Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007
19ο ΕΘΝΟ - ΤΖΑΖ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
32ο ΡΑΛΛΥ ΕΛΠΑ 5-7/10/2007
32ο ΡΑΛΛΥ ΕΛΠΑ 5-7/10/2007
Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
Κοντά σου θαρθει μια χαραυγή
Καινούργια αγάπη θα σου ζητήσει
Κάνε λιγάκι υπομονή.
Όλη η λαϊκή ποίηση είναι συσσωρευμένη σ’ τούτες τις αράδες που υπογράφει ο μεγάλος ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ. Ήταν 18 Γενάρη 1915!
Στο σπίτι του τσαρουχά Τσιτσάνη, η κυρά του σπιτιού, χαρίζει στον άντρα της έναν ακόμα γιο!
Το όνομα αυτού;
ΒΑΣΙΛΗΣ.
Η οικογένεια του φτωχή, Θεοσεβούμενη, έχει άλλα τρία παιδιά (τέσσερα μαζί με τον Βασίλη), μιας και τα υπόλοιπα δέκα που ήρθαν στον κόσμο, πέθαναν.
Αυτός, ο Βασίλης, έμελε να κάνει ξακουστό το όνομα του σε όλο τον κόσμο.
Πρωτάκουσε μουσική σπίτι του, μιας και ο πατέρας του είχε ένα παλιό μαντολίνο, και έπαιζε μ' αυτό Δημοτικά τραγούδια.
Ο πατέρας του, είχε απαγορεύσει στα παιδιά να πιάνουν στα χέρια τους το όργανο.
Δεν ήθελε να έρθει η στιγμή που αυτά θα ασχοληθούν με την μουσική.
Κάποια στιγμή ο πατέρας του Βασίλη έδωσε το μαντολίνο σε έναν οργανοποιό ο οποίος το μετασκεύασε σε μπουζούκι.
Λίγο μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Βασίλης σε ηλικία 12 ετών πιάνει το μπουζούκι του πατέρα του στα χέρια του.
Αυτή η πρώτη επαφή, τον γοήτευσε.
Από εκείνη τη στιγμή, άρχισε να εξασκείται καθημερινά μόνος του, ενώ παράλληλα αγοράζει ένα βιολί (μαθητής πια γυμνασίου), και σε λίγο καιρό (όπως είπε και ο ίδιος), το έκανε να "πετάει" στα δάκτυλα του.
Το 1936, ο Τσιτσάνης πηγαίνει στην Αθήνα, όχι για να γίνει καλλιτέχνης, αλλά για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο.
Η μοίρα όμως είχε διαφορετική γνώμη, μιας και γραφτό του ήταν να ασχοληθεί επαγγελματικά με το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, που πάντα τον γοήτευε.
Με το που έφτασε στην Αθήνα, άρχισε έναν σκληρό αγώνα επιβίωσης, γιατί τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα.
Πρωτοδούλεψε σαν μουσικός, για να βγάζει τα έξοδα των σπουδών του, σε ένα μαγαζί τα "ΜΠΙΖΕΛΙΑ", και μετά στο "ΚΟΥΚΛΑΚΙ".
Εδω πρέπει να πω, ότι σε ηλικία 14 χρονών, ο Τσιτσάνης είχε ήδη συνθέσει γύρω στα 40 τραγούδια.
Τα πρώτα ρεμπέτικα που άκουσε, ήταν του ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ, αλλά το "στυλ" του ήταν διαφορετικό.
Μεγάλη εντύπωση του έκαναν τα τραγούδια του ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, ενός της "Σμυρναϊκής Σχολής", τα οποία τα είχε μάθει, και τα έπαιζε στο μπουζούκι του!
Στην Αθήνα, ο Τσιτσάνης γνωρίστηκε με τον ΜΗΤΣΟ ΠΕΡΔΙΚΟΠΟΥΛΟ, ο οποίος τον πήγε στην "ΟΝΤΕΟΝ, για να κάνει δίσκο.
Υπεύθυνος μαέστρος για τις ηχογραφήσεις ήταν ένας άλλος μεγάλος του ρεμπέτικου, ο ΣΠΥΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ!
Το ξεκίνημα έγινε, και γύρω στα 1937, ο Τσιτσάνης κάνει την πρώτη του δισκογραφική παρουσία, με το ζεϊμπέκικο "Σ' ένα τεκέ μπουκάρανε".
Ταυτόχρονα, γνωρίστηκε και με ένα σημαντικό στέλεχος της "ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ", τον ΜΙΣΑΗΛΙΔΗ, ο οποίος τον κάλεσε για ακρόαση, στην οποία ο Τσιτσάνης τραγούδησε δοκιμαστικά πάνω από 40 τραγούδια.
Μετά από ένα χρόνο "απραξίας", ο Τσιτσάνης αρχίζει να "ξαναφωνογραφεί", αυτή τη φορά όμως στην "ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ"!
Ο χείμαρρος των επιτυχιών, είχε ήδη ξεκινήσει, για να πλημμυρίσει την Ελλάδα, αλλά και να ταξιδέψει σ' όλο τον κόσμο!
Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια, ο Τσιτσάνης εργάζεται στο "ΧΑΡΑΜΑ", στην Καισαριανή.
Το 1983, η υγεία του Τσιτσάνη κλονίζεται!
Είναι μια χρονιά με χαρές, αλλά και στενοχώριες.
Με πρωτοβουλία του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, τιμούν τον Τσιτσάνη τέσσερις δήμοι στο "ΚΑΤΡΑΚΕΙΟ".
Τον Δεκέμβρη του 83, στις 21 του μήνα, ο Τσιτσάνης ανεβαίνει για τελευταία φορά στο πάλκο!
Τα Χριστούγεννα βρίσκουν τον Τσιτσάνη στο Λονδίνο, όπου μπαίνει στο χειρουργείο.
Επτά μέρες μετά την επέμβαση (του αφαιρέθηκε ένα κομμάτι από τον πνεύμονα),ο Τσιτσάνης αφήνει την τελευταία του πνοή στο εγγλέζικο νοσοκομείο!
Η Ελλάδα βουτήχτηκε στο πένθος!
Δυο χρόνια μετά το θάνατο του, τον Μόρτη του 85, το έργο του Τσιτσάνη βραβεύεται στο "ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΔΙΣΚΟΥ", στην Γαλλία, παρουσία του Γάλλου υπουργού πολιτισμού ΖΑΚ ΛΑΓΚ!
Οι Γαλλικές εφημερίδες σε άρθρα τους καταλήγουν!
"ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΑΟ ΤΟΥ, Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΚΙ ΑΠΟ ΒΑΣΙΛΙΑΣ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΣΥΜΒΟΛΟ! ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟΝ, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ!
ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΠΑΝΤΖΟΥΡΙΑ
- ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΗ
Είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψε, το 1999, μέσα στο οποίο υπάρχει όλη του η ζωή, με λεπτομέρειες μοναδικές.
Μέσα από το βιβλίο αυτό, δεν συμπληρώνουμε απλά τα όποια κενά έχουμε σχετικά με τη ζωή, και την καριέρα του Σταύρου Κουγιουμτζή, αλλά γνωρίζουμε και τη Θεσσαλονίκη μιας άλλης εποχής.
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής, «ζωγραφίζει» εικόνες από την Θεσσαλονίκη του χθες μέσα από την διήγηση του.
Και είναι τέτοιος ο τρόπος που περιγράφει όλα τα γεγονότα της ζωής του, που παρασέρνει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στο χθες, στην Άνω Πόλη, στο κέντρο, σε περιοχές που δεν υπήρχε τότε σπίτι.
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής δεν ήταν συγγραφέας.
Έγραφε όμως με τέτοιο τρόπο, με τέτοια μοναδική απλότητα, που θα την ζήλευαν και οι πιο καταξιωμένοι συγγραφείς.
Ας πάρουμε μια μικρή «γεύση» από το βιβλίο.
«Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι απ’ τη ζωή μου, σαν σε ομίχλη, είναι ένα μαύρο αμάξι, όπως εκείνα που είδα αργότερα στο σινεμά σε γκανγκστερικές ταινίες.
Ήμουν τριών χρονω.
Στο πίσω μέρος ο πατέρας μου, η μητέρα μου και ανάμεσα τους εγώ.
Μπροστά ο σωφερ.
Θυμάμαι εκείνο το μαύρο ταξί ν’ αγκομαχάει στον ανηφορικό χωματόδρομο πάνω από την Ακρόπολη και αριστερά από τα κάστρα.
Μπροστά και δεξιά δέσποζε το πολυβολείο.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ένιωθα κάτι σαν περηφάνια, γιατί σ’ εκείνο το συνοικισμό που μέναμε, κοντά στις φυλακές του Γεντί – Κουλέ, ένα ταξί ήταν κάτι σπάνιο.
Ωστόσο οι γείτονες που μας είδαν, δεν ένιωσαν το ίδιο συναίσθημα με μένα.
Κάτι δηλαδή σαν θαυμασμό , να πούμε.
Αντίθετα, μια θλιμμένη έκφραση διέκρινες στα πρόσωπα τους.
Ήταν γιατί ξερανε πως ο πατέρας μου γύριζε από το γιατρό και πως δεν μπορούσε ν’ ανεβεί όλες εκείνες τις ανηφόρες με τα πόδια.
Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας μου μεταφέρθηκε στο σανατόριο, εκεί στο Ασβεστοχωρι, και σε έξι μήνες περίπου, η μητέρα μου φόρεσε μαύρα»…..
Έτσι ξεκινά η αφήγηση του Σταύρου Κουγιουμτζή στο βιβλίο του «ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΠΑΝΤΖΟΥΡΙΑ».
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ», και αξίζει να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη.
1996-2007 ΕΝΤΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΕΛΥΤΗ!
Από καιρό ήθελα να κάνω ένα αφιέρωμα στο μεγάλο μας ποιητή και να που επιτέλους βρήκα το κενό.
«Ιδού Εγώ λοιπόν, ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου Ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών ο ηλιοπότης...»
Δευτέρα, 18 Μαρτίου 1996: ο Οδυσσέας Ελύτης, 85 ετών, πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή στο σπίτι του στην Αθήνα. Έσβησε ήρεμα, καθώς ξεκουραζόταν ντυμένος στο κρεβάτι του. Έτσι τον βρήκε η σύντροφος των τελευταίων 13 χρόνων της ζωής του, η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Οδυσσέας Αλεπουδέλης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης. Ήταν το έκτο και τελευταίο παιδί του Παναγιώτη και της Μαρίας Αλεπουδέλη, οι οποίοι καταγόταν και οι δύο από τη Μυτιλήνη. Ευκατάστατη και γνωστή η οικογένεια (ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας), θεωρείται ένας από τους λόγους για την μετέπειτα απόφαση του ποιητή να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο. Από το 1914, η οικογένεια μεταφέρει τις επιχειρήσεις της στον Πειραιά και εγκαθίσταται στην Αθήνα, πραγματοποιώντας συχνά ταξίδια και πολύμηνες διαμονές σε ελληνικά νησιά όπως οι Σπέτσες, η Αίγινα, η Τήνος και φυσικά η Λέσβος, καθώς και στο εξωτερικό. Παρ’ όλες τις πιέσεις των δικών του να σπουδάσει χημεία, ο νεαρός Αλεπουδέλης επιλέγει τη νομική σχολή όπου γράφεται κατόπιν εξετάσεων το 1930. Δεν θα ολοκληρώσει όμως ποτέ τις σπουδές του, μιας και σειρά γεγονότων και γνωριμιών στις αρχές της δεκαετίας του 30 θα σφραγίσουν τη μεταμόρφωσή του σε Οδυσσέα Ελύτη.
Η πρώτη ουσιαστική συνάντησή του με την Ποίηση θα συντελεστεί, όταν, φοιτητής, διαβάζει ένα βιβλίο του υπερρεαλιστή ποιητή Paul Eluard. Μέχρι τότε, όπως ομολογεί και ο ίδιος στα «Ανοιχτά Χαρτιά» (1974), θεωρούσε την ποίηση σαν «... ένα φλύαρο και ανιαρό ρυθμοκόπημα [...]. Τα ποιήματα χρησίμευαν για να μιλάνε για τα βουνά ή τα ποτάμια και να λεν κοινοτοπίες.». Με τον Eluard έρχεται η ανακάλυψη μιας καινούργιας γλώσσας και έκφρασης των πραγμάτων, μιας νέας ματιάς στον κόσμο, συνεπώς μιας νέας αντίληψης για το περιεχόμενο και την ουσία της ποίησης.
Η καινούργια αυτή αφύπνιση συνδυάζεται με τη διείσδυσή του σε λογοτεχνικούς κύκλους. Σημαντική είναι η συνάντησή του, το 1930-35, με τους Σεφέρη, Θεοτοκά, Κατσίμπαλη και Καραντώνη. Είναι η λογοτεχνική συντροφιά που εκδίδει το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα, όπου ο ποιητής θα δημοσιεύσει, κατόπιν παρότρυνσής τους, τα πρώτα του ποιήματα το 1935. Μα κυρίως, σταθμό αποτελεί η γνωριμία του την ίδια χρονιά με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Θα συνδεθούν φιλικά και μαζί θα ταξιδεύσουν στην Ελλάδα, ανακαλύπτοντας καλά κρυμμένες πλευρές της χώρας και της παράδοσής της. Ο «Πατέρας του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα» τον μυεί στο κίνημα. Η «Υψικάμινός» του η οποία δημοσιεύεται το 1935, καθώς και η περίφημη διάλεξή του περί υπερρεαλισμού, επίσης την ίδια αυτή πλούσια σε γεγονότα χρονιά, επηρεάζουν βαθιά τον Ελύτη, ενισχύουν την πρώτη έντονη επίδραση της ποίησης του Eluard, και του ανοίγουν καινούργιους ορίζοντες. Θα πειραματιστεί αρχικά μεταφράζοντας ποιήματα του γάλλου ποιητή τα οποία θα δημοσιεύσει στα Νέα Γράμματα, θα μελετήσει τα θεωρητικά κείμενα ξένων υπερρεαλιστών, θα δοκιμάσει και την τεχνική της αυτόματης γραφής. Χωρίς ποτέ να υποταχτεί πραγματικά στις προδιαγραφές της σχολής του υπερρεαλισμού, θα καταλήξει να αντλήσει στοιχεία και εργαλεία τα οποία θα του χρησιμεύσουν ως βάση στο ποιητικό του έργο, θα τα αναμορφώσει και θα τα προσαρμόσει στο δικό του προσωπικό όραμα. Πάνω απ’ όλα, ο υπερρεαλισμός τον απελευθέρωσε όσον αφορά την χρήση της γλώσσας, η οποία τελικά είναι και η πρώτη ύλη της ποιητικής δημιουργίας. Οι προσταγές του υπερρεαλισμού όπως η ανακάλυψη του υποσυνείδητου και η αυτογνωσία, η συνειρμική έκφραση και εξωτερίκευση των πιο βαθιών συναισθημάτων και σκέψεων, η μετάφραση του υλικού κόσμου σε πνευματική απεικόνιση με αφετηρία εξωτερικά φυσικά ερεθίσματα, η δυνατότητα συνδυασμού και αντιπαράθεσης διαφορετικών και συχνά αντίθετων εικόνων, αρχετύπων και συμβόλων, διαμόρφωσαν και δημιούργησαν το ξεχωριστό, προσωπικό ύφος του Ελύτη.
Γέννημα-θρέμμα του Αιγαίου, του ήλιου και της θάλασσας, με το υποσυνείδητο να ξεχειλίζει από τα χρώματα και τα αρώματα της αλμύρας και της νησιώτικής φύσης που αποτυπώθηκαν στη μνήμη κατά την διάρκεια τόσο των παιδικών οικογενειακών ταξιδιών όσο και των μεταγενέστερων συχνών οδοιπορικών του, η επιλογή του Αιγαίου ως κυρίαρχο ποιητικό θέμα φαντάζει σήμερα προκαθορισμένη και αναπόφευκτη. Στο ποιητικό αυτό πλαίσιο του νησιωτισμού προσθέτονται στοιχεία από την μυθολογία, την αρχαία ελληνική παράδοση (ως γνωστό, ο Ελύτης θαύμαζε την ποίηση της εξαδέλφης του Σαπφώς, και οι μετέπειτα μεταφράσεις του των έργων της θεωρούνται πραγματικά διαμάντια), αλλά και την νεοελληνική παράδοση και ποίηση. Έτσι, ήδη από τα πρώτα του έργα εδραιώνονται η παγανιστική σχεδόν διάθεση, η λατρεία της φύσης, και η γλωσσική ιδιαιτερότητα ενός ύφους με έντονη υπερρεαλιστική χροιά.
Ο έρωτας το αρχιπέλαγος
κι η πρώρα των αφρών του
και οι γλάροι των ονείρων του.
Στο πιο ψηλό κατάρτι του
ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι.
Προσανατολισμοί
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει, σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια! Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα, έτσι καθώς αστράψανε οι χελιδοουρές, σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές, σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια Οδυσσέας Ελύτης κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν, Αιγαίο (1974) κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια! (...) Σήκω μικρή, μικρή πορτοκαλένια! Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει. Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός, που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους!
Ήλιος ο Πρώτος
ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ- ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑ
«Απαλλάξτε την κοινωνία από τον κύριο και τα παρωχημένα τραγούδια του...»
Ακόμη αντηχούν σαν φριχτοί πυροβολισμοί τα λόγια του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Βασίλη Καπερνάρου στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Καβάλας.
Λίγους μήνες αργότερα η «ζωή του όλη» έγινε «κέρασμα στο Χάρο» αλλά τα "παρωχημένα" τραγούδια του παρέμειναν σημαίες πολιτισμού στις πίστες και τα θέατρα της χώρας...
Για μένα ο δρόμος είναι δρόμος, τι πάει να πει είναι στραβός;
Ο Αθανάσιος Δημητρίου Πάνου γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1933 στην Καλλιθέα. Ο πατέρας του Εργάζονταν στη Βασιλική φρουρά κι αργότερα στο 15ο στρατιωτικό νοσοκομείο, ως γραμματέας. Ήταν τέσσερα αδέρφια, τα τρία αγόρια. Τη μύησή του στη μουσική θα πρέπει όμως να την πιστώσουμε στη μητέρα του. Εκείνη ήταν που του τραγουδούσε τα ρεμπέτικα της εποχής και τον πήρε από το χέρι να τον γνωρίσει σε σημαντικούς ανθρώπους. Έτσι, ο μικρός Θανασάκης (Άκης) βρέθηκε το 1946, στα δεκατρία του μόλις χρόνια, να παίζει στο πάλκο - αλλά και σε διάφορες ταβέρνες βγάζοντας πιατάκι - κιθάρα και μπουζούκι πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον περίφημο «Σπόρο».
Στα 17 του τό 'σκασε από το σπίτι για να παντρευτεί την, εφ' όρου ζωής πιστότατη, Δήμητρα, που πάντως την χώρισε για να παντρευτεί την Άννα, μητέρα των τεσσάρων παιδιών του. Μιλούσε πάντα στους γονείς του στον πληθυντικό και αυτό απαιτούσε και από τα παιδιά του.
Καλλιθέα, Δάφνη, Πετράλωνα, Αη-Γιάννης Ρέντης ήταν μερικές απ΄τις περιοχές που εμφανίσατηκε ως μουσικός μέχρι το 1958, οπότε και αποσύρθηκε ουσιαστικά από τη νύχτα. Ήταν η ώρα του Συνθέτη.
Δισκογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το παιδί που απόψε πίνει», σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ. Τα χρόνια που ακολούθησαν δε χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του, μέχρι να φτάσουμε στο 1967, έτος κυκλοφορίας του «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Χαρούλα Λαμπράκη. Εκεί αισθάνθηκε και τον πέλεκυ της ανοησίας των Λογοκριτών· μόλις 15 μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος. Η «φτώχια» και η «μιζέρια» που προσπαθεί να αποποιηθεί ο ήρωας του τραγουδιού αντικαθίστανται από κάτι «λευκά περιστέρια» και η Βίκυ Μοσχολιού αναλαμβάνει το 1970 να ερμηνεύσει το τραγούδι με τους πολιτικά ορθούς στίχους. Η πλέον δημιουργική δεκαετία του Άκη Πάνου έχει ξεκινήσει. «Η πιο μεγάλη ώρα», «Η ζωή μου όλη», «Και τι δεν κάνω», «Εγώ καλά σου τά 'λεγα», «Πήρα απ' το χέρι σου νερό», «Δεν κλαίω για τώρα», «Για κοίτα με στα μάτια», «Ο τρελός», «Πυρετός». Ακολούθησαν το «Θέλω να τα πω», «Ο δρόμος είναι δρόμος», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά»..
Το 1974 κάνει την πρώτη καλλιτεχνική υπέρβαση. Μπαίνει στο στούντιο μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη για έναν μεγάλο δίσκο και συγκρούεται μαζί του. Εκεί που προηγουμένως είχαν ευλαβικά πειθαρχήσει ο Γ. Μπιθικώτσης και ο Στράτος Διονυσίου, ο Καζαντζίδης αντέδρασε: Δε δέχτηκε τον απόλυτο έλεγχο που ήθελε ο συνθέτης στην ηχογράφηση. Έτσι προέκυψαν μόνο 6 τραγούδια και ο δίσκος συμπληρώθηκε με παλαιότερες επιτυχίες του τραγουδιστή. Ωστόσο μέσα από το αγαπημένο του ενεάσημο μέτρο, που κυριαρχεί και σ΄ αυτόν τον δίσκο, παρουσιάζει στίχους που υπερβαίνουν την μόδα της εποχής «φύγε - μη φύγεις», «Σ' αγαπώ - μ' αγαπάς» και απογειώνει τις ερμηνευτικές επιδόσεις του απόλυτου Έλληνα ερμηνευτή. για το ομότιτλο του δίσκου τραγούδι, «Η ζωή μου όλη», ο Καζαντζίδης είπε: «Είναι το καλύτερό μου κουστούμι, και αυτό που με εκφράζει περισσότερο.»
Το 1977 με σημαία ένα τραγούδι που γράφτηκε για τη συνεργασία του με τον Καζαντζίδη και ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά, ηχογραφεί το «Παρώνν!» Τραγούδια-σπονδές για τα πιο άγρια όνειρα των λαϊκών ανθρώπων, που θα επισκιάσει ο θρυλικός «Τρελός», ανεπανάληπτο σουξέ και καλλιτεχνική μονογραφή του Μ. Μητσιά!
Αν όμως οι δύο αυτοί δίσκοι ήταν η καλλιτεχνική του απογείωση, το 1982 έρχεται ο εμπορικότερος του δίσκος. «Θέλω να τα πω» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά», τα σκωπτικά «Άνοιξε Πέτρο» και «αδιόρθω αναρχί», ξεσηκώνουν την Ελλάδα που έχει μόλις μπει σε μια νέα πολιτικοκοινωνική εποχή.
Την αμέσως επόμενη χρονιά οι Αδελφοί Φαληρέα εκτοξεύουν στο ... διάστημα τον δισκογραφικό πύραυλο «Αφιερωμένο εξαιρετικά» με τα Παιδιά από την Πάτρα. Για το "καύσιμο", δηλαδή για το τραγούδι του «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός» ο Άκης Πάνου γκρίνιαζε πως πήρε πενταροδεκάρες.
Η επόμενη Δεκαετία τον βρίσκει να σιωπά καλλιτεχνικά και να φλερτάρει με την επικαιρότητα, μέσω επιστολών και άρθρων. Αποφάσισε να ξανανέβει στο πάλκο για δύο μόνο δεκαπενθήμερα: το 1989 στο «Επειγόντως» και το 1994 στα «9/8». Εκεί είχε στήσει το πάλκο σε δύο σειρές. Μπροστά οι μουσικοί, πίσω οι τραγουδιστές και δεν είχε αφήσει χώρο για πίστα.
Την 1η Αυγούστου 1997, πυροβολεί και σκοτώνει τον Σωτήρη Γιαλαμά, μη εγκρίνοντας την ερωτική σχέση που διατηρούσε το θύμα με την κόρη του Ελευθερία. Δικάζεται τον Μάρτιο του 1998 από το μικτό ορκωτό κακουργιοδικείο Καβάλας. «Δε μετανόησα γιατί δεν εννόησα τι έγινε» έλεγε, οχυρωμένος πίσω από τον προσωπικό του κώδικα. Κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά. Δεν του αναγνωρίστηκε ούτε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, αλλά ούτε και αυτό της καλλιτεχνικής προσφοράς.
Ήταν εκείνα τα σαββατοκύριακα που έκανα τη διαδρομή μέχρι την Κομοτηνή για να τον δω, να του μιλήσω….
Τον άνθρωπο που είχε τα δικά του πιστεύω για τα θέματα «τιμής», τον δημιουργό που ούτε και η φυλακή τον σταμάτησε να δημιουργεί.
Είχε ετοιμάσει τραγούδια μέσα στη φυλακή, αλλά δεν ακούστηκαν ποτέ.
Παρόλα τα προβλήματα υγείας, δημιουργούσε.
Τον τραγούδησαν όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Δισκογράφησε 200 περίπου τραγούδια, ενώ πολλά έμειναν στο συρτάρι του. Αξιοσημείωτη είναι η έντονη φήμη που αναπτύχθηκε λίγο πριν πεθάνει, πως είχε δρομολογηθεί η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος ήταν ο μόνος καλλιτέχνης πρώτης γραμμής που τον επισκέφθηκε στη φυλακή.
Στις 2 Φεβρουαρίου 2000 εισήχθη στο Ευγενίδειο θεραπευτήριο, όπου και κατέληξε την Παρασκευή 7 Απριλίου, στις 12 το μεσημέρι, από καρκίνο του παγκρέατος. Ήταν 67 ετών..
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΖΙΣΤΟΥΔΗΣ-Ο ΣΟΛΙΣΤΑΣ
Δεν είναι υπερβολή αυτό που γράφω, γιατί ο Γρηγόρης Τζιστούδης, ο «Σαλονικιός», είναι πασίγνωστος σε όλο τον κόσμο, αλλά είναι σχεδόν άγνωστος στην πατρίδα του, κάτι που με κάνει να σκέφτομαι πόσο δίκιο είχε εκείνος που έβγαλε το «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της».
Και πως είναι δυνατόν να μην συμφωνώ με αυτό, όταν η Κρατική Τηλεόραση της Βουλγαρίας του κάνει το πορτραίτο, ενώ η δική μας τηλεόραση, αλλά και οι λοιποί φορείς δεν δίνουν σημασία; Μόνο μια παρουσίαση του έγινε, και αυτό στην ιδιωτική τηλεόραση, στο αφιέρωμα που έκανε ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος στον Πασχάλη Τερζή. Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε.
Ας γνωρίσουμε όμως καλύτερα τον Γρηγόρη Τζιστούδη, πριν σας παρουσιάσω, και σας προτείνω την δισκογραφία του, η οποία είναι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ. Ο Γρηγόρης Τζιστούδης γεννήθηκε το 1950στην Πυλαία Θεσσαλονίκης. Σε ηλικία έξι χρονών, τον «χτύπησε» η Πολιομυελίτιδα, στερώντας του ορισμένα πράγματα που όλοι οι υπόλοιποι τα θεωρούμε φυσικά.
Λόγο του προβλήματος αυτού, ο Γρηγόρης αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στο να πηγαίνει στο σχολείο , κλπ, που όμως τις ξεπέρασε χάρη στην βοήθεια της μητέρας του που στην κυριολεξία τον κουβαλούσε στους ώμους, όσο και στην τεράστια ψυχική του δύναμη. Οι δυσκολίες μεγάλες, αφού χρειαζόταν να μπαινοβγαίνει κάθε λίγο στα νοσοκομεία, όμως η ΨΥΧΗ και η ΘΕΛΗΣΗ η δική του αλλά και της μητέρας του, ήταν η αιτία να ξεπεραστούν .
Κάποια στιγμή, και ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, ζήτησε από την μητέρα του να του αγοράσει ένα μπουζούκι. Αν και στην αρχή η μητέρα του το αρνήθηκε, τελικά με δανεικά χρήματα του αγόρασε το μπουζούκι. Αυτό ήταν! Ο Γρηγόρης απέκτησε ότι του έλειπε με το όργανο αυτό, το οποίο θα λέγαμε από τότε αποτελεί «προέκταση του εαυτού του». Σε λίγο χρόνο, έχει γίνει από τους πιο γνωστούς, και αγαπητούς μουσικούς.
Σε ηλικία 15 χρονών, τον καλούν οι Τσιτσάνης και Παπαϊωάννου για να τους συνοδεύει στο «ΛΟΥΞ» στην Θεσσαλονίκη. Έπαιξε μαζί με τους Μπιθικώτση, Μητροπάνο, και άλλους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και με τους Βασίλη Παπακωνσταντίνου, και Γιάννη Ζουγανέλη στη Ρόδο. Συνοδεύει στα «πρώτα βήματα» τους Πασχάλη Τερζή, και Δημήτρη Κοντολάζο, γείτονες του από την Πυλαία.
Πέραν των προσωπικών του δίσκων, από τους οποίους δυο είναι χρυσοί (και ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει χρυσός δίσκος στο εξωτερικό), πλούσια είναι η συμμετοχή του σε δίσκους Ελλήνων και Ξένων καλλιτεχνών. Έχει δώσει πάρα πολλές συναυλίες σε Ασία, ΗΠΑ, Σκανδιναβία, και αλλού, ενώ έχει συνοδεύσει σαν Σολίστ, τόσο τον Μίκη Θεοδωράκη, όσο και πολλούς μεγάλους ξένους μουσουργούς.
Το 1977 αναδείχτηκε ως ο πιο δημοφιλής καλλιτέχνης στην Σουηδία, έπειτα από σχετικό διαγωνισμό της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας. Το βραβείο του το απένειμε ο ίδιος ο Βασιλιάς της Σουηδίας. Αυτός ήταν και ο λόγος, που στην κηδεία του δολοφονημένου Όλαφ Πάλμε η Λίσμπεθ Πάλμε τον επέλεξε να αποδώσει με τον τρόπο του το αγαπημένο τραγούδι του δολοφονηθέντα Πρωθυπουργού, το «Ένα τραγούδι για την Ελευθερία», το γνωστό μας «Ο καημός» του Μίκη Θεοδωράκη.
Ο Γρηγόρης Τζιστούδης έχει πάρει μέρος σε πολλά φεστιβάλ Ειρήνης, και έχει γράψει μουσική για Θέατρο, Κινηματογράφο, Τηλεόραση, κλπ. Το πιστεύω του για το μπουζούκι και τη μουσική γενικότερα είναι μια μουσική συνομιλία και κραυγή ενσωματωμένη στους άλλους της σημερινής εποχής και σύγχρονης διάθεσης.
Μια προσπάθεια δηλαδή να μιλήσουν τα όργανα και να παραπονεθούν - αν θέλετε - για την κατάσταση της κοινωνικής αποσύνθεσης ή και να τραγουδήσουν τη χαρά της ζωής και τον Ήλιο της Ανατολής προσπάθεια αυτή λοιπόν έχει σαν στόχο την σωστή επικοινωνία της τέχνης, με το κοινό, όχι δογματικά αλλά με αγάπη και αληθινή ανταπόκριση στο καινούργιο που θέλει να ακούσει, ή που έχει ανάγκη ν' ακούσει.
Κάποιοι νέοι τρόποι αντιμετώπισης π.χ. του μπουζουκιού πέρα (όχι με την έννοια του ξεπεράσματος βέβαια) από τις λαϊκές φόρμες που συνηθίζονται, χωρίς αν είναι δυνατόν να χαθεί η δροσιά και η μοναδική μαγεία του ήχου του .Στον πέμπτο δίσκο "TRAVELLING" π.χ. η προσπάθεια αυτή είναι φανερή. Μουσικολογικά είναι το πάντρεμα της ελληνικής λαϊκής μουσικής, της ροκ της τζαζ, και η ταύτιση της ανατολικής και δυτικής τεχνοτροπίας. Συχνά, επίσης, αρχαίες κλίμακες που υπάρχουν επίσης στο Γρηγοριανό τραγούδι, όπως ο Φρύγιος ή ο δούρειος τρόπος ΔΕΝ βλέπονται με την τρέχουσα λαϊκή ματιά.
Ο Γρηγόρης Τζιστούδης, ζει και εργάζεται στο Μόναχο της Γερμανίας, αλλά παράλληλα γυρίζει όλο τον κόσμο δίνοντας συναυλίες, και μεταφέροντας τους ήχους της Ελλάδας παντού. Η καινούργια δισκογραφική δουλειά του έχει τίτλο «ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΦΛΟΓΑΣ» (the light of flame), σε μουσική Γιάννη Ζουγανέλη, και περιέχει τη μουσική που έπαιξε στο φινάλε των Παραολυμπιακών Αγώνων του 2004. Σας προτείνω ανεπιφύλακτα ΟΛΗ τη δισκογραφία του Γρηγόρη Τζιστούδη.
ΑΝΤΙ ΕΚΛΟΓΩΝ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ.
Ένα αφιέρωμα στον μεγάλο ΛΟΥΤΣΙΑΝΟ ΠΑΒΑΡΟΤΙ.
Με χιλιάδες συναυλίες και παρουσιάσεις, ο Παβαρότι κέρδισε τη φήμη με μια μοναδική του εμφάνιση στο Κόβεν Γκάρντεν το 1963.
Η τελευταία ζωντανή εμφάνιση του Παβαρότι μπροστά σε κοινό ήταν το 2006, όταν συμμετείχε στην έναρξη των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Τορίνο.
Θεωρείτο ως ένας από τους σπουδαιότερους τενόρους της εποχής του, ο οποίος με τον πληθωρικό χαρακτήρα του και τα φωνητικά του προσόντα έφερε την όπερα κοντά στο ευρύτερο κοινό.
Γνωστός και ως ο “βασιλιάς των ψηλών ντο” έχει αναμφίβολα σφραγίσει ανεξίτηλα την τέχνη που υπηρέτησε για περισσότερα από 40 χρόνια.
Ο Παβαρότι γεννήθηκε στη Μόντενα στις 12 Οκτωβρίου 1935.
Ο μικρός Λουτσιάνο τραγούδησε για πρώτη φορά σε μία χορωδία, μαζί με τον πατέρα του Φερνάντο που ήταν λάτρης της όπερας και ερασιτέχνης τραγουδιστής ο ίδιος.
Η απόφαση του να ασχοληθεί με τη μουσική επαγγελματικά ήρθε έπειτα από μία διεθνή διάκριση της χορωδίας Χορωδίας Ροσίνι της Μόντενα.
Το επαγγελματικό ντεμπούτο του Παβαρότι ήταν στις 29 Απριλίου 1961 σε ένα από τους σπουδαίους ρόλους για τενόρο, εκείνο του Ροντόλφο στην όπερα του Πουτσίνι
Την ίδια χρονιά κέρδισε στο διεθνή μουσικό διαγωνισμό “Achille Peri”.
Σύντομα ο χαρισματικός καλλιτέχνης έγινε διάσημος στην Ιταλία.
Ακολούθησαν εμφανίσεις του στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές σκηνές, στο Αμστερνταμ, τη Βιέννη, τη Ζυρίχη και το Λονδίνο.
Η αναγνώρισή του έγινε πανευρωπαϊκή.
Το 1965 ο Παβαρότι έκανε το πρώτο άνοιγμά του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού όπου έκανε μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες εμφανίσεις του.
Tιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με πέντε βραβεία Γκράμι.
Ο Παβαρότι βοήθησε να ενδιαφερθεί το ευρύ κοινό για την όπερα και εμφανίστηκε σε μερικά από τα μεγαλύτερα στάδια του κόσμου μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες θεατές.
Το 1992 έγινε για πρώτη φορά η καθιερωμένη ετήσια συναυλία Pavarotti and Friends, στη λογική της σύμπραξης του περίφημου τενόρου με διάσημους ερμηνευτές της ποπ και ροκ σκηνής, όπως ο Sting και ο Bono των U2, στοχεύοντας στη συγκέντρωση χρημάτων για ανθρωπιστικούς λόγους.
Ο Παβαρότι έγινε ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό από τη συμμετοχή του στους “Τρεις Τενόρους”, από κοινού με τους Χοσέ Καρέρας και Πλάθιντο Ντομίνγκο.
Ας δούμε τώρα και τις «αντιδράσεις» για το θάνατο του μεγάλου τενόρου.
(πηγή e-go.gr)
Με το θάνατο του Λουτσιάνο Παβαρότι σιώπησε μια "μεγάλη φωνή της μουσικής και της Ιταλίας", δήλωσε ο ιταλός πρωθυπουργός Ρομάνο Πρόντι για τον ιταλό τενόρο, ο οποίος πέθανε στη γενέτειρά του τη Μόντενα, στη βόρεια Ιταλία.
"Μια πολύ μεγάλη φωνή της μουσικής και της Ιταλίας χάνεται με τον μετρ Λουτσιάνο Παβαρότι", γράφει ο Πρόντι σε συλλυπητήριο μήνυμά του στην οικογένεια του τενόρου.
Ο Παβαρότι "μετέφερε σε ολόκληρο τον κόσμο την πιο αυθεντική καλλιτεχνική εικόνα της χώρας μας, γεννώντας συναισθήματα και αποκαλύπτοντας πάθη", προσθέτει ο ιταλός πρωθυπουργός.
"Ο Λουτσιάνο Παβαρότι ήταν ένας γίγαντας του 20ου αιώνα.
Σήμερα αφήνει πίσω του ένα ανεκπλήρωτο κενό για όλους τους φλογερούς οπαδούς της μεγάλης ιταλικής μουσικής", δήλωσε ο ιταλός υπουργός Πολιτισμού Φραντσέσκο Ρουτέλι.
"Ο Παβαρότι ήταν ο πρεσβευτής της μουσικής μας, του πολιτισμού μας και των παραδόσεών μας", δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Σε ένδειξη πένθους για την απώλεια του μεγάλου τενόρου, η Όπερα της Βιένης ύψωσε το πρωί της Πέμπτης μια μαύρη σημαία, ενώ ο διευθυντής της Όπερας Γιόαν Χόλεντερ εξέφρασε τη βαθύτατη οδύνη του για την απώλεια "της πιο ωραίας φωνής τενόρου της εποχής μας και ενός ανθρώπου που είχε την ικανότητα με την τέχνη του να αγγίζει με έναν ασυνήθιστο τρόπο τους ανθρώπους και να προσφέρει πάρα πολλά στο κοινό του".
"Υπήρχαν τενόροι και υπήρχε ο Παβαρότι", δήλωσε ο ιταλός σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι αποτίοντας φόρο τιμής στον διάσημο τενόρο...
"Λάτρευε τη μουσική, θεωρώντας την απόλυτη γιορτή.
Το μεγαλύτερο προσόν του ήταν ότι αντιλήφθηκε την οικουμενικότητα της μουσικής, από την καντσονέτα στην όπερα, περνώντας από την οπερέτα", είπε χαρακτηριστικά ο Τζεφιρέλι, που έχει σκηνοθετήσει πολλές όπερες.
"Χάρη στον Παβαρότι η όπερα άγγιξε τις νέες γενιές", πρόσθεσε ο διάσημος ιταλός σκηνοθέτης που είχε συνεργαστεί πολλές φορές με τον Παβαρότι.
"Έχασα έναν καλό φίλο", δήλωσε η ιταλίδα σοπράνο Μιρέλα Φρένι, που τραγούδησε μαζί του την όπερα Μποέμ του Πουτσίνι. "Χάσαμε ένα μεγάλο τενόρο, ένα μεγάλο τραγουδιστή, αλλά εγώ προσωπικά έχασα έναν καλό φίλο", τόνισε η ίδια, που κατάγεται από τη Μόντενα, όπως και ο Παβαρότι.
Η Φρένι πρόσθεσε ότι επισκέφτηκε τον Παβαρότι στο νοσοκομείο στις 13 Αυγούστου. ¨
Ήταν μια σκληρή και θλιβερή στιγμή", είπε χαρακτηριστικά.
"Πάντα θαύμαζα τη θεϊκή φωνή του και λάτρευα το χιούμορ του", δήλωσε ο τενόρος Πλάσιντο Ντομίνγκο, που συνεργάστηκε στενά με τον Παβαρότι σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
"Η ποιότητα της φωνής του ήταν τόσο διαφορετική.
Καταλάβαινες αμέσως πως ήταν ο Λουτσιάνο", είπε από την πλευρά της η βρετανίδα μεσόφωνος Τζόαν Σάδερλαντ, που βοήθησε τον Παβαρότι στα πρώτα του βήματα.
"Έναν από τους καλύτερους τραγουδιστές της εποχής μας", χαρακτηρίζει τον Παβαρότι σε ανακοίνωσή της η Όπερα του Λονδίνου.
"Ήταν ένας από τους σπάνιους καλλιτέχνες που άγγιξαν τη ζωή των ανθρώπων παντού.
Με τις εμφανίσεις, τα κονσέρτα και τις ηχογραφήσεις του αποκάλυψε την ιδιαίτερη δύναμη της όπερας σε ανθρώπους που ίσως δεν θα είχαν ποτέ πρόσβαση σε αυτή και το κλασικό τραγούδι", επισημαίνεται στην ανακοίνωση.
"Αυτή είναι η κληρονομιά που άφησε πίσω του", καταλήγει η ανακοίνωση.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί απέτισε φόρο τιμής στον Λουτσιάνο Παβαρότι που πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα σε ηλικία 71 ετών, χαρακτηρίζοντάς τον ως "την καλύτερη ενσάρκωση του μεγάλου λαϊκού τενόρου μετά τον Ενρίκο Καρούζο".
"Τα καλλιτεχνικά του προσόντα όπως ο ζήλος του και το χάρισμά του γοήτευσαν ολόκληρο τον κόσμο", υπογράμμισε ο αρχηγός του γαλλικού κράτους σε ανακοίνωσή του επιθυμώντας "να αποδοθεί (στον εκλιπόντα) μια τελευταία τιμή από τη γαλλική προεδρία".
Ο Σαρκοζί αποχαιρέτησε τον διάσημο ιταλό τενόρο αναφερόμενος "στους μεγάλους ρόλους του Παβαρότι σε έργα του Βέρντι, στις περιοδείες του σε ανοικτούς χώρους και σε στάδια μαζί με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο και τον Χοσέ Καρέρας και σε ερμηνείες του στις οποίες τον είχαν συνοδεύσει οι Ελτον Τζον, Στινγκ, Μπόνο".
ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πολλοί είναι εκείνοι που σε συζητησεις μας με ρωτουσαν για τον συγγραφεα Ηλία Πετρόπουλο.
Σε άλλους, «έτυχε» να πέσει στα χέρια τους κάποιο από τα βιβλία του, άλλοι, γνώριζαν το έργο του, αλλά δεν ήξεραν κάποια βιογραφικά στοιχεία γι αυτόν.
Έψαξα λοιπόν, και βρήκα στοιχεία, τα οποία σας τα μεταφέρω για μια καλύτερη γνωριμία μ’ αυτή τη «μορφή»!
Πηγή epohi.gr
«O Hλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου 1928 στην Αθήνα, το 1934 εγκαθίστανται οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1943 οργανώνεται στη E.Π.O.N και σχετίζεται με τους Πάνο Θασίτη, Αλέκο Mαρκέτο, Mανόλη Αναγνωστάκη, παίρνοντας μέρος στους παράνομους μηχανισμούς της Αριστεράς.
Tον Οκτώβριο του 49 πρωτεύει στις εξετάσεις για τη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, σχέση μοιραία και καθοριστική.
Mε τη νίκη της EΔA στις δημοτικές του 1957 στο δήμο Θεσσαλονίκης τοποθετείται Γραμματέας της Eκπολιτιστικής Επιτροπής του Δημοτικού Συμβουλίου. Το 1958 συμμετέχει στη συντακτική ομάδα, ως υπεύθυνος των εικαστικών και των οικονομικών του περιοδικού του Ντίνου Χριστιανόπουλου, «Διαγώνιος».
Tην ίδια χρονιά κυκλοφορεί το βιβλίο του «Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης». Tην περίοδο της δολοφονίας του Λαμπράκη (1963) κάνει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη».
Tο 1965 δημοσιεύει στο περιοδικό «Zυγός» εκτενή αποσπάσματα από τη μελέτη του «Eλύτης Mόραλης Τσαρούχης».
Εγκαθίσταται στην Αθήνα και εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Μεσημβρινή» και στο περιοδικό «Εικόνες».
Το 1968 εκδίδει τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» που του επιφέρουν καταδίκη 18 μηνών στις φυλακές του Γεντί Kουλέ.
Απολύεται τον Φεβρουάριο του 1971. Mε την αποφυλάκισή του εκδίδει τα «Kαλιαρντά»: Ερασιτεχνική γλωσσολογική έρευνα του Hλία Πετρόπουλου.
Για τα «Kαλιαρντά» έγινε μία και μοναδική δίκη στις 8.5.1972, που είχε ως συνέπεια τον εγκλεισμό του στις φυλακές Κορυδαλλού.
Στις 15.6.1972 ήδη κρατούμενος, καταδικάζεται από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σε 7 μήνες φυλάκιση και πρόστιμο 5.000 μεταλλικών δρχ. για τη λέξη «αιδοίον» που περιεχόταν σε διήγημά του στο περιοδικό «Τραμ» (Φλεβάρης 1972, τεύχος 3-4).
Το 1975, μετά και τη γνωριμία του με τη Μαίρη Κουκουλέ, εγκαθίσταται στο Παρίσι (1975), σπουδάζει επί τρία χρόνια τουρκολογία στην Ιcole Pratique, ενώ εκκρεμούν νέες καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος του για το «Eγχειρίδιον του καλού κλέφτη».
Ο ζωγράφος Κώστας Τσόκλης δημοσιεύει επιστολή στα Νέα (12.12.1979), όπου μεταξύ άλλων σημειώνει:
«Από τους πολλούς Έλληνες που γνωρίζω ελάχιστοι αξίζουν τον τίτλο και οπωσδήποτε λίγοι θα μπορούσαν να τον διεκδικήσουν με το έργο τους.
Ένας απ αυτούς είναι αναμφισβήτητα ο Ηλίας Πετρόπουλος που έχει όλο μου τον θαυμασμό για το μέγεθος και την αξία του έργου του.
Αυτός ο θαυμάσιος Έλληνας δεν μπορεί να γυρίσει στην Ελλάδα, γιατί κινδυνεύει να τον βάλουν φυλακή.
Κι αυτό γιατί έχει τη στοιχειώδη τιμιότητα να λέει τα πράγματα με το όνομά τους και την ατυχία να απευθύνεται σε ανθρώπους ήδη ξεφτισμένους που φοβούνται τις λέξεις.
Πώς μπορούν Έλληνες διανοούμενοι να ανέχονται μια τέτοια αδικία;
Πώς μπορούν οι Τσαρούχης-Ελύτης-Μόραλης;».
Για 6η φορά ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Γιάννης Δουβίτσας (εκδότης) προσάγονται σε δίκη, (για το Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη), στο Α Τριμελές Εφετείο (22.5.1981), όπου ο Γ. Α. Μαγκάκης δηλώνει: «δεν υπάρχουν άσεμνες λέξεις, υπάρχει μόνον άσεμνη χρήση των λέξεων».
Την περίοδο 1983-84 ο Η.Π. έζησε στη Γερμανία, μετά από πρόσκληση της Γερουσίας του Βερολίνου.
Tο 1985 επέστρεψε στο Παρίσι συνεχίζοντας την ερευνητική και συγγραφική δραστηριότητά του συστηματικά μέχρι το θάνατό του, την Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2003.
«Έτσι ελεύθερος στην κατάκτηση του ιδιωτικού μου καρκίνου», όπως προφητικά έγραφε δέκα χρόνια πριν.
Τελευταίο έργο του που φρόντισε και επιμελήθηκε ο ίδιος ―όπως άλλωστε όλα τα βιβλία του―, τα «Ελλάδος κοιμητήρια».
Ένας-ένας οι φίλοι πεθαίνουν και βλέπω να αδειάζουν τα χαρακώματα.
H γενιά μου φεύγει, σβήνει, χάνεται. Γράφω τον σύντομο επίλογο...
H αποτέφρωση του H. Π. έγινε στο κρεματόριο του νεκροταφείου Pθre Lachaise το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2003, σύμφωνα με διαθήκη του που είχε καταθέσει στο ελληνικό Προξενείο του Παρισιού ακριβώς δέκα χρόνια πριν (6. 9.1993).
Κείμενά του δημοσίευε στην Εποχή τη διετία 1996-97, παράλληλα συνεργάστηκε με την Ελευθεροτυπία και τα περιοδικά Σχολιαστής, Ιχνευτής, Εντευκτήριο, Μανδραγόρας (αφιέρωμα στο έργο του στο τεύχος 18-19, Οκτώβριος-Απρίλιος 1997).
Από χρόνια είχε προσφέρει το σύνολο του αρχείου του στη Γεννάδειο Bιβλιοθήκη, όπου την Πρωταπριλιά του 1998 πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του εκδήλωση ― η μόνη εν Eλλάδι όσο βρισκόταν εν ζωή ―, από το περιοδικό Μανδραγόρας
Αντί να γράφω επιστημονικά βιβλία λέω ότι είμαι ημιεπιστήμων, ότι γράφω ημιεπιστημονικά βιβλία σαρκάζοντας φυσικά και τους επιστήμονες και τον εαυτό μου.
Γιατί αυτά που γράφω δεν είναι αντικειμενικές αλήθειες.
Είναι επιστημονικές και στιγμιαίες. Θα έρθει ―με το καλό― ένας άλλος επιστήμονας ν αποδείξει ότι έλεγα ηλιθιότητες.
Τα λάθη, όχι μόνο μου δίνουνε τροφή, αλλά με κάνουνε πιο πολύ βέβαιο για ορισμένες προσεγγίσεις.
Δεν μπορώ να ξέρω τι θα θυμούνται (αν θυμούνται) οι άνθρωποι όταν πεθάνω. Πάντως θα ήθελα να θυμούνται το πάθος μου για την αλήθεια.
Ένα πάθος που αντίκειται στις προκατασκευασμένες διδασκαλίες
Tα δυο αυτά αποσπάσματα νομίζω ότι αποτυπώνουν συμπερασματικά την πορεία και τις επιλογές μιας δυναμικής, τρυφερής, αμφιλεγόμενης τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο ντόμπρας, προκλητικής, ανασφαλούς στα όρια της παιδιάστικης σκανταλιάς, ευφυούς, ξεροκέφαλης, εργατικής, άκρως διεισδυτικής προσωπικότητας του ελληνολάτρη και ελληνοκεντριστή ασφαλώς όχι με όρους εθνικισμού Hλία Πετρόπουλου.
Ένα ολόκληρο έργο που δε θα μπορούσε να γίνει από κανέναν άλλον, τόσο ως προς το εύρος, όσο και ως προς τη θεματική του πολυμορφία, την ποιότητά του, αλλά και την τελική του μορφή. Βιβλία που πέρα από τις (υπαρκτές) προθέσεις του συγγραφέα, σκανδάλισαν και επικρίθηκαν περισσότερο από όσο τους αναλογούσε.
Kι αν ο Πετρόπουλος δεν είχε την τύχη να βρεθεί μέσα στο γόνιμο, αντισυμβατικό και ουσία (έστω και δίχως συνέχεια) προοδευτικό κλίμα της Μεταπολίτευσης, είναι βέβαιο πως τα έργα του δε θα είχαν την υποδοχή και τη μακροημέρευση που τους έπρεπε.
Γιατί στη δεκαετία του 70 παρά τον επταετή βανδαλισμό μας κορυφώθηκε η ελπιδοφόρα δημοκρατική χειραφέτηση που ξεκίνησε ήδη από το 1960, αναζωπυρώνοντας τη φλόγα της κοινωνικής εγρήγορσης και ανατροφοδότησης δημιουργού και αναγνώστη, μετατρέποντας τον τελευταίο σε αποφασιστική συνιστώσα και πηγή έμπνευσης του καλλιτέχνη-διανοητή.
Ουσιαστικά το έργο του ζυμώθηκε στις δυο δεκαετίες που προαναφέραμε, ίσως τη δημοκρατικότερη και δημιουργικότερη εικοσαετία για τη χώρα μας και ασφαλώς δεν εννοώ σε συλλογικό επίπεδο «δήμου» (όπου τα όρια μιας αστικής διακυβέρνησης βασιλευομένης ή μη δημοκρατίας είναι πάντα πεπερασμένα), αλλά στο ατομικό πεδίο διαμόρφωσης συνειδητών και ενεργών πολιτών.
Eδώ ακριβώς οφείλεται και η προσήλωση του Π. στην Ελλάδα, έτσι δικαιολογείται η «στράτευσή του», αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν καθαρά κομματικό όρο για κάποιον που απεχθανόταν το πεπερασμένο των εντάξεων, μολονότι παρέμενε βαθύτατα πολιτικό ον και σαφέστατα ταγμένος σε αυτό που ονομάζουμε ευρύτερη Αριστερά.
Γι αυτό και αρθρογραφούσε κατά καιρούς στην «Εποχή», στην «Αυγή», ή στο «Πριν», ενώ στις εκλογές του 2000 φρόντιζε να δηλώσει την προτίμησή του στο ΚΚΕ.
Μέσα από τη μεγάλη γκάμα των θεματικών ενοτήτων που πραγματεύτηκε, αγγίζοντας ευρύτερες (και ευαίσθητες) πτυχές της ελληνικής κοινωνίας, από τα καλιαρντά και τους ομοφυλόφιλους, μέχρι τους κλέφτες, τις πουτάνες, τα μπουρδέλα, τις φυλακές και τα ρεμπέτικα, (έργα τύποις λαογραφικά, λεξικογραφικά και εθνογραφικά στην πλειοψηφία τους ―μη παραλείψουμε τα δοκίμια αισθητικής―), θέλησε να συμβάλει στη δημοκρατική χειραφέτηση και στην παιδεία του τόπου του. Γι αυτό και υποστηρίζω πως ο H. Π. δεν είχε ως στόχο τόσο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, όσο την κοινωνική αφύπνιση, τις ανακατατάξεις απέναντι σε παραδοχές και θέσφατα, τη δημιουργία και συντήρηση ρήξεων, την αμφισβήτηση, την εγρήγορση, την πρόκληση, όχι ως μεθόδευση φτηνού σόου, αλλά ως πολιτική (άρα δημοκρατική) πράξη.
Kοντολογίς στον Πετρόπουλο το δίλημμα «H Τέχνη για την τέχνη» ή «η τέχνη για τη ζωή», έχει εξ αρχής απαντηθεί τελεσίδικα: «η Τέχνη για μια άλλη Zωή και η ζωή για μια διαφορετική τέχνη».
Άλλωστε για έναν εκ πεποιθήσεως άθεο, που δεν βαυκαλίζεται με μεταθανάτιες εναγώνιες αυταπάτες, το εν ζωή έργο, αποτελεί κυρίαρχο στόχο.
Προτρέχοντας στα συμπεράσματα θα λέγαμε πως το έργο του Hλία Πετρόπουλου διακρίνεται για την απόλυτη ελευθερία στην επιλογή των θεμάτων, στη δομή, στην ανάπτυξη, δίχως περιορισμούς και αυστηρούς όρους κατάταξης, αλλά με ανάλυση πολυπρισματική και πολυεπίπεδη, όπου προέχει η συγγραφική ματιά περισσότερο και όχι η διεξοδική, με όρους επιστημονικούς, ανάλυση του θέματος. (O Σκαρίμπας μας έμαθε ότι η επιστήμη μπορεί να πηγάζει και από την καρδιά).
Γι αυτό και ο Πετρόπουλος συνήθιζε να συγγράφει με το θυμικό, ανεμπόδιστα, σχεδόν από μνήμης, ανα-πλάθοντας το ασυνεχές υλικό του, που τις περισσότερες φορές επιτελούσε έργο προσχήματος, διανθίζοντας όσα ο ίδιος, με χιούμορ, ποιητικότητα, τολμηρή φαντασία, και ζωντάνια, είχε προεπιλέξει να εκθέσει. (Τα βιβλία μου δεν έχουν καμιά συνέχεια κι έτσι συνεχίζω έως σήμερα: εννοώ δηλαδή ότι π.χ. το «Eλύτης Mόραλης Τσαρούχης», δεν έχει κάποια σχέση με το πρώτο μου βιβλίο «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης», ή η «Ιστορία της Kαπότας» με την «Τραγιάσκα»).
O Π. έφτιαχνε έναν πειστικό μύθο, πρώτα για τον εαυτό του (πρόσφατο παράδειγμα οι απόψεις του για «την αποτελεσματική αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη από τους Γάλλους γιατρούς»), και στη συνέχεια σέρβιρε τον μύθο του στο αναγνωστικό του κοινό, από το οποίο απαιτούσε όχι αποδοχή, αλλά θέση.
Γι αυτό και προτιμούσε την τεκμηριωμένη καταδίκη, από την παθητική υποδοχή. Κοντολογίς στον Π. δεν ταιριάζουν οι ξενέρωτοι αναγνώστες και οι παθητικοί θεατές-ακροατές.
Σε αυτή τη δυναμική σχέση οφείλεται και η εμμονή του να σχεδιάζει λεπτομερώς και να επιμελείται μέχρι τέλους ο ίδιος τα βιβλία του, γνωρίζοντας καλά πως το κείμενο δεν αρκεί για να αποτυπώσει την ψυχή του συγγραφέα.
Γι αυτό τα βιβλία του Πετρόπουλου εκτείνονται πέραν του σώματος, σ όλο το μήκος και το πλάτος της έκδοσης: ξεκινούν από το εξώφυλλο, το έσω οπισθόφυλλο, τον ψευδότιτλο και φθάνουν μέχρι τον κολοφώνα, τις βινιέτες, τις λευκές σελίδες, τους ψευδότιτλους, το είδος και το μέγεθος των γραμμάτων.
Όλα μιλούν, τα πάντα ανασαίνουν, όλα διαβάζονται, διδάσκουν, θυμώνουν, οργίζονται, χλευάζουν.
Mην παραλείπετε λοιπόν να αφουγκράζεστε τα έργα του, να τους διατυπώνετε τις κρίσεις και τις επιφυλάξεις σας, τις διαφωνίες, αλλά και την αποδοχή σας.
Γιατί τα βιβλία του, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την πλειοψηφία των πραγματικών βιβλίων, αισθάνονται και ζουν, όπως οι άνθρωποι: Όλα μου τα βιβλία τα πετάγανε οι εκδότες. Kανείς δεν ήθελε ν ακούσει για δικό μου βιβλίο.
Έτσι κι εγώ έκανα αυτοεκδόσεις.
Δηλαδή πλήρωνα τη στοιχειοθεσία, την εκτύπωση και το χαρτί προκειμένου να δω το βιβλίο μου τυπωμένο.
Τα δεχτήκανε μόνο όταν είδαν ότι η πρώτη αυτοέκδοση είχε τεράστια επιτυχία, όπως συνέβη π.χ. με τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια».
Ο Η. Π. δεν ήταν σκανδαλοθήρας: Ναι τα θέματα των βιβλίων μου είναι προκλητικά. προσωπικώς δεν είμαι προκλητικός.
Bρίσκω προκλητικά τα βιβλία που αφυπνίζουν συνειδήσεις, λόγου χάρη τα βιβλία του Kαστοριάδη και του Bιντάλ-Nακέ.
Συνεπής μέχρι τέλους επέλεγε να συνεργάζεται με έντυπα μικρής κυκλοφορίας, ενώ αρνιόταν επίμονα αμοιβή για άρθρα του σε γνωστές ημερήσιες εφημερίδες, προκειμένου να διατηρεί την απόλυτη ελευθερία του, χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, όπου μετά από χρόνια δε δίστασε να διακόψει τη συνεργασία του.
Τακτικός στην αλληλογραφία του και στις επαφές του, που φρόντιζε ο ίδιος με πάθος να συντηρεί, σύντομος και ουσιαστικός στα τηλεφωνήματά του, δοσμένος σε ότι σχετίζεται με την Ελλάδα, ο H. Π. σχεδίασε την τελευταία του επιθυμία και πάλι με γνώμονα την πατρίδα του.
Αρκεί να προσεγγίσουμε την ιδιόχειρη διαθήκη του με το ίδιο πρίσμα που οφείλουμε να μελετήσουμε το έργο του.
Θάναι χρήσιμο για τη δουλειά του και για μας, να τη χαρούμε αβίαστα και χωρίς τις αγκυλώσεις των εμμονών μας, όπου και αν υπάρχουν. (Σχόλιο του Κώστα Κρεμμύδα)»
Εργογραφία:
Έγινε γνωστός στο πλατύ κοινό με το βιβλίο του '' Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη'' που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη. Άλλα έργα του: Καλιαρντά (Αθήνα 1971), Kiosque grec,
• Μικρά κείμενα 1949-1979
• Ρεμπέτικα τραγούδια (1979)
• Δώδεκα τραγουδάκια από την Παλατινή Ανθολογία (1980), Εκδ. Νεφέλη
• Της φυλακής (1980), Εκδ. Νεφέλη
• Θεσσαλονίκη: Η πυρκαγιά του’17 (1980)
• Ρεμπετολογία (1990)
• Τα μικρά ρεμπέτικα (1990), Εκδ. Νεφέλη
• Πτώματα, πτώματα, πτώματα... (1990), Εκδ. Νεφέλη
• Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι (1990), Εκδ. Νεφέλη
• Ο μύσταξ (1990), Εκδ. Νεφέλη
• Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη (1990), Εκδ. Νεφέλη
• Το άγιο χασισάκι (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Ψειρολογία (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Το μπουρδέλο (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Topor – τέσσερις εποχές (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Η μυθολογία του Βερολίνου (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Ιωάννου Αποκάλυψις (1991), Εκδ. Νεφέλη
• Αρετίνου, ακόλαστα σονέτα (1992), Εκδ. Νεφέλη
• Ποιήματα 1968-1974 & 1982-1991 (1993), Εκδ. Νεφέλη
• Ποτέ και τίποτα (1993), Εκδ. Νεφέλη
• Η εθνική φασουλάδα (1993), Εκδ. Νεφέλη
• Η φουστανέλα (1993), Εκδ. Νεφέλη
• Καλιαρντά (1993), Εκδ. Νεφέλη
• Τα σίδερα – Η λάσπη – Τα μπαστούνια (1994), Εκδ. Νεφέλη
• Το ταντούρι και το μαγκάλι (1994), Εκδ. Νεφέλη
• Κυρίως αυτό (κολάζ) (1994), Εκδ. Νεφέλη
• Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών (1995), Εκδ. Πατάκης
• Καρέκλες και σκαμνιά (1995), Εκδ. Νεφέλη
• Υπόκοσμος και καραγκιόζης (1996), Εκδ. Νεφέλη
• Το παράθυρο στην Ελλάδα (άλμπουμ) (1996), Εκδ. Νεφέλη
• Άρθρα στην Ελευθεροτυπία (1996), Εκδ. Πατάκης
• Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1998), Εκδ. Πατάκης
• Τέσσερις ζωγράφοι (1999), Εκδ. Νεφέλη
• Η ιστορία της καπότας (1999), Εκδ. Νεφέλη
• Περίπτερα, αυτοκίνητα, κλουβιά
• Η τραγιάσκα (2000), Εκδ. Πατάκης
• Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες (2001), Εκδ. Νεφέλη
• Παροιμίες του υποκόσμου (2002)
• Ο Κουραδοκόφτης (2003), Εκδ. Νεφέλη
• Τσόκλης Παλιά Σαλονίκη
• Ελληνικές σιδεριές
• Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης, Εκδ. Πατάκης
• Επιστολαί προς μνηστήν
Ο Ηλίας Πετρόπουλος έχει γράψει και ποίηση, η τελευταία έκδοση είχε τον τίτλο ''Ποτέ και τίποτα'' και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1993.
Καταδικάστηκε 4 φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό χαρακτήρα των γραπτών του, εκ των οποίων τις 3 κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΩΝ
Μια μεγάλη πραγματικά εκδήλωση, μια πραγματική ΓΙΟΡΤΗ των μπουζουκιών υπόσχεται ο εξαίρετος συνθέτης και σολίστας Θανάσης Πολυκανδριώτης.
Τέτοιες εκδηλώσεις θα ήταν καλό να είχαμε την δυνατότητα να τις παρακολουθήσουμε όλοι, σε κάθε περιοχή της χώρας.
Ας δούμε το δελτίο τύπου που μου έστειλε ο συνθέτης.
OI ΕΠΟΜΕΝΟΙ λάτρεις του γνήσιου Λαϊκού τραγουδιού, έχουν ετοιμάσει υπό την καθοδήγηση του συνθέτη Θανάση Πολυκανδριώτη μια εξαιρετική περιπλάνηση σε λαϊκούς, μουσικούς δρόμους.
Τα τραγούδια, ερμηνεύονται από 2 νέους πολύ ταλαντούχους ερμηνευτές και μόνιμους συνεργάτες του συνθέτη, το Γιώργο Χριστοδούλου και την Ελένη Παλάγκα.
Η μουσική παράσταση περιλαμβάνει στο πρώτο μέρος έργα των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκου, Μικρούτσικου, Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, Κουγιουμτζή, διασκευασμένα άλλοτε για μπουζούκια και ορχήστρα και άλλοτε για μπουζούκια, ορχήστρα και φωνή.
Στη συνέχεια ακούγονται διαχρονικές συνθέσεις του Θανάση Πολυκανδριώτη, όπως ¨Τα πήρες όλα¨, ¨Τι έκανα για πάρτη μου¨, ¨Στου φεγγαριού την αγκαλιά¨.
Για πρώτη φορά στην παράσταση παρουσιάζονται γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία παίζουν και ερμηνεύουν ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ
Συμπληρώνοντας 15 χρόνια από την ίδρυση του Μουσικού Συνόλου ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ, γιορτάζουμε τη συνεύρεση τόσων μπουζουκιών και καλούμε όλους τους νέους μπουζουκίστες που αγαπούν το όργανο να έρθουν, να ανέβουν και να παίξουν στη σκηνή μαζί με τους ΕΠΟΜΕΝΟΥΣ το αγαπημένο σε όλους μουσικό κομμάτι του Μάνου Λοϊζου Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας.
Με αυτό τον τρόπο τιμούμε κι εμείς τον μεγάλο αυτό δημιουργό Μάνο Λοϊζο.
Πιστεύω πως η Ελλάδα μας χρειάζεται τη ζωντάνια της λαϊκής μουσικής μας παράδοσης.
Λαός χωρίς μουσικές μνήμες είναι στείρος, είναι στεγνός.
Δεν έχει παρελθόν ούτε και μέλλον, η Ελλάδα έχει.
Θανάσης Πολυκανδριώτης
Τραγουδούν:
Γιώργος Χριστοδούλου
Ελένη Παλάγκα
Σύνθεση Ορχήστρας:
Τόλης Κόκκινος - Διεύθυνση Ορχήστρας Πιάνο-
Βασίλης Καραχούτης - Κόντρα Μπάσο
Νίκος Καινούριος - Ακουστική Κιθάρα
Γιάννης Ρούσσος- Ντραμς
Μάνος Γρυσμπολάκης - Ακορντεόν
Σπύρος Γλένης & Απόστολος Καγκελάρης – Κρουστά
Μανώλης Καρπάθιος - Κανονάκι
Γιώργος Παχής - Μπουζούκι
Ενορχηστρώσεις: Θανάσης Πολυκανδριώτης, Τόλης Κόκκινος
Καλλιτεχνική Επιμέλεια: Θανάσης Πολυκανδριώτης
Διεύθυνση Παραγωγής: Βιβή Πολυκανδριώτη – Αγγελική Κρανίτη
Ηχοληψία: Σωτήρης Σοφιανός
Θα είναι πραγματικα το κάτι άλλο η εκδήλωση αυτή.