Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μια ψηλή οστεώδης ανδρική φιγούρα, με μαύρη καπαρντίνα κι ένα φθαρμένο δερμάτινο βαλιτσάκι στο χέρι, περιφέρεται στις λεωφόρους του Πειραιά ακολουθούμενη από ένα πλήθος που αλαλάζει: «Κωστάκη Πρου, καμία δε σε θέλει» και που επίμονα ρωτά: «Πού πήγανε οι λίρες του Κόμματος, Κωστάκη;»
Αυτός υπομένει στωικά τις λοιδορίες και το διασυρμό του, ενώ φιλοσοφεί «διδάσκοντας» σε έναν εφτάχρονο φίλο του την τέχνη του λόγου, προτρέποντάς τον να γίνει συγγραφέας. Ισχυρίζεται ότι το πραγματικό του όνομα είναι Κωνσταντίνος Καβάφης.
Του Φ. όμως και όχι του Π., όπως ήταν το πατρώνυμο του Αλεξανδρινού ποιητή, συν το γεγονός ότι αυτός καταγότανε απ’ την Ισμαηλία.
Ποιος ήτανε, εντέλει, ο Κύριος Κωστάκης Πρου;
Ένας δωσίλογος που κρυβόταν;
Ένας φιλόσοφος των λαϊκών οδών, ένας διεστραμμένος παιδόφιλος ή ένας ακίνδυνος τρελαμένος του Εμφυλίου;
Τις απαντήσεις δίνουν οι συχνές μεταθανάτιες εμφανίσεις του, κάτω από ένα φανοστάτη της Ηλεκτρικής Εταιρείας κάθε φορά στις δύο μετά τα μεσάνυχτα και πάντοτε Τετάρτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου