Το ερώτημα που
απασχολούσε
τους
επιστήμονες
της αποστολής
Voyager 1 εδώ
και πολύ
καιρό,
απαντήθηκε: το
σκάφος εισήλθε
στην
αχαρτογράφητη
περιοχή του
μεσοαστρικού
διαστήματος.
Η
ομάδα με
επικεφαλής τον
Don Gurnett,
φυσικό στο
Πανεπιστήμιο
της Αϊόβα,
παρουσίασε
αποδείξεις ότι
το Voyager 1
έχει βγει από
την
ηλιόσφαιρα,
την
προστατευτική
φυσαλίδα
φορτισμένων
σωματιδίων του
Ηλιακού
Συστήματος.
«Πρόκειται
για ορόσημο»,
δηλώνει ο Ed
Stone, φυσικός
στο Ινστιτούτο
Τεχνολογίας
της
Καλιφόρνια,
επιστήμονας
των αποστολών
Voyager 1 και
2 από το 1972,
πέντε χρόνια
πριν την
εκτόξευσή
τους. «Η
είσοδος του
Voyager 1 στο
μεσοαστρικό
διάστημα είναι
ανάλογη του
πρώτου
περίπλου της
Γης και των
πρώτων βημάτων
στη Σελήνη»
Η έρευνα
βασίστηκε σε
μετρήσεις
ιονισμένου
αερίου, ή
πλάσματος,
μέσα από το
οποίο
ταξιδεύει το
διαστημόπλοιο.
Η συχνότητα
δόνησης του
πλάσματος
αποτελεί
δείκτη της
πυκνότητας των
ηλεκτρονίων
του, η οποία
προβλέπεται να
είναι περίπου
100 φορές
υψηλότερη στο
κρύο διαστρικό
υλικό απ’ ό,
τι είναι μέσα
στην θερμότερη
φυσαλίδα της
ηλιόσφαιρας.
Οι επιστήμονες
υπολογίζουν
ότι οι
πρόσφατες
αυξήσεις στην
πυκνότητα των
ηλεκτρονίων
που
ανιχνεύθηκαν
από το Voyager
1, ταιριάζουν
με την
προβλεπόμενη
πυκνότητα του
μεσοαστρικού
υλικού. Τα
ευρήματα, σε
συνδυασμό με
άλλα δεδομένα
από το σκάφος,
δείχνουν ότι
το Voyager 1
εγκατέλειψε
την ηλιόσφαιρα
περίπου στις
25 Αυγούστου
2012, όταν
βρισκόταν σε
απόσταση 121
αστρονομικών
μονάδων (18
δισεκατομμυρίων
χιλιομέτρων)
από τον Ήλιο.
Παλαιότερα
δεδομένα
έδειχναν ότι
το σκάφος είχε
ήδη
εγκαταλείψει
την
ηλιόσφαιρα. Σε
αυτά
περιλαμβάνονταν
μια μείωση του
αριθμού των
σχετικά
χαμηλής
ενέργειας
κοσμικών
ακτίνων, εντός
του Ηλιακού
Συστήματος,
μαζί με μια
ταυτόχρονη
αύξηση των
υψηλότερης
ενέργειας
κοσμικών
ακτίνων που
προέρχονται
έξω από το
Ηλιακό μας
Σύστημα.
Ωστόσο, η
αύξηση δεν
συνοδευόταν
από την
προβλεπόμενη
αλλαγή στην
κατεύθυνση του
μαγνητικού
πεδίου στην
περιοχή του
Voyager 1.
Η
αμετάβλητη
κατεύθυνση του
μαγνητικού
πεδίου
εξακολουθεί να
είναι ένας
γρίφος,
δηλώνει ο
Stone. Μπορεί
να προκύπτει
από την τυχαία
ευθυγράμμιση
των μαγνητικών
πεδίων του
Ηλιακού
Συστήματος και
του
μεσοαστρικού
χώρου. Είναι
επίσης πιθανόν
το όριο της
ηλιόσφαιρας
και του
μεσοαστρικού
χώρου να είναι
ασαφές, ή το
μαγνητικό
πεδίο που
μεταφέρεται
από τον ηλιακό
άνεμο να
συνδέεται με
κάποιον
άγνωστο τρόπο
με εκείνο του
μεσοαστρικού
χώρου.
Παρόλο που το
Voyager 1
βρίσκεται
πλέον έξω από
την
ηλιόσφαιρα,
δεν έχει
εγκαταλείψει
το Ηλιακό
Σύστημα. Το
Νέφος του
Όορτ, μια
μακρινή
δεξαμενή
κομητών,
βρίσκεται πολύ
μακριά από την
ηλιόσφαιρα,
στο
μεσοαστρικό
διάστημα, αλλά
είναι τμήμα
του Ηλιακού
Συστήματος και
βαρυτικά
συνδεδεμένο με
τον Ήλιο. Αλλά
με το Voyager
1, έξω από την
ηλιόσφαιρα, «πρόκειται
για μια
εντελώς νέα
αποστολή»,
δηλώνει ο
Stone.
Το
Voyager 1,
μαζί με το
δίδυμο Voyager
2, ξεκίνησαν
το ταξίδι τους
το 1977 με 16
ημέρες
διαφορά. Μια
ευνοϊκή
πλανητική
ευθυγράμμιση
που συμβαίνει
κάθε 176
χρόνια,
επέτρεψε στα
δυο σκάφη να
επισκεφθούν
όλους τους
εξωτερικούς
πλανήτες σε
μια περίοδο 12
ετών. Και τα
δύο πλησίασαν
τον Δία και
τον Κρόνο, ενώ
το Voyager 2
τον Ουρανό και
τον Ποσειδώνα.
Τα σήματα των
δύο σκαφών
λαμβάνονται
καθημερινά,
παρά το
γεγονός ότι
είναι πολύ
ασθενή,
περίπου 23
watt, όσο μια
λάμπα ψυγείου.
Την στιγμή που
φθάνουν στη
Γη, μετά από
17 ώρες, είναι
ένα δέκατο του
δισεκατομμυριοστού
του
δισεκατομμυριοστού
του ενός watt.
Τα δεδομένα
λαμβάνονται
από τα
ραδιοτηλεσκόπια
34 και 70
μέτρων του
Deep Space
Network της
NASA.
Μέχρι το 2025,
όταν θα
τελειώσουν τα
πυρηνικά του
καύσιμα, το
Voyager 1 θα
εξερευνά το
μαγνητικό
πεδίο, τις
κοσμικές
ακτίνες και το
μεσοαστρικό
διάστημα.
Ταξιδεύει προς
την κατεύθυνση
του αστερισμού
του Οφιούχου,
διανύοντας
περίπου 1,5
εκατομμύριο
χιλιόμετρα
κάθε ημέρα.
Μετά από 40
χιλιάδες
χρόνια θα
βρίσκεται σε
απόσταση 1,7
ετών φωτός από
ένα αμυδρό
αστέρι στον
αστερισμό της
Καμηλοπάρδαλης,
το οποίο θα
ωθήσει
βαρυτικά το
σκάφος σε μια
τροχιά που θα
το οδηγήσει
στο κέντρο του
Γαλαξία μας.
Όμιλος
Φίλων
Αστρονομίας
|