«Εδώ είναι κλειστή η κοινωνία, θα σε δείχνουν όλοι με το δάχτυλο! Κι έπειτα πώς μπορείς να αποδείξεις ότι λες αλήθεια; Θα βγει ο Ηλίας και θα πει πως τα έβγαλες από το μυαλό σου για να έχεις πάτημα να τον χωρίσεις. Κουδούνια θα σου κρεμάσουν, κι εγώ στην Καβάλα έχω ένα όνομα, με ξέρουν κι οι πέτρες! Γύρνα στο σπίτι σου και βούλωσε το στόμα σου. Τον ήθελες και τον πήρες, ποιος σου φταίει; Δε σ’ τα έλεγα εγώ ότι είσαι μικρή για παντρειές; Αλλά σου πήρε ο έρωτας τα μυαλά και δεν άκουγες τίποτα! Σάμπως με άκουσες και ποτέ; Μαύρο έλεγα, άσπρο έλεγες! Μια ζωή κόντρα μού πήγαινες! Καλά να τα πάθεις τώρα!» «Είναι δυνατόν να λες κάτι τέτοιο; Μου φέρθηκαν σαν να ήμουν ένα ζώο για σφαγή, ένα αντικείμενο, κι εσύ μου λες καλά να πάθω; Μικρή ήμουν, ερωτεύτηκα, πού να φανταστώ ότι αυτός που έβλεπα εγώ για πρίγκιπα ήταν ένα κάθαρμα, ένας εγκληματίας; Κι εσύ πότε μου στάθηκες σαν πατέρας, να νιώσω ότι νοιάζεσαι για το καλό μου; Δεν ήθελες να τον παντρευτώ για να μη φύγω απ’ τη δουλειά, μόνο αυτό σ’ ένοιαζε! Μου είπες ποτέ “Μην τον πάρεις, παιδί μου, δεν είναι καλός άνθρωπος”; Μου έδωσες ποτέ να καταλάβω ότι ενδιαφέρεσαι για μένα;» Η Ελπίδα ούρλιαζε από απόγνωση.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου