Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ «ΔΙΑΛΟΓΟΙ»

- Άντε ρε, θα πάμε καμιά φορά για ψώνια; Μεσημέριασε. - Καλά θα πάμε. Κάτσε να πω τον καφέ, να πάρω κουράγιο και θα πάμε. - Να πάρεις κουράγιο; Γιατί τι θα κάνουμε; - Θα πάμε να ψωνίσουμε. Λίγο το ‘χεις; - Άντε ρε υπερβολικέ τελείωνε. Πόση ώρα θα παιδεύεις αυτή τη γουλιά του καφέ; - Τι λες μωρέ! Αυτή η γουλιά είναι το καλύτερο. Άσε με να την απολαύσω. - Τέλειωνε ειπαμεεεεε. - Άντε πάμε λύσσαξες πια. Φαγώθηκες να τα ακουμπήσεις πρωί πρωί. - Βρε τι φαγώθηκα; Για ψώνια πάμε δεν πάμε στα μπουζούκια. - Τα μπουζούκια πιο φτηνά θα μας έρθουν αν θες να ξέρεις. Και πήγαμε στο σούπερ μάρκετ. Εκεί συναντηθήκαμε και με άλλους γνωστούς «ήρωες» της κατανάλωσης. Έξω από την πόρτα, πήρα μια βαθιά ανάσα, και μπήκα. Αυτό που φοβόμουν είχε συμβεί, και το χειρότερο ήταν ότι αναγκάστηκα να πάρω καρότσι όπως και οι υπόλοιποι. Το «κομβόι» με τα καρότσια της παρέας μπήκε μέσα στο σούπερ μάρκετ, και αρχίσαμε την περιήγηση στους διαδρόμους. Είχαμε κάνει ήδη τον πρώτο γύρο, και ακόμα τα καρότσια ήταν άδεια. Δεν τολμούσαμε να απλώσουμε χέρι γιατί τα ταμπελάκια των τιμών ήταν σαν στόματα λύκων. -Τι θα γίνει; Θα κάνουμε κι άλλο κύκλο; Το καρότσι θα ξεράσει. Ηρθαμε για ψώνια η για να μάθουμε να οδηγούμε καροτσακια; Όχι τίποτα άλλο, αλλά αν είναι να ειδοποιήσω τον Σάκη από τη σχολή οδηγών να μας κάνει μάθημα. - Έλα ρε κοιτάμε. - Για να κοιτάξουμε λύσσαξες τέλειωνε και τέλειωνε; Άντε δε θα ψωνίσεις; - Θα ψωνίσω αλλά πρώτα πρέπει να δω καλά τις τιμές. - Και που θα τις δεις τι θα γίνει; Θα τις ματιάσεις και θα πέσουν; Όχι βέβαια. Το πολύ πολύ να σου ανεβεί η πίεση. - Άντε ρε κρύε. - Εγώ είμαι κρύος. Εσύ που είσαι όμως ο ζεστός, μην αρχίσεις πάλι να βρίζεις όταν πληρώσεις όπως έκανες την προηγούμενη εβδομάδα. - Δεν θα βρίζω…. Άντε να τελειώνουμε. - Ακόμα δεν αρχίσαμε. Λοιπόν εγώ θα πάρω δυο τρία πραγματάκια. Δεν θα αργήσω. Έχεις να πάρεις πολλά; - Ολόκληρο κατεβατό μου έγραψε η γυναικά μου. Και αρχίσαμε τα ψώνια μετά από τον «δοκιμαστικό γύρο» (λες και ήμασταν σε πίστα της φόρμουλα). Τα καρότσια επιτέλους άρχισαν να δέχονται τα πρώτα είδη. Κάθε φορά που ο κολλητός μου έβλεπε την τιμή στο προϊόν που ήθελε να πάρει, μουρμούριζε διάφορα. - Είπες τίποτα; - Όχι γιατί; - Σαν να σε άκουσα να λες κάτι. - Όχι σου φάνηκε. Στο επόμενο ράφι, το μουρμουρητό καθως γέμιζε το καρότσι συνεχίστηκε. Εγώ γρήγορα πήρα αυτά που ήθελα, πήγα στο ταμείο πλήρωσα, και αφού πήγα τα ψώνια στο αυτοκίνητο γύρισα μέσα στο σούπερ μάρκετ για να απολαύσω το σοου με τον κολλητό μου. Ποιο σόου; Μα αυτό που ακολούθησε στο ταμείο που πήγε να πληρώσει. Και εμφανίστηκε με την λίστα άδεια, και το καρότσι γεμάτο! - Εντάξει; Τα πήρες όλα; - Μόνο όλα; Όλο το μαγαζί μου είχε γραμμένο στη λίστα γαμωτο. Ποιος ξέρει πόσο θα μου βγουν όλα αυτά μαζεμένα. - Έλα ρε υπερβολικέ. Πως κάνεις έτσι! - Δεν είμαι υπερβολικός. Λογικός είμαι. - Μπα; - Μπού! - Καλά, θα σε δω τώρα που θα «κληρώσει». Και «κλήρωσε» που λέτε, και ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε. Πήδηξε μέχρι το ταβάνι ο κολλητός μου. -Τιιιιιιιιι; 170 ευρώ; Μα είστε καλά; Η καημένη η ταμίας ξαφνιάστηκε από την αντίδραση του κολλητού μου. - Κύριε μου είδατε τις τιμές των προϊόντων. Είμαστε λοιπόν πολύ καλά, και κακώς αντιδράτε έτσι. - Καλά σου λέει η κοπέλα. Αφού ήξερες πόσο κάνει το κάθε τι που αγόραζες, γιατί χτυπιεσαι και σκούζεις; - Μα είναι τιμές αυτές; Δεν είδες πόσο ανεβήκαν σε μια εβδομάδα μόνο; - Εγώ το είδα, και το ήξερα γι αυτό σου είπα ότι τα μπουζούκια πιο φτηνά θα σου βγουν. Εσύ όμως με είπες υπερβολικό. Πλήρωνε τώρα και μη μιλάς. Όσο συνεβαιναν όλα αυτά είχαν έρθει και οι υπόλοιποι και άρχισαν να τον κουρδίζουν! - Έλα ρε εσύ δεν έχεις ανάγκη έχεις λεφτά, δυο μισθοί μπαίνουν στο σπίτι… Και ο κολλητός μου ξέσπασε. -Σιγά τους μισθούς ρε! Τι μένει νομίζετε; Να τα ψώνια, να τα καύσιμα, να τα φροντιστήρια, να το ένα να το άλλο, ούτε δεκαπενθήμερο δεν βγαίνει. Φύγαμε από το σούπερ μάρκετ, και σε όλη τη διαδρομή ο κολλητός μου μουρμούριζε «ζεματισμένος». -Α ρε μπαγλαμάδες, αν σας ξαναψηφίσω, να μου κοπούν τα χέρια από τους ώμους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: