Η πρόσφατη συνάντηση που είχε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος με τον κ. Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ και η επακολουθήσασα προκήρυξη των εκλογών, θέτουν προς συζήτηση για ακόμη μια φορά, το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ο κ. Ιερώνυμος, σύγχρονος και νουνεχής ιεράρχης, απέφυγε τον όρο «αξιοποίηση» της περιουσίας, όρος γενικά φορτισμένος στον καιρό μας, που παραπέμπει με βάση την σύγχρονη πραγματικότητα, σε σπέκουλα, ανεξέλεγκτη και παρά τον νόμο δόμηση και εν τέλει καταστροφή.
Ορθά άλλωστε ο ίδιος επεσήμανε σε άλλες δηλώσεις του, ότι η εκκλησιαστική περιουσία, «ψίχουλα» την ονόμασε, βρίσκεται σε ομηρία.
Η συζήτηση λοιπόν αφορά την διαφύλαξη της εκκλησιαστικής περιουσίας, και την δυνατότητα εκμετάλλευσής της που αναζητεί η Εκκλησία, προκειμένου να δημιουργήσει έργα κοινωνικής υποδομής τα οποία άλλωστε ο Μακαριώτατος, έσπευσε να απαριθμήσει. ...
Η υφιστάμενη κατάσταση (νομοθεσία, περιορισμοί, δεσμεύσεις) δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο σήμερα.Τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια στον τόπο μας, έχουν δρομολογηθεί και ισχύουν νομοθετήματα και σχέδια οργάνωσης του χώρου και χρήσεων γης , όπως χωροταξικά σχέδια, Ζ.Ο.Ε αλλά και πολεοδομικά σχέδια Γ.Π.Σ , Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π και ρυθμιστικά.
Και ενώ όλοι οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες γης με βάση τον νόμο, κατά την διαδικασία εκπόνησης αυτών των σχεδίων, έσπευσαν να υποδείξουν και να«διαφυλάξουν» την περιουσία τους, οι εκκλησιαστικοί παράγοντες στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν το έπραξαν, φοβούμενοι ίσως την λαϊκή κατακραυγή, η οποία θέλει την Εκκλησία να μην νοιάζεται για την διαφύλαξη της περιουσίας της , την οποία ο κάθε επιτήδειος μπορεί να καταπατεί και να εκμεταλλεύεται.
Αλλά και οι ίδιες οι δημόσιες υπηρεσίες, κατά την διαδικασία εκπόνησης των μελετών, με περισσή ευκολία χαρακτήρισαν της περιοχές της εκκλησιαστικής γης ως χώρους κοινωφελούς πράσινου ή και δασικού ενδιαφέροντος, τους χαρακτήρισαν ως χώρους προστασίας ( Natura κ.α) εξαντλώντας μέσω αυτών των εκτάσεων τις υποχρεώσεις της χώρας σε οριοθέτηση χώρων προστασίας, υπακούοντας στην παλαβή άποψη, που θέλει την εκκλησιαστική περιουσία, βορά προς στο συμφέρον των πολλών.
Εδώ που βρίσκονται τα πράγματα, φοβούμαι πως η υπόθεση έχει πολύ δρόμο να κάνει πέρα από τις ευγενικές δηλώσεις του αρχιεπισκόπου και του υπουργού.
Ας γίνει σαφές κατά πρώτο σε όλους μας ότι ο όρος εκκλησιαστική περιουσία παραπέμπει εν προκειμένω, στη γή που κατέχει η Εκκλησία της Ελλάδος, οι οικείες Μητροπόλεις, τα μοναστήρια και όχι μόνο.
Πρόκειται ακόμη για τη γη που ανήκει στην Εκκλησία Κρήτης, στις μητροπόλεις και τις μονές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, των άλλων πρεσβυγενών πατριαρχείων αλλά και των μονών του Αγ.Όρους.
Οι εκτάσεις αυτές, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν είναι ούτε οριοθετημένες ούτε τοπογραφικά αποτυπωμένες, πράγμα που καθιστά την συζήτηση πολύ δύσκολη.
Επί πλέον ο εύκολος χαρακτηρισμός των εκτάσεων ως δασικού ενδιαφέροντος αλλά και οι δυνατότητες χρήσεις γης που τους προσδόθηκε, περιορίζει απελπιστικά κάθε σκέψη ανάδειξης της εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας.
Αυτό γίνεται καλλίτερα κατανοητό, αν σκεφθεί κανείς την δημόσια περιουσία της οποίας η αξιοποίηση, παρά την ύπαρξη συγκεκριμένων υπηρεσιών που ασχολούνται με αυτήν, καθίσταται μέχρι στιγμής αδύνατη. Όπως επίσης και η δια της ΕΤΑ αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του ΕΟΤ, παρά τις διακηρύξεις, εδώ και έξη χρόνια διεκόπη.
Η προσπάθεια όμως αν και θα απαιτήσει πολύ χρόνο και κόπο, επιβάλλεται να ξεκινήσει και η εκκλησία να κερδίσει αυτό το στοίχημα.
Η οριοθέτηση και αποτύπωση κατ΄ αρχή της περιουσίας είναι ένα πρώτο μεγάλο βήμα, το οποίο εκτός των άλλων απαιτεί και μια μεγάλη δαπάνη, για την οποία η Πολιτεία επιβάλλεται να σπεύσει να συνδράμει την Εκκλησία.
Μπορούν να αναζητηθούν ίσως ακόμη συγκεκριμένες δράσεις και μέτρα από το Δ΄ Κ.Π.Σ ή μέσα από τις δρομολογημένες δραστηριότητες του εθνικού κτηματολογίου.Δεν γνωρίζω αν πράγματι είναι αποφασισμένη η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας να ξεκινήσει ένα τέτοιο μεγάλο εγχείρημα το οποίο βέβαια απαιτεί και την βούληση της Πολιτείας, αλλά και την συμβολή των Μ.Μ.Ε που πρέπει να προστατεύσουν της Εκκλησία από τους διάφορους που θέλουν τα βλέπουν την εκκλησιαστική περιουσία στο έλεος των καταπατητών και των θεωριών εκείνων που από την μια θέλουν την εκκλησία χωρίς περιουσία και από την άλλη χωρισμένη από το κράτος.
Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια βρεθήκαμε μπροστά σε προκλητικές συμπεριφορές περιθωριακών εκκλησιαστικών παραγόντων, δεν σημαίνει πως όλος ο εκκλησιαστικός χώρος πρέπει να πληρώσει την νύφη.
Πέραν όμως όλων αυτών των πρωτοβουλιών που θα οδηγήσουν σε σταθερές αλλά αργόσυρτες διαδικασίες εξασφάλισης της εκκλησιαστικής περιουσίας, από τις δηλώσεις του μακαριότατου, γίνεται σαφές πως η Εκκλησία προκειμένου να προχωρήσει αμέσως το προγραμματισμένο φιλανθρωπικό και κοινωνικό της έργο, έχει ανάγκη να αλλάξουν χρήσεις γης και να απελευθερωθούν κάποιες μικρές τελικά εκτάσεις προς οικοδόμηση κτηρίων που θα στεγάσουν αυτές τις δραστηριότητες.
Το εγχείρημα δεν δείχνει εύκολο και πέραν της καλής προθέσεως του Υπουργείου των Δήμων και των Περιφερειών της χώρας, ελλοχεύει και το ΣτΕ στο οποίο θα προσφύγει κάθε αδικημένος καταπατητής και πικραμένος ιδιοκτήτης.
Οι νόμοι και οι διατάξεις προβλέπουν συγκεκριμένους χρόνους και απολύτως αιτιολογημένες αποφάσεις για πιθανές αλλαγές των όρων που επιβάλλουν τα ήδη εγκεκριμένα Γ.Π.Σ , Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π και ρυθμιστικά.
Τέλος και προκειμένου όλα τα παραπάνω να οδηγηθούν σε αίσιο τέλος , είναι αναγκαίο να προκληθεί δημόσια συζήτηση για το πώς σκέπτεται η Εκκλησία να χρησιμοποιήσει την ακίνητη περιουσία της και να δεσμευθεί πάνω στο πρόγραμμά της.
Ο Μακαριώτατος ήδη τοποθετήθηκε πάνω σε αυτό το θέμα: «…Θα πρέπει να τον αξιοποιήσουμε με διαφάνεια και όχι να κάνουμε λαϊκισμούς μοιράζοντας πέντε δραχμές εδώ κι εκεί, αλλά σαν διακονία να επιστρέψει στο λαό, κάτω από δικλείδες, ασφαλείς…».
Αποτελεί μια πρώτη σαφή δήλωση, πίσω από την οποία θα πρέπει να συνταχθεί όλη η Ιεραρχία.
Είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου κάθε πολίτης καλής θελήσεως να κατανοήσει το θέμα αλλά και να απομονωθούν αυτοί που ευκαίρως ακαίρως βάλλουν κατά της αξιοποίησης της περιουσίας αυτής.
Βέβαια τα σημεία των καιρών, μας δείχνουν ότι κάθε ένας που μπορεί να διαφύγει τον νόμο, παραβιάζει τον οικοδομικό κανονισμό και τους όρους δόμησης, καταστρατηγώντας κάθε έννοια βιώσιμης ανάπτυξης και προστασίας.
Πολλώ δε μάλλον αν πρόκειται για φορέα εξουσίας και η Εκκλησία συχνά εμφανίζεται ως τέτοια.Δυστυχώς ο κλήρος, δεν έχει δείξει σεβασμό στους κανόνες που οριοθετούν την δόμηση. Μια σειρά «διάσημα» εκκλησιαστικά αυθαίρετα αναζητούν το μέλλον τους, ενώ η αυθαιρεσία επεκτείνεται ενίοτε και σε κάθε κλίματα οικισμών στην χώρα.
Κληρικοί οι οποίοι εμφορούνται από την άποψη ότι προς δόξαν Θεού δύνανται να παρανομούν κατασκευάζοντας ναούς πέρα από κάθε νομοθετική επιταγή, αναδεικνύοντας το εκκλησιαστικό κίτς, πρέπει να ανακληθούν στην τάξη.
Βέβαια το κύρος, το ήθος και αγαπητική στάση του Αρχιεπισκόπου, αποτελούν εγγύηση για την πορεία του θέματος, όμως η ιεραρχία επιβάλλεται να προτρέψει τους κληρικούς να σέβονται τους κανόνες και τις κατευθύνσεις της υπηρεσίας ναοδομίας της Ε.Κ.Υ.ΟΗ καθ΄ οιονδήποτε τρόπο καταστροφή του περιβάλλοντος αποτελεί αμάρτημα και πρέπει να αντιμετωπίζεται με πνευματικά επιτίμια.
Άλλωστε προς την κατεύθυνση αυτή δείχνει τον δρόμο και ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Ο Κώστας Μυγδάλης είναι αρχιτέκτονας και διδάκτορας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ