Η κορνίζα είναι το πλαίσιο (από ξύλο, μέταλλο ή άλλο υλικό) που περιβάλλει ένα ζωγραφικό πίνακα, μια φωτογραφία κτλ.:
Κρεμασμένα σε ολόχρυσες κορνίζες τα πορτρέτα των προγόνων τους.
Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής προέρχεται από τη βενετική λέξη cornise.
Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη αναφέρεται ότι η βενετική αυτή λέξη ανάγεται στη λατινική cornix, που σήμαινε «κοράκι» και η οποία προέρχεται από την κορώνη της αρχαίας ελληνικής.
Λέξεις της ίδιας οικογένειας: κορνιζάδικο (= κατάστημα όπου κατασκευάζονται κορνίζες για πίνακες), κορνιζάρω, κορνιζάρισμα, κορνιζάς.
Σπάνια χρησιμοποιείται το ρήμα κορνιζώνω και το ουσιαστικό κορνίζωμα.
Θέμα της εβδομάδας: Σύνεργα ζωγραφικής
Δείτε όλο το αρχείο λέξεων αλλά και άλλα ενδιαφέροντα θέματα στη διεύθυνση http://www.asprilexi.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου