Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Η ΚΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ



Σάββατο πρωί, και μετά τον καφέ ξεκίνησα για το σούπερ μάρκετ για τα καθιε
Στη διαδρομή σκεφτόμουν τι τιμές θα αντικρύσω πάλι στα ράφια.
Θα ήταν οι ίδιες με της δευτέρας, η θα είχαν ανεβεί κι άλλο;
Τον τελευταίο καιρό η ακρίβεια δεν περιγράφεται.
Αφού όποτε πάω στο σούπερ μάρκετ βλέπω γυναίκες έντρομες να αφήνουν πίσω στο ράφι το προϊόν που ήθελαν να αγοράσουν, λες και η επαφή με αυτό τους έκαψε το χέρι.
Ρε που καταντήσαμε.
Έφτασα λοιπόν, και πριν βγω από το αυτοκίνητο, πήρα ένα υπογλώσσιο καλού κακού, όχι τίποτα άλλο, αλλά είμαι και σε επικίνδυνη ηλικία.
Μόλις μπήκα, κοντοστάθηκα, και έριξα μια ματιά στα ταμεία, και σε τι είχε αγοράσει ο καθένας.
Ε ρε περασμένα μεγαλεία, και διηγοντας τα να κλαις.
Που είναι οι εποχές που ο καθένας ψώνιζε δυο καρότσια πράγματα, χρήσιμα και άχρηστα.
Τώρα, ούτε το καλαθάκι δεν παίρνουν, και αν το παίρνουν δεν το γεμίζουν!
Είδα λοιπόν, άλλος να έχει πάρει ένα γάλα, και Κανά δυο άλλα ψιλοπράγματα, άλλος να ψάχνει ακόμα και το πεντάλεπτο….
Είδα και κάτι νούμερα στα καντράν των ταμειακών, που με έκοψε κρύος ιδρώτας.
Ευτυχώς είχα πάρει υπογλώσσιο.
Αποφάσισα να προχωρήσω επιτέλους, για να πάρω ότι χρειαζόμουν.
Μπροστά μου ήταν  μια κυρία με ένα καρότσι τεράστιο, το οποίο είχε μέσα ήδη κάμποσα πράγματα.
¨Ορέ (σκέφτηκα) έτσι και γεμίσει τούτη η «νταλίκα», δεν θα της φτάνουν τέσσερα κατοστάρικα για να πληρώσει.
Συνέχισα, και ξανασυναντήθηκα με την κυρία αυτή στον επόμενο «διάδρομο», και παραξενεύτηκα με την ταχύτητα που ανέβαινε η στάθμη του καροτσιού!
Τι στο καλό, με «φορτωτή» ψωνίζει;
Ταυτόχρονα, είδα και ένα «σημάδι φτώχειας» επάνω της, είδα δυο «μονόπετρα» σαν κοτρόνες και τότε κατάλαβα.
Φτώχεια καταραμένη και των γονέων.
Τέλος πάντων, έκανα τα ψώνια μου, πήγα γρήγορα τα πράγματα στο αυτοκίνητο, και γύρισα πίσω, έτσι από περιέργεια για να δω την «λυπητερή» που θα πλήρωνε η κυρία, και τι ψώνισε.
Περίμενα που λέτε και σε λίγο εμφανίστηκε ένα καρότσι που θύμιζε πιο πολύ φορτηγό ανατρεπόμενο με σηκωμένα τα «παραπέτα», ξεχειλισμένο.
Από πίσω η κυρία ίσα που φαινόταν.
Το σαγόνι μου κόντεψε να χτυπήσει στο πάτωμα. Τόσο απότομα άνοιξε το στόμα μου.
Πω πω, η χαρά της ταμειακής ήταν η κυρία αυτή.
Αλλά νέα έκπληξη με περίμενε, διότι η κυρία δεν ήταν μόνη.
Ένα δεύτερο «καρότσι» το ίδιο γεμάτο ηρθε και παρκάρισε δίπλα στο πρώτο, σπρωγμένο από έναν κύριο που μάλλον ο σύζυγος της θα ήταν, η ο οδηγός του «φωρτοταξι» που θα τα κουβαλούσε όλα αυτά.
Και άρχισε το πανηγύρι, δηλαδή άρχισαν να αραδιάζουν τα πράγματα για να τα χτυπήσει η ταμίας.
Έχουμε και λέμε.
Σερβιέτες (με το συμπάθιο), ζυμαρικά, γάλατα εβαπορέ, διάφορες συσκευασίες από τα ψυγεία (τυροκομικά αλλαντικά, κλπ) καμιά σαρανταριά κουτιά σκυλοτροφές και άλλα τόσα γατοτροφες, σαμπουάν, κορεατικά, αφρόλουτρα, κάτι κρεμες ενυδατικες, μπουκάλια ουίσκι, μπύρες, χαρτικά, κάτι κολόνιες, φρούτα και λαχανικά, απορρυπαντικά, μπισκότα, κατεψυγμένες πίτες, πίτσες, συκωτάκια πουλιών, ψαρικά, και ένα σωρό άλλα σε άγνωστες για μένα συσκευασίες και σε τεράστιες ποσότητες.
Φαίνεται θα ψώνιζαν για κανένα ίδρυμα, γιατί ακόμα και πολύτεκνοι να ήταν, όλα αυτά έφταναν για ένα τάγμα.
Όπως έμαθα όμως, αυτά ήταν τα ψώνια τα δικά τους !
Η φουκαριάρα η ταμίας χτυπούσε και χτυπούσε, και τελειωμό δεν είχε.
Και έφτασε η «μαγική» στιγμή.
Η ώρα της «σούμας».
Εγώ πήρα ακόμα ένα υπογλώσσιο μήπως και μου έρθει κανένα εγκεφαλικό άσχετα με το αν δεν πλήρωνα.
Και το ποσόν είναι…..
Η μηχανή τα είχε παίξει παρόλο που ήταν τελευταίας τεχνολογίας. Αφού κόντεψε να μείνει από χαρτί.
589,63.
Τζάμπα πράμα ρε παιδιά.
Και ενώ περίμενα να έβγαζε η κυρία η ο κύριος κάποια πιστωτική κάρτα, η κυρία άνοιξε ένα τσαντάκι και έβγαλε ένα πακέτο διακοσάευρα και πλήρωσε.
Όλοι είχαμε κολλήσει στο θέαμα αυτό.
Αυτό ήταν. Κόσμος, και κοσμάκης.
Υπάρχουν εκείνοι που βγαίνουν για ψώνια έχοντας μαζί τους κανένα τριχίλιαρο, και υπάρχουν και οι άλλοι, που μετρούν ακόμα και τα πολύ ψιλά, για να βγάλουν την εβδομάδα.
Ελλάδα 2013.
Βασίλης Τσούγκαρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: