Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποζίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποζίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Από τα βάσανα της προσφυγιάς στην κορυφή του κόσμου

ΑΠΟ ΤΟ Ε-PONTOS Δύο αθλητές βραβεύτηκαν από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ποντίων Θρυλορίου • «Ήρθαμε να γνωριστούμε με τα αδέρφια μας» Στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την Αγία Μαρίνα Θρυλορίου, που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ποντίων του χωριού, προσκλήθηκαν και βραβευτήκαν την Παρασκευή 16 Ιουλίου δυο αθλητές στα αγωνίσματα της πάλης, ποντιακής καταγωγής, με διακρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο λόγος για τους Γιώργο Ποζίδη και Γιώργο Μουστόπουλο, που τίμησαν τις εκδηλώσεις του Θρυλορίου και αποτέλεσαν ένα παράδειγμα προς μίμηση για τα νέα παιδιά, για να δώσουν τον αγώνα τους στη ζωή.
Ο Γιώργος Ποζίδης, έχοντας διακριθεί στη δεκαετία του ’80 σε Ελλάδα, Ευρώπη, και παγκοσμίως, με δυο ευρωπαϊκά μετάλλια και συμμέτοχη στην εξάδα στις ολυμπιάδες της Μόσχας και του Λος Άντζελες, διατέλεσε προπονητής της εθνικής ομάδας, αλλά και πρόεδρος της ομοσπονδίας μέχρι το 2004. Ο Γιώργος Μουστόπουλος από τη μεριά του, έχει να επιδείξει 10 πανελλήνια πρωταθλήματα στο αγώνισμα της ελευθέρας πάλης και πολλές παγκόσμιες διακρίσεις.
Τους συναντήσαμε στο ξενοδοχείο Chris & Eve, όπου διέμεναν, κατά την παραμονή τους στην πόλη μας, και μίλησαν στον ΠτΘ για τις διακρίσεις τους, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν ξεκίνησαν και για τους λόγους, που παραβρεθήκαν στις εκδηλώσεις του πολιτιστικού συλλόγου ποντίων Θρυλορίου, κάνοντας μια εκτενέστερη αναφορά στο ποντιακό στοιχείο. Γιώργος Ποζίδης, «Η ράτσα μας είχε αγωνιστές»ΠτΘ: Κύριε Ποζίδη, έχετε διακριθεί στο άθλημα της πάλης, όχι μόνο σε πανελλαδικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Πόσο δύσκολο ήταν για εκείνα τα χρόνια για έναν αθλητή να ασχοληθεί με το άθλημα και να φτάσει ψηλά; Γ.Π.: Όταν πρωτοξεκίνησα να ασχολούμαι με το άθλημα, ήταν οι εποχές δύσκολες, δε θέλω να πω «πέτρινα χρόνια». Απλά, είχα την ατυχία να γεννηθώ σε χωριό, στην Πτολεμαΐδα, και πρώτη φορά ξεκίνησα τον αθλητισμό, όταν ήμουν 20 χρονών. Ήταν δύσκολο να ξεκινήσεις από τα 20 και να διακριθείς. Έκανα την προσπάθειά μου και κατάφερα να διακριθώ γρήγορα σε πανελλαδικό επίπεδο. Τα δύσκολα ήταν τα πρώτα 4-5 χρόνια, μετά μπήκαμε σε μια σειρά. Η Ομοσπονδία έδινε και κάποια ψιλοκίνητρα και μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε στις ανάγκες του πρωταθλητισμού. ΠτΘ: Από την εμπειρία σας με τα διοικητικά μέχρι πριν λίγα χρόνια, πιστεύετε, ότι υπάρχει στήριξη σήμερα στους αθλητές των αγωνισμάτων της πάλης; Γ.Π.: Μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει στήριξη στα νέα παιδιά. Τον καιρό, που ανέλαβα στην ομοσπονδία, είχαμε προϋπολογισμό 4,5 εκ. €, το 2004 κόπηκε στα 2,5 εκ € και τώρα έχει φτάσει στο 1εκ. €. Οπότε, καταλαβαίνετε, ενώ υπήρχε ένας προγραμματισμός, μια οργάνωση σε όλη την Ελλάδα, σωματεία πολλά, τοπικές επιτροπές, προετοιμασίες, όλα αυτά δεχτήκαν ένα πλήγμα. Τώρα είναι δύσκολα τα πράγματα. Ακούω για παιδιά που πληρώνουν για να πάνε σε αγώνες. ΠτΘ: Υπάρχουν, εντούτοις, διακρίσεις και σε αυτήν την περίοδο… Γ.Π.: Βέβαια υπάρχουν διακρίσεις. Φέτος, μάλιστα, είχαμε ένα παιδί που βγήκε παγκόσμιος πρωταθλητής στα βαρέα βάρη. Υλικό σαφώς και υπάρχει. Ειδικά, από τότε, που ήρθαν από τη Ρωσία οι δικοί μας, οι πόντιοι, υπάρχει κατάλληλο υλικό, για να μας φέρει διακρίσεις. ΠτΘ: Όσον αφορά τους πόντιους, παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια να στελεχώνουν τις εθνικές ομάδες σε αυτά τα αθλήματα σε ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό. Πώς εξηγείται αυτό; Γ.Π.: Καταρχήν, όσον αφορά το άθλημα το δικό μας, πιστεύω, από τη μια μεριά δεν το καλλιεργούν μεθοδικά στην Ελλάδα, από την άλλη δεν είναι από τα αγαπημένα, όσο άλλα αθλήματα. Και πραγματικά, τόσο τα προηγούμενα χρόνια, όσο και σήμερα, πολλές φορές, εκτός από «ίδης» και «άδης», δεν βλέπουμε στις εθνικές. Μονοπωλούν σε μεγάλο βαθμό τις συμμετοχές. Η αλήθεια είναι πως η δική μας η ράτσα ήταν αγωνιστές. Από τα γεννοφάσκια τους τα παιδιά σκληραγωγούνταν, για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στη ζωή. Πάντοτε στη ζωή τους ήταν μετανάστες, από τον Πόντο στη Ρωσία, από τη Ρωσία στις στέπες και στη Σιβηρία, μετά εδώ στην Ελλάδα. Και πάλι πρόσφυγες είναι οι καημένοι, «ρωσοπόντιους» τους ανεβάζουμε, «τυχοδιώκτες» τους λέμε. Και από τότε, που ήρθαν οι δικοί μας, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, «τουρκόσπορους» τους έλεγαν, αν και κουβαλούσαν έναν πολιτισμό 2500 χρόνων. ΠτΘ: Τέτοιες συμπεριφορές από μερίδα των ντόπιων, πού νομίζετε ότι οφείλονται; Γ.Π.: Βασική ευθύνη έχει η πολιτεία, που μέσω της παιδείας δεν φρόντισε να μάθει την ιστορία στους Έλληνες. Ακόμη και σήμερα, τα παιδιά στο σχολείο δεν μαθαίνουν τίποτα για τους πόντιους. Ο Πόντος ήταν η συνέχεια του Βυζαντίου. Δεν το ξέρουν αυτό τα παιδιά και δεν τα ενδιαφέρει να μάθουν. Από τη μικρασιάτικη καταστροφή μέχρι σήμερα, είναι διαχρονικές οι ευθύνες της ελληνικής πολιτείας. Θέλουμε στήριξη σε αυτήν την προσπάθεια. ΠτΘ: Αυτός είναι και ο σκοπός, άλλωστε, που παρίσταστε στις εκδηλώσεις του πολιτιστικού συλλόγου ποντίων θρυλοριου, που διεξάγονται αυτές τις μέρες… Γ.Π.: Στηρίζουμε πάντοτε τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Πρέπει και η πολιτεία να τις στηρίζει. Είναι μια προσπάθεια να γνωριστούμε με τα αδέλφια μας και να βρούμε τις ρίζες μας. Ιδιαίτερα η περιοχή της Θράκης είναι μια ευαίσθητη περιοχή και απαιτείται στήριξη του ελληνικού στοιχείου. Εμείς έχουμε διατηρήσει την ποντιακή παράδοση και οφείλουμε να τη μεταδώσουμε στα παιδιά μας. Είμαστε λαός, που επιβάλλεται με την παράδοση και τον πολιτισμό, και πρέπει αυτά να τα στηρίζουμε πάντοτε. Γιώργος Μουστόπουλος, «Φεύγουν με τον καιρό οι προκαταλήψεις»ΠτΘ: Κύριε Μουστόπουλε, ήρθατε από τη Ρωσία σε νεαρή ηλικία. Ποιες συνθήκες αντιμετωπίσατε στην Ελλάδα, ως προς την ενασχόλησή σας με το άθλημα της πάλης; Γ.Μ.: Στην Ελλάδα ήρθα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σε ηλικία περίπου 20 χρονών. Μετά τη γενοκτονία των ποντίων και την εγκατάσταση των δικών μου στη Ρωσία, το 1949 σταλθήκαν στο Καζακστάν, εξαπατημένοι, πως δήθεν θα οδηγούνταν στην Ελλάδα. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα και, όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με την πάλη, πήγα στην Τασκένδη, για να σπουδάσω στη γυμναστική ακαδημία. Κατόπιν άνοιξαν τα σύνορα και μπόρεσα να έρθω στη μητέρα πατρίδα. Όταν έφτασα στην Αθήνα, έχοντας συγγενείς, που μπορούσαν να με βοηθήσουν, συνέχισα να ασχολούμαι μα την πάλη. Τα πρώτα δυο χρόνια αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες με την απόκτηση της ιθαγένειας. Να φανταστείτε, στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης, το ’92, για 20 μέρες πρόλαβα να συμμετάσχω. ΠτΘ: Βοήθεια από την πολιτεία στις προσπάθειες σας, όσον αφορά τον αθλητισμό, είχε προσφερθεί; Γ.Μ.: Εμείς, όταν ήρθαμε, περισσότερο με τη βοήθεια των δικών μας καταφέραμε, όσα καταφέραμε. Και στη συνέχεια, όταν ήρθαν άλλα παιδιά, τα βοηθήσαμε και είχαμε και επιτυχίες. Ως επί το πλείστον, αυτό που κάναμε, το κάναμε με δικές μας δυνάμεις. Μαζεύαμε μόνοι μας λεφτά για να πάμε σε αγώνες, αλλά βοηθούσαν και όσοι ήταν ισχυρότεροι οικονομικά. ΠτΘ: Θα προτείνατε σε κάποιον νέο να ασχοληθεί με το άθλημα σήμερα; Γ.Μ.: Πολύ δύσκολα θα το έκανα αυτό. Όπως είπα, η πολιτεία δεν βοηθάει και, επομένως, όποιος θέλει να ασχοληθεί, πρέπει να το κάνει με δικές του δυνάμεις. ΠτΘ: Όσον αφορά την αντιμετώπιση από τους ντόπιους κατοίκους τα πρώτα εκείνα χρόνια, όταν ήρθατε στην Ελλάδα, πώς σας υποδέχτηκαν; Γ.Μ.: Η αντιμετώπιση του κόσμου στην Αθήνα δεν ήταν η καλύτερη, είχαμε προβλήματα. Οι περισσότεροι ήταν επιφυλακτικοί μαζί μας. Δικαιολογημένο σε ένα βαθμό, αφού δεν μας ήξεραν, μας νόμιζαν για ξένους. Κι αυτό, γιατί δεν γνώριζαν την ιστορία μας και τι είχαμε περάσει. Εδώ, στη βόρεια Ελλάδα, ήταν πιο εύκολα τα πράγματα, γιατί ζούσαν πολλοί πόντιοι, αδέλφια μας, που είχαν έρθει σε προηγούμενες περιόδους. Γενικά, πάντως, μετά από 20 χρόνια, μπορώ να πω, ότι αρχίζουν να φεύγουν αυτές οι προκαταλήψεις, αφού καταλάβαμε, ότι έχουμε το ίδιο αίμα και το πνεύμα μας είναι ίδιο. ΠτΘ: Ποιος ο σκοπός της συμμετοχής σας στις εκδηλώσεις του πολιτιστικού συλλόγου ποντίων Θρυλορίου; Ποια η σημασία τέτοιων εκδηλώσεων; Γ.Μ.: Ήρθαμε εδώ σε μια προσπάθεια να ενισχύσουμε τις εκδηλώσεις του ποντιακού συλλόγου και πάνω από όλα να γνωρίσουμε το ποντιακό στοιχειό, να γνωριστούμε με αυτούς, που είχαν έρθει νωρίτερα και να απαλειφτεί η διάκριση ανάμεσα σε πόντιους και «ρωσοπόντιους». Έχουμε ίδιο αίμα και προσωπικά πιστεύω, ότι σε μερικά χρόνια δε θα υπάρχει τέτοιος διαχωρισμός.