Ο ΧΑΛΚΙΔΙΚΙΩΤΗΣ ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΣΟΧΑΣ
Ο Χριστόδουλος Τσόχας
Στις αρχές του 20ου αιώνα η περιοχή της Μακεδονίας έγινε το πεδίο αντιπαράθεσης των χριστιανικών Βαλκανικών κρατών που διεκδικούσαν εδάφη σε αυτή από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήδη, από τα τέλη του 19ου αιώνα η Βουλγαρία βασιζόμενη στην συνθήκη του Αγίου Στεφάνου είχε εντείνει την προπαγάνδα της στη περιοχή προσπαθώντας να προσεταιριστεί τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας καταπιέζοντας και τρομοκρατώντας παράλληλα τον ακμάζοντα ως τότε ελληνικό πληθυσμό. Ως μέτρο αντίδρασης στη βουλγαρική προκλητικότητα οργανώθηκαν ντόπια ελληνικά ένοπλα σώματα ανταρτών που γρήγορα συνεπικουρήθηκαν από Έλληνες αξιωματικούς και εθελοντές της ελεύθερης Ελλάδας. Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν ουσιαστικά η ένοπλη απάντηση στη σταδιακά αυξανόμενη οργανωμένη βία από τη Βουλγαρική πλευρά που ξεκίνησε ήδη από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και είχε ως σκοπό τη Βουλγαροποίηση των χριστιανικών πληθυσμών και την αλλοίωση της εθνικής τους φυσιογνωμίας προς όφελος των Βουλγαρικών διεκδικήσεων. Μπροστά στον κίνδυνο απώλειας της Μακεδονίας, πλήθος Ελλήνων Μακεδόνων αγωνίστηκαν με αυτοθυσία, δίνοντας πολλές φορές και τη ζωή τους σε αυτόν τον αγώνα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ιερισσιώτης ήρωας Μακεδονομάχος Χριστόδουλος Τσόχας[i] (1879- 1970). Το 1960, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του η εφημερίδα «Φωνή της Χαλκιδικής» σε δύο συνέχειες· στις 31 Ιουλίου[ii] και στις 7 Αυγούστου[iii]. Αν και ήξερε ανάγνωση και γραφή ο ίδιος, το πιθανότερο είναι ότι την έγραψε ο γραμματέας τότε της κοινότητας Ιερισσού, Περικλής Αποστολίδης[iv][v]:
«Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΣΟΧΑΣ[vi]
Ἡ δρᾶσις ἀπὸ τὸ ἔτος 1903 μέχρι τοῦ 1909
καὶ ἀπὸ τὸ 1909 μέχρι τοῦ 1913
Εἰς ἡλικίαν 18 χρονῶν ἐγεννήθηκε τὸ αἴσθημα τοῦ Ἕλληνος πατριώτου, πῆρα τὴν ἀπόφασιν παρὰ τὴν νεαράν μου ἡλικίας νά βγῶ στά ἐθνικὰ ἀνταρτικὰ σώματα.
Ἥμουν στό Ἅγιον Ὅρος στήν Ἱερὰν Μονὴν Σίμωνος Πέτρας, εἶπα στον ἡγούμενον τὴν ἀπόφασιν, μ' ἔδωσε τὴν εὐχὴν του, μὲ ηὐλόγησεν, καὶ τὴν ἐπ' αὔριον ξεκίνησα γιά τὴν ἀπόφασίν μου.
Πῆγα εἰς Θεσσαλονίκην στόν πρόξενον Δημήτριον Κάκαβον (ἥ Ζώην)[vii]ὁ ὁποῖος ἔδειξε κάποιον δισταγμόν λόγῳ τῆς νεαρᾶς μου ἠλικίας, κατόπιν ὅμως εἰδικῆς προσκλήσεως τοῦ ἀρχηγοῦ Κωνσταντίνου Μπουκουβάλα[viii] ἐδέχθη νά μοῦ δώση ἱματισμὸν καὶ ν' ἀναχωρήσω διὰ τὸ σῶμα τοῦ ἀρχηγοῦ Μπουκουβάλα.
Ο Κ. Μπουκουβάλας ή καπετάν Πετρίλος
Ἐπαρουσιάσθην μὲ τὴν ἐπιστολὴν τοῦ κ. Προξένου εἰς τὸν ἀρχηγόν πού ἔμεινεν στόν κάτω Βάλτο Κουλακιᾶς[ix].
1) Πρώτη ἐντύπωσις τοῦ ἀρχηγοῦ ἦταν ἀπογοητευτικὴ λόγῳ τῆς ἡλικίας, ἀφοῦ ὅμως ὕστερα ἀπὸ ἕνα σωρό θεωρίες καὶ ἀπογοητεύσεις εἶδε τὸ θάρρος μου καὶ τὴν ἀδάμαστον ἀπόφασίν μου μὲ χτύπησε στίς πλάτες μὲ ἐνηγκαλίσθη καί μοῦ εἶπε: πάρε παιδί μου ὅποιο ὅπλο σ' ἀρέσει γιατί σ' ἁξίζει.
Ἐκεῖ ἔμεινα ἐπὶ δύο μήνας ὑπὸ τάς διαταγὰς του, καθαρίζον τας τὴν περιοχὴν ἀπὸ τὰ διάφορα βουλγαρίζοντα στοιχεῖα δίδοντας συνεχεῖς μάχας. Αὑτό ἥταν γιά μένα τὸ πρῶτον βῆμα τῆς ἱστορίας μου.
Ἐκτιμήσας τὸ θάρρος μου καὶ τὴν δρᾶσιν μου ὁ ἀρχηγός μοῦ εἶπε διάλεξε τρία ἄλλα παλληκάρια ὅποια σ' ἀρέσουν καὶ θὰ πᾶς στό βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν στό χωριό Λιανοβέργι[x] θὰ βρῆς τὸν πρόεδρον καὶ θὰ συγκεντρώσεις ὅλες τὶς βάρκες τῆς περιοχῆς.
Ἀμέσως διαλεξα τὰ παλληκάρια καὶ νύκτα ξεκίνησα γιά τὴν ἀποστολήν μου, ἐπραγματοποίησα τὴν ἐντολήν καὶ μετὰ ἔκαμα τήν κρυφή καλύβα. Πρῶτοι ἀντάρται πού πάτησαν ἐκεῖ ἤμουν ἐγὼ ὡς ὑπαρχηγὸς καὶ τὰ τρία παλληκάρια.
Ἡ δρᾶσις τῆς κρυφῆς καλύβης ἦταν ὁρμητήριον διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν ὅλης τῆς περιοχῆς καὶ σήμερον ἡ τοποθεσία αὔτη λέγεται κρυφή καλύβα.
Ἀφοῦ ἐτελείωσε ἡ ἀποστολή μου καὶ ἐτοίμασα τὰ πάντα ἔστειλα γράμμα στόν ἀρχηγό μου καὶ ἦλθε μὲ ὅλον του τὸ σῶμα καὶ ἐκεῖ συνεχίσαμε τὸν ἀγῶνα μέχρι τελείας ἐξοντώσεως τῶν Βουλγάρων. Μὲ τὸν ἀρχηγὸν Μπουκουβάλα ἔμεινα ἑπτὰ (7) μῆνας, λόγῳ ὅμως τῆς ἐλονοσούσης περιοχῆς προσβληθεὶς ἀπὸ ἐλονοσίαν ἀντικατεστάθην ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸν Ματαπὰ[xi] (ἢ Μαυρομιχάλην[xii]) μ' αὐτὸν ἔμεινα πέντε (5) μῆνες δίδοντας συνεχεῖς μάχας καίοντας καὶ θερίζοντας τὰ πάντα, οὗτος ὅμως προσβληθεὶς ἀπὸ ἑλονοσίαν ἀντικατεστάθη διὰ τοῦ ἀρχηγοῦ Γεωργίου Μακροπούλου[xiii] (ἤ Πλάπα) μ' αὐτὸν ἔμεινα 3 μῆνες συνεχίζοντας τὸ ἔργον τῆς ἐθνικῆς ἀπελευθερώσεως. Εἰς ἕνα σημεῖον ὡς ἐνθυμοῦμαι ἦλθα εἰς ρῆξιν μὲ τὸν ἀρχηγόν μου διότι δέν ἄκουσε τὴν συμβουλήν μου θελήσας νά βάλῃ περισσοτέρους ἄνδρας εἰς τὴν βάρκαν του δέν παρῆλθε ὥρα καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς μάχης βούλιαξε ἡ βάρκα του, ἐγκατέλειψε τὰ παιδιά καὶ αὐτὸς ἐπέστρεψεν μὲ ἄλλην βάρκαν. Τότε τοῦ εἶπα εἶδες τὶ ἔκαμες ἀρχηγέ μου; τὶ γίνονται τὰ παιδιά; δέν ξέρω μοῦ εἶπε. Τότες τὸν λέγω κάθησε αὐτοῦ καὶ ἐγὼ θὰ τοὺς φέρω ὁπωσδήποτε νεκροὺς ἢ ζώντας.
Πῆρα τήν βάρκα μου καὶ ἐν μέσω σφαιρῶν βρῆκα τὴν βάρκα καὶ τὰ τρία παιδιά ζώντα βουτηγμένα μέσα στό νερό καὶ τὶς λάσπες ῥουφηγμένα ἀπὸ τὶς βδέλες.
Ξεβούλιαξα τὴν βάρκα καὶ πῆρα τὰ παλληκάρια καὶ δέν ἀρκοῦσε αὐτή ἡ θυσία μου. Μεθυσμένος ἀπὸ ὁργὴν πῆγα καὶ μέχρι τῆς Βουλγαρικῆς καλύβης καὶ ἔβαλα φωτιά.
Ἐπέστρεψα μετὰ στόν ἀρχηγόν μου τὸν παρέδωσα τὴν βάρκα καὶ τὰ παλληκάρια, μοῦ ζήτησε τὴν ταμπακέραν μου καί μοῦ εἶπε ἀπὸ σήμερα σοῦ δίδω τὸν τίτλον τοῦ ὑπαρχηγοῦ μου.
Μέσα στήν λίμνην τῶν Γιαννιτσῶν ὑπηρέτησα μέσα στά νερά καὶ στήν ἐλονοσία ἐπὶ 15 μῆνας[xiv] συνεχῶς μὲ τὴν προστασίαν τοῦ Μεγάλου Θεοῦ δίχως μία μέρα νά αἰσθανθῶ ἀδιαθεσίαν.
Μετὰ τὴν πάροδον τῶν 15 μηνῶν ζήτησα ἕνα μῆνα ἄδειαν νά πάγῳ νά γνωρίσω τὴν Ἀθήνα. Προθύμως μ' ἔδωσε τὴν ἄδειαν ὑπὸ τύπον πιστοποιητικοῦ ὅλης μου τῆς δράσεώς μου τῶν ἀγώνων μου καὶ αὐτοθυσίας μου ἵνα τὸ χρησιμοποιήσω ὅπου δεῖ.
Πῆγα εἰς Ἀθήνας ἐπαρουσιάσθην εἰς τόν ἀρχηγὸν τῶν Σωμάτων Κωνσταντῖνον Μαζαράκην[xv] καὶ ἀφοῦ εἶδε τὰ ἐν τῷ πιστοποιητικῷ μου γραφόμενα μὲ ὑποχρέωσε νά καταγῶ στό πολεμικὸν ναυτικὸν ἐπὶ δύο (2) ἔτη διὰ νά ἀποκτήσω τὰ Ἐλληνικά δικαιώματα[xvi]ὅπως καὶ ἔπραξα ὑπρετήσας ὡς ἑξῆς: Εἰς Πόρον 4 μῆνες. Ἀλφιῶ[xvii] ποταμῶ 3 μῆνες στό ἀντιτορπιλικόν Σπέτσαι 6 μῆνες καὶ ὑπόλοιπους εἰς ὑποβρύχιον ἄμυναν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ ναυάρχου Βουδούρη.
Ἀφοῦ ἐτέλειωσε ἡ θητεία μου ἔγινα δημότης Ἀθηνῶν.
Ἐκεῖ συνηντήθην μετὰ τοῦ ἀρχηγοῦ μου Μπουκουβάλα ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε νά πάγῳ καὶ πάλιν στά ἀνταρτικά καὶ ἐγὼ τοῦ εἶπα προθύμως πηγαίνω.
Ἕφυγα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ πῆγα εἰς Λάρισσαν καὶ συνηντήθην μὲ τὸν ἀρχηγὸν Καραπάνον[xviii].
Ἔφυγα ἀπὸ τὴ Λάρισσα καὶ πήγαμε πρὸς τήν Καρατζιόβαν ἐκεῖ ἔμεινα μαζί του ἐπὶ ἕναν χρόνον δίδοντας συνεχῶς μάχας καὶ αἷμα γράφοντας σελίδες δόξας.
Τὸ 1908 ἔγινε τὸ Σύνταγμα[xix] μᾶς διέταξε τὸ προξενεῖον νά παρουσιασθοῦμε ὅπως καὶ ἐγένετο.
Ἐπειδὴ ἐγὼ ἔλειπα ἀπὸ τὸ χωριό μου Ἱερισσό ἐπὶ 14 χρόνια, ζήτησα ἄδεια ἀπὸ τὸν ἀρχηγόν μου να δῶ τὸ χωριό μου καὶ τοὺς δικούς μου ὅπως καὶ ἔπραξε ὁ ἀρχηγός μου.
------------------------------ ------------------------------ ---------------
Ἦλθα στο χωριό μου καὶ ἔμεινα ἐπὶ 15 ἠμέρες, εἶδα τοὺς δικούς μου καὶ ἔφυγα διὰ τὴν Ἱερὰν Μονὴν Σίμωνος Πέτρας διὰ να ἀφήσω τὸν ὁπλισμόν μου καὶ νά γυρίσω εἰς Ἀθήνας.
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ χωριό μου ἄφησα εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ χωριοῦ μου Ἰωάννην Μαρῖνον[xx] ὅτι θὰ βρίσκομαι ἐκεῖ κι’ ἄν μου ζητήσουν νά μὲ εἰδοποιήσουν. Ἐν τῷ μεταξὺ ἔμαθε ὁ ὁπλαρχηγός Γεώργιος Γιαγλῆς[xxi] ὁ ὁποῖος δέν εἶχε παρουσιασθῆ ὅτι βρίσκομαι στοἍγιον Ὅρος καὶ ἔστειλε ἀπεσταλμένον του μὲ γράμμα του νά μὲ βρῆ, πῆρα τὸ γράμμα του εἶδα τὴν πρόσκλησιν του καὶ πῆγα πρὸς συνάντησίν του, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς παρουσιάσθηκε περάσαμε ἀπὸ τὸ χωριό μας Ἱερισσόν καὶ φύγαμε μαζύ διὰ Νιγρίταν, μόλις φθάσαμεἐκεῖ ὁ Γιαγλῆς πῆγε στό προξενεῖο τῶν Σερρῶν κατὰ τὸ ἔτος 1908-1909 καὶ συνηντήθη μετὰ τοῦ προξένου καὶ συζητήσανε τά τοῦ ἀγῶνος.
Ο Γεώργιος Γιαγλής
Ἐπιστρέψας δέν μοὶ εἶπε τίποτες σχετικόν, τὴν ἑπομένη πῆρα ἔγγραφον ἀπὸ τὸν πρόξενον Σερρῶν Σαχτούρην[xxii] καί μοῦ ἔλεγε νά παρουσιασθῶ ἐνώπιόν του, μαζί μὲ τὸ ἔγγραφόν του πῆγα στὰς Σέρρας καὶ παρουσιάσθην στόν πρόξενον, ἀφοῦ τὸν ἐχαιρέτισα τοῦεἶπα στάς διαταγὰς σας.
Ὁ πρόξενος μοῦ εἶπε «Τσόχα θὰ σοῦ ἐμπιστευθῶ μία μεγάλη και σοβαρά ἀποστολὴ γα τὴν Ἀθήνα, θέλω νά φανῆς παλληκάρι» καί μοῦ ἔδωσε τὰ ἔγγραφα. Περιβληθῇς Τουρκικήν στολὴν καὶ μὲ χίλιες δυό προφυλάξεις ξεκίνησα ἀπὸ τὰ Σέρρας διὰ Ἀθήνας γιά τὴν μεγάλην καὶ ἱερὰν ἀποστολήν μου.
Ἔφθασα εἰς Ἀθήνας ἐπαρουσιάσθην στό Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν[xxiii] στόν Ὑπουργὸν Γερογιάννην[xxiv], ἐκεῖ ἔμεινα ἐπὶ δεκαπέντε (15) ἡμέρας παρακαλουθούμενος ἀπὸ μυστικοὺς ὅπως βεβαιωθοῦν τά τοῦ χαρακτῆρος μου καὶ ἐμπιστοσύνης δεδομένου ὅτι οἱπρογενέστεροι δέν ἐκράτησαν μυστικὴν τὴν ἀποστολὴν των.
Ἀφοῦ βεβαιώθησαν πλήρως περὶ τοῦ ἤθους μου μὲ φώναξαν στό Ὑπουργεῖον μοῦ ἔδωσαν τὰ ἔγγραφα καὶ πῆγα στόν Πειραιᾶ πῆρα τὴν εὐκαιρίαν καὶ παρουσιάσθην στόν ναύσταθμον, κάθησα στό ὑπάριον ὑποβρύχιον ἄμυνα[xxv] καὶ ἦλθε βάρκα καί μοῦ πῆρε καί μοῦ ἐπιβιβάσαν στό Τορπυλοβόλον ὑπὸ τὴν Διοίκησιν τοῦ Κυβερνήτου Ἀνθυποπλοιάρχου τότες Ἰωάννου Δεμέστιχα[xxvi].
Ἀφοῦ ἐτοιμάσθησαν ὅλοι ὁ Ἀνθ/ρχος Ἰωάννης Δεμέστιχας μοῦ εἶπε: τώρα Τσόχα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἐσύ εἶσαι ὁ Κυβερνήτης καὶ ὁδηγὸς τοῦ πλοίου. Πήγαμε στήν Σκόπελο ἔνθα ἦταν ἡ ἀποθήκη τῶν ὅπλων παρέλαβα 4 χιλιάδες ὅπλα καὶ πολεμοφόδια καὶ ξεκινήσαμε διὰ τὸΜαρμάρι[xxvii] Ὀλυμπιάδος Χαλκιδικῆς ἔνθα ἐκεῖ ἀνέμενον βάρκες ἀπὸ τὴν Ἱερισσόν.
Κατὰ τὸ τρίτον ταξείδι τῆς μεταφορὰς τῶν ὅπλων στό Μαρμάρι μᾶς ἔκλεισε μεγάλη τρικυμία ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας κινδυνεύοντες νά προδοθοῦμε, σὲ μιά στιγμὴ πῆγα στήν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ νά δῶ τὸν καιρόν, ξάφνου βλέπω νά κυματίζη στόν ἱστὸν ἡ γαλανόλευκος. Τότες τρέχω καὶ φωνάζω τὸν Δεμέστιχαν ὡς ὑπεύθυνον καὶ τοῦ λέγω ἡμεῖς κινδυνεύομεν νά προδοθοῦμεν καὶ ἐσύ βάζης σημαίαν, τὶ χάλια εἶναι αὐτά, αὐτός μοῦ ἀπαντᾶ, ἐγὼ θὰ βουλιάξω τὸ βαπόρι καὶ θὰ φύγομε ὅπως ὅπως.
Τότες τοῦ λέγω, αὐτὸ δέν εἷναι παλληκαριά, μᾶλλον προδοσία, σὰ νά λέμε τοὺς Τούρκους τὰ φέραμε τὰ ὅπλα καὶ ἐλᾶτε νά τὰ πάρετε, δέν θὰ γίνη αὐτὸ, ὁ καιρὸς δείχνει στήν καλυτέρευσιν καὶ τὸ βαρόμετρον αὐτὸ λέγει, κατεβάσητε τὴν σημαίαν καὶ φύγετε πρὶν μᾶς πιάσουν. Στήν διαταγήν μου ὑπάκουσε ὁ καλὸς ἀξιωματικὸς καὶ ἔφυγε διὰ τὸν προορισμὸν του.
Ἐν τῷ μεταξὺ μὲ τίς βάρκες[xxviii] οἱ ὁποῖες περίμεναν ἐκεῖ μετέφερα τὰ ὅπλα εἰς Ματσίκι[xxix] καὶ ὅταν ἔμαθαν καὶ ἦλθαν αἱ Τοῦρκοι δέν βρῆκαν τίποτες.
Ἀπὸ τὸ Ματστίκι ὁ Γιαγλῆς τὰ παρελάμβανε καὶ τὰ μεταφέραμε μαζί εἰς τὸ χωριό Χούμης[xxx] στό σπίτι τοῦ Κυριάκου, ἐκεῖ ἦταν ἡ ἀποθήκη, ἀπὸ ἐκεῖ τὰ παρελάμβανον οἱ οπλαρχηγοί Γιαγλῆς καὶ Μινόπουλος καὶ τὰ κάμανε διανομὴ στά χωριά τῆς περιφερείας Νιγρίτης, μέρος τῶν ὅπλων στείλαμε καὶ στόν πρόξενον Σερρῶν Σαχτούρην.
Δι ὅλην μου τὴν ἐθνικήν μου δρᾶσιν ὁ ὀπλαρχηγός Γιαγλῆς μοῦ ἔδωσε τὸν τίτλον τοῦ ὀͨπλαρχηγοῦ 100. Τὸν ὁποῖον καὶ ἔφερα καὶ ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους ὀͨπλαρχηγούς.
Ἦλθε τὸ ἔτος 1912, ἔγινεν ὁ πόλεμος μὲ τοὺς Τούρκους, ἐκεῖ νέες δόξες, νέο αἷμα, νέα θαύματα, σὲ μιά μάλιστα ἀποστολὴ ἐγὼ μὲ πέντε (5) παλληκάρια ἀφόπλισα ἔναν λόχον Τούρκων μ’ ἕνα στρατήγημά μου, τὸ κατόρθωμά μου αὐτὸ μ’ ἐκανε να… λάβω κάθεἐπικίνδυνον ἀγῶνα.
Τελειώνοντας μὲ τοὺς Τούρκους, ἦλθε τὸ 1913 ὁπότε ἐκηρύχθη ὁ πόλεμος μὲ τοὺς Βουλγάρους, μεθυσμένος ἀπὸ τίς δόξες ἐκεῖ πλέον ἔδωσα τὸ ἰσχυρότερον χτύπημα, ἐπιστρέψας εἰς τὸ χωριό μου νικητὴς καὶ ὑπερήφανος διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς ἀγαπημένης μου μάνας μου Ἑλλάδος.
Κατὰ τὸ 1928 ἅπαντα τὰ δικαιολογητικά μου κατόπιν διαταγῆς τοῦ Ὑπουργείου Στρατιωτικῶν ὑπέβαλα στό ἐν λόγῳ ὑπουργεῖον καί μοῦ ἦλθε τὸ δίπλωμα μου καὶ τὸ μετάλλειον, τὸ μὲν μετάλλειον ἔχω, τὸ δὲ δίπλωμα μοῦ τὸ εἶχε κρύψη ἡ γυναῖκα μου κατὰ τὴν ἐδῶἄφιξιν τῶν Βουλγάρων κατὰ τὴν κατοχὴν καὶ ἔπαθε ἀλοίωσιν.
Ἐγὼ κρυπτόμην εἰς Ἅγιον Ὅρος μετὰ τοῦ ἀομάτου ὀͨπλαρχηγοῦ Γιαγλῆ, δεδομένου ὅτι μᾶς καταζητοῦσαν οἱ Βούλγαροι.
Ἐπίσης καὶ στα γεράματά μου κατὰ τῶν ἐπιχειρήσεων... κατόπιν προσκλήσεως τῶν ἀξιωματικῶν Ζαμάνη καὶ Τσιλιγκαρίδη ἐχρησιμοποιήθην ὡς ὁδηγὸς μὲ θαυμάσια ἀποτελέσματα.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐθνική μου δρᾶσις καὶ μὲ πικρὸν παράπονον εἰς ἡλικίαν 81 χρονῶν να πένημαι καὶ να ὑποφέρω.
Ζήτω ἡ ΕΛΛΑΣ
-=ΤΕΛΟΣ=»
Το παράσημο που η Πολιτεία τίμησε τον καπετάν Τσόχα
Ως το τέλος της ζωής του παρέμεινε ένας θερμός ανιδιοτελής πατριώτης, που αρνήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην πατρίδα. Την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα έλεγε στη γυναίκα του: «κάλλιο τα παιδιά μας να είναι φτωχά και ελεύθερα, παρά χορτάτα και σκλαβωμένα[xxxi]». Όταν το 1967, σε ηλικία 88 χρ., τον επισκέφτηκε ο Άγγελος Ανεστόπουλος για την έκδοση του βιβλίου του «Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγῶν 1903-1908[xxxii]…», τον ρώτησε αν είχε κάποιο παράπονο. Του απάντησε: «Οὔτε ἔχω οὔτε θὰ ἔχω. Ὑπηρέτησα τὴν Πατρίδα μου μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἀδέλφια τῆς Ἑλλάδας, μέχρι που τὴν ἀπελευθερώσαμε καὶ εἶμαι εὐχαριστημένος διότι ἔζησα να τὴν ἰδῶἐλευθέραν. Ὅταν ἀγωνιζόμην δέν ὑπελόγιζα οἰκονομικὰ ὀφέλῃ, ἀλλὰ τὴν διάσωσιν καὶ ἐλευθέρωσιν τῆς φυλῆς μας…»
Ο Χριστόδουλος Τσόχας είναι ένας από τους Χαλκιδικιώτες που αγωνίστηκαν με ταπεινότητα και θέρμη για την πατρίδα. Έχουμε χρέος να κρατήσουμε τη μνήμη του ζωντανή.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κύτταρο Ιερισσού", τεύχος 16/2018
[i] Ο Χριστόδουλος Τσόχας του Νικολάου, γεν. 1879, απεβίωσε στις 11 Οκτωβρίου του 1970 σε ηλικία 91 χρ.. Η κηδεία του έγινε με δημοτική δαπάνη, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο η ιδιαίτερη πατρίδα του την προσφορά του στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες «εφ. Φωνή της Χαλκιδικής, 25 Οκτωβρίου 1970, σ. 3».
[ii] Αυτοβιογραφία, Ο Μακεδονομάχος Χριστόδουλος Τσόχας, εφ. Φωνή της Χαλκιδικής, φ. 375, 31 Ιουλίου 1960, σ.3.
[iii] Ό.π., φ. 376, 7 Αυγούστου 1960, σ. 3.
[iv] Ο Περικλής Αποστολίδης (γεν. 1903), τελούσε χρέη γραμματέα της κοινότητας Ιερισσού.
[v] Πληροφορία του εγγονού και του δισσέγονου του Χρ. Τσόχα, Νικόλαου και Βασίλειου Καραβασίλη.
[vi] Η αναδημοσίευση του κειμένου γίνεται στην αρχική του μορφή χωρίς παρεμβάσεις και αλλοιώσεις.
[vii]Ο Δημήτριος Κάκκαβος του Νικολάου (και Κάκαβος, 1870 - 2 Μαρτίου 1960) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και μετά την αποστρατεία του πολιτευτής. Υπηρέτησε ως βουλευτής Θεσσαλονίκης και ως αντιπρόεδρος της Βουλής. Από το 1904 ως το 1907 με το ψευδώνυμο Ζώης, υπηρέτησε στο Προξενείο της Θεσσαλονίκης, ως συνεργάτης του Προξένου Κορομηλά. Με τον τρόπο αυτό οργάνωσε τον Μακεδονικό Αγώνα ενώ πολέμησε και στους άλλους πολέμους. Από το 1920 ως την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου ήταν Φρούραρχος Θεσσαλονίκης. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Αντιστρατήγου.
[viii] Ο Κωνσταντίνος Μπουκουβάλας ή καπετάν Πετρίλος από το Γύθειο της Μάνης, είναι ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που εγκαταστάθηκε στη λίμνη των Γιαννιτσών. Γεννήθηκε το 1877 και απεβίωσε το 1932 σε ηλικία 55 χρ. Το 1898 βγήκε από τη σχολή Ευελπίδων ως ανθυπολοχαγός και κατατάχθηκε στα εθελοντικά σώματα του Μακεδονικού Αγώνας. Στις αρχές Μαΐου του 1905 μπήκε για πρώτη φορά οργανωμένο ελληνικό σώμα στον περίφημο βάλτο των Γιαννιτσών, το σώμα τού υπολοχαγού Κωνσταντίνου Μπουκουβάλα. Ο Μπουκουβάλας παρέμεινε αρχηγός στον Βάλτο των Γιαννιτσών ως τον Νοέμβριο του 1905, οπότε αναγκάσθηκε να επιστρέψει στην ελεύθερη Ελλάδα, διότι είχε κλονισθεί η υγεία του από την ελονοσία και την υγρασία.
[ix] Σημερινή Χαλάστρα.
[x]Το Λιανοβέργι, ανήκει στο δήμο Αλεξάνδρειας. Στην οθωμανική περίοδο ανήκε στα χωριά που απάρτιζαν το Ρουμλούκι.
[xi] Το «καπετάν Ματαπάς» είναι το ψευδώνυμο του Μακεδονομάχου Μιχαήλ Αναγνωστάκου. Γεννήθηκε το 1878 στη Μάνη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και στη συνέχεια ακολούθησε την στρατιωτική καριέρα. Το 1905 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα. Από τον Μάρτιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1906 έδρασε στη λίμνη των Γιαννιτσών ως υπαρχηγός σώματος. Σκοτώθηκε κατά την διάρκεια του Β’ Βαλκανικού πολέμου, το 1913, στην μάχη του Λαχανά.
[xii] Ο καπετάν Τσόχας εξιστορεί τους αγώνες του σε ηλικία 81 χρ.. Τα γεγονότα του Μακεδονικού αγώνα ήταν χρονικά πυκνά. Είναι λογικό να αμφιβάλει για μερικά ονόματα, όπως στην περίπτωση αυτή του Μαυρομιχάλη.Ο αξιωματικός του Ελληνικού στρατού Στυλιανός Μαυρομιχάλης (Μαυρομάτης), έδρασε κυρίως στην περιοχή της Καβάλας.
[xiii] Ο Έλληνας ανθυπολοχαγός του πεζικού Γεώργιος Μακρόπουλος ή Κλάπας, έδρασε στην περιοχή του Βάλτου από τον Ιούλιο του 1906.
[xiv] Το γεγονός αυτό φανερώνει την δυνατή κράση του Ιερισσιώτη οπλαρχηγού Χριστ. Τσόχα. Οι Έλληνες αξιωματικοί σπάνια μπορούσαν να αντέξουν στις κακουχίες του βάλτου περισσότερο από 5 ή 6 μήνες.
[xv]Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης – Αινιάν (1869-1949) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός και μακεδονομάχος. Γνωστός κι ως καπετάν Άκρίτας. Υπήρξε αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και ένας από τους κύριους οργανωτές του Μακεδονικού Αγώνα. Ανήλθε στο βαθμό του Αντιστράτηγου. Το 1905, συγκρότησε σώμα μακεδονομάχων και ως αρχηγός του ανταρτικού σώματος, με το όνομα «Καπετάν Ακρίτας», έδρασε κατά των Βουλγάρων με επιτυχία, στην περιοχή του Βερμίου και στην Καρατζόβα (Αριδαία). Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης δεν υπήρξε αρχηγός ενός σημαντικού σώματος κατά το Μακεδονικό αγώνα αλλά, ο συντονιστής της δράσης των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων της κεντρικής και της δυτικής Μακεδονίας και ο σύνδεσμος μεταξύ των Προξενείων Θεσσαλονίκης και Μο ναστηρίου.
[xvi] Μέχρι το 1912, η Μακεδονία αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι πολίτες της είχαν την Οθωμανική υπηκοότητα. Για να αποκτήσει την ελληνική ο καπετάν Τσόχας, έπρεπε να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό.
[xvii] Το «ΑΛΦΕΙΟΣ» με το «ΑΧΕΛΩΟΣ», «ΕΥΡΩΤΑΣ» και «ΠΗΝΕΙΟΣ», τα έλεγαν πολλές φορές λόγω της ονομασίας τους, και ποταμόπλοια. Χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως οπλιταγωγά και είναι τα πρώτα που μετείχαν σε αποβατικές επιχειρήσεις στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας.
[xviii] Ο Μακεδονομάχος Χρήστος Καραπάνος έφερε την εποχή αυτή τον βαθμό του επιλοχία πεζικού. Έδρασε, από το 1906 ως το σύνταγμα των Νεότουρκων το 1908, κυρίως στην περιοχή της Αριδαίας (Καρατζόβας), αλλά και στον βάλτο των Γιαννιτσών.
[xix] Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 με τις αρχικά φιλελεύθερες επαγγελίες του και την εφαρμογή του Συντάγματος που υπόσχονταν ισότητα ανάμεσα στις εθνότητες, στάθηκε αφορμή να τερματιστεί ο Μακεδονικός Αγώνας και η δράση των Ελλήνων αξιωματικών. Η Ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε τον Ιούνιο του 1908 όσους αξιωματικούς βρίσκονταν ακόμα στη Μακεδονία.
[xx] Ο Ιωάννης Μαρίνος του Αναγνώστη, γεννήθηκε το 1848 στην Ιερισσό και απεβίωσε το 1916. Διετέλεσε Δημογέροντας (κοινοτικός άρχοντας) της Ιερισσού και Προεστός. Το 1908, σε ηλικ. 60 χρ., ήταν μέλος της Επιτροπής Αμύνης Ιερισσού που σκοπό είχε την βοήθεια στον εθνικό αγώνα.
[xxi]Ο Γεώργιος Γιαγλής (1869 - 1946) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός από την Ιερισσό της Χαλκιδικής και ένας από τους σημαντικότερους ήρωες του Μακεδονικού Αγώνα. Περισσότερες πληροφορίες στο:http://www.kyttaro.eu/to- periodiko/teychos-02-2010/i- symboli-tis-ierissoy-ston- makedoniko-agona/ .
[xxii] Ο Αντώνιος Σαχτούρης (γεν. 1866) ήταν Έλληνας διπλωμάτης από την Ύδρα. Την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα διετέλεσε πρόξενος στη πόλη των Σερρών από το 1906 ως το 1909. Τα σπάνια διοικητικά προσόντα και η έντονη φιλοπατρία του, βοήθησαν στο μακεδονικό αγώνα που τον υπηρέτησε με αυτοθυσία. Για τη δράση του οι Βούλγαροι προσπάθησαν να τον φονεύσουν.
[xxiii] Πιθανότατα εννοεί το Υπουργείο Εξωτερικών που είχε την εποπτεία του εγχειρήματος.
[xxiv] Εδώ ο Χριστόδουλος Τσόχας λανθάνει στο όνομα. Τα γεγονότα την εποχή αυτή ήταν ιδιαίτερα πυκνά και η ηλικία του περασμένη, 81 χρ.. Όμως το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Οι αδελφοί Θεοχάρης και Μαυρουδής Γερογιάννη από την Αρναία Χαλκιδικής και καταγωγή από την Ήπειρο, είχαν ιδρύσει τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο «Μέγας Αλέξανδρος», ο οποίος δρούσε αυτόνομα από την κεντρική επιτροπή του Μακεδονικού Αγώνα. Χρηματοδοτούσαν, μεταξύ των άλλων πατριωτικών τους δράσεων, και το ένοπλο σώμα του καπετάν Γιαγλή που δρούσε ανεξάρτητο από τα άλλα σώματα της Μακεδονίας και υπάκουε μόνο στον Κ. Μακεδονικό Σύλλογο. Το 1908 η ελληνική κυβέρνηση, μετά από τουρκικό διάβημα, υποχρέωσε το σώμα του Γιαγλή να ταχθεί κάτω από τις εντολές του Προξενείου Σερρών. Τη χρονική αυτή στιγμή συνεργάστηκε μαζί του και ο καπετάν Τσόχας, που ως τότε ήταν υπό τις εντολές του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης. Ο πρόξενος Σαχτούρης είχε την άποψη, ότι σύντομα οι Νεότουρκοι θα στραφούν εναντίον του Ελληνισμού. Και δικαιώθηκε. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1908 συστάθηκε η «Πανελλήνιος Οργάνωση» που σκοπό είχε την προάσπιση των συμφερόντων του Ελληνισμού στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Ήταν υπό την καθοδήγηση του Υπουργείου Εξωτερικών και στις οδηγίες λειτουργίας του αναφέρει ότι κάθε έκθεση, αναφορά και αλληλογραφία από τις Προξενικές αρχές της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και τους Έλληνες πράκτορες των Προξενείων θα αποστέλλεται στην οργάνωση μέσω του Υπουργείο Εξωτερικών (Γ.Ε.Σ., Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΣ ΘΡΑΚΗΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, έκδοση Δ.Ι.Σ., Αθήνα 1979, σ. 308). Γι αυτό τον λόγο ο καπετάν Τσόχας παρουσιάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Υπουργός Εξωτερικών που είχε και την εποπτεία του εγχειρήματος ήταν ο Γεώργιος Μπαλτατζής. Επικεφαλής της «Πανελλήνιος Οργάνωσης» ήταν ο Συνταγματάρχης τότε, Παναγιώτης Δαγκλής. Μέχρι τον Ιούλιο του 1909, η οργάνωση αυτή με την επιχειρησιακή ικανότητα του Ανθυποπλοίαρχου Ιωάννη Δεμέστιχα και την βοήθεια του καπετάν Τσόχα, μετέφερε στις περιοχές Θεσσαλονίκης και Σερρών, 5873 τυφέκια Γκρας (ό.π., Γ.Ε.Σ., Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ..., σ. 312).
[xxv] Την εποχή αυτή η «υποβρύχια άμυνα» ήταν οι νάρκες και οι τορπίλες. Ο ελληνικός στόλος ακόμη δεν διέθετε υποβρύχιο. Το πρώτο ελληνικό υποβρύχιο, το «Δελφίνι», κατέπλευσε το 1912, στις παραμονές του Α’ Βαλκανικού πολέμου. «Πληροφορίες από τον ιστορικό της Υ.Ι.Ν., υποπλοίαρχο Παναγιώτη Γέροντα.
[xxvi]Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1882. Πολέμησε κατά το Μακεδονικό Αγώνα το 1906–1907 στη περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών με το ψευδώνυμο καπετάν Νικηφόρος. Στη συνέχεια ανέλαβε την αρχηγία του Στόλου το 1927–28 και αργότερα διορίστηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ως το 1930. Κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διετέλεσε Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας (1943–44) κατά τη θητεία της εξόριστης κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή. Πέθανε το 1960.
[xxvii] Ο όρμος «Μαρμάρι» βρίσκεται στη χερσόνησο της Μπροστόμιτσας κοντά στην Ιερισσό. Στον όρμο αυτόν αποβιβάστηκαν τα σώματα των Προσκόπων υπό τον Παπακώστα και Γιαγλή, κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο.
[xxviii] Πολλοί Ιερισσιώτες μετείχαν με κίνδυνο της ζωής τους στην διανομή του πολεμικού υλικού και των πολεμοφόδιων καθ’ όλη την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Ανάμεσά τους, ο Ανάργυρος Κοντογιάννης, ο Αστέριος Ψέμμας, κ.α..
[xxix] Η σημερινή «Κυανή Ακτή» του δήμου Αμφίπολης του νομού Σερρών.
[xxx] Εννοεί το χωριό Χούμκος (σήμερα Χούμνικο), στην επαρχία της Βισαλτίας στον νομό Σερρών, κοντά στην Νιγρίτα.
[xxxi] Πληροφορία που μου έδωσε ο δισέγγονός του Βασίλειος Καραβασίλης.
[xxxii] Ο µακεδονικός αγών 1903-1908: και n συµβολή των κατοίκων εις την απελευθέρωσιν της Μακεδονίας. Τόµος Β’, Εκδότης Σύνδεσµος Γραµµάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης,
1969, Τόπος Έκδοσης: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
1969, Τόπος Έκδοσης: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ