Ουσιαστικό γένους θηλυκού.
Η μασκαράτα είναι πομπή από μεταμφιεσμένους (μασκαράδες) του καρναβαλιού:
Από το πρωί σήμερα οι Πατρινοί τσικνίζουν σύμφωνα με το παραδοσιακό έθιμο.
Άρματα, μασκαράτες και ορχήστρες γυρνάνε σε όλη την πόλη.
Μεταφορικά σημαίνει υποκρισία:
Με τη μασκαράτα της πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή υποβιβάζεται η δημόσια ζωή.
Η μασκαράτα προέρχεται από την ιταλική λέξη mascarata.
Λέξεις της ίδιας οικογένειας: μάσκα, μάσκαρα, μασκαράς, μασκαρεύω, μασκάρεμα.
Η λέξη μασκαράς ως μειωτικός/υβριστικός χαρακτηρισμός έχει ετυμολογική προέλευση από την τουρκική maskara.
Θέμα της εβδομάδας: Πατρινό καρναβάλι... για πάντα
Δείτε όλο το αρχείο λέξεων αλλά και άλλα ενδιαφέροντα θέματα στη διεύθυνση www.asprilexi.com.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου