Αρχικά εμφανίστηκε στο έργο «Κυρία με τις καμέλιες» ερμηνεύοντας το ρόλο της υπηρέτριας και στη συνέχεια έκανε το ντεμπούτο της στην επιθεώρηση.
Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή.
Την πρόσεξε η Μαρίκα Κοτοπούλη και την επόμενη κιόλας μέρα την ενέταξε στον θίασό της.
Η Γεωργία Βασιλειάδου έμεινε δίπλα στην Μαρίκα Κοτοπούλη ως το 1932, συμμετέχοντας σε περίπου εκατόν είκοσι διανομές του θιάσου.
Λέγεται μάλιστα πως έγινε σχεδόν το alter ego της μεγάλης πρωταγωνίστριας κερδίζοντας την εμπιστοσύνη, τη φιλία και τη στήριξη της Μαρίκας.
Το 1932 η ηθοποιός μεταπήδησε στο θίασο του Αιμίλιου Βεάκη αλλά τρία χρόνια αργότερα, μετά τη διάλυση του γάμου της με έναν έμπορο (είχε παντρευτεί το 1930), αποφάσισε να εγκαταλείψει την καριέρα της στο θέατρο για να αφοσιωθεί στη μικρή της κόρη.
Η Γεωργία Βασιλειάδου έκανε ένα γάμο ακόμη το 1945, αλλά λίγο αργότερα ο άντρας της κατατάχτηκε στη Λεγεώνα των Ξένων.
Η ηθοποιός έμεινε μακριά από το θέατρο τα επόμενα τέσσερα χρόνια και θα έμενε ακόμη περισσότερο αν στο δρόμο της δε βρισκόταν ο άνθρωπος που θα άλλαζε εξολοκλήρου τη ζωή της.
Ήταν τότε που ο Αλέκος Σακελλάριος αναζητούσε μια λαϊκή γυναικεία φιγούρα για να υποδυθεί το ρόλο μιας κουτσομπόλας στο έργο του «Τα κορίτσια της παντρειάς» που επρόκειτο να ανέβει στο θέατρο «Ιντεάλ» από το θίασο του Πέτρου Κυριακού, της Άννας και της Μαρίας Καλουτά.
Ο θεατρικός συγγραφέας μόλις την είδε, της έκανε την πρόταση και η Βασιλειάδου δέχτηκε κι έτσι ξεκίνησε μια δεύτερη καριέρα που κυριολεκτικά την απογείωσε. Ήταν η ώρα των μεγάλων θεατρικών αλλά και των κινηματογραφικών επιτυχιών.
Αν και η Βασιλειάδου είχε κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1930 συμμετέχοντας στην ταινία «Για την αγάπη μας», το ευρύ κοινό την γνώρισε αρχικά από την συμμετοχή της στον «Γρουσούζη», ύστερα ως «Η ωραία των Αθηνών» του Νίκου Τσιφόρου και στη συνέχεια ως «Καφετζού» του Αλέκου Σακελλάριου.
Όμως η πραγματική απογείωση της καριέρας της έγινε με την ταινία «Η θεία από το Σικάγο». Ακολούθησαν μια σειρά από ταινίες επίσης πολύ επιτυχημένες, όπως ήταν «Η κυρά μας η μαμή», ο «Θησαυρός του μακαρίτη», η «Κυρία Δήμαρχος», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», οι «Γαμπροί της Ευτυχίας», κ.ά.
Τώρα η Γεωργία Βασιλειάδου είχε όλο το κοινό στα πόδια της κι όμως, αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα της να αποχωρήσει από το σανίδι και το πανί.
«Θέλω να φύγω με «ζήτω» κι όχι με «γιούχα», είπε και έκανε πράξη τα λόγια της εγκαταλείποντας την καριέρα της.
Φαίνεται όμως πως της έλειπε αρκετά η τέχνης της γι’ αυτό το 1975 δέχτηκε να συμμετάσχει στην τηλεοπτική σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη και το 1976 ξανανέβηκε στο σανίδι, ήταν όμως αρκετά καταπονημένη για να συνεχίσει και την επόμενη σεζόν.
Κι έτσι αποχώρησε οριστικά.
Η Γεωργία Βασιλειάδου έσβησε στις 13 Φεβρουαρίου του 1980, δεν υπάρχει όμως σήμερα κανείς που να μη γνωρίζει την πιο όμορφη «άσχημη» του ελληνικού κινηματογράφου, να μην τη θαυμάζει για το πηγαίο ταλέντο της και να μην τη νιώθει δικό του άνθρωπο.
Στις περισσότερες ταινίες της η Γεωργία Βασιλειάδου υποδύθηκε τον τύπο της άσχημης γυναίκας που θεωρούσε εαυτόν καλλονή, χαρίζοντας αφειδώς το γέλιο στους αμέτρητους θαυμαστές της.
Αλλά κι σε εκείνες που η εμφάνισή της δεν αποτελούσε το κυρίαρχο θέμα της ταινίας, η Βασιλειάδου διέπρεψε ερμηνεύοντας ρόλους που βασίζονταν στη δύναμη του λόγου, όπως π.χ. «Η θεία απ’ το Σικάγο».
(Τα στοιχεία και το φωτογραφικό υλικό είναι από το βιβλίο του Κώστα Παπασπήλιου «Πινακοθήκη γέλιου – Από τον Λογοθετίδη και μετά», Εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική, 2002)
tsougarisgnomi@gmail.com