ISBN: 978-960-524-272-5
Χαρακτηριστικά: 16 x 24 εκ., 1270 σελ.,
Σετ 2 τόμων σε κασετίνα
Έτος έκδοσης: 2009
Περιγραφή
Στους "Δρόμους του Αρχάγγελου" ο Μίκης Θεοδωράκης αυτοβιογραφείται.
Κάνει μια κατάδυση στο χρόνο και τις μνήμες του και αφηγείται τα γεγονότα και τα συναισθήματα που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του και καθόρισαν την καλλιτεχνική και πολιτική πορεία του.Ζει τα παιδικά του χρόνια περιπλανώμενος στις διάφορες πόλεις της Ελλάδας, ακολουθώντας τον πατέρα του, ανώτατο κρατικό υπάλληλο.
Γνωρίζει τον τρόπο ζωής και τη μουσική των περιοχών όπου εγκαθίστανται, όμως αισθάνεται παντού διαφορετικός και μόνος.
Νομάς και ξένος, βρίσκει καταφύγιο στη μουσική.
Στη διάρκεια της εφηβείας, αποφασίζει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική, και αρχίζει να συνθέτει, ενώ βρίσκει ένα άλλο σημαντικό στήριγμα, την ποίηση. Εκείνα τα χρόνια ανακαλύπτει και τον Μαρξισμό.
Από μαθητής του Γυμνασίου οργανώνεται στην Αντίσταση εναντίον των κατακτητών. Κυνηγημένος, διαφεύγει στην Αθήνα όπου το 1943 οργανώνεται στο ΕΑΜ.
Φοιτά στη Νομική για ένα σύντομο διάστημα, ενώ γράφεται και στο Ωδείο Αθηνών.
Οργανωμένος στην αριστερά, συμμετέχει στα Δεκεμβριανά, τραυματίζεται σοβαρά, ζει στη συνέχεια το κυνηγητό των αριστερών στον Εμφύλιο, εξορίζεται στην Ικαρία και τη Μακρόνησο. Μέσα στα βασανιστήρια και την ταπείνωση, συνεχίζει να συνθέτει μουσική καθώς και το όραμά του για το δημοκρατικό πολιτικό μέλλον της Ελλάδας.
Με την υγεία του βαριά κλονισμένη, καταφεύγει στην Κρήτη όπου γνωρίζει τις ρίζες του και γιατρεύει της πληγές του.
Η δεκαετία του ’50 είναι ιδιαίτερα δημιουργική για τον Μίκη Θεοδωράκη: φεύγει για σπουδές στο Παρίσι, βραβεύεται και γίνεται διεθνώς γνωστός για το συμφωνικό του έργο, επιστρέφει στην Ελλάδα το 1959.
Το αίτημά του για εθνική συμφιλίωση φέρνει σε δύσκολη θέση τους συντρόφους του και προβληματίζει τους αντιπάλους του.
Το 1960 παρουσιάζει για πρώτη φορά τον Επιτάφιο, ενώ συνθέτει Tο τραγούδι του νεκρού αδελφού και το Άξιον εστί.
Τις δεκαετίες 1960-1970, συνεχίζει να συμμετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας. Το 1963 ηγείται της Νεολαίας Λαμπράκη και εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.
Τον Απρίλιο του 1967 –αφού απευθύνει πρώτος έκκληση για αντίσταση στη Χούντα– περνά στην παρανομία και συλλαμβάνεται. Αυτή την περίοδο της ζωής τού συνθέτη καλύπτει η επίτομη αναθεωρημένη έκδοση των Δρόμων του Αρχάγγελου, που γράφηκαν στο διάστημα 1986-1995.
Η πλήρης έκδοση του αυτοβιογραφικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη αποτελεί το σημαντικότερο εκδοτικό εγχείρημα των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης γι’ αυτή τη χρονιά.
Επιδιώκοντας μια έκδοση αυτού του έργου με τα υψηλότερα ακαδημαϊκά και εκδοτικά κριτήρια, φιλοδοξούμε να το κάνουμε προσιτό στον έλληνα αναγνώστη, αλλά και τον αυριανό ερευνητή, που νοιάζονται για την πολιτική και πολιτιστική ιστορία του τόπου καθώς και για τις πηγές της δημιουργικής έμπνευσης μιας μεγάλης μουσικής προσωπικότητας.
Δεδομένης της ιδιαίτερης σχέσης του Μίκη Θεοδωράκη με την Κρήτη –μια σχέση στην οποία είναι αφιερωμένο σημαντικό μέρος των Δρόμων του Αρχάγγελου– θεωρούμε ότι η έκδοση της αυτοβιογραφίας του από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης έχει τη δική της συμβολική σημασία.
Την έκδοση προλογίζει ο διευθυντής της Νέας Εστίας Σταύρος Ζουμπουλάκης.
«Τι είναι αυτό άραγε που θα φέρει τον αρχάγγελο Μιχαήλ στον τίτλο της αυτοβιογραφίας του συνονόματού του Μιχαήλ Θεοδωράκη;
Γιατί δεν την ονόμασε Η Μουσική μου – Αφήγημα ή απλώς Αυτοβιογραφικά, καταπώς αρχικά σκεφτόταν, ή όπως αλλιώς;
Να η απάντησή του:
‘‘[…] το μυστηριακό και ακαθόριστο:
Οι δρόμοι του Αρχάγγελου νομίζω ότι ταιριάζει πιο πολύ. Μήπως, στο κάτω κάτω, είμαστε εμείς που διαλέγουμε τα μονοπάτια της ζωής;
Όλο και κάποιος Αρχάγγελος μάς οδηγεί με τις αόρατες φτερούγες του.’’
Ο Θεοδωράκης πιάνει να γράψει την αυτοβιογραφία του το 1985, σε ηλικία εξήντα χρονών, σε μια εποχή που αισθάνεται –δεν είναι η πρώτη φορά ούτε η τελευταία– μόνος, αυτοφυλακισμένος και διωκόμενος, με σκοπό να φωτίσει τη μουσική δημιουργία του, ειδικότερα τα τραγούδια του.
Έχοντας λοιπόν ως αποκλειστικό σκοπό να ‘‘βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των τραγουδιών του και της μελοποιημένης από αυτόν ποίησης’’, είναι αποφασισμένος να μην κάνει λόγο παρά ελάχιστα για την πολιτική πλευρά της ζωής του, τότε μοναχά που είναι εντελώς απαραίτητο.Διαβάζοντας σήμερα την Αυτοβιογραφία, βλέπουμε ότι η αρχική πρόθεση δεν επιβεβαιώνεται στις σελίδες της, με την έννοια ότι η αναφορά στην ‘‘εξωμουσική δράση’’ όχι μόνο δεν είναι ‘‘ξώφαλτση’’ αλλά, αντίθετα, κυριαρχεί.
Αναπόφευκτα και ορμητικά, η πολιτική δράση του συγγραφέα, ξεπερνώντας κάθε αρχική πρόθεση, κατακλύζει το βιβλίο. Και πώς αλλιώς;
Η πολιτική και η μουσική στη ζωή αυτού του ανθρώπου είναι αξεχώριστες σαν τις δύο σελίδες ενός φύλλου, όσο και αν ο ίδιος νιώθει συχνά διχασμένος ανάμεσα στις δύο. Αυτή ωστόσο η ποσοτική κυριαρχία της πολιτικής στις σελίδες του βιβλίου διόλου δεν σημαίνει ότι δεν υπηρετείται η αρχική πρόθεση. Τουναντίον.
Υπηρετείται, θα έλεγα, με έναν πολύ πιο ουσιαστικό τρόπο από ό,τι αν ιστορούνταν αναλυτικά οι συγκεκριμένες συνθήκες γέννησης του τάδε ή του δείνα τραγουδιού.»
Από τον Πρόλογο του Σταύρου Ζουμπουλάκη
Μια αφήγηση που αφορά τον ίδιο τον συνθέτη και το έργο του, όπως ο ίδιος θέλει να τα προσδιορίσει.
Προσωπική του κατάθεση, οι δύο αυτοί τόμοι αποτελούν μοναδικό πρωτογενές υλικό, δείγμα γραφής ενός μεγάλου αφηγητή, που η καλλιτεχνική και πολιτική παρουσία του σημάδεψαν την Ελλάδα του 20ού αιώνα.