Ραντεβού τον... Σεπτέμβριο έδωσε, χθες, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν Κλοντ Τρισέ, με τους δανειολήπτες και τις αγορές.
Λίγο νωρίτερα, η διοίκηση της τράπεζας είχε εγκρίνει την αναμενόμενη αύξηση του βασικού επιτοκίου στο 4,25% (από 4%), ελπίζοντας ότι η κίνηση αυτή θα αποδειχθεί ικανή να αναχαιτίσει τις διαρκώς αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Μια απόφαση που μόνο για την ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι συνεπάγεται για το προσεχές 12μηνο επιβάρυνση για νοικοκυριά και επιχειρήσεις τουλάχιστον κατά μισό δισεκατομμύριο ευρώ.
Καθώς η χθεσινή απόφαση ήταν σε μεγάλο βαθμό προεξοφλημένη από την αγορά (αν και το πρωί κυκλοφόρησαν φήμες για αύξηση κατά μισή μονάδα), το ενδιαφέρον στράφηκε στο περιεχόμενο της συνέντευξης Τύπου του κ. Τρισέ.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ ξεκίνησε να μιλά στους δημοσιογράφους ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν κλίνουμε προς οποιαδήποτε κατεύθυνση σχετικά με τις μελλοντικές μας κινήσεις».
Εξέφρασε δε την εκτίμηση ότι μετά τη χθεσινή απόφαση, «η νομισματική πολιτική θα συμβάλει στην επίτευξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών».
Ετοιμότητα Σε σχετική ερώτηση ξεκαθάρισε ότι «η παράλειψη των όρων «αυξημένη ετοιμότητα» και «ισχυρή επαγρύπνηση» δεν σημαίνει κάτι».
Πρόκειται για δύο φράσεις-κλειδιά, που στο παρελθόν χρησιμοποίησε η διοίκηση της ΕΚΤ προκειμένου να προετοιμάσει το έδαφος για αύξηση επιτοκίων.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ στάθηκε ιδιαίτερα στις αρνητικές προοπτικές για την πορεία του ρυθμού ανάπτυξης των οικονομιών της Ευρωζώνης το β τρίμηνο.
«Θα είναι πολύ διαφορετικό από το α τρίμηνο και πρέπει να λάβουμε και τα δύο υπόψη», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Νεότερα στοιχεία, χθες, για τις οικονομίες της Ευρωζώνης ήρθαν να ενισχύουν αυτή την αντίληψη:
Αν και οι λιανικές πωλήσεις σημείωσαν μια μικρή ανάκαμψη τον Μάιο (αύξηση 0,2% σε ετήσια βάση έναντι φόβων των αναλυτών για υποχώρηση κατά 0,8%) ο δείκτης δραστηριότητας στον κλάδο των υπηρεσιών (ΡΜΙ υπηρεσιών) υποχώρησε κάτω από τις 50 μονάδες (49,1 μονάδες τον Ιούνιο από 50,6 μονάδες τον Μάιο), εισερχόμενος σε περιοχή που παραπέμπει σε συρρίκνωση του κλάδου.
Πληθωρισμός
Στη Φραγκφούρτη ελπίζουν ότι η επιβράδυνση της οικονομίας σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους χρήματος που αποφασίστηκε χθες, θα οδηγήσουν σε χαμηλότερα επίπεδα τον πληθωρισμό τους επόμενους μήνες.
Κάτι που, όμως, προϋποθέτει την αποκλιμάκωση ή έστω τη σταθεροποίηση των τιμών καυσίμων και τροφίμων.
Χθες, η τιμή του μπρεντ έφθασε τα 146,69 δολ./βαρέλι και αργά το βράδυ παρέμενε πάνω από τα 145 δολ.
Αναλυτές εξέφραζαν φόβο για υπέρβαση του «φράγματος» των 150 δολ. ακόμα και σήμερα.
Στον βαθμό που συνεχιστεί η ξέφρενη κούρσα του πετρελαίου και ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμείνει σε ανοδική τροχιά, η διοίκηση της ΕΚΤ θα αναγκαστεί να αυξήσει εκ νέου τα επιτόκια.
Θα προσπαθήσει, βέβαια, να καθυστερήσει την απόφαση αυτή μέχρι να εμφανιστούν οι πρώτες ενδείξεις ότι η πιστωτική κρίση αποτελεί παρελθόν και η ευρωπαϊκή οικονομία δεν απειλείται από ύφεση.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, θα έχουν στη Φραγκφούρτη περισσότερα στοιχεία για όλους αυτούς τους παράγοντες (πετρέλαιο, πληθωρισμός, πιστωτική κρίση, ανάπτυξη) και θα είναι σε θέση να κρίνουν αν πρέπει να αυξήσουν άμεσα τα επιτόκια, αν πρέπει να το πράξουν στα τέλη του έτους ή αν δεν υπάρχει λόγος για αύξησή τους.
Μέχρι τότε, το μόνο που μπορούν να δηλώσουν είναι «καλό καλοκαίρι».
Αυξάνεται η δόση για ένα στα τέσσερα στεγαστικά δάνεια
Της Αναστασίας Παπαϊωάννου
Επιβάρυνση 550-600 εκατ. ευρώ, τουλάχιστον, προκαλεί στο σύνολο των δανειοληπτών η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης.
Η αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ επιβαρύνει σχεδόν το σύνολο των δανείων που έχουν ως βάση επιτοκίου το 4,25% είτε πρόκειται για στεγαστικά είτε για καταναλωτικά και πιστωτικές κάρτες είτε για επιχειρηματικά.
Ειδικότερα, στη Στεγαστική Πίστη πλήττονται κυρίως τα παλαιότερα στεγαστικά δάνεια, καθώς τα νέα, όσα δηλαδή χορηγήθηκαν από τον Σεπτέμβριο του 2007 και έκτοτε, βασίζονται πλέον στο euribor, και έτσι κι αλλιώς είναι επιβαρημένα από τη φρενήρη πορεία του εν λόγω επιτοκίου.
«Η επιβάρυνση αφορά 1 στα 4 στεγαστικά δάνεια καθώς το 20%-25% του συνόλου των δανείων της κατηγορίας βασίζονται στο επιτόκιο της ΕΚΤ», τονίζει στην «Η» αρμόδιο στέλεχος μεγάλης ελληνικής τράπεζας και προσθέτει:
«Πρόκειται για την 9η κατά σειρά αύξηση του επιτοκίου από τον Ευρωπαίο Κεντρικό Τραπεζίτη και αναμένεται να προκαλέσει ισχυρούς τριγμούς στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Το κόστος μεγαλώνει
Μπορεί ο κ. Τρισέ να προχώρησε χθες στην πρώτη αύξηση των επιτοκίων για το 2008, αλλά οι τραπεζίτες είχαν προβεί από τους πρώτους μήνες του έτους σε αυξήσεις επιτοκίων προκειμένου να μετακυλίσουν το κόστος με το οποίο δανείζονται οι τράπεζες στους πελάτες.
«Ουσιαστικά, η αύξηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έρχεται να προστεθεί στις αυξήσεις που ήδη έχουν ανακοινώσει από τις αρχές του έτους οι ελληνικές τράπεζες.
Άρα η συνολική επιβάρυνση για τους δανειολήπτες είναι πολύ μεγαλύτερη.
Η έλλειψη ρευστότητας από τη διατραπεζική αγορά εξαιτίας της διατήρησης του κόστους του χρήματος σε υψηλά επίπεδα επιβαρύνει πλέον και την κατηγορία των σταθερών επιτοκίων.
Ήδη, οι ελληνικές τράπεζες τον τελευταίο μήνα έχουν προχωρήσει σιωπηρά και αθόρυβα σε αυξήσεις και των σταθερών επιτοκίων, στις νέες εκταμιεύσεις δανείων, ενώ καταργούνται οι όποιες προσφορές επιτοκίου στα στεγαστικά και αφορούν επιτόκια της τάξης του 3,5% για 1 ή 2 έτη.