Οι συνθήκες της ηχογράφησης ήταν κάπως ιδιαίτερες.
Πήγαινα τακτικά τότε στο στούντιο χωρίς ωστόσο να έχω κάποιο συγκεκριμένο πλάνο για το τι ήθελα να κάνω και χωρίς μάλιστα κάποια σοβαρή πρόθεση να εκδόσω το τελικό αποτέλεσμα της εργασίας μου.
Περισότερο αποτελούσε μια προσωπική αναζήτηση που δεν συσχετιζόταν καθόλου με οποιαδήποτε άλλη «επαγγελματική» δραστηριότητα εκείνης της εποχής που αφορούσε σε ηχογραφήσεις.
Σύντομα όμως αυτό το εγχείρημα εξελίχθηκε σχεδόν σε έμμονη ιδέα και σταμάτησα να δουλεύω πάνω σε οτιδήποτε άλλο για ένα χρόνο περίπου προτιμώντας να αφιερωθώ αποκλειστικά σε αυτό.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η όλη προσέγγισή μου στη μουσική άλλαξε ριζικά και δεν μπορούσα πια να επιστέψω στους παλιούς μου τρόπους να συνθέτω, να παίζω, ή ακόμα να σκέφτομαι τη μουσική.
Από πολύ νωρίς στη ζωή μου είχα συνειδητοποιήσει τη μουσική ως τη γλώσσα του δικού μου διαλόγου με οτιδήποτε αντιλαμβανόμουν ως «ιερό».
Χρησιμοποιώ τη λέξη «ιερό» με μια έννοια αρκετά πλατιά και αφηρημένη και καθόλου όπως εννοείται στα πλαίσια της όποιας οργανωμένης θρησκείας .
Αυτός ο «διάλογος», σε διάφορες εποχές της ζωής μου, με έχει φέρει σε άμεση επαφή με μια μεγάλη γκάμα μουσικών ιδιωμάτων που συχνά φαινόντουσαν να μην έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους, ή που έμοιαζαν ακόμα κάποιες φορές αταίριαστα μεταξύ τους.
Είδη όπως είναι η κλασική μουσική, η λαϊκή μουσική, η σύγχρονη μουσική, οι μουσικές του κόσμου, καθώς και άλλα είδη που δεν κατηγοριοποιούνται τόσο εύκολα από τη μουσική βιομηχανία.
Για μένα προσωπικά όλες αυτές οι ταμπέλες είναι χωρίς νόημα σε οποιοδήποτε βαθύτερο επίπεδο και χρησιμεύουν ενδεχομένως μονάχα για πολύ βασικούς σκοπούς αρχειοθέτησης.
Η μουσική είναι μουσική και το δικό μου ενδιαφέρον για αυτήν εστιάζεται στις εσωτερικές πνευματικές διαστάσεις της και καθόλου στα εξωτερικά δομικά της χαρακτηριστικά.
Αυτό μου το ενδιαφέρον για το εσωτερικό πνευματικό περιεχόμενο κάποια στιγμή με οδήγησε στον απέραντο και διαχρονικό χώρο των τροπικών μουσικών παραδόσεων.
Εδώ βρήκα ακριβώς αυτό που έψαχνα.
Υπήρχε κάτι πολύ άμεσο και αρχέγονο σε κάποια κομμάτια που άκουγα που, ανεξάρτητα της συγκεκριμένης παράδοσης από την οποία προέρχονταν, πήγαιναν κατευθείαν στα βαθύτερα επίπεδα του είναι μου ανοίγοντας σε μένα καινούριους κόσμους.
Αυτή ήταν μια εντελώς πρωτόγνωρη εμπειρία με τη μουσική που δεν έμοιαζε με τίποτα που μέχρι τότε είχα ζήσει.
Στη συνέχεια ξεκίνησα ένα πολύ μεγάλο κύκλο μελέτης και έρευνας τροπικών μουσικών παραδόσεων.
Ταξίδευα σε πολλά και μακρινά μέρη όπου υπήρχαν παραδόσεις που με ενδιέφεραν και μαθήτευσα κοντά σε πολλούς μεγάλους δασκάλους.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια, μυήθηκα σταδιακά τόσο στο διαχρονικό, υπερ-προσωπικό κόσμο των αρχέτυπων της τροπικής μουσικής γενικότερα, όσο και στις κοινώνιο-έθνο-ιστορικές διαστάσεις συγκεκριμένων τοπικών παραδόσεων.
Αυτές οι δυο όψεις, που τις συναντάμε σε σχεδόν όλες τις τροπικές μουσικές παραδόσεις που επιβιώνουν στην εποχή μας, πάντα μου φαινόντουσαν κάπως αντιφατικές ή ακόμα και εντελώς άσχετες η μια με την άλλη.
Στα ταξίδια μου ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο να ακούσω ένα μουσικό να παίξει κάτι που θα με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος, που θα μπορούσε να έχει έρθει από οποιοδήποτε χρονική περίοδο από 3000 χρόνια πριν μέχρι 3000 χρόνια στο μέλλον, και που φαινόταν να ανήκει ταυτόχρονα παντού και πουθενά.
Εξίσου συνηθισμένο όμως ήταν να ακούσω τον ίδιο τον μουσικό, στην προσπάθειά του να περιγράψει και να εξηγήσει αυτό που μόλις έπαιξε, να κάνει εκτενείς ιστορικές ή κοινωνιολογικές αναφορές που φαινόντουσαν τελείως άσχετες με την εμπειρία που μόλις είχα ζήσει ακούγοντας αυτό που έπαιξε.
Για πολλά χρόνια προσπάθησα να λύσω αυτό που το αντιλαμβανόμουν ως αντίφαση μέχρι που ο «γρίφος» αυτός απλώς εξαφανίστηκε καθώς συνειδητοποίησα ότι ο κάθε μουσικός εν τέλει χρειάζεται κάτι σαν μια «μυθολογία» που θα του χρησιμεύσει στην προσπάθειά του να περιγράψει αυτό που δεν περιγράφεται, και να πλησιάσει αυτό που όντως βρίσκεται παντού και πουθενά.
Ο «μύθος», σε αυτή την περίπτωση, είναι ένα εργαλείο που ο μουσικός χρησιμοποιεί για να απασχολεί τη μια πλευρά του εαυτού του, τη συνειδητή πλευρά, ώστε μιαν άλλη πλευρά, που κινείται σε ένα βαθύτερο επίπεδο αρχέτυπων, να μπορεί να έρθει σε άμεση επαφή με μια πηγή έμπνευσης, η δύναμη της οποίας είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι αντέχει η συνειδητή μας πλευρά.
Στην περίπτωση που θα νομίζει κανείς ότι πρόκειται για κάποια παράξενη «μεταφυσική» εμπειρία, σας βεβαιώνω ότι δεν είναι καθόλου έτσι.
Πρόκειται για κάτι που συμβαίνει στον καθένα στην καθημερινή του ζωή, και που συνήθως παρατηρείται πιο εύκολα σε ανθρώπους που δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται καθόλου για ο,τιδήποτε «μεταφυσικό».
Αφού παρατήρησα και συνειδητοποίησα τα παραπάνω, κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να πλησιάσω τη δική μου πηγή έμπνευσης παρά μόνο μέσω μιας «μυθικής» διάστασης που θα συσχετιζόταν με τη δική μου πραγματικότητα και όχι μέσω μιας που θα δανειζόμουν από μια δεδομένη παράδοση στην οποία δεν θα μπορούσα ποτέ να ανήκω.
Αυτό το συμπέρασμα αποδείχθηκε σωστό κατά το ήμισυ. Βεβαίως προκειμένου να κάνει κανείς χρήση ένος «μύθου» είναι πολύ σημαντικό να το πιστεύει ολόψυχα, αλλά είναι εξίσου σημαντικό, σε ένα άλλο επίπεδο να κρατήσει μια πολύ μικρή απόσταση προκειμένου να έχει μια άμεση σύνδεση με την πηγή της έμπνευσής του.
Το να ισορροπήσει κανείς ανάμεσα σε αυτά τα παράδοξα είναι πολύ δύσκολο και για χρόνια με απασχόλησε η προσπάθεια αυτή.
Η διαδικασία όμως της σύνθεσης και της δημιουργίας του Ελεύθερου Σημείου ήταν, για μένα, μια απελευθέρωση από όλες αυτές τις αντιφάσεις και σημάδευε μια τελείως καινούρια αρχή. Από αυτό το σημείο και μετά δεν μπορούσα πλέον να δημιουργώ ή να συντηρώ «μύθους» προκειμένου να αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμουν το μουσικό μου κόσμο. Μάλιστα δεν είχε πλέον κανένα νόημα για μένα η περιγραφική αναφορά στον οποιοδήποτε μουσικό κόσμο πόσο μάλλον του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτό από εμένα ή οποιοδήποτε άλλον άνθρωπο.
Η καινούρια πραγματικότητα για μένα ήταν ότι δεν γνώριζα τι έκανα και έτσι μπορούσα να το κάνω, επειδή δεν γνώριζα.
Ένα καινούριο παράδοξο χειρότερο από το προηγούμενο;
Αυτό το παράδοξο τουλάχιστον είχε μια γαλήνη που με διευκόλυνε πολύ στο να κάνω μουσική, και που μου έδινε ενέργεια αντί να με αδειάζει από αυτήν.
Όλο αυτό ήταν πολύ πέρα από τις δικές μου ικανότητες να καταλάβω και μου φάνηκε πιο σωστό απλώς να αφεθώ σε αυτό που μου συνέβαινε με την ελπίδα ότι θα καταλάβαινα περισότερα «καθ’οδόν».
Πράγματι, καθώς περνούσε ο χρόνος βρέθηκα όλο και περισότερο σε μια μουσική διάσταση στην οποία μπορούσα να ζήσω και να ανήκω με ένα εντελώς πρωτόγνωρο τρόπο.
Η προηγούμενή μου εμπειρία της μουσικής ως η γλώσσα του δικού μου διαλόγου με οτιδήποτε ήταν για μένα «ιερό» αντικαταστάθηκε με κάτι που το ένοιωθα ως πολύ βαθύτερο.
Η σιωπή τώρα ήταν το μέσο για αυτό το «διάλογο με το ιερό» και αυτό με ενέπνευσε να κάνω μουσική.
Αυτή είναι η καλύτερη και μάλιστα η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω για τον τίτλο Ελεύθερο Σημείο καθώς και για οτιδήποτε έχω κάνει με τη μουσική έκτοτε.
Ross Daly
Χουδέτσι 2008