Τετάρτη 12 Απριλίου 2023
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση | Εκδόσεις Κέδρος
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση.
Γιάννης Ρίτσος, από την ποιητική συλλογή Τα αρνητικά της σιωπής
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα
να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα
δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε
τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα – μια μικρή τριήρης
σε μια πάγχρυση θάλασσα· – μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε
για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ανέτοιμος, ναι˙ – δεν το μπορώ˙ μου λείπει η αναλογία
εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα
και με τα γεγονότα˙ – όχι λιγοψυχία, – ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα ξένος
μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μού έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο - λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κι εμείς να το δεχόμαστε;
Η ΕΛΕΝΗ
Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,
θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας
είταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ
Τι μόνοι, θε μου, και ξένοι παρ’ όλη την κοινότητα της μοίρας μας. Τόσην ώρα
μιλώ μόνο για μένα, μ’ όλο που το ξέρω
πως εσύ λείπεις πιο πέρα απόνα τέλος, εντελώς αποκομμένο
από κάθε συνέχεια, εκεί που εξαφανίζονται οι λέξεις, κι η σιωπή
δε μοιάζει ταιριαστή με τίποτα, κι ούτε αναπαύεται στον εαυτό της.
Αυτό κανένας δεν το αντέχει˙ – ίσως γι’ αυτό επιμένω ακόμη
σε λόγια, σε συσχετισμούς, σε αναμονές κι αναμνήσεις,
σε μια προκαταδικασμένη απόπειρα μεταλλαγής ή μεταμφίεσης έστω
όπως τότε μπροστά στο Βωμό – τόσο μονάχη, τόσο ανυπεράσπιστη και τρομαγμένη
κλαίγοντας με μικρόπρεπα αναφυλλητά που τ’ άκουγα η ίδια
πιο δυνατά απ’ όσο τ’ άκουγαν οι άλλοι.
Κι άξαφνα
είδα ένα αγκάθι άκρη - άκρη στο χιτώνα της μητέρας και μεμιάς κατάλαβα
το αναπότρεπτο πια του θανάτου μου. «Τελειώνετε», είπα
προφέροντας καθαρά συλλαβή - συλλαβή. «Δεν πειράζει
μια κ’ είναι για τη χώρα μ ο υ˙ μια κ’ είναι
να ξεκινήσουν τα καράβια μ α ς, δεν πειράζει για μένα». Κ’ είδα στη ματιά τους
το θαυμασμό και τη θλίψη˙ (έτσι τουλάχιστον
ζήτησα να εκμεταλλευτώ το θάνατό μου – αν γίνεται). Τούτα τα λόγια
χιλιάδες φορές τάδα γραμμένα στο μάρμαρο. Μου ανάβανε τα μάγουλα.
Ευχήθηκα
νάχα πεθάνει τότε στ’ αλήθεια, για να μην τα ξανακούσω. Ωστόσο
και μέσα στη ντροπή μου είταν και κάποια μυστική ευφροσύνη
ίσως σαν την επιτυχία του ηθοποιού.
Τώρα
το δράμα τέλειωσε˙ – δεν έχουμε πια θεατές κι ακροατές. Η αλλαγή
ακατόρθωτη πια˙ κ’ η μεταμφίεση
άδεια από κάθε σημασία, – ούτε κ’ εμάς τους ίδιους δεν ελευθερώνει
απέναντι σε ποιους; απέναντι σε ποιον καθρέφτη;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Κείνα τα χρόνια,
πολλές φορές, σεργιανώντας μονάχη στον κήπο, μούχε τύχει
νάρχεται αθόρυβα πίσω απ’ τη ράχη μου η σελήνη, και ξάφνου
να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια. «Ποιος είμαι;», ρωτούσε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.
[…]
Κάποια νύχτα
μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω η μητέρα: «Με ποιον κουβεντιάζεις;».
«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,
είπε η μητέρα˙ «δεν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,
όντως η γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο
τινάχτηκε έξω από το συντριβάνι. Το άρπαξε η γάτα
και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα –
(τρόμαξα μη μου φάει τόνα χέρι τής σελήνης)˙ – κ’ η μητέρα με πίστεψε.
Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,
πώς να μιλήσουμε, σε ποιον, και τι να πούμε. Μένουμε μόνοι
με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,
με πλήθος αφανείς εχθρούς ή, μάλλον, εχθρότητες. Ωστόσο
και με πολλούς συμμάχους – αφανείς κι αυτούς – καθώς η σελήνη
του παλιού κήπου, καθώς το χρυσόψαρο ή ακόμη κ’ η γάτα.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Ποτέ δεν επαρκούμε στις επιθυμίες μας. Η επιθυμία δεν επαρκεί. Απομένει
η κούραση, η παραίτηση, – μια ευτυχισμένη σχεδόν αβουλία,
ο ιδρώτας, η διάσπαση, η ζέστη. Ώσπου φτάνει, επιτέλους, η νύχτα
να σβήσει τα πάντα, να τα σμίξει σ’ ένα στέρεο και άυλο σώμα, δικό σου,
να φυσήξει μια στάλα απ’ το πευκόδασος ή κάτω απ’ τη θάλασσα,
να βουλιάξουν τα φώτα, να βουλιάξουμε.
ΙΣΜΗΝΗ
Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία – ποια αμαρτία; –
γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας;
[…]
Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σεβάσμιε φίλε, είμουνα βέβαιος για τη βαθειά σου κατανόηση. Εμείς οι νεότεροι
που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα
τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα,
με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο,
γνωρίζουμε κ’ εμείς κι αναγνωρίζουμε, κ’ έχουμε, ναι, κ’ εμείς τις πληγές μας
σ’ άλλο σημείο τού σώματος – πληγές αθώρητες,
χωρίς το αντίβαρο της περηφάνειας και του αξιοσέβαστου αίματος
του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα.
Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε˙ – ποιος τους την ζήτησε;
Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας
τα χρέη και τις υποθήκες άλλων. Μήτε καν προφτάσαμε
να δούμε μιαν αυγή ένα ήσυχο χέρι ν’ ανοίγει το παράθυρο απέναντι
και να κρεμάει απ’ έξω, στην πρόκα του τοίχου, ένα κλουβί καναρίνια
με τη σεμνότητα μιας περιττής κι αναγκαίας χειρονομίας.
ΦΑΙΔΡΑ
Ίσως κ’ εσύ να το ξέρεις:
τα πιο όμορφα πράγματα τα λέμε συνήθως
για ν’ αποφύγουμε να πούμε μιαν αλήθεια˙ κ’ ίσως
αυτή η αποσιωπημένη αλήθεια νάναι που δίνει
τη μεγάλη ομορφιά κι αοριστία
σ’ αυτά τα τετριμμένα ξένα λόγια – αιώνιος νόμος
της ομορφιάς που λένε.
Η αοριστία πάντα
μαρτυράει κάτι βαθύ κι ορισμένο – πιθανόν τραγικό ή και κτηνώδες –
μια θυσιασμένη επιθυμία,
λερναία επιθυμία˙ – διασκεδάζει να κρύβει
σε ρόδινα ή σε πάγχρυσα νέφη
τα νέα κεφάλια της˙ διασκεδάζει να παίζει
στα νύχια της έναν κόκκινο σπάγγο˙ να τοποθετεί
τα κομμένα κεφάλια της στον ασημένιο δίσκο στολισμένα με πολύχρωμες ταινίες˙
να βγάζει τα καρφιά απ’ τον τοίχο, να τα στήνει ορθά στο κρεββάτι, παίζοντας έτσι
με το δικό μας το μοναδικό κεφάλι, η πολυκέφαλη. Και πια, – τι να κάνουμε; –
αυτό το παιχνίδι μάς αρέσει. Κάποτε, μάλιστα,
το παίζουμε και για λογαριασμό μας (με δική μας τάχατε πρωτοβουλία) –
ο ίδιος κόκκινος σπάγγος, τα κεφάλια στο δίσκο με χρωματιστές κορδέλες,
τα καρφιά στο κρεββάτι.
ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΔΙΑΥΓΕΙΑ
Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,
μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ’ τα ωχρά χωράφια της φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό˙ μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, – μπορείς να πεις κ’ ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα που δεν είχες και δε θάχεις
είναι σχεδόν σα να τάχεις, – τάχεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ’ ίσως με ειλικρίνεια.
Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ
Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ’ αφήναν νηστικό.
Τα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!
Ανωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου ’βγαινε η ψυχή.
Είκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Και ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ’ αφεντός τα στρέμματα.
Και στον πόλεμ’ «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.
Και γι’ αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Αλλ’ εμένα σε μια σφήνα
μ’ έδεναν το Μάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Κι ο παπάς με την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
‒ Σε καβάλησε ο Χριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ’ η Χώρα κι οι Καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τι,
να ζητάς την αρετή!
‒ Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
‒ Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
‒ Αντραλίζομαι!… Πεινώ!…
‒ Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
Κι έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι εγώ,
του θεού τ’ αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Κι όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν’ η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράμη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!…
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Κωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άι-Φραγκίσκο:
‒ «Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
» Σώσε το γέρο κυρ Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
» Το σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!…»
Μα με την κουβέντ’ αυτή
πόρτα μού ’κλεισε κι αυτί.
Τότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
‒ «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρα δώ.
» Αν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρεις. Οπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
» Μη χτυπάς τον αδερφό σου ‒
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ’ αφεντικό.
» Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
» Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ’ η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».
ΤΟ «ΑΝ» ΤΟΥ ΚΙΠΛΙΓΚ
(Παρωδία)
Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σού κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη˙
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν˙
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων˙
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ’ όσα ψέματα σου λεν με πιότερ’ απανταίνεις˙
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.
Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο˙
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις˙
αν, ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι’ αληθινό – να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη˙
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά και συ ξαναμολάς καινούργιον.
Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορόνα γράμματα να παίζεις˙
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το ’χεις˙
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν’ αποδίδουν˙
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός»! εσύ φωνάζεις «πίσω»!
Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση˙
κι αν μήτε φίλους μήτ’ εχτρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν˙
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα ’ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη που ’χει
κι έξοχος θα ’σαι Κ ύ ρ ι ο ς, αλλ’ Ά ν θ ρ ω π ο ς δε θα ’σαι!
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
ΤΟ ΨΩΜΙ
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί
είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω
όπως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή
μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ο υ ρ α ν ό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ο υ ρ α ν ό
Ας μη το κρύβουμε
διψάμε για ουρανό!
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΛΛΙ
Το δάσος. Ο ίσκιος. Ο βαθύς αναπαμός. Εκεί.
Μια θάλασσα ως τα πόδια του, φιλώντας τα, που φτάνει.
Κ’ οι ολανοιγμένοι ορίζοντες αποκαλυπτικοί,
και τα βουνά, βασιλικό του δάσους το στεφάνι.
Το κελλί. Τοίχοι αστόλιστοι. Βιβλία σπαρμένα. Εδώ.
Μια γάστρα· φτωχοζώντας το σαν από αίμα ανθάκι,
σε μια κιθάρα ένα τραγούδι· και το τραγουδώ.
Σβυστό στην άκρη, θύμηση του κρύου καιρού, το τζάκι.
Εκεί είν’ η πλάση· Θεού, και ποιου, ποια εικόνα μυστική;
Εδώ η ψυχή, μια μουσική δαρτή από κάποιο κρίμα.
– Κ’ εδώ κ’ εκεί, κάθε φορά που θα φανής εσύ,
σμίγεις το δάσος, το βουνό, το λογισμό, το κύμα.
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος
ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ*
Όταν ετούτο τ’ άστρο που το φως του
πέφτει τώρα στα μάτια μου σα μια χρυσή σταγόνα
όταν ετούτο τ’ άστρο πρώτη του φορά
έσκισε τα σκοτάδια του κενού
πάνου στη γης δεν ύπαρχε μήτε ένα πανδοχείο
Τ’ αστέρια ήτανε γέρικα
Κι η γης ήτανε βρέφος.
Είναι μακριά από μας τ’ αστέρια
μακριά μακριά, πολύ πολύ μακριά
Ανάμεσα στ’ αστέρια η γη μας είναι μια κουκκίδα
μια τόση δα κουκκίδα
κι η Ασία το ’να πέμπτο είναι της γης μας.
Μια χώρα της Ασίας είναι οι Ινδίες.
Μες στις Ινδίες μια πόλη είναι η Καλκούτα.
Ο Μπενερτζή δεν είναι παρά μοναχά ένας άνθρωπος
μες στην Καλκούτα.
Και, να, τι θέλω τώρα να σας πω:
Μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας
Φράξαν το δρόμο ενός ανθρώπου
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο που βάδιζε.
Να το λοιπόν
γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε: τ’ άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόσο δα μικρή.
Ε, το λοιπόν, ό,τι κι αν είναι τ’ άστρα
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα το λοιπόν πιο εκπληχτικό
και πιο επιβλητικό
και πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουν.
* Απόσπασμα από ένα επικό ποίημα για τη ζωή και το θάνατο του Ινδού επαναστάτη Μπενερτζή: «Γιατί σκοτώσανε τον Μπενερτζή».
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ
Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος
ΞΕΛΑΣΠΩΣΤΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Το μέλλον δε θα ’ρθεί
από μονάχο του, έτσι νέτο σκέτο,
αν δεν πάρουμε μέτρα
κι εμείς.
Από τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξέ το!
Απ’ την ουρά του, πιονιέροι, εσείς.
Η κομμούνα
δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λες,
για να την ονειρεύεσαι
τις νυχτιές.
Μέτρησε,
καλοσκέψου,
σημάδεψε ‒
και τράβα, βήματα τα βήματα,
έστω και πάνω σε μικροζητήματα.
Δεν είναι μόνον
ο κομμουνισμός
στη γη,
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.
Είναι και μες στο σπίτι,
στο τραπεζάκι μπρος,
στις σχέσεις,
στη φαμίλια,
στην καθημερινή ρουτίνα.
Εκείνος κει,
που ολημερίς
τριζοβολάει βλαστήμιες
σαν κάρο κακογρασωμένο,
εκείνος που,
σαν ολολύζει η μπαλαλάικα,
χλομιάζει ευθύς,
αυτός
το μπόι τού μέλλοντος
δεν το ’χει φτασμένο.
Πόλεμος
δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ,
να λες ναι, ναι,
στα μέτωπα
με βολές πολυβόλου.
Της φαμίλιας,
του σπιτικού,
η επίθεση,
για μας μικρότερη απειλή
δεν είναι διόλου.
Εκείνος που υποτάχτηκε
στην πίεση της φαμίλιας,
κοιμάται
μες στη μακαριότητα
ρόδων φτιαγμένων με χαρτί, ‒
αυτός δεν έφτασε το μπόι
της προσήλιας,
της δυνατής ζωής εκείνης
που θα ’ρτεί.
Σαν τη φλοκάτα
και το χρόνο επίσης,
ο σκόρος της καθημερινότητας
τον κατατρώει στιγμή στιγμή.
Το μεινεσμένο ρούχο
των ημερών μας για ν’ αερίσεις,
ε, κομσομόλε, τίναξέ το εσύ.
WALT WHITMAN
Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου & Κατερίνα Ηλιοπούλου
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΝΟΙΧΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
15
Allons! Ο δρόμος ανοίγεται μπροστά μας!
Είναι ασφαλής – τον έχω δοκιμάσει, τον έχω δοκιμάσει για τα καλά με
τα ίδια μου τα πόδια – μη διστάζεις!
Άσε το χαρτί πάνω στο γραφείο άγραφο και το βιβλίο στο ράφι αδιάβαστο!
Άσε τα εργαλεία στο εργαστήριο! Άσε τα λεφτά ακέρδιστα!
Άσε το σχολείο εκεί που είναι! Μη δίνεις σημασία στις φωνές του
δάσκαλου!
Άσε τον ιερέα να κηρύττει στον άμβωνά του! Άσε τον δικηγόρο να
αγορεύει στο δικαστήριο και τον δικαστή να αναλύει τους
νόμους.
Camerado, σου δίνω το χέρι μου!
Σου δίνω την αγάπη μου, που είναι πιο πολύτιμη από τα λεφτά,
Σου δίνω τον εαυτό μου πάνω από κήρυγμα και νόμο,
Θα μου δώσεις κι εσύ τον εαυτό σου; Θα έρθεις να ταξιδέψουμε μαζί;
Θα μείνουμε στο πλευρό ο ένας του άλλου όσο ζούμε;
ΣΑΠΦΩ
Μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
50
ο όμορφος είν’ όμορφος όσον καιρό τον βλέπεις,
μα ο καλός είν’ όμορφος και τώρα και για πάντα.
51
δεν ξέρω πια πού πάω· χωρίστηκα στα δυο
58 (στ. 25-26)
την αβρότητα εγώ αγαπώ και σε μένα ο έρωτας
στου ήλιου το λάμπος και στην ομορφιά έχει δώσει μερίδιο.
104B
απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού
εσύ ’σαι τ’ ομορφότερο...
105A
όπως το μήλο το γλυκό
που ωρίμασε ψηλά στην άκρη του κλαδιού
– ψηλά, ψηλά στην άκρη –
κι αυτοί που κόψανε τα μήλα δεν το πρόσεξαν·
– όχι πως δεν το πρόσεξαν,
μονάχα, δεν μπορούσαν να το φτάσουν.
121
παρ’ όλο που σε αγαπώ,
να πάρεις νεότερή μου·
δεν θ’ αντέξω
μαζί σου να ζω
και να είμαι εγώ
για πάντα εκείνη που γερνάει
137
– Θα ’θελα κάτι να σου πω,
μα δεν μ’ αφήνει η ντροπή...
– Αν για καλό και για όμορφο
μέσα σου πόθον είχες
κι αν δεν ζητούσε το κακό
η γλώσσα σου να πει, τα μάτια σου
η ντροπή δεν θα τα σκέπαζε
μα θα ’λεγες τον πόθο σου τον δίκιο
138
αγαπημένε,
απέναντί μου στάσου
απ’ τα μάτια σου η χάρη παντού ν’ απλωθεί
146
μήτε το μέλι τους θέλω μήτε τη μέλισσα
148
τα πλούτη δίχως αρετή είναι κακοί γειτόνοι,
αν όμως ενωθούν τα δυο, να η τέλεια ευτυχία
RP 36
σ’ ικετεύω, Γογγύλα,
φανερώσου μπροστά μου
με το φόρεμα εκείνο το λευκό σαν το γάλα·
ομορφούλα μου, ο πόθος
φτερουγίζει τριγύρω σου πάλι·
θαμπωμένες ζαρώνουν οι άλλες
που σε βλέπουν
στην άσπρη σου εσθήτα ντυμένη·
όχι όμως κι εγώ·
γιατί εγώ ευχαριστιέμαι
καθώς ξέρω καλά
πως η ίδια η θεά Κυπρογένεια
θα σε ψέξει, Γογγύλα,
που μας θάμπωσες έτσι·
κι απ’ αυτήν θα ζητήσω αυτό
που πολύ τώρα θέλω...
Labels:
άρθρα,
εκδοτικοί οίκοι,
ενημέρωση,
σχόλια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου