Το λογοτεχνικό πεδίο, εθνικό και παγκόσμιο, πάντα διατρέχεται από ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες, καθώς ταλαντεύεται ανάμεσα στην αυτονομία και την εξάρτησή του από άλλα πεδία, την ετερονομία, μέσα από τις πράξεις των αυτουργών του.
Το λογοτεχνικό πεδίο, εθνικό και παγκόσμιο, πάντα διατρέχεται από ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες, καθώς ταλαντεύεται ανάμεσα στην αυτονομία και την εξάρτησή του από άλλα πεδία, την ετερονομία, μέσα από τις πράξεις των αυτουργών του. Κάθε πεδίο έχει ποικίλες εστίες στον αγώνα αυτό και πάντα το διακύβευμα είναι μια εξουσία. Διαβάζοντας το παρελθόν, ειδικά της «αποκλίνουσας» για την εποχή της λογοτεχνίας, διαβάζει καλύτερα το παρόν και το μέλλον. Ό,τι ξεφεύγει από τον κανόνα της εποχής, όπως τον επιβάλλουν οι επικρατούσες δυνάμεις, υφίσταται τρομακτικές πιέσεις, επιχειρείται να διαγραφεί. Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη περιγράφει γλαφυρά τη μάχη αυτή για τη συμβολική κατίσχυση στο κείμενό της για τον σπουδαίο Νικόλα Κάλας και την ιδιαίτερη σχέση του με τον υπερρεαλισμό (σ. 3): Ο φόβος μήπως κλονισθεί το έδαφος της πολιτισμικής πρωτοκαθεδρίας τους που διακατέχει όχι μόνον τον Μελά ή τον Καραντώνη, αλλά και τον Θεοτοκά και τον Δημαρά –φόβος τον οποίο συμμερίζεται και ο Σεφέρης– δημιουργεί, με την συμβολή του καθενός χωριστά και όλων μαζί, ένα κλίμα πολεμικό που σύρει τον αθηναϊκό συντηρητικό μικρόκοσμο σε λυσσαλέους ανταγωνισμούς με στόχο την περιθωριοποίηση όσων κριτικών και δημιουργών δεν συμμερίζονται τις απόψεις και τις φιλοδοξίες τους. Μετά, όμως, έρχεται ο χρόνος και αναδιευθετεί τα πάντα. Μετά το 1980, λέει η Αλέιντα Άσμαν, μια γερμανίδα φιλόλογος και θεωρητικός των Σπουδών Μνήμης, οι άνθρωποι στράφηκαν με ένταση στο παρελθόν, προφανώς αδυνατώντας να διακρίνουν, μέσα από τις καταιγιστικές αλλαγές της παγκοσμιοποίησης, ένα ανθρώπινο μέλλον. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν υπήρξε μια πραγματική «έκρηξη μνήμης», σε όλες τις επιστήμες. Μελετώντας λοιπόν τον τρόπο με τον οποίο το παρελθόν αυτό κινείται, η Άσμαν εισάγει τη διάκριση ανάμεσα στον «κανόνα» και το «αρχείο», τονίζοντας πως ενώ ο κανόνας κυριαρχεί, το αρχείο παραμένει πάντα εκεί, εν υπνώσει, και μπορεί ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε κανόνα. Μια άλλη προσέγγιση θα μπορούσε, φυσικά, να είναι αυτή της εξέλιξης της λογοτεχνίας με βάση τη «δεσπόζουσα», όπως την περιγράφει ο Ρομάν Γιάκομπσον πολλά χρόνια νωρίτερα: Με άλλα λόγια, οι συνεχείς μεταβολές του συστήματος των καλλιτεχνικών αξιών συνεπάγονται συνεχείς αλλαγές στην αξιολόγηση των διαφόρων φαινομένων της τέχνης. Ό,τι από την άποψη του παλιού συστήματος θεωρούνταν ή αξιολογούνταν ως ατελές, ερασιτεχνικό, παρεκκλίνον ή απλώς λανθασμένο, ή ό,τι θεωρούνταν αιρετικό, παρηκμασμένο και ασήμαντο, θα μπορούσε να ανατιμηθεί και, από την άποψη ενός νέου συστήματος, να υιοθετηθεί ως θετική αξία. […] [Κ. Μ. Newton (επιμ.), «Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα», μτφρ. Α. Κατσικερός, Κ. Σπαθαράκης, ΠΕΚ, 2013, σ. 15]. Αυτή η επίγνωση φωτίζει διαφορετικά την καθημερινή δουλειά όσων γράφουν και μεταγράφουν με διάφορους τρόπους και βρίσκεται μονίμως στο επίκεντρο της προβληματικής του περιοδικού μας, το οποίο αισίως έχει φτάσει στο 24ο τεύχος του. Οδηγεί τις διαδρομές προς το παρελθόν και τα ανοίγματα που θα θέλαμε να επιτρέπουμε στο μέλλον, γνωρίζοντας βέβαια πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο. Το άνοιγμα αποτελεί, υπό μία έννοια, τη δεσπόζουσα της αισθητικής του, άνοιγμα προς κάθε κατεύθυνση, χωρική, χρονική, πέρα από τα καθιερωμένα και κατεστημένα όρια, με έμφαση στη ρήξη και τη ρωγμή. Πολλά είναι τα κείμενα στο παρόν τεύχος που κινούνται σ’ αυτό το μήκος κύματος και πάλι, πλάι στην παρακολούθηση της τρέχουσας παραγωγής. Οι πρωτοπορίες επανέρχονται συχνά στις σελίδες του περιοδικού, όπως και πολλές άλλες ριζοσπαστικές, εγχώριες και μη, στιγμές της ποίησης. Ο ρομαντισμός κατέχει επίσης ιδιαίτερη θέση, αφού θεωρούμε τον μοντερνισμό ύστερη απόληξή του και μια σειρά από κινήματα, όπως οι μπήτνικ, στην παράδοσή του – από την κυρίαρχη θέση του Ρεμπώ στην ποίησή τους ως την επιθυμία, π.χ., του Κόρσο να ταφεί κοντά στον Κητς και τον Σέλλεϋ. Το φάσμα της νεότερης ποίησης προσπαθούμε να το καλύπτουμε στην ολότητά του, εκτός των δικτύων εξουσίας που αναπαράγονται καθαυτά και δεν έχουν ανάγκη την υποστήριξή μας. Στο πλαίσιο αυτό, θα επιχειρήσουμε στο επόμενο τεύχος μια αποτίμηση της ποίησης των νεοτέρων από το 2000 και εξής, καθώς ο αντιρρητικός προς αυτήν λόγος πληθαίνει και παρουσιάζει, ως φαινόμενο σχετιζόμενο με όσα είπαμε παραπάνω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το βραβείο «Άρης Αλεξάνδρου» απονεμήθηκε στον Αλέξανδρο Ίσαρη, για το βιβλίο για το βιβλίο Έξι ευρωπαίοι ποιητές (εκδ. Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός). Το περιοδικό θα εγκαινιάσει μια σειρά τομιδίων μεταφρασμένης ποίησης. Καλή χρονιά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου