Ουσιαστικό γένους αρσενικού.
Ο λούστρος γυάλιζε παπούτσια στο δρόμο κουβαλώντας τις βαφές και τις βούρτσες του στο ειδικό κασελάκι (πλανόδιος στιλβωτής ή καθαριστής παπουτσιών).
Στη σύγχρονη γλώσσα χρησιμοποιείται ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός. Προέρχεται από την ιταλική λέξη lustro, που σημαίνει «λάμψη».
Από την ίδια λέξη προέκυψε στα ελληνικά και το λούστρο, που δηλώνει το βερνίκι, την ουσία που χρησιμοποιείται για την επάλειψη και στίλβωση μιας επιφάνειας.
Λέξεις της ίδιας οικογένειας: λουστράκος, λουστράρω (= επαλείφω με λούστρο, στιλβώνω, γυαλίζω), λουστράρισμα, λουστρίνι (= γυαλιστερό δέρμα).
Θέμα της εβδομάδας: Επαγγέλματα που χάνονται
Δείτε όλο το αρχείο λέξεων αλλά και άλλα ενδιαφέροντα θέματα στη διεύθυνση www.asprilexi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου