ΑΠΟ ΤΟ E-PONTOS
Την ημέρα μνήμης της Ποντιακής Γενοκτονίας, τιμά με σειρά εκδηλώσεων, την Κυριακή 24 Μαΐου 2009, η Νομαρχία Αιτ/νίας.
Την Κυριακή 24 Μαΐου 2009 θα γιορταστεί στην Ι.Π. Μεσολογγίου η ημέρα μνήμης της γενοκτονίας του Ελληνισμού του Πόντου.
Το πρόγραμμα της εκδήλωσης έχει ως εξής:Κυριακή 24 Μαΐου 200910:30 π.μ. - Τέλεση Δοξολογίας στην Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Σπυρίδωνα.Ομιλία από εκπρόσωπο του Συλλόγου Ποντίων Αιτωλοακαρνανίας «Δημήτριος Ψαθάς».11:00 π.μ. - Κατάθεση Στεφάνων στο Ηρώο Πεσόντων των τελευταίων Πολέμων (Τρίγωνο).
Τον Φεβρουάριο του 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου, ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916-1923.
Η αναγνώριση αυτή, παρόλη την εβδομηκονταετή καθυστέρηση, δικαίωσε ηθικά τον ποντιακό ελληνισμό και συνέδεσε το σύγχρονο ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη.
Γιατί η ήττα του 1922, η «νέα τάξη πραγμάτων» που επικράτησε τότε, με την απόλυτη συνενοχή ολόκληρου του ελλαδικού πολιτικού κατεστημένου, περιόρισαν ουσιαστικά όχι μόνο τα γεωγραφικά όρια του ελληνισμού αλλά και τα διανοητικά.
Ο περιορισμός των πνευματικών νεοελληνικών οριζόντων είχε άμεση αντανάκλαση στη ελλειματική ιστορική μνήμη των σύγχρονων Ελλήνων.
Η 19η Μαΐου αποτελεί για τον Ελληνισμό του Πόντου, ημέρα μνήμης και χρέουςστα 353.000 θύματα της απαράμιλλης ανθρώπινης βαρβαρότητας που συντελέστηκεστις αρχές του 20ου αιώνα.
Βαθιά ριζωμένες στην μνήμη της ανθρωπότηταςμένουν οι εικόνες εκείνης της εποχής.
Σήμερα, συμπληρώνονται 90 χρόνια και όλοι εμείς, μαζί με τους Πόντιουςαδελφούς μας, αποτίνουμε τον πρέποντα φόρο τιμής στα θύματα της Γενοκτονίας.
Ενενήντα χρόνια μετά, δεν εγκαταλείπουμε το δικαίωμα στην ιστορική μνήμη καιτην μάχη για αναγνώριση του εγκλήματος αυτού κατά της ανθρωπότητας.
Η αναγνώριση έρχεται ως προϋπόθεση για την αποκατάσταση της ιστορικήςαλήθειας και της αποφυγής των ίδιων λαθών και στο μέλλον.
Η Τουρκία πουεπιζητεί να μοιραστεί την τύχη της ευρωπαϊκής προοπτικής πρέπει να αποδεχθείτο παρελθόν της για να εξασφαλίσει το μέλλον της, στον δρόμο για τονεκδημοκρατισμό της.
Ο Ελληνισμός του Πόντου δεν επιζητεί εκδίκηση, επιζητεί δικαίωση.
Το ζήτημα της αναγνώρισης των Γενοκτονιών έχει ξεπεράσει τα σύνορα τηςΕλλάδας.
Πολύ πρόσφατα η Πολιτειακή Βουλή της Νοτίου Αυστραλίας, ενέκρινεψήφισμα αναγνωρίζοντας την Γενοκτονία κατά των χριστιανικών πληθυσμών.
Έγινε λοιπόν, ένα ζήτημα διεθνές, ζήτημα δημοκρατίας και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Στην διεθνή αυτή προσπάθεια, η Ομογένεια έχει διατελέσει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η συντονισμένη προσπάθεια, η μεθοδικότητα, η παράθεση των ιστορικώνστοιχείων και η ενημέρωση της κοινής γνώμης με αυτά, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση και της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Εμείς οι Απανταχού Έλληνες στηρίζουμε τους Πόντιους αδελφούς μας στο αίτημάτους για την διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Ζητούμε την διδασκαλία της Ιστορίας του Ποντιακού και Μικρασιατικού Ελληνισμού στα βιβλία της Ελληνικής Ιστορίας, αλλά και την ίδρυση Πανεπιστημιακής έδρας Ποντιακού Ελληνισμού.
Εν έτη 2009, ο Ποντιακός Ελληνισμός στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο περήφανα δηλώνει παρών.
Τα ήθη και έθιμα της μακρινής πατρίδας, η γλώσσα, οχορός, η μουσική του Πόντου ακολουθούν τα βήματα και της νέας γενιάς καιαυτή είναι μια επιτυχία μοναδική.
Την σημερινή ημέρα τιμούμε τους νεκρούς μας και δίνουμε όλοι μιαν υπόσχεση:
να μην ξεχάσουμε.
Η Βουλή των Ελλήνων, ως γνωστόν, με ομόφωνη απόφασή της το Φεβρουάριο του 1994, έλαβε μια ιστορική απόφαση, που θα έπρεπε να είχε λάβει πολύ νωρίτερα: όρισε τη 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου κατά την περίοδο 1916-1922.
Θα αποπειραθούμε να κάνουμε μια νηφάλια αναφορά στο ζήτημα αυτό, παρότι απωθεί τους φανατικούς του παρόντος, που εκπροσωπούν τη λογική της «πολιτικής ορθότητας».
Τα τελευταία χρόνια τίθενται ιδιαίτερα έντονα απ’ τους τελευταίους κάποιες ενδιαφέρουσες απόψεις.
Λέγεται πχ ότι δεν πρέπει η χώρα μας να προκαλεί την Τουρκία με αποφάσεις όπως αυτή της Βουλής το 1994, ότι πρέπει να αφαιρεθούν άμεσα από τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας όλα όσα ενοχλούν την Τουρκία (κι όχι γιατί την ενοχλούν), κλπ.
Κάποιοι μάλιστα προτείνουν τη συγγραφή κοινών εγχειριδίων ιστορίας, πράγμα βέβαια που ακούγεται ευχάριστα, αλλά είναι άτοπο αν δεν συνοδεύεται από ένα ελάχιστο κοινό ιδεολογικό πλαίσιο των δύο χωρών και προ πάντων, όπως στην περίπτωση Ελλάδας και Τουρκίας, αν υπάρχουν ανοικτά ζητήματα (Κύπρος, Αιγαίο, κλπ).
Όλοι λοιπόν αυτοί οι «ειδικοί» εκφράζουν μια πραγματικότητα μάλλον εικονική, εκφράζοντας περισσότερο τις επιθυμίες τους παρά τα πραγματικά δεδομένα.
Εξετάζουν τα δεδομένα της Τουρκίας χρησιμοποιώντας τις καθιερωμένες «μήτρες» που ισχύουν στις διεθνείς σχέσεις, αγνοώντας όμως τις σημαντικές ιδιαιτερότητες της τουρκικής περίπτωσης και τα αίτια που παράγουν τις αλλεπάλληλες κρίσεις στις σχέσεις των δύο χωρών.
Χρησιμοποιούν τη μέθοδο του εξευμενισμού, αγνοώντας τα μηνύματα που από το βάθος των αιώνων ο ίδιος ο Θουκυδίδης εκπέμπει: ότι αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς τη σύγκρουση.
Αυτό που μπορεί να την αποτρέψει είναι η οικοδόμηση φιλικών σχέσεων πάνω στην αλήθεια και την αξιοπρέπεια και των δύο ενδιαφερομένων.
Σε πολλές περιπτώσεις προχωρούν σε αφελείς υπεραπλουστεύσεις.
Υποστηρίζουν για παράδειγμα ότι κατά την περίοδο εκείνη είχαμε πόλεμο και στον πόλεμο παρουσιάζονται αγριότητες απ’ όλες τις πλευρές.
Αγνοούν όμως ότι το «ολοκαύτωμα εν ροή» των Ελλήνων του Πόντου (και της υπόλοιπης Μ. Ασίας) ξεκίνησε πολύ πριν το 1919 που έγινε η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη και ότι τα γυναικόπαιδα που κυρίως υπέστησαν τη βαρβαρότητα, δεν συμμετείχαν σε κανένα πόλεμο.
Ο αφανισμός των χριστιανικών εθνοτήτων από το μικρασιατικό χώρο είχε προαποφασιστεί, όπως όχι μόνο το πλήθος των διαθέσιμων τεκμηρίων μαρτυρά, αλλά ακόμη και αξιόλογοι Τούρκοι επιστήμονες (όπως πχ ο Taner Akçam) ομολογούν.
Η ιδεολογία του σύγχρονου τουρκικού κράτους αντικατοπτρίζεται τόσο στα διδακτικά εγχειρίδια, όπου κυριαρχούν σύμβολα ρατσισμού και εθνικισμού, όσο και στα μνημεία.
Το μνημείο του Τοπάλ Οσμάν, του Άϊχμαν των Ποντίων, που δεσπόζει στο λόφο της Κερασούντας και το μνημείο του αρπακτικού Τούρκου νικητή απέναντι στον καταρρεύσαντα Έλληνα στο Αφιόν Καραχισάρ, εκφράζουν αυτήν ακριβώς την ιδεολογία.
Παρότι η συλλογική συνείδηση του τουρκικού λαού μέσω αυτών των μηχανισμών διαμορφώνεται σε αρνητική κατεύθυνση, όμως αυτό δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει στον αγώνα για οικοδόμηση μιας πραγματικής φιλίας και ειρήνης μεταξύ των δύο λαών.
Αυτό που γνώριζαν οι Πόντιοι 2ης και 3ης γενιάς από τους γονείς και τους παππούδες τους, σήμερα μπορεί να το γνωρίσει σε όλη του την έκταση κάθε Έλληνας.
Οι αλλεπάλληλοι τόμοι που έχουν εκδοθεί –με αποκορύφωμα τον τόμο που εξέδωσε η Βουλή των Ελλήνων το 2004- και οι άπειρες μελέτες που ετοιμάζονται, αποδεικνύουν ότι το έγκλημα αυτό είναι αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός.
Άλλωστε η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου -στο πλαίσιο της γενοκτονίας όλων των χριστιανικών λαών της Ανατολής από το καθεστώς των Νεοτούρκων- το Νοέμβριο του 2007 από τον πλέον αρμόδιο φορέα, τη Διεθνή Ένωση Ακαδημαϊκών για τη μελέτη των Γενοκτονιών (I.A.G.S) συντρίβει εκ των πραγμάτων κάθε απόπειρα εσωτερικής αμφισβήτησης. Ο ΟΗΕ με το ψήφισμά του το 1948 για τον ορισμό του εγκλήματος της Γενοκτονίας, δηλώνει ότι δεν πρόκειται για έγκλημα εναντίον ενός μόνο έθνους, έστω και τμήματός του.
Πρόκειται για έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας. Συνεπώς ο αγώνας για την αναγνώριση του εγκλήματος δεν αφορά μόνο τους Πόντιους, ή μόνο τους Έλληνες.
Αφορά όλη την ανθρωπότητα. Οι δίκαιοι που αγωνίζονται για την αναγνώριση της Γενοκτονίας δεν είναι τυπικοί αγωνιστές, αλλά αγωνιστές των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ανθρωπότητας.
Συνεπώς ο αγώνας τους είναι ο σημαντικότερος αγώνας που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Αγωνίζονται γιατί νωρίζουν καλά ότι η ασυλία του θύτη προκαλεί τις επόμενες Γενοκτονίες. Γνωρίζουν για παράδειγμα ότι η απόφαση του Χίτλερ για την «τελική λύση» απέναντι στους Εβραίους βασίστηκε στην ασυλία του Κεμάλ και των Νεοτούρκων για τις γενοκτονίες που προηγήθηκαν.Κεντρικός στόχος του αγώνα των ποντιακών φορέων μετά το 1994 είναι η διεθνοποίηση της Γενοκτονίας και η αναγνώρισή της από το επίσημο τουρκικό κράτος.
Ο στόχος όμως αυτός, αν και έχει μεγάλες δυσκολίες, όμως δεν πτοεί τους Ποντίους, που ως φορείς της ιδεολογίας της ειρήνης και της δημιουργικής συνεργασίας, δεν έχουν άλλο δρόμο. Γνωρίζουν κάτι που αγνοούν οι τεχνικοί των διεθνών μας σχέσεων.
Ότι αν αναγνωριζόταν από νωρίς το έγκλημα αυτό, η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1922 θα ήταν διαφορετική.
Δεν θα είχε ούτε Σεπτεμβριανά, ούτε Κυπριακό, ούτε Ίμια.
Η δομή και η ιδεολογία του τουρκικού κράτους είναι που διαπερνά τη συλλογική συνείδηση του τουρκικού λαού και γεννά την επιθετικότητα.
Ο αγώνας συνεπώς των Ποντίων είναι αγώνας πρωτίστως για την ειρήνη.
Οι άλλοι, οι μεταμοντέρνοι «ειδικοί», που προτείνουν μια «φιλία» χωρίς όρους και προϋποθέσεις, προς μια Τουρκία όχι ανθρώπινη αλλά ρατσιστική, που φυλακίζει και εξολοθρεύει ότι διαφορετικό αντιστέκεται στην ιδεολογία της παρακμής, συντελούν, προφανώς χωρίς να το επιθυμούν, στην αναπαραγωγή αυτής της ιδεολογίας από το τουρκικό κοινωνικό σύστημα.
Οι υγιείς σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν μπορούν να οικοδομηθούν πάνω στην παραχάραξη ή την αποσιώπηση της αλήθειας, γιατί αυτή αργά ή γρήγορα θα γίνει γνωστή.
Η νέα γενιά της Τουρκίας δεν είναι υποχρεωμένη να μολύνεται με το άγος του εγκλήματος εναντίον των Ελλήνων του Πόντου (και των λοιπών χριστιανικών λαών της Ανατολής Αρμενίων και Ασσυρίων) κατά την περίοδο 1916-1922.
Η ιστορική αποκατάσταση παρά την αρχική έκπληξη ή ακόμη και οδύνη που θα επιφέρει για την άγνωστη μέχρι τότε αλήθεια, στη συνέχεια μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά για την τουρκική κοινωνία.
Θ’ αποτελέσει προϋπόθεση να ζητήσει συγνώμη η Τουρκία για το έγκλημα αυτό, ως εγγύηση ότι δεν θα επαναληφθούν ανάλογα εγκλήματα στο μέλλον.
Μια τέτοια πράξη άλλωστε δεν είναι μοναδική στο πεδίο των διεθνών σχέσεων.
Ο Βίλυ Μπραντ πριν από αρκετά χρόνια γονάτισε στο μνημείο του εβραϊκού ολοκαυτώματος, όπως λίγα μόλις χρόνια πριν έκανε ο Γερμανός Πρόεδρος στο μνημείο των Καλαβρύτων, αποδεικνύοντας έτσι έμπρακτα ότι η σημερινή Γερμανία δεν έχει ουδεμία σχέση με το γενοκτόνο ναζιστικό καθεστώς.
Μπροστά στην ίδια πρόκληση βρίσκεται και η Τουρκία.
Ένα νέο τοπίο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπου η ειρήνη και η πραγματική φιλία θα έχουν στερεότητα και μακρύ χρονικό ορίζοντα, που δεν θα καταρρέουν βίαια κάτω από το βάρος τυχαίων φαινομενικά γεγονότων, όπως συνεχώς από το 1922 μέχρι σήμερα επαναλαμβάνεται, είναι αναγκαίο όσο ποτέ.
Το τοπίο αυτό το δικαιούνται οι λαοί των δύο χωρών και το απαιτούν οι νέες πραγματικότητες.-
Ο Δρ. Αντώνης Παυλίδης είναι Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών.
Μελανές σελίδες…
Η 19η Μαΐου είναι ημέρα μνήμης ενός εγκλήματος που διαπράχθηκε εναντίον ενός ολόκληρου λαού. Ο Ποντιακός λαός αφανίστηκε από τις πατρογονικές του εστίες όχι για κάτι που έκανε, αλλά για αυτό που ήταν:
Ελληνικός και Χριστιανικός.
Στον Πόντο γράφτηκαν ίσως οι πιο μελανές σελίδες της ιστορίας του Ελληνισμού.
Ένας πολιτισμός που διατήρησε την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα επί τρείς χιλιάδες χρόνια και έβαλε την κυρίαρχη πολιτιστική σφραγίδα στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, κυνηγήθηκε μέχρι αφανισμού σε μια από τις μαζικότερες και βιαιότερες γενοκτονίες που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
Η 19η Μαΐου είναι ακόμη ημέρα τιμής για εκείνους που χάθηκαν, και ήταν πολλοί:Από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, το 1461, το Ποντιακό στοιχείο γνώρισε συνεχείς διωγμούς, σφαγές, ξεριζωμούς και πιέσεις για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του.
Τον αιώνα που τελείωσε οι Πόντιοι πλήρωσαν ακόμα βαρύτερο φόρο αίματος:
Η απόφαση για την τελική εξόντωση τους πάρθηκε το 1911 όταν οι Νεότουρκοι στην Θεσσαλονίκη αναγόρευσαν την εθνοκάθαρση σε Εθνική Πολιτική της Τουρκίας, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ (1919 – 1923).353.000 άνθρωποι χάθηκαν και άλλοι τόσοι εξαναγκάστηκαν σε φυγή και στην προσφυγιά από τις οργανωμένες επιδρομές των Νεότουρκων και το κύμα εθνικισμού που σάρωσε την γείτονα χώρα εκείνη την εποχή.
Οι διηγήσεις αφθονούν και οι πληγές πείθουν:
Μια έκθεση ελληνικής Πρεσβείας, με ημερομηνία τον Ιούνιο του 1915 ζωντανεύει τη φρίκη.
«Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία.
Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερνόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονέυοντο, οδηγούντο στα όροι από τους δήμιους τους.
Οι περισσότεροι από αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια.
Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και το τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών, τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα…»
Η αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στην Σαμψούντα στις 19 Μαΐου του 1919 εγκαινίασε την δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Με τη βοήθεια μελών του Νεοτουρκικού Κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη Mutafai Milliye, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού.
Ότι δεν πέτυχε το σουλτανικό καθεστώς στους πέντε αιώνες της τυραννικής διοίκησης του, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ.
Η γενοκτονία των Ποντίων αποτέλεσε μια παρατεταμένη, μαζική σφαγή με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα.
Έφερε μια κρίση που άλλαξε την ρότα ενός ολόκληρου λαού – μεταφορικά και κυριολεκτικά:Κι όμως οι πόντιοι επιτέλεσαν εθνικό έργο και μες το δράμα τους.Ταλαιπωρημένοι και πένητες, εγκαταστάθηκαν σε χωριά και πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης και θωράκισαν τα νέα σύνορα της Ελλάδας με το φρόνημα και την δημιουργικότητα τους.
Έφεραν την ελληνική λαλιά σε μέρη που είχε αιώνες να ακουστεί.
Η γενοκτονία των Ποντίων, το τραύμα που άφησε στους επιζήσαντες, αλλά το πείσμα και η δημιουργικότητα που εμφύσησε στους απογόνους τους αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της Ελληνικής Ταυτότητας.
Το να «λυγίζεις» αλλά να μην σπας αποτελεί κληροδότημα του Ποντιακού ελληνισμού στην σύγχρονη Ελλάδα.
Σαν σήμερα ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα και εγκαινίασε το πιο μαζικό κύμα διωγμών.
Σήμερα, 83 χρόνια μετά περίπου ενάμιση εκατομμύριο Πόντιοι είχαν ενσωματωθεί λειτουργικά μέσα στην Ελληνική κοινωνία, κατέχοντας με αξιοπρέπεια σημαντικές θέσεις σ’ όλους τους κλάδους της πνευματικής, επιστημονικής και επαγγελματικής ζωής της χώρας. Στην τέως Σοβιετική Ένωση 500.000 Έλληνες Πόντιοι διατηρούν με υπερηφάνεια την Ποντιακή μητρική τους γλώσσα.
Άλλο μισό εκατομμύριο Ποντίων βρίσκεται διασπαρμένο σε Αυστραλία, Αμερική, Ευρώπη, και Αφρική. Δίπλα σ’ αυτούς στέκονται με μια αξιοπρέπεια κερδισμένη από τον πόνο, 500.000 Πόντιοι της Τουρκίας, που με χαρακτηριστικό πείσμα διατηρούν σαν ζωντανή την θύμηση της καταγωγής τους την Ποντιακή γλώσσα μέσα στα σπίτια τους.
Σήμερα, είναι ανάγκη το ποντιακό δράμα να μην φτάνει στη νέα γενιά σαν αχνός απόηχος μιας ιστορίας που συνέβη σχεδόν έναν αιώνα πριν.
Όπως σε όλα τα μαζικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ζωντανή διατήρηση της μνήμης είναι η ασφαλέστερη μέθοδος αποφυγής παρόμοιων τραγωδιών.
Επιπλέον η Ποντιακή κληρονομιά είναι από τις πιο πολύτιμες αποσκευές της μικρής Ελλάδας προκειμένου να διαφυλάξει την Εθνική ταυτότητα της σε ένα κόσμο όλο και πιο ομοιογενή.
Ο εθνικός εορτασμός της 19ης Μαΐου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει η πατρίδα ως αναγνώριση αυτής της συνεισφοράς.
Και να ακολουθησουν την πολιτειακη βουλη της Νοτιας Αυστραλιας οπου αναγνωρισε την Ποντιακη Γενοκτονια στις 30 Απριλιου 2009.
ΔΩΡΑ ΜΠΑΛΤΑΤΖΙΔΟΥ
Γ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σ.ΠΟ.Σ. Κ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ & ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Π.Ο.Ε.