Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Χρόνης Αηδονίδης


Ο πιο γνωστός σύγχρονος Θρακιώτης τραγουδιστής με πανελλήνια ακτινοβολία και απήχηση, γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1928 στην Καρωτή, ένα μικρό χωριό περιτριγυρισμένο από λόφους, στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας του Ερυθροπόταμου, 8-9 χιλιόμετρα από το Διδυμότειχο. Τουρκοκρατούμενη αυτή η περιοχή της Θράκης μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, περιλαμβάνει κυρίως πεδινά γεωργοκτηνοτροφικά χωριά.
Στην Καρωτή ήρθε να εγκατάσταθεί μόνιμα ο προπάππος του (από την πλευρά του πατέρα του) φεύγοντας από την Αδριανούπολη.
Ο πατέρας του Χρόνη, Xρήστος Αηδονίδης (1901-1991), το γένος Δοϊτσίδη, ήταν ένας από τους λίγους κατοίκους της περιοχής που έμαθε γράμματα σε κείνους τους δύσκολους χρόνους (άσκησε περιστασιακά και τα καθήκοντα του δασκάλου).
Έπίστρατος στη Μικρασιατική εκστρατεία, έταξε τον εαυτό του να υπηρετήσει τον Αϊ-Γιώργη άμα γλιτώσει απ' τον πόλεμο και επιστρέφοντας στο χωριό του σώος, χειροτονείται ίερεας.
Ο παπα-Χρήστος είναι αυτός που θα δώσει τα πρώτα μαθήματα ψαλτικής στον μικρό του γιό.
Ο Πολύχρόνης Αηδονίδης ανατράφηκε ακούγοντας τους παραδοσιακούς σκοπούς και τα τραγούδια που τραγουδούσε η μητέρα του, η παπαδιά.
Η κυρα-Χρυσάνθη (γ.1905) είναι από τα Βρυσικά, χωριό που το χωρίζει από την Καρωτή ο Ερυθροπόταμος. Καλλίφωνη, επηρεασμένη από την εκκλησιαστική μουσική (μιας κι έψελνε κιόλας) και τα αργά τραγούδια της Αν.Θράκης, σοβαρή, δραστήρια και καλλιεργημένη, ήταν πάντα καλοδεχούμενη στους χορούς που γίνονταν στο ύπαιθρο και περιζήτητη στους γάμους και τις γιορτές, γιατί τραγουδούσε καλά και ήξερε το τυπικό.
Αυτή άνοιγε συνήθως το γαμήλιο γλέντι με κάποιον αργό τραπεζικό σκοπό. Στους χορούς που τελούνταν στο χοροστάσι ή το μισοχώρι όπως ελεγαν την πλατεία του χωριού, πρωτοστατούσαν συνήθως τέσσερις γυναικείες φωνές χωρισμένες σε δυο ζευγάρια, το πρώτο κοντά στο κεφάλι του χορού και το δεύτερο στη μέση Τραγουδούσαν δυνατά και στην ψηλότερη περιοχή της φωνής τους για να ακούγονται και να κρατούν το χορό στο ρυθμό, δίνοντας έτσι έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στο τραγούδι.
Αυτό το άκουσμα ταίριαζε και με την γκάιντα ή το καβάλι (μακριά ξύλινη φλογέρα), όργανα που συνήθως συνόδευαν το γλέντι όταν άναβε για τα καλά.Έτσι ο μικρος Χρόνης, δευτερότoκoς γιος και αδυναμία της κυρα-Χρυσάνθης, διαμόρφωνε κοντά της με αβίαστο και σίγουρο τρόπο το μουσικό του αισθητήριο.
Στα χωράφια, που από μικρός συνόδευε τους γονείς του για να βοηθήσει στις αγροτικές δουλειές, άκουγε τους μερακλήδες να τραγουδούν και τύπωνε τα τραγούδια τους, χωρίς να του έχει περάσει από το νου οτι κάποια μέρα θα τα τραγουδούσε.
Επίσης, από μικρός πήγαινε στην εκκλησία και άρχισε δειλά-δειλά να ψέλνει κάποια εύκολα τροπάρια, γοητευμένος με κάθε τι που είχε σχέση με τη φωνή και τους "μαλακούς" ήχους. Τότε, όλα τα γλέντια στο χωριό τα στήριζε το τραγούδι με σκέτες φωνές και μερικές φορές με γκάιντα - σπάνια με καβάλι και λύρα.
Στις μεγάλες γιορτές έρχονταν λαλήματα, συνήθως ζουρνάδες με νταούλια ή κομπανίες με βιολιά και κλαρίνα, τα γκαρνέτα οπως τα έλεγαν. 'Όταν για πρώτη φορά είδε στο χωριό κομπανία (ένα ούτι μ' ενα βιολί), ο οκτάχρονος Χρόνης δεν πήγε σπίτι όλη την ημέρα. Καθισμένος έξω από το καφενείο, ένιωσε να τον συνεπαίρνει ο πρωτόγνωρος ήχος των "μαλακων" οργάνων με τους γλυκείς σκοπούς.
Είχαν λεπτό και μαλακό ήχο σε σχέση με τους τραχείς και χοντρόφωνους ζουρνάδες.
Του φαινόταν πως άκουγε θείκή μουσική. Όμως η μάνα του τον ήθελε να γίνει παπάς ή ψάλτης, όχι τραγουδιστής. '
Άλλωστε τότε ποιός το έβαζε στο νου του να γίνει τραγουδιστής;
Αυτά τα τραγούδια δεν τα λογάριαζαν, δεν τα εκτιμούσαν ως εκφράσεις μιας λαϊκής τέχνης με αξιώσεις αισθητικής απόλαυσης, τα βλέπαν μόνον από τη σκοπιά της κoινωνικής τους λειτουργίας και σαν τέτοια τα χαίρονταν.
Γι' αυτό, θα πει χαρακτηριστικα η κυρα-Χρυσάνθη, απηχώντας αντιλήψεις μιας άλλης επoχής: "Ποιός θα προκόψει μ' αυτά τα τραγούδια";
Τα δύσκολα -ιδιαίτερα στον Έβρο- χρόνια της Kατoχής και του 'Εμφύλιου βρίσκουν τον Χρόνη στο Διδυμότειχο, μαθητή στο τοπικό Γυμνάσιο. Εδώ παίρνει και τα πρώτα συστηματικά μαθήματα βυζαντινής μoυσικής από τον σπουδαίο ανατολικοθρακιώτη πρωτοψάλτη Μιχάλη Κεφαλοκόπτη, ενώ παράλληλα μαθαίνει θεωρητικά πλάι στον ψάλτη Μανάκα.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο το 1948, υπηρετεί για ενα χρόνο ως κοινοτικός δάσκαλος στα Πετρωτά, το τελευταίο χωριό προς Βορρά πριν τη βουλγαρική μεθόριο, ενώ το 1949 βρίσκεται στην "παιδούπολη" της Ρόδου, σε αναζήτηση επαγγελματικού προσανατολισμού και απόκατάστασης.
Στη συνέχεια κατάλήγει στην Αθήνα ψάχνοντας για δουλειά. Τον Μάρτιο του 1950 προσλαμβάνεται στο "Σισμανόγλειο" Νοσοκομείο και, αφού περάσει από διάφορες θέσεις και υπηρετήσει επί σειρα ετών στο λογιστήριο, συνταξιοδοτείται τον Απρίλιο του 1988.
Εδώ, στο Σισμανόγλειο, ήρθαν και τον βρηκαν, το καλοκαιρι του 1953, ο λογογράφος Π. Παπαχριστοδούλου μαζί με τον μουσικό Παντελή Καβακόπουλο, οι οποίοι αναζητούσαν έναν καλό θρακιώτη τραγουδιστή για την εκπομπή πού είχαν στο ραδιόφωνο με παραδοσιακά τραγούδια.
"Εγώ αυτά τα τραγούδια ντρέπομαι να τα πω", ήταν η πρώτη αντίδρασή του. "Που να ανοίξεις το στόμα σου να πεις τραγούδι, έξω από τη Θράκη", εξομολογείται ο ίδιος. Χρειάστηκε λοιπόν, αρκετή προσπάθεια και η επιστράτευση του κύρους του γυμνασιάρχη Παπαχριστοδούλου, για να πεισθεί ο νεαρός Χρόνης να ξεπεράσει τους ενδοιασμούς του και να τραγουδήσει.
Όμως η πρώτη ραδιοφωνική του εκπομπή τον Οκτώβριο του '53 είχε τέτοια απήχηση, που δεν άφηνε πιά περιθώριο για υπαναχωρήσεις. Έτσι, από τότε και για τρία περίπου χρόνια συμμετείχε σε εκπομπές με τη χορωδία και την ορχήστρα του Π. Καβακόπουλου.
Τα ραδιόφωνα είχαν αρχίσει ήδη να διαδίδονται στην επαρχία και ήταν η πρωτη φορά που ακούγονται τα τραγούδια των αγροτικών περιοχών της Ελλάδας πέρα από τα στενά γεωγραφικά τους όρια.
Ήταν το έναυσμα που έδωσε την ευκαιρία σε μουσικούς, οργανοπαίκτες και μερακλήδες να μάθουν τι πλούτος υπήρχε δίπλα τους. 'Έτσι και στην περίπτωση του Χρόνη Αηδονίδη ήταν η πρώτη φορά που τα τραγούδια της Δυτ.Θράκης ακούστηκαν στον τόπο τους αλλά και σε πανελλαδική κλίμακα, και μάλιστα με συνοδεία ορχήστρας παραδοσιακών οργάνων.
Βέβαια, για τις ανάγκες της εκπομπής, η ορχήστρα, με μικρες αλλαγές, έπαιζε σκοπούς και τραγούδια απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας. Αν και συμμετείχαν σε αυτή την ορχήστρα πολύ καλοί μουσικοί, το τελικό αποτέλεσμα ήταν η ομογενοποίηση,κατά κάποιο τρόπο, του ύφους της εκτέλεσης.
Το πρόβλημα εντοπιζόταν περισσότερο στις περιοχές που εΙχαν ιδιόμορφο μουσικό "χρώμα", όπως η Δυτ. Θράκη με σκοπούς και ρυθμούς που "ξένιζαν". Παρ' όλα αυτά ο τρόπος που παρουσιάζονταν τα τραγούδια, από το έγκυροκαι παντοδύναμο εκείνη την εποχη ραδιόφωνο, διέπλασε μια μουσική αισθητική και δημιούργησε άνα επίπεδο αναφοράς.
Σ' αυτό τα πλαίσιο, η μουσική συμβολή του ραδιοφώνου και ειδικότερα του τραγουδιστή Χρόνη Αηδονίδη στη διαμόρφωση αυτόύ που σήμερα εννοούμε ως "θρακιώτικο ύφος", υπήρξε αναμφισβήτητα σημαντική.
Σημειώνουμε εδώ ένα ακόμη γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία της πρώτης παρουσίας του Χρόνη Αηδονίδη: μέχρι εκείνη την εποχή δεν είχαμε καθόλου θρακιώτικη δισκογραφία (78 και 45 στροφών), αντίθετα με άλλες περιοχές όπως η Νότια Ελλάδα, η Ήπειρος, η Κρήτη και η Μ.Ασία.
Έτσι, η Θράκη ευτύχησε να βρει έναν μεγάλο έρμηηνευτή από την αρχή ήδη της διάδοσης της μουσικής της απ' τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.Άξιζει ίσως να υπενθυμίσουμε οτι από τους θρακιώτες τραγουδιστές μόνο δύο (που είναι και οι σημαντικότεροι) έτυχε να γίνουν γνωστοί σε πανελλήνια κλίμακα: οι Χρόνης Αηδoνίδης και Καριοφύλλης Δοϊτσίδης, οι οποίοι ουσιαστικα διαμόρφωσαν το υφος του θρακιώτικου τραγουδιου σήμερα.
Είναι αραγε τυχαίο το γεγονός οτι και οι δύο (μαζι με τον νεότερό τους Βαγγέλη Δημούδη) κατάγονται από το ιδιο χωριό, την Καρωτή;
Πάντως, αυτό το γεγονός εΙχε ώς συνέπεια, αν και οχι προφανή, το μουσικο υφος και το ρεπερτόριο της Καρωτης να απόκτήσει δυσαναλογα μεγάλη βαρύτητα στη διαμόρφωση του προς τα εξω μουσικου προσώπου της Δυτ. Θράκης.
Ή περιορισμένη απήχηση των λοιπών ντόπιων μουσικών και τραγουδιστών, ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική τους αξία, οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους:α. Ή δισκογραφία τους , σημαντικα μικρότερη, ερχεται χρονικα πολύ αργότερα από αυτήν του Χρόνη Αηδονίδη και του Καριοφύλλη Δοϊτσίδη, ενώ κυκλοφορεί συνήθως μόνο στην περιoχή της Θράκης.
Το σημαντικότερο όμως είναι οτι, πέρα από τη Θράκη, δεν υποστηρίζουν την καλλιτεχνική παρουσία τους στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα με δισκογραφία πλατιάς κυκλοφορίας, με συναυλίες και με τακτικές εμφανίσεις στο κεντρικό κρατικό ραδιόφωνο και κυρίως στην τηλεόραση.
Μετά το πρώτο ξεκίνημα, σιγά-σιγά σμιλεύεται η εκφραστική ωριμότητα του Χρόνη Αηδονίδη και κυρίως η ιδιαίτερη επίδοση στους αργούς και δύσκολους σκοπούς.Σε τραγούδια που όταν τα έλεγε, σταματούσαν ολοι γύρω του και άκουγαν.
Το πρώτο αργό τραγούδι που είπε στον ραδιοφωνικό σταθμό (Ε.Ι.Ρ.) ήταν το "Βαγγέλης καπετάνιος".
Τραγουδούσε με κλειστά μάτια προσηλωμένος στο μικρόφωνο. Μόλις τελείωσε, γύρισε και εέδε τον Τάσο και τον Φώτη Χαλκιά - που τον συνόδευαν στην ορχήστρα - να είναι βουρκωμένοι.
Αυτό του έδωσε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσει, λέει ο ίδιος. Τα αργά τραγούδια πάντα τον εντυπωσίαζαν, αλλά κατάλαβε την ιδιαίτερη αξία τους όταν άρχισε να μαθαίνει βυζαντινή μoυσική, οπότε έκανε συσχετίσεις "ηχων" και μελωδικών φράσεων: αυτό μοιάζει με κείνο...
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ οτι τα αργά τραγούδια, σε σύγκριση με τα χορευτικά, διαθέτουν συνήθως πιο περίτεχνη μουσική δομη - αν επιτρέπεται ο όρος. Πολλές φορές δε, μαρτυρούν δημιουργό γνώστη ή άτομο με αντίληψη στη θεωρία και τα μυστικά του ανατολικού μουσικού συστήματος.
Ένος συστήματoς, του οποίου οργανικό τμήμα αποτελεί η (Εκκλησιαστική) βυζαντινή και η δημoτική μας μoυσική. Φιλομαθής και μεθοδικός όπως είναι ο Χρόνης Άηδονίδης, από τα πρώτα χρόνια που βρίσκεται στην Aθηνα, μελετά συστηματικά τη βυζαντινή μουσική και θεμελιώνει καλά τις θεωρητικές του γνώσεις με τον Χατζηθεοδώρου (1954-1956).
Από το 1956 ξεκινάει η μακρόχρονη συνεργασία του με τον Σίμωνα Καρά στο ραδιόφωνο και αλλού, ενώ στη Σχολή του "Συλλόγου προς Διάδοσιν της Έθνικης Μουσικής" μαθαίνει περισσότερα για το σύνολο της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής (Εκκλησιαστικής και κοσμικής).
Σήμερα, κάνοντας έναν πολύ σύντομο απολογισμό της ερμηνευτικής του πορείας, ο Χρόνης Αηδονίδης θα πει επιγραμματικά:
Τα τραγούδια που έλεγα το 1953 πιθανόν να ήταν πιο γνήσια, αλλά ήταν πιο απλά και απελέκητα, σαν ατελείωτα.
Τώρα ξέρω που πονάει το κάθε τραγούδι, που θέλει διόρθωση, πως πρέπει να ειπωθεί. Και είναι αλήθεια οτι, όποιος συγκρίνει τις ηχογραφήσεις του από τους πρώτους δίσκους μέχρι τους πρόσφατους, μπορεί εύκολα να καταλάβει πως τη νεανική φρεσκάδα έχει αντικαταστήσει προοδευτικά η γνώση και η ερμηνευτική ωριμότητα. Η πορεία του λοιπόν αυτά τα σαράντα χρόνια, υπήρξε συνεχής και ανοδική, ενώ παραμένει υπόδειγμα "ερασιτέχνη" τραγουδιστή - με την πρωταρχική έννοια της λέξης - μακριά από την εμπορευματοποίηση και τη φθοροποιό δουλειά στα νυχτερινά κέντρα, δίνοντας έτσι το μέτρο του καλλιτεχνικού, όπως και του ανθρώπινου ήθους που τον διακρίνει.
Τις τελευταίες δεκαετίες ο τραγουδιστής Χρόνης Αηδονίδης αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο, ιδιαίτερα ως ερμηνευτής των αργών μελισματικών τραγουδιών της Αν. Θράκης, με το χαρακτηριστικό "βυζαντινίζον" χρώμα τους. Έτσι, στο πρόσωπο του Χρόνη Αηδονίδη έρχεται να βρει τον καλύτερο εκφραστή της η άποψη που θέλει το παραδοσιακό τραγούδι να προέρχεται από τη βυζαντινή μουσική σε μια άρρηκτη συνέχεια.
Αυτή η τελευταία διαπίστωση, νομίζουμε οτι αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους λόγους που συμβάλουν στην πλατύτερη αποδοχή του ως ερμηνευτή. Ο ίδιος συνεχίζει να δουλεύει αθόρυβα πάνω στη μουσική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας του, συλλέγοντας μερικές εκατοντάδες τραγούδια, με κεντρικό πυρήνα αυτά που έμαθε από τη μάνα του.
Τραγούδια που καθημερινά χάνονται και που μόνον ένα μικρό μέρος τους έχει ήδη εκδοθεί σε δίσκους, οι οποίοι μάλιστα στην πλειονότητά τους δεν κυκλοφορούν πια ή είναι δυσεύρετοι.
Η αξιόλογη δισκογραφική παρουσία του Χρόνη Αηδονίδη περιλαμβάνει δίσκους μικρής διάρκειας (45 στρ.) και μεγάλης διάρκειας (33 στρ.), ενώ συμμετέχει στον πρώτο καΙ μοναδικό, απ' οσο γνωρίζουμε, δίσκο 78 στροφών με τραγουδι της Δυτ. Θράκης (βλ. δισκογραφία).
Παράλληλα, η παρουσία του σε εκπομπές ραδιοφώνου και τηλεόρασης, σε συναυλίες και εκδηλώσεις είναι συχνή, ενώ γνώρισε και συνεργάστηκε με αρκετούς από τους σπουδαιότερους λαϊκούς μουσικούς της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Μήτσος Αραπάκης


«Να ξέρεις ότι, στη Θήβα, δεν ορκίζονταν στο Χριστό και στην Παναγία, αλλά, στον Αραπάκη».
Έτσι άρχισε κι έτσι τελείωσε την τηλεφωνική μας συζήτηση, ο παλιός τραγουδιστής, Γιώργος Μεϊντανάς, που γνώρισε τον Αραπάκη στις μεγάλες του δόξες και μοναδικό του μέλημα από τότε, ήταν:
«Να τραγουδήσω, ακολουθώντας το λαρύγγι του, τον τρόπο του, τον μοναδικό, για την εποχή πριν το πόλεμο, τρόπο του Μήτσου Αραπάκη». Ακριβώς, γι’ αυτό του τον τρόπο, του κόλλησαν το παρατσούκλι Αράπης ή Αραπάκης(μερικοί λένε ότι, τον ονόμασαν έτσι, επειδή στα νιάτα του, ήταν μαύρος) που, φανερώνει τη χώρα απ’ όπου ξεσήκωσε τον τρόπο, τη μεγάλη του τέχνη στο τραγούδι. Βέβαια, είχε πάει στην Αραβία ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης, όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο και βέβαια, ο καλλιτέχνης που τον κατοικούσε, τον ανάγκασε ν’ ακούσει διαφόρους τοπικούς τραγουδιστές. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι αντέγραψε. Οι πραγματικοί καλλιτέχνες, ουδέποτε αντιγράφουν, ουδέποτε μιμούνται. Μόνο, κλέβουν, τα ουσιαστικά συστατικά στοιχεία, κάθε αληθινής, άρα εμπνευσμένης τέχνης και τα αναπαράγουν, τα αναπλάθουν, με μοναδικό και ιδιοφυή τρόπο, δημιουργώντας καινούρια τέχνη. Δεν έχει κανείς παρά να ακούσει τον Μήτσο Αραπάκη, να τραγουδάει το «Του Κίτσου η μάνα κάθεται» ή έναν αμανέ ή ένα ρεμπέτικο και θα διαπιστώσει ότι: ο τρόπος, το ύφος και η περηφάνια που έχει στον λάρυγγά του, είναι ουσιαστικά συστατικά της ελληνικής τέχνης. «Είσαι κι εσύ Ελληνικός», θα του έλεγε ο Καβάφης, αν τον συναντούσε στην Αλεξάνδρεια. Ποιότητα φωνής, μοναδική. Θεϊκή απλότητα. Τον ακούς να τραγουδάει κι είναι σα να σου λέει: «Μην ακούς τα περίτεχνα γυρίσματα, που μπορεί να κάνει ο λαιμός μου αλλά, αφουγκράσου, τι παθαίνω». Ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης ή Αραπάκης, γεννήθηκε την Πρέβεζα. Έζησε όμως, στην Αθήνα. Δυστυχώς, όσο κι αν έτρεξα και προσπάθησα να μάθω, πότε ακριβώς γεννήθηκε και πότε πέθανε, κανένας δεν ήξερε να μου πει, ούτε οι στενοί του συνεργάτες, που ακόμα ζουν, ούτε και το Σωματείο των Μουσικών, που, καιρός είναι να οργανώσει το αρχείο του, με λίγα, έστω, βιογραφικά στοιχεία για τον κάθε μουσικό, αρχίζοντας απ’ αυτούς που ζουν ακόμα. Έπειτα από συζητήσεις με πολλούς μουσικούς(Παναγιώτης Κοκοντίνης, Αλέκος Γκαραβέλης, Γιώργος Κόρος, Νίκος Καρατάσος, Γιώργος Μεϊντανάς, Δημήτρης Κόλλιας, Παναγιώτης Πέππας), κάνοντας σχετικές διασταυρώσεις, μπορώ να πω ότι, ο Μήτσος Αραπάκης, γεννήθηκε ανάμεσα στα χρόνια 1890-1895 και πέθανε ανάμεσα στα χρόνια 1967-1970. Παντρεύτηκε τη Μαρία ή Μαρίκα «την καλύτερη μοδίστρα των Αθηνών»(Αλέκος Γκαραβέλης). Η γυναίκα του πέθανε γύρω στο 1960. Ως τότε έμεναν στα Σεπόλια. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο Αραπάκης, έμεινε στα Εξάρχεια. Τα ίχνη του χάνονται το 1966. Κάποιοι άκουσαν ότι, τον βάλανε στο γηροκομείο, όπου πέθανε, χωρίς να το μάθει κανείς. «Ο Μήτσος Αραπάκης, ήταν ο αγαπημένος τραγουδιστής όλων των λεφτάδων και των γλεντζέδων της εποχής. Ο ιχθυέμποροι, οι χασάπηδες με τις καδένες και οι έμποροι από τις αγορές Αθήνας και Πειραιά, τον λάτρευαν. Ουρές τα αυτοκίνητα, έξω από το μαγαζί, που τραγουδούσε προπολεμικά ο Αραπάκης, στην Κηφισιά, μαζί με άλλους δυο Μήτσους: τον Μήτσο Σαλονικιό και τον Μήτσο Κυριακίδη. Όταν δε, τραγουδούσε, απόλυτη ησυχία. Δε μιλούσε κανείς».(Αλέκος Γκαραβέλης) «Σε κάτι τραγούδια, ήταν δηλητήριο ο Αραπάκης. Σε πείραζε, να πούμε, στην καρδιά. Άσσος. Τον έφερα πολλές φορές στο μαγαζί μου στη Σαλαμίνα. Πρώτη φορά, το 1938. Με Σαλονικιό ή Ογδοντάκη, με Σιδέρη Ανδριανό, Ατραΐδη, Ρούκουνα, Παπασιδέρη κι άλλους, να πούμε. Ακούς τι σου λέω τώρα; Είπα τα ονόματά τους κι αναστατώθηκα. Τον έφερα και το 1939 και το 1940 και το 1944, με τη απελευθέρωση. Στην κατοχή, είχε έρθει σπίτι μου, κάθισε 18 μέρες. Δεν είχε να φάει. Ποιος; Ο Αραπάκης. Ο άσσος των άσσων. Το 1932 είχε έρθει ο Αρφούς Μπουρχάν από την Τουρκία. Εκεί, απάνω στο τραπέζι, είπανε: «Ποιος θα τραγουδήσει;» «Ο Αραπάκης θα τραγουδήσει». Είπε το «Τρία πουλάκια παν ψηλά». Μόλις τελείωσε το τραγούδι, το πήρε στα χέρια ο Αρφούς Μπουρχάν και τον φιλούσε στον αέρα».(Βαγγέλης Λαθούρης) Συνεργάστηκε με όλους τους μοναδικούς μουσικούς και τραγουδιστές της εποχής. Με τον Παπασιδέρη, τον Ατραΐδη, τον Κασιμάτη, ήταν φίλοι. Στο τέλος έκανε παρέα με τον Κουλουριώτη τραγουδιστή, Μίμη Ανδριανό. Ο Λάμπρος με το κανονάκι, ο Λάμπρος με τη λύρα, ο Τομπούλης με το ούτι, ο Σαλονικιός κι ο Ογδοντάκης με τα βιολιά, ο Ανεστόπουλος, ο Ρέλλιας, ο Γιαούζος κι ο Κυριακάτης με τα κλαρίνα, τον συνόδευαν μόνιμα στις ηχογραφήσεις του. Μετά το 1952, ο Παναγιώτης Κοκοντίνης(κλαρίνο) ήταν μόνιμος συνεργάτης του. Μετά το 1960, σχεδόν ζητιάνευε. Πήγαινε μόνο στα κέντρα της Ομόνοιας και όλο κάτι του έδιναν ή τον κερνούσαν οι συνάδελφοί του-φαντάζομαι, μ’ αυτή τη θλιβερή συμπόνια, που έχουμε όλοι στις ανάλογες περιπτώσεις γιατί, μας φαίνεται ότι βρίσκεται στην απέναντι, απ’ αυτόν τον κακομοίρη, όχθη, το δικό μας σώμα. Είχε έναν αδελφό, καλόγερος ήταν. Δεν είχαν όμως καλές σχέσεις. Με την γυναίκα του δεν απέκτησαν παιδιά. Συνέντευξη του Παναγιώτη Κοκοντίνη για τον Μήτσο Αραπάκη, Άγιος Παύλος, Αθήνα 30/08/1996. Ο Παναγιώτης Κοκοντίνης γεννήθηκε το 1919, στο Αμπελοχώρι Θηβών. Συνεργάστηκε, παίζοντας κλαρίνο με ιδιαίτερο ύφος, με όλους τους τραγουδιστές του Δημοτικού τραγουδιού(Παπασιδέρη, Αραπάκη, Μηττάκη κ.α.). «Τον γνώρισα το 1938. Είχε έναν κουμπάρο γιατρό, Αθανασάρας λεγόταν, στη Θήβα. Και, τώρα τελευταία, που δεν βοήθησε το κράτος όλους αυτούς τους παλιούς, να τους δώσει κάτι τις, αναγκάστηκε και του είπε: «Υποφέρω μωρέ γιατρέ» και τον βάλανε σ’ ένα ορφανοτροφείο ή γηροκομείο, κάτι τέτοιο και κει έφυγε ο Αραπάκης απ’ τη ζωή. Αυτός ο Αθανασάρας , ο κουμπάρος του, ήταν γλεντζές, ήθελε αυτό, το μοτίβο, τον τρόπο του Αραπάκη και τον καλούσε συνέχεια στη Θήβα. Ερχόταν ο Αραπάκης και δουλεύαμε εκεί, μαζί. Μέχρι το 1943 δουλεύαμε συνέχεια μαζί, στο Πιρί, στη Θήβα. Ερχόντουσαν τότες οι Μεγαρίτες, στο θέρος και μεις παγαίναμε και δουλεύαμε από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 3 και μας πετάγανε κανένα αυτό, υποφέραμε πολύ τότες. Και κει, θυμάμαι, στου Χρυσοστόμου το μαγαζί, τραγουδούσε ο Αραπάκης, μόνον αυτόν θέλανε. Ήταν και ο Χαράλαμπος Λάμπρου, Σιαπιέρα τον λέγαμε, απ’ το Μαυρομάτι, που ’παιζε τσίμπαλο. Κι ο Αραπάκης τσίμπαλο έπαιζε, αλλά αφού ήταν ο Χαράλαμπος, κρατούσε μια κιθάρα και τραγουδούσε. Τον θέλανε πολύ στη Θήβα τον Αραπάκη. Έμεινε το μοτίβο αυτό, ο τρόπος να πούμε που τραγούδαγε ο Μήτσος τα δημοτικά και τους αμανέδες. Είχε πάει στην Αραβία προπολεμικά. Από κει πήρε τον τρόπο. Ο τρόπος αρπάζεται στα νιάτα. Γι’ αυτό λέμε: «Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά». Γίνεται; Δε γίνεται. Να, έτσι, τώρα, που μου ’χει σπάσει η φωνή, θα σου πω ένα τραγούδι, στον τρόπο του Αραπάκη: «Πάνε τα χρόνια τα παλιά, πάνε και δε γυρίζουν, τα τωρινά μας ήρθανε για να μας βασανίζουν». Θυμάμαι λοιπόν, το 1943 ήτανε, τον Ιούνιο. Εκεί όπως δουλεύουμε, λέω στον Αραπάκη και στον Χαράλαμπο: «Παιδιά να πάτε το όργανο σπίτι». Στις έξι απαγορευότανε η κυκλοφορία, γιατί, τότες, ήταν ένα σύνθημα για τον αγώνα που, όλοι, η Κάκια Μενδρή κι άλλοι, παγαίναμε στη γραμμή και παίρναμε βοήθημα απ’ τη Φρειδερίκη. Και λέγαμε: «Για δες πως καταντήσαμε, ξανθές και μαυρομάτες, να πέσουμε στον έρωτα για μια οκά πατάτες». Αυλωνίτηδες, όλοι αυτοί, γελάγαμε, το καλαμπουρίζαμε δηλαδή, πως καταντήσαμε. Και μετά, ήταν ένα άλλο σύνθημα. Έλεγαν: «Θ’ αφήσω πια την πένα μου, θ’ αρπάξω τη σκανδάλη, θα πάω απάνω στα βουνά, θα πάω να βρω τον Άρη». Άκουγε ο ένας με τον άλλο, έτσι κοινωνιολογήθηκε το πράμα. Παγαίναμε στις ταβέρνες, το μπουζούκι κρεμασμένο. Ήταν απαγορευμένο για την κόρη του Κοτζαμάνη, τη Βαρβάρα. Γιατί, της είχαν βγάλει τραγούδι οι ρεμπέτες, για τα καμώματά της: «Στη Γλυφάδα κάθε βράδυ, η Βαρβάρα ξενυχτάει». Προσβάλανε το όνομα Κοτζαμάνης, ήταν υπουργός, έτσι, κατάργησε αυτός το μπουζούκι, ως παράνομο, να εκδικηθεί. Ακουγόταν τότε στις ταβέρνες: «Το μάθατε; Τι έγινε; Βρε, εδώ καίγεται ο τόπος. Βγήκαν αντάρτες για τη λευτεριά». Το κατάπινε ο κοσμάκης. Ιδιαίτερα, εμείς, οι Αρβανίτες. Και, θυμάμαι, τους είπα: «Χαράλαμπε, Μήτσο, εγώ φεύγω, πάω στο βουνό». Και βάζει τα κλάματα ο Αραπάκης κι ο Χαράλαμπος απ’ το Μαυρομάτι. Τους χαιρέτησα εκεί και μου πήγαν το όργανο σπίτι. Ε… μετά, κάτι φυλακές, κάτι Αλβανίες, από δω, από κει, γύρισα το 1952. Το 1955 είδα πάλι τον Αραπάκη. Από δω, από κει, αγκαλιαστήκαμε. Δουλέψαμε στη Θήβα πάλι, στον «Πούλο». Εκεί πηγαίνανε όλοι οι πλούσιοι, στο κέντρο αυτό, με το κυάλι, που λέει ο λόγος και με τα καρότσια τα παιδιά τα μικρά τότες, ήτανε η μόδα και τα ψάθινα τα καπέλα, τραγιάσκα απαγορευότανε. Κι ο Αραπάκης ψάθινο καπέλο έβαζε και του πήγαινε. Ο Αραπάκης δούλευε τότε, μόνο τα Σαββατοκύριακα. Παγαίναμε στα Μέγαρα, τον θέλανε πολύ εκεί. Βγάζαμε πολλά λεφτά. Είχα αγοράσει ένα μαγαζί με δύο Σαββατοκύριακα. Για τόσα λεφτά σου μιλάω Θανασάκη, χάρη στον Αραπάκη. Του άρεσε και τραγούδαγε το τραγούδι του Ατραΐδη «Από μικρός ορφάνεψα». Το ’λεγε ωραία, πρώτος ήχος, μελαγχολικός, στη Βυζαντινή μουσική. Μετά τον πόλεμο, δεν ηχογράφησε τίποτα ο Αραπάκης. Δεν εύρισκε μουσικούς να τον εξυπηρετήσουν. Γιατί, προσβάλλεται ο μεγάλος καλλιτέχνης που του παίζουν άσχημα οι μουσικοί. Έπαιρνε εμένα γιατί τον εξυπηρετούσα. Είχα μεγαλώσει στο συνοικισμό στη Θήβα, με τους πρόσφυγες απ’ τη Μ. Ασία. Κανονάκι ο Λάμπρος , Τομπούλης, ούτια και έμαθα το ύφος τους. Το 1954 στα μαγαζιά, δε θέλανε δημοτικά, ήτανε το μπουζούκια τότε: «Κάποια μάνα αναστενάζει» κ.λ.π. Η τελευταία φορά με τον Αραπάκη, ήταν σ’ ένα γάμο, στα Σπάτα. Τραγούδαγε: «Παίρνω τα ρέμα-ρέμα, με πήρ’ ο ποταμός, βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και μ’ έφαγε ο καυμός». Ω! ο κόσμος. Έτσι τον είχανε τον έρωτα τότε. Σίγα-σιγά έσπασε η φωνή του. Πάντα μόνος του κι έρημος. Έμενε κάπου στα Εξάρχεια. Είχε έναν, αδερφό, καλόγηρο. Καλλίνικος λεγόταν. Δεν τα είχαν όμως καλά. Τον πήγαινα στην ταβέρνα του Μουρούζη, στην Αθηνάς, τον κέρναγα. Δεν είχε να φάει. Θεός σ’ χωρέστον. Συνέντευξη του Δημήτρη Κόλλια για τον Μήτσο Αραπάκη, Ναύπλιο 314/09/1996. Ο Δημήτρης Κόλλιας συνεργάστηκε, παίζοντας κιθάρα, με όλους σχεδόν τους τραγουδιστές από το 1940 και μετά. Το 1962 πήγε στην Αμερική, με τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρυ Λίντα. Έμεινε εκεί, ως το 1976. Δεν παίζει πια και ζει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα. Τον Μπάρμπα-Μήτσο τον γνώρισα το 1944, στην Αθήνα. Τότε, που τον γνώρισα, κρυβότανε, να μην τον πάρουνε για δουλειά. Τόσοι και τόσοι τον ζητάγανε. Χασαπάδες, έμποροι, ταβερνιαραίοι, ψαράδες, όλοι ερχόντουσαν με τις άμαξες έξω απ’ το καφενείο των Μουσικών, στης Αθηνάς 33, να τον πάρουνε κι αυτός κρυβότανε. Τον ζητούσανε τόσοι πολλοί, δε γινότανε να πάει σ’ όλους, έτσι, κρυβότανε. Αυτή δουλειά, δε γινότανε μόνο μετά τη κατοχή, αλλά και πριν, από το 1930 ως το 1940. τον κυνηγάγανε τον Αραπάκη. Δε θα ξαναγίνει ποτέ στην Ελλάδα, τέτοιο πράμα τραγουδιστή. Ποτέ. Το γέλιο του ήταν τραγούδι. Το κλάμα του τραγούδι. Μίλαγε και τραγούδαγε. Ήταν τέτοια η φωνή του. Σε πείραζε, δεν μπορούσες ν’ αντέξεις. Το ’να κλέφτικο το’ λεγε έτσι, τα’ άλλο αλλιώς. Κάθε φορά που έλεγε το ίδιο τραγούδι, το’ λεγε αλλιώς. Καλαματιανά, αμανέδες, ακόμα και καντάδες έλεγε. Είχε πάει με τη μαντολινάτα του Κόκκινου, του μαέστρου, στο Λονδίνο και στην Αλεξάνδρεια, προπολεμικά. Τραγούδαγε σαν μέλος της χορωδίας κι έπαιζε τσίμπαλο. Τρομερός μουσικός. Στα σεγόντα ειδικά. Ήξερε μουσική, διάβαζε νότες. Όχι καλά, αλλά διάβαζε. Τρομερή πάστα μουσικού, πάει τελείωσε. Ήτανε κι ο Παπασιδέρης κι ο Ρούκουνας. Καλοί τραγουδιστές, πολύ καλοί, αλλά αυτός ήτανε άλλο πράμα. Μπορεί και να ’τανε και γύφτος, τουρκόγυφτος. Δεν εξηγείται αλλιώς, η μουσικότητα που είχε. Κάναμε, καμιά φορά, λάθος ακόρντο και το ’πιανε αμέσως, γύρναγε και μας κάρφωνε μ’ ένα βλέμμα! Προσπάθησα να ψωνίσω τα κόλπα του. Δεν ψωνιζόταν με τίποτα. Ήταν παράξενος. Μπορούσε να σε προσβάλει οποιαδήποτε ώρα. Ήθελε και είχε πάντα, καλούς μουσικούς δίπλα του. Ποτέ δεν μας έλεγε την ηλικία του, ούτε μας είπε ποτέ, για το, πότε άρχισε να τραγουδά, πότε και ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησε. Από το 1944 ως το 1962, ήμουνα συνέχεια μαζί του. Μετά, πήγα στην Αμερική. Γύρισα το 1976. έμαθα ότι είχε πεθάνει γύρω στα 1970 και ότι ζητιάνευε μετά το 1962. Δεν έπρεπε να καταντήσει έτσι άλλα, του άρεσαν πολύ οι γυναίκες, τις γέμιζε δώρα για να τις έχει, πολλά λεφτά ξόδευε για τις γυναίκες. Όσα έβγαζε κι έβγαζε πολλά τα ’δινε γι’ αυτό το πάθος του. Εκείνο που θα θυμάμαι πάντα, είναι που σταματάγαμε να παίζουμε, μόλις άρχιζε να τραγουδάει. Και την ευχή και την κατάρα που είχε δώσει ο πατέρας του Μανώλη Μοσχού κι αυτός με την σειρά του, την έδωσε στα παιδιά του: «Όταν κάνετε γλέντι και δεν πάρετε τον Αραπάκη, να ‘χετε την κατάρα μου». Το παραπάνω κείμενο είναι αυτούσιο όπως δημοσιεύεται στο βιβλιαράκι που συνοδεύει το CD της FM Records «Ο Μήτσος Αραπάκης τραγουδά Αμανέδες και Ρεμπέτικα» και γράφτηκε από τον Θανάση Μωραΐτη.

Ρόζα Εσκενάζυ

Είναι μια τραγουδίστρια, τόσο του Σμυρνέικου, όσο και του Δημοτικού τραγουδιού, που έγραψε πραγματικά ΙΣΤΟΡΙΑ με την παρουσία της στο τραγούδι!

Η ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ! "έγραψε ιστορία", και αυτό γιατί η ήταν η ΠΡΩΤΗ γυναίκα στην Ελλάδα, που τραγούδησε σε πάλκο.


Όλες οι υπόλοιπες, ήρθαν ΜΕΤΑ την Ρόζα.


Μάλιστα, πολλές παρακινήθηκαν απ' αυτήν . Μέχρι την εποχή που βγήκε η Ρόζα στο πάλκο, ήταν αδιανόητο να τραγουδήσει γυναίκα, και μάλιστα στο πάλκο!


Πρέπει να πω, ότι τη Ρόζα την έβλεπαν με κάθε σεβασμό και εκτίμηση ο κόσμος, αλλά και οι μουσικοί!


Ήταν επαγγελματίας, με μουσικές γνώσεις, γι αυτό και μπόρεσε να επιβληθεί τόσο στα μουσικά συγκροτήματα, όσο και στη δισκογραφία. Όπως είπα, η Ρόζα τραγούδησε απ' όλα τα τραγούδια, και είναι φυσικό, γιατί προέρχεται απ' την "Σμυρναϊκή Σχολή"!


Η πρώτη της εμφάνιση στο πάλκο, ήταν στην "Ανάσταση", στο Κερατσίνι, στην ταβέρνα του "ΚΕΡΑΤΖΑΚΗ".


Μαζί της ήταν ο Τομπούλης, ο Τούντας, ο Χρυσαφάκης, και άλλα μεγαθήρια της Σμυρναϊκής Σχολής. Τα πρώτα τραγούδια που τραγούδησε, ήταν Σμυρνέικα (συνήθως καρσιλαμάδες και ζειμπέκικα), από τα οποία πολλά ήταν "χασικλίδικα".


Εδω θα πρέπει να επισημάνουμε κάτι!


Ενώ εκείνη την εποχή, κυνηγούσαν οι αρχές αλύπητα τους μπουζουξήδες που έπαιζαν χασικλίδικα τραγούδια, τους Σμυρνιούς που έπαιζαν τα ΙΔΙΑ τραγούδια με τα "σαντουροβιόλια" τους, δεν τους πείραζε κανείς!


Με τον καιρό, τα Σμυρνέικα συγκροτήματα συγχωνεύτηκαν άλλα με δημοτικά, και άλλα με τα ρεμπέτικα, και η Ρόζα βρέθηκε να συνεργάζεται με κορυφαίους της εποχής, όπως τον ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, και τον ΣΕΜΣΗ (Σαλονικιό).


Η τριάδα ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ, ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ, ΕΣΚΕΝΑΖΥ, έκαναν δεκάδες δίσκους, και αποτέλεσαν "σχολή" για το τραγούδι. Τα περισσότερα τραγούδια της Ρόζας, τα έγραψε ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΝΤΑΣ.


Δυστυχώς, η δισκογραφία της ΡΟΖΑΣ με δημοτικά τραγούδια, περιλαμβάνει λίγα κομμάτια, παρότι έζησε και συνεργάστηκε μ' αυτόν τον κλάδο.


Η ΡΟΖΑ, έμεινε στις επάλξεις του τραγουδιού, μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, αν και δεν ήταν σε θέση να τραγουδήσει, πήγαινε καθημερινά στο καφενείο των μουσικών, και καθόταν αρκετές ώρες συζητώντας με τους συναδέλφους της. Γύρω στα 1978, είχε χαθεί για τρεις μέρες, και το ανακοίνωσαν μάλιστα και στην τηλεόραση. Πολλοί είχαν φοβηθεί ότι την είχαν σκοτώσει, αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι τελευταία "τα είχε χάσει" κάπως, και δεν θυμόταν να πάει σπίτι της.


Η ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ πέθανε το 1979, στο σπίτι της στο περιστέρι.

Γιώργος Παπασιδέρης


ΣΥΝΘΕΤΗΣ-ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ-ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ
Πολλοί τον είπαν «Βασιλιά του Δημοτικού Τραγουδιού».
Δεν πρόκειται απλά για έναν κορυφαίο καλλιτέχνη, αλλά για «Θεσμό» ολόκληρο, για μια μεγάλη «Σχολή του Γένους».
Ο Παπασιδέρης Θεωρείται μέτρο και σταθμό του Δημοτικού τραγουδιού.
Απ’ αυτόν έχουν μάθει όλοι οι νεότεροι να τραγουδούν και έχουν δανειστεί πολλοί αρκετά στοιχεία του.
Ο Γιώργος Παπασιδέρης υπήρξε «μονάδα». Ήταν Αρβανίτικης καταγωγής.
Γεννήθηκε στην Κούλουρη (Σαλαμίνα). Το τραγούδι το ξεκίνησε επαγγελματικά σε μεγάλη ηλικία, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα επισκίασε τους πάντες. Τραγούδησε τις χαρές και τις λύπες όλης της Ελλάδας, μα πάνω απ’ όλα τραγούδησε τη νεότερη ιστορία μας, τα τραγούδια της επανάστασης του 1821, τα κατορθώματα των κλεφτών και των αρματολών.
Και όχι απλώς τα τραγούδησε, αλλά θα λέγαμε ότι τα «σφράγισε».
Ο Στάθης Κάβουρας στο βιβλίο του γράφει:
«Ο Παπασιδέρης δεν τραγούδησε τίποτα άσχημο, και κράτησε το Δημοτικό Τραγούδι πολύ ψηλά».
Παρόλο που ο κόσμος ξέρει τον Παπασιδέρη σαν τραγουδιστή μόνο, ο Παπασιδερης ήταν ο πλέον πολυγραφότατος Έλληνας συνθέτης .Είχε τόσο πολύ νοιώσει και ζυμωθεί με τα ήθη και έθιμα τα Ελληνικής κοινωνίας, που σε λίγα λεπτά ταίριαζε και το ανάλογο τραγούδι.
Και όχι με το ίδιο θέμα όπως κάνουν οι σημερινοί συνθέτες και στιχουργοί.
Ο Παπασιδέρης ήταν πηγαίος ποιητής, και σοβαρός συνθέτης.
Παρόλο που ήταν Αρβανίτης, είχε όλο το ρεπερτόριο των παραδοσιακών τραγουδιών.
Τα τραγούδια του ελάχιστοι είναι αυτοί που μπορούν να τα ερμηνεύσουν σήμερα, και μάλιστα από τους ίδιους «τόνους».
Ο Παπασιδέρης πέθανε το 1978 στη Σαλαμίνα.
Έχει γράψει πάνω από 1500 δημοτικά τραγούδια, από τα οποία άλλα χάθηκαν, και άλλα λεηλατήθηκαν από επιτήδειους.
Δεκάδες λαϊκά τραγούδια είναι διασκευές από τραγούδια του Παπασιδέρη, και είναι δηλωμένα σε άλλα ονόματα.

Χαρίκλεια Ρουπάκα (Χάρις Αλεξίου)


Η Χάρις Αλεξίου, αν και δεν ξεκίνησε από το Δημοτικό Τραγούδι, τραγούδησε δημοτικά τραγούδια τόσο στη δισκογραφία, όσο και σε εμφανίσεις της στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με μοναδικό τρόπο.

Ήταν το 1980, που η Χάρις Αλεξίου (ήδη καταξιωμένη τραγουδίστρια) έκανε ένα δίσκο με δημοτικά τραγούδια.

Στο δίσκο αυτό, κλαρίνο παίζει ο Γιάννης Βασιλόπουλος, βιολί ο Γιώργος Κόρος, σαντούρι το Τάκης Σούκας, κιθάρα ο Κώστας Πίτσος, λαγούτο ο Βασίλης Κατράκος, και τουμπερλέκι ο Ματθαίος Μπαλαμπάνης.

Ας γνωρίσουμε όμως λίγο καλύτερα την Χαρούλα, πριν συνεχίσουμε με τα Δημοτικά της τραγούδια.

Η Χάρις Αλεξίου (Χαρίκλεια Ρουπάκα) γεννήθηκε στις 27/12/ 1950 στη Θήβα από πατέρα Μικρασιάτη, και μητέρα ντόπια. Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα της, και μαζί με την μητέρα της και τον αδερφό της (Γιώργο Σαρρή) μετακόμισαν στην Αθήνα για να αναζητήσουν καλύτερη τύχη.

Τελείωσε την οικοκυρική σχολή, και άρχισε να εργάζεται στο σπίτι της σαν μοδίστρα.Γύρω στα 1967, η Χάρις Αλεξίου άρχισε να σκέφτεται το δρόμο του τραγουδιού, και μέσω κάποιου γνωστού βρέθηκε στην μπουάτ «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ» να ερμηνεύει τραγούδια του Μίμη Πλέσσα.

Αυτό ήταν το ξεκίνημα της, και η καθιέρωση στο χώρο του τραγουδιού ήρθε πολύ γρήγορα. Πολλοί μάλιστα θεωρούν την Χάρις Αλεξίου και την χαρακτηρίζουν «Εθνική μας τραγουδίστρια».

Τα βιώματα της, η φτώχια που πέρασε, η προσφυγιά, η αγροτική ζωή της Θήβας, είχαν διαμορφώσει τόσο τον ψυχικό της κόσμο, όσο και τον χαρακτήρα της έτσι που δεν θα μπορούσε να μην τραγουδήσει και το είδος που τ’ αντιπροσωπεύει.

Εκτός από τον δίσκο με τα δημοτικά τραγούδια, και την υπόλοιπη πλούσια δισκογραφία της, η Χάρις Αλεξίου έχει τραγουδήσει και «πολίτικα» τραγούδια, βγάζοντας προς τα έξω και την Μικρασιατική φλέβα της.

Τον δίσκο της με τα δημοτικά τραγούδια, τον αφιέρωσε στην μνήμη των γονέων της, και είναι μια «ένεση» ο δίσκος αυτός για το δημοτικό μας τραγούδι στην δισκογραφία.

Εξαιρετικές είναι οι ερμηνείες στον δίσκο των τραγουδιών «Τα νιάτα, Ο ήλιος Βασιλεύει, Μια χήρα πουλαγε κρασί, Όμορφη που ‘ναι η Λιβαδειά.

Τα τραγούδια αυτά η Χαρούλα τα τραγουδά σε συναυλίες τόσο στην Ελλάδα, όσο και εξωτερικό, ξεσηκώνοντας τον κόσμο.

Δημήτρης Σέμσης - (Σαλονικιός)


Ένας «θρύλος» της Ελληνικής μουσικής, του Δημοτικού, και του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ένας μουσικός, που ακόμα και σήμερα πολλοί θέλουν να του μοιάσουν. Ο Δημήτρης Σέμσης γεννήθηκε στην Στρόμνιτσα γύρω στα 1880. Καταγόταν από οικογένεια στενά συνδεδεμένη με την μουσική, καθώς και ο πατέρας του Μιχελιός Σέμσης, και ο παππούς του ήταν κατασκευαστές βιολιών.Έτσι ο Δημήτρης, έπαιζε βιολί από μικρός. Παρολες τις έρευνες, δεν κατέστη δυνατό να μάθουμε από ποιον έμαθε να διαβάζει και να γράφει νότες ο Σέμσης, Το 1896 περιόδευσε με ένα τσίρκο σ’ όλη την Τουρκία, στην Περσία, την Αραβία, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, την Σερβία, και σε άλλες χώρες, και απέκτησε ακούσματα από τις μουσικές όλων αυτών των χωρών.Λέγεται ότι έπαιξε κάποτε στο «σεράι» του Σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίτ, ο οποίος κατενθουσιάστηκε από την δεξιοτεχνία του Σέμση, και είπε σε όλες τις γυναίκες να βγάλουν τους φερετζέδες και να τον ακούσουν με ακάλυπτα πρόσωπα. Του δώρισε μετά απ’ αυτό και έναν ασημένιο καβαλάρη που τον φιλάνε τα εγγόνια του σαν κειμήλιο.Το 1921, σε ηλικία 40 ετών παντρεύτηκε την δεκαεπτάχρονη Δήμητρα Κανούλα. Το όνομα του Σαλονικιού είχε μαθευτεί σε όλη την Ελλάδα ως κορυφαίου μουσικού, και ήταν περιζήτητος στους γάμους στα πανηγύρια, και στις ταβέρνες. Οι παλιοί έλεγαν μάλιστα, ότι σε κανένα συγκρότημα δεν έπεφτε η «χαρτούρα» που έπαιρνε ο Σαλονικιός.Το 1926, με την ίδρυση της COLUMBIA και της HIS MASTER VOICE ο Θεμιστοκλής Λαμπρόπουλος (πρόεδρος της εταιρίας) τον προσέλαβε ως καλλιτεχνικό διευθυντή της εταιρίας. Ο Σαλονικιός είχε την αρμοδιότητα να επιλέγει τους μουσικούς, τους τραγουδιστές, τα τραγούδια, αλλά και να κάνει και την ενορχήστρωση. Όπως προανέφερα, γνώριζε από παρτιτούρες, πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή που οι περισσότεροι μουσικοί και οι συνθέτες ήταν «πρακτικοί».Έτσι ο Σαλονικιός έγραφε και επιμελείτο τα τραγούδια, και όταν αυτά είχαν «ελλείψεις» επενέβαινε. Σαν εκτελεστής, έπαιξε σε χιλιάδες δίσκους όλων των επώνυμων (Χιώτη, Γούναρη, Βέμπο, Στελλάκη Περπινιάδη, Τούντα, Βαμβακάρη, Παγιουμτζή, Εσκενάζυ, Αμπατζή, Παπάζογλου, Αττίκ, και άλλων). Μεγάλη όμως είναι η συμμετοχή του στα τραγούδια που ερμήνευσε η Ρίτα Αμπατζή, και η Ρόζα Εσκενάζυ.Σε δεκάδες τραγούδια φωνάζει η Ρόζα «Γεια σου Σαλονικιέ μου». Ο Σαλονικιός είναι Ιδρυτικό μέλλος του Συνδέσμου Μουσικών Αθηνών – Πειραιώς «Η ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑ» που ιδρύθηκε το 1928. Μετά την κατοχή ο Σαλονικιός συνέχισε την καριέρα του συνεργαζόμενος με τον Χιώτη, τον Τσιτσάνη, και την Γεωργακοπούλου. Το 1948, ένα απρόσμενο γεγονός (ο θάνατος του 18 χρονου γιου του Νίκου) τον λυγίζει, και δεν αντέχει πολύ. Στις 19 Ιανουαρίου 1950 ο μεγάλος βιολιστής έφυγε για πάντα.Την σκυτάλη πήρε ο μεγαλύτερος γιος του Μιχάλης, ο οποίος διατέλεσε για πολλά χρόνια πρώτο βιολί της Κρατικής Ορχήστρας της ΕΡΤ, ενώ το 1980 ίδρυσε την ορχήστρα εγχόρδων «Ελληνική Καμεράτα». Ο Μιχάλης Σέμσης πέθανε το 1987, και την παράδοση της οικογένειας συνεχίζει ο γιος του Δημήτρης Σέμσης. Έτσι, το μεγάλο όνομα του Σαλονικιού συνεχίζεται.

Ο «ΑΓΝΩΣΤΟΣ» ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ

Είναι χρέος μας να κάνουμε μια αναφορά στον «άγνωστο» δημιουργό και ερμηνευτή των δημοτικών τραγουδιών, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ΛΑΟ μας. Τραγούδια που έχουν μελωδήσει και μελωδούν τα «πάθη», και τις «δόξες» της Ελληνικής φυλής από τα βάθη των αιώνων, μέχρι και τώρα. Διηγούνται την ιστορία, τις περιπέτειες, τις καθημερινές γιορτές, τις χαρές και τα πένθη, με τη χάρη του στίχου, με την υπόκρουση της ίδιας, θα έλεγα, πανάρχαιης λύρας. Της λύρας που συντροφεύει ακόμα και σήμερα τους (λίγους) σύγχρονους «ραψωδούς» στην Κρήτη, στην Κύπρο, και σε κάθε γωνιά της χώρας, συνεχίζοντας μια παράδοση «αμνημονεύτων» χρόνων! Και μια και έγινε λόγος για την λύρα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι είναι σύμβολο σπουδαίο, εκφραστικό, αυτή η λύρα, που ανεβαίνει περήφανη τις χιλιετηρίδες, και είναι σαν να διατηρεί στις χορδές της το «αποτύπωμα» απ’ τα δάχτυλα του «πατέρα» της ποίησης, του Ομήρου.Αυτή η λύρα, η «φωνή», το σύμβολο της φυλετικής μας συνέχειας. Αυτή τη φωνή, αυτή τη «συνέχεια» (όσο θα υπάρχει ακόμα), θέλουμε να την ακούσουν όλοι οι ξενομανείς των Ελληνικών Γραμμάτων και Τεχνών, όλοι αυτοί που τα αυτιά τους είναι ανοιχτά ΜΟΝΟ σε φάλτσες και βραχνές «σειρήνες», ξένες, όπως οι «φτιασιδωμένες» γυναίκες των ύποπτων μαγαζιών. Η Ελληνική Δημιουργία, δεν είναι «αντικείμενο» εμπορικό, «σουξεδιάρικο» η μη. Είναι ένα «όπλο» επανάστασης ενάντια σε μια «ξενοξιπασμένη» και χρεοκοπημένη πνευματική ζωή, ένας διαρκής αγώνας «επιστροφής» στην Ελλάδα. Οι ρίζες του Δημοτικού τραγουδιού χάνονται στα βάθη των προϊστορικών χρόνων. Ο ΟΜΗΡΟΣ το βρήκε στην «ακμή» του. Χίλια χρόνια προ Χριστού, τα «ιστορικά» Δημοτικά Τραγούδια, τα αναφερόμενα σε «ηρωικές» πράξεις, έδιναν και έπαιρναν. Ήταν κάτι ανάλογο με τα μετέπειτα «Κλέφτικα « τραγούδια. Υπήρχαν όμως και άλλες κατηγορίες τραγουδιών, που τις αναφέρει ο «Αθήναιος». Ήταν τραγούδια της Δουλειάς, και διάφορα άλλα, τα οποία έφτασαν παραλλαγμένα μέχρι και τις μέρες μας. Είκοσι και πλέον χιλιάδες τραγούδια μας έχει δώσει ως τα τώρα η ανεξάντλητη φαντασία του «Αγνώστου Δημιουργού». Και ξέρετε ποια είναι η μεγαλύτερη δόξα και «πιστοποίηση» της γνησιότητας αυτού του ΑΓΝΩΣΤΟΥ που μας έδωσε τα τραγούδια αυτά; Ότι είναι ΑΓΝΩΣΤΟΣ, ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ, ΑΣΤΟΙΧΕΙΩΤΟΣ, ΑΥΘΟΡΜΗΤΟΣ, όλο αίσθημα και πάθος, ότι έζησε με «μύριες μορφές» και μύρια πρόσωπα, χαμένος ,μέσα στη θάλασσα των συναισθημάτων του ΑΝΩΝΥΜΟΣ! Δεν τραγούδησε από ματαιοδοξία, ούτε για φήμη. Για τον Άγνωστο λοιπόν τραγουδιστή – δημιουργό, που όπως είπαμε δεν είναι άλλος από τον ΛΑΟ, το τραγούδι δεν είναι παιχνίδι, ούτε εμπορικό αντικείμενο. Είναι σοβαρή λειτουργία μέσα στη ζωή. Ασκεί επίδραση στη ζωή, η οποία θυμίζει το ρόλο της τέχνης στον βίο των Αρχαίων. Ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο της φυλετικής μας ιδιοτυπίας το οποίο μελετώντας το ο Φωριέλ. Τον έκανε να γράψει. «Αν αποκτήσουν οι Έλληνες την ανεξαρτησία τους, αν έρθει η μέρα που θα μπορέσουν να καλλιεργήσουν απερίσπαστοι τις σπάνιες ικανότητες που τους έδωσε η φύση, τα πάντα μας εξουσιοδοτούν να ελπίζουμε ότι γρήγορα θα φθάσουν, και ίσως ξεπεράσουν τον πολιτισμό των άλλων λαών της Ευρώπης. Οι επιστήμες θα ξανανθίσουν στη χώρα τους, η φιλοσοφία θα ανοίξει καινούργιες σχολές, και οι καλές τέχνες θα δώσουν και πάλι αριστουργήματα. Θα έχουν αναμφίβολα και μεγάλες ποιητικές συνθέσεις, όπου η τέχνη θα κάμει ότι μπορεί να κάμει. Αυτές οι ελπίδες όμως, ας μην τους κάμουν να καταφρονήσουν ένα έργο μετριόφρον και εύκολο. Ας σπεύσουν να μαζέψουν ότι δεν έχει χαθεί ακόμα από τα δημοτικά τους τραγούδια. Η Ευρώπη θα τους είναι ευγνώμων για ότι θα κάμουν για να τα διατηρήσουν». Ο Θησαυρός των Δημοτικών Τραγουδιών αγαπητοί φίλοι, το πολύτιμο λαογραφικό μας υλικό, μένει σαν «Νεκρή Εθνική Περιουσία». Δυστυχώς! Παρόλο που η μεγαλοφυΐα ενός Αισχύλου έσκυβε για να ακούσει τα «απλοϊκά» δημοτικά τραγούδια (όπως αποκαλύπτει ο Αριστοφάνης στους Βάτραχους), και να εμπνευστεί απ’ αυτά, οι σημερινές «μεγαλοφυΐες» σκύβουν πάνω από ξενόφερτα «σουξέ» αγνοώντας την «κληρονομιά» μας και τον ΑΓΝΩΣΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ και ΕΡΜΗΝΕΥΤΗ της.

ΜΕΛΕΤΕΣ ΞΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Κατά την πραγματοποίηση έρευνας για τα Δημοτικά τραγούδια, εντοπίστηκαν μελέτες ξένων επιστημόνων, οι οποίοι θαύμασαν και συγκέντρωσαν υλικό από την Ελληνική Δημοτική Ποίηση. Ο Ακαδημαϊκός ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΟΥΓΕΑΣ στις 1/3/1950, δημοσίευσε στο περιοδικό «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» μελέτη με τον τίτλο «Η ΠΑΛΑΙΟΤΑΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΒΑΡΩΝΟΥ WERNER VON HAXTHAUSEN. Να κάποια από τα κύρια και πολύ ενδιαφέροντα σημεία της μελέτης, περιληπτικά. «Ο αξιόλογος γερμανός, που ήτο άγνωστος εις τον FAURIEL και που η συλλογή του έμεινε κι αυτή άγνωστη έως τώρα τελευταία, μας είναι πολύ γνωστός. Είναι ο Βεστφαλός βαρώνος Werner V. Haxthausen, του οποίου η συλλογή Νεοελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών κρυμμένη επί 120 έτη, ήλθεν εις το φως το 1935 από τους K. Schuite – Kemminghausen, και G. Soyter (Munsteri . W 1935). Η μακρά εισαγωγή των εκδοτών, μας δίδει λεπτομερείς ειδήσεις περί της πολυκύμαντου ζωής του εξαιρετικού αυτού ανθρώπου, που πρώτος από τους ξένους εσκέφθη να συλλέξει, να μελετήσει, και να εκδώσει Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια. Ο W. Haxthausen, γεννηθείς το 1750, ανήκε σε παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Βεστφαλίας, και έδειχνε από παιδί κλίση προς την ποίηση με τις εμμέτρους μεταφράσεις των ωδών του Ορατίου, και ύμνων του Πινδάρου. Στην Αγγλία όπου κατέφυγε, εργάσθηκε σαν γιατρός σε ναυτικό νοσοκομείο. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει Έλληνες ναυτικούς, και να ακούσει, αλλά και να καταγράψει απ’ το στόμα τους τα πρώτα του Ελληνικά Τραγούδια. Γύρω στα 1814 – 15, είχε ήδη συγκεντρώσει αρκετά τραγούδια, και ευρισκόμενος αυτές τις χρονιές στην Βιέννη, ήρθε σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση φοιτητή τότε, και αργότερα καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η συλλογή του Haxthausen η οποία χρονολογείται γύρω στα 1814, περιέχει αυτούσια τα υπό του Βλαχογιάννη κηρυσσόμενα πλαστά Κολοκοτρωναίικα τραγούδια»…. Αυτό ήταν ένα πολύ μικρό δείγμα από την μελέτη του ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα, η οποία αναφέρεται στην συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Werner Von Haxthausen . Υπάρχουν κάποιες πολύ παλιές εκδόσεις μελετών, που χρονολογούνται γύρω στα 1750. Γίνονται πολλές προσπάθειες από συλλέκτες, λαογράφους, και ανθρώπους απλά με μεράκι, να έρθουν στο φως όσο γίνεται περισσότερα στοιχεία, για το Δημοτικό μας Τραγούδι, αλλά και να γίνουν γνωστά κάποια δημοτικά τραγούδια. ΟΙ μέχρι τώρα υπάρχουσες μελέτες, είναι οι περισσότερες ιδιωτών, αφού το κράτος μας πάντα αδιαφορεί για την Παράδοση.

Ο ΠΑΠΑ ΓΙΩΡΓΗΣ "ΝΤΕΛΗ-ΠΑΠΑΣ"

Ενας περίφημος κλεφταρματωλός ήταν ο Παπά-Γιώργης "Ντελή-παπάς" . Γεννήθηκε στο χωριό Μαυραναίοι Γρεβενών και ήταν συγγενής των Ζιακαίων, έδρασε γύρω στα 1834 - 1854. Ξεχώρισε για τις διοικητικές, του ικανότητες, την πολεμική τον πονηριά, το παράτολμο θάρρος τον, αλλά και τη σωματική τον ρώμη. Τακτικές μάχες με τον Τουρκικό στρατό έδωσε στο Μέτσοβο και το Κουτσελιό. 'Ήταν άριστος γνώστης όλων των περασμάτων τον Σμόλικα, και διακρίθηκε για την εξυπνάδα που διέθετε, ώστε να κρατά υπό έλεγχο όλες αυτές τις διαβάσεις της Βόρειας Πίνδου, οπότε αποτελούσε το συνεχές εμπόδιο σ' όλα τα περάσματα των Τουρκαλβανών. Γι' αυτές ακριβώς τις ιδιότητες οι Τούρκοι τον ονόμασαν Ντελή-Παπά (τρελλοπαπά). Το 1854 με τους δικούς του άνδρες, ενώθηκε με τις δυνάμεις του Θ. ΖΙΑΚΑ που μπήκαν στη Δυτ. Μακεδονία και πήρε μέρος στην μάχη τον Μέγα Σπήλιου Γρεβενών. Οι δραστηριότητες του ήταν και η αίτια που η «λαϊκή μούσα» τον έκανε τραγούδι, το οποίο ακούγεται και στις μέρες μας. Κούγω τον άνεμο κι αχάει,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά. Τον κούγω να μαλώνει,Ντελή παπά λεβέντη. Τον κούγω να μαλώνει,Ντελή παπά λεβέντη. Με τα βουνά εμάλωνε,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά. Και με τα δέντρα ηχούσε,Ντελή παπά λεβέντη. Και με τα δέντρα ηχούσε,Ντελή παπά λεβέντη. Εσείς βουνά των Γρεβενών,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά. Και πεύκα του Μετσόβου,Ντελή παπά λεβέντη.Και πεύκα του Μετσόβου,Ντελή παπά λεβέντη. Εσείς καλά αχ τον ξέρετε,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά. Αυτόν τον παπά Γιώργη,Ντελή παπά λεβέντη. Αυτόν τον παπά Γιώργη,Ντελή παπά λεβέντη. Που ήταν μικρός στα γράμματα,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά. Μικρός στα πινακίδια,Ντελή παπά λεβέντη.Μικρός στα πινακίδια,Ντελή παπά λεβέντη. Και τώρα στα γεράματα,μωρέ παπά αχ Ντελή παπά.Αρματολός και κλεφτήςΝτελή παπά λεβέντη.Αρματολός και κλεφτήςΝτελή παπά λεβέντη.

ΔΗΜΟΤΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ-ΕΡΕΥΝΑ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Σ’ αυτή τη νέα ενότητα , σκοπός μας είναι να θυμηθούν οι παλιοί, και να μάθουν οι νεότεροι τόσο τα είδη Δημοτικών τραγουδιών, όσο και τους ανθρώπους που ασχολήθηκαν μ’ αυτό, συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές, παλιούς, και νέους. Έχουμε δεκαπέντε κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών, ανάλογα με το αντικείμενο αναφοράς τους, την θεματολογία.1) ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - Πρόκειται για τραγούδια που πηγάζουν άμεσα από ιστορικά γεγονότα η περιστάσεις, 2) ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ – Η τα τραγούδια των «πολεμιστών», των Κλεφτών και Αρματολών, με ποικίλα θέματα που αναφέρονται στη ζωή και τους αγώνες των Ελλήνων ανταρτών της Τουρκοκρατίας, 3) ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - Είναι τα τραγούδια που αναφέρονται στους άθλους του Διγενή και τους αγώνες του. Μέσα απ’ αυτά τα τραγούδια βλέπουμε τον Ελληνισμό να στηρίζει τους πόθους και τα ιδεώδη του στον Διγενή Ακρίτα, 4) ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ - Είναι τα τραγούδια εκείνα που συνδυάζουν την πραγματικότητα με την φαντασία , το μέτρο, με την υπερβολή, 5) ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, 6) ΝΥΦΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ – Είναι εκείνα που εξιστορούν τις γαμήλιες συνήθειες και τον σκοπό τους, 7) ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ, 8) ΚΑΛΑΝΤΑ, 9) ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ, 10) ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ, 11) ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ – Πρόκειται για τραγούδια «δίδαγμα», παροιμίες, 12) ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΙΑΣ, 13) ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ- Είναι τα τραγούδια που τραγουδούσαν οι εργάτες κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Τραγουδώντας τα έδιναν ρυθμό στη δουλειά τους, και κανόνιζαν την ενέργεια τους έτσι που να μην σπαταλούν δύναμη, 14) ΠΕΡΙΓΕΛΑΣΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ – Είναι τραγούδια σατυρικά, με θέμα τις περισσότερες φορές την άσχημη γυναίκα, την ακαμάτρα, και την επιθυμία του ατυχούς συζύγου για μια πιο όμορφη νύφη, 15) ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥΣ – Πρόκειται για τραγούδια τα οποία αναφέρονται σε διάφορα καθημερινά θέματα συνδυάζοντας αναφορά σε ταξίδια σε έρωτες, σε μάχες. Επίσης πρόκειται για τραγούδια γραμμένα και τραγουδισμένα στις τοπικές διαλέκτους, Θρακιώτικα, Κρητικά, κλπ.

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ


Ο μουσικοσυνθέτης και ραδιοφωνικός παραγωγός Ν. Μαυρουδής καταγγέλλει...

Περίμενα τη διεξαγωγή των εκλογών, για να σας απασχολήσω για την απρόβλεπτη όσο και προσβλητική απόλυσή μου από τον ραδιοφωνικό σταθμό του «Αθήνα 9,84», στον οποίο απασχολούμουν με σύμβαση αορίστου χρόνου.Για την διακοπή της εργασιακής σύμβασής μου υπήρξε αρχικά αναφορά σε εβδομαδιαία εφημερίδα, η βασιμότητα της οποίας πληροφορίας αποδείχθηκε την 5/8/2007, όταν προσήλθα στο Σταθμό, για να αναλάβω εργασία μετά τη λήξη της κανονικής μου καλοκαιρινής άδειάς μου και έκπληκτος διαπίστωσα, ότι την ώρα του δικού μου προγράμματος κάλυπτε (με διαφορετικό πρόγραμμα) άλλος συνεργάτης του Σταθμού!Για την αποπομπή μου αυτή αλλά και τον τρόπο που προβλήθηκε, δεν είχα ουδεμία ενημέρωση ή –πολύ περισσότερο-προειδοποίηση, παρ’ όλο που αναζήτησα να πληροφορηθώ τους λόγους από τον Διευθυντή του Σταθμού κο Γιάννη Πολίτη, ο οποίος …ένιψε τας χείρας του, αναφερόμενος απλώς σε απόφαση του ΔΣ του Σταθμού.Παρά τις εύλογες διαμαρτυρίες μου, ουδείς ενδιαφέρθηκε να μου γνωρίσει το παραμικρό σε σχέση με την αψυχολόγητα σκληρή συμπεριφορά του Σταθμού σε βάρος μου μέχρι την 24/9/2007, οπότε μου επιδόθηκε έγγραφο καταγγελίας της εργασιακής μου σύμβασης, με την αποδεδειγμένα προσχηματική και επινοημένη επίκληση ως λόγου απόλυσής μου «την γενική αναδιοργάνωση του ραδιοφωνικού προγράμματος του Σταθμού».Για την απόλυσή μου από το Σταθμό «9,84», τον τρόπο που αυτή προβλήθηκε και τους ψευδείς λόγους που επικαλείται ο Σταθμός, εκφράζω, εκτός από την διαμαρτυρία μου, και την λύπη μου, εφ’ όσον επί 30 χρόνια, που δουλεύω στο ραδιοφωνικό μετερίζι (από τα οποία 10 στον «9,84»), δεν ξανασυνάντησα τέτοια προσβλητική και εν κρυπτώ συμπεριφορά, παρ’ ότι, εκτός της μουσικής δημιουργίας, επί χρόνια έχω αφοσιωθεί σε θέματα ραδιοφωνικού πολιτισμού, εν μέσω μιας γενικότερης –ως γνωστό- ραδιοφωνικής εξάρτησης από …μοδάτες – χαβαλέ μεταδόσεις που έχουν πλημμυρίσει τα ερτζιανά…
Μία μόδα επικίνδυνη για τους πολίτες.Αναρωτιέμαι αν αυτό είναι το μοντέλο του «πολιτικού πολιτισμού» και των όρων νομιμότητας που έχουν αντιληφθεί οι διευθύνοντες του «9,84» και οι υπεύθυνοι του Δήμου Αθηναίων στους οποίους υπάγεται ο Σταθμός.
Η πραγματικότητα βέβαια είναι πως όλο και λιγότεροι άνθρωποι του πολιτισμού βρίσκονται σήμερα εν ενεργεία σε ραδιόφωνα, γι αυτό και η πενηντάχρονη πορεία μου στη μουσική δράση και σκέψη, δεν στάθηκε επαρκής, ώστε να μου επιτρέψουν την συνέχιση μιας τέτοιας εργασίας στον «9,84».
Η αναιτιολόγητη απόλυσή μου, με αναγκάζει να δεχτώ πως ο ελεύθερος λόγος μου σε πολιτιστικά και κοινωνικά θέματα που πραγματευόμουν στις εκπομπές μου, προφανώς δημιούργησε δυσφορία στους ιθύνοντες του Σταθμού, που αρνούνται να δεχθούν, ότι η υπεράσπιση του πολιτισμού προϋποθέτει πολιτική θέση και ανάληψη ευθύνης.Θα διεκδικήσω μέσω δικαστικής οδού την δικαίωσή μου, καθώς και την αποκατάσταση της προσβολής της προσωπικότητάς μου και αναρωτιέμαι:Ο δήμος της Αθήνας, εκφράζεται μέσα από τέτοιες σκοτεινές εργασιακές διαδικασίες;
Αυτό είναι λοιπόν.
Ακόμα μια σωστή φωνή σίγησε από το ραδιόφωνο.
Θυσιάστηκε μπροστά στα όποια συμφέροντα, στις όποιες σκοπιμότητες.
Η κατάσταση στο ραδιοφωνικό τοπίο της χώρας πάει από το κακό στο χειρότερο.
Οι παραγωγοί δίνουν τη θέση τους στους υπολογιστές, το πρόγραμμα, δίνει την θέση του στις διάφορες play list που εξυπηρετούν τα σουξέ των εταιριών, και την συνέχιση της ανύπαρκτης μουσικής μας παιδείας.
Όταν δεν σέβονται μια προσωπικότητα σαν τον Νότη Μαυρουδή, τότε τι να πούμε;
Κρίμα.
Ντροπή.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΕΣ


Ένας θεσμός, στον οποίο πρέπει να συμμετέχουμε ΟΛΟΙ.
Στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, οι Εθελοντές Πυροσβέστες είναι εκείνοι που μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στις δύσκολες στιγμές που περνούν οι συνάνθρωποι μας, ενισχύοντας με την προσφορά τους την Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Ο εθελοντισμός στη χώρα μας, και αυτό το έχω ξαναγράψει, είναι κάτι παρεξηγημένο.
Σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, η Ελλάδα στον Εθελοντισμό γενικότερα είναι πολλά χρόνια πίσω δυστυχώς.
Οι Εθελοντές Πυροσβέστες, είναι μια κατηγορία η οποία θα έλεγα ότι είναι η ΑΝΩΤΕΡΗ στον εθελοντισμό, αφού καλούνται να συμμετάσχουν στην Προστασία της ζωής και της περιουσίας των συνανθρώπων μας από φυσικές καταστροφές, και από πυρκαγιές.
Πλημμύρες, σεισμοί, θεομηνίες, και ατυχήματα, καλείται ο Έλληνας πυροσβέστης να αντιμετωπίσει, και μαζί με τον επαγγελματία πυροσβέστη ανάλογα εκπαιδεύεται, και συμμετέχει ο Εθελοντής.
Ας δούμε όμως κάποιες λεπτομέρειες σχετικές με τον θεσμό του Εθελοντή Πυροσβέστη.
«Ο Θεσμός του Εθελοντή Πυροσβέστη καθιερώθηκε πρόσφατα και στη χώρα μας με το Ν. 1951/1991 που ψηφίστηκε, πρέπει να τονισθεί, ομόφωνα απ' όλες τις πτέρυγες της Βουλής.
Το έργο του Εθελοντή Πυροσβέστη είναι τιμητικό και άμισθο. Ο θεσμός μπορεί να υλοποιηθεί με την ίδρυση εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών σε Δήμους, Κοινότητες και Συνδέσμους Δήμων και Κοινοτήτων. Εθελοντικοί μπορούν να συσταθούν με κοινή Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης και Οικονομικών, σε Δήμους, πολυάνθρωπες Κοινότητες ή Συνδέσμους Κοινοτήτων που μπορούν να διαθέσουν ένα εξοπλισμένο πυροσβεστικό όχημα, κατάλληλο χώρο για την στέγασή του και τουλάχιστον είκοσι Εθελοντές Πυροσβέστες. Σε κάθε Εθελοντικό Πυροσβεστικό Σταθμό που θα ιδρύεται θα υπηρετούν και τρεις (3) επαγγελματίες πυροσβέστες απαραίτητοι για τη Διοίκηση, το συντονισμό και την εκπαίδευση των εθελοντών πυροσβεστών.
Ας δούμε αναλυτικά και το Προεδρικό διάταγμα.
«Άρθρο 1
Σκοπός και αποστολή
Σκοπός καθιέρωσης του θεσμού του εθελοντή πυροσβέστη είναι η ενίσχυση της υπαρχούσης πυροπροστασίας με την εθελούσια συμμετοχή των πολιτών και η αντιμετώπιση των αναγκών πυροπροστασίας στην Επικράτεια. Προορισμός και αποστολή του εθελοντή πυροσβέστη είναι η ασφάλεια και προστασία της ζωής των πολιτών ως και της περιουσίας αυτών και του κράτους κατά των κινδύνων του πυρός, των πλημμύρων και των λοιπών θεομηνιών. Η ανωτέρω αποστολή ασκείται στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του Πυροσβεστικού Σώματος.
Το έργο του εθελοντή πυροσβέστη είναι τιμητικό και άμισθο.
Άρθρο 2
Εθελοντικοί Πυροσβεστικοί Σταθμοί και Κλιμάκια
Εθελοντικοί Πυροσβεστικοί Σταθμοί ή Κλιμάκια συνιστώνται κατά τον τρόπο που ορίζεται στα άρθρα 10 και 11 του παρόντος σε δήμους, κοινότητες ή συνδέσμους κοινοτήτων, κατόπιν αιτήσεών των. Οι Εθελοντικοί Πυροσβεστικοί Σταθμοί και τα Κλιμάκια υπάγονται διοικητικά και επιχειρησιακά στην Υπηρεσία του Πυροσβεστικού Σώματος, στην περιοχή της οποίας εδρεύουν.
Οι Πυροσβεστικοί σταθμοί διακρίνονται σε Α' ή Β' τάξης. Με την ίδρυση κάθε Εθελοντικού Πυροσβεστικού Σταθμού συνιστάται στο Πυροσβεστικό Σώμα μία (1) οργανική θέση Ανθυποπυραγού - Υποπυραγού, που τοποθετείται ως Διοικητής, μία (1) οργανική θέση Πυρονόμου, που τοποθετείται ως αναπληρωτής αυτού και μία (1) Πυροσβέστη οδηγού.
Σε περίπτωση κατάργησης Εθελοντικών Πυροσβεστικού Σταθμού οι υπηρετούντες στις παραπάνω οργανικές θέσεις θεωρούνται υπεράριθμοι μέχρις ότου καταλάβουν κενές θέσεις.
Άρθρο 3
Αρμοδιότητες των Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών και Κλιμακίων
Οι αρμοδιότητες των Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών και Κλιμακίων ασκούμενες πάντοτε με την καθοδήγηση και επίβλεψη της Υπηρεσίας του Πυροσβεστικού Σώματος, στην περιοχή της οποίας εδρεύουν, είναι:
α. Η κατάσβεση των πυρκαγιών, η λήψη και επιβολή προληπτικών μέτρων κατά του κινδύνου που προκαλείται από την επέκτασή τους και η παροχή βοήθειας προς διάσωση εκείνων που κινδυνεύουν απ' αυτές.
β. Η εφαρμογή προληπτικών μέτρων προς αντιμετώπιση των κινδύνων και ζημιών που επέρχονται από πλημμύρες, καταρρεύσεις, θεομηνίες και γενικά από οποιαδήποτε φυσικά ή χημικά αίτια.
γ. Η παροχή πρώτων βοηθειών στους παθόντες από τις ανωτέρω αιτίες και άμεση διακομίσει τους σε νοσοκομεία ή κλινικές.
δ. Ο έλεγχος εφαρμογής των προληπτικών μέτρων που υποδεικνύονται από την Επαγγελματική Πυροσβεστική Υπηρεσία κατά του κινδύνου του πυρός σε συνοικισμούς, εργαστήρια, βιομηχανικές και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, αποθήκες εύφλεκτων υλών, πολυσύχναστα δημόσια κέντρα και θεάματα, νοσοκομεία, κλινικές, θεραπευτήρια και γενικά εκεί όπου ανακύπτουν κίνδυνοι από συνωστισμό ή πυρκαγιά. Ο ανωτέρω έλεγχος ασκείται μόνο από το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος που υπηρετεί στους Εθελοντικούς Πυροσβεστικούς Σταθμούς σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία για την πυροπροστασία.
Άρθρο 4
Προέλευση εθελοντών πυροσβεστών
Οι εθελοντές πυροσβέστες προέρχονται από άρρενες ή θήλεις πολίτες που κατοικούν μόνιμα στο δήμο ή την κοινότητα ή την περιοχή του συνδέσμου κοινοτήτων, που εδρεύει ο Εθελοντικός Πυροσβεστικός Σταθμός ή το Εθελοντικό Πυροσβεστικό Κλιμάκιο και έχουν τα παρακάτω προσόντα:
α. Ηλικία 18 - 55 ετών και
β. Καλή υγεία που πιστοποιείται από το πλησιέστερο νοσοκομείο.
Οι εθελοντές πυροσβέστες, που διετέλεσαν στο παρελθόν μόνιμοι πυροσβεστικοί υπάλληλοι, μπορούν να διατηρήσουν την ιδιότητα του εθελοντή πυροσβέστη μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας τους.
Άρθρο 5
Εκπαίδευση των εθελοντών πυροσβεστών
Οι εθελοντές πυροσβέστες πριν αναλάβουν την εκτέλεση πυροσβεστικών καθηκόντων εκπαιδεύονται θεωρητικά και πρακτικά από υπαλλήλους του Πυροσβεστικού Σώματος που υπηρετούν με απόσπαση στον Εθελοντικό Πυροσβεστικό Σταθμό ή το Εθελοντικό Πυροσβεστικό Κλιμάκιο.
Μετά από την περάτωση της εκπαίδευσης και αφού πιστοποιηθεί η ικανότητά τους οι εκπαιδευθέντες εφοδιάζονται με ειδική κάρτα, που βεβαιώνει την ιδιότητά τους και αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους στον Εθελοντικό Πυροσβεστικό Σταθμό ή στο Εθελοντικό Πυροσβεστικό Κλιμάκιο, που υπηρετούν.
Οι εθελοντές πυροσβέστες και μετά την ανάληψη των πυροσβεστικών καθηκόντων εκπαιδεύονται συνεχώς από το επαγγελματικό πυροσβεστικό προσωπικό του Σταθμού που ανήκουν ή από υπαλλήλους της Υπηρεσίας του Πυροσβεστικού Σώματος, στην περιοχή της οποίας εδρεύουν.
Άρθρο 6
Υποχρεώσεις δήμων και κοινοτήτων
Οι δήμοι, οι κοινότητες ή σύνδεσμοι κοινοτήτων, στους οποίους ιδρύονται Εθελοντικοί Πυροσβεστικοί Σταθμοί ή Κλιμάκια, αναλαμβάνουν τις παρακάτω υποχρεώσεις:
α. Να εφοδιάζουν του Εθελοντικούς Πυροσβεστικούς Σταθμούς με κατάλληλα, πλήρως εξοπλισμένα, πυροσβεστικά οχήματα και τον απαραίτητο μηχανολογικό εξοπλισμό. Σε περίπτωση βλάβης ή ανεπάρκειας του μηχανολογικού εξοπλισμού των Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών μπορεί αυτοί να ενισχύονται από το Πυροσβεστικό Σώμα, μετά από πρόταση του Διοικητή του Επαγγελματικού Πυροσβεστικού Σταθμού, στην περιοχή του οποίου εδρεύουν. Κατά την έναρξη λειτουργίας των Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών μπορεί να γίνει με την ίδια διαδικασία προσωρινή παραχώρηση του αναγκαίου μηχανολογικού εξοπλισμού από το Πυροσβεστικό Σώμα για χρόνο μέχρι δώδεκα (12) μήνες, με την υποχρέωση του οικείου δήμου ή κοινότητας ή συνδέσμου κοινοτήτων να προμηθευτεί τον εξοπλισμό αυτόν στον ίδιο χρόνο.
β. Να στεγάζουν τους Σταθμούς αυτούς σε κατάλληλα κτίρια με τις απαραίτητες τηλεφωνικές εγκαταστάσεις και συστήματα συναγερμού.
γ. Να παρέχουν τα αναγκαία είδη ιματισμού και εξαρτύσεως στους εθελοντές πυροσβέστες της περιφέρειας.
δ. Να τοποθετούν πυροσβεστικά υδροστόμια και να παρέχουν νερό στους Πυροσβεστικούς Σταθμούς σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 2 του ν.1590/1986 (ΦΕΚ 49 Α').
ε. Να παίρνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την εύρυθμη λειτουργία των παραπάνω Πυροσβεστικών Σταθμών σε συνεργασία με την Επαγγελματική Πυροσβεστική Υπηρεσία, στην περιοχή της οποίας εδρεύουν.
Η καταλληλότητα των πυροσβεστικών οχημάτων, του μηχανολογικού εξοπλισμού και των κτιριακών εγκαταστάσεων που διαθέτουν οι δήμοι, οι κοινότητες ή σύνδεσμοι κοινοτήτων για την ίδρυση Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών πιστοποιείται από την Επαγγελματική Πυροσβεστική Υπηρεσία, στην περιοχή της οποίας υπάγονται.
Οι δήμοι, οι κοινότητες ή σύνδεσμοι κοινοτήτων της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου έχουν υποχρέωση να εγγράφουν στον ετήσιο προϋπολογισμό τους τις αναγκαίες πιστώσεις για τον εξοπλισμό των οχημάτων και μηχανημάτων και γενικότερα για την αντιμετώπιση των λειτουργικών δαπανών των Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών της περιοχής τους.
Η συντήρηση και επισκευή των πυροσβεστικών οχημάτων και λοιπού μηχανολογικού εξοπλισμού των Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών βαρύνουν το Δημόσιο (Πυροσβεστικό Σώμα).
Άρθρο 7
Υποχρεώσεις των εργοδοτών
Οι εργοδότες έχουν υποχρέωση να επιτρέπουν τη συμμετοχή στο πυροσβεστικό έργο των εθελοντών πυροσβεστών, που απασχολούνται στην επιχείρησή τους, σε περιπτώσεις που καλούνται για επέμβαση σε πυρκαγιά ή άλλο συμβάν της καθ' ύλην αρμοδιότητάς τους, του χρόνου της απασχόλησης στα πυροσβεστικά τους καθήκοντα θεωρουμένου ως χρόνου απασχόλησης στην κύρια εργασία τους.
Άρθρο 8
Κίνητρα προσέλευσης πολιτών ως εθελοντών πυροσβεστών
Οι εθελοντές πυροσβέστες που έχουν διετή συνεχή ευδόκιμη εθελοντική υπηρεσία και έχουν τα απαιτούμενα προσόντα προτιμώνται κατά τους διαγωνισμούς για κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα, έναντι των άλλων υποψηφίων που έχουν τα ίδια προσόντα. Το ποσοστό των εκάστοτε κενών οργανικών θέσεων που υποχρεωτικά πληρούνται από εθελοντές πυροσβέστες ορίζεται σε 20% αυτών. Το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξάνεται με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης.
Στους εθελοντές πυροσβέστες παρέχει το δικαίωμα εισόδου δωρεάν στις αίθουσες δημοσίων θεαμάτων και στους αθλητικούς χώρους της περιοχής ευθύνης του Εθελοντικού Πυροσβεστικού Σταθμού που υπηρετούν, υπό τον όρο ότι δεν θα υπερβαίνουν τα πέντε (5) άτομα.
Στους εθελοντές πυροσβέστες απονέμονται οι ηθικές και υλικές αμοιβές, που απονέμονται και στους επαγγελματίες και στους επαγγελματίες πυροσβέστες. Οι δαπάνες απονομής των υλικών αμοιβών βαρύνουν το Δημόσιο (Αρχηγείο Πυροσβεστικού Σώματος).
Στους εθελοντές πυροσβέστες που συμπληρώνουν έξι (6) μήνες υπηρεσία το έτος, παρέχει ετησίως έκπτωση σε ποσοστό είκοσι στα εκατό (20%) επί φόρου εισοδήματος και μέχρι ποσού αναλογούντος φόρου εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών. Το ποσό μπορεί ν' αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η συμπλήρωση της ανωτέρω υπηρεσίας βεβαιώνεται από τους Εθελοντικούς Πυροσβεστικούς Σταθμούς που υπηρετούν οι ενδιαφερόμενοι ή από τον Επαγγελματικό Πυροσβεστικό Σταθμό στην περιοχή του οποίου ασκούν τα καθήκοντα τους. Η παραπάνω παράγραφος καταργήθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 43 του Ν. 2065/1992 " Διαμόρφωση της άμεσης φορολογίας και άλλες διατάξεις" ( ΦΕΚ 113, τεύχος Α).
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης, μετά από πρόταση του Αρχηγού Πυροσβεστικού Σώματος μπορεί να παρέχεται εφ' άπαξ ειδική αποζημίωση στο εθελοντικό προσωπικό των Εθελοντικών Πυροσβεστών Σταθμών και Κλιμακίων που έλαβε μέρος στην αντιμετώπιση μεγάλων πυρκαγιών και εκτεταμένων Θεομηνιών, εφ' όσων η περιοχή τους έχει κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Στον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης (Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος )εγγράφονται κατ' έτος πιστώσεις για την καταβολή της ανωτέρω αποζημίωσης.
Άρθρο 9
Ασφαλιστική κάλυψη των εθελοντών πυροσβεστών
Σε περίπτωση ατυχήματος που θα συμβεί κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους, οι εθελοντές πυροσβέστες καλύπτονται από το δικό τους ασφαλιστικό φορέα, το Δε ατύχημά θεωρείται ότι έλαβε χώρα κατά την κύρια απασχόληση τους, εξ αιτίας αυτής και γι΄ αυτή , βεβαιώνεται Δε και αντιμετωπίζεται από τις σχετικές διατάξεις που διέπουν το φορέα της κύριας απασχόλησης τους.
Με δαπάνη του Δημοσίου παρέχεται νοσοκομειακή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους εθελοντές πυροσβέστες που είναι ανασφάλιστοι και νοσηλεύονται από αίτια,, που οφείλονται στην ενάσκηση των εθελοντικών τους καθηκόντων. Οι παραπάνω εθελοντές πυροσβέστες νοσηλεύονται στην ίδια θέση, που νοσηλεύονται και οι επαγγελματίες πυροσβέστες. Στον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εγγράφονται κατ' έτος πιστώσεις για την αντιμετώπιση των παραπάνω δαπανών.
Άρθρο 9 Ν.2019/92 Στο άρθρο 9 του ν. 1951/1991 Καθιέρωση του θεσμού του Εθελοντή Πυροσβέστη και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ. 84 Α΄) προστίθεται παράγραφος 3 έχει ως εξής:
Η διάταξη του άρθρου 1 του ν.δ. 2998/1954 περί επεκτάσεως των ισχυουσών διατάξεων του Δημοσιοϋπαλληλικού Κωδικός, περί αστικής ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων εις τους στρατιωτικούς εν γένει και εις τους ανήκοντας εις τα Σώματα Ασφαλείας και το Λιμενικό Σώμα (ΦΕΚ 210 Α΄), επεκτείνεται και στους εθελοντές πυροσβέστες μόνον κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους.
Άρθρο 10
Οργάνωση και λειτουργία των Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών και Κλιμακίων
Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Δημοσίας Τάξης, καθορίζονται οι προϋποθέσεις ίδρυσής, προαγωγής, υποβιβασμού και κατάργησης Εθελοντικών Σταθμών Α΄ ή Β΄ Τάξης και ρυθμίζονται θέματα :
α) οργάνωσης, λειτουργίας και εξοπλισμού των Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών και Κλιμακίων, β) αύξηση ή μείωσης του επαγγελματικού πυροσβεστικού προσωπικού αυτών, γ) επιλογής, εκπαίδευσης, καθηκόντων και υποχρεώσεων των εθελοντών πυροσβεστών, δ) βαθμολογικής εξέλιξης των εθελοντών πυροσβεστών και αντιστοιχίας των βαθμών τους προς τους βαθμούς των επαγγελματιών πυροσβεστών, ε) προϋποθέσεων και διαδικασίας προαγωγών εθελοντών πυροσβεστών, ζ) απονομής ηθικών και υλικών αμοιβών και η) προϋποθέσεων και διαδικασίας απώλειας της ιδιότητας του εθελοντή πυροσβέστη.
Άρθρο 11
Σύσταση και κατάργηση των Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών και Κλιμακίων
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ιδρύονται Εθελοντικοί Πυροσβεστικοί Σταθμοί Α΄ και Β΄ Τάξης.
Με απόφαση του Αρχηγού Πυροσβεστικού Σώματος που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ιδρύονται Εθελοντικά Πυροσβεστικά Κλιμάκια.
Άρθρο 14
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Να λοιπόν το Προεδρικό Διάταγμα, και περιμένω να σας δω στην Πυροσβεστική σαν Εθελοντές.
Ελάτε να γνωρίσετε από κοντά τους ανθρώπους που με κίνδυνο και της ίδιας τους της ζωής επεμβαίνουν και σώζουν ζωές και περιουσίες.
Ελάτε να συμμετάσχετε και εσείς, στον Θεσμό του Εθελοντή Πυροσβέστη.

ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ-Η ΑΚΟΥΡΑΣΤΗ ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ.


Ένας ελάχιστος φόρος τιμής είναι αυτό το κείμενο, σε μια μεγάλη φυσιογνωμία που ΜΑΧΕΤΑΙ πραγματικά, για να σώσει και να διαδώσει το Δημοτικό μας τραγούδι.
Τραγουδίστρια, Λαογράφος, Εθνομουσικολόγος, η Δόμνα Σαμίου αποτελεί για όλους εμάς Φωτεινό Παράδειγμα προς μίμηση.
Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928 από Μικρασιάτες γονείς, που ήρθαν από το Μπαϊντίρι.
Μεγαλωμένη στα προσφυγικά της Καισαριανής, το πρώτο πράγμα που θυμάται είναι το τραγούδι.
Ήξερε και τραγουδούσε όχι μόνο τα τραγούδια της εποχής που άκουγε αλλά και όλους τους βυζαντινούς ύμνους.
Της άρεσε πολύ να πηγαίνει κάθε Κυριακή με τον πατέρα της στην εκκλησία.Εκεί καθόταν πιο δίπλα από τους ψάλτες και έψελνε.
Οι οικονομικές δυσκολίες της εποχής την έκαναν σε ηλικία 12 ετών να πιάσει δουλειά σε ένα φραγκοραφτάδικο στο κέντρο της Αθήνας.
Όμως ήρθε ο πόλεμος, ο ιδιοκτήτης έφυγε για το πόλεμο και έτσι σταμάτησε τη δουλειά.
Την περίοδο της Κατοχής έπιασε δουλειά σε κάποιο σπίτι, στο Κολωνάκι, αλλά το τραγούδι έπαιζε τον πρώτο ρόλο στη ζωή της.
Οι άνθρωποι του σπιτιού , που την άκουγαν όσο έκανε δουλειές να τραγουδάει, κατάλαβαν την αγάπη της γι' αυτό και την σύστησαν στον Σίμωνα Καρά που στη συνέχεια έγινε ο δάσκαλός της .Έτσι λοιπόν σε ηλικία 13 ετών, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, όπου ιδρυτής ήταν ο Σίμων Καράς, όπου της παρέδωσε τα πρώτα μαθήματα Βυζαντινής Μουσικής και τη βοήθησε να κατακτήσει τα μυστικά των δημοτικών τραγουδιών.
Ο Σίμων Καράς ήταν όπως η ίδια συνηθίζει να λέει «ο σταθμός της ζωής της».
Με τον εξίσου παραδοσιακό τρόπο της αυστηρής σχέσης δασκάλου - μαθητή, διαμόρφωσε παραπέρα τις γνώσεις, τη φωνή και την τεχνική της, κυρίως όμως την έβαλε στον δρόμο της έρευνας και στην ηθικοπνευματική προοπτική της μετάδοσης, ωθώντας την στην διπλή, ή μάλλον τριπλή καριέρα που αργότερα ακολούθησε. Έτσι η Δόμνα έγινε αυτή η πολύπλευρη και μοναδική προσωπικότητα: φορέας και ταυτόχρονα καταγραφέας της παραδοσιακής μουσικής, ερμηνεύτρια των δημοτικών τραγουδιών και ταυτόχρονα μελετήτριά τους, συλλέκτρια και παραγωγός δίσκων, δασκάλα και εμψυχώτριά των νέων στη στροφή τους προς την παράδοση αλλά και των παλιότερων στην επανανακάλυψή της.
Μαζί του ήταν στην ΕΙΡ από το 1954 εως το 1971, όπου ήρθε η χούντα και τα παράτησε.
Τη δεκαετία του 1960 αγόρασε το πρώτο της μαγνητόφωνο και γύρισε όλη την Ελλάδα ηχογραφώντας του ντόπιους τραγουδιστές.
Όλα αυτά τα έκανε με δικά της έξοδα, μόνο και μόνο γιατί είχε και έχει πάθος με το δημοτικό τραγούδι.
Αργότερα συνεργάστηκε με την Ελληνική Τηλεόραση σε μια μεγάλη σειρά ντοκιμαντέρ με τίτλο «Μουσικό Οδοιπορικό».
Με αυτές της αναζητήσεις της είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ενός σημαντικού αρχείου.Σκοπός της ήταν να διαφυλάξει καταγράφοντας και ταξινομώντας τα, τα δημοτικά τραγούδια και τη μουσική παράδοση της Ελλάδας.
Από το 1960 κυκλοφορούσαν οι δίσκοι της στην Ελλάδα, τη Γαλλία και τη Σουηδία.
Το 1971 για πρώτη εμφανίζεται ως ερμηνεύτρια στο κοινό, όταν την κάλεσε ο Διονύσης Σαββόπουλος, στο Κύτταρο και στο Ροντέο να παρουσιάσει μαζί με τους τότε μουσικούς συνεργάτες της, παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία οι περισσότεροι και κυρίως οι νεαροί φοιτητές που αποτελούσαν το κοινό του - αγνοούσαν.
Σήμερα, συναντούμε και πάλι τη Δόμνα Σαμίου να εργάζεται ασταμάτητα, και παράλληλα να αντιμετωπίζει και τους όποιους άσχετους που από την άγνοια τους φτάνουν σε σημείο να την κυνηγούν (βλέπε μήνυση για τα σκωπτικά τραγούδια, είδηση που έκανε το γύρω του κόσμου).

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ


Ένας μεγάλος ηθοποιός, ένας ΔΑΣΚΑΛΟΣ για πολλούς υπήρξε ο αξέχαστος Βασίλης Διαμαντόπουλος!
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε το 1920 στον Πειραιά και σπούδασε στις δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης.
Στο Θέατρο Τέχνης έκανε και την πρώτη του εμφάνιση το 1942 παίζοντας μαζί με το δάσκαλό του, Κάρολο Κουν, στην ιστορική «Αγριόπαπια» του Ιψεν, με την οποία το «Θέατρο Τέχνης» έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο «Αλίκης» (νυν «Μουσούρη»).Ήδη από την πρώτη του εκείνη εμφάνιση κοντά στον Κουν μέχρι και το ’49, που παρέμεινε στο Θέατρο Τέχνης, ερμήνευσε περισσότερους από 30 ρόλους που τον καθιέρωσαν ως πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου.
Ανάμεσα στα έργα που ερμήνευσε εκείνη την εποχή και τα «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, «Ρόσμερσχολμ» και «Βρικόλακες» του Ιψεν, «Για ένα κομμάτι γης» του Κόλντγουελ, «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Εμείς και ο χρόνος» και «Ο ανακριτής έρχεται» του Πρίσλεϊ, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ, «Ματωμένος γάμος» του Λόρκα, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νιλ, «Το φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Λεωφορείο ο πόθος» του Ουίλιαμς, «Άννα Λουκάστα» του Τζόρνταν και άλλα. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον θίασο της Κατερίνας στη «Νίνα» του Ρουσέν και το 1950 προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο.
Εκεί έπαιξε σε παραστάσεις σταθμούς: «Ερρίκος Δ΄» του Πιραντέλο, «Άνθρωποι και ποντίκια» του Στάινμπεκ, «Τρεις αδελφές» και «Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ, «Αγία Ιωάννα» του Μπέρναρντ Σο, τα περισσότερα σε σκηνοθεσία Κουν. Το 1953-1954 συγκροτεί προσωπικό θίασο και ανεβάζει το «Εκατομμυριούχοι της Νάπολης» του Ντε Φιλίπο πάλι με σκηνοθέτη τον Κουν και το «Ο άνθρωπος, το κτήνος και η αρετή» του Πιραντέλο.Το καλοκαίρι του ’54 συνεργάζεται με τον θίασο του Νίκου Χατζίσκου και είναι ο πάτερ Λαυρέντιος στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», που ανεβαίνει στο θέατρο «Εθνικού Κήπου». Το ’54-’55 κάνει μια έκτακτη εμφάνιση στο νέο «Θέατρο Τέχνης», που έχει ξεκινήσει την πορεία του στο υπόγειο του «Ορφέα», με τα μονόπρακτα του Τσέχωφ «Αρκούδα», «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού» και του Πιραντέλο «Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα». Επανέρχεται στο Εθνικό Θέατρο: «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σαίξπηρ, «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, «Η ηδονή της τιμιότητας» του Πιραντέλο, «Η άμαξα» του Μεριμέ, «Βασιλιάς Ληρ» του Σαίξπηρ, Ιάγος στον «Οθέλο» του Σαίξπηρ.Το 1958 μια σημαντική στιγμή στην καριέρα του: ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ιδρύει το «Νέο Θέατρο», που εγκαινιάζει το σημερινό θέατρο «Αλάμπρα» και λειτουργεί έως το 1966 με πρωταγωνίστρια την τότε σύντροφό του Μαρία Αλκαίου.
Ανεβάζει: «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Καμπανέλλη, «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Κασόνα ­ μια παράσταση που αφήνει εποχή και γίνεται θρύλος ­ «Το φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Γαλιλαίος» του Μπρεχτ, «Σαββάτο, Κυριακή, Δευτέρα» του Ντε Φιλίπο, «Πέντε στρέμματα παράδεισος» των Σταύρου - Φραγκιά, «Το νησί της Αφροδίτης» του Πάρνη, «Αθάνατη πολυαγαπημένη» του Ρούσσου (όπου ερμήνευσε τον Μπετόβεν, άλλον ένα ρόλο του που πολυσυζητήθηκε), «Η τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά και άλλα.
Για την προσφορά του τότε είχε τιμηθεί από την πολιτεία με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α΄.Η δικτατορία του ’67 ανακόπτει τη θεατρική του πορεία.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος αυτοεξορίζεται στο Παρίσι.Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνεργάστηκε κατ’ αρχήν με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και αργότερα με το «Θέατρο Σάτιρα» του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, θέατρο στην ίδρυση του οποίου συμμετείχε και ο ίδιος.
Οι δυο τους το 1972 γράφουν ιστορία με το τηλεοπτικό τους δίδυμο. Λουκάς ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και Σόλων ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, στην εκπληκτική τηλεοπτική σειρά «Εκείνος κι Εκείνος» με τα γεμάτα αντικαθεστωτικούς υπαινιγμούς κείμενα του Κώστα Μουρσελά. Ένα χρόνο αργότερα οι δύο ηθοποιοί θα κάνουν μία ακόμα επιτυχία περιοδεύοντας στην Ελλάδα με την πολιτική επιθεώρηση «Ω, τι κόσμος, μπαμπά» του Κώστα Μουρσελά, σε μουσική του Βασίλη Δημητρίου, αλλά και το «Ας παίξουμε τους δολοφόνους» του Φάιφερ, τον «Συνεργό» του Ντίρενματ. Τα επόμενα χρόνια εμπλουτίζει το προσωπικό «δραματολόγιο» με πρωταγωνιστικές εμφανίσεις σε μερικά ακόμα από τα σημαντικότερα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου: «Ασήμαντος πόνος» του Πίντερ, «Σχολείο γυναικών» του Μολιέρου, «Σφήκες» του Αριστοφάνη, «Παραθεριστές» του Γκόρκυ, «Φοίνισσες» του Ευριπίδη με σκηνοθέτες τον Μίνωα Βολανάκη, τον Ντίνο Γιαννόπουλο, τον Γιώργο Μιχαηλίδη, τον Λεωνίδα Τριβιζά και άλλους.
Θα παίξει τον Καρένιν στην «Άννα Καρένινα» που ανεβάζει η Κάτια Δανδουλάκη, θα ανεβάσει ο ίδιος στη Νίκαια το «Μίστερο μπούφο» του Ντάριο Φο, θα παίξει με την Κατερίνα Βασιλάκου «Δωδέκατη νύχτα» του Σαίξπηρ, με τον Ανδρέα Μπάρκουλη στο «Σλουθ» του Άντονι Σάφερ και θα είναι ο Αζντάκ στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ και ο Βολπόνε στην ομώνυμη κωμωδία του Μπεν Τζόνσον, που ανεβάζει ο Μίνως Βολανάκης. Το 1993 ιδρύει το «Σύγχρονο Θέατρο» και ανεβάζει την «Ανάκριση» του Πέτερ Βάις. Εκεί έπαιξε και τον τελευταίο του ρόλο στο θέατρο. Είχε γράψει, επίσης, το θεατρικό «Οι καλικαντζαραίοι», που παρουσίασε το 1979 στον Λυκαβηττό. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ:«Μαρίνος Κοντάρας» του Τζαβέλλα, «Τελευταία αποστολή» του Τσιφόρου, «Νυχτερινή περιπέτεια» του Τερζάκη, «Η αρπαγή της Περσεφόνης» του Γρηγορίου, «Το αμαξάκι» του Ντίνου Δημόπουλου, «Ερωτικές ιστορίες» του Καψάσκη, «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ» του Μανθούλη και άλλες.
Η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στην ταινία του Βασίλη Μπουντούρη «Μπίζνες στα Βαλκάνια».ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΕκτός από το «Εκείνος κι εκείνος», έπαιξε στις σειρές «Ο συμβολαιογράφος», «Χατζηεμμανουήλ», «Αλέξανδρος Δελμούζος», «Λαυρεωτικά» και άλλες και, το 1977, στην «Κλειδαρότρυπα» (σε δικό του σενάριο και σκηνοθεσία)και στη σειρά του Κώστα Κουτσομύτη «Η αγάπη άργησε μια μέρα».Δίδαξε υποκριτική από νέος στις δραματικές σχολές του «Θεάτρου Τέχνης» και του Εθνικού Θεάτρου, ενώ ίδρυσε και δική του δραματική σχολή, που λειτούργησε παράλληλα με το «Νέο Θέατρο».
Το 1989 δημιούργησε το «Θεατρικό Εργαστήρι» και πιο πρόσφατα, τη δραματική σχολή «Ίασμος».Υπήρξε ενεργό μέλος του ΣΕΗ και είχε αναπτύξει συνδικαλιστική και πολιτική δραστηριότητα στον χώρο του ΚΚΕ. Πρώτη σύζυγός του ήταν η ηθοποιός και, κατόπιν, παραγωγός στο ραδιόφωνο Τώνια Καράλη, με την οποία είχε αποκτήσει μία κόρη, και δεύτερη η ηθοποιός Μαρίνα Γεωργίου, με την οποία απόκτησε έναν γιο.
Πέθανε στα 79 του χρόνια από ανακοπή καρδιάς.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ «ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ»


Ο πατέρας του, ο ΜΑΡΚΟΣ, δίκαια χαρακτηρίστηκε από τους ανθρώπους του ρεμπέτικου σαν ο «Πατριάρχης» του Ρεμπέτικου τραγουδιού!Άφησε πίσω του μια ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ, τραγούδια βγαλμένα από «Βάσανα, πικρές, και φαρμάκια».Κοντά στον Πατριάρχη του ρεμπέτικου, ο μικρός τότε Στέλιος, επάνω στο πατάρι.Τα χρόνια πέρασαν, και ο Στέλιος όσο μεγάλωνε, ακλουθούσε τα βήματα του Μάρκου, του Δημιουργού!Ας τον γνωρίσουμε όμως λίγο καλύτερα!Ο Στέλιος Βαμβακάρης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1947. Δευτερότοκος γιός του πατριάρχη του Ελληνικού τραγουδιού, του σημαντικότερου εκπροσώπου της γενιάς του ρεμπέτικου, του Mάρκου Βαμβακάρη. O Στέλιος Βαμβακάρης μεγάλωσε ανάμεσα στους σημαντικότερους ανθρώπους του ελληνικού τραγουδιού, δημιουργούς και συντελεστές που το όνομα τους αποτελεί μύθο για της νεότερες γενιές. Από την ηλικία των 5 ετών ακολουθούσε τον πατέρα του στα κουτούκια και άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι στην ηλικία των επτά. Έγινε επαγγελματίας μουσικός στα 12 χρόνια του και στα 17 του καθόταν ήδη στη σκηνή στο πλάι τού πατέρα του συνθέτοντας παράλληλα και τα πρώτα δικά του τραγούδια. Εμφανίζεται σαν επαγγελματίας παίκτης μπουζουκιού, δίπλα σε άλλους διάσημους ρεμπέτες όπως ο Στράτος, ο Kηρομίτης, ο Παπαϊωάννου, ο Tσιτσάνης, ο Παγιουμτζής, ο Περπινιάδης. Kαθώς οι εποχές αλλάζουν, ο Στέλιος Βαμβακάρης δεν αντιμετωπίζει το ρεμπέτικο σαν μουσειακό είδος. Οι συνεργασίες του απλώνονται από τους κλασικούς ρεμπέτες και προς πρωτοκλασάτα ονόματα του λαϊκού και έντεχνου πενταγράμμου, όπως ο Γιώργος Zαμπέτας, η Kαίτη Γκρέυ.Ταυτόχρονα συνθέτει τραγούδια. Στις συνεργασίες του θα ήταν παράληψη να μην αναφέρουμε η Bίκυ Mοσχολιού. με την οποία έχει υπογράψει τον ομώνυμο δίσκο σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, τη Σωτηρία Mπέλλου για την οποία είχε γράψει αρκετά κομμάτια ανάμεσα στα οποία και το πασίγνωστο «Άνοιξα πόρτα στη ζωή» καθώς επίσης και τη μελοποίηση πολλών ανέκδοτων κομματιών σε στίχους του πατέρα του Mάρκου όπως το «Xαϊδάρι». Έχει γράψει αγαπημένα τραγούδια και για φωνές όχι αυθεντικά λαϊκές. Τραγούδια όπως το «H Φαντασία στην Εξουσία» που ερμήνευε ο Παύλος Σιδηρόπουλος, το «Έβγα ήλιε για να λάμψω», που υπήρξε μεγάλη επιτυχία για το Νίκο Ξυλούρη, και βέβαια πολλά τραγούδια για τον Γιώργο Νταλάρα με τον οποίο έχει κάνει δύο δίσκους στο παρελθόν, τους «Οι Mάηδες και οι ήλιοι μου» και «Άπονα Mάτια». O Στέλιος Βαμβακάρης ήταν από τους πρώτους μουσικούς που επιχείρησε να εξερευνήσει τις κοινές ρίζες του ρεμπέτικου και του μπλουζ. Αυτή η αναζήτηση τον έφερε σε συνεργασία με καλλιτέχνες θρύλους του είδους όπως ο John Lee Hooker και η Angela Brown. Σημαντικότερη στιγμή αυτής της αναζήτησης ήταν η ηχογράφηση μιας δισκογραφικής δουλειάς με τον διάσημο αμερικανό μπλουζίστα Λουιζιάνα Pεντ, η οποία παρουσιάστηκε και ζωντανά σε μια κοινή εμφάνιση των δύο καλλιτεχνών. Έχει ακόμα συνθέσει μουσική για ταινίες και θεατρικά έργα με πιο πρόσφατη δουλειά, τη μουσική για την ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου: «Mια μέρα τη νύχτα», με παραγωγό τη V2. Πρόσφατη δισκογραφική δουλειά του η συμμετοχή του Στέλιου Βαμβακάρη στον δίσκο-φόρο τιμής του Γιώργου Νταλάρα στον MAPKO BAMBAKAPH. Εδώ και καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ «Ο Άγιος Μάγκας» ένα βιβλίο του Μάνου Τσιλιμίδη βασισμένο στις αφηγήσεις του Στέλιου Βαμβακάρη για την ζωή του με τον πατέρα του Μάρκο και τις αναμνήσεις του από την εποχή εκείνη . Από τις συχνές επισκέψεις του σε φεστιβάλ στο εξωτερικό, πιο πρόσφατη αυτή στο Barbican Centre του Λονδίνου. Εκεί τoν Ιούνιο του 2004 εμφανίσθηκε στα πλαίσια του WORLD GOT THE BLUES Festival ,μαζί με την Cesaria Evora και τον Taj Mahal.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΑΡΤΣΟΣ-ΛΑΚΗΣ ΤΕΑΖΗΣ «ΚΑΤΙ ΦΤΑΙΕΙ»


Παρόλο που η δισκογραφία μας κάθε φορά παράγει κάποια «κιλά» τραγούδια, εγώ μένω σταθερός στην ΙΣΤΟΡΙΑ του τραγουδιού, και στους ανθρώπους της, συνθέτες, στιχουργούς, τραγουδιστές, που την έγραψαν, αλλά και την τίμησαν!
Σε εκείνη λοιπόν την εποχή, και σε εκείνους τους ανθρώπους, αναφέρεται και η σημερινή μας «γνωριμία – πρόταση»!
Ήταν το 1976, όταν η Ελληνική Δισκογραφία έδωσε στον κόσμο μια καταπληκτική δουλειά, η οποία υπογράφεται από δυο εξαιρετικούς δημιουργούς, τον ΧΡΗΣΤΟ ΓΚΑΡΤΣΟ στην μουσική, και τον ΛΑΚΗ ΤΕΑΖΗ στους στίχους, η καλύτερα στην….. ποίηση!
Είναι τα χρόνια, που σχεδόν κάθε δισκογραφική δουλειά που κυκλοφορεί, περιέχει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ, και όχι τα αποτελέσματα μιας «επεξεργασίας» στον υπολογιστή. Η δουλειά λοιπόν που κυκλοφορεί με τις ποιο πάνω «υπογραφές, έχει τίτλο «ΚΑΤΙ ΦΤΑΙΕΙ», και μέσα από αυτήν εγώ προσωπικά ξεχωρίζω ένα ΠΟΙΗΜΑ (χωρίς να θέλω να υποτιμήσω και τα υπόλοιπα εξαιρετικά τραγούδια), με τίτλο «ΣΤΟ ΣΕΦΕΡΗ»!


«Θυμάμαι ακόμα πριν πεθάνεις δυο λόγια που ‘γραψες στο χιόνι

πως όπου πας και όπου φτάνεις «παντού η Ελλάδα σε πληγώνει».
Κι αν δεν σε μαθαν οι πολλοί Συγχώρεσε τους ποιητή

Άλλοι τα φταίνε κι όχι αυτοί.


Μίλησε τόσο η σιωπή σου Σε μας κι αν έφυγες μακριά

Κι ακόμα τώρα η γη νυχτώνει Έξω απ’ την πόρτα του φονιά.
Δεν σ’ έχω κλάψει ούτε μια ώρα Και δεν σ’ αρνιέμαι ούτε στιγμή

Κάλλιο να κλαις είναι μια χώρα Όμως ποτέ τον ποιητή»!


Υπέροχο! Καταπληκτικό! Και μια ερμηνεία από τον Αντώνη Καλογιάννη, που σε ανατριχιάζει!
Με τιμά με την φιλία του ο Λάκης Τεάζης, και χαίρομαι που κάθε φορά που μιλάμε για τραγούδια, μαθαίνω ιστορικά γεγονότα του τραγουδιού από εκείνον. Εδώ να πούμε μερικά πράγματα για τον Χρήστο Γκάρτσο, τον συνθέτη, για να τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα, αυτόν και το έργο του!Ο Χρήστος Γκάρτσος, εμφανίζεται κι αυτός στο τραγούδι στις αρχές της δεκαετίας του 70’, και μάλιστα σαν τραγουδιστής (!) στη μπουάτ «Σκορπιός», δίπλα στον μεγάλο Κώστα Χατζή. Την καριέρα του σαν συνθέτης, την ξεκινάει το 1976, με την συλλογή «Κάτι Φταίει», που σας παρουσιάζω – προτείνω.. Από τον πρώτο του αυτό δίσκο βγήκαν υπέροχα τραγούδια, όπως «Λυπημένο μου κορίτσι, Στο Σεφέρη, Κάτι φταίει, και άλλα» σε στίχους Λάκη Τεαζη!
Αργότερα, ακολουθούν κι άλλα όμορφα τραγούδια σε διάφορους δίσκους, με κορυφαίους ερμηνευτές (Γ. Νταλάρας κ.α), και σε στίχους μεγάλων στιχουργών (Λάκης Τεαζης, Σωτια Τσωτου, Γιώργος Σκούρτης, κ.α )!
Το 1980, μελοποιεί έναν πολύ μεγάλο ποιητή, τον ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ, σε ελεύθερη απόδοση του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, και κυκλοφορεί τον δίσκο «ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ», ο οποίος αποτελεί και μια από τις καλύτερες στιγμές της μελοποιημένης ποίησης!
Αυτός ήταν ο Χρήστος Γκάρτσος.Αποκτήστε φίλοι μου το άλμπουμ «ΚΑΤΙ ΦΤΑΙΕΙ», και απολαύστε ΜΕΓΑΛΕΣ στιγμές του Ελληνικού τραγουδιού!

ΟΤΑΝ ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΝ BRAHMS


Σήμερα, θα ασχοληθούμε με κάτι λίγο «διαφορετικό», με ακούσματα από τον χώρο της κλασσικής μουσικής, αλλά!!!!
Ο «πρωταγωνιστής» σε αυτά τα ακούσματα, παρόλο που παίζει η Συμφωνική Ορχήστρα της Ουγγαρίας, είναι το μπουζούκι! Και για να ακριβολογήσω, το μπουζούκι του ΘΑΝΑΣΗ ΠΟΛΥΚΑΝΔΡΙΩΤΗ!
Ο μεγάλος αυτός Συνθέτης, αλλά και ΣΟΛΙΣΤΑΣ, μαζί με την Συμφωνική Ορχήστρα της Ουγγαρίας, σας παρουσιάζει την «Σχέση του Μπραμς με το Μπουζούκι»!Η σημερινή μας δισκογραφική πρόταση λοιπόν, είναι αυτή!«BRAHMS & BOUZOUKI»SOLOIST: THANASSIS POLYKANDRIOTISFAILONI ORCHESTRA of the Hungarian State Opera.
Ναι φίλοι μου, ένας μεγάλος σολίστας, συναντά έναν Μεγάλο Κλασσικό, και φέρνει κοντά μας, τον «διάλογο» τους! Μπορώ να πω άφοβα, ότι αυτή η δισκογραφική δουλειά, θα είναι για όλους μια ΜΟΝΑΔΙΚΗ εμπειρία! Εξαιρετικά μουσικά θέματα, και μια εκτέλεση, μοναδική!
Ο Πολυκανδριωτης, καταφέρνει τον «ξερό μεταλλικό» ήχο του μπουζουκιού, να τον γλυκάνει με μοναδικό τρόπο, και να τον ανεβάσει πάνω από μια ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα!
Τα έργα αριθμός 5, 4, 6, 11, 1, 21, 16, 7, 8, 17, και 9 του BRAHMS, αποτελούν την «ΑΛΛΗ» μουσική άποψη στα σημερινά δεδομένα. Παρόλο που το συγκεκριμένο cd το οποίο σήμερα σας προτείνω, το έχω ακούσει άπειρες θα έλεγα φορές, δεν παύει να με συναρπάζει.
Είναι κάτι το οποίο δεν το βαριέσαι, και δεν πρόκειται ποτέ να το βαρεθείς και να το «πετάξεις» σε μια άκρη όπως ίσως κάνεις με κάποια cd. Είναι ο ήχος της Ελλάδας, μέσα στην Σάλα της Όπερας της Ουγγαρίας. Είναι ο ήχος που πρέπει να είναι στα αυτιά όλων μας.

Όσοι είναι λάτρεις της κλασσικής μουσικής, θα εκτιμήσουν αυτό το υπέροχο άκουσμα, γιατί ο μεγάλος κλασσικός δεν «χάνει αξία» με την απόδοση των έργων του από το μπουζούκι! Ο Σολίστας Πολυκανδριωτης, με σεβασμό, παίρνει τις συνθέσεις του μεγάλου κλασσικού, και με το μπουζούκι του τις «απογειώνει», και τις προσθέτει «λάμψη»!
Είναι μια δισκογραφική δουλειά, που δεν πρέπει να λείψει από καμία δισκοθήκη.Μια δισκογραφική δουλειά, που «καλύπτει» δυο διαφορετικούς «κόσμους» ταυτόχρονα! Εκείνον της κλασσικής μουσικής, και τον άλλον, τον δικό μας, της λαϊκής μουσικής!
Αποκτήστε στο μεταξύ το cd που σας προτείνω, και ξεκινήστε την γνωριμία σας με τον ΣΟΛΙΣΤΑ Πολυκανδριώτη!Καλή ακρόαση!

ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ - ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ


Με μεγάλη συγκίνηση, σας παρουσιάζω μια δισκογραφική δουλειά, που καμία σχέση δεν έχει με εκείνες που σε καθημερινή σχεδόν βάση, άμεσα και έμμεσα, μας τις «επιβάλουν» με το έτσι θέλω οι δισκογραφικές εταιρίες μέσα από τα μουσικά ραδιόφωνα, αλλά και από κάποιους τηλεοπτικούς διαύλους. Πρόκειται για μια δουλειά, καταπληκτική, που δημιουργήθηκε με πολύ μεράκι, και προκαλεί πρωτόγνωρα θα έλεγα συναισθήματα.
Το 2002, η Δημοτική αρχή των Μουδανιών, επιμελήθηκε την παραγωγή του CD με τίτλο ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, του οποίου τα τραγούδια ερμηνεύει η εξαιρετική ερμηνεύτρια ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ. Πολλοί θα σκεφτούν ότι «εντάξει, και τι έγινε, ακόμα ένα cd με παραδοσιακά τραγούδια». Δεν είναι όμως έτσι.

Τα τραγούδια αυτά, έχουν να κάνουν με την προσφυγιά, την Μικρά Ασία, τα παλιά Μουδανιά, το Πελαδάρι, τους Ελιγμούς, την Καλόλημνο, τις «παλιές πατρίδες», που τόσο βίαια εγκαταλείφτηκαν στη μεγάλη συμφορά. Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, τα τραγούδια αυτά φέρνουν και στους νεότερους εικόνες από το σπίτι Εκεί, με τη μουριά στη μέση της αυλής, και τα βραδάκια με το άρωμα του μαχαλά τα καλοκαίρια. Και ας μην πήγαν ποτέ στα παλιά τα μέρη. Τα τραγούδια αυτά τους ταξιδεύουν.
Πριν προχωρήσω στην παρουσίαση, πρέπει να επισημάνω ότι την επιμέλεια της έκδοσης του CD έχει ο Ποιητής, στιχουργός, Λάκης Τεάζης, ο οποίος είναι και σύζυγος της Ξανθίππης Καραθανάση.

Γράφει ο Λάκης Τεάζης για την «Προσφυγιά»: «Από μικρό παιδί άκουγα εκεί στην ιδιαίτερη Πατρίδα μου το Κιάτο, για πρόσφυγες και συνοικισμούς. Δεν κρύβω ότι η ρατσιστική εποχή τότε, μας μάθαινε να βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους σαν κάτι κατώτερο από εμάς. Εγώ μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας κατάλαβα άλλα για τους πρόσφυγες. Σήμερα τολμώ να πω ότι αν αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν ξεριζωθεί από τις Πατρίδες τους και ριζώσει στην Ελλάδα, εμείς όλοι ίσως τρώγαμε ακόμα με τα χέρια.
Κοιμήθηκα πολλές φορές στο παρελθόν με το εφιαλτικό όνειρο του ξεριζωμού.Ξενιτεύτηκα για σπουδές και βιοπορισμό και έζησα στο πετσί μου τι είναι η Πατρίδα.Μετά την εφηβεία μου γνώρισα Λόγιους, Ιερωμένους, Καλλιτέχνες, και άλλους απλούς ανθρώπους, που με την αρχοντιά τους με μάγεψαν.

Ακόμα και από τις νεώτερες γενιές των προσφύγων, απόχτησα με την συναναστροφή μαζί τους καλύτερη αισθητική, μετριάζοντας και αποβάλλοντας από τα ένστικτα μου το βάρβαρο, δόλιο και σκληρό ύφος του παλιό – Ελλαδίτη. Το αχ, του ξεριζωμού όμως το κουβαλάνε ακόμα. Αυτό βύζαξε μέχρι σήμερα τα Τραγούδια τους, τα χαρούμενα η τα μελαγχολικά. Η νοσταλγία και ο ρομαντισμός είναι καθοριστικά στοιχεία Κουλτούρας για τον άνθρωπο. Απροκάλυπτα μπορώ να πω, πως το παλιομοδίτικο είναι το σύγχρονο και το διαχρονικό.
Ας επιστρέψουμε λοιπόν πίσω στο Καβαφικό ταξίδι, γιατί μπροστά μας παραμονεύουν σκουπίδια. Τα σημερινά πρότυπα των Ελλήνων, πίσω από τη σκοπιμότητα των εμπόρων, ξεθωριάζουν ραγδαία και χαίρομαι πολύ που τίποτα δεν μένει ούτε θα μείνει από δαύτα. Η Τέχνη του τραγουδιού, βάναυσα κακοποιημένη στα χρόνια μας, λες και ένδοξο παρελθόν δεν άφησε τα ίχνη του, καραδοκεί μαζί με τον τζόγο και τα ναρκωτικά να αποτελειώσει ότι άφησε πίσω τους ο κακός εννοούμενος Πολιτισμός της Δύσης, και πέραν του Ατλαντικού.

Όμως ας ελπίζουμε. Μια Πατρίδα δεν είναι μόνο η Γεωγραφία. Είναι το Πνεύμα μιας δυνατής θέλησης, που αντιστέκεται στο χυδαίο. Με αυτά τα κριτήρια χωρίς φτιασιδώματα έγινε αυτή η δουλειά. Τα τραγούδια αφελή και αθώα, θα μπούνε σε κάθε σπίτι να γλυκάνουν το «αχ’ του κοσμάκη. Εμείς κουρασμένοι από την προσπάθεια, θα κοιμηθούμε με ελαφριά συνείδηση, γιατί απλά κάναμε καλά την δουλειά μας. Ευχαριστώ όλους απ’ την καρδιά μου που με βοήθησαν να γίνει αυτή η δουλειά.»Λάκης Τεάζης.
Αυτά γράφει σαν παρουσίαση ο Λάκης Τεάζης, και ας δούμε τώρα και το σημείωμα του Τέως Δημάρχου Μουδανιών Απόστολου Δαλαμπίρα.:«Η ξενητειά, η αγάπη, ο ξεριζωμός, τα βάσανα. Θέματα που ζωντανεύουν μέσα από την Τέχνη του Μικρασιατικού Τραγουδιού. Μεσ’ τα πικραμένα χείλη των προσφύγων, κρατήθηκαν τόσα χρόνια αυτά τα τραγούδια. Έργο Πολιτιστικό των Αλησμόνητων Πατρίδων. Πιστεύω ότι κάναμε μια καλή προσπάθεια. Σ’ αυτό βοήθησε και η σπουδαία Μουδανιώτισσα Τραγουδίστρια, η Ξανθίππη Καραθανάση.Τραγούδησε με το μεράκι της και την ωραία φωνή της αυτά τα τραγούδια, και μας έφερε πιο κοντά στις Αλησμόνητες Πατρίδες.
Επειδή κάποτε όλοι φεύγουμε, ήθελα με αυτό το Έργο να μείνει κάτι για τις επερχόμενες γενιές. Ευχαριστώ όσους εργάστηκαν γι αυτή τη δουλειά. Αυτά τα τραγούδια τα αφιερώνουμε στους Άξιους Προγόνους μας, που με Πίστη, Ήθος και Ανδρεία, φτιάξανε τα Νέα Μουδανιά, πανέμορφα, στην πανέμορφη αγκαλιά της Χαλκιδικής».Απόστολος Δαλαμπίρας.
Είκοσι «Διαμάντια» της Παράδοσης της Μικράς Ασίας περιλαμβάνει αυτό cd ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, το οποίο σας το προτείνω ανεπιφύλακτα.Εκτός από το «βιβλιαράκι» με την γενική παρουσίαση, το cd συνοδεύεται και με ακόμα ένα βιβλίο, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ», και είναι ένα «αφήγημα» από την ίδια την Ξανθίππη Καραθανάση, μια «βιογραφία», με πολλές εικόνες μνήμης από τα Μουδανιά του χθες, όπως η μεγάλη αυτή τραγουδίστρια τα θυμάται.

Με τρόπο απλό, ΜΟΝΑΔΙΚΟ, Ανθρώπινο, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων της, και γράφει ξεκινώντας το βιβλίο…«Ο φόβος μου πάντα ήταν μαζί και η λύπη γιατί δε σπούδασα σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Παρόλα αυτά όμως, προσπάθησα να γράψω αυτό το βιβλίο.Δεν είμαι συγγραφέας και μ’ αυτό το βιβλίο δεν επιδιώκω επαίνους.
Το έγραψα, όπως μπορούσα, και αφορά τις προσωπικές μου εμπειρίες . Απεχθάνομαι όμως και μερικούς σπουδαγμένους που με τη φλυαρία τους, γραπτή η προφορική, γεμίζουν εμάς ανασφάλεια και κατωτερότητα. Εγώ έγραψα, γιατί χορτάριασε μέσα μου η σιωπή, κι έβγαλε κλώνους και άνθη.Ξανθίππη Καραθανάση.
ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ.Βρείτε το, αποκτήστε το, και σας εγγυώμαι ότι θα περάσετε μοναδικές στιγμές ακούγοντας τα τραγούδια, ενώ θα διαβάζετε το αφήγημα αυτής της Μεγάλης τραγουδίστριας, που αν και δεν πήγε σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, Έγινε μέλος της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ μας.

ΔΙΠΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΕ ΕΝΑ CD.


Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΣΤΑ ΛΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ-ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
Αυτός είναι ο διπλός τίτλος του CD, με του οποίου την ερμηνεύτρια θα κάνουμε μια όμορφη γνωριμία! Πρόκειται για μια σπάνιας ομορφιάς δισκογραφική δουλειά, που από το βινύλιο μεταφέρθηκε στο cd. Αν και είμαι λάτρης του βινυλίου, και έχω τους δυο πρωτότυπους δίσκους (LP), δεν μπορώ να μην σταθώ στο «πλεονέκτημα» που έχουν οι σημερινοί συλλέκτες της μουσικής, να αποκτήσουν δυο διαφορετικές δουλειές μαζί!
Μια πολύ μεγάλη τραγουδίστρια, η Αλεξάνδρα Κυριακάκη, πιο γνωστή σαν ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ σκέτο, χωρίς επίθετο, ερμηνεύει με μοναδικό τρόπο 24 μεγάλα τραγούδια, με «βαριές» υπογραφές κυριότητας!ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ, ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ, ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, ΓΚΑΤΣΟΣ, ΒΙΡΒΟΣ, ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ, είναι μερικά από τα ονόματα που υπογράφουν τα τραγούδια που ερμηνεύει σ’ αυτό το cd η Αλεξάνδρα.
Ας την γνωρίσουμε όμως λίγο καλύτερα, γιατί μπορώ να πω ανεπιφύλακτα, ότι το «φαινόμενο» Αλεξάνδρα είναι από τα σπάνια στο χώρο της Ελληνικής μουσικής.Η Αλεξάνδρα, είναι η «μάχιμη» τραγουδίστρια, όχι όμως του πάλκου! Ας δούμε μια παρουσίαση που της έκανε η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» στις 16 Μαρτίου 2003.
«Την Αλεξάνδρα (Κυριακάκη) έχουμε να την δούμε και να την ακούσουμε «ζωντανά» από τη δεκαετία του '90 όπου και εμφανιζόταν στο «Cafe Παράσταση» με τον ταμπουρά της. Το 1983 κυκλοφόρησε το τελευταίο της άλμπουμ «Η Αλεξάνδρα τραγουδά Χατζιδάκι - Τσιτσάνη». Και από τότε σιωπή, παρ' όλο που για την ίδια «η τέχνη είναι κραυγή». Η ίδια μιλώντας στο «Βήμα» με αφορμή την εμφάνισή της στις «Φωνές» (21/3) δείχνει ότι κατ' αρχήν δεν τα πάει καλά ούτε με τη νύχτα ούτε με τις συνεντεύξεις και πολύ περισσότερο με τις φωτογραφίες. «Τι τα θέλεις τώρα όλα αυτά», αναρωτιέται. Χωρίς να είναι απόμακρη, απεναντίας μάλιστα, θεωρεί ότι δεν υπάρχει κάποιος σημαντικός λόγος για να μιλήσει.
«Τι τον ενδιαφέρει τον κόσμο τι έχω κάνει, γιατί σταμάτησα να εμφανίζομαι σε κέντρα, γιατί έχω σταματήσει να ηχογραφώ άλμπουμ. Καλά είμαι εδώ που βρίσκομαι» σημειώνει. Πιθανόν να μην έχει άδικο. Από την άλλη πλευρά όμως έχει στη δεκατριάχρονη «επίσημη» παρουσία της στη μουσική συνεργασίες με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Γιάννη Παπαϊωάννου.

«Λίγα και καλά», σημειώνει η Αλεξάνδρα σε κάποιο σημείο της συζήτησης. Τις ζητάμε να μας περιγράψει τη συνεργασία της με τον Χατζιδάκι και τον Τσιτσάνη. «Δεν μπορώ να τους περιγράφω, εγώ τους τραγουδάω» ανταπαντά. «Μου αρέσει πολύ η μουσική και το τραγούδι αλλά όχι η νύχτα. Δεν είναι φυσιολογικό να κοιμάσαι το πρωί και να ξυπνάς το βράδυ.
Δεν το μπορώ αυτό. Εγώ θέλω κάθε πρωί να ξυπνώ και να βλέπω από το παράθυρό μου τη χαραυγή. Αυτό θεωρώ φυσιολογική ζωή. Δεν μπορώ όμως να αρνηθώ ότι η νύχτα μου έδωσε χρήματα. Μου αρέσει όμως να κάνω στη ζωή μου ότι αγαπώ και ότι πιστεύω». Η Αλεξάνδρα άρχισε την πορεία της στον καλλιτεχνικό χώρο ως ηθοποιός στο πλευρό του Μάνου Κατράκη στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο σε ηλικία 15 ετών.
Εγκαταλείπει όμως το θέατρο και πέφτει στην αγκαλιά του τραγουδιού «για βιοποριστικούς λόγους», όπως επισημαίνει η ίδια. Το 1973 κυκλοφορεί το πρώτο της άλμπουμ με τίτλο «Τα ωραία του Τσιτσάνη». «Μουσική σημαίνει συνεχής έρευνα» τονίζει η Αλεξάνδρα και συνεχίζει: «Δεν υπάρχει τέλος στη μουσική. Η μουσική είναι η επιστήμη των επιστημών».
«Μαμούνι» χαρακτηρίζει η ίδια τον εαυτό της «έμπλεξα με τον ταμπουρά μέσα από την επαφή μου με τους ρεμπέτες. Και από τότε συνεχίζω να ψάχνω και να ψάχνομαι με το συγκεκριμένο όργανο. Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '90 ο Μάνος Χατζιδάκις της είχε ζητήσει να ηχογραφήσει ένα δίσκο όπου θα παίζει η ίδια ταμπουρά και θα τραγουδά.
Αρνήθηκε.«Δεν τόλμησα να το κάνω επειδή δεν ήμουν έτοιμη» λέει. «Δεν μπορώ να αντιμετωπίζω ό,τι κάνω ανεύθυνα. Άλλωστε χωρίς ευγένεια και καλλιέργεια δεν υπάρχει ζωή»Αυτά είπε η Αλεξάνδρα στο ΒΗΜΑ.Ο μεγάλος ρεμπέτης ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, είχε πει για την Αλεξάνδρα!
«Αυτή η Αλεξάνδρα είναι μεγάλη τραγουδίστρια, και με λίγη δουλειά θ’ αφήσει εποχή»Και άφησε εποχή.Ας γνωρίσουμε λίγο πιο αναλυτικά την δισκογραφία της!1973- ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΤΟΥ ΤΣΙΤΣΑΝΗ1975- ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ1976- ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ1976- ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΘΕΟΦΙΛΟ1977- ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ1978- Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ Η ΑΓΑΠΗ1979- ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ1980- Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΣΤΑ ΛΑΙΚΑ ΤΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ1983- Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ-ΤΣΙΤΣΑΝΗΑξίζει να αποκτήσετε όλοι το cd «Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΣΤΑ ΛΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ- Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ».Δυο LP σε ένα CD, και μοναδικές ερμηνείες καταπληκτικών τραγουδιών από την Αλεξάνδρα.Καλή ακρόαση.

ΤΑ ΠΙΚΡΟΣΑΒΒΑΤΑ


«Ψυχές μαραγκιασμένες σα σφουγγάριαΡουφάνε λίγο ήλιο απ’ το κρασίΚι αζήτητες σ’ απόμερα πατάριαΔιψάνε για μια στάλα θαλασσί»….

Όταν πρωτοακουσα αυτά τα τραγούδια, μπορώ να πω ότι συγκλονίστηκα.Η σύμπραξη των Θεοδωράκη – Παπαδόπουλου και Μητροπάνου, είχε σαν αποτέλεσμα ένα μουσικό ταξίδι στα «Πικροσάββατά» μας στις στιγμές της ζωής μας, ίσως σε εκείνες που δεν ξέρουμε πως υπάρχουν.Δυο μεγάλοι δημιουργοί, και ένας ερμηνευτής που η φωνή του κάνει τα τραγούδια να χτυπάνε σαν «σφυριές» στο σήμερα.
«ΤΑ ΠΙΚΡΟΣΑΒΒΑΤΑ» αν και είναι μια παλιά δισκογραφική δουλειά, είναι αυτό που λέμε «Διαχρονική». Είναι ίσως μια «γέφυρα» στις στιγμές του χθες με την πραγματικότητα, τα όνειρα και τα παράπονα του σήμερα. Μόνο που το χθες, ήταν πιο απλό, πιο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ από το σήμερα, το σύνθετο, το δύσκολο, το χωρίς όνειρα.

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για ακόμα μια φορά μέσα από την Λαϊκή του ποίηση ζωγραφίζει μικρά και μεγάλα γεγονότα, κάποιες αλήθειες και όνειρα μέσα από τις φτωχογειτονιές και μας τα δίνει για να γίνουν ένα με την καθημερινότητα μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης από την δική του μεριά, στολίζει με τα δικά του «λαϊκά μοτίβα» αυτά τα πανέμορφα ποιήματα, τα τόσο απλά και ανθρώπινα.

«Όλα τα πικροσάββατα στο καπηλειό τα πίναμεΚανέναν δεν κερνούσαμε μόνο του χάρου δίναμε»…..Μια καταπληκτική δισκογραφική δουλειά, η οποία πρέπει να υπάρχει σε όλες τις δισκοθήκες.