ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Αθήνα, 21 Οκτωβρίου 2010
Ομιλία Υπουργού Προστασίας του Πολίτη Χρήστου Παπουτσή στην Ημερίδα της ΠΟΑΣΥ με θέμα «Όχι στη βία από όπου κι αν προέρχεται»
Χαίρομαι που είμαι σήμερα εδώ, για να μοιραστώ ορισμένες σκέψεις μαζί σας. Γι’ αυτό το μεγάλο σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα, τη βία. Η εποχή μας είναι παράδοξη. Από τη μια μεριά μιλώντας ιστορικά οι δείκτες της εγκληματικότητας είναι χαμηλότεροι από ποτέ. Ποτέ στο παρελθόν δεν βίωναν οι άνθρωποι σε τόσο ασφαλή αστικά περιβάλλοντα όσο σήμερα. Ποτέ στο παρελθόν δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να μετακινηθούν με τόση ασφάλεια όσο σήμερα.
Εντούτοις, αισθάνονται ολοένα και πιο ανασφαλείς, και αναμένουν από την Αστυνομία να τους προστατεύσει από πολλούς και διαφορετικούς κινδύνους.
Από την άλλη μεριά, η χαμηλή εγκληματικότητα συνυπάρχει με μια πολύμορφη βία που εκδηλώνεται τόσο στις σχέσεις μεταξύ κάποιων πολιτών, όσο και στις σχέσεις κάποιων πολιτών με τις αρχές. Δεν θα σταθώ στις οξύτατες τωρινές σημερινές μορφές οικονομικής και υπαρξιακής βίας - που νιώθουν ολοένα και περισσότερα τμήματα της κοινωνίας μας – παρόλο που η βία επιτείνει και, μέχρι ενός σημείου, υποθάλπει τις άλλες μορφές κοινωνικής και πολιτικής βίας που εκδηλώνονται και ταλανίζουν την κοινωνία μας. Ούτε θα σταθώ στους λόγους που γεννούν και υποδαυλίζουν την εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών ιδίως στο δημόσιο χώρο – από τα γήπεδα και ως την κατάληξη ορισμένων εκ των διαδηλώσεων.
Θα σταθώ μόνο ως παράδειγμα σε ένα γεγονός πολύ τραυματικό για όλη την ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα την Ελληνική Αστυνομία, την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου για να αναφερθώ στην δυναμική της βίας και που οδηγείται.
Όλοι γνωρίζουμε, ότι η εκδήλωση βίας δημιουργεί μια αυτόνομη δυναμική. Ως τέτοια η βία είναι εξελίξιμη, άρα μεταλλάσσεται. Συνεπώς ανάλογα με τις εξωτερικές συνθήκες άρα και τις εσωτερικές ανάγκες και σε ορισμένες περιπτώσεις και τις εσωτερικές παρορμήσεις των ανθρώπων ή των ομάδων που συγκρούονται εκείνη τη στιγμή. Με αποτέλεσμα να καλλιεργείται εν μέρει και από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, στο βαθμό που οι μεν διαμορφώνονται ως προς τους δε, καταλήγουν, θέλοντας και μη, να αυτοκαθορίζονται και να καθορίζουν τις αμοιβαίες ενέργειές τους ως προς την εικόνα και την δράση της θεωρητικά αντίπαλης κοινωνικής ομάδας.
Η διαδικασία αυτή ενέχει, όμως, τον κίνδυνο της αμοιβαίας αλλοτρίωσης. Όπως ακριβώς κάποιοι έφηβοι χτίζουν την προσωπικότητά τους μέσα από την αντιπαράθεση με την Αστυνομία, λησμονώντας τελικά το αρχικό και ενδεχομένως νόμιμο αίτημά τους για τη βελτίωση της κοινωνίας, έτσι και κάποιοι Αστυνομικοί χτίζουν το δικό τους προφίλ μέσα από την αναμέτρηση με αυτούς που αμφισβητούν την εξουσία τους, λησμονώντας τελικά την αποστολή τους, που είναι η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η αμοιβαία αλλοτρίωση οδηγεί αναπόφευκτα σε φαύλο κύκλο: Η βία ριζοσπαστικοποιείται, γίνεται αυτοσκοπός, και όταν εκδηλώνεται μπορεί να απορροφάται από κάποια ακραία πολιτικά στοιχεία. εν προκειμένω από το χώρο της Άκρας Δεξιάς, παρασέρνοντας ε ν τέλει στην δύνη της όχι μόνο τους αρχικά εμπλεκόμενους δράστες, αλλά ένα ολοένα διευρυνόμενο κύκλο ατόμων, με κίνδυνο να επεκταθεί στην υπόλοιπη κοινωνία.
Θεωρώντας ότι η τήρηση της Δημόσιας Τάξης και της ασφάλειας είναι, σε τελευταία ανάλυση, το μέσο για την επίτευξη της κοινωνικής συνοχής και της ειρήνης, η Ελληνική Αστυνομία οφείλει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια έτσι ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω κλιμάκωση της βίας απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται. Ως φύλακας των θεσμών και εγγυητής του Νόμου και του κράτους δικαίου, η ΕΛΑΣ οφείλει να συμβάλλει ενεργώς στην ειρήνευση της κοινωνικής ζωής της χωράς, θέτοντας κατ αυτό το τρόπο τις βάσεις για ένα ουσιώδες και ασφαλές μέλλον.
Κυρίες και κύριοι η εποχή μας χαρακτηρίζεται από πολλές παραμέτρους από σύνθετες καταστάσεις και αλληλεπιδράσεις.
Το δικαίωμα στην εργασία είναι ένα βασικό δικαίωμα για την ανάπτυξη του αυτοσεβασμού, για το αίσθημα της αξιοπρέπειας, κάθε ανθρώπου ξεχωριστά και επομένως για το σύνολο της κοινωνίας μας.
Γι’ αυτό η ανεργία και η φτώχεια είναι τα ζητήματα που προκαλούν την ένταση και τη συχνότερη εμφάνιση των φαινομένων βίας στην κοινωνία μας αλλά και παγκοσμίως.
Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη πέρα από τα μεγάλα οφέλη διευρύνει το χάσμα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και παράλληλα οδηγεί και στην εξάπλωση νέων μορφών εγκληματικότητας όπως αυτή του ηλεκτρονικού εγκλήματος έχοντας αντίκτυπο στην καθημερινότητα των πολιτών και διευρύνοντας το πεδίο της ανασφάλειας.
Η διεκδίκηση επίσης, έννομων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων παίρνει συχνά μορφή συγκρουσιακή.
Η συνεχώς αυξανόμενη ενίσχυση των διεθνών μεταναστευτικών κινημάτων, στη χώρα μας, πυροδοτούν αμυντικές εως και ξενοφοβικές αντιδράσεις της κοινωνίας.
Και συχνά , αλόγιστες αντιδράσεις βίας, υποκινούμενες από ακραίες πολιτικές οργανώσεις, που επεμβαίνουν βίαια στη δημόσια ζωή και θέτουν με τη σειρά τους σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.
Όλα αυτά τα φαινόμενα μεγεθύνονται όταν η αίσθηση δικαίου, η αίσθηση ευνομίας, κοινής προσπάθειας και συλλογικής αλληλεγγύης χάνονται. Όταν το κράτος δεν λειτουργεί με διαφάνεια, με ανοικτές διαδικασίες, με δημοκρατικούς θεσμούς. Όταν το κράτος δημιουργεί πελατειακές σχέσεις, ανισότητες, αδικίες. Όταν η αδιαφάνεια και η διαφθορά έχουν τον πρώτο λόγο.
Πρέπει, λοιπόν, να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε σήμερα ότι μαζί με όλα αυτά η διαρκής αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος εκτρέφει και υποδαυλίζει φαινόμενα βίας.
Με αποτέλεσμα ακόμα και το πιο υγιές κομμάτι της κοινωνίας, οι νέοι μας να αντιδρούν με βία, απέναντι στην «απελπισία» τους, σε μια ζωή χωρίς προοπτικές εργασίας, χωρίς μέλλον, χωρίς αξιοκρατία. Απέναντι δηλαδή, σε ένα υποθηκευμένο μέλλον. Και έτσι είναι και λογικό να αντιδρούν και βίαια.
Η βία, όμως, δεν δίνει λύσεις.
Δημιουργεί νέα προβλήματα, νέες πληγές.
Κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να απαιτεί ασφάλεια, έχει δικαίωμα να απαιτεί ισονομία. Κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να απαιτεί ισοπολιτεία και σεβασμό των ατομικών ελευθεριών.
Κανένας, όμως, δεν έχει δικαίωμα στη βία. Κανείς απολύτως.
Η βία γεννά φόβο και εγκλωβίζει την κοινωνία. Δεν επιτρέπει να προχωρήσουμε μπροστά.
Η βία όποτε και με όποιο τρόπο κι αν εκδηλώνεται, λειτουργεί τελικά εις βάρος της δημοκρατίας, εις βάρος των δημοκρατικών θεσμών και σε τελευταία ανάλυση λειτουργεί εις βάρος της προοπτικής των λαϊκών διεκδικήσεων.
Το φαινόμενο της βίας αφορά την κοινωνία μας, αφορά την Κυβέρνηση, αφορά τους ίδιους τους αστυνομικούς αλλά αφορά και τα παιδιά και τους δασκάλους τους. Δεν μπορούμε να επιτρέπουμε, με τον ένα η με τον άλλο τρόπο την καλλιέργεια του κλίματος βίας, από πολύ μικρές ηλικίες.
Χρειαζόμαστε διαφορετικές δομές, διαφορετική νοοτροπία και διαφορετική αντίληψη για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες και το φαινόμενο στη σημερινή σύνθετη συγκυρία.
Η προσπάθεια για να είναι αποτελεσματική και αποφασιστική, η προσπάθεια για την αντιμετώπιση της βίας πρέπει να είναι συλλογική. Οι λύσεις δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι αποσπασματικές πρέπει να είναι ολοκληρωμένες και συλλογικές. Από κοινού Κυβέρνηση, Πολιτεία, Βουλή, πολιτικά κόμματα, Σώματα Ασφαλείας, Ελληνική Αστυνομία, οργανωμένα σύνολα και ενεργοί πολίτες των τοπικών κοινωνιών, πρέπει όλοι να συμβάλουν μ ε το δικό τους ρόλο.
Το κλειδί της καταπολέμηση της βίας, βρίσκεται στην πρόληψη. Είναι θέμα Δημοκρατίας και Πολιτισμού να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε όλοι μαζί τις προϋποθέσεις για μια κοινωνία χωρίς βία, για μια κοινωνία με δημιουργικό μέλλον.
Η Ισονομία, Ισοπολιτεία και η Δημοκρατία, πιστεύω ειλικρινά ότι είναι τα μοναδικά ισχυρά αντίδοτα ενάντια στη βία.