Απόμεινα τότε, θυμάμαι, εκεί, κάτω από τη μεγάλη γαλαρία, γερμένος για κάμποση ώρα πάνω στη βαριά σιδεριά της καστρόπορτας, να κλαίω με αναφιλητά, ώσπου μέσα στο βούρκο του μυαλού μου άστραψε η σκέψη πως από κείνη την ώρα ήμουνα πια εγώ η μοναδική, η πιο μεγάλη ντροπή του Φρουρίου. Σκέφτηκα τις μέγαιρες αφρισμένες να με διώχνουνε, να με κατασπαράζουνε και να με ματώνουνε με τα νύχια και με τα δόντια τους. Τότε ένα σαρδόνιο γέλιο ξεχύθηκε από μέσα μου και μια δύναμη, που δεν ξέρω από πού ήρθε, έσφιξε τις γροθιές μου. Ένιωσα άτρωτος. Έκανα αμέσως μεταβολή και τράβηξα αποφασισμένος, με το κεφάλι ψηλά και με βήμα γοργό κατά το σπίτι μας. Στα παραθύρια πια δεν έστεκε καμιά. Δεν είδε καμιά τη δύναμή μου. Εκείνο το πρωί δεν πήγα στο μαγαζί. Αλλά ούτε θυμάμαι να ξανάνιωσα ποτέ τόσο άτρωτος όσο εκείνη τη μέρα.
Μια χειμαρρώδης συνειρμική αφήγηση ζωής.
Ένας άνθρωπος-παράπλευρη απώλεια ενός ιστορικού πολεμικού δυστυχήματος, ο φάκελος του οποίου δεν άνοιξε ποτέ.
Μια άκρως προσωπική υπόθεση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου