Ξεκινά το νέο έτος το 2015,με τον πρώτο μήνα του χρόνου τον Ιανουάριο η Γενάρη!
Ας γνωρίσουμε λίγο διαφορετικά τον πρώτο μήνα του χρόνου μέσα από την λαογραφία
μας!
Ο Γενάρης λοιπόν, είναι ο πρώτος μήνας του ημερολογίου μας, και πήρε το όνομα
του (Ιανουάριος) από τον ρωμαϊκό Θεό Ιανό.
Ο Ιανός ήταν θεός της αρχής και του τέλους, της μετάβασης από μια κατάσταση σε
άλλη.
Οι παραδόσεις μας αναφέρουν, ότι ο Γενάρης ονομάζεται έτσι, επειδή «γεννά η
μέρα, και τα αρνιά».
Μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, το σκοτάδι αρχίζει να υποχωρεί.και το φως
κερδίζει τη μάχη.
Φως σημαίνει ζωή πάνω στον πλανήτη, χαρά, ελπίδα, και γενικότερα σημαίνει το
καλό στη ζωή μας.
Το διάστημα που μεσολαβεί από τα Χριστούγεννα μέχρι τα φώτα, αναφέρεται στο
λαϊκό εορτολόγιο ως «δωδεκαήμερο», και θεωρείται πολύ επικίνδυνη εποχή!
Τις νύχτες, που είναι και οι μεγαλύτερες νύχτες του χρόνου, κυκλοφορούν πάνω
στη γη οι καλικάτζαροι, δαιμόνια του σκότους, που αφήσαν για λίγο την κατοικία
τους στα έγκατα της γης και ανεβήκαν στην επιφάνεια για να πειράξουν τους
ανθρώπους.
Οι άνθρωποι προσπαθούν να τους απομακρυνουν με διάφορα μέσα: με τη φωτιά, που
την αφήνουν να καίει όλη νύχτα στο τζάκι, του σπιτιού, με ένα βοτάνι που έχει
έντονη μυρωδιά και που το λένε «απήγανο»,
και φυσικά με το σημείο του σταυρού που διώχνει κάθε κακό.
Προσπαθούν επίσης να καλοπιάσουν ρίχνοντας τους λουκάνικα και ξεροτήγανα στα
κεραμίδια για να φάνε.
Τα δαιμόνια αυτά εξαφανίζονται τα Θεοφάνια, γιατί τα κυνηγά ο παπάς με την
«αγιαστούρα» του.
Κανένα κακό δεν μπορεί να αντισταθεί στον Μεγάλο Αγιασμό, που όλα τα εξαγνίζει!
Φεύγουν λοιπόν και οι καλικάντζαροι φωνάζοντας:
«Φεύγετε να φεύγουμε
Κι ερχετ’ ο ζουρλοπαπας
Με την αγιαστούρα του
Και με την βρεχτούρα του.
Τα κακάβια στο κεφάλι,
Τα παιδιά στην αμασχάλη,
Φιου, και γίναμε καπνός»!
Τα λαϊκά έθιμα που εντοπίζονται στην περίοδο του Δωδεκαημέρου, και κυρίως στα
τρία μεγάλα σημεία της, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, και Φώτα, εκφράζουν την
έννοια του τέλους και της αρχής, δηλώνουν την αγωνία που κατέχει τον άνθρωπο,
μπρος το τέλος μιας περιόδου της ζωης του, και την αρχή μιας άλλης.
Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς, τα διακρίνουμε σε δυο κατηγορίες.
Αυτά που συνδέονται με την έννοια του τέλους, και αυτά που συνδέονται με την
έννοια της αρχής..
Ας δούμε τι εννοούμε με την «αρχή»!
Μπροστά σε μια καινούργια αρχή, που είναι και η νέα χρονιά, και ο μήνας της, ο
Γενάρης, εκείνο που προσπαθούμε όλοι οι άνθρωποι να εξασφαλίσουμε, είναι η
ευτυχία μας.
Για όλους εμάς σήμερα που ζούμε σε έναν πολυσύνθετο κόσμο, όπου κανένας δεν
ξέρει τι είναι η που ανήκει ακριβώς, το τι είναι ευτυχία, είναι δύσκολο να
καθοριστεί.
Για τον αγρότη όμως, της προβιομηχανικής εποχής, τα πράγματα ήταν πολύ απλά.
Ευτυχία, ήταν η καλή σοδειά, που θα τον γλύτωνε από την πείνα, η καλή υγεία,
και η καλή καρδιά.
Αυτή άλλωστε ήταν και η συνηθισμένη ευχή της πρωτοχρονιάς.
«ΓΕΡΟΣΥΝΗ,
ΚΑΛΟΣΥΝΗ, ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΜΠΕΡΕΚΕΤΙΑ».
Τα Ελληνικά έθιμα του δωδεκαημέρου, έχουν τα περισσότερα την καταγωγή τους στις
ρωμαϊκές γιορτές αυτής της περιόδου, οι οποίες είχαν ενσωματώσει πολλά από τα
στοιχεία της Αρχαίας Ελληνικής λατρείας, αλλά και πολλά έθιμα της Ανατολής..
Οι ρωμαϊκές γιορτές που εντοπίζονται στις χειμερινές τροπές του Ήλιου (δηλαδή,
τέλη Δεκεμβρίου — αρχές Ιανουαρίου) είναι οι εξής: α) τα Σατούρνια (μεταξύ
17-23 Δεκεμβρίου) ήταν γιορτή προς τιμή του θεού δαίιιπιιΐδ (αντίστοιχου με τον
Κρόνο των Ελλήνων), β) το «Γενέθλιον του
Αήττητου Ηλίου»), γ) η Πρώτη των Καλένδων (δηλαδή, η πρώτη Ιανουαρίου), κατά
την οποία γινόταν η εγκατάσταση των καινούριων πολιτι¬κών αρχών της Ρώμης, και
δ) τα Υοΐα Ριιβ1ίθ3. (δηλαδή, οι δημόσιες ευχές), στις 3 Ιανουαρίου, οπότε οι
ύπατοι ορκίζονταν στο λαό να φυλάξουν τους νόμους και να κυβερνήσουν δίκαια.
Η χριστιανική εκκλησία πήρε από την αρχή, όπως ήταν φυσικό, έντονα εχθρική
στάση απέναντι στις ειδωλολατρικές αυτές γιορτές.
Επειδή όμως είδε ότι τα έθιμα που ήταν συνδεμένα μαζί-τους — όπως λ.χ. οι
μεταμφιέσεις, τα τυχερά παιχνίδια, η εκλογή βασιλιά των Σατουρναλίων, οι
μαντικές ενέργειες και η κάθε λογής ασυδοσία— ήταν βαθιά ριζωμένα στη ζωή του
λαού, ο οποίος δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να τα αποχωριστεί, έκανε τότε το
μεγάλο ιστορικό συμβιβασμό-της: τοποθέτησε στη θέση των ειδωλολατρικών γιορτών
τις δικές-της μεγάλες επε¬τείους, τα Χριστούγεννα, τη γιορτή του αγίου
Βασιλείου και τα Φώτα.
Και επέτρεψε —ή, καλύτερα, ανέχτηκε — να ενσωματωθούν σ' αυτές τα πατροπαράδοτα
λαϊκά έθιμα αυτής της περιόδου.
Η ίδια μάλιστα η εκκλησία ευνόησε ορισμένες ταυτίσεις, όπως λ.χ. του Μίθρα με
το νεογέννητο Χριστό και του βασιλιά των Σατουρναλίων, εφόρου των τυχερών
παιχνιδιών, με το Μέγα Βασίλειο (μέσα από την παρετυμολογία Βασίλης-βασιλιάς).
Έτσι, στα νεοελληνικά λαϊκά έθιμα, ο αϊ- Βασίλης, σεπτός ιεράρχης της
εκκλησίας, έχει αποχτήσει και μιαν άλλη παράξενη ιδιότητα, να φανερώνει στους
ανθρώπους την τύχη-τους: απόδειξη το φλουρί της βασιλόπιτας, αλλά και ένα σωρό
άλλες μαντικές πράξεις που εντοπίζονται τη μέρα της γιορτής-του και ποικίλλουν
από τόπο σε τόπο.
Στην Κύπρο λ.χ. το βράδυ της παραμονής του αγίου Βασιλείου παίρνουν κλαδιά
ελιάς, κόβουν τα φύλλα-τους και «παίζουν», όπως λένε, «τον
αϊ-Βασίλη»,.καθισμένοι μπροστά στη φωτιά.
Ρίχνουν, ο ένας μετά τον άλλον, στη φωτιά ένα φύλλο ελιάς και λένε: «αϊ- Βασίλη
βασιλιά, που ξούσιάζεις τον τουνιάν, δείξε και φανέρωσε αν μ' αγαπά» (ο τάδε ή
η δείνα).
Και παρατηρούν τις κινήσεις του φύλλου μέσα στη φωτιά.
Ζωηρή κίνηση σημαίνει ζωηρή αγάπη, αδύναμη κίνηση σημαίνει.αδύναμη αγάπη,
κάψιμο χωρίς κίνη¬ση, καθόλου αγάπη.
Στη Σκύρο μαντεύονται αλλιώς.
Το πρωί του αγίου Βασιλείου πάνε στο σταύλο κι αφού βάλουν τα βόδια να
πρωτοπατήσουν σε σίδερο, για να είναι σιδερένια όλο το χρόνο, περνάνε ύστερα τη
βωδόκλορα (βοϊδοκουλούρα, δηλαδή, που ζυμώνουν επίτηδες για τα βόδια αυτή τη
μέρα) απ' το κέρατο του βοδιού.
Καθώς τινάζει αυτό το κεφάλι-του, για να ελευθερωθεί, πέφτει η κουλούρα.
Ανάλογα με το πώς θα πέσει, μπρούμυτα, ίσια ή όρθια, μαντεύονται αν η σοδειά
θάναι καλή για το κριθάρι, το σιτάρι ή το λαθούρι.
Έπειτα δίνουν τη μισή κουλούρα να τη φάει το βόδι και την άλλη μισή ο παραγιός
ή ο βοσκός.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι' αρχή του Γεναρίου,
κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη γη να περπατήσει.
Εβγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες
κι ο πρώτος-του χαιρετισμός ήταν άγιος Βασίλης.
—"Αγιε Βασίλη δέσποτα, καλό ζευγάρι κάνεις.
—Με την ευκή-σου, δέσποτα, καλό κ' ευλογημένο.
Στάθηκε και το βλόγησε με το δεξί-του χέρι,
με το δεξί, με το ζερβί, με το μαλαματένιο,
πάλι το ξαναβλόγησε με μαργαριταρένιο.
—Θα σε ρωτήσω, δέσποτα, πόσα πινάκια σπέρνεις;
—Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε,
μα κείνο το ζηλέψανε περδίκια και λαγούδια,
παίρνω το ντουφεκάκι-μου και πά'να τα σκοτώσω.
Μήτε περδίκια σκότωσα, μήτε λαγούς έπιασα,
μόν' θέρισα κι αλώνισα όλα τ' αποφαγούδια•
και κάνω χίλια μετρητά και χίλια μετρημένα•
κ' εκεί που το μετρούσανε, να κι ο Χριστός κ'επέρνα,
κ' εκεί που στάθηκε ο Χριστός χρυσό δεντρί φυτρώθη,
κ' εκεί που παραστάθηκε χρυσό κυπαρισσάκι,
στη μέση είχε το σταυρό, στην άκρη το Βαγγέλιο,
και στα παρακλωνάρια-του Αγγελοι, Αρχάγγελοι,
και κάτω στη ριζούλα-του μια κρυσταλλένια βρύση,
να κατεβαίνει η πέρδικα να βρέχει τα φτερά-της,
να ραίνει τον αφέντη-μας τον πολυχρονεμένο.
Εσένα πρέπει, αφέντη-μου, δαμασκηνό τραπέζι,
όταν ανθεί η δαμασκηνιά ν' ανθεί και το τραπέζι
και πάλι ξαναπρέπει-σου στα πευκιά να καθήσεις,
να κοσκινίζεις το φλωρί, να πέφτει το λογάρι,
και τ' αποσκονίδια-του σκλάβους να τ' αγοράζεις.
Πολλά 'παμε τ' αφέντη-μας,
ας πούμε της κυράς-μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα,
πήρες τα ρόδα απ' τη ροδιά, τ' ασπράδι από το χιόνι
πήρες και το ματόφρυδο από το χελιδόνι.
Πολλά 'παμε και της κυράς ας πούμε και της κόρης.
Κυρά-μ', τη δυχατέρα-σου γραμματικός την θέλει,
κι αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει,
γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα,
γυρεύει και τη Βενετιά μ' όλα-της τα καράβια,
γυρεύει και τον κυρ Βοριά να τα καλαρμενίζει.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ
ΟΛΟΥΣ
Βασίλης Τσούγκαρης