Η λέξη καρβουνιάρης αναφέρεται στον επαγγελματία που παρασκευάζει ή πουλάει κάρβουνα.
Σημαίνει επίσης και το «θερμαστή» (τεχνίτη που ασχολείται με το λέβητα της ατμομηχανής), αλλά και το τρένο που λειτουργούσε με κάρβουνα, απ' όπου και η ειρωνική χρήση της λέξης για το αργοκίνητο τρένο (καρβουνιάρης ή μουτζούρης):
Στην Ελλαδίτσα πηγαίνουμε ακόμη με το τρένο ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΗΣ Α.Ε.!
Αθήνα-Κομοτηνή 12 ώρες!
Σχηματίστηκε με βάση τη λέξη κάρβουνο, που προέρχεται από τη λατινική carbo = άνθρακας. Λέξεις της ίδιας οικογένειας: καρβουνάδικο και καρβουνιάρικο (= μαγαζί που πουλάει κάρβουνα), καρβουναποθήκη και καρβουναριό (= αποθήκη για κάρβουνα), καρβουνέμπορος, καρβουνιάζω, καρβούνιασμα.
Θέμα της εβδομάδας: Επαγγέλματα που χάνονται
Δείτε όλο το αρχείο λέξεων αλλά και άλλα ενδιαφέροντα θέματα στη διεύθυνση http://www.asprilexi.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου