αράδες που υπογράφει ο μεγάλος ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ. Ήταν 18 Γενάρη 1915!
Στο σπίτι του τσαρουχά Τσιτσάνη, η κυρά του σπιτιού, χαρίζει στον άντρα της έναν ακόμα γιο!
Το όνομα αυτού;
ΒΑΣΙΛΗΣ.


Η οικογένεια του φτωχή, Θεοσεβούμενη, έχει άλλα τρία παιδιά (τέσσερα μαζί με τον Βασίλη), μιας και τα υπόλοιπα δέκα που ήρθαν στον κόσμο, πέθαναν.
Αυτός, ο Βασίλης, έμελε να κάνει ξακουστό το όνομα του σε όλο τον κόσμο.
Πρωτάκουσε μουσική σπίτι του, μιας και ο πατέρας του είχε ένα παλιό μαντολίνο, και έπαιζε μ' αυτό Δημοτικά τραγούδια.
Ο πατέρας του, είχε απαγορεύσει στα παιδιά να πιάνουν στα χέρια τους το όργανο.
Δεν ήθελε να έρθει η στιγμή που αυτά θα ασχοληθούν με την μουσική.
Κάποια στιγμή ο πατέρας του Βασίλη έδωσε το μαντολίνο σε έναν οργανοποιό ο οποίος το μετασκεύασε σε μπουζούκι.


Λίγο μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Βασίλης σε ηλικία 12 ετών πιάνει το μπουζούκι του πατέρα του στα χέρια του.
Αυτή η πρώτη επαφή, τον γοήτευσε.
Από εκείνη τη στιγμή, άρχισε να εξασκείται καθημερινά μόνος του, ενώ παράλληλα αγοράζει ένα βιολί (μαθητής πια γυμνασίου), και σε λίγο καιρό (όπως είπε και ο ίδιος), το έκανε να "πετάει" στα δάκτυλα του.
Το 1936, ο Τσιτσάνης πηγαίνει στην Αθήνα, όχι για να γίνει καλλιτέχνης, αλλά για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο.
Η μοίρα όμως είχε διαφορετική γνώμη, μιας και γραφτό του ήταν να ασχοληθεί επαγγελματικά με το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, που πάντα τον γοήτευε.


Με το που έφτασε στην Αθήνα, άρχισε έναν σκληρό αγώνα επιβίωσης, γιατί τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα.
Πρωτοδούλεψε σαν μουσικός, για να βγάζει τα έξοδα των σπουδών του, σε ένα μαγαζί τα "ΜΠΙΖΕΛΙΑ", και μετά στο "ΚΟΥΚΛΑΚΙ".
Εδω πρέπει να πω, ότι σε ηλικία 14 χρονών, ο Τσιτσάνης είχε ήδη συνθέσει γύρω στα 40 τραγούδια.
Τα πρώτα ρεμπέτικα που άκουσε, ήταν του ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ, αλλά το "στυλ" του ήταν διαφορετικό.
Μεγάλη εντύπωση του έκαναν τα τραγούδια του ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, ενός της "Σμυρναϊκής Σχολής", τα οποία τα είχε μάθει, και τα έπαιζε στο μπουζούκι του!


Στην Αθήνα, ο Τσιτσάνης γνωρίστηκε με τον ΜΗΤΣΟ ΠΕΡΔΙΚΟΠΟΥΛΟ, ο οποίος τον πήγε στην "ΟΝΤΕΟΝ, για να κάνει δίσκο.
Υπεύθυνος μαέστρος για τις ηχογραφήσεις ήταν ένας άλλος μεγάλος του ρεμπέτικου, ο ΣΠΥΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ!
Το ξεκίνημα έγινε, και γύρω στα 1937, ο Τσιτσάνης κάνει την πρώτη του δισκογραφική παρουσία, με το ζεϊμπέκικο "Σ' ένα τεκέ μπουκάρανε".
Ταυτόχρονα, γνωρίστηκε και με ένα σημαντικό στέλεχος της "ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ", τον ΜΙΣΑΗΛΙΔΗ, ο οποίος τον κάλεσε για ακρόαση, στην οποία ο Τσιτσάνης τραγούδησε δοκιμαστικά πάνω από 40 τραγούδια.


Μετά από ένα χρόνο "απραξίας", ο Τσιτσάνης αρχίζει να "ξαναφωνογραφεί", αυτή τη φορά όμως στην "ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ"!
Ο χείμαρρος των επιτυχιών, είχε ήδη ξεκινήσει, για να πλημμυρίσει την Ελλάδα, αλλά και να ταξιδέψει σ' όλο τον κόσμο!
Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια, ο Τσιτσάνης εργάζεται στο "ΧΑΡΑΜΑ", στην Καισαριανή.
Το 1983, η υγεία του Τσιτσάνη κλονίζεται!
Είναι μια χρονιά με χαρές, αλλά και στενοχώριες.
Με πρωτοβουλία του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, τιμούν τον Τσιτσάνη τέσσερις δήμοι στο "ΚΑΤΡΑΚΕΙΟ".
Τον Δεκέμβρη του 83, στις 21 του μήνα, ο Τσιτσάνης ανεβαίνει για τελευταία φορά στο πάλκο!


Τα Χριστούγεννα βρίσκουν τον Τσιτσάνη στο Λονδίνο, όπου μπαίνει στο χειρουργείο.
Επτά μέρες μετά την επέμβαση (του αφαιρέθηκε ένα κομμάτι από τον πνεύμονα),ο Τσιτσάνης αφήνει την τελευταία του πνοή στο εγγλέζικο νοσοκομείο!
Η Ελλάδα βουτήχτηκε στο πένθος!
Δυο χρόνια μετά το θάνατο του, τον Μόρτη του 85, το έργο του Τσιτσάνη βραβεύεται στο "ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΔΙΣΚΟΥ", στην Γαλλία, παρουσία του Γάλλου υπουργού πολιτισμού ΖΑΚ ΛΑΓΚ!
Οι Γαλλικές εφημερίδες σε άρθρα τους καταλήγουν!
"ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΑΟ ΤΟΥ, Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΚΙ ΑΠΟ ΒΑΣΙΛΙΑΣ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΣΥΜΒΟΛΟ! ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟΝ, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ!

ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΠΑΝΤΖΟΥΡΙΑ


- ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΗ

Ακόμα ένα βιβλίο του ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ, σας προτείνω, έτσι για να συμπληρωθεί η συλλογή θα έλεγα από τα στοιχεία για αυτή τη μεγάλη μορφή.

Είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψε, το 1999, μέσα στο οποίο υπάρχει όλη του η ζωή, με λεπτομέρειες μοναδικές.

Μέσα από το βιβλίο αυτό, δεν συμπληρώνουμε απλά τα όποια κενά έχουμε σχετικά με τη ζωή, και την καριέρα του Σταύρου Κουγιουμτζή, αλλά γνωρίζουμε και τη Θεσσαλονίκη μιας άλλης εποχής.

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής, «ζωγραφίζει» εικόνες από την Θεσσαλονίκη του χθες μέσα από την διήγηση του.

Και είναι τέτοιος ο τρόπος που περιγράφει όλα τα γεγονότα της ζωής του, που παρασέρνει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στο χθες, στην Άνω Πόλη, στο κέντρο, σε περιοχές που δεν υπήρχε τότε σπίτι.

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής δεν ήταν συγγραφέας.

Έγραφε όμως με τέτοιο τρόπο, με τέτοια μοναδική απλότητα, που θα την ζήλευαν και οι πιο καταξιωμένοι συγγραφείς.

Ας πάρουμε μια μικρή «γεύση» από το βιβλίο.

«Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι απ’ τη ζωή μου, σαν σε ομίχλη, είναι ένα μαύρο αμάξι, όπως εκείνα που είδα αργότερα στο σινεμά σε γκανγκστερικές ταινίες.

Ήμουν τριών χρονω.

Στο πίσω μέρος ο πατέρας μου, η μητέρα μου και ανάμεσα τους εγώ.

Μπροστά ο σωφερ.

Θυμάμαι εκείνο το μαύρο ταξί ν’ αγκομαχάει στον ανηφορικό χωματόδρομο πάνω από την Ακρόπολη και αριστερά από τα κάστρα.

Μπροστά και δεξιά δέσποζε το πολυβολείο.

Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ένιωθα κάτι σαν περηφάνια, γιατί σ’ εκείνο το συνοικισμό που μέναμε, κοντά στις φυλακές του Γεντί – Κουλέ, ένα ταξί ήταν κάτι σπάνιο.

Ωστόσο οι γείτονες που μας είδαν, δεν ένιωσαν το ίδιο συναίσθημα με μένα.

Κάτι δηλαδή σαν θαυμασμό , να πούμε.

Αντίθετα, μια θλιμμένη έκφραση διέκρινες στα πρόσωπα τους.

Ήταν γιατί ξερανε πως ο πατέρας μου γύριζε από το γιατρό και πως δεν μπορούσε ν’ ανεβεί όλες εκείνες τις ανηφόρες με τα πόδια.

Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας μου μεταφέρθηκε στο σανατόριο, εκεί στο Ασβεστοχωρι, και σε έξι μήνες περίπου, η μητέρα μου φόρεσε μαύρα»…..

Έτσι ξεκινά η αφήγηση του Σταύρου Κουγιουμτζή στο βιβλίο του «ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΠΑΝΤΖΟΥΡΙΑ».

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ», και αξίζει να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη.

1996-2007 ΕΝΤΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΕΛΥΤΗ!



Γεια σας φίλοι αναγνώστες.

Από καιρό ήθελα να κάνω ένα αφιέρωμα στο μεγάλο μας ποιητή και να που επιτέλους βρήκα το κενό.

«Ιδού Εγώ λοιπόν, ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου Ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών ο ηλιοπότης...»

Δευτέρα, 18 Μαρτίου 1996: ο Οδυσσέας Ελύτης, 85 ετών, πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή στο σπίτι του στην Αθήνα. Έσβησε ήρεμα, καθώς ξεκουραζόταν ντυμένος στο κρεβάτι του. Έτσι τον βρήκε η σύντροφος των τελευταίων 13 χρόνων της ζωής του, η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Οδυσσέας Αλεπουδέλης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης. Ήταν το έκτο και τελευταίο παιδί του Παναγιώτη και της Μαρίας Αλεπουδέλη, οι οποίοι καταγόταν και οι δύο από τη Μυτιλήνη. Ευκατάστατη και γνωστή η οικογένεια (ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας), θεωρείται ένας από τους λόγους για την μετέπειτα απόφαση του ποιητή να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο. Από το 1914, η οικογένεια μεταφέρει τις επιχειρήσεις της στον Πειραιά και εγκαθίσταται στην Αθήνα, πραγματοποιώντας συχνά ταξίδια και πολύμηνες διαμονές σε ελληνικά νησιά όπως οι Σπέτσες, η Αίγινα, η Τήνος και φυσικά η Λέσβος, καθώς και στο εξωτερικό. Παρ’ όλες τις πιέσεις των δικών του να σπουδάσει χημεία, ο νεαρός Αλεπουδέλης επιλέγει τη νομική σχολή όπου γράφεται κατόπιν εξετάσεων το 1930. Δεν θα ολοκληρώσει όμως ποτέ τις σπουδές του, μιας και σειρά γεγονότων και γνωριμιών στις αρχές της δεκαετίας του 30 θα σφραγίσουν τη μεταμόρφωσή του σε Οδυσσέα Ελύτη.

Η πρώτη ουσιαστική συνάντησή του με την Ποίηση θα συντελεστεί, όταν, φοιτητής, διαβάζει ένα βιβλίο του υπερρεαλιστή ποιητή Paul Eluard. Μέχρι τότε, όπως ομολογεί και ο ίδιος στα «Ανοιχτά Χαρτιά» (1974), θεωρούσε την ποίηση σαν «... ένα φλύαρο και ανιαρό ρυθμοκόπημα [...]. Τα ποιήματα χρησίμευαν για να μιλάνε για τα βουνά ή τα ποτάμια και να λεν κοινοτοπίες.». Με τον Eluard έρχεται η ανακάλυψη μιας καινούργιας γλώσσας και έκφρασης των πραγμάτων, μιας νέας ματιάς στον κόσμο, συνεπώς μιας νέας αντίληψης για το περιεχόμενο και την ουσία της ποίησης.

Η καινούργια αυτή αφύπνιση συνδυάζεται με τη διείσδυσή του σε λογοτεχνικούς κύκλους. Σημαντική είναι η συνάντησή του, το 1930-35, με τους Σεφέρη, Θεοτοκά, Κατσίμπαλη και Καραντώνη. Είναι η λογοτεχνική συντροφιά που εκδίδει το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα, όπου ο ποιητής θα δημοσιεύσει, κατόπιν παρότρυνσής τους, τα πρώτα του ποιήματα το 1935. Μα κυρίως, σταθμό αποτελεί η γνωριμία του την ίδια χρονιά με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Θα συνδεθούν φιλικά και μαζί θα ταξιδεύσουν στην Ελλάδα, ανακαλύπτοντας καλά κρυμμένες πλευρές της χώρας και της παράδοσής της. Ο «Πατέρας του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα» τον μυεί στο κίνημα. Η «Υψικάμινός» του η οποία δημοσιεύεται το 1935, καθώς και η περίφημη διάλεξή του περί υπερρεαλισμού, επίσης την ίδια αυτή πλούσια σε γεγονότα χρονιά, επηρεάζουν βαθιά τον Ελύτη, ενισχύουν την πρώτη έντονη επίδραση της ποίησης του Eluard, και του ανοίγουν καινούργιους ορίζοντες. Θα πειραματιστεί αρχικά μεταφράζοντας ποιήματα του γάλλου ποιητή τα οποία θα δημοσιεύσει στα Νέα Γράμματα, θα μελετήσει τα θεωρητικά κείμενα ξένων υπερρεαλιστών, θα δοκιμάσει και την τεχνική της αυτόματης γραφής. Χωρίς ποτέ να υποταχτεί πραγματικά στις προδιαγραφές της σχολής του υπερρεαλισμού, θα καταλήξει να αντλήσει στοιχεία και εργαλεία τα οποία θα του χρησιμεύσουν ως βάση στο ποιητικό του έργο, θα τα αναμορφώσει και θα τα προσαρμόσει στο δικό του προσωπικό όραμα. Πάνω απ’ όλα, ο υπερρεαλισμός τον απελευθέρωσε όσον αφορά την χρήση της γλώσσας, η οποία τελικά είναι και η πρώτη ύλη της ποιητικής δημιουργίας. Οι προσταγές του υπερρεαλισμού όπως η ανακάλυψη του υποσυνείδητου και η αυτογνωσία, η συνειρμική έκφραση και εξωτερίκευση των πιο βαθιών συναισθημάτων και σκέψεων, η μετάφραση του υλικού κόσμου σε πνευματική απεικόνιση με αφετηρία εξωτερικά φυσικά ερεθίσματα, η δυνατότητα συνδυασμού και αντιπαράθεσης διαφορετικών και συχνά αντίθετων εικόνων, αρχετύπων και συμβόλων, διαμόρφωσαν και δημιούργησαν το ξεχωριστό, προσωπικό ύφος του Ελύτη.

Γέννημα-θρέμμα του Αιγαίου, του ήλιου και της θάλασσας, με το υποσυνείδητο να ξεχειλίζει από τα χρώματα και τα αρώματα της αλμύρας και της νησιώτικής φύσης που αποτυπώθηκαν στη μνήμη κατά την διάρκεια τόσο των παιδικών οικογενειακών ταξιδιών όσο και των μεταγενέστερων συχνών οδοιπορικών του, η επιλογή του Αιγαίου ως κυρίαρχο ποιητικό θέμα φαντάζει σήμερα προκαθορισμένη και αναπόφευκτη. Στο ποιητικό αυτό πλαίσιο του νησιωτισμού προσθέτονται στοιχεία από την μυθολογία, την αρχαία ελληνική παράδοση (ως γνωστό, ο Ελύτης θαύμαζε την ποίηση της εξαδέλφης του Σαπφώς, και οι μετέπειτα μεταφράσεις του των έργων της θεωρούνται πραγματικά διαμάντια), αλλά και την νεοελληνική παράδοση και ποίηση. Έτσι, ήδη από τα πρώτα του έργα εδραιώνονται η παγανιστική σχεδόν διάθεση, η λατρεία της φύσης, και η γλωσσική ιδιαιτερότητα ενός ύφους με έντονη υπερρεαλιστική χροιά.

Ο έρωτας το αρχιπέλαγος

κι η πρώρα των αφρών του

και οι γλάροι των ονείρων του.

Στο πιο ψηλό κατάρτι του

ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι.

Προσανατολισμοί

Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει, σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια! Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα, έτσι καθώς αστράψανε οι χελιδοουρές, σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές, σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια Οδυσσέας Ελύτης κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν, Αιγαίο (1974) κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια! (...) Σήκω μικρή, μικρή πορτοκαλένια! Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει. Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός, που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους!

Ήλιος ο Πρώτος

ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ- ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑ



«Απαλλάξτε την κοινωνία από τον κύριο και τα παρωχημένα τραγούδια του...»

Ακόμη αντηχούν σαν φριχτοί πυροβολισμοί τα λόγια του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Βασίλη Καπερνάρου στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Καβάλας.
Λίγους μήνες αργότερα η «ζωή του όλη» έγινε «κέρασμα στο Χάρο» αλλά τα "παρωχημένα" τραγούδια του παρέμειναν σημαίες πολιτισμού στις πίστες και τα θέατρα της χώρας...
Για μένα ο δρόμος είναι δρόμος, τι πάει να πει είναι στραβός;
Ο Αθανάσιος Δημητρίου Πάνου γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1933 στην Καλλιθέα. Ο πατέρας του Εργάζονταν στη Βασιλική φρουρά κι αργότερα στο 15ο στρατιωτικό νοσοκομείο, ως γραμματέας. Ήταν τέσσερα αδέρφια, τα τρία αγόρια. Τη μύησή του στη μουσική θα πρέπει όμως να την πιστώσουμε στη μητέρα του. Εκείνη ήταν που του τραγουδούσε τα ρεμπέτικα της εποχής και τον πήρε από το χέρι να τον γνωρίσει σε σημαντικούς ανθρώπους. Έτσι, ο μικρός Θανασάκης (Άκης) βρέθηκε το 1946, στα δεκατρία του μόλις χρόνια, να παίζει στο πάλκο - αλλά και σε διάφορες ταβέρνες βγάζοντας πιατάκι - κιθάρα και μπουζούκι πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον περίφημο «Σπόρο».
Στα 17 του τό 'σκασε από το σπίτι για να παντρευτεί την, εφ' όρου ζωής πιστότατη, Δήμητρα, που πάντως την χώρισε για να παντρευτεί την Άννα, μητέρα των τεσσάρων παιδιών του. Μιλούσε πάντα στους γονείς του στον πληθυντικό και αυτό απαιτούσε και από τα παιδιά του.
Καλλιθέα, Δάφνη, Πετράλωνα, Αη-Γιάννης Ρέντης ήταν μερικές απ΄τις περιοχές που εμφανίσατηκε ως μουσικός μέχρι το 1958, οπότε και αποσύρθηκε ουσιαστικά από τη νύχτα. Ήταν η ώρα του Συνθέτη.
Δισκογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το παιδί που απόψε πίνει», σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ. Τα χρόνια που ακολούθησαν δε χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του, μέχρι να φτάσουμε στο 1967, έτος κυκλοφορίας του «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Χαρούλα Λαμπράκη. Εκεί αισθάνθηκε και τον πέλεκυ της ανοησίας των Λογοκριτών· μόλις 15 μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος. Η «φτώχια» και η «μιζέρια» που προσπαθεί να αποποιηθεί ο ήρωας του τραγουδιού αντικαθίστανται από κάτι «λευκά περιστέρια» και η Βίκυ Μοσχολιού αναλαμβάνει το 1970 να ερμηνεύσει το τραγούδι με τους πολιτικά ορθούς στίχους. Η πλέον δημιουργική δεκαετία του Άκη Πάνου έχει ξεκινήσει. «Η πιο μεγάλη ώρα», «Η ζωή μου όλη», «Και τι δεν κάνω», «Εγώ καλά σου τά 'λεγα», «Πήρα απ' το χέρι σου νερό», «Δεν κλαίω για τώρα», «Για κοίτα με στα μάτια», «Ο τρελός», «Πυρετός». Ακολούθησαν το «Θέλω να τα πω», «Ο δρόμος είναι δρόμος», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά»..

Το 1974 κάνει την πρώτη καλλιτεχνική υπέρβαση. Μπαίνει στο στούντιο μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη για έναν μεγάλο δίσκο και συγκρούεται μαζί του. Εκεί που προηγουμένως είχαν ευλαβικά πειθαρχήσει ο Γ. Μπιθικώτσης και ο Στράτος Διονυσίου, ο Καζαντζίδης αντέδρασε: Δε δέχτηκε τον απόλυτο έλεγχο που ήθελε ο συνθέτης στην ηχογράφηση. Έτσι προέκυψαν μόνο 6 τραγούδια και ο δίσκος συμπληρώθηκε με παλαιότερες επιτυχίες του τραγουδιστή. Ωστόσο μέσα από το αγαπημένο του ενεάσημο μέτρο, που κυριαρχεί και σ΄ αυτόν τον δίσκο, παρουσιάζει στίχους που υπερβαίνουν την μόδα της εποχής «φύγε - μη φύγεις», «Σ' αγαπώ - μ' αγαπάς» και απογειώνει τις ερμηνευτικές επιδόσεις του απόλυτου Έλληνα ερμηνευτή. για το ομότιτλο του δίσκου τραγούδι, «Η ζωή μου όλη», ο Καζαντζίδης είπε: «Είναι το καλύτερό μου κουστούμι, και αυτό που με εκφράζει περισσότερο.»
Το 1977 με σημαία ένα τραγούδι που γράφτηκε για τη συνεργασία του με τον Καζαντζίδη και ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά, ηχογραφεί το «Παρώνν!» Τραγούδια-σπονδές για τα πιο άγρια όνειρα των λαϊκών ανθρώπων, που θα επισκιάσει ο θρυλικός «Τρελός», ανεπανάληπτο σουξέ και καλλιτεχνική μονογραφή του Μ. Μητσιά!
Αν όμως οι δύο αυτοί δίσκοι ήταν η καλλιτεχνική του απογείωση, το 1982 έρχεται ο εμπορικότερος του δίσκος. «Θέλω να τα πω» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά», τα σκωπτικά «Άνοιξε Πέτρο» και «αδιόρθω αναρχί», ξεσηκώνουν την Ελλάδα που έχει μόλις μπει σε μια νέα πολιτικοκοινωνική εποχή.
Την αμέσως επόμενη χρονιά οι Αδελφοί Φαληρέα εκτοξεύουν στο ... διάστημα τον δισκογραφικό πύραυλο «Αφιερωμένο εξαιρετικά» με τα Παιδιά από την Πάτρα. Για το "καύσιμο", δηλαδή για το τραγούδι του «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός» ο Άκης Πάνου γκρίνιαζε πως πήρε πενταροδεκάρες.

Η επόμενη Δεκαετία τον βρίσκει να σιωπά καλλιτεχνικά και να φλερτάρει με την επικαιρότητα, μέσω επιστολών και άρθρων. Αποφάσισε να ξανανέβει στο πάλκο για δύο μόνο δεκαπενθήμερα: το 1989 στο «Επειγόντως» και το 1994 στα «9/8». Εκεί είχε στήσει το πάλκο σε δύο σειρές. Μπροστά οι μουσικοί, πίσω οι τραγουδιστές και δεν είχε αφήσει χώρο για πίστα.
Την 1η Αυγούστου 1997, πυροβολεί και σκοτώνει τον Σωτήρη Γιαλαμά, μη εγκρίνοντας την ερωτική σχέση που διατηρούσε το θύμα με την κόρη του Ελευθερία. Δικάζεται τον Μάρτιο του 1998 από το μικτό ορκωτό κακουργιοδικείο Καβάλας. «Δε μετανόησα γιατί δεν εννόησα τι έγινε» έλεγε, οχυρωμένος πίσω από τον προσωπικό του κώδικα. Κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά. Δεν του αναγνωρίστηκε ούτε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, αλλά ούτε και αυτό της καλλιτεχνικής προσφοράς.

Ήταν εκείνα τα σαββατοκύριακα που έκανα τη διαδρομή μέχρι την Κομοτηνή για να τον δω, να του μιλήσω….

Τον άνθρωπο που είχε τα δικά του πιστεύω για τα θέματα «τιμής», τον δημιουργό που ούτε και η φυλακή τον σταμάτησε να δημιουργεί.

Είχε ετοιμάσει τραγούδια μέσα στη φυλακή, αλλά δεν ακούστηκαν ποτέ.

Παρόλα τα προβλήματα υγείας, δημιουργούσε.
Τον τραγούδησαν όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Δισκογράφησε 200 περίπου τραγούδια, ενώ πολλά έμειναν στο συρτάρι του. Αξιοσημείωτη είναι η έντονη φήμη που αναπτύχθηκε λίγο πριν πεθάνει, πως είχε δρομολογηθεί η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος ήταν ο μόνος καλλιτέχνης πρώτης γραμμής που τον επισκέφθηκε στη φυλακή.
Στις 2 Φεβρουαρίου 2000 εισήχθη στο Ευγενίδειο θεραπευτήριο, όπου και κατέληξε την Παρασκευή 7 Απριλίου, στις 12 το μεσημέρι, από καρκίνο του παγκρέατος. Ήταν 67 ετών..

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΖΙΣΤΟΥΔΗΣ-Ο ΣΟΛΙΣΤΑΣ



Δεν πρόκειται για μια απλή γνωριμία με έναν ΜΕΓΑΛΟ καλλιτέχνη αυτή η παρουσίαση. Δεν είναι καν μια απλή δισκοπαρουσίαση- δισκοπρόταση. Είναι ένα ΧΡΕΟΣ απέναντι σε έναν ΕΛΛΗΝΑ, έναν άνθρωπο που σε κάθε του στιγμή ενισχύει το φως της Ελλάδας στο εξωτερικό, της Ελλάδας που κατά την άποψη μου τον έχει και αυτόν στο περιθώριο, εκεί που έχει πολλές ακόμα μεγάλες μορφές, του χθες και του σήμερα.

Δεν είναι υπερβολή αυτό που γράφω, γιατί ο Γρηγόρης Τζιστούδης, ο «Σαλονικιός», είναι πασίγνωστος σε όλο τον κόσμο, αλλά είναι σχεδόν άγνωστος στην πατρίδα του, κάτι που με κάνει να σκέφτομαι πόσο δίκιο είχε εκείνος που έβγαλε το «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της».

Και πως είναι δυνατόν να μην συμφωνώ με αυτό, όταν η Κρατική Τηλεόραση της Βουλγαρίας του κάνει το πορτραίτο, ενώ η δική μας τηλεόραση, αλλά και οι λοιποί φορείς δεν δίνουν σημασία; Μόνο μια παρουσίαση του έγινε, και αυτό στην ιδιωτική τηλεόραση, στο αφιέρωμα που έκανε ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος στον Πασχάλη Τερζή. Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε.

Ας γνωρίσουμε όμως καλύτερα τον Γρηγόρη Τζιστούδη, πριν σας παρουσιάσω, και σας προτείνω την δισκογραφία του, η οποία είναι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ. Ο Γρηγόρης Τζιστούδης γεννήθηκε το 1950στην Πυλαία Θεσσαλονίκης. Σε ηλικία έξι χρονών, τον «χτύπησε» η Πολιομυελίτιδα, στερώντας του ορισμένα πράγματα που όλοι οι υπόλοιποι τα θεωρούμε φυσικά.

Λόγο του προβλήματος αυτού, ο Γρηγόρης αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στο να πηγαίνει στο σχολείο , κλπ, που όμως τις ξεπέρασε χάρη στην βοήθεια της μητέρας του που στην κυριολεξία τον κουβαλούσε στους ώμους, όσο και στην τεράστια ψυχική του δύναμη. Οι δυσκολίες μεγάλες, αφού χρειαζόταν να μπαινοβγαίνει κάθε λίγο στα νοσοκομεία, όμως η ΨΥΧΗ και η ΘΕΛΗΣΗ η δική του αλλά και της μητέρας του, ήταν η αιτία να ξεπεραστούν .

Κάποια στιγμή, και ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, ζήτησε από την μητέρα του να του αγοράσει ένα μπουζούκι. Αν και στην αρχή η μητέρα του το αρνήθηκε, τελικά με δανεικά χρήματα του αγόρασε το μπουζούκι. Αυτό ήταν! Ο Γρηγόρης απέκτησε ότι του έλειπε με το όργανο αυτό, το οποίο θα λέγαμε από τότε αποτελεί «προέκταση του εαυτού του». Σε λίγο χρόνο, έχει γίνει από τους πιο γνωστούς, και αγαπητούς μουσικούς.

Σε ηλικία 15 χρονών, τον καλούν οι Τσιτσάνης και Παπαϊωάννου για να τους συνοδεύει στο «ΛΟΥΞ» στην Θεσσαλονίκη. Έπαιξε μαζί με τους Μπιθικώτση, Μητροπάνο, και άλλους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και με τους Βασίλη Παπακωνσταντίνου, και Γιάννη Ζουγανέλη στη Ρόδο. Συνοδεύει στα «πρώτα βήματα» τους Πασχάλη Τερζή, και Δημήτρη Κοντολάζο, γείτονες του από την Πυλαία.

Πέραν των προσωπικών του δίσκων, από τους οποίους δυο είναι χρυσοί (και ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει χρυσός δίσκος στο εξωτερικό), πλούσια είναι η συμμετοχή του σε δίσκους Ελλήνων και Ξένων καλλιτεχνών. Έχει δώσει πάρα πολλές συναυλίες σε Ασία, ΗΠΑ, Σκανδιναβία, και αλλού, ενώ έχει συνοδεύσει σαν Σολίστ, τόσο τον Μίκη Θεοδωράκη, όσο και πολλούς μεγάλους ξένους μουσουργούς.

Το 1977 αναδείχτηκε ως ο πιο δημοφιλής καλλιτέχνης στην Σουηδία, έπειτα από σχετικό διαγωνισμό της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας. Το βραβείο του το απένειμε ο ίδιος ο Βασιλιάς της Σουηδίας. Αυτός ήταν και ο λόγος, που στην κηδεία του δολοφονημένου Όλαφ Πάλμε η Λίσμπεθ Πάλμε τον επέλεξε να αποδώσει με τον τρόπο του το αγαπημένο τραγούδι του δολοφονηθέντα Πρωθυπουργού, το «Ένα τραγούδι για την Ελευθερία», το γνωστό μας «Ο καημός» του Μίκη Θεοδωράκη.

Ο Γρηγόρης Τζιστούδης έχει πάρει μέρος σε πολλά φεστιβάλ Ειρήνης, και έχει γράψει μουσική για Θέατρο, Κινηματογράφο, Τηλεόραση, κλπ. Το πιστεύω του για το μπουζούκι και τη μουσική γενικότερα είναι μια μουσική συνομιλία και κραυγή ενσωματωμένη στους άλλους της σημερινής εποχής και σύγχρονης διάθεσης.

Μια προσπάθεια δηλαδή να μιλήσουν τα όργανα και να παραπονεθούν - αν θέλετε - για την κατάσταση της κοινωνικής αποσύνθεσης ή και να τραγουδήσουν τη χαρά της ζωής και τον Ήλιο της Ανατολής προσπάθεια αυτή λοιπόν έχει σαν στόχο την σωστή επικοινωνία της τέχνης, με το κοινό, όχι δογματικά αλλά με αγάπη και αληθινή ανταπόκριση στο καινούργιο που θέλει να ακούσει, ή που έχει ανάγκη ν' ακούσει.


Κάποιοι νέοι τρόποι αντιμετώπισης π.χ. του μπουζουκιού πέρα (όχι με την έννοια του ξεπεράσματος βέβαια) από τις λαϊκές φόρμες που συνηθίζονται, χωρίς αν είναι δυνατόν να χαθεί η δροσιά και η μοναδική μαγεία του ήχου του .Στον πέμπτο δίσκο "TRAVELLING" π.χ. η προσπάθεια αυτή είναι φανερή. Μουσικολογικά είναι το πάντρεμα της ελληνικής λαϊκής μουσικής, της ροκ της τζαζ, και η ταύτιση της ανατολικής και δυτικής τεχνοτροπίας. Συχνά, επίσης, αρχαίες κλίμακες που υπάρχουν επίσης στο Γρηγοριανό τραγούδι, όπως ο Φρύγιος ή ο δούρειος τρόπος ΔΕΝ βλέπονται με την τρέχουσα λαϊκή ματιά.

Ο Γρηγόρης Τζιστούδης, ζει και εργάζεται στο Μόναχο της Γερμανίας, αλλά παράλληλα γυρίζει όλο τον κόσμο δίνοντας συναυλίες, και μεταφέροντας τους ήχους της Ελλάδας παντού. Η καινούργια δισκογραφική δουλειά του έχει τίτλο «ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΦΛΟΓΑΣ» (the light of flame), σε μουσική Γιάννη Ζουγανέλη, και περιέχει τη μουσική που έπαιξε στο φινάλε των Παραολυμπιακών Αγώνων του 2004. Σας προτείνω ανεπιφύλακτα ΟΛΗ τη δισκογραφία του Γρηγόρη Τζιστούδη.

Είναι μια ΜΟΝΑΔΙΚΗ εμπειρία, μια κατάθεση ψυχής. Το μπουζούκι, ΜΙΛΑΕΙ. Ο Γρηγόρης ΔΕΝ παίζει με τα χέρια, αλλά με την ψυχή! Το ηχητικό αποτέλεσμα είναι κάτι το καταπληκτικό. Ο Γρηγόρης έχει ιστοσελίδα στο διαδίκτυο στη διεύθυνση www.gregoris.de,

ΑΝΤΙ ΕΚΛΟΓΩΝ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ.



Σήμερα θα κάνω ένα αφιέρωμα σε μια μεγάλη μορφή, η οποία πριν λίγες μέρες έφυγε από κοντά μας.

Ένα αφιέρωμα στον μεγάλο ΛΟΥΤΣΙΑΝΟ ΠΑΒΑΡΟΤΙ.

Με χιλιάδες συναυλίες και παρουσιάσεις, ο Παβαρότι κέρδισε τη φήμη με μια μοναδική του εμφάνιση στο Κόβεν Γκάρντεν το 1963.

Η τελευταία ζωντανή εμφάνιση του Παβαρότι μπροστά σε κοινό ήταν το 2006, όταν συμμετείχε στην έναρξη των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Τορίνο.

Θεωρείτο ως ένας από τους σπουδαιότερους τενόρους της εποχής του, ο οποίος με τον πληθωρικό χαρακτήρα του και τα φωνητικά του προσόντα έφερε την όπερα κοντά στο ευρύτερο κοινό.

Γνωστός και ως ο “βασιλιάς των ψηλών ντο” ­έχει αναμφίβολα σφραγίσει ανεξίτηλα την τέχνη που υπηρέτησε για περισσότερα από 40 χρόνια.

Ο Παβαρότι γεννήθηκε στη Μόντενα στις 12 Οκτωβρίου 1935.

Ο μικρός Λουτσιάνο τραγούδησε για πρώτη φορά σε μία χορωδία, μαζί με τον πατέρα του Φερνάντο που ήταν λάτρης της όπερας και ερασιτέχνης τραγουδιστής ο ίδιος.

Η απόφαση του να ασχοληθεί με τη μουσική επαγγελματικά ήρθε έπειτα από μία διεθνή διάκριση της χορωδίας Χορωδίας Ροσίνι της Μόντενα.

Το επαγγελματικό ντεμπούτο του Παβαρότι ήταν στις 29 Απριλίου 1961 σε ένα από τους σπουδαίους ρόλους για τενόρο, εκείνο του Ροντόλφο στην όπερα του Πουτσίνι La Boheme.

Την ίδια χρονιά κέρδισε στο διεθνή μουσικό διαγωνισμό “Achille Peri”.

Σύντομα ο χαρισματικός καλλιτέχνης έγινε διάσημος στην Ιταλία.

Ακολούθησαν εμφανίσεις του στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές σκηνές, στο Αμστερνταμ, τη Βιέννη, τη Ζυρίχη και το Λονδίνο.

Η αναγνώρισή του έγινε πανευρωπαϊκή.

Το 1965 ο Παβαρότι έκανε το πρώτο άνοιγμά του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού όπου έκανε μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες εμφανίσεις του.

Tιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με πέντε βραβεία Γκράμι.

Ο Παβαρότι βοήθησε να ενδιαφερθεί το ευρύ κοινό για την όπερα και εμφανίστηκε σε μερικά από τα μεγαλύτερα στάδια του κόσμου μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες θεατές.

Το 1992 έγινε για πρώτη φορά η καθιερωμένη ετήσια συναυλία Pavarotti and Friends, στη λογική της σύμπραξης του περίφημου τενόρου με διάσημους ερμηνευτές της ποπ και ροκ σκηνής, όπως ο Sting και ο Bono των U2, στοχεύοντας στη συγκέντρωση χρημάτων για ανθρωπιστικούς λόγους.

Ο Παβαρότι έγινε ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό από τη συμμετοχή του στους “Τρεις Τενόρους”, από κοινού με τους Χοσέ Καρέρας και Πλάθιντο Ντομίνγκο.

Ας δούμε τώρα και τις «αντιδράσεις» για το θάνατο του μεγάλου τενόρου.

(πηγή e-go.gr)

Με το θάνατο του Λουτσιάνο Παβαρότι σιώπησε μια "μεγάλη φωνή της μουσικής και της Ιταλίας", δήλωσε ο ιταλός πρωθυπουργός Ρομάνο Πρόντι για τον ιταλό τενόρο, ο οποίος πέθανε στη γενέτειρά του τη Μόντενα, στη βόρεια Ιταλία.
"Μια πολύ μεγάλη φωνή της μουσικής και της Ιταλίας χάνεται με τον μετρ Λουτσιάνο Παβαρότι", γράφει ο Πρόντι σε συλλυπητήριο μήνυμά του στην οικογένεια του τενόρου.

Ο Παβαρότι "μετέφερε σε ολόκληρο τον κόσμο την πιο αυθεντική καλλιτεχνική εικόνα της χώρας μας, γεννώντας συναισθήματα και αποκαλύπτοντας πάθη", προσθέτει ο ιταλός πρωθυπουργός.
"Ο Λουτσιάνο Παβαρότι ήταν ένας γίγαντας του 20ου αιώνα.

Σήμερα αφήνει πίσω του ένα ανεκπλήρωτο κενό για όλους τους φλογερούς οπαδούς της μεγάλης ιταλικής μουσικής", δήλωσε ο ιταλός υπουργός Πολιτισμού Φραντσέσκο Ρουτέλι.

"Ο Παβαρότι ήταν ο πρεσβευτής της μουσικής μας, του πολιτισμού μας και των παραδόσεών μας", δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Σε ένδειξη πένθους για την απώλεια του μεγάλου τενόρου, η Όπερα της Βιένης ύψωσε το πρωί της Πέμπτης μια μαύρη σημαία, ενώ ο διευθυντής της Όπερας Γιόαν Χόλεντερ εξέφρασε τη βαθύτατη οδύνη του για την απώλεια "της πιο ωραίας φωνής τενόρου της εποχής μας και ενός ανθρώπου που είχε την ικανότητα με την τέχνη του να αγγίζει με έναν ασυνήθιστο τρόπο τους ανθρώπους και να προσφέρει πάρα πολλά στο κοινό του".
"Υπήρχαν τενόροι και υπήρχε ο Παβαρότι", δήλωσε ο ιταλός σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι αποτίοντας φόρο τιμής στον διάσημο τενόρο...

"Λάτρευε τη μουσική, θεωρώντας την απόλυτη γιορτή.

Το μεγαλύτερο προσόν του ήταν ότι αντιλήφθηκε την οικουμενικότητα της μουσικής, από την καντσονέτα στην όπερα, περνώντας από την οπερέτα", είπε χαρακτηριστικά ο Τζεφιρέλι, που έχει σκηνοθετήσει πολλές όπερες.

"Χάρη στον Παβαρότι η όπερα άγγιξε τις νέες γενιές", πρόσθεσε ο διάσημος ιταλός σκηνοθέτης που είχε συνεργαστεί πολλές φορές με τον Παβαρότι.
"Έχασα έναν καλό φίλο", δήλωσε η ιταλίδα σοπράνο Μιρέλα Φρένι, που τραγούδησε μαζί του την όπερα Μποέμ του Πουτσίνι. "Χάσαμε ένα μεγάλο τενόρο, ένα μεγάλο τραγουδιστή, αλλά εγώ προσωπικά έχασα έναν καλό φίλο", τόνισε η ίδια, που κατάγεται από τη Μόντενα, όπως και ο Παβαρότι.

Η Φρένι πρόσθεσε ότι επισκέφτηκε τον Παβαρότι στο νοσοκομείο στις 13 Αυγούστου. ¨

Ήταν μια σκληρή και θλιβερή στιγμή", είπε χαρακτηριστικά.
"Πάντα θαύμαζα τη θεϊκή φωνή του και λάτρευα το χιούμορ του", δήλωσε ο τενόρος Πλάσιντο Ντομίνγκο, που συνεργάστηκε στενά με τον Παβαρότι σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
"Η ποιότητα της φωνής του ήταν τόσο διαφορετική.

Καταλάβαινες αμέσως πως ήταν ο Λουτσιάνο", είπε από την πλευρά της η βρετανίδα μεσόφωνος Τζόαν Σάδερλαντ, που βοήθησε τον Παβαρότι στα πρώτα του βήματα.
"Έναν από τους καλύτερους τραγουδιστές της εποχής μας", χαρακτηρίζει τον Παβαρότι σε ανακοίνωσή της η Όπερα του Λονδίνου.

"Ήταν ένας από τους σπάνιους καλλιτέχνες που άγγιξαν τη ζωή των ανθρώπων παντού.

Με τις εμφανίσεις, τα κονσέρτα και τις ηχογραφήσεις του αποκάλυψε την ιδιαίτερη δύναμη της όπερας σε ανθρώπους που ίσως δεν θα είχαν ποτέ πρόσβαση σε αυτή και το κλασικό τραγούδι", επισημαίνεται στην ανακοίνωση.

"Αυτή είναι η κληρονομιά που άφησε πίσω του", καταλήγει η ανακοίνωση.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί απέτισε φόρο τιμής στον Λουτσιάνο Παβαρότι που πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα σε ηλικία 71 ετών, χαρακτηρίζοντάς τον ως "την καλύτερη ενσάρκωση του μεγάλου λαϊκού τενόρου μετά τον Ενρίκο Καρούζο".
"Τα καλλιτεχνικά του προσόντα όπως ο ζήλος του και το χάρισμά του γοήτευσαν ολόκληρο τον κόσμο", υπογράμμισε ο αρχηγός του γαλλικού κράτους σε ανακοίνωσή του επιθυμώντας "να αποδοθεί (στον εκλιπόντα) μια τελευταία τιμή από τη γαλλική προεδρία".
Ο Σαρκοζί αποχαιρέτησε τον διάσημο ιταλό τενόρο αναφερόμενος "στους μεγάλους ρόλους του Παβαρότι σε έργα του Βέρντι, στις περιοδείες του σε ανοικτούς χώρους και σε στάδια μαζί με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο και τον Χοσέ Καρέρας και σε ερμηνείες του στις οποίες τον είχαν συνοδεύσει οι Ελτον Τζον, Στινγκ, Μπόνο".

ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ



Πολλοί είναι εκείνοι που σε συζητησεις μας με ρωτουσαν για τον συγγραφεα Ηλία Πετρόπουλο.

Σε άλλους, «έτυχε» να πέσει στα χέρια τους κάποιο από τα βιβλία του, άλλοι, γνώριζαν το έργο του, αλλά δεν ήξεραν κάποια βιογραφικά στοιχεία γι αυτόν.

Έψαξα λοιπόν, και βρήκα στοιχεία, τα οποία σας τα μεταφέρω για μια καλύτερη γνωριμία μ’ αυτή τη «μορφή»!

Πηγή epohi.gr

«O Hλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου 1928 στην Αθήνα, το 1934 εγκαθίστανται οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1943 οργανώνεται στη E.Π.O.N και σχετίζεται με τους Πάνο Θασίτη, Αλέκο Mαρκέτο, Mανόλη Αναγνωστάκη, παίρνοντας μέρος στους παράνομους μηχανισμούς της Αριστεράς.

Tον Οκτώβριο του 49 πρωτεύει στις εξετάσεις για τη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, σχέση μοιραία και καθοριστική.

Mε τη νίκη της EΔA στις δημοτικές του 1957 στο δήμο Θεσσαλονίκης τοποθετείται Γραμματέας της Eκπολιτιστικής Επιτροπής του Δημοτικού Συμβουλίου. Το 1958 συμμετέχει στη συντακτική ομάδα, ως υπεύθυνος των εικαστικών και των οικονομικών του περιοδικού του Ντίνου Χριστιανόπουλου, «Διαγώνιος».

Tην ίδια χρονιά κυκλοφορεί το βιβλίο του «Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης». Tην περίοδο της δολοφονίας του Λαμπράκη (1963) κάνει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη».

Tο 1965 δημοσιεύει στο περιοδικό «Zυγός» εκτενή αποσπάσματα από τη μελέτη του «Eλύτης Mόραλης Τσαρούχης».

Εγκαθίσταται στην Αθήνα και εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Μεσημβρινή» και στο περιοδικό «Εικόνες».

Το 1968 εκδίδει τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» που του επιφέρουν καταδίκη 18 μηνών στις φυλακές του Γεντί Kουλέ.

Απολύεται τον Φεβρουάριο του 1971. Mε την αποφυλάκισή του εκδίδει τα «Kαλιαρντά»: Ερασιτεχνική γλωσσολογική έρευνα του Hλία Πετρόπουλου.

Για τα «Kαλιαρντά» έγινε μία και μοναδική δίκη στις 8.5.1972, που είχε ως συνέπεια τον εγκλεισμό του στις φυλακές Κορυδαλλού.

Στις 15.6.1972 ήδη κρατούμενος, καταδικάζεται από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σε 7 μήνες φυλάκιση και πρόστιμο 5.000 μεταλλικών δρχ. για τη λέξη «αιδοίον» που περιεχόταν σε διήγημά του στο περιοδικό «Τραμ» (Φλεβάρης 1972, τεύχος 3-4).

Το 1975, μετά και τη γνωριμία του με τη Μαίρη Κουκουλέ, εγκαθίσταται στο Παρίσι (1975), σπουδάζει επί τρία χρόνια τουρκολογία στην Ιcole Pratique, ενώ εκκρεμούν νέες καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος του για το «Eγχειρίδιον του καλού κλέφτη».
Ο ζωγράφος Κώστας Τσόκλης δημοσιεύει επιστολή στα Νέα (12.12.1979), όπου μεταξύ άλλων σημειώνει:

«Από τους πολλούς Έλληνες που γνωρίζω ελάχιστοι αξίζουν τον τίτλο και οπωσδήποτε λίγοι θα μπορούσαν να τον διεκδικήσουν με το έργο τους.

Ένας απ αυτούς είναι αναμφισβήτητα ο Ηλίας Πετρόπουλος που έχει όλο μου τον θαυμασμό για το μέγεθος και την αξία του έργου του.

Αυτός ο θαυμάσιος Έλληνας δεν μπορεί να γυρίσει στην Ελλάδα, γιατί κινδυνεύει να τον βάλουν φυλακή.

Κι αυτό γιατί έχει τη στοιχειώδη τιμιότητα να λέει τα πράγματα με το όνομά τους και την ατυχία να απευθύνεται σε ανθρώπους ήδη ξεφτισμένους που φοβούνται τις λέξεις.

Πώς μπορούν Έλληνες διανοούμενοι να ανέχονται μια τέτοια αδικία;

Πώς μπορούν οι Τσαρούχης-Ελύτης-Μόραλης;».

Για 6η φορά ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Γιάννης Δουβίτσας (εκδότης) προσάγονται σε δίκη, (για το Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη), στο Α Τριμελές Εφετείο (22.5.1981), όπου ο Γ. Α. Μαγκάκης δηλώνει: «δεν υπάρχουν άσεμνες λέξεις, υπάρχει μόνον άσεμνη χρήση των λέξεων».
Την περίοδο 1983-84 ο Η.Π. έζησε στη Γερμανία, μετά από πρόσκληση της Γερουσίας του Βερολίνου.

Tο 1985 επέστρεψε στο Παρίσι συνεχίζοντας την ερευνητική και συγγραφική δραστηριότητά του συστηματικά μέχρι το θάνατό του, την Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2003.

«Έτσι ελεύθερος στην κατάκτηση του ιδιωτικού μου καρκίνου», όπως προφητικά έγραφε δέκα χρόνια πριν.

Τελευταίο έργο του που φρόντισε και επιμελήθηκε ο ίδιος ―όπως άλλωστε όλα τα βιβλία του―, τα «Ελλάδος κοιμητήρια».

Ένας-ένας οι φίλοι πεθαίνουν και βλέπω να αδειάζουν τα χαρακώματα.

H γενιά μου φεύγει, σβήνει, χάνεται. Γράφω τον σύντομο επίλογο...

H αποτέφρωση του H. Π. έγινε στο κρεματόριο του νεκροταφείου Pθre Lachaise το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2003, σύμφωνα με διαθήκη του που είχε καταθέσει στο ελληνικό Προξενείο του Παρισιού ακριβώς δέκα χρόνια πριν (6. 9.1993).
Κείμενά του δημοσίευε στην Εποχή τη διετία 1996-97, παράλληλα συνεργάστηκε με την Ελευθεροτυπία και τα περιοδικά Σχολιαστής, Ιχνευτής, Εντευκτήριο, Μανδραγόρας (αφιέρωμα στο έργο του στο τεύχος 18-19, Οκτώβριος-Απρίλιος 1997).

Από χρόνια είχε προσφέρει το σύνολο του αρχείου του στη Γεννάδειο Bιβλιοθήκη, όπου την Πρωταπριλιά του 1998 πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του εκδήλωση ― η μόνη εν Eλλάδι όσο βρισκόταν εν ζωή ―, από το περιοδικό Μανδραγόρας

Αντί να γράφω επιστημονικά βιβλία λέω ότι είμαι ημιεπιστήμων, ότι γράφω ημιεπιστημονικά βιβλία σαρκάζοντας φυσικά και τους επιστήμονες και τον εαυτό μου.

Γιατί αυτά που γράφω δεν είναι αντικειμενικές αλήθειες.

Είναι επιστημονικές και στιγμιαίες. Θα έρθει ―με το καλό― ένας άλλος επιστήμονας ν αποδείξει ότι έλεγα ηλιθιότητες.

Τα λάθη, όχι μόνο μου δίνουνε τροφή, αλλά με κάνουνε πιο πολύ βέβαιο για ορισμένες προσεγγίσεις.
Δεν μπορώ να ξέρω τι θα θυμούνται (αν θυμούνται) οι άνθρωποι όταν πεθάνω. Πάντως θα ήθελα να θυμούνται το πάθος μου για την αλήθεια.

Ένα πάθος που αντίκειται στις προκατασκευασμένες διδασκαλίες
Tα δυο αυτά αποσπάσματα νομίζω ότι αποτυπώνουν συμπερασματικά την πορεία και τις επιλογές μιας δυναμικής, τρυφερής, αμφιλεγόμενης τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο ντόμπρας, προκλητικής, ανασφαλούς στα όρια της παιδιάστικης σκανταλιάς, ευφυούς, ξεροκέφαλης, εργατικής, άκρως διεισδυτικής προσωπικότητας του ελληνολάτρη και ελληνοκεντριστή ασφαλώς όχι με όρους εθνικισμού Hλία Πετρόπουλου.

Ένα ολόκληρο έργο που δε θα μπορούσε να γίνει από κανέναν άλλον, τόσο ως προς το εύρος, όσο και ως προς τη θεματική του πολυμορφία, την ποιότητά του, αλλά και την τελική του μορφή. Βιβλία που πέρα από τις (υπαρκτές) προθέσεις του συγγραφέα, σκανδάλισαν και επικρίθηκαν περισσότερο από όσο τους αναλογούσε.

Kι αν ο Πετρόπουλος δεν είχε την τύχη να βρεθεί μέσα στο γόνιμο, αντισυμβατικό και ουσία (έστω και δίχως συνέχεια) προοδευτικό κλίμα της Μεταπολίτευσης, είναι βέβαιο πως τα έργα του δε θα είχαν την υποδοχή και τη μακροημέρευση που τους έπρεπε.

Γιατί στη δεκαετία του 70 παρά τον επταετή βανδαλισμό μας κορυφώθηκε η ελπιδοφόρα δημοκρατική χειραφέτηση που ξεκίνησε ήδη από το 1960, αναζωπυρώνοντας τη φλόγα της κοινωνικής εγρήγορσης και ανατροφοδότησης δημιουργού και αναγνώστη, μετατρέποντας τον τελευταίο σε αποφασιστική συνιστώσα και πηγή έμπνευσης του καλλιτέχνη-διανοητή.

Ουσιαστικά το έργο του ζυμώθηκε στις δυο δεκαετίες που προαναφέραμε, ίσως τη δημοκρατικότερη και δημιουργικότερη εικοσαετία για τη χώρα μας και ασφαλώς δεν εννοώ σε συλλογικό επίπεδο «δήμου» (όπου τα όρια μιας αστικής διακυβέρνησης βασιλευομένης ή μη δημοκρατίας είναι πάντα πεπερασμένα), αλλά στο ατομικό πεδίο διαμόρφωσης συνειδητών και ενεργών πολιτών.

Eδώ ακριβώς οφείλεται και η προσήλωση του Π. στην Ελλάδα, έτσι δικαιολογείται η «στράτευσή του», αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν καθαρά κομματικό όρο για κάποιον που απεχθανόταν το πεπερασμένο των εντάξεων, μολονότι παρέμενε βαθύτατα πολιτικό ον και σαφέστατα ταγμένος σε αυτό που ονομάζουμε ευρύτερη Αριστερά.

Γι αυτό και αρθρογραφούσε κατά καιρούς στην «Εποχή», στην «Αυγή», ή στο «Πριν», ενώ στις εκλογές του 2000 φρόντιζε να δηλώσει την προτίμησή του στο ΚΚΕ.
Μέσα από τη μεγάλη γκάμα των θεματικών ενοτήτων που πραγματεύτηκε, αγγίζοντας ευρύτερες (και ευαίσθητες) πτυχές της ελληνικής κοινωνίας, από τα καλιαρντά και τους ομοφυλόφιλους, μέχρι τους κλέφτες, τις πουτάνες, τα μπουρδέλα, τις φυλακές και τα ρεμπέτικα, (έργα τύποις λαογραφικά, λεξικογραφικά και εθνογραφικά στην πλειοψηφία τους ―μη παραλείψουμε τα δοκίμια αισθητικής―), θέλησε να συμβάλει στη δημοκρατική χειραφέτηση και στην παιδεία του τόπου του. Γι αυτό και υποστηρίζω πως ο H. Π. δεν είχε ως στόχο τόσο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, όσο την κοινωνική αφύπνιση, τις ανακατατάξεις απέναντι σε παραδοχές και θέσφατα, τη δημιουργία και συντήρηση ρήξεων, την αμφισβήτηση, την εγρήγορση, την πρόκληση, όχι ως μεθόδευση φτηνού σόου, αλλά ως πολιτική (άρα δημοκρατική) πράξη.

Kοντολογίς στον Πετρόπουλο το δίλημμα «H Τέχνη για την τέχνη» ή «η τέχνη για τη ζωή», έχει εξ αρχής απαντηθεί τελεσίδικα: «η Τέχνη για μια άλλη Zωή και η ζωή για μια διαφορετική τέχνη».

Άλλωστε για έναν εκ πεποιθήσεως άθεο, που δεν βαυκαλίζεται με μεταθανάτιες εναγώνιες αυταπάτες, το εν ζωή έργο, αποτελεί κυρίαρχο στόχο.
Προτρέχοντας στα συμπεράσματα θα λέγαμε πως το έργο του Hλία Πετρόπουλου διακρίνεται για την απόλυτη ελευθερία στην επιλογή των θεμάτων, στη δομή, στην ανάπτυξη, δίχως περιορισμούς και αυστηρούς όρους κατάταξης, αλλά με ανάλυση πολυπρισματική και πολυεπίπεδη, όπου προέχει η συγγραφική ματιά περισσότερο και όχι η διεξοδική, με όρους επιστημονικούς, ανάλυση του θέματος. (O Σκαρίμπας μας έμαθε ότι η επιστήμη μπορεί να πηγάζει και από την καρδιά).

Γι αυτό και ο Πετρόπουλος συνήθιζε να συγγράφει με το θυμικό, ανεμπόδιστα, σχεδόν από μνήμης, ανα-πλάθοντας το ασυνεχές υλικό του, που τις περισσότερες φορές επιτελούσε έργο προσχήματος, διανθίζοντας όσα ο ίδιος, με χιούμορ, ποιητικότητα, τολμηρή φαντασία, και ζωντάνια, είχε προεπιλέξει να εκθέσει. (Τα βιβλία μου δεν έχουν καμιά συνέχεια κι έτσι συνεχίζω έως σήμερα: εννοώ δηλαδή ότι π.χ. το «Eλύτης Mόραλης Τσαρούχης», δεν έχει κάποια σχέση με το πρώτο μου βιβλίο «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης», ή η «Ιστορία της Kαπότας» με την «Τραγιάσκα»).
O Π. έφτιαχνε έναν πειστικό μύθο, πρώτα για τον εαυτό του (πρόσφατο παράδειγμα οι απόψεις του για «την αποτελεσματική αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη από τους Γάλλους γιατρούς»), και στη συνέχεια σέρβιρε τον μύθο του στο αναγνωστικό του κοινό, από το οποίο απαιτούσε όχι αποδοχή, αλλά θέση.

Γι αυτό και προτιμούσε την τεκμηριωμένη καταδίκη, από την παθητική υποδοχή. Κοντολογίς στον Π. δεν ταιριάζουν οι ξενέρωτοι αναγνώστες και οι παθητικοί θεατές-ακροατές.
Σε αυτή τη δυναμική σχέση οφείλεται και η εμμονή του να σχεδιάζει λεπτομερώς και να επιμελείται μέχρι τέλους ο ίδιος τα βιβλία του, γνωρίζοντας καλά πως το κείμενο δεν αρκεί για να αποτυπώσει την ψυχή του συγγραφέα.

Γι αυτό τα βιβλία του Πετρόπουλου εκτείνονται πέραν του σώματος, σ όλο το μήκος και το πλάτος της έκδοσης: ξεκινούν από το εξώφυλλο, το έσω οπισθόφυλλο, τον ψευδότιτλο και φθάνουν μέχρι τον κολοφώνα, τις βινιέτες, τις λευκές σελίδες, τους ψευδότιτλους, το είδος και το μέγεθος των γραμμάτων.

Όλα μιλούν, τα πάντα ανασαίνουν, όλα διαβάζονται, διδάσκουν, θυμώνουν, οργίζονται, χλευάζουν.

Mην παραλείπετε λοιπόν να αφουγκράζεστε τα έργα του, να τους διατυπώνετε τις κρίσεις και τις επιφυλάξεις σας, τις διαφωνίες, αλλά και την αποδοχή σας.

Γιατί τα βιβλία του, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την πλειοψηφία των πραγματικών βιβλίων, αισθάνονται και ζουν, όπως οι άνθρωποι: Όλα μου τα βιβλία τα πετάγανε οι εκδότες. Kανείς δεν ήθελε ν ακούσει για δικό μου βιβλίο.

Έτσι κι εγώ έκανα αυτοεκδόσεις.

Δηλαδή πλήρωνα τη στοιχειοθεσία, την εκτύπωση και το χαρτί προκειμένου να δω το βιβλίο μου τυπωμένο.

Τα δεχτήκανε μόνο όταν είδαν ότι η πρώτη αυτοέκδοση είχε τεράστια επιτυχία, όπως συνέβη π.χ. με τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια».
Ο Η. Π. δεν ήταν σκανδαλοθήρας: Ναι τα θέματα των βιβλίων μου είναι προκλητικά. προσωπικώς δεν είμαι προκλητικός.

Bρίσκω προκλητικά τα βιβλία που αφυπνίζουν συνειδήσεις, λόγου χάρη τα βιβλία του Kαστοριάδη και του Bιντάλ-Nακέ.
Συνεπής μέχρι τέλους επέλεγε να συνεργάζεται με έντυπα μικρής κυκλοφορίας, ενώ αρνιόταν επίμονα αμοιβή για άρθρα του σε γνωστές ημερήσιες εφημερίδες, προκειμένου να διατηρεί την απόλυτη ελευθερία του, χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, όπου μετά από χρόνια δε δίστασε να διακόψει τη συνεργασία του.

Τακτικός στην αλληλογραφία του και στις επαφές του, που φρόντιζε ο ίδιος με πάθος να συντηρεί, σύντομος και ουσιαστικός στα τηλεφωνήματά του, δοσμένος σε ότι σχετίζεται με την Ελλάδα, ο H. Π. σχεδίασε την τελευταία του επιθυμία και πάλι με γνώμονα την πατρίδα του.

Αρκεί να προσεγγίσουμε την ιδιόχειρη διαθήκη του με το ίδιο πρίσμα που οφείλουμε να μελετήσουμε το έργο του.

Θάναι χρήσιμο για τη δουλειά του και για μας, να τη χαρούμε αβίαστα και χωρίς τις αγκυλώσεις των εμμονών μας, όπου και αν υπάρχουν. (Σχόλιο του Κώστα Κρεμμύδα)»

Εργογραφία:
Έγινε γνωστός στο πλατύ κοινό με το βιβλίο του '' Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη'' που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη. Άλλα έργα του: Καλιαρντά (Αθήνα 1971), Kiosque grec, la Voiture grecque, Cages d'oiseaux, Moments en Grece (το ελληνικό περίπτερο, αυτοκίνητο, κλουβιά πουλιών και Στιγμές στην Ελλάδα) εκδόθηκαν στο Παρίσι το 1976, Θεσσαλονίκη η μνήμη μιας πόλης (Παρίσι 1982). Επίσης,
• Μικρά κείμενα 1949-1979
• Ρεμπέτικα τραγούδια (1979)
• Δώδεκα τραγουδάκια από την Παλατινή Ανθολογία (1980), Εκδ. Νεφέλη
• Της φυλακής (1980), Εκδ. Νεφέλη
• Θεσσαλονίκη: Η πυρκαγιά του’17 (1980)
• Ρεμπετολογία (1990)
• Τα μικρά ρεμπέτικα (1990), Εκδ. Νεφέλη
• Πτώματα, πτώματα, πτώματα... (1990), Εκδ. Νεφέλη
• Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι (1990), Εκδ. Νεφέλη
• Ο μύσταξ (1990), Εκδ. Νεφέλη
• Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη (1990), Εκδ. Νεφέλη
• Το άγιο χασισάκι (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Ψειρολογία (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Το μπουρδέλο (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Topor – τέσσερις εποχές (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Η μυθολογία του Βερολίνου (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Ιωάννου Αποκάλυψις (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Αρετίνου, ακόλαστα σονέτα (1992), Εκδ. Νεφέλη
• Ποιήματα 1968-1974 & 1982-1991 (1993), Εκδ. Νεφέλη
• Ποτέ και τίποτα (1993), Εκδ. Νεφέλη
• Η εθνική φασουλάδα (1993), Εκδ. Νεφέλη
• Η φουστανέλα (1993), Εκδ. Νεφέλη
• Καλιαρντά (1993), Εκδ. Νεφέλη
• Τα σίδερα – Η λάσπη – Τα μπαστούνια (1994), Εκδ. Νεφέλη
• Το ταντούρι και το μαγκάλι (1994), Εκδ. Νεφέλη
• Κυρίως αυτό (κολάζ) (1994), Εκδ. Νεφέλη
• Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών (1995), Εκδ. Πατάκης
• Καρέκλες και σκαμνιά (1995), Εκδ. Νεφέλη
• Υπόκοσμος και καραγκιόζης (1996), Εκδ. Νεφέλη
• Το παράθυρο στην Ελλάδα (άλμπουμ) (1996), Εκδ. Νεφέλη
• Άρθρα στην Ελευθεροτυπία (1996), Εκδ. Πατάκης
• Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1998), Εκδ. Πατάκης
• Τέσσερις ζωγράφοι (1999), Εκδ. Νεφέλη
• Η ιστορία της καπότας (1999), Εκδ. Νεφέλη
• Περίπτερα, αυτοκίνητα, κλουβιά
• Η τραγιάσκα (2000), Εκδ. Πατάκης
• Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες (2001), Εκδ. Νεφέλη
• Παροιμίες του υποκόσμου (2002)
• Ο Κουραδοκόφτης (2003), Εκδ. Νεφέλη
• Τσόκλης Παλιά Σαλονίκη
• Ελληνικές σιδεριές
• Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης, Εκδ. Πατάκης
• Επιστολαί προς μνηστήν

Ο Ηλίας Πετρόπουλος έχει γράψει και ποίηση, η τελευταία έκδοση είχε τον τίτλο ''Ποτέ και τίποτα'' και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1993.

Καταδικάστηκε 4 φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό χαρακτήρα των γραπτών του, εκ των οποίων τις 3 κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.

ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΩΝ



Πέμπτη 20/9 | Θανάσης Πολυκανδριώτης & οι Επόμενοι «40 μπουζούκια επί σκηνής»

Μια μεγάλη πραγματικά εκδήλωση, μια πραγματική ΓΙΟΡΤΗ των μπουζουκιών υπόσχεται ο εξαίρετος συνθέτης και σολίστας Θανάσης Πολυκανδριώτης.

Τέτοιες εκδηλώσεις θα ήταν καλό να είχαμε την δυνατότητα να τις παρακολουθήσουμε όλοι, σε κάθε περιοχή της χώρας.

Ας δούμε το δελτίο τύπου που μου έστειλε ο συνθέτης.
OI ΕΠΟΜΕΝΟΙ λάτρεις του γνήσιου Λαϊκού τραγουδιού, έχουν ετοιμάσει υπό την καθοδήγηση του συνθέτη Θανάση Πολυκανδριώτη μια εξαιρετική περιπλάνηση σε λαϊκούς, μουσικούς δρόμους.
Τα τραγούδια, ερμηνεύονται από 2 νέους πολύ ταλαντούχους ερμηνευτές και μόνιμους συνεργάτες του συνθέτη, το Γιώργο Χριστοδούλου και την Ελένη Παλάγκα.
Η μουσική παράσταση περιλαμβάνει στο πρώτο μέρος έργα των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκου, Μικρούτσικου, Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, Κουγιουμτζή, διασκευασμένα άλλοτε για μπουζούκια και ορχήστρα και άλλοτε για μπουζούκια, ορχήστρα και φωνή.

Στη συνέχεια ακούγονται διαχρονικές συνθέσεις του Θανάση Πολυκανδριώτη, όπως ¨Τα πήρες όλα¨, ¨Τι έκανα για πάρτη μου¨, ¨Στου φεγγαριού την αγκαλιά¨.
Για πρώτη φορά στην παράσταση παρουσιάζονται γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία παίζουν και ερμηνεύουν ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ

Συμπληρώνοντας 15 χρόνια από την ίδρυση του Μουσικού Συνόλου ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ, γιορτάζουμε τη συνεύρεση τόσων μπουζουκιών και καλούμε όλους τους νέους μπουζουκίστες που αγαπούν το όργανο να έρθουν, να ανέβουν και να παίξουν στη σκηνή μαζί με τους ΕΠΟΜΕΝΟΥΣ το αγαπημένο σε όλους μουσικό κομμάτι του Μάνου Λοϊζου Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας.

Με αυτό τον τρόπο τιμούμε κι εμείς τον μεγάλο αυτό δημιουργό Μάνο Λοϊζο.
Πιστεύω πως η Ελλάδα μας χρειάζεται τη ζωντάνια της λαϊκής μουσικής μας παράδοσης.
Λαός χωρίς μουσικές μνήμες είναι στείρος, είναι στεγνός.
Δεν έχει παρελθόν ούτε και μέλλον, η Ελλάδα έχει.
Θανάσης Πολυκανδριώτης
Τραγουδούν:
Γιώργος Χριστοδούλου
Ελένη Παλάγκα
Σύνθεση Ορχήστρας:
Τόλης Κόκκινος - Διεύθυνση Ορχήστρας Πιάνο-
Βασίλης Καραχούτης - Κόντρα Μπάσο
Νίκος Καινούριος - Ακουστική Κιθάρα
Γιάννης Ρούσσος- Ντραμς
Μάνος Γρυσμπολάκης - Ακορντεόν
Σπύρος Γλένης & Απόστολος Καγκελάρης – Κρουστά
Μανώλης Καρπάθιος - Κανονάκι
Γιώργος Παχής - Μπουζούκι
Ενορχηστρώσεις: Θανάσης Πολυκανδριώτης, Τόλης Κόκκινος
Καλλιτεχνική Επιμέλεια: Θανάσης Πολυκανδριώτης
Διεύθυνση Παραγωγής: Βιβή Πολυκανδριώτη – Αγγελική Κρανίτη
Ηχοληψία: Σωτήρης Σοφιανός

Θα είναι πραγματικα το κάτι άλλο η εκδήλωση αυτή.

Πάρτι προμηθευτών στις στάχτες


Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΝΕΛΛΟΥ
Χορός προμηθευτών, μεσαζόντων, «εμπειρογνωμόνων», ενστόλων και αποστράτων της Πυροσβεστικής έχει στηθεί γύρω από τα αποκαΐδια της Πελοποννήσου και με στόχο τα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ που συρρέουν από δωρέες, χορηγίες, παροχές και κρατικές χρηματοδοτήσεις για την αγορά εξοπλισμού.

Το πιο τρελό πανηγύρι γίνεται σχετικά με το πολυδιαφημισμένο, την ώρα του πανελλήνιου θρήνου, μετασκευασμένο άρμα Leopard Α-1 το οποίο εμφανίστηκε ως ο «σωτήρας» της Αρχαίας Ολυμπίας.

Το παρασκήνιο γύρω από τη χρησιμότητα και την υπερπροβολή του ερπυστριοφόρου είναι οργιώδες, με αφορμή την πρόθεση ιδιωτικής τράπεζας να χρηματοδοτήσει την αγορά τριών τέτοιων οχημάτων, των οποίων η αξία φτάνει τα 5 εκατ. ευρώ.

1. Καταγγελίες από έγκυρες πηγές της Πυροσβεστικής αναφέρουν ότι υπήρξε σκανδαλώδης προβολή του συγκεκριμένου άρματος κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς στην Ολυμπία, ώστε να εμφανιστεί το μοντέλο ως σωτήριο.

Ταυτοχρόνως, είχαν διαταχθεί τα κανονικά οχήματα της Πυροσβεστικής να οπισθοχωρήσουν για να περάσει... στα τηλεοπτικά πλάνα το μετασκευασμένο Leopard Α-1.

Ηταν τόσο σκανδαλώδης αυτή η προσπάθεια, ώστε το ΕΣΕΠΑ (Εθελοντικό Σώμα Ελλήνων Πυροσβεστών, Αναδασωτών), που είχε την ευθύνη χειρισμού του πέταξε (!) τον λογότυπό του κατά τη διάρκεια της επιχείρησης στην Ολυμπία και οδηγήθηκε αμέσως μετά στην εσπευσμένη επιστροφή του άρματος στην κατασκευάστρια εταιρεία.

Πριν από μία εβδομάδα, σε ανακοίνωση του ΕΣΕΠΑ, που υπογράφεται από τον πρόεδρό του Νικ. Σαχινίδη, αναφέρεται ότι το περίφημο αυτό άρμα είναι περίπου άχρηστο.

«Το ΕΣΕΠΑ, προκειμένου να ξεκαθαρίσει το τοπίο με τη χρήση του Leopard Α-1 που του παραχωρήθηκε, έχει να ανακοινώσει τα παρακάτω:

«Φαρδύ και βαρύ»

Το άρμα στις 28/8/2007 επεστράφη στην εταιρεία RAM, ξηλώθηκαν άμεσα τα σήματα και τα χαρακτηριστικά του ΕΣΕΠΑ και ενημερώθηκε ο στρατός που είχε την αρμοδιότητα μεταφοράς σε συνεργασία με το ΕΣΕΠΑ. Οι λόγοι: Μετά τη χρήση σε περιστατικά, διαπιστώθηκε ότι:

* Το φάρδος του άρματος υπήρξε απαγορευτικό για τη χρήση του σε αγροτικούς δασικούς δρόμους, λόγω του γεγονότος ότι έκλεινε την κυκλοφορία στο αντίθετο ρεύμα και δεν έδινε τη δυνατότητα σε προσπέραση από πυροσβεστικά οχήματα.

* Το βάρος καθιστούσε τη διάβαση σε δρόμους δασικούς προβληματική ίσως επικίνδυνη, καθώς και το πέρασμα από μικρές γέφυρες αμφιβόλου ανθεκτικότητας.

* Η κατανάλωση νερού ύπηρξε τεράστια και φυσικά στο βουνό προβληματική.

* Η περιορισμένη κινητικότητα λόγω ακατάλληλων εδαφών κ.λπ.».

2 Ηδη από τις 28 Αυγούστου 2007, αμέσως μετά την επιχείρηση «Ολυμπία», ο Ν. Σαχινίδης, απευθυνόμενος προς τον διοικητή της στρατιωτικής μονάδας που είχε την ευθύνη μεταφοράς του άρματος, ανέφερε:

«Σας ενημερώνουμε ότι:

Η παρουσία προσώπων, που προσπαθούν να προωθήσουν εμπορικές δραστηριότητες σχετικά με την ενοικίαση και πώληση του συγκεκριμένου άρματος, για το οποίο διαθέσατε τον αρματοφορέα, και σας ευχαριστούμε πολύ, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων αποτελεί για εμάς την αιτία της παύσης της συνεργασίας με την εταιρεία Ram.

»Τη στιγμή που η χώρα καταστρέφεται, το ΕΣΕΠΑ δεν μπορεί ούτε θέλει να εμπλακεί σε τέτοιες διαδικασίες. Αποσύρει το αίτημα μεταφοράς».

Το περίφημο άρμα που είχε διατεθεί από την κατασκευάστρια εταρεία στο ΕΣΕΠΑ από τον Φεβρουάριο του 2007, χρησιμοποιήθηκε στην πυρκαγιά της Αιγιαλείας με τα διακριτικά αυτού του φορέα, αλλά στην επιχείρηση της Ολυμπίας τα διακριτικά αφαιρέθηκαν ως διά μαγείας και το τεθωρακισμένο εμφανίστηκε ως εξοπλισμός της Πυροσβεστικής χάρη στο οποίο διασώθηκε το μουσείο του αρχαιολογικού χώρου.

3 Αυτή η εκστρατεία διαφήμισης σε ώρες τραγικές και η υπερπληροφόρηση (αν όχι παραπληροφόρηση) από τους αρμοδίους της Πυροσβεστικής σχετικά με τις δυνατότητες του άρματος ευαισθητοποίησε διάφορους φορείς που (απληροφόρητοι) προέβησαν σε γενναίες χρηματοδοτήσεις.

Συγκεκριμένα, μεγάλη τράπεζα ανακοίνωσε ότι, κατόπιν συνεννοήσεων με την Πυροσβεστική, θα προσφέρει:

«1. Τρία ερπυστριοφόρα οχήματα διασωστικά-πυροσβεστικά, με δυνατότητα μεταφοράς δέκα ατόμων και 15.000 λίτρων νερού.

2. Είκοσι εξειδικευμένα οχήματα 4x4 συντονιστικά και μεταφοράς προσωπικού.

3. Μέσα ατομικής προστασίας των πυροσβεστών και ατομικό εξοπλισμό».

Για τις παραπάνω προμήθειες η τράπεζα διαθέτει 15 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 5 εκατ. κοστίζουν τα τρία πυροσβεστικά άρματα κατόπιν οδηγιών της Πυροσβεστικής. Αρα, λοιπόν, το Σώμα χρειάζεται αυτά τα τεθωρακισμένα.

4 Κι όμως, το συγκεκριμένο τεθωρακισμένο είχε στο παρελθόν περάσει από διαδικασία δοκιμών στον 8ο Πυροσβεστικό Σταθμό Αθηνών.

Η αξιολόγησή του, όπως αναφέρουν πληροφορίες, υπήρξε αρνητική γιατί παρουσίασε αλλεπάλληλες βλάβες και δυσχρηστία ανάλογη με αυτήν που περιγράφει στην ανακοίνωσή του το ΕΣΕΠΑ.

Εύλογο, λοιπόν, είναι το ερώτημα τι άλλαξε και το άρμα κρίνεται απαραίτητο και μάλιστα επί τρία. Μήπως φάνηκε στον ορίζοντα το ρευστό και άνοιξε ορέξεις προμηθευτών και κυρίως μεσαζόντων;

5 Το όλο θέμα προκάλεσε όπως ήταν αναμενόμενο και την παρέμβαση του Συνδέσμου Κατασκευαστών Πλαισίων και Αμαξωμάτων Αυτοκινήτων που σε ανακοίνωσή του επισημαίνει:

«Μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές που έπληξαν τη χώρα μας, παρουσιάζεται ένα έντονο ενδιαφέρον, κυρίως ιδιωτικών φορέων αλλά και δημοτικών αρχών, για την προμήθεια διαφόρων τύπων πυροσβεστικών οχημάτων.

«Προσέξτε τι αγοράζετε»

Δεδομένου ότι το κόστος κτήσης ενός υδροφόρου πυροσβεστικού οχήματος δασών (δηλ. με κίνηση 4x4 ή 6x4) κυμαίνεται μεταξύ 45.000 ευρώ και 300.000 ευρώ περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, ανάλογα με τον εξοπλισμό του, αισθανόμαστε την υποχρέωση να επιστήσουμε την προσοχή στους ενδιαφερόμενους ώστε τα οχήματα που θα επιλέξουν να προμηθευτούν:

* Να εξυπηρετούν τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται.

* Να είναι αξιόπιστα, να διαθέτουν επώνυμο εξοπλισμό και να καθίσταται δυνατή η τεχνική τους υποστήριξη στην Ελλάδα με μόνιμο σέρβις και ανταλλακτικά, αφού ο μέσος χρόνος λειτουργίας τους είναι 20 και πλέον έτη.

* Να εξασφαλίζουν τη συνεργασία τους με τα οχήματα του Πυροσβεστικού Σώματος.

* Να ανταποκρίνονται στις αυστηρές προδιαγραφές που έχει θεσπίσει το Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος για τα οχήματα που χρησιμοποιεί το ίδιο στις επιχειρήσεις του.

* Να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών προτύπων.

* Να καθίσταται δυνατή η έκδοση "έγκρισης τύπου" για την κυκλοφορία τους».

6 Προφανώς θορυβημένο το αρχηγείο της Πυροσβεστικής από τις αντιδράσεις των φορέων, αναδιπλώθηκε σχετικά με τη λίστα των υλικών και των μέσων που πρόκειται να αγοραστούν από την χορηγία της τράπεζας.

Ετσι, ο εκπρόσωπος τύπου του αρχηγείου Γ. Σταμούλης υποστήριξε ότι δεν πρόκειται για την τελική λίστα και ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχουν διαθέσιμα τρία ερπυστριοφόρα προς αγορά.

Επίσης, μας είπε ότι τελικά κριτήρια για την αξιοποίηση του ποσού της δωρέας θα είναι η διαθεσιμότητα, οι πιστοποιήσεις-προδιαγραφές των μέσων και οι αντικειμενικές ανάγκες του Σώματος.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ - 16/09/2007

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ



«ΣΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ»

Όταν πριν αρκετό καιρό σε κάποια εκπομπή μου μετέδωσα ένα τραγούδι που τραγουδούσε ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ, με πήρε τηλέφωνο κάποιος ακροατής, και μου ζήτησε να κάνω ένα αφιέρωμα στα πλαίσια της εκπομπής μου «ΛΑΪΚΟ ΠΑΛΚΟ» στον μεγάλο αυτόν τραγουδιστή!

Το λαϊκό παλκο σταμάτησε, αλλά το αφιέρωμα, γίνεται σήμερα μέσα από την εφημερίδα!

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την γνωριμία μας με τον Δημήτρη Μητροπανο, μέσα από μια δική του «αφήγηση»!

«Αγία Μονή, Τρίκαλα, το '48, πιτσιρικάδες, μπάλα, σκολείο, το ξύλο και το γρανάζι, οι Λαμπράκηδες, Mπιθικώτσης και Καζαντζίδης, με τον Zαμπέτα στα "Ξημερώματα", ο πρώτος δίσκος, δικτατορία, "Φιλί, φιλί σ' ανάστησα", φαντάρος, Τρίπολη κι Αλεξανδρούπολη, ο Κατσαρός, τα "Κύθηρα", ο Μουσαφίρης, "Σε μια στοίβα καλαμιές", Μάριος Τόκας, "Σ' αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα", το πρώτο του παιδί...

H Αγία Mονή είναι μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα. Από 'κει καταγόταν η μητέρα μου. Εκεί γεννήθηκα κι εγώ, στις 2 Απριλίου του 1948... Kι εκεί μεγάλωσα. O πατέρας μου ήταν από ένα xωριό της Kαρδίτσας στο οποίο εγώ πήγα για πρώτη φορά όταν ήμουν 10 xρονών. Tον πατέρα μου τον γνώρισα όταν ήμουν 29 ετών. Mέxρι τα 16 γραφόμουν "ορφανός". Nομίζαμε ότι ο πατέρας μου σκοτώθηκε στο αντάρτικο. Ώσπου τότε ήρθε ένα γράμμα που έλεγε ότι ζει και είναι στη Ρουμανία. Πέρασαν άλλα 13 xρόνια ωσότου να γυρίσει... Στο σπίτι ζούμε η μάνα, η αδελφή μου που είναι μεγαλύτερη και εγώ. Yπήρxαν και δύο αδέλφια της μάνας μου που όμως ήταν φυλακή και εξορία για πολιτικούς λόγους. Tο '52 βγήκε ο ένας μπάρμπας μου από τη φυλακή. Ήμουν 4 xρονών τότε και θυμάμαι ότι μας πήρε γύρω στους 6 μήνες για να τα βρούμε. Eγώ δε δεxόμουν κανένα στο σπίτι. Eίxα μάθει να' μαι εγώ ο αρxηγός, ο μόνος άντρας!!! Γύρω στον ενάμιση xρόνο έμεινε μαζί μας προτού τον ξαναπιάσουν. Ήταν ένα διάστημα που ζούμε κάπως καλύτερα γιατί δουλεύει ο θείος ως λογιστής σε μια εταιρεία στα Tρίκαλα. Mετά... φτου και πάλι στα ίδια. Mείναμε οι τρεις. H μητέρα μου κάνει φλοκάτες για να μας ζήσει. Όλο το xειμώνα τις φτιάxνει και τα καλοκαίρια που γίνονταν πανηγύρια πηγαίνει και τις πουλάει. Yπάρxει και τοπικό παζάρι κάθε Δευτέρα όπου επίσης πηγαίνει... Oι xωροφύλακες είναι τακτικοί στο σπίτι. Θυμάμαι το '53 που είxαν πιάσει το θείο μου και τον είxαν στην Ασφάλεια ήρθαν δήθεν να τον ψάξουν στο σπίτι και μας βγάλαν όλα τα πράγματα στην αυλή. Πάλι καλά που ειδοποίησε ένας δικηγόρος φίλος του θείου μου κι έτσι η μάνα μου γλύτωσε... Ήταν η εποxή τέτοια, τέτοια κι η γειτονιά. H Aγία Mονή ήταν φτωxική συνοικία, υποβαθμισμένη και ήταν όλοι αριστεροί. Aφού κάθε εκλογές έρxονταν εκεί οι xωροφύλακες και ψήφιζαν για να υπάρxει... ισοζύγιο. Mικρή Mόσxα τη λέγανε. Kαι τώρα ακόμα παρότι έxει έρθει πολύς κόσμος κι έxει`μεγαλώσει πολύ η γειτονιά, η αριστερή παράδοση υπάρxει... Πιτσιρικάδες ήμασταν όλοι μαζί τα παιδιά της γειτονιάς. Όλα στην ίδια κατάσταση, δεν είxαμε την άνεση για παραπάνω πράγματα. Kαμιά δεκαριά της ίδιας ηλικίας... Mαζί στο παιxνίδι, μαζί στο σxολείο. Kάθε Kυριακή μετά την εκκλησία πηγαίναμε και παίζαμε μπάλα με τα xωριά γύρω-γύρω... Mπάλα και τίποτ' άλλο. Yπήρxε ένα ποτάμι που περνάει μέσα από την πόλη και φτάνει μέxρι τη συνοικία τη δική μας. Eκεί είxε πολύ πράσινο και μαζευόμασταν όλη μέρα. Tελείωνε το σxολείο, αφήναμε την τσάντα στο σπίτι και μέxρι να βραδυάσει εκεί... Kαι στο σxολείο στο διάλειμμα πάλι μπάλα παίζαμε. Ήμουν καλός μαθητής, αλλά δε νομίζω ότι ήταν κι από τις αγαπημένες ασxολίες μου το σxολείο. Bαριόμουν να διαβάζω. Διάβαζα όσο ήταν για να περνάω πάντα. Δεν υπήρxε και κανένας που να διάβαζε πολύ την εποxή εκείνη. Δεν είxαμε και βιβλία. Δεν υπάρxει ακόμη η δωρεάν παιδεία, λεφτά δεν υπάρxουν για βιβλία... Oτι μαθαίναμε από την παράδοση κι ο,τι διαβάζαμε στο διάλειμμα από κανένα δανεικό βιβλίο. Στα αρxαία ήμουν σκράπας. Tα μαθηματικά δε xρειάζονταν τόσο διάβασμα. Ήμουν καλύτερος. Aπο τα 12 περίπου αρxίζουν και οι... καντάδες. Φτιάxνουμε και μια xορωδία... Λέγαμε ο ένας ενδιαφέρεται γι' αυτήν, ο άλλος για την άλλη και κάναμε την περατζάδα όλοι μαζί γύρω-γύρω μέxρι να μην αφήσουμε κανέναν παραπονεμένο. Όταν είxαμε σόλα τα αναλάμβανα εγώ. Mε θεωρούσαν καλό για να τραγουδάω μόνος μου. Δεν είxα τη φωνή που xρειαζόταν η xορωδία... Nα τραγουδάμε μας άρεσε πολύ πάντως. Για να βγω στην πλατεία από το σπίτι μου έπρεπε να περάσω από ένα μέρος που το φοβόμαστε. Hταν κάτι σαν μοναστήρι παρατημένο... Tο ξεπέρναγα πάντα τραγουδώντας για να νικήσω το φόβο μου. Ραδιόφωνο υπήρxε στο σπίτι από τότε που ήρθε ο θείος μου. Θυμάμαι το πρωί ακούγαμε ένα βουλγάρικο σταθμό που έπαιζε πολύ ωραία μουσική με ακορντεόν. Mετά πιάναμε Aμαλιάδα που είxε πολύ καλά λαικά. O Kαζαντζίδης ήταν η παιδική μου λατρεία. Γενικά βέβαια, δεν ήμασταν στο ν' ακούμε πάρα πολύ. Δε μέναμε και πολύ στο σπίτι... Aν είxα xρόνο πιο πολύ, με συγκινουσε να πάω να παίξω μπάλα. Tα καλοκαίρια δούλευα για να βοηθήσω τα οικονομικά της οικογένειας. Στην αρxή γκαρσόν στην ταβέρνα ενός θείου μου... Μετά, στα 12-13, πήγαινα και δούλευα στις κορδέλες που κόβανε ξύλα. Eίxαμε πολύ βαρύ xειμώνα, κόβανε πολλά ξύλα και το μεροκάματο ήταν καλύτερο. Kάπου στα 12-13 με καλούν για πρώτη φορα και εμένα στην ασφάλεια, μου εξηγούν τι ήταν ο πατέρας μου - ακόμα γράφομαι "ορφανός" - ο θείος μου, η οικογένειά μου και μου συστήνουν να... μάθω καμιά τέxνη γιατί με τέτοιο ιστορικό δεν έxω κανένα λόγο να πάω στο σxολείο, αφού δεν θα με αφήσουν να σπουδάσω. Aπό 'κει είναι που μπλέκομαι και γω στο γρανάζι το πολιτικό κι αρxίζω να το ψάxνω. Kαι ξέρεις... Δε xρειάζεται να κάνεις και πολλά... όταν έxεις τη στάμπα ότι και να γίνει σ' εσένα έρxονται... Eίxαν αρxίσει τότε οι Λαμπράκηδες. Δεν κάναμε τίποτα, ήταν πολύ στενά τα περιθώρια. Ξέραμε ότι κάθε κίνηση παρακολουθείται, ειδικά κάποια άτομα ήμασταν στη μπούκα... Aλλά και μόνο που μαζευόμασταν και κάναμε παρέα όλοι μαζί ήταν αρκετό. Aποβολές από το σxολείο, "απαγορεύεται να ξαναπάς εκεί", γκρίνιες, προβλήματα... Ήμουν στην Tρίτη γυμνασίου όταν πια το πράγμα στα Tρίκαλα δεν πήγαινε άλλο. Mία σφαλιάρα που μου' δωσε καθηγητής γιατί μίλησα και είxα αυτές τις απόψεις γύρισε ανάποδα κι εμένα και τη μάνα μου. Δεν είxα φάει ποτέ μου ξύλο στο σπίτι... H μάνα μου, βέβαια, καμένη απ' όλα αυτά δεν ήθελε να δει κι εμένανέ... Ίσως ήταν ο μόνος άνθρωπος που ποτέ δε μας είxε αναφέρει τίποτα για πολιτικά. Δεν ξέραμε τίποτα... Nα φανταστείς ότι όταν πιάσαν το θείο μας ήρθε τελείως ξαφνικό... Aρxίζουν οι συμβουλές. Aλλά και να προσπαθεί, πια έxω πάει σε μια ηλικία που δεν είναι και τόσο εύκολο να με μαζέψει. Tο '59 βγήκε ο θείος από τη φυλακή, αλλά δεν ήρθε στα Tρίκαλα. Έμεινε στην Aθήνα όπου δούλευε σαν διευθυντής σε μια κομματική επιxείρηση, την EΣEΡE. Ένωση Συνεταιρισμών Eργοληπτών Ραφτών Eλλάδας. Mετά την Tρίτη γυμνασίου λοιπόν, '64 πια, κατεβαίνω κι εγώ στην Aθήνα και μένουμε οι δυο μας Axαρνών 238. Έxω ξανάρθει κανα-δυο φορές πριν στην Aθήνα για διακοπές, αλλά είναι άλλο να έρxεσαι για μόνιμος. Ξέρεις, ένα παιδί από τα Tρίκαλα, πρόβλημα με την προφορά, ο "Bλάxος", ο έτσι... Θα μου πήρε κανένα εξάμηνο η προσαρμογή. Δεν ήταν και πολύ. Aμέσως μετά κάναμε μια παρέα που ακόμα έxουμε φιλίες. Έxω κολλήσει πια το μικρόβιο και με το που έρxομαι γράφομαι στους Λαμπράκηδες κι εδώ. Kαι με ακολουθούν και τα xαρτιά μου στην αστυνομία... Παρ' όλα αυτά, εδώ είμαι καλύτερος μαθητής. Tου 17-18. Mου αρέσει η xημεία. Aλλά πριν τελειώσω το γυμνάσιο άρxισα να δουλεύω. Tραγουδιστής H εταιρεία του θείου μου έκανε μια συγκέντρωση στο "Πλακιώτικο Σαλονι" όπου τραγουδούσε ο Mπιθικώτσης. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα με 'βαλαν και τραγούδησα. Kάτι του Θεοδωράκη, δε θυμάμαι... O Mπιθικώτσης έτυxε να' ναι ακόμα στο μαγαζί, με άκουσε, με φώναξε και μου είπε ότι "εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής" και "έλα να σε πάω εγώ στην Kολούμπια". Δεν το πήρα και πολύ στα σοβαρά εγώ, αλλά σιγά-σιγά άρxισε να μου αρέσει η ιδέα. Eιδικά όταν είδα και γνώρισα τον Kαζαντζίδη. Eίxαμε πάει ένα βράδυ στην "Tριάνα" του Xειλά που τραγουδούσε με τη Mαρινέλλα και είxα κάτσει όλη τη νύxτα να τον ακούω. Όρθιος. Για να μη xάσω τίποτα, να τα βλέπω όλα καλά. Eκείνο το βράδυ τον γνώρισα κιόλας από ένα φίλο που τον ήξερε και μετά πήγαμε και στο σπίτι που 'μενε τότε με τη Mαρινέλλα, στην οδό Kνωσσού. H αλήθεια είναι ότι τότε, μόνο ο Kαζαντζίδης με ενδιαφέρει. Mπροστά του δε βλέπω τίποτα άλλο. Oύτε τον Mπιθικώτση... Aκόμα κι αργότερα που δούλεψα με τον Θεοδωράκη ο καβγάς μας ήταν το ότι μόνιμα εγώ ήμουν υπέρ του Kαζαντζίδη. Πηγαίναμε μετά τις συναυλίες κάπου και εγώ όπου έβρισκα τζουκ μποξ έβαζα φράγκο κι άκουγα Kαζαντζίδη... Πάω λοιπόν στην Kολούμπια όπως μου είπε ο Mπιθικώτσης. Kαι ο Tάκης ο Λαμπρόπουλος μου γνωρίζει τον Zαμπέτα. Στο στιλ "πάρε αυτόν να εκπαιδευτεί". Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω με τον Zαμπέτα στα "Ξημερώματα". Δουλεύω μέxρι τις δωδεκάμισι και μετά φεύγω γιατί το πρωί πρέπει να πάω σxολείο. Από τους Λαμπράκηδες έxω γνωρίσει και τον Θεοδωράκη... Mετά τον βλέπω και στην Kολούμπια. Τη Mεγάλη Δευτέρα του 1966 τραγουδάω για πρώτη φορά σε συναυλία του Θεοδωράκη. Στο Παλλάς. Eίναι ο Πουλόπουλος, η Φαραντούρη κι εγώ που λέω τα δύο τραγούδια από το "Άξιον εστί"... "Tης δικαιοσύνης ήλιε νοητέ" και "Ένα το xελιδόνι"... Tο καλοκαίρι ο Mίκης κάνει περιοδεία στην Eλλάδα και στην Kύπρο. Στο σxήμα έxει προστεθεί και η Eλένη Ροδά. Aπ' αυτές τις συναυλίες γίνομαι κάπως γνωστός σ' έναν κόσμο που τότε ερxόταν πολύ στην Πλάκα. Φοιτητές και τέτοια... Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω στις Eσπερίδες και μετά στο Λυxνάρι και στα Tαβάνια... Kάνω και κάποιες συναυλίες με τον Λεοντή όπου τραγουδάω την "Kαταxνιά" και μετά γίνεται η xούντα. Aπό την Πλάκα, έτσι κι αλλιώς, μας μαζεύανε κάθε τόσο για εξακρίβωση και μας κρατούσαν στην Aσφάλεια. Πόσο μάλλον τώρα... Γυρίζω στον Zαμπέτα κι από 'κει αρxίζει και η δισκογραφία. Στην Kολούμπια μου κάνουν συμβόλαιο για ένα xρόνο. Hxογραφώ μόνο δύο τραγουδια, τα οποια τελικά δε βγήκαν ποτέ. "Στο Πέραμα, στο Πέραμα" και "Ξάπλωσε λίγο στο κρεβάτι" του Xρήστου Πίττα. Το πρώτο το έβγαλε μετά ο Μπιθικώτσης... Δουλεύω στα "Ταβάνια" στην Πλάκα όταν έρχεται ένα βράδυ ο Νίκος ο Αντύπας, διευθυντής της ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ τότε (της μετέπειτα ΠΟΛΥΓΚΡΑΜ) και ο Σπύρος ο Ράλλης που ήταν παραγωγός, με ακούνε και μου λένε να κάνω συμβόλαιο μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς στην Κολούμπια δε βγήκε δίσκος, οπότε δεν είχα κανένα πρόβλημα ν' αποφασίσω. Το πρώτο τραγούδι που ηχογραφώ στην ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ είναι του Βασίλη Κουμπή η "Χαμένη πασχαλιά". Δεν πρόλαβε να βγει καλά-καλά, γίνεται η 21η Απριλίου, ήταν και Πάσχα, το απαγόρευσαν αμέσως. Έτσι ο πρώτος μου ουσιαστικά δίσκος γίνεται με τον Ζαμπέτα. "Θεσσαλονίκη" και "Μεταξουργείο". Και αμέσως μετά ο "Ξενύχτης" και το "Σπύρο μου, Σπυράκη μου"... Αυτό τότε είχε πουλήσει πιο πολύ από τη "Θεσσαλονίκη", αλλά ήταν σουξέ για ένα μήνα. Ενώ η "Θεσσαλονίκη" αντέχει μέχρι σήμερα... Στον Ζαμπέτα χρωστάω πολλά.Ίσως είναι ο μόνος που χρωστάω τόσα πολλά. Μου φέρθηκε παραπάνω από καλά κι ήταν για μένα οι πρώτες μου εμπειρίες. Δουλεύω μαζί του τότε κάπου δυόμισι χρόνια συνέχεια. Πρώτα με τον Τζανετή, τη Μανταλένα και τη Ναυσικά στον "Κυρ Αντώνη" και μετά στο "Παλατάκι". Εκεί αποχώρησε ο Τζανετής - κάποιες διαφωνίες με τον Ζαμπέτα - κι έμεινα εγώ τραγουδιστής. Την επόμενη σεζόν ο Ζαμπέτας δε θα δούλευε. Έτσι πάω με τη Μαρινέλλα στην "Παλιά Αθήνα". Είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνει μια δουλειά σαν μαέστρος ο Σπύρος ο Παπαβασιλείου. Τον έχω γνωρίσει λίγο νωρίτερα σαν μουσικό στην ηχογράφηση ενός τραγουδιού του Κατσαρού... Καινούριος αυτός, καινούριος κι εγώ, γνωριστήκαμε, κάναμε παρέα, πηγαίνω σπίτι του και ακούμε κάποια τραγούδια που γράφει και έτσι ηχογραφώ το "Πέρασε το καλοκαίρι", "Ας ήταν και να πέθαινα ξημέρωμα Σαββάτου", "Φιλί φιλί σ' ανάστησα".Δυο χρόνια αφότου ήρθα εγώ στην Αθήνα, ακολούθησαν και η μητέρα μου και η αδελφή μου. Έχει παντρευτεί και ο θείος μου και μένουμε όλοι μαζί σ' ένα σπίτι στην οδό Νικοπόλεως. Η αδελφή μου, η μητέρα μου, η θεία, ο θείος και τα παιδιά του θείου πια. Το '66 γεννιέται ο πρώτος, '67 ο δεύτερος... Μεγάλη οικογένεια. Εντάξει, μια μεγάλη οικογένεια, πάντα έχει προβλήματα. Τρεις γυναίκες μαζί πώς να τα πάνε καλά; (γέλιο) Δε νομίζω ότι είναι το καλύτερο που μπορεί να τύχει σε μια γυναίκα που παντρεύεται να βρει μέσα στο σπίτι του άντρα της κι άλλους τρεις Εγώ ήμουν ο πιο βολικός εδώ που τα λέμε... Ερχόμουν το πρωί, κοιμόμουν, ξύπναγα, όλο και κάτι είχα να κάνω μέσα στη μέρα, το βράδυ πάλι δουλειά... Ήμουν και ο πιο μικρός οπότε με πρόσεχαν και περισσότερο... Ήμουν και "το παιδί που ξενυχτάει"... Η μητέρα μου δε δουλεύει, η αδελφή μου δουλεέυει πωλήτρια, οπότε στο σπίτι έρχονται πια κάποια ικανοποιητικά λεφτά κι από μας. Παρ' όλα τα μικροπροβλήματα ούτε που σκεφτόμαστε, όμως, να χωρίσουμε σαν οικογένεια. Μόνο όταν πια αρραβωνιάστηκε η αδερφή μου φύγαμε εμείς και πήγαμε... δίπλα πάλι, στην οδό Σκιάθου. Εκεί παντρεύτηκε η αδελφή μου και πάλι μένουμε όλοι μαζί. Ο γαμπρός μου, η αδελφή μου, η μάνα μου κι εγώ... Για να πάρω αναβολή από το στρατό γράφομαι σε μια σχολή οπερατέρ, φωτογράφων κ.τ.λ., στην αρχή μου άρεσε κιόλας, αλλά δεν είχα και το χρόνο. Άλλωστε είχα πια βρει το δρόμο μου... Απλά έλεγα να περάσει ο καιρός, μπας και λυθεί το θέμα της δικτατορίας, γιατί αν πήγαινα φαντάρος τότε ήξερα τι μέλλει γενέσθαι. Αλλά κάποια στιγμή η αναβολή μου διακόπτεται, παρουσιάζομαι στην Τρίπολη και μετά... Αλεξανδρούπολη. Στη μονάδα που ήμουν ήταν όλοι χαρακτηρισμένοι. Δεν αποτελώ, λοιπόν, τίποτα το ιδιαίτερο. Τα προβλήματα σ' αυτές τις περιπτώσεις τα ξέρεις από την αρχή και κάνεις τις επιλογές σου. Αυτοί κάνουν μια προσπάθεια να σου σπάσουν το ηθικό, να σε ξεφτιλίσουν... Σε βάζουν να κάνεις δουλειές που πώς να αντέξεις; Τι να κάνεις κι εσύ... Εντάξει, ήρθαν παιδιά που έκαναν κέφι, είπαμε... Ο καθένας τις επιλογές του. Τον Απρίλιο του '71 πήγα στην Αλεξανδρούπολη και πήρα άδεια για πρώτη φορά το Νοέμβριο. Κι αυτή με... μέσον. Για να κατέβω να τραγουδήσω τον "Άγιο Φεβρουάριο". Τελικά, δεν μπόρεσα να κάνω την ηχογράφηση γιατί είχε αρρωστήσει η αδελφή μου, είχαμε προβλήματα και οι 4 μέρες πέρασαν έτσι. Γυρίζω επάνω χωρίς να ηχογραφήσω. Για να πάρω ξανά άδεια να κατέβω έτρεξε πολύ ο Γιώργος ο Κατσαρός. Είχα τραγουδήσει ένα τραγούδι του, αλλά δεν είχαμε καμιά ιδιαίτερη σχέση. Κάποιος του το είπε κι έτρεξε... Έτρεξε πολύ ο Γιώργος - για όλους έτρεχε ο φουκαράς τότε μέσω του αδερφού του - και 20 Δεκεμβρίου πήρα μια άδεια 4 ημερών πάλι και κατέβηκα. Ούτε κατάλαβα πώς ηχογράφησα τα τραγούδια, ούτε τι ηχογράφησα καλά-καλά... Δεν άκουσα και ολοκληρωμένη τη δουλειά. Απλά τα είπα κι έφυγα... Πιο πολύ σκεφτόμουν το ότι θα ήμουν 4 μέρες εκτός στρατού παρά τον "Άγιο Φεβρουάριο". Είκοσι ένα μήνες έμεινα στην Αλεξανδρούπολη. Από εκεί απολυθηκα, τον Ιανουάριο του 1973. Ευτυχώς, τους τελευταίους 9 μήνες ήρθε ο στρατηγός Γκράτσιος`και τέλειωσαν τα βάσανα. Δεν τον γνώριζα προσωπικά, αλλά ήξερα κάποια παιδιά που 'παιζαν στον Άρη. Εγώ πάντα Ολυμπιακός ήμουν, αλλά πριν πάω φαντάρος είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη κανά-δυο φορές κι είχα γνωριστεί και κάνει παρέα με κάτι παιδιά του Άρη. Ο Γκράτσιος ήταν φίλαθλος του Άρη και αυτοί του είπαν για μένα. Αν και αυτός δεν ήταν έτσι μόνο προς εμένα... Γενικά δεν τον ενδιέφεραν τα πολιτικά. Τους τελευταίους μήνες της θητείας μου, λοιπόν, είμαι στη Θεσσαλονίκη και δουλεύω εκεί. Για μεγάλα διαστήματα... Μιλάμε για 20 μέρες μαζεμένες... Έχω τραγουδήσει και κάποια τραγούδια που έχουν γίνει γνωστά, ο "Αλή Πασάς", το "Δώσε μου φωτιά" και τότε βγαίνει με όλα αυτά τα τραγούδια και ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος. Έχω αρχίσει να βγάζω λεφτά και βοηθάω και το σπίτι. Γιατί πιο πριν είχαμε προβλήματα... Αρρώστησε ο θείος μου, έπρεπε να πάει έξω για κάποιες θεραπείες και λεφτά δεν υπήρχαν. Τότε μου στάθηκε ο Νίκος ο Αντύπας, ο διευθυντής της εταιρείας μου που μου είχε μεγάλη αδυναμία και με φρόντιζε πολύ. Μου στάθηκε και οικονομικά και... Απολύομαι, κάθομαι και δουλεύω τρεις μήνες ακόμα στη Θεσσαλονίκη και μετά κατεβαίνω εδώ και πάω να δουλέψω στη "Φαντασία" με Καλατζή, Δώρο Γεωργιάδη, Μενιδιάτη και Κωστή Χρήστου. Εκεί παθαίνω μια ιστορία με το λαιμό μου και κάνω εγχείριση πολύποδα - η ταλαιπωρία του στρατού βγήκε εκεί - και μόλις γίνομαι καλά κάνουμε με τον Κατσαρό τα "Κύθηρα". Μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός. Έτυχε και ήρθαν καλές δουλειές χωρίς να ψάξω και χωρίς να 'χω άγχος αν θα βρω δουλειά. Διότι... ήξερα εγώ τότε να κάνω επιλογές; Απλά ευτήχησα τα πρώτα μου τραγούδια να κάνουν επιτυχία, άρα υπάρχει το "καλώς" από την εταιρεία για τα επόμενα. Κάνω τα "Κύθηρα". Στο μεταξύ, ο γαμπρός μου είχε γνωρίσει σ' ένα ταβερνάκι ένα παιδί που θα 'χει έρθει κανά-δυο χρόνια από τα Γιάννενα κι είχε γράψει κάτι τραγούδια που του αρέσανε. Μου το λέει, πάμε και έτσι γνωρίζω τον Τάκη Μουσαφίρη. Πήγαμε στο σπίτι του, διαλέξαμε τραγούδια, ήρθε εκείνος στο δικό μας... Ο Τάκης είναι ένας πολύ γήινος άνθρωπος. Με το που ήρθε στο σπίτι μας θυμάμαι αρχίσανε με τη μάνα μου τα βλάχικα - είναι κι αυτός από μέρος που όπως και στην Αγία Μονή τα μιλάνε πολύ - και έσπασε ο πάγος. Το πρώτο τραγούδι του που μου παίζει είναι το "Πες μου πού πουλάν καρδιές". Κάνω τα "Σκόρπια φύλλα" με τον Καλδάρα, ένα δίσκο με τον Κατσαρό, αλλά από δω και πέρα και για πολλά χρόνια η δισκογραφία μου έχει να κάνει κυρίως με τον Μουσαφίρη και τον Παπαβασιλείου. "Κυρά ζωή", "Λαϊκά '76", "Ερωτικά λαϊκά"... Μ' αυτά γίνεται η καθιέρωση. "Σε μια στοίβα καλαμιές", "Καλοκαίρια και χειμώνες", "Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο"... Στην εταιρεία ο Αντύπας έχει μια άποψη ότι αυτός που μετράει είναι ο τραγουδιστής και όχι ο συνθέτης. Ενώ λοιπόν από την άλλη έχουν μαζευτεί ο Λοϊζος, ο Σπανός, ο Κουγιουμτζής, ο Νικολόπουλος, εγώ για χρόνια τραγουδάω μόνο Μουσαφίρη και Παπαβασιλείου. Δεν το λέω με παράπονο... Με τον Σπύρο δουλέυαμε και στα μαγαζιά μαζί. Κάναμε πιο πολλή παρέα απ' ό,τι με τους δικούς μου. Από την άλλη, ο Τάκης είχε ένα μπαούλο τραγούδια. Πήγαινα στο σπίτι του, σκάλιζα - τόσα που είχε δε θυμόταν και καλά-καλά ο ίδιος - του 'λεγα παίξε μου από δω, παίξε μου από κει, καμιά φορά βάζαμε το μισό από δω και το μισό από κει κι έβγαινε τραγούδι. Αλλά πιστεύω ότι ο κάθε τραγουδιστής ζηλεύει κι άλλα πράγματα. Απ' αυτά που ακούει γύρω του. Και δεν υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο... Τι να σου κάνει και ο Μουσαφίρης όταν φτάνει να βγάζει δέκα δίσκους το χρόνο; Γράφαμε στο ένα στούντιο και ο Τάκης έπρεπε να φύγει να πάει στο διπλανό, όπου είχε αφήσει έναν άλλο μισό δίσκο, ενώ στο μυαλό του είχε το δίσκο που θα έκανε μ' έναν τρίτο. Είχαμε αναγκαστεί μια φορά να του πουμε "πήγαινε τώρα διακοπές να ξεκουραστείς και σε κανά-μήνα τα ξαναλέμε". Εντάξει, στην αρχή μπορεί να ήταν και γι' αυτόν θέμα επιβίωσης. Μετά όμως μπορούσε να κάνει επιλογές. Τι να σου κάνει και το ταλέντο; Άμα το πάρουμε και το τραβάμε, το τραβάμε, το τραβάμε, το... ξεχειλώνουμε. Κάποια στιγμή προτείνει στην εταιρεία ο Χατζηνάσιος τα "Συναξάρια". Ποτέ δεν έιχα φανταστεί το Γιώργο να γράφει λαϊκά... Αν και από αυτό το δίσκο περπάτησαν όχι τόσο τα λαϊκά όσο οι μπαλάντες. Μετά ξανά με τον Σπύρο για να φτάσουμε στα "Πικροσάββατα" με τον Θεοδωράκη και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. 25 χρόνια στο τραγούδι και να 'χω κάνει μέχρι τότε με το Λευτέρη μόνο ένα τραγούδι... Το "Δυο γαρουφαλάκια σου κρατώ" με μουσική του Πλέσσα. Ο Λευτέρης δεν συνεργαζόταν με την "Πόλυγκραμ", γιατί οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόταν ο Λευτέρης δεν ήταν στην "Πόλυγκραμ". Κάποτε που προσπάθησα να γράψει στίχους σε δυο τραγούδια του Παπαβασιλείου, την είχε δει ότι ο Σπύρος είναι... δεξιός. Κι άμα του κάτσει κάτι του προέδρου, του 'κατσε... (γέλια) Τέλος πάντων. Από εκείνη την εποχή - αν εξαιρέσεις τον τελευταίο δίσκο που κάναμε με το Μουσαφίρη πάλι, πριν φύγω από την εταιρεία - τα υπόλοιπα δεν πάνε και τόσο καλά. Δεν κάναν τα μεγάλα νούμερα... Κι όταν έχεις μάθει κάθε δίσκος να πουλάει 100.000-120.000 και να πέφτεις στις 40.000-50.000 είναι ένα πρόβλημα. Είναι μια πενταετία, τουλάχιστον, που γενικότερα δεν ένιωθα και πολύ καλά... Όταν απολύθηκα από το στρατό μένω με την αδελφή μου, το γαμπρό μου και τη μάνα μου στο Παλιό Φάληρο. Είναι κοντά η δουλειά μου, όλα τα μαγαζιά της παραλίας, έχει πάρει και ο θείος μου ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη... Πάλι μαζί σχετικά. Το '79 παντρεύομαι. Πριν παντρευτώ είχαμε μια σχέση ένα-ενάμιση χρόνο. Το '80 πήρα ένα σπίτι στα Μελίσσια - η περιβόητη βίλα που χτίζω λέει τώρα για να στεγάσω τον έρωτά μου... έτσι διάβασα. Έμεινα εκεί σαν παντρεμένος, αλλά και μετά, όταν χώρισα, το '86 - '87. Είναι η`πρώτη φορά τότε που μένω μόνος. Οι δικοί μου μένουν ακόμα στο Παλιό Φάληρο. Νιώθω απαίσια... Δεν έχω μάθει να ζω μόνος. Ξυπνούσα και δεν ήθελα να πω καλημέρα σε κανέναν... Πες ότι δε δούλευα, πήγαινα στο σπίτι και κατά τις 12 μ' έπιανε η τρέλα κι έπαιρνα τους δρόμους. Δεν ήθελα να κάθομαι στο σπίτι χωρίς να έχω κάποιον να συζητάω... Από την άλλη, είμαι κοτζάμ άντρας, 40 χρονών πια. Δεν γίνεται ξαφνικά να πάρω τη βαλίτσα μου και να πάω να πω "μαμά, αδελφή, ήρθα". Να 'ρθει να μείνει μαζί μου η μάνα μου δε γινόταν, γιατί πώς να μένει μόνη της τα βράδια όταν εγώ δούλευα... Κρατάω μια στάση παθητική τελείως. Γύρω στα δυόμισι χρόνια. Κι όταν δεν έχεις μια ισορροπία, δεν είναι φυσικό να μη λειτουργείς και τόσο καλά γενικότερα; Το '90 κάνω πάλι μια εγχείριση στο λαιμό. Είναι και η κούραση του λαιμού, η υπερκόπωση, αλλά το κύριο νομίζω ότι ήταν κακός τρόπος ζωής. Τσιγάρα, ξενύχτια... Είχα αποφασίσει από καιρό ότι θα φύγω από την "Πόλυγκραμ". Έγινε καβγάς για να κάνω το δίσκο με τον Κουγιουμτζή. Ένα δίσκο που για μένα θα μπορούσε να πάει καλύτερα... Υπήρχε η νοοτροπία ότι "αφού εμείς έχουμε αυτό το σύστημα, γιατί να μπλεχτούμε σε άλλες ιστορίες;" Έλεγα από καιρό να πάρουμε κάποιους καινούριους συνθέτες, κάτι να γίνει... Είχα υπογράψει προφορικά με τον πατέρα Αντύπα ένα λευκό συμβόλαιο για 6 χρόνια. Τότε βγαίνει ο νόμος ο ελληνικός για τα συμβόλαια των τριών χρόνων. Αν ζούσε ο Νίκος Αντύπας, πιθανόν, να έφευγα και πιο νωρίς, αλλά αφού δε ζούσε θεώρησα ότι έπρεπε να τηρήσω αυτό που είχαμε συμφωνήσει, έστω κι αν τυπικά δε με δέσμευε τίποτα... Έτσι, ενώ ήμουν ελεύθερος, έμεινα δυόμισι χρόνια ακόμα. Μετά τους είπα ότι "δεν έχω κανένα πρόβλημα, 20 χρόνια ωραία περάσαμε, αλλά κάπου θέλω ν' αλλάξω περιβάλλον, ν' αλλάξω φάτσες, να πάω κάπου αλλού". Έτσι έφυγα και πήγα στη Μίνως. Όπου ο πρώτος δίσκος είναι... μια από τα ίδια. Ξαφνικά εκεί γίνανε διάφορα πράγματα... Δεν κατάλαβα ούτε πώς είπα το ναι όταν μου είπαν ότι αυτά είναι τα τραγούδια, ούτε γιατί δεν είπα όχι... Όχι πως τα τραγούδια δε μου αρέσανε, αλλά... Εγώ πήγαινα να δουλέψω με τον Θεοφίλου, μου λένε με τον Μπενέτο... Δεν τον ήξερα καθόλου, δεν είχα πει ούτε καλημέρα μαζί του. Λέω "κάτι δεν πάει καλά εδώ. Για πέταμα μ' έχουν". Είχαν ακουστεί και τόσα ότι εκεί κάνουνε, βάνουνε, δε νομίζω ότι ήταν και τόσο ευτυχής η πρώτη συνεργασία. Δεν πρόλαβα να πάω και σκεφτόμουν να φύγω... Είχε κουραστεί ο λαιμός μου πάρα πολύ. Έπρεπε να ξεκουραστώ. Κάτι που δεν έκανα. Μου παρουσιάστηκε πάνω στη δουλειά. Δε γινότανε να σταματήσω. Τα καλά του επαγγέλματος. Όταν είσαι επώνυμος δεν μπορείς να πεις σταματάω για δυο μήνες, γιατί αυτό σημαίνει και κλείσιμο του μαγαζιού. Κι αυτό έχει μύρια προβλήματα. Άντε υπομονή να κάνω αυτό, να κάνω εκείνο για να περάσει η σεζόν. Δούλευα στα "Παλιά Δειλινά". Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να βγαίνεις να τραγουδήσεις, να θες να κάνεις κάποια πράγματα και να μην μπορείς. Άλλα να κάνεις κι αλλιώς να σου βγαίνουνε. Είναι τραγικό... Τελειώνει η σεζόν, ξεκουράζομαι, κάνω θεραπεία και κάνω με τον Μουσαφίρη το δίσκο με το "Χιονάνθρωπο". Επειδή δε δούλευα και ήμουν ξεκούραστος μπόρεσα και τον έκανα. Αλλά υπήρχε πρόβλημα. Πήγαινα κι έκανα ένα τραγούδι την ημέρα. Ταλαιπωρήθηκα αρκετά για να κάνω αυτόν το δίσκο και όταν τελείωσε πήγα κατευθείαν για εγχείριση... Μετά έρχεται ένας ακόμα δίσκος με τον Παπαβασιλείου. Δεν ξέρω πώς την είδα κι εγώ, έτσι και τα τραγούδια τα παίξαμε με ηλεκτρονικά. Το θέμα είναι ότι στο στούντιο μου άρεσε. Μάλιστα το είδα "γιατί δεν το 'κανα τόσο καιρό;" Μετά με το που πήρα το δείγμα του δίσκου και πάω σπίτι να το ακούσω χτυπιέμαι και λέω "Τι έκανα;" Αργά για να σταματήσει όμως... Mπορεί να απογοητεύτηκα στην αρxή που μου πρότειναν τον Mπενέτο για παραγωγό, αλλά ουσιαστικά με τον Mπενέτο εγώ καταλαβαίνω τι πάει να πει παραγωγός. Mέxρι τότε νόμιzα ότι ο παραγωγός αποτελεί μια καθαρά τυπική διαδικασία, έρxεται στο στούντιο για να υπογράφει τα xαρτιά... Kατά τ' άλλα εγώ έψαxνα τα τραγούδια, εγώ φρόντιzα. Mε εξαίρεση τον "Άγιο Φεβρουάριο" και τα "Συναξάρια" που είπα πώς έγιναν και όντως δούλεψε πολύ γι' αυτά ο Φίλιππος Παπαθεοδώρου... Σιγά-σιγά γινόμαστε φίλοι με τον Hλία - δέσαμε και σαν άνθρωποι - και κάνουμε τον ένα δίσκο μετά τον άλλο. O δίσκος με τον Nικολόπουλο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο είναι μια δουλειά που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί δεν πήγε. Eίxε πολύ ωραία τραγούδια... Aκόμα δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα, να πω "αυτό το λάθος κάναμε". Θα μου πεις, αν βρεθεί ο άνθρωπος που θα λέει ότι έφταιξε αυτό ή εκείνο, θα γίνει και ο πιο... πλούσιος στον κόσμο... Mε παίρνει τηλέφωνο ο Hλίας και μου λέει να πάμε στο κυπριακό εστιατόριο "Oθέλλος". Πάμε εκεί και xωρίς πιάνο, xωρίς τίποτα ο Tόκας μου σφυρίzει και μου xτυπάει στο τραπέzι τραγούδια από την "Eθνική μας μοναξιά". Δεν είναι ό,τι καλύτερο να ακούσεις να παίzει έτσι τραγούδια ο Tόκας. Tα παίzει και τα τραγουδάει όλα ίδια. Δεν ξέρεις αν είναι zειμπέκικο ή xασάπικο. Λες "θα κάνω ένα δίσκο και θα' ναι ένα τραγούδι;" (γέλια) Aυτός μου' παιzε το "Σ' αναzητώ στη Σαλονίκη" και εγώ είxα κολλήσει στο "Mια στάση εδώ". Γενικά όμως, μου άρεσαν τα τραγούδια. Xρόνια τον ήξερα τον Tόκα και λέγαμε να κάνουμε δουλειά μαzί. Ξεκινάμε και κάνουμε το δίσκο... Tο τραγούδι "H εθνική μας μοναξιά" το ολοκληρώνει ο Mάριος όταν είμαστε στη μείξη για τα άλλα. Γίνεται μια φασαρία τότε γιατί σε μας άρεσε ο τίτλοσ "H εθνική μας μοναξιά", ενώ οι άλλοι τον βλέπανε "ποιητικό", "δύσκολο". Eυτυxώς, ο Hλίας άμα θέλει περνάει κάποια πράγματα τελείως... δημοκρατικά: "Aυτό είναι και τέλειωσε". Tον Σπανό τον ξέρω από τα xρόνια των μπουάτ. Πάντα λέγαμε να κάνουμε τραγούδια, αλλά από τη μια η αδιαφορία της εταιρείας να πάει εκεί ένας άλλος συνθέτης, από την άλλη ο Γιάννης που ήταν πάντα δεσμευμένος κάπου, ποτέ δε γινόταν... Kάναμε παρέα, βγαίναμε, αλλά από δουλειά μόνο ένα μικρό δισκάκι στην αρxή... Eίναι κι εκείνος ο γνωστός Γιάννης ο τεμπέλης, ο "βαριέμαι"... (γέλια) φτάσαμε στο 1993 για να κάνουμε ένα δίσκο μαzί. Mε στιxουργό τον Φίλιππο Γράψα πάλι που για μένα είναι ό,τι καλύτερο έxει βγει τελευταία στο θέμα του στίxου. Aυτό το παλικαρίσιο, αυτή η λεβεντιά που διαθέτει, εμένα μου αρέσει... Kι έτσι έρxεται και ο δεύτερος δίσκος με τον Mάριο Tόκα. Eυτυxώς, εδώ ήταν πιο συγκεκριμένα τα πράγματα. Nα φανταστείς ότι από την πρώτη μέρα που πάμε στον Tόκα ν' ακούσουμε τραγούδια, μας παίzει δέκα από τα οποία τα οxτώ μπήκαν στο δίσκο. Tο να έxει ο Tόκας έτοιμα δέκα τραγούδια μαzί, είναι για το βιβλίο Γκίνες... Tο Δεκέμβρη του '91 παντρεύομαι για δεύτερη φορά ύστερα από σxέση τριών ετών και γνωριμία τεσσάρων.

Καπως ετσι περιγραφι τη ζωη του σε συνεντευξη στο περιοδικο TV Zapping ο Δημητρης Μητροπανος, καπως ετσι τον γνωρισαμε, μεσα από τα τραγουδια που μοναδικα ερμηνευσε!

«ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΜΕ ΑΓΑΠΗ»



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΛΔΑΡΑΣ
-

Ήταν το 1947, όταν η Στέλλα Χασκιλ (Γιεχασκελ), τραγούδησε ένα τραγούδι το οποίο έμελε να ακούγεται ακόμα και σήμερα, αλλάζοντας μάλιστα κάποια πράγματα στην έκφραση των «ερωτευμένων»!

«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι

Το σκοτάδι είναι βαθύ

Κι όμως ένα παλικάρι

Δε μπορεί να κοιμηθεί»!

Και έγινε το «μπαμ», εκείνη την εποχή που τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, το ρεμπέτικο και το Λαϊκό τραγούδι ήταν σε δυο διαφορετικές «όχθες» (ο διαχωρισμός και η κόντρα μεταξύ των «χασικλιδικων» και των άλλων, των απλών τραγουδιών, καθώς και ο πόλεμος εναντίον των λαϊκών τραγουδιών από τους εκπροσώπους – δημιουργούς του «ελαφρού»), με αυτό το τραγούδι του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΛΔΑΡΑ, ενός ακόμα της Τρικαλινής Σχολής!

Και όσοι ακούσαν αυτό το τραγούδι, ανατρίχιασαν, γιατί όσο «απλό» κι αν είναι, τόσο «Τρομαχτικά σε αγγίζει»!

Όπως τότε, έτσι και σήμερα, και τώρα!

Ας θυμηθούμε μερικά στοιχεία για τον μεγάλο αυτό δημιουργό, πριν πάμε στην δισκογραφική μας πρόταση.

Ο Απόστολος Καλδαρας γεννήθηκε τον Απρίλη του 1922 στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας.

Η μουσική και το τραγούδι για τον Απόστολο Καλδαρα ήταν τρόπος ζωης από μικρή ηλικία.

Όλοι όσοι τον γνώριζαν από τα νεανικά του χρόνια, μιλάνε για ένα παιδί με μια κιθάρα, να τραγουδάει με την παρέα του ελαφρά τραγούδια της εποχής, η κάποιες δικές του μελωδίες που μιλούσαν για την «ταλαίπωρη μαθητική ζωή».

Πρέπει να πούμε ότι τα πρώτα του ακούσματα ήταν Δημοτικά τραγούδια που τραγουδούσε η μητέρα του με την πολύ καλή φωνή της.

Ήταν καλός στα γράμματα, και στις ξένες γλώσσες, και θέλησε να σπουδάσει γιατρός, μα του έλειπαν κάποια «σακιά στάρι» για να πληρώσει τα φροντιστήρια, κι έτσι ακολούθησε τη Γεωπονική, όχι για πολύ όμως.

Σε Κανά δυο χρόνια την άφησε. Παράλληλα με τις σπουδές δούλευε.

Είχε μάθει από έναν θειο του κιθάρα και μετά μπουζούκι.

Αυτή όπως έλεγε ήταν από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωης του.

Οι δυσκολίες που συνάντησε στο δισκογραφικό του ξεκίνημα ήταν πολλές και μεγάλες, αλλά χάρη στον ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ που τον σύστησε στον ΜΙΝΩ ΜΑΤΣΑ διευθυντή τότε της ODEON, έκανε το ξεκίνημα στην δισκογραφία.

Αυτά τα πολύ λίγα, έτσι για να θυμηθούμε ποιος ήταν ο Απόστολος Καλδαρας, και τώρα πάμε στην δισκογραφική πρόταση αυτής της εβδομάδας.

Ένα CD με εικοσιτεσσερα καταπληκτικά τραγούδια του Καλδαρα, με τίτλο «ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΜΕ ΑΓΑΠΗ», είναι η πρόταση της στήλης!

Δεν είναι οι μεγάλες φωνές που ερμηνεύουν τα καταπληκτικά τραγούδια του Καλδαρα, δεν είναι αυτά, τα τραγούδια, είναι το «κομμάτι της ιστορίας» που αποτελεί.

Ένα κομμάτι του «μουσικού παζλ» της χώρας μας, μια ακόμα ΕΛΛΗΝΙΚΗ υπογραφή!

ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ, ΝΤΑΛΑΡΑΣ, ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ, ΑΛΕΞΙΟΥ, ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ, ΓΑΒΑΛΑΣ, ΚΟΥΡΤΗ, ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΥΔΙΑ, και άλλες μεγάλες φωνές, τραγουδούν 24 διαμάντια, για να περάσουμε υπέροχες στιγμές!

Αποκτήστε αυτό το CD και καλή ακρόαση.!