ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΤΩΣΗ Ή ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟΝ ΚΟΙΝΟ ΠΑΡΑΝΟΜΑΣΤΗ;
Η σχιζοφρένεια, σε αντίθεση με την σκλήρυνση κατά πλάκας, έχει μια πιο θολή κλινική εικόνα και πολύ πιο περίπλοκα συμπτώματα, που πολλές φορές δυσκολεύουν την διάγνωσή της.
Αντίθετα, η σκλήρυνση κατά πλάκας σχεδόν πάντα έχει συγκεκριμένη συμπτωματολογία και σαφείς διαγνωστικές εξετάσεις, που δεν δυσκολεύουν την πιστοποίηση της και θεραπεία της.
Αρκετές φορές, όμως, έχουμε την συνύπαρξη των δυο ασθενειών, με ισχυρότερη την μία ή την άλλη συμπτωματολογία, αλλά, οπωσδήποτε μικτή κλινική εικόνα.
Η σύμπτωση αυτή συμβαίνει πάρα πολύ τακτικά, έτσι ώστε να εκφράζεται η λογική ερώτηση, αν αντί για συνύπαρξη δυο κλινικών εικόνων έχουμε μόνο μία.
Συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις οι γιατροί έχουν μια «μπακαλίστικη» τακτική και θεωρούν αυτή που εκδηλώνεται πρώτη πως είναι και ο κύριος εκπρόσωπος της παθολογικής κατάστασης που καταγράφεται.
Κάποιες ομάδες ήλεγξαν τα πράγματα πιο συστηματικά και βρήκαν ότι και η σχιζοφρένεια πολύ τακτικά έχει συμπεριφορά αυτοάνοσου νοσήματος με κρίσεις και υφέσεις και πολλές φορές και οργανικά αντισώματα από τον εγκεφαλικό ιστό.
Έτσι, δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που εδώ και πολύ καιρό αποδίδουν ένα «αυτοάνοσο χαρακτήρα» και στην σχιζοφρένεια με μια παθογένεια παρόμοια με την σκλήρυνση κατά πλάκας.
Σε μια εξέταση που διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, με ασθενείς που είχαν και τις δύο ασθένειες, έγινε εντατική παρακολούθηση των συμπτωμάτων και των δύο νοσημάτων, ενώ λάμβαναν ανοσοκατασταλτική θεραπεία λόγω της σκλήρυνσης κατά πλάκας.
Παράλληλα, γίνονται ψυχομετρικές και νευροφυσιολογικές εξετάσεις τόσο στην αρχή και στο τέλος της θεραπείας, όσο και στο μεταξύ τους διάστημα.
Τα αποτελέσματα παρουσίασαν μια χαρακτηριστική βελτίωση και των δύο νοσημάτων, όταν υπήρχε επιτυχία της ανοσοκατασταλτικής αγωγής.
Έτσι, βρέθηκε, λοιπόν, ότι τα δύο νοσήματα σε αυτούς τους ασθενείς δεν είχαν μια «παράλληλη» πορεία μόνο, αλλά, και μια κοινή θεραπευτική αντίδραση από την ανοσοκατασταλτική θεραπεία.
Όπως και να έχει, είναι φανερό πως υπάρχει και μεγάλη συγγένεια ανάμεσα στις δύο ασθένειες και τακτική και κοινή «εκπροσώπηση» στις εγκεφαλικές αλλοιώσεις.
ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΑΥΤΟ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΒΗΜΑ.
Ένας συνεχής πονοκέφαλος των γιατρών είναι η ανακάλυψη μεθόδων για προληπτική ιατρική.
Δηλαδή, για εντοπισμό κάποιων παθολογικών εστιών μέσα στο κεντρικό νευρικό σύστημα, προτού πλέον αυτά εκδηλωθούν κλινικά.
Σήμερα πλέον υπάρχουν αρκετές μέθοδοι για να εντοπιστούν αυτές οι «σιωπηλές» συμπτωμάτων περιοχές.
Πέρα από την μαγνητική και αξονική τομογραφία, η οποία στη βάση ενός τσεκάπ μπορεί να αποδώσει τέτοιες πληροφορίες, πολύ μεγάλο διαγνωστικό περιεχόμενο έχουν τα προκλητά δυναμικά.
Τα προκλητά δυναμικά είναι απαντήσεις του εγκεφάλου σε διάφορα περιφερικά ερεθίσματα, όπως π.χ. οπτικά, ακουστικά, ηλεκτρικά, κ.α.
Στην προκειμένη περίπτωση εξετάσαμε περίπου 300 ασθενείς με ενδεικτικό μόνο σακχαρώδους διαβήτη, χωρίς να υπάρχει κανένα άλλο κλινικό σημείο.
Η εξέταση έγινε και με τους τρεις τρόπους, καταγράφοντας τα οπτικά, τα ακουστικά και τα σωματοαισθητικά προκλητά δυναμικά και συγκρίνοντας τις τιμές με αυτές μιας φυσιολογικής ομάδας.
Βρέθηκε, λοιπόν, ότι πάνω από 60% αυτών των ασθενών είχαν ήδη παθολογικές διεργασίες, που το πιστοποιούσαν οι διαγνωστικές αυτές μέθοδοι.
Μάλιστα, μερικές ήταν οριακά και ύστερα από λίγο καιρό εμφανίστηκαν πράγματι και με κλινικές διαταραχές από το κεντρικό νευρικό σύστημα.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και σε αρρώστιες ύποπτες για την διαταραχή του κεντρικού νευρικού συστήματος, όπως είναι ο διαβήτης, μεσολαβεί πάντοτε ένας λανθάνων χρόνος από την ώρα που θα εγκατασταθεί η βλάβη στον εγκέφαλο ή στο κεντρικό νευρικό σύστημα μέχρι να εκδηλωθεί κλινικά.
Αυτό μας δίνει μια μεγάλη αφορμή προκειμένου να προτρέψουμε τους ενδιαφερόμενους να εξετάζονται τακτικά ώστε αυτό να ανακαλυφθεί πριν αρχίσει η παθολογική διεργασία.
Μια τέτοια ανακάλυψη κάποιων διαταραχών, χωρίς ακόμα να υφίσταται η κλινική εκδήλωση, έχει πολύ μεγάλη θεραπευτική σημασία και είναι άκρως σημαντική για την προστασία του καθενός.
Χρησιμοποιούμε αυτό σαν παράδειγμα, ιδιαίτερα στους ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, όπου έχουν τα συμπτώματα αρκετό καιρό μετά από την καταγραφή παθολογικών ευρημάτων των προκλητών δυναμικών.
ΚΥΤΤΟΚΙΝΕΣ – ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ ΚΑΤΑ ΠΛΑΚΑΣ – ΨΥΧΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΓΕΝΕΤΙΚΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΙΝΤΕΡΦΕΡΟΝΕΣ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΚΥΤΤΟΚΙΝΩΝ ΚΑΙ ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, ΕΚΡΗΞΗ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ. Οι ιντερφερόνες είναι μια από τις βασικές θεραπείες στην σκλήρυνση κατά πλάκας.
Η θεραπευτική τους ικανότητα βασίζεται στο θεωρητικό μοντέλο ότι έχουν μια αντιλοιμώδη ανοσορρυθμιστική συμπεριφορά.
Αυτό, βέβαια, δεν έχει αποδειχθεί πλήρως και η θεραπευτική αυτή προσέγγιση είναι περισσότερο μια υποθετική βάση εργασίας.
Το σίγουρο είναι όμως ότι οι γενετικά αναπαραγόμενες αυτές κυττοκίνες μπαίνοντας στον οργανισμό και φθάνοντας στον εγκέφαλο αποκτούν δύο βασικές περαιτέρω ιδιότητες :
1) Δημιουργούν νέα αντισώματα και
2) Αυξάνουν την έκρηξη της ντοπαμίνης.
Όσον αφορά το πρώτο, δηλαδή, την παραγωγή νέων αντισωμάτων, σχετίζεται με την περαιτέρω εξέλιξη της σκλήρυνσης κατά πλάκας σε μια άγνωστη κατεύθυνση.
Το δεύτερο όμως, δηλαδή, η αύξηση της έκκρισης της ντοπαμίνης, έχει μια άμεση επίδραση στην συμπεριφορά.
Έτσι, παρατηρούνται σε αυτούς τους ασθενείς, ανάλογα με την θεραπευτική διαχείριση των κυττοκινών, κατάθλιψη, μανία ή και πιο τακτικά, σχιζοειδής συμπεριφορά.
Η τελευταία εμφανίζεται πιο τακτικά, διότι είναι δυνατόν και άλλες λοιμώξεις, όπως από έρπη, μεγαλοκυτταροϊό κλπ. να δρουν αθροιστικά στην κατεύθυνση αυτή.
ΠΡΟΣΟΧΗ, λοιπόν, στις ψυχιατρικές αποκλίσεις της συμπεριφοράς σε ασθενείς σε θεραπεία με ιντερφερόνες.