Ως λέξη του γενικού λεξιλογίου, σημαίνει «το να είναι κάτι συχνό» ή «πόσο συχνό μπορεί να είναι κάτι», π.χ. η συχνότητα των διενεργούμενων αγορανομικών ελέγχων.
Ως όρος της Φυσικής δηλώνει τον αριθμό των πλήρων ταλαντώσεων ή κύκλων ενός περιοδικού φαινομένου σε συγκεκριμένη μονάδα χρόνου, συνήθως ένα δευτερόλεπτο: ακουστική συχνότητα, ηλεκτρική συχνότητα.
Στο ραδιόφωνο μιλάμε για εκπομπή σε συγκεκριμένη ραδιοφωνική συχνότητα:
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Εκκλησίας της Ελλάδος εκπέμπει στη συχνότητα 89,5 MHz. Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη, με την έννοια που έχει στη Φυσική, αποδίδει στα νέα ελληνικά τη γαλλική frequence και την αγγλική frequency.
Λέξεις της ίδιας οικογένειας: συχνάζω, συχνοκοιτάω, συχνουρία.
Συνήθως ειρωνικά χρησιμοποιείται το λόγιο επίρρημα συχνάκις (= συχνά):
Το μόνο που θα μπορούσαμε να του καταλογίσουμε είναι ότι συχνάκις φέρεται ως αλαζών έναντι των συνομιλητών του.
Θέμα της εβδομάδας: Ραδιόφωνο
Δείτε όλο το αρχείο λέξεων αλλά και άλλα ενδιαφέροντα θέματα στη διεύθυνση http://www.asprilexi.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου