Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ

Μέρες που είναι, όλοι κάνουν αφιερώματα στο Έπος του. 40'.
Εχουν γραφεί μέχρι σήμερα πάρα πολλά βιβλία για το Αλβανικό, την κατοχή, την αντίσταση, τους αγώνες των Ελλήνων για ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ και επιβίωση
Ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη μου βρήκα ένα βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου με τίτλο "ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ".
Δεν είναι ένα απλό βιβλίο.
Είναι ουσιαστικά η μεταφορά του Ημερολογίου της που κρατούσε εκείνες τις "μαύρες" μέρες, στο τυπογραφείο.
Πολλά άγνωστα στοιχεία βγαίνουν στο φως, στιγμές μιας "άλλης" Ελλάδας.
Το βιβλίο "ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ" σας προτείνω να το αποκτήσετε.
Θα σας δοθεί η ευκαιρία να μάθετε και εσείς και τα παιδιά σας την "άλλη ιστορία".
Ενα μικρό απόσπασμα τυ βιβλίου ακολουθεί παρακάτω.
14 Σεπτέμβρη 1941 Κάθομαι στη μικρή βεράντα της τραπεζαρίας για λίγη δροσιά. Σιγά σιγά το απαλό σεπτεμβριανό φως διαλύεται μέσα στη νύχτα. Χτυπά ή πόρτα και μπαίνει ή Κατίνα Δούση. Ή Κατίνα, φτωχή πανέξυπνη γειτόνισσα, μιλάει γρήγορα, φοβισμένη, απελπισμένη. — « Κυρά μου, ένας ξανθός αρχάγγελος μπήκε στο σπίτι. Τον έκλεισα στο κουζινάκι. Τί θα γίνη Θεέ μου ; Αυτός πού τον έφερε εξαφανίστηκε». — «Αξιωματικός;» τη ρώτησα. — «Έτσι μοιάζει». —· « Καλά, πήγαινε στο σπίτι σου, κλείσε καλά την πόρτα σου και απόφυγε να μπη και ό πιο δικός σου. Έρχομαι αμέσως ». Ή υπόθεση αυτή δεν με ξαφνιάζει. Κάθε λίγο μας ειδοποιούν για κάποιον εγγλέζο σε κίνδυνο ή σε ανάγκη. Οι απλοί άνθρωποι βοηθούν μ' όλη τους την καρδιά. Μα δεν έχουν τον τρόπο να φυγαδεύσουν άγγλους, ούτε και νά τους θρέψουν. Πίσω άπ' αυτούς είμαστε μια αλυσίδα φίλων έτοιμοι να τους στηρίξωμε. Τηλεφωνώ αμέσως στο Γιώργη Αβέρωφ, έναν από τους φίλους. Μου φέρνει ό,τι έχει πιο πρόχειρο τη στιγμή εκείνη, το κλειδί ενός άδειου σπιτιού. Βάζω σ' ένα ταγάρι κονσέρβες, ψωμί, καφέ, ζάχαρι, σαπούνι, και πάω στης Κατίνας, στην οδό Σωτήροζ. Μέσα στο μικρό χαμηλό κουζινάκι, πού μυρίζει μαρίδα τηγανιτή, ο άγγλος στέκεται όρθιος σε μια γωνιά. Το κεφάλι του ακουμπά σχεδόν στο ταβάνι. Μοιάζει σαν κυνηγημένο πουλί. Τον χαιρετώ, ανταλλάσσαμε λίγες λέξεις και βγαίνομε προσεχτικά στο δρόμο. 'Έχο.» περάσει το μπράτσο μου στο δικό του και προχωρούμε αδιάφοροι. Ό Γιώργης Αβέρωφ και ό άντρας μου ακολουθούν από μακριά. Βαδίζομε προς την οδό Βουλιαγμένης. Κάθε φορά πού συναντούμε γερμανούς φρουρούς, του μιλώ ελληνικά με φλυαρία και κέφι. Στρίβομε σε μια πάροδο. Στά χέρια μου κρατώ το κλειδί του παλιού σπιτιού). Αυτό ψάχνομε. Δεν δυσκολευόμαστε να το βρούμε. Ερημιά είναι την ώρα πού μπαίνομε. Μέσα όλα ταχτικά. Καθίζομε άνετα και αρχίζομε την κουβέντα. Έχει πολλά να μου πή και έχει ανάγκη να μιλήση. Είναι ερωτευμένος με μιαν ελληνίδα και δε θέλει να φυγή από την Ελλάδα. Να κρύβεται, να κινδυνεύη, μα να την βλέπη. Μιλά για το κορίτσι του και τελειωμό δεν έχει. « Μόνο οι έρωτες μας έλειπαν », σκέπτομαι και τον διακόπτω. Του λέω πώς είναι αργά, πώς αύριο πάλι το μεσημέρι θα του πάω το φαγητό του 15 Σεπτέμβρη 1941 Το μεσημέρι τον είδα όπως είχαμε συμφωνήσει. Το βραδάκι τον μετακινήσαμε προς άλλη διεύθυνση. ΕΪμαι ευχαριστημένη. Κάθε φορά πού βοηθούμε άγγλο έχω αυτή την πρόσθετη Ικανοποίηση πώς απαντούμε κατά κάποιο τρόπο στη βία του κατακτητή. Γιατί, είτε με την απάτη, εΐτε με την εξέγερση, την απάντηση στη βία τη νοιώθουμε σα νόμο ανάγκης. 30 Σεπτέμβρη 1941 Οί ιταλοί πιάσανε τη Λέλα Καραγιάννη και τον άντρα της για απόκρυψη άγγλων. Και οι δυο δεν ομολογούν τίποτα. Κανένα μυστικό δεν ξεφεύγει. Οί κίνδυνοι παραμονεύουν από απίθανες μεριές. Για να προστατέψωμε τους φίλους μας από τον ίδιο τον εαυτό μας, προσπαθούμε να γνωρίζωμε όσο το δυνατόν λιγώτερα. Ίσα ΐσα αυτά που μας είναι αναγκαία για τη δουλειά μας. Μα ή Λέλα Καραγιάννη έχει απλωμένη δράση. Με δικό της καΐκι έστελνε στην Αίγυπτο όσους σκόρπιους συμμάχους εμάζευε. Τ' όνομά της μαθεύτηκε από άκριτομύθια άγγλων,

Δεν υπάρχουν σχόλια: