Από καιρό ήθελα να κάνω ένα αφιέρωμα στο μεγάλο μας ποιητή και να που επιτέλους βρήκα το κενό.
«Ιδού Εγώ λοιπόν, ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου Ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών ο ηλιοπότης...»
Δευτέρα, 18 Μαρτίου 1996: ο Οδυσσέας Ελύτης, 85 ετών, πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή στο σπίτι του στην Αθήνα. Έσβησε ήρεμα, καθώς ξεκουραζόταν ντυμένος στο κρεβάτι του. Έτσι τον βρήκε η σύντροφος των τελευταίων 13 χρόνων της ζωής του, η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Οδυσσέας Αλεπουδέλης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης. Ήταν το έκτο και τελευταίο παιδί του Παναγιώτη και της Μαρίας Αλεπουδέλη, οι οποίοι καταγόταν και οι δύο από τη Μυτιλήνη. Ευκατάστατη και γνωστή η οικογένεια (ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας), θεωρείται ένας από τους λόγους για την μετέπειτα απόφαση του ποιητή να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο. Από το 1914, η οικογένεια μεταφέρει τις επιχειρήσεις της στον Πειραιά και εγκαθίσταται στην Αθήνα, πραγματοποιώντας συχνά ταξίδια και πολύμηνες διαμονές σε ελληνικά νησιά όπως οι Σπέτσες, η Αίγινα, η Τήνος και φυσικά η Λέσβος, καθώς και στο εξωτερικό. Παρ’ όλες τις πιέσεις των δικών του να σπουδάσει χημεία, ο νεαρός Αλεπουδέλης επιλέγει τη νομική σχολή όπου γράφεται κατόπιν εξετάσεων το 1930. Δεν θα ολοκληρώσει όμως ποτέ τις σπουδές του, μιας και σειρά γεγονότων και γνωριμιών στις αρχές της δεκαετίας του 30 θα σφραγίσουν τη μεταμόρφωσή του σε Οδυσσέα Ελύτη.
Η πρώτη ουσιαστική συνάντησή του με την Ποίηση θα συντελεστεί, όταν, φοιτητής, διαβάζει ένα βιβλίο του υπερρεαλιστή ποιητή Paul Eluard. Μέχρι τότε, όπως ομολογεί και ο ίδιος στα «Ανοιχτά Χαρτιά» (1974), θεωρούσε την ποίηση σαν «... ένα φλύαρο και ανιαρό ρυθμοκόπημα [...]. Τα ποιήματα χρησίμευαν για να μιλάνε για τα βουνά ή τα ποτάμια και να λεν κοινοτοπίες.». Με τον Eluard έρχεται η ανακάλυψη μιας καινούργιας γλώσσας και έκφρασης των πραγμάτων, μιας νέας ματιάς στον κόσμο, συνεπώς μιας νέας αντίληψης για το περιεχόμενο και την ουσία της ποίησης.
Η καινούργια αυτή αφύπνιση συνδυάζεται με τη διείσδυσή του σε λογοτεχνικούς κύκλους. Σημαντική είναι η συνάντησή του, το 1930-35, με τους Σεφέρη, Θεοτοκά, Κατσίμπαλη και Καραντώνη. Είναι η λογοτεχνική συντροφιά που εκδίδει το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα, όπου ο ποιητής θα δημοσιεύσει, κατόπιν παρότρυνσής τους, τα πρώτα του ποιήματα το 1935. Μα κυρίως, σταθμό αποτελεί η γνωριμία του την ίδια χρονιά με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Θα συνδεθούν φιλικά και μαζί θα ταξιδεύσουν στην Ελλάδα, ανακαλύπτοντας καλά κρυμμένες πλευρές της χώρας και της παράδοσής της. Ο «Πατέρας του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα» τον μυεί στο κίνημα. Η «Υψικάμινός» του η οποία δημοσιεύεται το 1935, καθώς και η περίφημη διάλεξή του περί υπερρεαλισμού, επίσης την ίδια αυτή πλούσια σε γεγονότα χρονιά, επηρεάζουν βαθιά τον Ελύτη, ενισχύουν την πρώτη έντονη επίδραση της ποίησης του Eluard, και του ανοίγουν καινούργιους ορίζοντες. Θα πειραματιστεί αρχικά μεταφράζοντας ποιήματα του γάλλου ποιητή τα οποία θα δημοσιεύσει στα Νέα Γράμματα, θα μελετήσει τα θεωρητικά κείμενα ξένων υπερρεαλιστών, θα δοκιμάσει και την τεχνική της αυτόματης γραφής. Χωρίς ποτέ να υποταχτεί πραγματικά στις προδιαγραφές της σχολής του υπερρεαλισμού, θα καταλήξει να αντλήσει στοιχεία και εργαλεία τα οποία θα του χρησιμεύσουν ως βάση στο ποιητικό του έργο, θα τα αναμορφώσει και θα τα προσαρμόσει στο δικό του προσωπικό όραμα. Πάνω απ’ όλα, ο υπερρεαλισμός τον απελευθέρωσε όσον αφορά την χρήση της γλώσσας, η οποία τελικά είναι και η πρώτη ύλη της ποιητικής δημιουργίας. Οι προσταγές του υπερρεαλισμού όπως η ανακάλυψη του υποσυνείδητου και η αυτογνωσία, η συνειρμική έκφραση και εξωτερίκευση των πιο βαθιών συναισθημάτων και σκέψεων, η μετάφραση του υλικού κόσμου σε πνευματική απεικόνιση με αφετηρία εξωτερικά φυσικά ερεθίσματα, η δυνατότητα συνδυασμού και αντιπαράθεσης διαφορετικών και συχνά αντίθετων εικόνων, αρχετύπων και συμβόλων, διαμόρφωσαν και δημιούργησαν το ξεχωριστό, προσωπικό ύφος του Ελύτη.
Γέννημα-θρέμμα του Αιγαίου, του ήλιου και της θάλασσας, με το υποσυνείδητο να ξεχειλίζει από τα χρώματα και τα αρώματα της αλμύρας και της νησιώτικής φύσης που αποτυπώθηκαν στη μνήμη κατά την διάρκεια τόσο των παιδικών οικογενειακών ταξιδιών όσο και των μεταγενέστερων συχνών οδοιπορικών του, η επιλογή του Αιγαίου ως κυρίαρχο ποιητικό θέμα φαντάζει σήμερα προκαθορισμένη και αναπόφευκτη. Στο ποιητικό αυτό πλαίσιο του νησιωτισμού προσθέτονται στοιχεία από την μυθολογία, την αρχαία ελληνική παράδοση (ως γνωστό, ο Ελύτης θαύμαζε την ποίηση της εξαδέλφης του Σαπφώς, και οι μετέπειτα μεταφράσεις του των έργων της θεωρούνται πραγματικά διαμάντια), αλλά και την νεοελληνική παράδοση και ποίηση. Έτσι, ήδη από τα πρώτα του έργα εδραιώνονται η παγανιστική σχεδόν διάθεση, η λατρεία της φύσης, και η γλωσσική ιδιαιτερότητα ενός ύφους με έντονη υπερρεαλιστική χροιά.
Ο έρωτας το αρχιπέλαγος
κι η πρώρα των αφρών του
και οι γλάροι των ονείρων του.
Στο πιο ψηλό κατάρτι του
ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι.
Προσανατολισμοί
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει, σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια! Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα, έτσι καθώς αστράψανε οι χελιδοουρές, σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές, σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια Οδυσσέας Ελύτης κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν, Αιγαίο (1974) κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια! (...) Σήκω μικρή, μικρή πορτοκαλένια! Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει. Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός, που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους!
Ήλιος ο Πρώτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου