Αυτές οι μοναδικές φωνές γεννήθηκαν στη Ρωσία.
Στις αρχές του 20ού αιώνα επετράπη και στις γυναίκες να συμμετέχουν στη χορωδία.
Έτσι, το κομμάτι του ντισκάντο αποτέλεσε κομμάτι των σοπράνο.
Η παρουσία των γυναικών μετέβαλλε μια παράδοση αιώνων και αποτέλεσε το κίνητρο για την ανάπτυξη ενός εντελώς διαφορετικού στυλ: το χορωδιακό τραγούδι μεικτών φωνών.
Έτσι υπάρχουν πλέον πολυάριθμα εξαίσια χορωδιακά σχήματα παγκόσμιας φήμης, καθώς και πολλά άλλα που αξιοποιούν με επιτυχία τις παραδόσεις της ρωσικής χορωδιακής μουσικής.
Ωστόσο η Ανδρική Χορωδία της Αγ. Πετρούπολης, η οποία ιδρύθηκε το 1993, ήταν εκείνη που με αποφασιστικότητα ανέλαβε το καθήκον να αναβιώσει τις συγκεκριμένες παραδόσεις, υπό την πλήρη έννοια του όρου, επιδιώκοντας να μην παρεκκλίνει στο ελάχιστο από τους κανόνες που εισήγαγε ο Ιβάν Γ'.
Η σύνθεση της χορωδίας αυτής επετεύχθη κατόπιν σταθερής και εντατικής προσπάθειας για τη δημιουργία ενός φορέα που θα συνέχιζε και θα διαφύλαττε τις παραδόσεις του ρωσικού χορωδιακού τραγουδιού.
Ο φορέας αυτός ονομάστηκε «Ίδρυμα για τη διαφύλαξη των παραδόσεων του αντρικού χορωδιακού τραγουδιού - Χορωδοί της Ρωσίας».
Η δημιουργία του φορέα αυτού οφείλεται στον δυναμισμό και το πάθος δύο αξιέπαινων ανθρώπων: του μουσικού και μαέστρου Vadim Afanasiev και του διευθυντή του Ιδρύματος Alexander Radev.
Αμφότεροι αντιμετώπισαν επιτυχώς τις αναρίθμητες δυσκολίες που πάντα προκύπτουν όταν αναπτύσσεται κάτι εντελώς νέο και καινοτόμο.
Η αναβίωση και προστασία στη σύγχρονη εποχή των πατρογονικών ρωσικών παραδόσεων, στο πλαίσιο λειτουργίας του Ιδρύματος, αποδεικνύουν έμπρακτα την επίτευξη του στόχου αυτού, καθώς αποτελούν άμεση συνέχεια των παραδόσεων της Χορωδίας της Εκκλησίας του Κυρίου.
Καλλιτεχνικός διευθυντής και πρώτος διευθυντής της χορωδίας ορίστηκε ο Vadim Afanasiev, ένας έμπειρος μουσικός με 35 και πλέον έτη συνεργασίας με διάφορα χορωδιακά και συμφωνικά σχήματα.
Παρά το νεαρό της ηλικίας της, η χορωδία έγινε αμέσως ένα από τα πρωτοπόρα σχήματα της Αγ. Πετρούπολης.
Σεβόμενη την παράδοσή της, δέχεται μόνο τις καλύτερες φωνές κατόπιν αυστηρής και εξαιρετικά ανταγωνιστικής διαδικασίας επιλογής.
Όλοι οι χορωδοί της έχουν επαγγελματική μουσική εκπαίδευση, ενώ πολλοί από αυτούς είναι απόφοιτοι της σχολής φωνητικής του Ωδείου, με σόλο παρουσίες στις όπερες της πόλης.
Η χορωδία είναι μοναδική ως προς τη σύνθεσή της:
καθένας από τους 25 ερμηνευτές διαθέτει μαγευτική, εξαιρετική φωνή.
Από τους 14 μπάσους, οι τέσσερις είναι bassi profundi.
Όταν συμμετέχουν σε σόλο «συναυλίες» προκαλούν πάντοτε τον θαυμασμό και την ευχαρίστηση του κοινού.
Το κύριο μπάσο τμήμα της χορωδίας διακρίνεται για την πλούσια φωνητική χροιά και τον δυνατό ήχο.
Το τμήμα των βαρύτονων -το τρίτο και τελευταίο μπάσο τμήμα- απαρτίζεται σχεδόν αποκλειστικά από σολίστες.
Ωστόσο και οι τενόροι μπορούν να νιώθουν υπερήφανοι για τους εξαιρετικούς σολίστες που διαθέτουν στις τάξεις τους.
Κατά τα έτη λειτουργίας της, η Ανδρική Χορωδία έχει στο ενεργητικό της εμφανίσεις στην Ιερουσαλήμ -όπου έλαβε την ευλογία του επικεφαλής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας- καθώς και στις πιο φημισμένες αίθουσες συναυλιών της Αγ. Πετρούπολης:
τη Μεγάλη Αίθουσα της Φιλαρμονικής, τον Καθεδρικό του Καζάν, τη Μικρή Αίθουσα της Φιλαρμονικής, τον Καθεδρικό των Αγ. Πέτρου & Παύλου κ.α.
Η κορυφαία στιγμή των καλλιτεχνικών εμφανίσεων της Χορωδίας την περίοδο αυτή ήταν η συμμετοχή της στην τελετή ενταφιασμού της σορού του τελευταίου ρώσου αυτοκράτορα Νικολάου Β', της οικογένειας και της συνοδείας του στις 16-17 Ιουλίου 1998 στο βασιλικό μαυσωλείο του ναού των Αγ. Πέτρου & Παύλου.
Για μια ακόμη φορά συνεπώς, όπως άλλωστε συνέβαινε και πριν από πολλούς αιώνες, η χορωδία συμπαρέστη στον κύριό της συνοδεύοντάς τον στο τελευταίο του ταξίδι.
Vadim Afanasiev
Είναι ένας από τους πιο χαρισματικούς εκπροσώπους της ρωσικής «Intelligentsia» της δεκαετίας του 1960.
Η συγκεκριμένη ομάδα διανοούμενων συστάθηκε κατά την περίοδο της ηπιότερης διακυβέρνησης του Χρουτσώφ και εκμεταλλεύτηκε τη σχετική ανοχή του μετασταλινικού καθεστώτος προκειμένου να αναπτύξει τόσο τη δημιουργικότητά της όσο και την άποψή της σχετικά με το ποια πρέπει και μπορεί να είναι η Τέχνη. Δυστυχώς, αυτή η περίοδος χαλάρωσης ήταν προσωρινή καθότι υπό το καθεστώς του Μπρέζνιεφ που ακολούθησε αρκετοί διανοούμενοι βρέθηκαν απρόσμενα εκτεθειμένοι. Ως αποτέλεσμα, πολλοί από αυτούς, προκειμένου να αποφύγουν τις διώξεις, εγκαταστάθηκαν στη Δύση (π.χ. οι Baryshnikov, Tarkovsky, Ashkenazy, Aksenov κ.λπ.).
Όσοι παρέμειναν (Vysotsky, Liubimov, Dal, Kondrashin κ.α.) βρέθηκαν σε κλίμα δημιουργικής και πνευματικής απομόνωσης, προσπαθώντας πάντοτε να «υπερπηδήσουν» τα υψηλά τείχη του Κρεμλίνου με μόνο εφόδιο την πνευματική τους δύναμη.
Ο Vadim Afanasiev γεννήθηκε το 1944.
Ήταν γόνος οικογένειας διανοούμενων, όμως το όνομά του είχε από παλιά κηλιδωθεί με τον χαρακτηρισμό «συγγενής ενός εχθρού του λαού».
Πιο συγκεκριμένα, ο μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα του, εύελπις στη σχολή αξιωματικών του τσαρικού στρατού, εγκατέλειψε τη Ρωσία το 1914 μαζί με το σύνταγμά του για να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι, αρνούμενος να αναγνωρίσει την ανατροπή της ρωσικής κυβέρνησης το 1917.
Ο χαρακτηρισμός αυτός είχε τόση δύναμη, ώστε ανά πάσα ώρα και στιγμή, χωρίς δικαιολογία ή προειδοποίηση, οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας θα μπορούσε να φυλακιστεί, να εκτοπιστεί στη Σιβηρία ή απλώς να εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνη.
Σαν μια κληρονομική ασθένεια, ο χαρακτηρισμός αυτός μεταβιβαζόταν σε όλες τις επόμενες γενιές, δίχως ελπίδα αποκατάστασης.
Όπως ήταν λοιπόν φυσικό, η ζωή του μικρού Vadim ξεκίνησε σκιασμένη από την κατάρα αυτή, η οποία θα αποτελούσε εμπόδιο σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του, αποστερώντας του ευκαιρίες που υπό άλλες συνθήκες θα του προσφέρονταν και αποκλείοντάς τον από διάφορες υψηλόβαθμες θέσεις.
Ωστόσο, το μουσικό του ταλέντο φάνηκε από πολύ νωρίς.
Σε ηλικία μόλις 5 ετών έπαιζε πιάνο.
Όταν ήταν 7 ετών επέτυχε στις εξετάσεις της Μουσικής Σχολής για ιδιαιτέρως προικισμένα παιδιά στο Ωδείο του Λένινγκραντ.
Η μουσική ήταν αυτή που, πραγματικά, έσωσε την οικογένεια Afanasiev, καθώς αποτελούσε τον λιγότερο κατανοητό χώρο για τους Κομμουνιστές.
Η μόνη θρησκεία που επιτρεπόταν -στην ουσία απαιτούνταν- ήταν η λατρεία του Λένιν και του Στάλιν, που μετατράπηκαν σε θεούς.
Σε αντίθεση με τον Τσάρο, εκείνοι δεν επιθυμούσαν να μοιραστούν τη λατρεία τους με κανέναν, είτε επρόκειτο για άνθρωπο είτε για πνεύμα.
Η μουσική προσέφερε τη σπάνια δυνατότητα να διατηρεί κανείς την πνευματικότητά του, χωρίς να μετατρέπεται σε ύποπτο για την άρχουσα τάξη, η οποία απλούστατα δεν κατανοούσε αρκετά τη μουσική, ώστε να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο.
Στη μουσική σχολή, ο Afanasiev συνδύασε τις σπουδές του στο πιάνο με εκείνες του μαέστρου. Εκεί ανέπτυξε και την αγάπη του για το ρωσικό ορθόδοξο χορωδιακό τραγούδι το οποίο, φυσικά, επίσης απαγορευόταν.
Πολύ αργότερα, όταν τέθηκε επικεφαλής του Τμήματος των Μαέστρων του Ωδείου, δίδασκε κρυφά στους μαθητές του την «ιερή» αυτή μουσική, ελπίζοντας έτσι να διατηρήσει τις παραδόσεις του ρωσικού τραγουδιού, οι οποίες είχαν τις ρίζες τους τον 14ο αιώνα.
Η πιο τελειοποιημένη μορφή του χορωδιακού τραγουδιού α-καπέλα προέρχεται απευθείας από τη μουσική παράδοση της ορθόδοξης θείας λειτουργίας.
Το 1962 ο Vadim Afanasiev εισήχθη επισήμως στο ενεργητικό του Ωδείου του Λένινγκραντ, όπου και διέγραψε μια λαμπρή πορεία ως μαέστρος (χορωδιών, όπερας και συμφωνικής μουσικής).
Στη συνέχεια προσκλήθηκε ως μαέστρος από το διάσημο Θέατρο Όπερας και Μπαλέτου Maly, όπου σε διάστημα 35 ετών ανέπτυξε ρεπερτόριο από 19 όπερες των Tchaikovsky, Verdi, Puccini, Rachmaninov, Mussorgsky και άλλων.
Έκτοτε, τα επιτεύγματά του είναι πολυάριθμα.
Στη Μόσχα διορίστηκε πρώτος μαέστρος της Κρατικής Χορωδίας της Ε.Σ.Σ.Δ., ενώ διετέλεσε Καλλιτεχνικός Διευθυντής και πρώτος μαέστρος της Κρατικής Ορχήστρας Συναυλιών του Λένινγκραντ.
Επιπροσθέτως, έχει σκηνοθετήσει παραγωγές μουσικής δωματίου για όπερες των Tchaikovsky και Mussorgsky.
Το 1993 διορίστηκε Πρόεδρος του Ταμείου για τη Διαφύλαξη και Ανάπτυξη των Παραδόσεων της Ρωσικής Ορθόδοξης Χορωδιακής Μουσικής. Υπό αυτή του την ιδιότητα ίδρυσε την Ανδρική Χορωδία της Αγ. Πετρούπολης.
Μέσω της συλλογικής αυτής δραστηριότητας επαναδιατύπωσε τις βασικές αρχές της παραδοσιακής ρωσικής μουσικής, απαλλαγμένης πλέον από τα δεσμά του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Παράλληλα, από τον φάκελό του αφαιρέθηκε και επισήμως ο χαρακτηρισμός «συγγενής ενός εχθρού του λαού».