Η ακροαματικότητα δηλώνει το ποσοστό των ακροατών εκπομπής ή σταθμού ραδιοφώνου. Κανονικά διακρίνεται από τις λέξεις θεαματικότητα και τηλεθέαση, που δηλώνουν το ποσοστό των τηλεθεατών μιας εκπομπής, ενός σταθμού κτλ.
Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η ακροαματικότητα αναφέρεται και με τη σημασία «θεαματικότητα και τηλεθέαση».
Αρκετές φορές χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα, π.χ. τα πρώτα σε ακροαματικότητα περιφερειακά κανάλια ανά νομό.
Η λέξη παράγεται από το επίθετο ακροαματικός, -ή, -ό, που στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «προορισμένος για ακρόαση».
Από άποψη σημασίας συνδέεται με τη λέξη ακρόαση, που αποδίδει στα νέα ελληνικά τη γαλλική audience.
Λέξεις της ίδιας οικογένειας: ακροάζομαι, ακρόαμα, ακρόαση, ακροαστικά, ακροατήριο, ακροατής.
Θέμα της εβδομάδας: Ραδιόφωνο
Δείτε όλο το αρχείο λέξεων αλλά και άλλα ενδιαφέροντα θέματα στη διεύθυνση http://www.asprilexi.com/.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου