Σύντροφε ανακριτά, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαστε πράγματι σύντροφος. Η μάλλον, αρχίζω να πιστεύω πως δεν είσαστε και σας το λέω έξω απ’ τα δόντια, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσω την οργή σας. Επιτέλους, ελάτε στη θέση μου, προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση με τα δικά μου μάτια και πέστε μου ύστερα αν έχω δίκιο να λέω ότι το πράγμα καταντάει αφύσικο. Κατέγραψα τόσα γεγονότα, ανέφερα συγκεκριμένα στοιχεία, ονόματα, ημερομηνίες, επανήλθα σε λεπτομέρειες για να διευκρινίσω τα τυχόν σκοτεινά σημεία, ομολόγησα ότι έτυχε να πω σε ορισμένες περιπτώσεις τη μισή αλήθεια κι όμως εσείς εξακολουθείτε να σωπαίνετε, δεν εννοείτε να παίξετε σωστά τον ρόλο σας, δεν εννοείτε να μου υποβάλετε ερωτήσεις, με αφήνετε να εικάζω τι μπορεί να σας ενδιαφέρει – μάντης είμαι;
ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ «Το κιβώτιο»
|
|
|
«Άκουσα πως μεγάλωσες», της έλεγε άλλη φορά, «μες στην αμφιβολία. Είναι απαραίτητο να πιστέψεις παραπάνω τον άνθρωπο και τη βοήθειά του». «Όχι». Έλεγε η Άννα. «Εγώ μεγάλωσα μέσα σε μια σακούλα χαρτοπόλεμο. Προσπαθούσα να ξεχωρίσω μέσα σ’ εκείνο το πλήθος τα χρώματα, το ιδιαίτερο, που δε θα εξαφανίζονταν με τη γοργή στροφή, να μπερδευτεί με τα άλλα χρώματα. Σε ποια μεριά της γης να βρίσκουνται άραγε, συλλογιζόμουν πάντα, τα σπουδαία πράγματα… »… Μεγάλωσα μπροστά σ’ ένα ψιλικατζίδικο. Κάθε πρωί, χειμώνα καλοκαίρι, με χιόνια και βροχή, βγαίναν τα ψιλικά από μέσα, και τα κρεμνούσανε γύρω γύρω, και στην ψηλότερη θέση κρεμνούσανε τρία μαξιλαράκια, και ήταν ζωγραφισμένα απάνω τρία γατιά, καφέ, μαύρο και μολυβί. Αλλά δεν τα αγόρασε ποτέ κανείς. Και εγώ τα λυπόμουνα και ήθελα να αγοράσω το καφέ γατάκι. Αλλά η μητέρα δεν έδινε χρήματα. Έλεγε η μητέρα ότι τα χρήματα είναι προορισμένα για καλύτερα πράγματα...».
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ «Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;»
|
|
|
«Όμως μη μου λες για ήττα, μια λέξη για τα άλογα στον Ιππόδρομο! Δεν αισθάνομαι νίκες και ήττες πια βαθιά μέσα μου. Θέλω, ελπίζω να ζήσω το όμορφο από τους πόθους μου και μαζί ησυχάζω, νιώθοντας το καζάνι από τη φωτιά να φθείρεται. Έχω μια νέα χαρούμενη αίσθηση από τη φθορά, την ελπίδα που τελειώνει. Και μαζί μ’ αυτά, όνειρα, χίλια όνειρα: ν’ αλλάξουν όλα, να γίνουν όλα απ’ την αρχή, με βία, να προφτάσει κανείς. Ανυπομονησία και υπομονή…».
Απόσπασμα από τη συνέντευξη που έδωσε ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΔΟΥΚΑΣ στον Νίκο Λαγκαδινό, το 1981 Σας προτείνουμε: «Ιστορία ενός αιχμαλώτου»
|
|
|
Κοιτάξτε, πολλοί σήμερα παριστάνουν τους ασυμβίβαστους και λένε: Εγώ δεν θα γίνω ποτέ δημόσιος υπάλληλος και δεν θα υπηρετήσω το κράτος. Ωραία, δεν θα υπηρετήσεις το κράτος. Αλλά που γλύφεις καθημερινά χιλιάδες μαικήνες και κάνεις τούμπες μπροστά τους; Αυτό δεν είναι μεγαλύτερη σκλαβιά; Γιατί μπορεί, όταν υπηρετείς το κράτος, να φιμώνεσαι θεληματικά, στις άλλες όμως περιπτώσεις μιλάς –και μάλιστα γίνεσαι και λαλίστατος– αλλά με τη φωνή του κυρίου σου…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Συνομιλία με τη Βένια Γονατοπούλου, Μάρτιος 1985, «Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής»
|
|
|
Τον καιρό εκείνο, κάθε Κυριακή που δε δουλεύαμε, στέκαμε ώρες ολόκληρες και κοιτάζαμε τις γυναίκες που και κείνες βγαίναν απ’ τ’ αντίσκηνα και μας κοιτάζανε. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη. Είναι ζήτημα αν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε κι αν ακόμη φωνάζαμε. Κάτι τέτοιο φυσικά κανείς δεν ξεθάρρευε να το δοκιμάσει. Ούτε χρειαζόταν. Αυτό το σιωπηλό αλληλοκοίταγμα που περνούσε δυο φράχτες από συρματόπλεγμα, δεν είχε ανάγκη από μιλιά. Ήταν οι ώρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν. […] Το ηλεκτροφόρο με το ρεύμα υψηλής τάσης και το συρματόπλεγμα με τις σκοπιές δεν ήταν μια απλή τεχνική εγκατάσταση, ένας αδιάβατος φράχτης. Εδώ μια διαταγή όριζε να χωριστεί τελεσίδικα τ’ αρσενικό απ’ το θηλυκό. Μια διαταγή σε μέγεθος μοίρας. Μια διάσπαση του αιωνίου ζεύγους. Ένα παρά φύση κόψιμο των από ουρανό και γη ταγμένων να «έσονται εις σάρκαν μίαν».
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ «Μαουτχάουζεν»
|
|
|
Σ’ ένα Τριακονταετή Πόλεμο πολλοί είναι εκείνοι που εκούσια ή ακούσια θυσιάζονται· υπάρχουν όμως και κάποιοι δεξιοτέχνες της επιβίωσης που μεθοδικά και αδίσταχτα αξιοποιώντας τα όσα προσόντα τους χάρισε η φύση επιδιώκουν ένα και μοναδικό σκοπό: να διολισθήσουν μέσα από την κοινή δοκιμασία αλώβητοι. Τέτοιος προικισμένος δεξιοτέχνης είναι και ο ήρωας αυτού του βιβλίου.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ «Αντιποίησις αρχής»
|
|
|
Ποτέ μας δεν καταλαβαίναμε τον παραλογισμό, μας λέγαν προχωράτε, προχωρούσαμε, χτυπάτε και χτυπούσαμε, μονάχα όταν φεύγαμε μακριά τους, συλλογιόμασταν ότι καιρός μας ήταν να σκεφτούμε και μονάχοι μας, για τα δικά μας.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΛΑΣ «Η μεγάλη πλατεία»
|
|
|
Τότε κατάλαβα αυτό που ο Σιλβέστρος είχε καταλάβει από μόνος του, κι όχι μόνο το κατάλαβε αλλά έκανε αυτό που οι στιγμές απαιτούσαν. Πώς να μη ζηλεύεις αυτόν το δεσμό που έχουν τα ζώα με τη φύση, αυτόν τον αδιάλειπτο διάλογο μαζί της, που οι γάτες μου μου έδειξαν πως δεν διακόπτεται ούτε κι όταν είναι έγκλειστες, απομονωμένες από τον κόσμο κι από τη φύση. Η φύση είναι μέσα τους ή, καλύτερα, οι ίδιες είναι μέρος της φύσης, κι όταν εγωιστικά τις κλείνουμε για να τις έχουμε κοντά μας, αυτές μας φέρνουν τη φύση μέσα στο σπίτι όπου εμείς είμαστε οι έγκλειστοι.
ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ «Βίος και έργα της Γάτας της Σοφής»
|
|
|
«Η γενιά σου κοσκινάει πολύ, κριτικάρει, αμφισβητεί, καγχάζει, μα δεν πιστεύει σε τίποτα, δεν έχει ιδανικά…» «Ε, λοιπόν, ναι, Βαλάκο, έτσι όπως τα λες είναι. Και ξέρεις γιατί; Γιατί σκυλοβαρέθηκαν οι περισσότεροι νέοι το ιδεολογικό φαφλαταριό και τις πολιτικές απάτες απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχονται. Δεν είναι όλοι πρόβατα ν’ ακολουθούνε γκεσέμι. Βγάλανε από το μούσκιο κάποιο ξεχασμένο όργανό τους, το μυαλό, και το βάλανε να λειτουργεί. Μας κατηγορούν εμάς τους νέους γιατί γυρεύουμε την καλοπέραση και τον έρωτα. Υπάρχει τίποτα το αφύσικο στη διάθεσή μας αυτή; Και, τελικά, δε νομίζεις πως πάει πολύ να ζητούν από μας ευθύνες για όλα τα στραβά; Εμείς ούτε το χτες φτιάξαμε, ούτε και μας αφήνουν να στήσουμε σκαλωσιές για να προετοιμάσουμε κάποιο ανθρωπινότερο αύριο. Δεν είμαστε ούτε ηρωική γενιά, ούτε κι ευτυχισμένη […].»
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ «Κατεδαφιζόμεθα»
|
|
|
Δεν ήξερα πως η μοναξιά πίνεται γουλιά γουλιά. Mήτε πως είναι τόσο πικρή. Kάθε ώρα και κανάτι. Tο στόμα μου δε λέει να τη συνηθίσει. Mου ανεβαίνει και στο κεφάλι. Άνθρωποι χειρονομούν, αγορεύουν σε τόνο διδαχτικό. Πλαγιασμένος στη σοφίτα μου ή καθιστός, τους ακούω να λένε, να λένε, σαν κομμένες κεφαλές. Tα ίδια και τα ίδια· λόγια χυμένα σ’ ένα καλούπι όλα.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ Ακυβέρνητες Πολιτείες «Η Λέσχη»
|
|
|
|
Όπου και να γυρίσεις θα δεις σήματα. Δείκτες, βέλη, απαγορευτικά, φανάρια, κατευθυντήριες γραμμές κι επιτακτικές οδηγίες ορίζουν με χίλιους τρόπους πώς να βαδίσεις. Σήματα στις γωνιές, σε πινακίδες, σε στύλους, στους τοίχους, πολλά κρέμονται από τα σύρματα κι άλλα απλώνονται στην άσφαλτο με πελώρια λευκά γράμματα. Στάσου, προχώρα, στρίψε, γύρνα πίσω, πήγαινε γρήγορα. Το ρεύμα διοχετεύεται σε υποχρεωτικές διαβάσεις, πιο κάτω μοιράζεται σε στενότερα περάσματα, ξαφνικά όμως σκοντάφτει σε εμπόδια γιατί άλλα σήματα το κόβουν απότομα ή το σπρώχνουν σε αντίθετες κατευθύνσεις κι αδιέξοδα. Όλα κανονίζονται με σήματα. Τι πρέπει να κάνεις και τι ν’ αποφύγεις. Αν οι ενδείξεις έμεναν σταθερές, θα βρισκόταν κάποιος ρυθμός έστω με λίγη περισσότερη κούραση. Τώρα όμως πέφτεις αδιάκοπα σε καινούργιες οδηγίες που δεν είναι τίποτ’ άλλο από αυστηρές προσταγές. Το λάθος υπάρχει διάσπαρτο παντού. Σωστό είναι πάντα ό,τι επιτρέπεται, ό,τι είναι γραμμένο. Και προσθέτουν συνέχεια ταμπέλες, φώτα και βέλη χωρίς ν’ αφαιρούν εκείνα που αχρηστεύονται ή αναιρούνται με κάθε νέα τοποθέτηση. Ισχύουν όλα μαζί κι έτσι η αναταραχή γίνεται πιο έντονη και το κυριότερο ακατανόητη.
ΑΝΤΡΕΑΣ ΦΡΑΓΚΙΑΣ «Το πλήθος. 1»
|
|
|
«Tόσα χρόνια σ’ αυτόν το μάταιο πόλεμο, κι ακόμα πασχίζω, γαβγίζοντας, έστω κι ας μην μπορώ να δαγκώσω, γράφοντας συνθήματα οργής πίσω από πόρτες δημόσιων καμπινέδων, αφημένος στο επικίνδυνο μπότζι των νεύρων μου να μου χαράζει πορεία, ανοίγοντας κλουβιά καναρινιών στο καταχείμωνο, που θα βρεθούνε σαν τα όνειρά μας κόκαλο στο ρείθρο ή φτερά να ταξιδεύουν πάνω απ’ αυλές, οδούς και στέγες – πούπουλα.»
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ Έτσι σαν πρόλογος, από τη συλλογή διηγημάτων «Ο Μπιντές» (Άπαντα Μάριου Χάκκα)
|
|
|
|
|