Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα marinero. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα marinero. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ

ΑΠΟ MARINEROΓια ακόμα μία φορά, ο καλός μου φίλος MARINERO μας ταξιδεύει μέσα από μικρές πραγματικότητες του χθές και του σήμερα και μας δίνει "εικόνες" μιας άλλης εποχής μπλεγμένης με το σήμερα.
Απολαύστε τις εικόνες αυτές και ταξιδέψτε με το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ. ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ Κάποιο βραδάκι σ’ ένα τεκέ στη Σαλονίκη
μαζεύτηκαν κάτι τύποι απ’ την Κρήτη
Κι όπως γουργούριζε στην μέση ο ναργιλές
Πιάσανε τις φούμες τις τρελές
Έτσι σιγά – σιγά φτιάχνανε κεφάλι
Γουστάρανε μουσική τον πόνο να τους γιάνει
Φώναξαν τον Απόλλωνα να παίξει λύρα
Και τον τυφλό τον ποιητή απ’ την Μικρά Ασία
Τον Βαμβακάρη καλέσανε και τον Τσιτσάνη
Τον Στράτο την φωνή του για να βάλει
Η Μπέλλου και η Νίνου φτιάνουν παρακάτω
Γλυκό να πάνε τα ζαφείρια κάτω
Κουρδίζει το μπουζούκι ο Ζαμπέτας και φουμάρει
Και κάνει πάσα το μαρκούτσι στον Τσιτσάνη
Κι όπως προχωράει το βραδάκι
Η φαντασία κάνει ταξιδάκι
Ήρθαν παρέα όλοι οι παλιοί ρεμπέτες
Την κοπανίσανε του χάρου οι σερέτες
Και γίνεται αδερφέ μου πατιρντί
Κι οι απ έξω ρωτούσανε γιατί
Ανοίγουν οι ουρανοί και βρέχουν άστρα
Κι όλα τα μαύρα ντύνονται στα άσπρα
Κάπου εκεί κοντά κι η Ευτυχία
Στίχους πλέκει για την παλιοκοινωνία
Κι ο Μπαρμπαγιάννης εκεί με τον τζουρά του
Ταξίμι νταλκαδιάρικο βαράει του θανάτου
Να τον μερακλώσει να χορέψει
Άλλες ψυχούλες ζωντανών να μη κλαδέψει
Προχώραγε η νύχτα και ημέρωνε
Οι πετεινοί λαλήσανε ξημέρωνε
Οι μάγκες απ’ την Κρήτη φτιάξανε κεφάλι
Κι οι πόνοι ξεχαστήκανε απ’ την ζάλη
Έ ρε εικόνες που σκαρώνει το ντουμάνι
Αν είναι προυσαλίδικο χαρμάνι`
εικόνες που αφήνουνε τον πόνο έξω
και κάνουν την παλιοζωή να αντέξω

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

ΔΙΧΩΣ ΤΙΤΛΟ

ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΕ ΠΟΙΗΣΗ, όταν τα ταξίδια της ψυχής και του νου σε γυρίζουν στην "Ηπειρο της καταστροφής", όλα είναι στο μυαλό μπερδεμένα.
Ολα είναι στην καρδιά ΞΕΚΑΘΑΡΑ.
Ο φίλος μου ο MARINERO "ταξιδεύει" και μας καλεί στο δικό του- δικό μας ταξίδι.
ΔΙΧΩΣ ΤΙΤΛΟ Παράξενο που είναι εδώ να με κρατάνε
Οι φλόγες οι φωτιές τα δυο σου μάτια
Σαν υπνοβάτης ναυαγός όπως χαμένος
Σε μία θάλασσα καημού σε μιαν ανάσα
Παράξενο που είναι εδώ να με κρατάνε
Φάροι, ταξίδια και νησιά με φώτα άδεια
Το σφύριγμα του αέρα απά στα ξάρτια
Η πρωινή ομίχλη κι η μπουράσκα
Απόψε στην καρδιά μου νηοψία
Ρεσάλτο και κραυγές πνιγμένων
Μαύρες σκιές, θανάτου υποψία
Σβηστά φανάρια μπάρκων γερασμένων
marinero

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΚΑΡΑΒΙΟΥ

(ΑΠΟ http://marinero2.blogspot.com/)
Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο στενό δρομάκι στο κέντρο της Αθήνας ήταν ένα μαγαζί. Μια μικρή τρυπούλα εκεί στο Μοναστηράκι, που το ‘χε ένας γεράκος πολύ παράξενος στ’ αλήθεια.
Το μαγαζάκι αυτό λοιπόν πουλούσε διάφορα παλιά παιγνίδια.
Όχι από αυτά τα σύγχρονα.
Κάποιο βραδάκι επισκέφτηκε το μαγαζί ένας φτωχός άνθρωπος από κάποιο νησί του Αιγαίου. Αυτός ο άνθρωπος ήτανε άνεργος Ναυτικός και γυρνούσε από γραφείο σε γραφείο για να βρει δουλειά.
Στο νησί του τον περίμεναν η γυναίκα του η Μαρία και ο μικρός του γιος.
Μπήκε λοιπόν στο μαγαζί και ζήτησε από τον γέρο-καταστηματάρχη να του πουλήσει ένα μικρό κόκκινο παλιό καραβάκι από τσίγκο, έτσι όπως έκαναν σε παλαιότερες εποχές τα παιγνίδια.
Πήρε λοιπόν το παιγνίδι και αφού το πλήρωσε σηκώθηκε να φύγει χωρίς να προσέξει το παράξενο χαμόγελο του.
Κατέβηκε στο λιμάνι για να προλάβει το καράβι της γραμμής, να στείλει μερικά λεφτά στο σπίτι του και το δώρο του παιδιού.
Ο ίδιος θα κάθονταν λίγο ακόμα στον Πειραιά.
Του είπαν για κάποιο φορτηγό του καπτα-Βασίλη του συμπατριώτη του εφοπλιστή, που έφτιαχνε πλήρωμα και ήθελε να κανονίσει το μπάρκο του.
Όταν το μικρό κόκκινο καράβι βρέθηκε στα χέρια του παιδιού, δεν ήξερε πώς να εκφράσει την χαρά του. Το μόνο που το στεναχωρούσε ήταν πως δεν ήρθε μαζί με αυτό και ο πατέρας του. Θα το ονομάσω «Λέων» σκέφτηκε.
Όπως εκείνο το πολεμικό που φούνταρε στ’ ανοιχτά.
Ήταν τόση η λαχτάρα και η μαγεία που εξασκούσε επάνω του το μικρό παιγνίδι, που το βράδυ όταν έπεσε για ύπνο πήρε και το καραβάκι μαζί στο κρεβάτι του. Η νύχτα προχώρησε για τα καλά.
Το μόνο που ταράζει την σιωπή της, είναι ο φλοίσβος της θάλασσας.
Ξαφνικά μία σκιά διαγράφεται στην άκρη του μισοφωτισμένου δωματίου.
Την ξέρουμε αυτή την σκιά.
Είναι ο γέρο-Καταστηματάρχης.
Αυτός που πούλησε το καραβάκι στον πατέρα του Κωστάκη.
Φαίνεται παιδιά πως αυτός ο γέρος είναι σπουδαίος μάγος και μπορεί να κάνει θαύματα. Όπως να πούμε να πηγαίνει όπου θέλει αυτός.
Μαζί του είναι και οι δυο ακόλουθοί του.
Τα καλά μα σκανδαλιάρικα πνεύματα του ύπνου.
Ο Όνειρος και η Φαντασία.
Διαβάστε το υπόλοιπο παραμύθι, αλλά και πολλά ενδιαφέροντα κάνοντας κλίκ εδώ.